Jump to content

Περιπλάνηση


Annad89

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Άννα

Είδος: φαντασίας

Βία; λίγη

Σεξ; όχι

Αριθμός Λέξεων: 11.947

Αυτοτελής; όχι, είναι το πρώτο μέρος.

Σχόλια: Το είχα γράψει παλιότερα αλλά όσο το διάβαζα με τα χρόνια όλο και το διόρθωνα. Θα ήθελα να μου πείτε την γνώμη σας. Εγώ γράφω αυτόματα, αλλά υπάρχει κάτι το ενδιαφέρον; Να συνεχίσω; Να προσπαθήσω για κάτι περισσότερο; Ή απλά να γράφω μονάχα για να ξεσπάω;

Περιπλάνηση.docx

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Εμένα μου ανοίγει, δεν έκανες τίποτα λάθος.

Θέλεις να το ξανανεβάσεις σε doc; (Απλά η Ιρμάντα δεν μπορεί, μάλλον, να ανοίγει docx αρχεία).

Link to comment
Share on other sites

.


Έχω μπερδευτεί. Δεν ξέρω πώς να το ανεβάσω τώρα...


«… Σκεφτόταν μαζί με τα’ άλλα πως όταν τον βρίσκαν αυτές οι κρίσεις της επιληψίας, υπήρχε μια φάση σχεδόν πριν πέσει χάμω, όταν ξαφνικά μέσα στην θλίψη της ψυχικής του καταχνιάς, της κατάθλιψης, στιγμές-στιγμές σαν να πετούσε το μυαλό του φλόγες κι όλες μέσα του οι δυνάμεις της ζωής τανύζονταν διαμιάς με ορμή ασυνήθιστη.»

Η Αλκμήνη έκλεισε το βιβλίο και έσβησε το φως υπνωτισμένη από τις φράσεις του  Ντοστογιέφσκι μα κι απ’ τις σκόρπιες θλιβερές αναμνήσεις της, τις οποίες προσπαθούσε να εξαφανίσει από το υποσυνείδητό της. Σκοτάδι μες το δωμάτιο… Πόσο πολύ το αναζητούσε από εκείνο το πρωινό που είχε ξυπνήσει. Προσευχόταν από το πρωί να τελειώσει αυτή η καταραμένη ημέρα ,η εβδομάδα ,ο μήνας ,ο χρόνος… Ήθελε τόσο πολύ να κοιμηθεί, αν και ήξερε ότι αν έπεφτε στην αγκαλιά του  Μορφέα ήταν  σαν να έπεφτε από τον πιο ψηλό γκρεμό. Οι εφιάλτες της,  κομμάτιαζαν την ψυχή της. Παρ’ όλα αυτά έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να μην σκέφτεται τίποτα, μα και πάλι βυθίστηκε ξανά στον βούρκο της απελπισίας. Ακούγοντας τον πένθιμο ψαλμό της εκκλησίας και τα ανυπόφορα κλάματα των κοριτσιών που θρηνούσαν μέσα από τον μικρό κόσμο τους, άναψε ένα κερί χωρίς να ρίξει ούτε ένα δάκρυ, ούτε έναν ψίθυρο. Πενθούσε κι εκείνη, χωρίς να θέλει να δείξει την παραμικρή στεναχώρια σ’ όλους τους συγγενείς ή φίλους.

          Ανοίγοντας τα μάτια, κοίταξε το ρολόι κουρασμένη και κατάλαβε ότι είχε κοιμηθεί μονάχα τρεις ώρες. Χωρίς να το σκεφτεί σηκώθηκε. Ένα δάκρυ κύλισε στο ιδρωμένο μέτωπό της, και μετά ακολούθησαν και άλλα, μα αυτό δεν την εμπόδισε να πάει στο γραφείο για να γράψει. Τουλάχιστον έτσι θα έβρισκε διέξοδο από την στεναχώρια της. Έξω ο αέρας φυσούσε μανιασμένα και ο ήχος που έκανε περνώντας απ’ τα φύλλα ήταν σαν να προμήνυε κάποια καταστροφή. Ξαφνικά τινάχτηκε από έναν ήχο στο μπαλκόνι. Όταν η καρδιά της επανήλθε στον συνηθισμένο αργό χτύπο, σηκώθηκε και άνοιξε τα παντζούρια. Η παλιομοδίτικη κουρτίνα ανέμισε σαν να χόρευε έναν χορό  φρίκης, και ξαφνικά έπεσε στο πάτωμα. Η Αλκμήνη δεν έδωσε σημασία και βγήκε έξω. Η γλάστρα είχε πέσει από το πεζούλι και είχε σπάσει, αφήνοντας τα χώματα να χοροπηδήσουν έξω. Τι αέρας και αυτός… Σκούπισε τα χώματα γρήγορα και στάθηκε λίγο έξω να θαυμάσει την επιβλητική θέα. Στον ουρανό δεν φαινόταν το φεγγάρι, παρά μόνο σύννεφα παντού, αστραπές και βροχή η οποία έπεφτε στον απέραντο κήπο, ποτίζοντας το γρασίδι και τα φυτά που το έπνιγαν.

