MadnJim Posted March 28, 2015 Share Posted March 28, 2015 (edited) Όνομα Συγγραφέα: MadnJim Είδος: Μυστήριο - υπερφυσικός τρόμος Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: Περίπου 10800 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Αυτή η ιστορία προέκυψε από το ιδιωτικό μας παιχνίδι με τον William, όπου δώσαμε ο ένας στον άλλον μια εισαγωγή από ήδη υπάρχουσες ιστορίες μας για να δούμε πως θα συνεχίζαμε και τι θα έβγαινε τελικά. Όλο το πρώτο κεφάλαιο εκτός της τελευταίας παραγράφου είναι η εισαγωγή που μου έδωσε, κι από κει συνέχισα όσο καλύτερα μπορούσα. Ελπίζω να μην σας αποθαρρύνει το μεγάλο μέγεθος της ιστορίας και να την διαβάσετε, ενώ τα σχόλιά σας θα μου είναι πραγματικά πολύτιμα γιατί δοκιμάζω κάποια νέα -για μένα- πράγματα. Αρχείο: Σκιές από το παρελθόν.doc Edited March 28, 2015 by MadnJim 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted March 31, 2015 Author Share Posted March 31, 2015 103 views, 12 downloads! Χμ, μήπως είναι πιο βολικό να την ανεβάσω ολόκληρη εδώ; ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ ΣΚΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ..-1-.. «Παρακαλούμε να επιστρέψετε στις θέσεις σας και να δέσετε τις ζώνες σας, στα επόμενα λεπτά θα αρχίσουμε την κάθοδο στο διεθνές αεροδρόμιο Λόγκαν...» ακούστηκε από τα μεγάφωνα του αεροπλάνου η ευγενική φωνή της αεροσυνοδού, και σαν για να τονίσουν τα λόγια της άναψαν μόλις τελείωσε οι επιγραφές “προσδεθείτε”. Ο Άιαν Χάμιλτον σήκωσε το βλέμμα του από την οθόνη του λάπτοπ του και κοίταξε τη φωτεινή ένδειξη. Μετά γύρισε και κοίταξε ασυναίσθητα έξω από το μικρό οβάλ παράθυρο το πρώτο φως της αυγής που είχε αρχίσει να αντικαθιστά το σκοτάδι της νύχτας, αν και τα πολλά σύννεφα το έκαναν να φαίνεται αχνό ακόμα και διστακτικό. Έκλεισε το λάπτοπ και το έβαλε στον χαρτοφύλακά του. Έγειρε το κεφάλι του πίσω στο μαξιλαράκι του καθίσματος και έκλεισε τα μάτια του αφήνοντας έναν σιγανό αναστεναγμό. Να λοιπόν που επέστρεφε στη Βοστώνη. Τέσσερις αιώνες πριν οι Χάμιλτονς είχαν αναγκαστεί να αφήσουν τα υψίπεδα της πατρίδας τους επειδή η Μαρία Στιούαρτ που υποστήριζαν είχε χάσει το στέμμα και κατέφυγε στην Αγγλία. Είχαν μεταβεί στον Νέο Κόσμο κι εκεί εγκαταστάθηκαν και δεν ξαναγύρισαν ποτέ, μέχρι που τέσσερα χρόνια πριν εκείνος είχε επιστρέψει στο Ίνβερ Μπρας. Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Βοστώνη, αλλά όταν έφυγε δεν είχε πρόθεση να ξαναγυρίσει κάποτε. Δεν εξήγησε ποτέ σε κανέναν το λόγο αυτής της απόφασης, ούτε καν στην αδερφή του, στον πιο κοντινό του άνθρωπο. Στην πιο δραστήρια ηλικία της ζωής του από κάθε άποψη είχε αφήσει μια πολλά υποσχόμενη καριέρα νομικού συμβούλου για να πάει στη Σκωτία. Ήταν αρκετοί αυτοί που απόρησαν μ' αυτή του την επιλογή, αλλά κανείς δεν ήξερε το παραμικρό και ακόμα και οι πιο γόνιμες φαντασίες αδυνατούσαν να απαντήσουν στο ερώτημα μιας και το όνομά του δεν είχε συνδεθεί με κάποιο σκάνδαλο ή μη. Και τώρα επέστρεφε χωρίς κανείς να το ξέρει. Το αεροπλάνο κατέβηκε κάτω από τα σύννεφα και η πόλη της Βοστώνης εμφανίστηκε στο φως της αυγής. Ο Άιαν ανατρίχιασε στο θέαμα. Έφτασε, το είχε κάνει τελικά, είχε γυρίσει πάλι πίσω. Τώρα συνειδητοποιούσε πως δεν ήταν πια μόνο μια σκέψη, αλλά μια πραγματικότητα. Όταν μπήκαν στην ευθεία του αεροδιαδρόμου και ξεκίνησε η τελική κάθοδος της προσγείωσης σχεδόν είχε μετανιώσει που επέστρεφε. Φοβόταν ακόμα! Δεν είχε όμως άλλη επιλογή, όχι αν ήθελε να προστατέψει την αδερφή του όπως έκανε και τότε, είκοσι σχεδόν χρόνια πριν. ..-2-.. Περπατούσαν χέρι χέρι με γρήγορο βήμα. Δεκαπέντε χρονών ο Άιαν, και τέσσερα χρόνια μικρότερη η Ντιάνα, η αδερφή του. Ένιωθε πάντα πως ήταν ο μεγάλος της αδερφός, αυτός που θα την πρόσεχε και θα την προστάτευε. Ήταν τα γενέθλιά της, και του είχε ζητήσει νωρίτερα να την πάει μέχρι το κατάστημα παιχνιδιών “Happy Play” στην άλλη μεριά του πάρκου Μπόστον Κόμον. Πήγε ο ίδιος στη μητέρα τους και ζήτησε την άδεια να πάνε, και εκείνη πριν δεχτεί τον έβαλε να υποσχεθεί πως θα είχε τα μάτια του δεκατέσσερα. Άργησαν όμως μέσα στον παιδικό παράδεισο χαζεύοντας τριγύρω, κι όταν βγήκαν πάλι στον δρόμο είχε αρχίσει να νυχτώνει. Στην είσοδο του πάρκου είχε κοντοσταθεί βλέποντας τις σκιές από τα δέντρα να σκύβουν πάνω από τα πλακόστρωτα μονοπάτια, αλλά αν έκαναν το γύρο του θα αργούσαν πολύ περισσότερο. Μπήκαν, και με γρήγορο βήμα, σχεδόν της τραβούσε το χέρι, πήραν τη γνωστή κατεύθυνση για το σπίτι τους στην άλλη μεριά. Είδαν τον Τζίμι Φενάτσιο και τον κολλητό του τον Μάικι Μπένσον, τον Μυξιάρη Μάικ όπως τον έλεγαν όλοι στο σχολείο επειδή πάντα τα ρουθούνια του στάζανε, να ακουμπούν στο κάγκελο δίπλα στη μικρή λιμνούλα στο κέντρο του πάρκου. Δύο χρόνια μεγαλύτεροι από τον Άιαν, ήταν τα μαύρα πρόβατα του σχολείου τους. Φόραγαν κι οι δυο τα δερμάτινα μπουφάν τους, και στο φως του δημοτικού λαμπτήρα άστραφταν τα μεταλλικά καρφιά που είχαν βάλει μόνοι τους για να δείχνουν πιο σκληροί. Ο Τζίμι κούρευε τα μαλλιά του τελείως γουλί αφήνοντας μια λωρίδα στην κορυφή όπως έκαναν μερικούς αιώνες πριν οι ινδιάνοι και υιοθέτησαν οι πανκ όταν το κίνημά τους ήταν στη μόδα. Αυτός ήταν και ο αρχηγός, ο Μάικι απλά τον ακολουθούσε και τον μιμούνταν, ασθμαίνοντας κάτω από τα παραπανίσια κιλά του. Στο γοφό και των δύο κρεμόταν μια αλυσίδα που ξεκινούσε από μια θηλιά της ζώνης και πήγαινε στο πορτοφόλι που έβαζαν στην πίσω τσέπη του τζιν τους. Ο Άιαν δίστασε μόλις τους είδε. Στο σχολείο ήταν bullies, πείραζαν δηλαδή και τρομοκρατούσαν αδιακρίτως όλα τα παιδιά, κι αν κάποιος τολμούσε να πει κάτι δεν δίσταζαν να σηκώσουν και χέρι. Θα προτιμούσε να τους αποφύγει, αλλά το μονοπάτι περνούσε ακριβώς μπροστά τους και η μόνη άλλη επιλογή ήταν να μπουν μέσα στις σκοτεινές συστάδες των δέντρων και των θάμνων του πάρκου. Η Ντιάνα τους είδε κι αυτή και σφίχτηκε πάνω στον αδερφό της φοβισμένη. Επιτάχυναν το βήμα τους και σχεδόν τρέχοντας έφτασαν μπροστά στους δύο νταήδες έφηβους. «Βρε βρε βρε...» είπε ο Τζίμι και σηκώθηκε από το κάγκελο ρίχνοντας στο νερό πίσω του το τσιγάρο που κάπνιζε. «Κοίτα Μάικι, ο μικρούλης Άιαν, και το άλλο σκωτσέζικο αρχιδάκι, η αδερφή του!..» Τα δύο αδέρφια έσκυψαν το κεφάλι και δοκίμασαν να περάσουν κοιτώντας ευθεία μπροστά τους. Ο Τζίμι όμως μπήκε στο δρόμο τους και τα ανάγκασε να σταματήσουν γελώντας. «Για που το βάλατε δυο μυξιάρικα βραδιάτικα; Δεν σας είπε η μαμά σας ότι το πάρκο δεν είναι για πιτσιρίκια σαν κι εσάς;..» είπε με την εφηβική φωνή του να ηχεί παράξενα στον μάγκικο τόνο. Δίπλα του ήρθε ο Μάικι, και γέλασε αφού ρούφηξε πρώτα δυνατά τη μύτη του. «Δεν σας το είπε η μαμά σας;..» επανέλαβε σαν ηχώ τα λόγια του φίλου του και αρχηγού του. Ο Άιαν έβαλε το σώμα του μπροστά από την Ντιάνα και φούσκωσε το στήθος του επιστρατεύοντας όλο του το θάρρος. «Αφήστε μας να περάσουμε, δεν σας κάναμε τίποτα...» είπε σιγανά αλλά με σταθερή φωνή. Ο Τζίμι γέλασε, και το πρόσωπό του κοκκίνισε κάνοντας τα σπυράκια της ακμής του να δείχνουν πολύ χειρότερα απ' ότι ήταν. «Ακούς Μάικι; Θέλουν να περάσουν!...» «Χαχαχα, ναι, άκουσα Τζίμι, χαχαχα...» «Τι λες, να τους αφήσουμε;...» «Εεε, να τους αφήσουμε Τζίμι;...» επανέλαβε με το γέλιο του να έχει αντικατασταθεί από απορία. Ο Τζίμι γύρισε και τον κοίταξε