          Όπως πήγαινε ξανά μέσα, άκουσε μια δυνατή βροντή και μονομιάς έσβησαν όλα τα φώτα. Παραπατώντας έφθασε στην κουζίνα και άναψε αρκετά κεριά για να τα μοιράσει σε όλο το σπίτι. Όλες αυτές οι κινήσεις γίνονταν μηχανικά εδώ και πολύ καιρό. Μόλις ακούμπησε και το τελευταίο κερί πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, είδε τα δυο μικρά κορίτσια να κατεβαίνουν την σκάλα κλαίγοντας.

«Μαμά, φοβάμαι.» είπε με τρεμάμενη φωνή το μεγαλύτερο κατάξανθο κορίτσι, καθώς η μικρότερη αδελφή του κρυβόταν μέσα στις χούφτες της μετά από κάθε βροντή.

«Μην φοβάστε αγάπες μου, μια καταιγίδα είναι, πάντα περνάει. Κάθε φορά περνάει. Πάμε στο δωμάτιό μου να σας κοιμίσω.» είπε η Αλκμήνη και τις χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι. Τις πήρε στην αγκαλιά της, ανεβαίνοντας τις μεγάλες άσπρες σκάλες που οδηγούσαν στον επάνω όροφο για το δωμάτιό της. Ξάπλωσαν όλες μαζί στο κρεβάτι με ουρανό και σιγά - σιγά τα κορίτσια έπεσαν σε βαθύ ύπνο ακούγοντας την φωνή της μητέρας τους που τους διάβαζε το αγαπημένο τους παραμύθι. Η καταιγίδα δεν είχε κοπάσει ακόμα. Η Αλκμήνη σηκώθηκε αργά, έκλεισε την πόρτα πίσω της και κατευθύνθηκε προς το γραφείο για να γράψει τελικά. Οι λέξεις, που με δυσκολία αποτυπώνονταν στο τσαλακωμένο της χαρτί, την χλεύαζαν και άκουγε ακόμα και τα κρυφά γέλια της επιτροπής απέναντί της. Αμέσως όλο αυτό το καρναβάλι σκίστηκε και έπεσε στο καλάθι μαζί με τα υπόλοιπα χαρτιά. Έσβησε το κερί δίπλα της, μιας και το ξημέρωμα αποχαιρετούσε την νύχτα. Πήρε ένα καινούριο χαρτί και άρχισε να γράφει πάλι από την αρχή.

          Η ώρα ήταν επτά και έτσι σηκώθηκε για να ξυπνήσει τα κορίτσια. Ανέβηκε τις σκάλες, μα προς έκπληξή της είδε ανοιχτή την πόρτα του δωματίου. Ήταν σίγουρη πως την είχε κλείσει. Χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία μπήκε μέσα και είδε τα κορίτσια να κοιμούνται γαλήνια. Κάθισε στο κρεβάτι και άρχισε να τις χαϊδεύει απαλά μιλώντας τους.

«Ελάτε αγάπες μου, θα χάσετε το σχολικό.»

«Λίγο ακόμα μαμά.» γκρίνιαξε το μεγαλύτερο κορίτσι. Ήξερε πως δεν είχαν κοιμηθεί καλά και οι δυο τους αφού πάντα φοβόντουσαν τις καταιγίδες και τους κεραυνούς, μα δεν είχε άλλη επιλογή από το να τις ξυπνήσει. Τις πήρε στην αγκαλιά της, κοιμισμένες όπως ήταν, αναγκάζοντάς τις να ξυπνήσουν. τις έντυσε γρήγορα και κατέβηκαν κάτω για το πρωινό τους.