βλοσυρά. «Είσαι ηλίθιος Μάικι; Φυσικά και όχι..» του είπε απότομα, και στράφηκε πάλι στα δύο αδέρφια. «Κανείς δεν περνάει από το μονοπάτι μου χωρίς να πληρώσει διόδια...» μούγκρισε παραφράζοντας μια ατάκα που είχε ακούσει σε μια ταινία που είχε δει τελευταία. Έβγαλε από την τσέπη του έναν μικρό σουγιά με πτυσσόμενη λάμα, και τον άνοιξε. Ο Μάικι τον κοίταξε και χαμογέλασε ρουφώντας άλλη μια φορά τη μύτη του. «Έτσι Τζίμι, αν δεν πληρώσουν κόψ' τους κομματάκια..» είπε νιώθοντας ανίκητος δίπλα στον φίλο του. Ο Άιαν ένιωθε έτοιμος να κατουρηθεί από το φόβο του, αλλά προσπάθησε να μείνει ψύχραιμος. Η τροφή αυτών των παιδιών ήταν ο φόβος που προκαλούσαν στους άλλους, και δεν σκόπευε να τους δώσει αυτή τη χαρά. Όχι με την Ντιάνα να τον κρατάει σφιχτά από το μπουφάν του πίσω του. «Τι θέλετε;...» ρώτησε με τη φωνή του να τρέμει ελαφρά παρόλη την προσπάθειά του να την κάνει να δείχνει σταθερή. «Τι θέλουμε; Χαχα, ακούς Μάικι, τι θέλουμε ρωτάει ο σπόρος!...» «Χαχαχα, άκουσα Τζίμι...» «Λεφτά θέλουμε, ξηλωθείτε ότι έχετε πριν σας χαράξω και τους δυο...» Ο Άιαν σκέφτηκε τα δύο δολλάρια και σαράντα σεντ που είχε στην τσέπη του, τα ρέστα από την κούκλα που είχε αγοράσει λίγη ώρα νωρίτερα στην αδερφή του για δώρο. Τα έβγαλε και τα έδειξε ευχόμενος μέσα του να ήταν αρκετά για να τους βγάλει από περισσότερους μπελάδες. «Ορίστε...» είπε, «...αυτά έχουμε μόνο, πάρτε τα κι αφήστε μας να περάσουμε.» Στην λιμνούλα πίσω τους ακούστηκε ένας παφλασμός, και μια πάπια σηκώθηκε στον αέρα χτυπώντας τα φτερά της. Το χλωμό φως του λαμπτήρα έδινε στις σκιές σχήματα που θαρρείς και ήταν χέρια από τέρατα που απλώνονταν για να τους αρπάξουν. Ο Τζίμι πήρε τα χρήματα και τα έχωσε στην τσέπη του παντελονιού του. «Στη σακούλα τι έχετε;...» ρώτησε και την τράβηξε απότομα από το χέρι του Άιαν ξαφνιάζοντάς τον. «Έι, άσ' το αυτό...» έκανε να πει, αλλά ο Τζίμι του γύρισε αμέσως τον σουγιά μπροστά στο πρόσωπό του. «Βγάλε το σκασμό σπόρε...» είπε άγρια. «Μάικι πιάστον και κράτα τον να δω τι έχει στη σακούλα..» Ο Μάικι άρπαξε αμέσως τον Άιαν και τον έσφιξε πάνω στην μεγάλη και πλαδαρή κοιλιά του. Το βρώμικο χνώτο του έκανε τον Άιαν να νιώσει αποστροφή και αηδία. Η Ντιάνα που μέχρι τότε είχε παραμείνει σιωπηλή τώρα που είδε το μεγαλόσωμο παιδί να πιάνει τον αδερφό της έβαλε τις φωνές. «Άσ'τον κάτω, αφήστε μας, είστε παλιόπαιδα...» φώναξε ενώ ο Τζίμι έβαλε στην τσέπη του τον σουγιά και έβγαλε από τη σακούλα το κουτί με την κούκλα και το κοίταξε με περιέργεια. «Τι στο διάολο είναι αυτό; Κούκλα; Χαχαχα, κοίτα Μάικι, μια κούκλα είχανε στη σακούλα...» είπε γελώντας, και μπροστά στα τρομαγμένα μάτια της μικρής άνοιξε το κουτί και έβγαλε την κούκλα. Την σήκωσε στο φως και την περιεργάστηκε για λίγα δευτερόλεπτα σηκώνοντας ακόμα και το φουστανάκι της για να δει ανάμεσα στα πόδια της. Ο Άιαν προσπάθησε να ξεφύγει από το σφίξιμο του Μάικι, αλλά ήταν δυνατότερος και δεν τα κατάφερε. «Είναι δική μου, δώστη μου πίσω...» φώναξε η Ντιάνα και έκανε να την πάρει από τα χέρια του νταή νεαρού. Αυτός τη σήκωσε πιο ψηλά και γέλασε με την μικρή που δεν την έφτανε. Η Ντιάνα προσπάθησε μέχρι και να πηδήξει για να την πάρει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να του προκαλέσει περισσότερο γέλιο. Τότε έκανε την κίνηση που θα έκρινε τα πάντα, τον κλώτσησε με όλη της τη δύναμη στο καλάμι του ποδιού του κάνοντάς τον να ουρλιάξει ξαφνιασμένος από τον πόνο. «Τι έκανες ρε γαμώτο;...» της είπε αγριεμένος και πετώντας την κούκλα στην λιμνούλα την άρπαξε από τα μαλλιά και την τράβηξε με δύναμη πετώντας την κάτω. Ο Άιαν είδε την αδερφή του να πέφτει στο πλακόστρωτο και ένιωσε τον θυμό του να υπερβαίνει τον φόβο του. «Άστην ήσυχη αλήτη...» φώναξε δυνατά, και χωρίς να το πολυσκεφτεί έχωσε το γόνατό του με δύναμη ανάμεσα στα πόδια του Μάικι. Ο ξαφνικός πόνος τον έκανε να λύσει τη λαβή του, και ο Άιαν όρμησε αμέσως πάνω στον Τζίμι. Άρχισε να τον χτυπάει με τις γροθιές του, κι ο νταής για λίγο τα' χασε. Έκανε δυο τρία βήματα πίσω πριν ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του και ανταποδώσει τα χτυπήματα. Μια γροθιά του βρήκε το πρόσωπο του Άιαν και τον έκανε να ζαλιστεί, αλλά ο μικρός ήταν πια γεμάτος αδρεναλίνη και συνέχισε να ορμάει φωνάζοντας και να χτυπάει στα τυφλά. Ο Μάικι είχε γονατίσει δίπλα στην Ντιάνα και βογγούσε κρατώντας τα ευαίσθητα σημεία του που πονούσαν τόσο πολύ που νόμισε ότι θα έκανε μέχρι και εμετό. «Θα σε σκίσω ρε κωλόπαιδο...» βρυχήθηκε ο Τζίμι στον Άιαν, αλλά εκείνη τη στιγμή ο μικρός του όρμησε με το κεφάλι σκυφτό και τον κουτούλησε με δύναμη στο στομάχι. Ο Τζίμι διπλώθηκε στα δύο αδειάζοντας απότομα όλον τον αέρα από τα πνευμόνια του. Ένας δυνατός βήχας τον έπιασε αμέσως που τον έκανε να πισωπατήσει με τα μάτια του να γουρλώνουν λες και θα πεταγόταν από τις κόγχες τους. «Θα σε γαμήσω ρε αρχίδι...» μούγκρισε πνιχτά, αλλά ήταν μια κούφια απειλή προς το παρόν. Ακούμπησε τον πισινό του στο κάγκελο για να στηριχτεί και αγριοκοίταξε με κατακόκκινα μάτια τον Άιαν. Ο μικρός έριξε μια γρήγορη ματιά στην ακόμα πεσμένη αδερφή του, και μετά με μια δυνατή κραυγή όρμησε ξανά στον Τζίμι, ακριβώς στη στιγμή που εκείνος άνοιγε πάλι τον σουγιά του. Σαν σε αργή κίνηση έπεσε πάνω του και τον έσπρωξε δυνατά. Ο σουγιάς έφυγε από το χέρι του νταή νεαρού κι έπεσε με έναν μεταλλικό θόρυβο στις πλάκες του μονοπατιού, ενώ ο ίδιος χάνοντας την ισορροπία του ζυγιάστηκε για μερικές στιγμές προς τα πίσω πάνω από το κάγκελο, για να καταλήξει με την πλάτη στα κρύα νερά της λιμνούλας. Μερικές ακόμα τρομαγμένες πάπιες σηκώθηκαν αμέσως στον αέρα αφήνοντας δυνατές στριγκές κραυγές, καθώς ο Τζίμι άρχισε αμέσως να πλατσουρίζει προσπαθώντας να μείνει στην επιφάνεια. «Βοήθ...» προσπάθησε να φωνάξει, αλλά βουτήχτηκε ολόκληρος μέσα στο νερό. «Βοήθεια, δεν ξέρω κολύμπ..» είπε σαν ξαναβγήκε το κεφάλι του για μια στιγμή, πριν χαθεί και πάλι στα σκοτεινά νερά αυτή τη φορά για τα καλά. Ο Μάικι σηκώθηκε κρατώντας τα αχαμνά του και σχεδόν παραπατώντας πήγε κοντά στη λίμνη. «Τζίμι, Τζίμιιι...» ούρλιαξε, και έσκυψε πάνω από το κάγκελο για να δει που είναι ο φίλος του. Και τον είδε, να επιπλέει πια μπρούμυτα ακίνητος, πνιγμένος. Πάγωσε στη θέση του σαστισμένος χωρίς να μπορεί ακόμα να κατανοήσει πως ο Τζίμι ήταν νεκρός. «Τζίμι;...» είπε σιγανά αυτή τη φορά, διστακτικά. Ο Άιαν κοίταζε κι αυτός σαν μαρμαρωμένος, μία το άψυχο κορμί στη λιμνούλα, μία τον εύσωμο νταή, και μία την Ντιάνα που σηκωνόταν γεμάτη περιέργεια να δει τι συνέβη. Ο Μάικι γύρισε και στο πρόσωπό του ο Άιαν είδε τα δάκρυα να τρέχουν σαν να συναγωνίζονταν τις μύξες στα ρουθούνια του. «Τον-τον σκότωσες!...» είπε κι έδειξε τον Τζίμι. «Τον σκότωσες ρε κωλόπαιδο...» είπε πάλι πιο δυνατά, κι έκανε ένα βήμα προς τον Άιαν. Δεν το σκέφτηκε καθόλου. Σαν κάποιος άλλος να κινούσε το σώμα του ο Άιαν έσκυψε και πήρε από κάτω τον πεσμένο σουγιά ακριβώς τη στιγμή που ο Μάικι άφηνε μια κραυγή ξέχειλη από τρέλα και όρμαγε κατά πάνω του. Σήκωσε το χέρι του με προτεταμένη τη λάμα, και την κάρφωσε με όλη του τη δύναμη στο δεξί μάτι του Μάικι, μέχρι που χάθηκε ολόκληρη ως τη λαβή μέσα στο κεφάλι του. Ο Μάικι κοκάλωσε αμέσως, το πρόσωπό του πήρε ένα απορημένο ύφος ενώ εγκεφαλικά υγρά άρχισαν να τρέχουν μαζί με το αίμα από την πληγή. Με το καλό του μάτι κοίταξε τον Άιαν και ανοιγόκλεισε μερικές φορές το στόμα του σαν για να πει κάτι, αλλά κανένας ήχος δεν βγήκε. Μετά έπεσε με δύναμη στα γόνατά του που άφησαν έναν ξερό ήχο καθώς δεν άντεξαν το βάρος του και με το χτύπημα σπάσανε, για να καταλήξει κι αυτός μετά νεκρός, μπρούμυτα σαν το φίλο του, αλλά πάνω στο κρύο πλακόστρωτο. Μια μικρή κηλίδα αίμα άρχισε να μεγαλώνει και να απλώνεται κάτω από το κεφάλι του. «Άιαν;...» άκουσε την Ντιάνα να τον φωνάζει από κάπου πίσω του. Γύρισε σαν ρομπότ και την κοίταξε με απλανές βλέμμα. Η Ντιάνα ήρθε πάνω του και τον αγκάλιασε. «Άιαν πάμε να φύγουμε...» του είπε κλαίγοντας και τον τράβηξε. Ο Άιαν άφησε το σουγιά να πέσει στο μονοπάτι, και ακολούθησε την αδερφή του. Η μικρή άρχισε να τρέχει, και το ίδιο έκανε κι αυτός. Μόνο που το έκανε εντελώς μηχανικά, το μυαλό του ήταν σβηστό προς το παρόν αδυνατώντας να επεξεργαστεί όλα όσα είχαν συμβεί μέσα σε τόσο λίγο χρόνο. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να μπορέσει να συνέλθει, μέχρι που να καταφέρει να αφήσει πίσω του τόσο τις εικόνες που τον στοίχειωναν κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του, όσο και τα απανωτά τραβήγματα με το νόμο ώσπου ο δικηγόρος τους να αποδείξει πως βρίσκονταν σε άμυνα και να αθωωθεί μια και καλή. Και ήταν αυτός ακριβώς ο δικηγόρος που στο μυαλό του μικρού πέτυχε χωρίς να το ξέρει εκεί που απέτυχαν οι ψυχίατροι. Ο Άιαν τον θαύμασε, και αποφάσισε να γίνει σαν κι αυτόν. Έτσι εκείνη η τραυματική εμπειρία της εφηβείας του έγινε το εφαλτήριο για μια περίοδο αφοσίωσης στη μελέτη, που με τη σειρά της τον οδήγησε να είναι δεκαπέντε χρόνια μετά ένα ανερχόμενο αστέρι στον νομικό κλάδο, περιζήτητος για τις ρητορικές του ικανότητες και τις γνώσεις του πάνω στους νόμους. ..-3-.. Το ταξί που τον πήρε από το αεροδρόμιο τον άφησε ακριβώς έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας όπου έμενε τέσσερα χρόνια πριν. Στάθηκε ακίνητος στο πεζοδρόμιο και κοίταξε τις γνωστές εικόνες μιας γειτονιάς που δεν πίστευε ότι θα ξανάβλεπε ποτέ, ενώ πίσω του ο ταξιτζής έφευγε σπινιάροντας ελαφρά τους τροχούς της Σεβρολέτ του πριν ο πελάτης θυμηθεί πως δεν του ζήτησε τα ρέστα από το εκατοδόλλαρο που του έδωσε. Ο Άιαν αναστέναξε βαθιά και κατέβασε το κεφάλι του. Έκλεισε τα μάτια του και χωρίς καν να το καταλάβει κράτησε την ανάσα του για κάμποσα δευτερόλεπτα πριν την αφήσει να βγει πάλι απότομα και ξεκινήσει με αποφασιστικότητα να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια μέχρι την διπλή τζαμένια πόρτα. Το διαμέρισμά του βρισκόταν στον έκτο όροφο. Όταν μπήκε η μυρωδιά της κλεισούρας τον υποδέχτηκε πρώτη κάνοντάς τον να μορφάσει δυσαρεστημένος. Άφησε την καμπαρντίνα του στον καναπέ και άνοιξε την μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Οι θόρυβοι της μέρας που ξεκινούσε γέμισαν αμέσως το δωμάτιο. Οι μηχανές των αυτοκινήτων από την λεωφόρο, κάποια σκόρπια κορναρίσματα, η κόρνα ενός εμπορικού που έλυνε κάβους στο λιμάνι και το αεράκι την έφερνε μέχρι εδώ. Πήγε στην τουαλέτα κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Κοίταξε την αντανάκλασή του στον καθρέφτη και είδε πως έδειχνε πιο μεγάλος απ' ότι δυο μέρες πριν που ξυρίστηκε τελευταία φορά στο παλιό οικογενειακό σπίτι στην αυλή του πύργου των προγόνων του πάνω από το Ίνβερ Μπρας όπου έμενε αυτά τα τέσσερα χρόνια. Γύρισε στο σαλόνι κι έπεσε βαρύς στον καναπέ δίπλα στην καμπαρντίνα του. Έβαλε το κεφάλι στα χέρια του κι αναστέναξε πάλι. Δεν είχε άλλη επιλογή και το ήξερε καλά. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να γνωρίζει τι του συνέβαινε, και κανείς δεν θα τον πίστευε ποτέ αν το έλεγε, αλλά αυτός ήξερε καλά πως έπρεπε να κάνει αυτό που απαιτούσαν οι συνθήκες. Οι συνθήκες! Σαν ντεζαβού ένιωσε πάλι το τσουχτερό δάχτυλο του φόβου στη ραχοκοκαλιά του καθώς στο μυαλό του ήρθαν οι αναμνήσεις και άρχισαν να στριμώχνονται η μία στην άλλη απαιτώντας να τις δει. Πήρε το λαπτόπ και το άνοιξε. Έριξε μια γρήγορη ματιά στις σημειώσεις του και στη λίστα με τα απαραίτητα αντικείμενα και το έκλεισε πάλι. Άνοιξε το σακίδιό του κι έβγαλε από μέσα το παλιό σκληρόδετο βιβλίο με τις φαγωμένες από το χρόνο άκρες. Ήταν μαύρο, και στο εξώφυλλο είχε αντί για τίτλο μόνο ένα πεντάκτινο αστέρι. Το ακούμπησε στο χαμηλό τραπεζάκι κι έγειρε πίσω στον καναπέ χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω του. Εκεί μέσα ήταν η μοναδική του λύση. Τον τρόμαζε, αλλά ήταν η μοναδική αν ήθελε να μην συμβεί και στην αδερφή του ότι συνέβη στην Έλεν πριν τέσσερα χρόνια. Η Έλεν! Η φωτογραφία της ήταν ακόμα πάνω στο σκρίνιο, μια χαρούμενη όμορφη ξανθιά κοπέλα με το ωραιότερο χαμόγελο που είχε δει ποτέ του. Την είχε γνωρίσει τυχαία μια βροχερή μέρα έξω από τα δικαστήρια. Έτρεχε σκυφτός και κουκουλωμένος με την καμπαρντίνα του για να προφυλαχθεί όσο μπορούσε από τη βροχή, κι εκείνη κατέβαινε γρήγορα τα μαρμάρινα σκαλιά της εισόδου με τα ψηλά της τακούνια να παλεύουν να την κρατήσουν όρθια. Γλίστρησε κι έπεσε κατευθείαν στην αγκαλιά του. Γέλασαν αμήχανα και οι δύο, και η έλξη ήταν αμοιβαία και ακαταμάχητη. Βγήκαν μερικά ραντεβού, και σύντομα συγκατοικούσαν και κάνανε μάλιστα σχέδια για το κοινό τους μέλλον. Την αγάπησε πολύ την Έλεν, γι' αυτό και πόνεσε τόσο όταν όλα πήγαν κυριολεκτικά κατά διαόλου. Κοίταξε το ρολόι του, είχε πάει κιόλας δώδεκα και μισή. Έπρεπε να βιαστεί αν ήθελε να είναι έτοιμος μέχρι το βράδυ. Δεν ήθελε να μείνει στη Βοστώνη ούτε λεπτό παραπάνω απ' όσο ήταν απαραίτητο, γι' αυτό και δεν ειδοποίησε την Ντιάνα ότι θα ερχόταν. Θα έκανε αυτό που έπρεπε να γίνει και την άλλη μέρα, αν ζούσε ακόμα την άλλη μέρα, θα έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο για να γυρίσει στη Σκωτία. Σηκώθηκε, έκλεισε την μπαλκονόπορτα, και με το διαμέρισμα να έχει βυθιστεί πάλι στην ησυχία άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Σε λίγα λεπτά προχωρούσε σκυφτός και με γρήγορο βήμα στην Τρέμοντ Στριτ με προορισμό το νέο εμπορικό κέντρο. ..-4-.. Πετάχτηκε κάθιδρος από τον ύπνο του και ανακάθισε στο κρεβάτι λαχανιάζοντας σαν να έτρεχε. Η Έλεν ξύπνησε και γύρισε προς το μέρος της ανήσυχη. «Τι έγινε, τι έπαθες, Άιαν, μίλα μου...» του είπε μόλις τον είδε να κοιτάει τον τοίχο απέναντι με τα μάτια του γουρλωμένα και το πρόσωπό του χλωμό και γεμάτο τρόμο. «Ε; Τ-τίποτα, τίποτα, ένα-ένα όνειρο ήταν, τίποτα, κοιμήσου...» της απάντησε ο Άιαν χωρίς να την κοιτάξει. «Εφιάλτης; Χαχα, να κάτι καινούριο αγάπη μου! Δεν έπρεπε να φας κρέας για βραδυνό, εγώ σου το είπα αλλά δεν με άκουσες...» Τώρα γύρισε και την κοίταξε, κι η Έλεν σταμάτησε τη φράση της αφήνοντας την τελευταία λέξη να αιωρείται στο μισόφως της κρεβατοκάμαρας. Το ψηφιακό ρολόι στο κομοδίνο στην πλευρά της έδειχνε με μεγάλα πράσινα στοιχεία τρεις και εικοσιεφτά. Το φεγγάρι μια μέρα μετά την πανσέληνο έριχνε το φως του στο δωμάτιο από την τραβηγμένη κουρτίνα της μπαλκονόπορτας και έκανε τις σκιές των επίπλων να δείχνουν τραβηγμένες και παραμορφωμένες. Όπως και στο όνειρό του, που το φεγγάρι έκανε τις σκιές των δέντρων του πάρκου να απλώνονται σαν για να τον πιάσουν, κι αυτός έτρεχε με εκείνο το παράξενο τρέξιμο των ονείρων που είναι σαν σε αργή κίνηση, σαν κάτι να σε κρατάει και να προσπαθείς, να προσπαθείς, να τα δίνεις όλα, αλλά τα πόδια σου να κινούνται αργά λες και έχουνε δική τους βούληση. Είδε για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια το μονοπάτι του πάρκου δίπλα στη λιμνούλα με τις πάπιες. Ήταν μόνος του, νύχτα όπως και τότε, μόνο που τώρα ήταν ενήλικας κι όχι το δεκαπεντάχρονο αγόρι που προστάτευε την μικρότερη αδερφή του. Όταν έφτασε στο σημείο της συμπλοκής τα πόδια του σταμάτησαν να κινούνται και τον κράτησαν ακίνητο, ενώ στο πλακόστρωτο μονοπάτι άρχισε να σχηματίζεται η κηλίδα αίματος που είχε βγει από το τρυπημένο μάτι του Μυξιάρη Μάικ. Μεγάλωσε μέχρι που έφτασε στα παπούτσια του, εκεί στάθηκε για λίγες στιγμές και μετά άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω τους. Τα κάλυψε αργά, πρώτα τη μύτη, μετά τα κορδόνια, μετά τις κάλτσες του στους αστραγάλους, κι έπειτα ανέβηκε στο μπατζάκι του παντελονιού του. Το κοίταζε με τον τρόμο να τον παραλύει, να τον κρατάει εκεί ακίνητο, ενώ ήξερε, με τον τρόπο που ξέρουμε κάτι στα όνειρα, πως σε λίγο θα τον κάλυπτε ολόκληρον. Όταν έφτασε στον λαιμό του κατάφερε να ουρλιάξει, αλλά ο ήχος έσβησε και χάθηκε αμέσως μόλις βγήκε από το στόμα του. Άκουσε όμως τον παφλασμό στην λίμνη, και το στριγκό γέλιο του Τζίμι Φενάτσιο που υψώθηκε πάνω από τα νερά γελώντας ενώ το πρόσωπό του ήταν λευκό και πεθαμένο. «Ερχόμαστε κωλόπαιδο, ερχόμαστε, χαχαχαχαχαχαχα, ερχόόόμαστεεεε....» είπε τραγουδιστά με μια φριχτή νότα κοροϊδίας στην νεκρή φωνή του. Σαν αντίλαλος ακούστηκε και η φωνή του Μάικι, να βγαίνει μέσα από το αίμα που τον είχε καλύψει. «Ερχόόόμαστεεεεε...» Όταν το αίμα έφτασε στο στόμα του και το γεύτηκε, σαν σάπιο ψάρι μαζί με σκουριασμένο μέταλλο, ξύπνησε ιδρωμένος και πετάχτηκε ξυπνώντας και την Έλεν που κοιμόταν δίπλα του. «Άιαν, σου μιλάω, μ' ακούς, Άιαν...» Τον σκούντησε μερικές φορές μέχρι να γυρίσει να την κοιτάξει. «Είσαι καλά μωρό μου; Ηρέμησε, ένας εφιάλτης ήταν..» του είπε μόλις είδε πως είχε την προσοχή του, και τον τράβηξε στην αγκαλιά της. «Τι είδες αγάπη μου;..» Ο Άιαν αφέθηκε στα χάδια της και άρχισε σιγά σιγά να ηρεμεί. Ένας εφιάλτης. Ναι, αλλά γιατί; Είχε να δει όνειρα απ' όταν ήταν μικρό παιδί, απ' όταν... «Δεν ξέρω, δ-δεν θυμάμαι...» της απάντησε βραχνά κι ακούμπησε το σαγόνι του στον ώμο της κλείνοντας τα μάτια του. Τι θα μπορούσε να της πει; Ότι είδε τα παιδιά που σκότωσε πριν δεκαπέντε χρόνια επειδή απειλούσαν αυτόν και την αδερφή του; Προτίμησε να της πει ψέμματα πως δεν θυμάται, παρά να ζωντανέψει κι άλλο την φριχτή εκείνη ανάμνηση. Για κάποιον λόγο ένιωθε πως αν μίλαγε τώρα για εκείνο το βράδυ θα του έδινε υπόσταση, χώρο να σταθεί, να μεγαλώσει και να τον πνίξει όπως δεν μπόρεσε να κάνει όλα αυτά τα χρόνια που το είχε θάψει βαθιά μέσα του. Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί πάλι. Κάποια στιγμή, λίγο πριν τις πέντε, σηκώθηκε προσεκτικά για να μην ξυπνήσει πάλι την Έλεν, και πήγε στο σαλόνι. Γέμισε ένα ποτήρι με Τζακ Ντάνιελς και κάθισε εκεί στον καναπέ μέχρι που ξημέρωσε και ο ήλιος βγήκε στον ουρανό. Είπε πάλι ψέμματα στην Έλεν πως μόλις πριν λίγο είχε σηκωθεί. Όταν έφυγε για τη δουλειά δεν πήγε κατευθείαν στο γραφείο, αλλά πήρε ένα ταξί και πήγε στο πάρκο δίπλα στο σπίτι των γονιών του, εκεί που έγιναν όλα. Δεν ήξερε γιατί, απλά ήθελε, ένιωθε την παρόρμηση να το δει ξανά. Δεν μπήκε μέσα όμως, για την ακρίβεια δεν κατέβηκε καν από το ταξί. Απλά κοίταξε την είσοδο και τα δέντρα πιο μέσα που στο πρωινό φως έδειχναν ήρεμα και όμορφα. Λίγα λεπτά μετά το ταξί ξεκινούσε πάλι, με κατεύθυνση αυτή τη φορά προς την φίρμα που δούλευε, κοντά στα δικαστήρια. Η μέρα πέρασε και είχε καταφέρει να ξεχάσει τον εφιάλτη του, ή τουλάχιστον σταμάτησε να τον σκέφτεται από κάποια στιγμή και μετά για να μπορέσει να αφοσιωθεί στη δουλειά του. Όταν το βράδυ πετάχτηκε πάλι από τον ύπνο του όμως ήταν ακόμα πιο τρομαγμένος απ' ότι το προηγούμενο. Η Έλεν ήταν πάλι εκεί να τον βοηθήσει να ηρεμήσει με την γλυκιά κι ευγενική της φωνή, και με την ζεστή γεμάτη αγάπη αγκαλιά της. Αυτή τη φορά το όνειρο ήταν πολύ χειρότερο. Ήταν πάλι στο πάρκο, μόνος, αλλά αυτή τη φορά ο Τζίμι κι ο Μάικι τον περίμεναν ακουμπισμένοι στο κάγκελο της λιμνούλας. Νεκροί και οι δύο, με τον Τζίμι να στάζει ολόκληρος νερό, ενώ ο Μάικι χαμογελούσε με τις μύξες του να κυλάνε πάνω από τα χοντρά του χείλη, και τη λαβή του σουγιά να εξέχει από το δεξί του μάτι. «Σου είπαμε ότι ερχόμαστε μικρέ; Ερχόόόμαστεεεε...» του φώναξε ο Τζίμι, κι ο Μάικι γέλασε και τον μιμήθηκε σαν φριχτή καρικατούρα από κόμικ δεύτερης διαλογής. «Ερχόόόμαστεεεε...» Ο Άιαν προσπάθησε μέσα στο όνειρό του να αντισταθεί στην δύναμη που τον κρατούσε ακίνητο. «Αφήστε με ήσυχο, είστε νεκροί, νεκροί, το καταλαβαίνετε; Σας σκότωσα, πήγατε στο διάολο, είστε νεκροί γαμώτο...» ούρλιαξε, αλλά ούτε ο ίδιος δεν άκουσε τη φωνή του που πάλι έσβησε πριν βγει από το στόμα του. Οι δυο νταήδες συνέχισαν να γελάνε μαζί του. Ο Τζίμι ήρθε κοντά του και κόλλησε το πρόσωπό του στο δικό του κάνοντάς τον να νιώσει έντονη αναγούλα. Βρώμαγε, και η ανάσα που έβγαινε από το στόμα του ήταν μιαρή και βλάσφημη. «Μην ανησυχείς μικρέ...» του είπε σιγανά, «...μας σκότωσες, αλλά εμείς θα εκδικηθούμε, ερχόμαστε και θα σκοτώσουμε πρώτα όλους όσους αγαπάς, και μετά εσένα αρχίδι, να ξέρεις πρώτα καλά ότι σου πήραμε τα πάντα όπως μας τα πήρες κι εσύ...» Γύρισε στον Μάικι και του έκανε ένα νεύμα. Εκείνος με μια κίνηση τράβηξε τον σουγιά από το μάτι του και τον πέταξε στον φίλο του που τον έπιασε επιδέξια στον αέρα. Με την μύτη του σουγιά του έκοψε ένα ένα τα κουμπιά του πουκαμίσου του και του το άνοιξε. Του έσκισε το λευκό μπλουζάκι που φορούσε από κάτω, και του έκανε μια μεγάλη χαρακιά από το ένα στήθος μέχρι το άλλο. Μια κόκκινη γραμμή άρχισε να μεγαλώνει εκεί που πέρασε η κοφτερή λάμα. «Τώρα θα ξέρεις κωλόπαιδο ότι λέω αλήθεια...» του είπε και γύρισε πάλι στον χοντρό φίλο του. «Πιάσε...» του είπε και του έριξε τον σουγιά, «... τώρα θα ξέρει, ε Μάικι;...»! Άρχισε να γελάει και γυρίζοντας την πλάτη στον Άιαν πήγε προς το χαμηλό κάγκελο. Το δρασκέλισε και μουρμουρίζοντας αδιάκοπα “ερχόόόμαστεεε” με ρυθμό μπήκε στη λίμνη και εξαφανίστηκε κάτω από τα νερά της. Ο Μάικι τον κοίταζε με το γερό του μάτι χαμογελώντας, κι όταν χάθηκε έχωσε πάλι τον σουγιά στο μάτι του κι εξαφανίστηκε αφήνοντας μόνο την ηχώ του. «Ερχόόόμαστεεεε...» Κι ήταν ακριβώς αυτό που τον κράτησε πάλι ξύπνιο μέχρι το πρωί, να πίνει στο σαλόνι του χαϊδεύοντας ασυναίσθητα την ολόφρεσκια περίεργη χαρακιά στο στήθος του. Αυτό και τα λόγια του νεκρού Τζίμι Φενάτσιο πως θα σκότωναν όλους όσους αγαπούσε. ..-5-.. Όταν πήρε την Τσαρλς Στριτ που διέσχιζε το πάρκο Μπόστον Κόμον δεν σκεφτόταν τίποτα απολύτως. Το μυαλό του είχε γίνει ένα κλειδωμένο μπαούλο που ούτε έμπαινε ούτε έβγαινε κάτι. Στο χέρι του κρατούσε την σακούλα με τα πράγματα που είχε μόλις αγοράσει από το εμπορικό κέντρο της Τρέμοντ Στριτ. Πέντε χοντρά κεριά από καθαρό κερί μέλισσας, σκούρα καφετιά σαν από σοκολάτα, δύο μεγάλες κιμωλίες, μία λευκή και μία κόκκινη, ένα μαύρο λινό σεντόνι, κι ένα κυνηγητικό μαχαίρι που το αγόρασε σε μία παρόρμηση της στιγμής για να αισθάνεται πως έχει κάποιο όπλο, από εκείνα που η πλάτη της λάμας είναι πριονωτή και η λαβή τους κούφια και γεμάτη με αγκίστρια, πετονιές, και σπίρτα. Στον ώμο του κρεμόταν το σακίδιό του, με το λαπτόπ του και το παλιό βιβλίο με τα ξόρκια και τα τελετουργικά, το παλιό σκουριασμένο ξιφίδιο που χρησιμοποιούσε η προγιαγιά του, ενώ στο λαιμό του ήταν περασμένο το παλιό φυλαχτό της, ένα περίεργο στρογγυλό κόσμημα από κάποιο μαύρο πετράδι, με κόκκινες γραμμές να το διασχίζουν σαν φλέβες. Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Όταν μπήκε στο πάρκο ήταν ήδη πέντε το απόγευμα. Με σταθερό βήμα πήγε κατευθείαν στο σημείο δίπλα στην λιμνούλα. Το πλακόστρωτο μονοπάτι και το κάγκελο ήταν εκεί ακόμα όπως τα θυμόταν, μόνο που τώρα η δημοτική αρχή είχε προσθέσει τρία ξύλινα παγκάκια το ένα δίπλα στο άλλο με λίγα μέτρα μεταξύ τους, ακριβώς απέναντι από το κάγκελο, έτσι που να μπορεί κάποιος να καθίσει και να χαζέψει τις πάπιες να πηγαινοέρχονται στα ήρεμα νερά της λιμνούλας. Κάθισε στο μεσαίο και ακούμπησε δίπλα του το σακίδιο και την σακούλα από το εμπορικό. Θα περίμενε να νυχτώσει πριν κάνει οτιδήποτε. Στο μυαλό του ήρθε για ακόμη μια φορά η εικόνα των δύο νεκρών νεαρών νταήδων, μόνο που για άγνωστο στον Άιαν λόγο επισκιάστηκαν από την ήρεμη μορφή του Ρόναλντ Γκράνθαμ, του ηλικιωμένου επιστάτη του πύργου της οικογένειάς του πίσω στο Ίνβερ Μπρας, μια μορφή που του έφερε αμέσως την απαιτούμενη για αυτά που σκόπευε να κάνει γαλήνη. Έκλεισε τα μάτια του και άφησε τον εαυτό του να χαλαρώσει όσο ήταν δυνατόν. Χρειαζόταν όλες του τις δυνάμεις, και τις σωματικές, αλλά περισσότερο τις πνευματικές, αυτές που εκπαίδευσε τον εαυτό του επί τέσσερα χρόνια καθώς προετοιμαζόταν γι' αυτήν εδώ τη βραδυά. Φοβόταν, αυτό δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Και ποιος άλλωστε δεν θα φοβόταν; Σκόπευε να τα βάλει με δύο νεκρούς, με δύο σκιές από το παρελθόν που ήρθαν πάλι να τον στοιχειώσουν όπως πριν τέσσερα χρόνια, όταν του πήραν τα πάντα όπως του είχαν υποσχεθεί. Μόνο που τώρα ήταν πανέτοιμος, όσο έτοιμος θα μπορούσε να είναι κάποιος που γνωρίζει καλά ότι τα όρια ανάμεσα στη γη των ζωντανών και τη γη των νεκρών δεν είναι και τόσο ευδιάκριτα όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Το πρόσωπο της Έλεν εμφανίστηκε στην οθόνη του μυαλού του, κι ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη του. Δεν έφταιγε σε τίποτα, πλήρωσε όμως την αγάπη της γι' αυτόν με τον χειρότερο τρόπο. Και τώρα ήταν η σειρά της αδερφής του. Οι νεκροί ήθελαν να κλείσουν τον κύκλο, αλλά ήταν αποφασισμένος αυτή τη φορά να αντισταθεί, κι αν μπορέσει να νικήσει κιόλας. Και χάρη στον γερο-Ρόνι είχε τα εφόδια που χρειαζόταν. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να φανεί δυνατός και άξιος της αποστολής του. ..-6-.. «Καλωσήρθες μάστερ Χάμιλτον...» του είπε με την βαριά γαελική προφορά του ο ηλικιωμένος κύριος που τον υποδέχτηκε στην είσοδο του πύργου. Έστεκε ίσιος και με περηφάνια παλαιάς κοπής μπροστά στην αρχαία μα καλοσυντηρημένη σιδερένια καταρρακτή του εξωτερικού τείχους. Ψηλός, με μακρυά κάτασπρα μαλλιά και παχύ μουστάκι, φορούσε το παραδοσιακό πράσινο καρό κιλτ με την φαρδιά κόκκινη περίτεχνη ζώνη των Σκωτσέζων προγόνων του. Έδειχνε να είναι πάνω από εβδομήντα χρονών, αλλά οι κινήσεις του όταν σήκωσε με ευκολία την βαλίτσα του Άιαν και ξεκίνησε μπροστά για να τον πάει στο σπίτι μέσα στην αυλή θύμιζαν άνθρωπο πολύ νεότερό του. «Είμαι ο γερο-Ρόνι,..» του συστήθηκε, «...Ρόναλντ Γκράνθαμ, επιστάτης του πύργου των Χάμιλτον από τότε που θυμάμαι. Είναι καθήκον της οικογένειάς μας μάστερ Άιαν να προσέχουμε τον πύργο από τότε που ο προπαππούς σου ο Ένταρντ Χάμιλτον πήρε τις τρεις κόρες του κι έφυγε για το Νέο Κόσμο για πάντα..» Ο Άιαν συμπάθησε τον γέροντα αμέσως. Θες η προφορά του που ηχούσε στα Βοστωνέζικα αυτιά του τόσο παράξενα μελωδική, θες το μόνιμο χαμόγελό του κάτω από τα μουστάκια του, ένιωσε από την πρώτη στιγμή πως επρόκειτο για έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να κάνει φίλο. Και έγιναν φίλοι. Τον πρώτο καιρό μέχρι να γνωριστούν καλά περνούσαν τις ώρες τους με τον γερο-Ρόνι να του δείχνει τον πύργο και να του διηγήται παλιές ιστορίες με ιππότες και βασιλιάδες, και πρίγκηπες και μάγους. Σιγά σιγά ο Άιαν αισθάνθηκε και πάλι ασφαλής, και κάποια βραδυά μπροστά στο αναμμένο τζάκι του εκμηστηρεύθηκε όσα είχαν γίνει στην Βοστώνη και τον ανάγκασαν να φύγει σαν κυνηγημένος. Ο γερο-Ρόνι τον άκουγε σιωπηλός, σκαλίζοντας που και που τα κούτσουρα στη φωτιά με την μακριά μεταλλική μασιά. «Δεν με πιστεύεις...» είπε ο Άιαν όταν τελείωσε σκύβοντας το κεφάλι. Τώρα που τα είχε βγάλει από μέσα του ένιωθε πιο ελαφρύς, σαν να άφησε κάτω ένα βάρος που κρατούσε στους ώμους του. Η σιωπή όμως από την πλευρά του γέροντα τον έκανε να νιώσει μια μικρή ντροπή, όπως θα ένιωθε αν παραδεχόταν ότι πιστεύει στα ξωτικά και τις νεράιδες. Κι από μια άποψη κάτι τέτοιο του είχε πει, ότι τον κυνηγούσαν δύο νεκροί έφηβοι που είχε σκοτώσει ο ίδιος δεκαπέντε χρόνια πριν. «Σε πιστεύω...» του απάντησε σιγανά ο γερο-Ρόνι σκαλίζοντας τη φωτιά. «Σε πιστεύω γιατί ξέρω καλά πως οι νεκροί μπορούν να περπατήσουν ξανά στον κόσμο των ζωντανών αν κρίνουν πως έχουν αφήσει κάποια δουλειά στη μέση, αρκεί να βρουν την ευκαιρία να ξεφύγουν...» Ο Άιαν σήκωσε ξαφνιασμένος το κεφάλι του και τον κοίταξε. Οι φλόγες από το τζάκι παίζανε στο γερασμένο πρόσωπό του και τον έκαναν να δείχνει απόκοσμος, σχεδόν τρομακτικός. «Γιατί εμένα; Δεν έφταιγα εγώ γι' αυτό που έγινε τότε, έπρεπε να προφυλάξω την Ντιάνα...» μουρμούρισε αφήνοντας τη φωνή του να σβήσει πριν τελειώσει καλά καλά η φράση του. Ο γερο-Ρόνι δεν απάντησε αμέσως. Συνέχισε να σκαλίζει τη φωτιά πετώντας σπίθες και μικρές κάφτρες που ανέβαιναν για λίγο χορεύοντας για να χαθούν μέσα στην παλιά καμινάδα. Το πρόσωπό του έμεινε ανέκφραστο, αλλά ήταν ολοφάνερο πως προσπαθούσε να αποφασίσει αν θα μιλήσει ή όχι, πως κάτι τον έτρωγε αλλά δεν ηταν σίγουρος πως έπρεπε να το πει. «Μάστερ Άιαν...» είπε τελικά μετά από λίγα λεπτά ησυχίας που μόνο το τριζοβόλημα των ξύλων στο τζάκι έσπαγε, και το μακρινό κάλεσμα ενός μπούφου στον αδικοχαμένο αδερφό του. «Ξέρεις γιατί έφυγε η οικογένειά σου από δω;..» «Ε; Ναι, ο Ένταρτ Χάμιλτον ήταν θερμός υποστηρικτής της Μαρίας Στιούαρτ, κι όταν εκείνη έχασε το θρόνο...» Ένα σχεδόν ανυπόμονο νεύμα του γερο-Ρόνι τον έκανε να σταματήσει και να τον κοιτάξει με απορία. «Και πήρε τις τρεις κόρες του κι έφυγε, την Αϊλήν που ήταν τότε δεκατριών ετών, την Μπεϊτρίς που μόλις είχε κλείσει τα δέκα, και την μικρούλα Μαλβίνα που ακόμα ήταν βυζανιάρικο στην αγκαλιά της μάνας της. Αλήθεια, ξέρεις γιατί η μάνα τους δεν ήταν μαζί τους, τι απέγινε;..» «Νομίζω ναι, η Νταϊάν Χάμιλτον σκοτώθηκε κατά τη διαφυγή τους, όταν οι Άγγλοι τους κυνήγησαν μέχρι το λιμάνι...» Ο γερο-Ρόνι σηκώθηκε και άφησε τη σιδερένια μασιά δίπλα από το τζάκι. Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω στην καθαρή βραδυά. Ο Άιαν πήγε δίπλα του και περίμενε υπομονετικά να συγκεντρώσει ο γέροντας τη σκέψη του για να συνεχίσει την κουβέντα. Του είχε κεντρίσει την περιέργεια, και συνειδητοποιούσε πως δεν ήξερε και πολλά για το τι συνέβη τότε, παρά μόνο όσα επιγραμματικά του είχαν πει οι γονείς του όταν ήταν μικρός. Έξω από το παράθυρο, έξω από τα τείχη του πύργου, απλωνόταν η καταπράσινη πλαγιά που ήταν χτισμένο το Ίνβερ Μπρας, και στο βάθος υψώνονταν τα ψηλά σκωτσέζικα βουνά με τα ποτάμια και τις μακρόστενες λίμνες. Η υψομετρική διαφορά τους έδινε μια υπέροχη θέα του παραδοσιακού σκωτσέζικου χωριού με τα χαμηλά σπίτια με τις τριγωνικές σκεπές τους, και την εκκλησία με το ψηλό καμπαναριό να δεσπόζει ακριβώς στο κέντρο του δίπλα στην πλατεία. Εκεί στην πλατεία του έδειξε ο γερο-Ρόνι σηκώνοντας το ροζιασμένο χέρι του. Ο Άιαν ακολούθησε με το βλέμμα του το τρεμάμενο δάχτυλο. «Εκεί ακριβώς την έκαψε το αγριεμένο πλήθος...» είπε ο γέροντας σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά. Ο Άιαν ξαφνιάστηκε και τον κοίταξε κάνοντας άθελά του ένα βήμα πίσω. «Τι εννοείς “την έκαψαν” Ρόνι;...» Ο γέροντας αναστέναξε και γύρισε στον καναπέ μπροστά στο τζάκι. Πήρε πάλι τη μασιά και σκούντησε το μισοκαμμένο κούτσουρο που έτριξε και πέταξε τις σπίθες του σαν να ενοχλήθηκε. «Η Νταϊάν Χάμιλτον ήταν μάγισσα...» είπε όταν ο Άιαν κάθισε πάλι δίπλα του. «Μάγισσα; Χαχαχα, τι λες Ρόνι, ότι η προγιαγιά μου έκανε ξόρκια και καλούσε δαίμονες; Χαχαχα, ή μήπως έλεγε αμπρακατάμπρα και μεταμόρφωνε ανθρώπους σε βατράχια;...» Το βλέμμα που του έριξε ο γερο-Ρόνι του έκοψε το γέλιο στη μέση. «Μην κοροϊδεύεις αυτά που δεν καταλαβαίνεις...» είπε. «Η Νταϊάν Χάμιλτον ήταν η ισχυρότερη μάγισσα που είδε ποτέ αυτός ο τόπος, όλοι το ξέρουν αυτό άσχετα που κανένας πια δεν μιλάει για τέτοια πράγματα...» «Μα τι να καταλάβω Ρόνι; Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα, δεν υπάρχει μαγεία και δαίμ...» «Σε κυνηγάνε δύο νεκροί...» τον διέκοψε ο γερο-Ρόνι απότομα. Ο Άιαν σιώπησε και το σκέφτηκε για λίγο. Ο γέροντας είχε δίκιο, ήξερε από προσωπική πείρα πως οι νεκροί επιστρέφουν, κάτι που δεν θα το πίστευε αν δεν το ζούσε ο ίδιος. Πώς μπορούσε τώρα να αμφισβητήσει με τόση σιγουριά ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν και άνθρωποι με τη δύναμη να επικαλεστούν “άλλες” δυνάμεις; Το πεζό μυαλό του παραπονιόταν, αλλά ο γερο-Ρόνι είχε δίκιο στην παρατήρησή του. «Έτσι όπως το θέτεις...» μουρμούρισε χαμηλώνοντας το βλέμμα. «Έτσι είναι. Η προγιαγιά σου ήταν η αρχιέρεια μιας ομάδας δρυίδων. Ξέρεις τι είναι οι δρυίδες μάστερ Άιαν;...» «Ν-νομίζω πως ναι...» απάντησε διστακτικά τώρα ο Άιαν περιμένοντας να ακούσει από το στόμα του γέροντα την απάντηση. «Οι δρυίδες επικαλούνταν τις δυνάμεις της φύσης για να βοηθήσουν τον άνθρωπο. Οι δαίμονες, οι νεκροί, πάντα υπήρχαν απειλές μεγαλύτερες από αυτές που μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους. Και η Νταϊάν Χάμιλτον ήταν η δυνατότερη απ' όλους. Μέχρι που προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις της για να βοηθήσει στην αντίσταση κατά των Άγγλων. Τέτοια πράγματα δεν είναι για να εξυπηρετούν τέτοιους σκοπούς γυιε μου, γι' αυτό και τελικά το πλήρωσε με την ίδια της τη ζωή. Εκείνο το βράδυ που οι χωριανοί όρμησαν στον πύργο κατά πως τους είχαν δασκαλέψει, ο Ένταρτ πήρε τα κορίτσια τους κι έφυγε, ενώ η Νταϊάν έμεινε πίσω για να τους εξασφαλίσει τον απαιτούμενο χρόνο να διαφύγουν. Την βρήκαν να στέκεται ολόγυμνη πάνω σε ένα μαύρο λινό σεντόνι, όπου υπήρχε ζωγραφισμένο ένα αστέρι, και γύρω της καίγανε τα κεριά. Έψελνε σε μια άγνωστη γλώσσα, προσπαθούσε να ζητήσει βοήθεια από τα πνεύματα του δάσους και των βουνών, αλλά δεν πρόλαβε. Την σύρανε στο κέντρο του χωριού και την έδεσαν σ' έναν ξύλινο πάσσαλο που είχαν στήσει εκεί γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό. Στοιβάξανε μερικά δεμάτια ξερά κλαδιά στα πόδια της, και την άναψαν. Το φεγγάρι κοκκίνισε σαν να μάτωσε εκείνο το βράδυ, ενώ ακόμα και σήμερα είναι πολλοί αυτοί που ισχυρίζονται πως ακούνε το ουρλιαχτό της όταν πέθαινε κάθε φορά που τυχαίνει να έχει πανσέληνο τη συγκεκριμένη ημερομηνία...» Ο Άιαν έμεινε να τον κοιτάζει σιωπηλός. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για όλα αυτά. «Τι σχέση έχουν όλα αυτά με μένα Ρόνι, με τη δική μου περίπτωση;...» Ο γερο-Ρόνι σηκώθηκε και τέντωσε το γέρικο κορμί του κρατώντας τη μέση του. «Όλα έχουν σχέση μάστερ Άιαν...» είπε και το χαμόγελό του είχε επιστρέψει κάτω από το μουστάκι του. «Όλα έχουν σχέση...» Πήγε μέχρι την πόρτα κι εκεί στάθηκε και κοίταξε τον Άιαν. «Έλα μαζί μου...» του είπε και του έκανε νόημα να σηκωθεί. Τον ακολούθησε έξω στην αυλή του πύργου. Έκανε ψύχρα, κι ένα κρύο αεράκι ερχόταν από τα βουνά και του σήκωνε την τρίχα σε όλο του το κορμί. Το κάλεσμα του μπούφου ακούστηκε πάλι κάπου μακρυά. Ο γερο-Ρόνι τον οδήγησε στο πλάι του παλιού κεντρικού κτηρίου, όπου βρισκόταν μια χαμηλή ξύλινη πόρτα, μισοκρυμμένη από τα ψηλά χόρτα και την αφροντισιά αιώνων. Την έσπρωξε κι αυτή άνοιξε λες και οι τετρακοσίων χρόνων μεντεσέδες της είχαν λαδωθεί μόλις χθες. Μπήκαν σε ένα χαμηλό δωμάτιο που μύριζε μούχλα και υγρασία κι ο γερο-Ρόνι πήρε και άναψε έναν από τους πυρσούς που βρισκόταν σε μια μεταλλική βάση δίπλα στην πόρτα. Το αδύναμο φως απλώθηκε στο δωμάτιο, κι ο Άιαν διαπίστωσε πως δεν ήταν μεγαλύτερο από το υπνοδωμάτιό του. Τριγύρω στους πέτρινους τοίχους υπήρχαν ράφια, γεμάτα με περίεργα αντικείμενα, όπως βάζα με ξεραμένα βοτάνια, φιάλες με αλλόκοτα υγρά, τυλιγμένα ρολά περγαμηνών, μισολιωμένα βιβλία. Στο κέντρο υπήρχε ένα μακρόστενο τραπέζι, και πάνω του ήταν ένα κατάμαυρο παλιό βιβλίο με σκληρόδετο εξώφυλλο φαγωμένο στις άκρες από το χρόνο, κι ένα πεντάκτινο αστέρι αντί για τίτλο. Δίπλα του βρισκόταν ένα μακρύ μαχαίρι, ένα ξιφίδιο, χωρίς φτιασίδια και σκαλίσματα. Μια απλή δερματόδετη λαβή, η κάθετη ασπίδα του χεριού, και η στενή και μακρυά ίσαμε τριάντα εκατοστά μυτερή λάμα. Ο γερο-Ρόνι πήγε και σήκωσε ένα μαύρο υφασμάτινο πουγκί σε ένα από τα ράφια, και το έδωσε στον Άιαν. «Μέσα έχει το φυλαχτό της Νταϊάν, θα σου χρειαστεί...» του είπε. Ο Άιαν το άνοιξε και έβγαλε ένα παράξενο κόσμημα από μαύρο αχάτη, με κόκκινες γραμμές να τον χαράζουν σαν φλέβες. Του έκανε εντύπωση που το φυλαχτό ανταποκρίθηκε αμέσως στο άγγιγμά του. Οι κόκκινες γραμμές, οι φλέβες, λες και αναγνώρισαν την συγγένεια άρχισαν να πάλλονται σαν να αναβόσβηναν ανεπαίσθητα. Το σύγχρονο μυαλό του δοκίμασε να φέρει σαν δικαιολογία το φως του πυρσού, αλλά ήξερε πια καλά πως δεν ήταν αυτό ο λόγος. Πήγε να το βάλει πάλι μέσα στο πουγκί, αλλά ο γέροντας τον σταμάτησε πιάνοντάς τον από τον καρπό του χεριού του. «Όχι...» του είπε, «...το φυλαχτό σε γνώρισε, ένιωσε τη γραμμή αίματος που σε συνδέει με την Νταϊάν, και ενεργοποιήθηκε πάλι. Κρέμασέ το στο λαιμό σου, και μην το βγάλεις ξανά αν δεν τελειώσουν πρώτα όλα...» Ο Άιαν έκανε όπως του είπε. Το κρέμασε στην αλυσίδα που είχε στον λαιμό του, δώρο της Έλεν για την πρώτη τους επέτειο, και το ένιωσε αμέσως να τον διαπερνάει σαν να άπλωνε μέσα του. Για μια στιγμή του φάνηκε πως είδε μία κυρία να του χαμογελά από την άλλη μεριά του τραπεζιού, αλλά χάθηκε πριν προλάβει να εστιάσει το βλέμμα του πάνω της. Ο γερο-Ρόνι είδε την απορία που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του και γέλασε σιγανά. «Την είδες, έτσι δεν είναι; Την Νταϊάν Χάμιλτον εννοώ, την είδες μόλις τώρα...» Ο Άιαν τον κοίταξε χωρίς να απαντήσει. Άπλωσε το χέρι του στο βιβλίο πάνω στο τραπέζι, αλλά και πάλι ο γέροντας τον σταμάτησε πριν το αγγίξει. «Να ξέρεις γυιε μου πως μπήκες στον κόσμο ανάμεσα στους κόσμους. Να είσαι δυνατός. Θα σου διδάξω όσα ξέρω, αλλά εσύ θα είσαι αυτός που θα δώσει τη μάχη στο τέλος...» Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια ο Άιαν μυήθηκε όσο περισσότερο ήταν δυνατόν στις αρχαίες πεποιθήσεις, έμαθε όσα μπορούσε να τον διδάξει ο γέροντας για τα πνεύματα, έμαθε να τα καλεί και να τα ελέγχει, ποια είναι φιλικά και ποια εχθρικά. Αφοσιώθηκε τόσο που σχεδόν ξέχασε τι τον έκανε να ασχοληθεί με όλα αυτά, μέχρι που ξαφνικά είδε πάλι τον εφιάλτη ένα βράδυ και κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα να κάνει αυτό που δεν μπορούσε να κάνει εκείνο το βράδυ που έχασε την Έλεν, και μαζί της όλη του τη ζωή όπως την ήξερε ως τότε. ..-7-.. Εκείνο το πρωί παρακάλεσε την Έλεν να μην πάει στη δουλειά. Ο εφιάλτης τού είχε αφήσει ένα κακό προαίσθημα, φοβόταν πως κάτι άσχημο μπορεί να συνέβαινε. Στο όνειρο ο Τζίμι Φενάτσιο του είχε πει πως πρώτα θα σκότωνε ότι αγαπούσε περισσότερο, κι όσο κι αν δεν πίστευε πραγματικά πως ήταν μια απειλή με κάποια υπόσταση, δεν μπορούσε να αποβάλλει αυτή την άσχημη αίσθηση πως κάτι πολύ κακό επρόκειτο να συμβεί. «Τι λες αγάπη μου...» του είχε απαντήσει γελώντας ανάλαφρα, «...είσαι απλώς επηρεασμένος από τον εφιάλτη σου. Ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά. Θα δεις, μόλις πιεις τον καφέ σου και ξυπνήσεις θα γελάς κι εσύ με τον εαυτό σου και τις ανησυχίες σου...» «Τουλάχιστον να προσέχεις σήμερα, σε παρακαλώ, για μένα;...» της είπε βλέποντας πως δεν θα τον άκουγε και θα πήγαινε κανονικά στη δουλειά της. «Οκέυ χαζούλη μου, στο υπόσχομαι...» του είπε και τον φίλησε πριν γυρίσει και βγει από την πόρτα του διαμερίσματός τους. Ο Άιαν πήρε τηλέφωνο στο γραφείο του και δήλωσε ασθένεια. Ένιωθε κουρασμένος, και ήταν αφού για δύο βράδυα στη σειρά δεν είχε κοιμηθεί παρά ελάχιστα. Κι αν στη σωματική εξάντληση προσθέσει κανείς και την ψυχολογική του φόρτιση, δεν είναι καθόλου περίεργο που αισθανόταν σχεδόν ράκος. Άνοιξε την τηλεόραση και κάθισε στον καναπέ απέναντί της χαζεύοντας τις πρωινές ενημερωτικές εκπομπές με τους πολιτικούς να υπόσχονται όπως πάντα λαγούς με πετραχήλια πιστεύοντας πως ο κόσμος συνεχίζει να τους πιστεύει και να τρώει αμάσητο ότι τους δίνουν. Δεν κατάλαβε πότε τον πήρε ο ύπνος. Βρέθηκε πάλι στο πάρκο, αλλά αυτή τη φορά ήταν ακριβώς απ' έξω, μπροστά στην είσοδό του. Είδε την Έλεν να περπατάει αμέριμνη στον πρωινό ήλιο της Βοστώνης, πανέμορφη με την κοντή της φούστα και το αεράτο μπλουζάκι της. Δοκίμασε να πάει κοντά της, αλλά τα πόδια του ήταν λες και κάποιος τα είχε καρφώσει στη γη και δεν κινούνταν. Της έκανε νόημα και τη φώναξε με το όνομά της καθώς τον πλησίαζε, αλλά ήταν σαν να μην υπήρχε εκεί, σαν να μην τον έβλεπε κανείς. «Ωραία γκόμενα έχεις καριόλη...» άκουσε ξαφνικά πίσω του τη φωνή του Τζίμι Φενάτσιο. Στράφηκε τόσο απότομα που σχεδόν γύρισε το κεφάλι του πάνω στους ώμους του μέχρι το υπόλοιπο κορμί να ακολουθήσει. «Τ-τι ζητάς εδώ Τζίμι; Είσαι νεκρός, θυμάσαι;...» του είπε με τη φωνή του να τρέμει. Ο Τζίμι γέλασε και του έδειξε με το δάχτυλο προς το μέρος της Έλεν που κόντευε να φτάσει μπροστά τους. Πίσω της ακριβώς εμφανίστηκε ο Μάικι, με τον σουγιά καρφωμένο στο δεξί του μάτι, και τις μύξες του περισσότερες από κάθε άλλη φορά να τρέχουν σαν ανοιχτή βρύση και να στάζουν από το σαγόνι του στο βρώμικο μπλουζάκι του. Τον είδε να του χαμογελά στραβά, και μετά να γλύφει με τη γλώσσα του τα χείλη του μαζεύοντας όσες εκκρίσεις υπήρχαν εκεί. «Ήρθαμε κωλόπαιδο, σου το είπα πως ερχόμασταν. Τώρα είμαστε εδώ. Κοίτα καλά καριόλη, κοίτα και μην ξεχάσεις τίποτα...» του ψιθύρισε ο Τζίμι κοντά στο αυτί του. Ο Μάικι ακολούθησε καταπόδας την Έλεν μέχρι που έφτασαν ακριβώς μπροστά τους, κι εκεί την έσπρωξε ξαφνικά να μπει στο πάρκο. Η όμορφη κοπέλα δεν το περίμενε και παραπάτησε αφήνοντας μια κραυγή, αλλά δεν έπεσε. Αντίθετα γύρισε και κοίταξε το χοντρό παιδί με γουρλωμένα από τον φόβο μάτια. Ο Μάικι χωρίς να σταματήσει να χαμογελάει τράβηξε τον σουγιά από το μάτι του και με μία γρήγορη κίνηση τον κάρφωσε στο δεξί μάτι της Έλεν. Ο Άιαν ανήμπορος να αντιδράσει ούρλιαξε απεγνωσμένα καθώς παρακολουθούσε την γυναίκα που αγαπούσε να μένει για μερικές στιγμές ακίνητη, και μετά να πέφτει μονοκόμματη προς τα πίσω, μέσα στα νερά της λιμνούλας που παραδόξως εμφανίστηκε ακριβώς πίσω της. Ο παφλασμός από το άψυχο κορμί της σήκωσε νερό που τον μούσκεψε, κι αυτό ακριβώς ήταν που τον ξύπνησε αφήνοντας μόνο την ηχώ από το στριγκό γέλιο του Τζίμι Φενάτσιο να ηχεί στα αυτιά του. Πετάχτηκε αμέσως και άρπαξε το κινητό του. Έσταζε ολόκληρος αλλά δεν το πρόσεξε. Ήταν μούσκεμα σαν κάποιος να τον κατάβρεξε, και ο ιδρώτας που του προκάλεσε ο εφιάλτης δεν δικαιολογούσε όλο αυτό το νερό πάνω του. Κάλεσε τον αριθμό της αλλά δεν το σήκωνε κανείς. Δοκίμασε με ολοένα αυξανόμενο πανικό κι αγωνία να ξανακαλέσει, το άκουγε να χτυπά αλλά η γραμμή δεν έλεγε να ανοίξει. Σαν τρελός πάταγε τα ψηφιακά νούμερα ξανά και ξανά σχηματίζοντας τον αριθμό της, κι όσο δεν απαντούσε τόσο τον κυρίευε ο φόβος. Ντύθηκε βιαστικά, και βγήκε από το διαμέρισμα. Πήρε την Τσαρλς Στριτ τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κι όταν είδε από μακρυά το Μπόστον Κόμον Παρκ, τα περιπολικά, και τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί, τα πόδια του λύθηκαν κι έπεσε στα γόνατα στο πεζοδρόμιο κλαίγοντας. Κάποιοι περαστικοί τον κοίταξαν με περιέργεια, και διόρθωσαν την πορεία τους για να μην περάσουν δίπλα του. Κατάφερε να μαζέψει τις δυνάμεις του και πλησίασε στον μαζεμένο όχλο. Κι εκεί είδε την Έλεν με τον γνώριμο σουγιά καρφωμένο στο δεξί της μάτι, να κείτεται στο έδαφος ακριβώς μέσα από την είσοδο του πάρκου, εκεί που είχε δει στον όνειρό του τον Μάικι να την σπρώχνει και να την σκοτώνει. Το περίεργο για την αστυνομία ήταν που ενώ η μέρα ήταν ηλιόλουστη και δεν υπήρχε νερό κοντά της, το πτώμα της ήταν εντελώς μούσκεμα. Η επίσημη εκδοχή ήταν πως το φονικό έγινε πιο μέσα στο πάρκο, κι ο δολοφόνος κουβάλησε το άψυχο σώμα και το παράτησε εκεί για να το βρούνε. Ο Άιαν όμως ήξερε πως δεν ήταν έτσι, ήξερε πως την είχανε σκοτώσει δύο νεκροί έφηβοι που ο ίδιος είχε σκοτώσει δεκαπέντε χρόνια πριν και τώρα είχαν επιστρέψει για να κλείσουν τους λογαριασμούς τους. Όλη την υπόλοιπη μέρα την πέρασε στο τμήμα της περιοχής, με καταθέσεις και αναφορές. Δεν μίλησε φυσικά σε κανέναν, τι να τους έλεγε και ποιος να τον πίστευε. Εδώ καλά καλά ο ίδιος αδυνατούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Το βράδυ τον οδήγησαν οι αστυνομικοί στο διαμέρισμά του, και έμειναν δύο ένστολοι έξω στον δρόμο να φυλάνε μήπως και το φονικό ήταν κάποιο αντίποινο από κάποιον που είχε βοηθήσει να καταδικαστεί και έπαιρνε έτσι την εκδίκησή του. Πήρε δύο υπνωτικά χάπια συνοδευόμενα με μερικά διπλά Τζακ Ντάνιελς, και τελικά κατάφερε να αποκοιμηθεί κουλουριασμένος σαν μωρό στον καναπέ του σαλονιού. Μόνο που ο εφιάλτης κατάφερε να βρει τον δρόμο για το μυαλό του κι ας είχε προσπαθήσει να το απενεργοποιήσει με τα χημικά και το αλκοόλ. Στεκόταν λέει στο μονοπάτι μπροστά στη λιμνούλα, και το κορμί της Έλεν επέπλεε μπρούμυτα στο νερό. Δίπλα του στεκόταν ο Τζίμι Φενάτσιο με τα χέρια του στις τσέπες, και μουρμούριζε τους πρώτους