«Μαμά δεν θέλω να πάω στο σχολείο σήμερα.» είπε το μελαχρινό κορίτσι.

«Μην λες ανοησίες. Και οι δυο θα πάτε.» είπε αυστηρά χωρίς να τους αφήσει περιθώριο, αν και ήξερε ότι είχαν δίκιο. Μόλις έφυγαν κλείδωσε την εξώπορτα και άρχισε να μαζεύει το τραπέζι, μα σταμάτησε όταν άκουσε έναν ήχο από το δωμάτιό της σαν να έπεσε ένα μεγάλο έπιπλο. Πήρε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και ανέβηκε αθόρυβα τα σκαλιά, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε φοβηθεί καθόλου. Ποιος μπορεί να είχε μπει εκεί πέρα;. Άνοιξε την πόρτα μα το δωμάτιο ήταν έτσι όπως το είχε αφήσει. Τα πάντα βρίσκονταν στην θέση τους. Όταν κοίταξε καλύτερα όμως είδε την κουρτίνα να ανεμίζει και το παράθυρο ανοιχτό. Κοίταξε από κάτω αλλά δεν είδε κανέναν. Άλλωστε ήταν πολύ ψηλά για να πηδήξει κάποιος. Το έκλεισε, έστρωσε τα κρεβάτια, και κατέβηκε ξανά.

          Όλο το πρωινό το πέρασε γράφοντας και σκίζοντας. Τελικά μετά από μια σελίδα, που με τόσο κόπο είχε γράψει, τα παράτησε και ξάπλωσε στον καναπέ του σαλονιού χωρίς να έχει όρεξη να ασχοληθεί με τίποτα. Οι σκέψεις, τις είχαν πλημμυρίσει το μυαλό καταβροχθίζοντάς την. Έπιασε μια φωτογραφία από το τραπεζάκι. Κοιτάζοντας τον εαυτό της χαρούμενο δίπλα σ’  έναν άντρα και τα δυο μωρά  στην αγκαλιά της, την έπιασε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Το φλας την είχε ενοχλήσει, μα συνέχισε να γελάει,  χαϊδεύοντας τα σγουρά απαλά μαλλιά του.

«Τον επόμενο χρόνο θα πάμε όλοι μαζί διακοπές. Είσαι και πάντα θα είσαι η βασίλισσά μου.» της είχε πει γλυκά ενώ φίλησε τα μωρά. Αυτή η ανάμνηση της έφερε τόσα δάκρυα που έπεσαν μονομιάς σαν καταρράκτες πάνω στο πρόσωπό της. Έβγαλε μια κραυγή απελπισίας και πέταξε την φωτογραφία στο πάτωμα, κάνοντάς την  χίλια κομμάτια. Σηκώθηκε και έκρυψε όλες τις φωτογραφίες σ’ ένα κουτί. Αυτήν την κίνηση την είχε κάνει αρκετές φορές, μα τις έβγαζε ξανά αφού μετά από λίγη ώρα ένιωθε ντροπιασμένη. Κρύβοντας τώρα ξανά τις αναμνήσεις της, βρήκε διέξοδο σε ένα βιβλίο με ποιήματα. Μετά από κάποιες ώρες διαβάσματος, ξαφνικά άκουσε έναν ήχο απ’ την κουζίνα, σαν να ανακατεύουν τα μαχαιροπίρουνα. Είχε βαρεθεί πια να ακούει συνεχώς περίεργους ήχους. Αναρωτιόταν μήπως της είχε ''στρίψει'' τελικά. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος που είχε ακουστεί ο ήχος. Τρομοκρατημένη τώρα όμως, είδε μερικά μαχαιροπίρουνα πάνω στο τραπέζι στημένα στην σειρά. Η Αλκμήνη δεν πίστευε αυτό που έβλεπαν τα μάτια της. Δεν μπορεί να ήταν αληθινό. Σίγουρα όλα αυτά τα φανταζόταν. Όπως περνούσαν στιγμιαία αυτές οι σκέψεις, τα πάντα μαύρισαν γύρω της, και άρχισε να πέφτει.

         

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Μόλις άνοιξε τα μάτια της συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο κρεβάτι της. Δεν θυμόταν να πήγε εκεί. Μετά από προσπάθεια κατάλαβε τι είχε συμβεί και έντρομη κατέβηκε ξανά στην κουζίνα. Το τραπέζι όμως ήταν άδειο και τα πάντα βρίσκονταν στην θέση τους. Μάλλον είχε δει όνειρο, σκέφτηκε τελικά. Ίσως είχε αρχίσει να τρελαίνεται τόσες μέρες μέσα. Κοίταξε το ρολόι και κατάλαβε ότι κοιμόταν πολλή ώρα. Σε λίγο θα ερχόταν το σχολικό. Χτύπησε το κουδούνι. Μάλλον θα ήταν η καθαρίστρια. Της άνοιξε χαιρετώντας την με ένα νεύμα πηγαίνοντας πάλι στο γραφείο σιωπηλή. Ένιωθε τόση μοναξιά, τόση θλίψη. Δεν υπήρχε κανένας να την ακούσει. Είχαν περάσει χρόνια από τότε που ανοίχτηκε σε κάποιον. Σ' αυτόν που αγαπούσε και που θα έδινε τα πάντα για να τον πάρει πίσω. Όσο περνούσε η ώρα, οι σκέψεις της σκοτείνιαζαν φέρνοντας πίσω επώδυνες αναμνήσεις και λεπτομέρειες, τις οποίες σκόπιμα είχε ξεχάσει. Τότε δεν είχε σημασία, τότε ήταν ευτυχισμένη. Πόσα πολλά πράγματα έπαιζαν κρυφτό στο υποσυνείδητο της. Φαινόταν τόσο ζωντανό σε σχέση με την ψυχή της.

              Και μόλις πήγε να κλείσει τον ‘διακόπτη’, πετάχτηκε ακούγοντας το σχολικό να κορνάρει έξω από το σπίτι της. Όπως αρκετές φορές, είχε ξεχαστεί και δεν είχε μαγειρέψει για τα δυο μικρά κορίτσια, που δεν έφταιγαν σε τίποτα. Συνεχώς όλο και πιο συχνά τα παραμελούσε. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν τα αγαπούσε, αλλά βέβαια τι ήταν η αγάπη μπροστά σ' αυτόν τον εφιάλτη που ζούσε; Έπρεπε τουλάχιστον να δείχνει χαρούμενη μπροστά τους. Έτσι λοιπόν φόρεσε την χαμογελαστή μάσκα της και πήγε προς την πόρτα.

«Μαμά, μαμά»! φώναξαν και οι δυο τους και έτρεξαν χαρούμενες στην αγκαλιά της.

«Πως ήταν στο σχολείο; Σας πείραξε κανένας;» τους ρώτησε.

«Μα γιατί να μας πειράξει κάποιος;» ρώτησε το μεγαλύτερο κορίτσι παίζοντας με τις καστανές μπούκλες της. Εκεί ήταν που η Αλκμήνη δεν είχε σκεφτεί απάντηση. Γιατί άραγε ήταν αυτή η ερώτηση που της ήρθε αυθόρμητα στο μυαλό;

«Ελάτε, πάμε μέσα να σας μαγειρέψω». είπε αποφεύγοντας την ερώτησή της.

              Η καθαρίστρια είχε ήδη φύγει, αφού δεν είχε και πολλές δουλειές να κάνει. Η Αλκμήνη ήταν πάντα οργανωμένη και σιχαινόταν την ακαταστασία. Μόνο τον εαυτό της είχε παραμελήσει. Τα κατάμαυρα μαλλιά της είχαν φτάσει ως την μέση αφού είχε να τα περιποιηθεί από ‘τότε’. Στα μάτια της φαινόταν η εξάντληση και οι ρυτίδες από τις λίγες ώρες ύπνου. Τα μάτια της είχαν πράσινο ανοιχτό χρώμα με μαύρους κύκλους και ταλαιπωρημένη επιδερμίδα. Ήταν 30 χρονών και πλέον δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει.

«Μαμά, σήμερα στο σχολείο με ρώτησαν που είναι ο μπαμπάς μου, και τους είπα ότι είναι στον παράδεισο.» είπε η Ίριδα, το μικρότερο κορίτσι. Η ομοιότητά της με την μητέρα της ήταν εκπληκτική, είχαν τα ίδια μαύρα ίσια μαλλιά και σχεδόν τα ίδια καταπράσινα μάτια. Ήταν μόλις 6 χρονών. Η Κασσάνδρα ήταν μεγαλύτερη μονάχα δυο χρόνια. Είχε καστανές μπούκλες μέχρι την μέση της πλάτης της και έντονα καστανά μάτια. Ήταν και οι δυο πανέξυπνες και ο χρόνος που θα πρόδιδε το μαρτύριο της Αλκμήνης όλο και μίκραινε.

«Αυτό δεν θα έπρεπε να το ρωτήσουν, είναι κάτι προσωπικό. Σωστά μαμά;» απάντησε η Κασσάνδρα, προσπαθώντας να κάνει την έξυπνη στην μικρή της αδελφή. Η Αλκμήνη πραγματικά ένιωθε ότι ο χρόνος την πίεζε, ότι μίκραιναν τα περιθώριά της, και όλο αυτό μετατρεπόταν σε κλειστοφοβία την οποία αδυνατούσε να κατανοήσει.

              Αποφεύγοντας να τους απαντήσει ξανά, άλλαξε θέμα λέγοντάς τους ότι σύντομα θα ερχόταν η ημέρα των διακοπών και έτσι άρχισαν να προτείνουν ονειρεμένα μέρη όπου θα ήθελαν να πάνε. Το φυσιολογικό σε μια τέτοια κουβέντα θα ήταν να την κάνει να ξεχαστεί μπαίνοντας στον κόσμο τους, μα αντί να ξεφύγει απ' την πραγματικότητα, εκείνη όλο και πιο πολύ βυθιζόταν στις σκοτεινές σκέψεις της, και αυτός ο φόβος την έκανε να αιωρείται στο κενό φοβούμενη όλο και πιο πολύ το αβέβαιο μέλλον. Της ξύπνησαν τόσες αναμνήσεις από παλιά, ένιωσε μια νοσταλγία σαν μαχαιριά στο στομάχι. Πόσο πολύ της έλειπαν αυτά τα χρόνια. Και πάλι προσγειώθηκε απότομα στο παρόν. Είχαν περάσει τρία χρόνια και ακόμα δεν το είχε ξεπεράσει. Για όλη της την ζωή θα ήταν έτσι; Θα υπέφερε πάντα σιωπηλά; Φυσικά δεν μπορούσε να δείξει την αδυναμία της εκείνη την στιγμή, κι έτσι προσπάθησε να υψώσει πάλι τον τοίχο ανάμεσα στα συναισθήματα και να βγάλει την λογική στην επιφάνεια.

                Ενώ τα κορίτσια διάβαζαν στα δωμάτιά τους, εκείνη καθόταν στο γραφείο της, μην μπορώντας όμως να βγάλει τίποτα στο χαρτί. Ήταν τρελό να έχει τόσα συναισθήματα που όμως ήταν κλειδωμένα χωρίς να μπορούν να βρουν διέξοδο στο χαρτί. Δεν είχε ένα πλάνο, αυτό μάλλον θα ήταν το πρόβλημα. Όπως και στην ζωή της. Όλα φαινομενικά είχαν ένα πρόγραμμα, μια ροή, μα ήταν σίγουρη πως κανένας δεν μπορούσε να μαντέψει τον πόλεμο που γινόταν μέσα της. Όλα αυτά τα καταστροφικά συναισθήματα. Ο ήλιος έδυε, κι εκείνη είχε γράψει μονάχα τρεις σελίδες κι ακόμα δεν ήταν ικανοποιημένη, ακόμα τα θεωρούσε σκουπίδια και ήταν στα πρόθυρα να τα τσαλακώσει. Αυτήν την φορά όμως αντιστάθηκε και αποφάσισε να τα ξαναδιαβάσει αργότερα. Ίσως ήταν η σκέψη της στιγμής.

                 Τα κορίτσια είχαν τελειώσει το διάβασμα και έπαιζαν στο σαλόνι σιωπηλά χωρίς να θέλουν να ενοχλήσουν την μητέρα τους. Η Αλκμήνη, όπως και κάθε μέρα, τους εξέταζε και πάλι όλα ήταν σωστά και έτσι όπως έπρεπε. Ευτυχώς δεν είχε κανένα παράπονο απ' αυτές. Είχε σουρουπώσει εδώ και λίγη ώρα και έτσι αποφάσισε να πάει μια βόλτα στο κήπο μήπως νιώσει καλύτερα. Βγήκε απ' την πόρτα αντικρίζοντας τα δυο αγάλματα δεξιά και αριστερά της, τα οποία απεικόνιζαν δυο αγγέλους, μια γυναίκα και έναν άντρα. Είχαν σκυμμένο κεφάλι και κλειστά μάτια, ενώ τα φτερά τους ήταν σαν να επρόκειτο να ανοίξουν και να πετάξουν μακριά. Κατέβηκε τα σκαλιά και κάθισε στο σιντριβάνι λίγο πιο μπροστά απ' την είσοδο του αρχοντικού. Γύρω της υπήρχαν θάμνοι, μα ούτε ένα πολύχρωμο λουλούδι. Υπήρχε τόση ομορφιά μπροστά της, μα εκείνη δεν την έβλεπε, δεν εκτιμούσε τίποτα γύρω της. Λίγο πιο μπροστά υπήρχε ένας λαβύρινθος από φυτά. Κάποιος που δεν είχε μεγαλώσει σ' αυτό το σπίτι ίσως και να χανόταν, αλλά εκείνη τον ήξερε πολύ καλά. Είχε δυο εξόδους. Η αριστερή έβγαζε σε έναν άλλο κήπο και μια μικρή αποθήκη, όπου ήταν όλα τα σύνεργά του, και ένα μικρό σπιτάκι που θα μπορούσε να είναι το σπίτι του κηπουρού. Στην δεξιά πλευρά υπήρχε μια επιφάνεια με κούνιες για τα κορίτσια, ένα τραπεζάκι και υπόστεγο για τον ήλιο.

                Εκεί που στεκόταν, στα δεξιά της ήταν η καγκελόπορτα. Είχε σκεφτεί αμέτρητες φορές να φύγει και να μην ξαναγυρίσει. Από το ‘τότε’ είχε σκεφτεί αρκετές φορές να μετακομίσει, μα δεν υπήρχε άλλος απόγονος της οικογένειάς της μιας και ήταν μοναχοκόρη, και δεν ήθελε να νοικιάσει το σπίτι. Καλύτερα να ζούσε εκεί μέσα στην θλίψη, παρά να έφευγε όπου και πάλι ο πόνος θα την ακολουθούσε. Άρχισε να προχωράει μέσα στον λαβύρινθο όπου έκοβε το ελαφρύ αεράκι, μην ξέροντας που θα καταλήξει. Και τότε τον είδε. Έναν άντρα τόσο όμορφο μα και τόσο άγριο ταυτόχρονα. Για μια στιγμή της θύμισε τόσο τον άντρα στην φωτογραφία, αλλά μάλλον ήταν της φαντασίας της. Εκείνος ήταν ακριβώς στην δεξιά γωνία των φυλλωμάτων, και ήταν σαν διάφανος. Θα ήταν μια πλάνη του μυαλού της, αφού ο κηπουρός είχε κλειδώσει την καγκελόπορτα φεύγοντας. Εκείνος της χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό του δεν ήταν ζεστό, αληθινό, αλλά πονηρό και μοχθηρό. Αυτό όμως που την τρόμαξε περισσότερο ήταν τα μάτια του. Εκτός του ότι ήταν τεράστια και υπερβολικά ανοιχτόχρωμα, σαν ψεύτικα, και ταυτόχρονα σκοτεινά. Κάτι που την έκανε να οπισθοχωρήσει τρέμοντας. Σε ένα δευτερόλεπτο ο άντρας ήταν πίσω της και χάιδευε τα μακριά μαλλιά της. Και μετά… ξύπνησε στο δωμάτιό της.

Link to comment
Share on other sites

Θα ήθελα να μου πείτε την γνώμη σας. Εγώ γράφω αυτόματα, αλλά υπάρχει κάτι το ενδιαφέρον; Να συνεχίσω; Να προσπαθήσω για κάτι περισσότερο; Ή απλά να γράφω μονάχα για να ξεσπάω;

 

Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να σου το πει αυτό. Κάνουμε ό,τι κάνουμε επειδή μας ευχαριστεί. Εγώ μπορώ να σου πω τη γνώμη μου για αυτό που διάβασα τώρα, και μόνο γι' αυτό. Και θα το κάνω επειδή το ζήτησες, κι επειδή πιστεύω ότι δεν έχεις ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα (κι αν το κάνεις, θα ευχαριστιέσαι το γράψιμο πιο πολύ).

 

Πρώτο και κύριο που πρέπει να σου πω για το κείμενο που διάβασα: αργείς πολύ να μπεις στο θέμα. Αυτό δεν είναι καλό, αν σ' ενδιαφέρει να διαβάζουν κι άλλοι αυτά που γράφεις (αν δεν γράφεις μόνο για 'σένα, δηλαδή, που αν ήταν έτσι, δεν θα ήσουν εδώ). Δεν είχα ενδιαφέρον να συνεχίσω να διαβάζω, πιέστηκα για να το κάνω. Αν το θέμα είναι ο άντρας της, θα έπρεπε να μπει νωρίς στο κείμενο ένα δυνατό στοιχείο.

Έχουμε μια γυναίκα που δεν καταλαβαίνουμε και πολλά γι' αυτήν, εκτός του ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί (εγώ κατάλαβα και ότι βαριέται, αλλά μέχρι εκεί). Όλα έρχονται αργά και απότομα, χωρίς να έχει αναφερθεί τίποτα πιο πριν. Τα κορίτσια (που τελικά είναι παιδιά της, αλλά από την αρχική σκηνή που τα δείχνεις να προσεύχονται δεν φαίνεται καθόλου, θα μπορούσαν να είναι όλες -και η πρωταγωνίστρια μαζί- σε ένα ορφανοτροφείο, για παράδειγμα, και η πρωταγωνίστρια να είναι ένα μεγαλύτερο παιδί. ) Μετά έρχονται κι άλλες πληροφορίες απροετοίμαστες, που δεν με έκαναν να νοιαστώ. Δεν την γνώρισα, δεν την ένιωσα κοντά μου. Αυτό είναι το θέμα, να αποφασίσεις από την αρχή ποια είναι η πρωταγωνίστριά σου (και όχι γράφοντας και βλέποντας), ώστε να προλάβεις μέσα σε λίγο χώρο να μας την γνωρίσεις κι εμάς, να είναι αληθινός άνθρωπος και όχι επίπεδη.

Και επί έξι σελίδες δεν γίνεται τίποτα (ή σχεδόν τίποτα, θα έπρεπε να δώσεις μεγαλύτερη ένταση στα μικροπράγματα, όπως οι ανοιχτές πόρτες και οι σπασμένες γλάστρες, ώστε να μας κλείσουν το μάτι). Αυτό που μας ενδιαφέρει, τελικά, ξεπηδάει στις τελευταίες γραμμές.

 

Τώρα, για να με νοιάξει αυτό, βάλε καμιά ανάμνηση μέσα (να την αναπτύξεις, όχι να την αναφέρεις συνοπτικά), δείξε μου ότι ήταν αληθινοί άνθρωποι, με αληθινή σχέση, αλλιώς πώς θα μεταφέρεις τα όποια συναισθήματα της ηρωίδας;

 

Αν γράφεις αυτόματα, υπάρχουν προβλήματα που καλό είναι (και εφικτό, βέβαια) να τα διορθώνεις μετά. Από ένα αυθόρμητο κείμενο μπορεί να γεννηθεί μια άρτια ιστορία, απλά θέλει παίδεμα. Έτσι κι αλλιώς, ποιο κείμενο δεν θέλει; ;-)

 

Σου στέλνω και ένα αρχείο όπου έχω σημειωμένα κάποια πράγματα πάνω στο κείμενο.Περιπλάνηση (σχόλια).doc

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ που ασχολήθηκες και το διάβασες. Θα κοιτάξω και σε αυτό αλλά και στα άλλα όλα αυτά που μου είπες και δεν τα είχα καταλάβει.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..