στίχους από το ομώνυμο τραγούδι των Black Sabbath. «What is this that stands before me...» φάλτσαρε με την εφηβική φωνή του, ενώ κοίταζε χαμογελώντας στραβά μία το άψυχο κορμί και μία τον Άιαν. Στο άλλο πλευρό του ήρθε και στάθηκε ο Μυξιάρης Μάικ, με τον σουγιά να λείπει από το μάτι του αφήνοντας μια φριχτή τρύπα εκεί που ήταν καρφωμένος ως τότε. «Σου το είπα, δεν σου το είπα;...» είπε ο Τζίμι. «Ήρθαμε, είμαστε εδώ κωλόπαιδο, και τώρα είναι η δική σου σειρά...» «Η σειρά σου...» γέλασε σαν ηχώ ο Μάικι. Ήθελε να μιλήσει, να τους πει πως δεν έφταιγε αυτός για ότι είχε συμβεί τότε, πως λυπόταν για ότι είχε κάνει. Ήθελε να ουρλιάξει πως λυπάται, πως ζητάει συγνώμη, αλλά το στόμα του δεν άνοιγε. Μόνο να ακούει μπορούσε, και να κοιτάει τη νεκρή αγαπημένη του. «Η σειρά σου καριόλη, ο κύκλος θα κλείσει, εδώ ακριβώς που άνοιξε...» του φώναξε ο Τζίμι κι άρχισε να γλιστράει προς τα πίσω με τον Μάικι να τον ακολουθεί καταπόδας μέχρι που χάθηκαν στις σκιές ανάμεσα στα δέντρα. «Η σειρά σουουου...» ακούγονταν να σβήνει στον αέρα, κι αυτό τον ξύπνησε τελικά. Έκλεισε εισιτήριο πρωί πρωί την επόμενη μέρα για το Εδιμβούργο. Σκέφτηκε με το μυαλό του έτοιμο να σπάσει πως αφού εδώ έπρεπε να τελειώσουν όλα τότε το πιο φρόνιμο θα ήταν να φύγει μακρυά, όσο μακρύτερα μπορούσε. Δεν είχε ιδέα πως του ήρθε το Ίνβερ Μπρας στο μυαλό του, απλά κάλεσε το αεροδρόμιο και ζήτησε να τον βάλουν στην πρώτη πτήση για Σκωτία. Το ίδιο απόγευμα ταξίδευε, και την επόμενη μέρα πριν το μεσημέρι έφτανε στον πύργο των προγόνων του και γνώριζε τον Ρόναλντ Γκράνθαμ, τον ηλικιωμένο επιστάτη που τον περίμενε να τον υποδεχτεί στην κεντρική είσοδο του εξωτερικού τείχους. ..-8-.. Ξύπνησε κάθιδρος για πρώτη φορά απ' όταν είχε έρθει στο Ίνβερ Μπρας τέσσερα χρόνια πριν. Ο εφιάλτης τον είχε βρει, ο Τζίμι Φενάτσιο και ο Μυξιάρης Μάικ Μπένσον τον είχαν βρει, κι ας είχε φτάσει κυριολεκτικά στην άλλη άκρη της Γης για να τους ξεφύγει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και χαμογέλασε σκληρά συνειδητοποιώντας ότι παρέμενε ψύχραιμος. Τώρα ήταν έτοιμος, ήταν δυνατός και προετοιμασμένος. Επί τέσσερα χρόνια μελετούσε τις αρχαίες Κελτικές δοξασίες, ήξερε πλέον πως να καλέσει τα στοιχεία της Φύσης στο πλάι του, και το βασικότερο, ο γερο-Ρόνι τον είχε βοηθήσει να βρει ακριβώς ποιο πνεύμα θα μπορούσε να τον βοηθήσει να ξεφορτωθεί μια και για πάντα τα δύο φαντάσματα που τον κυνηγούσαν. Στο όνειρό του στεκόταν στο ψηλότερο σημείο του πύργου, εκεί που κάποτε ανέμιζε το λάβαρο με το οικόσημο των Χάμιλτον. Ήταν λέει τόσο ψηλά που μπορούσε να δει μέχρι τη Βοστώνη, μέχρι το πάρκο Μπόστον Κόμον και το πλακόστρωτο μονοπάτι μπροστά στη λιμνούλα με τις πάπιες. Εκεί στεκόταν ο Τζίμι κι ο Μάικι, και τον κοίταζαν θυμωμένοι που δεν μπορούσαν να τον φτάσουν. Στον ύπνο του γέλασε, κι οι δυο νεκροί έφηβοι άρχισαν να του κάνουν χειρονομίες με τα χέρια τους. Του φώναζαν κάτι, αλλά ήταν πολύ μακρυά για να τους ακούσει. Ξαφνικά ο Τζίμι σταμάτησε και χαμογέλασε με το στραβό χαιρέκακο χαμόγελό του. Πέρασε το χέρι του στη μοϊκάνα του, και σκούντησε τον Μάικι να σωπάσει. Εκείνος σταμάτησε να τινάζεται και να κάνει χειρονομίες, και τον κοίταξε με απορία. Με την ίδια απορία τους παρακολουθούσε κι ο Άιαν από τον πύργο στη Σκωτία. Ο Τζίμι είπε κάτι στο αυτί του Μάικι, και γέλασαν και οι δύο. Μετά έκανε δύο βήματα μπροστά, και κούνησε το χέρι του σαν για να του τραβήξει την προσοχή, λες και τόση ώρα δεν τους είχε δει. Το όνειρο εστίασε στο στόμα του Τζίμι, κι ο Άιαν διάβασε καθαρά τα χείλη του. «Η αδερφούλα σου είναι ακόμα εδώ, θυμάσαι;...» του έλεγε, και χαμογέλαγε. Η νέα απειλή έκανε τον Άιαν να ξυπνήσει ιδρωμένος. Μόνο που πια δεν φοβόταν. Ήξερε όμως πως η Ντιάνα βρισκόταν σε απόλυτο και άμεσο κίνδυνο, έναν κίνδυνο για τον οποίο δεν μπορούσε να την προειδοποιήσει. Τι να της έλεγε, πως τα φαντάσματα εκείνων των παιδιών που είχε σκοτώσει τότε για να την προστατέψει απειλούσαν τώρα να την σκοτώσουν για να τον εκδικηθούν; Βγήκε στην αυλή μέσα στη νύχτα και στάθηκε για μερικά λεπτά κάτω από το φως του φεγγαριού κοιτώντας τον ουρανό. Ο αέρας έφερνε στα ρουθούνια του μυρωδιές κι αρώματα από το δάσος, από το ρετσίνι των κέδρων και των πεύκων, από τα αγριολούλουδα, από τα μούρα και τα κράνα. Αναστέναξε και πήγε κατευθείαν στο πλάι του κυρίως κτηρίου και έσπρωξε τη χαμηλή πόρτα που πέρναγε το κατώφλι της καθημερινά τόσον καιρό τώρα. «Άργησες...» του είπε ο γερο-Ρόνι συνοφρυωμένος. Στεκόταν δίπλα στο μακρύ τραπέζι και τον περίμενε όρθιος. «Πώς ξέρεις ότι...» ξεκίνησε να τον ρωτήσει ο Άιαν, αλλά τον έκοψε με ένα ανυπόμονο νεύμα. «Δεν είναι καιρός τώρα γι' αυτά. Σου τα έχω όλα έτοιμα, αυτά που χρειάζεσαι είναι εδώ μέσα. Πήγαινε, και κοίτα να νικήσεις...» του είπε και του έδωσε ένα μικρό σακίδιο, από αυτά που πολλοί προτιμούν να τα κρεμάνε με τα δύο λουριά στις πλάτες τους. Ο Άιαν το άνοιξε και κοίταξε το περιεχόμενό του. Ο γέροντας είχε βάλει μέσα το παλιό μαύρο βιβλίο με τα ξόρκια και τις επικλήσεις που μελετούσε όλα αυτά τα χρόνια, και το ξιφίδιο της προγιαγιάς του. «Τα υπόλοιπα θα τα πάρεις εκεί, τα βρίσκεις εύκολα...» του είπε όταν σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. «Σ' ευχαριστώ...» μουρμούρισε ο Άιαν. «Θα με ευχαριστήσεις αν νικήσεις. Φύγε τώρα, φύγε πριν ξημερώσει για να προλάβεις να είσαι στο Εδιμβούργο μέχρι το βράδυ που φεύγει η πτήση σου. Βιάσου, δεν έχεις καθόλου χρόνο για χάσιμο...» Ο Άιαν τον κοίταξε για άλλη μια φορά με τα μάτια του να εκφράζουν όλη την ευγνωμοσύνη που δεν μπορούσε να πει με λόγια. Μετά του γύρισε την πλάτη και βγήκε από την χαμηλή πόρτα στην αυλή του πύργου. Πέρασε από το σπίτι και πήρε το λαπτόπ του, και το έβαλε μαζί με τα υπόλοιπα στο σακίδιο. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε πως είναι δυνατόν να περάσει από τον έλεγχο του αεροδρομίου το μακρύ μαχαίρι, αλλά όταν κοίταξε πάλι αυτό είχε εξαφανιστεί. Χαμογέλασε κι έκλεισε το σακίδιο. Κινούνταν ανάμεσα στους κόσμους τώρα του είχε πει ο γερο-Ρόνι όταν είχε αρχίσει να τον μυεί στην αρχαία μαγεία, κι εκεί όλα είναι δυνατά αρκεί να ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Είχε φροντίσει γι' αυτό λοιπόν ο γέροντας, σαν ένα τελευταίο δώρο πριν φύγει. Όπως ακριβώς το είχαν σχεδιάσει έφτασε στο αεροδρόμιο εγκαίρως για να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο για το αεροδρόμιο Λόγκαν της Βοστώνης. Και με το χάραμα της επόμενης μέρας έβλεπε πάλι από ψηλά την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, και που δεν πίστευε όταν έφευγε τέσσερα χρόνια πριν πως θα ξανάβλεπε ποτέ. ..-9-.. Σηκώθηκε από το παγκάκι μόλις νύχτωσε για τα καλά. Πήγε ακριβώς στο σημείο που δεκαεννιά χρόνια πριν είχε παλέψει με τους δύο νταήδες έφηβους και είχε βγει νικητής σκοτώνοντάς τους. Στο σημείο όπου είχαν αρχίσει όλα. Στο σημείο που αυτό το βράδυ αν όλα πήγαιναν όπως τα υπολόγιζε θα παιζόταν η τελευταία πράξη του δράματος. Ψιθύρισε ένα Κέλτικο ξόρκι και το αεράκι που φύσαγε ως τότε σταμάτησε απότομα. Δεν ακουγόταν το παραμικρό. Άπλωσε το μαύρο σεντόνι στο μονοπάτι κι έβγαλε τις κιμωλίες από τη σακούλα. Σχεδίασε με την λευκή κιμωλία πρώτα το πεντάκτινο αστέρι, και μετά με την κόκκινη έφτιαξε το περίγραμμά του κι έναν λίγο πιο μεγάλο κύκλο γύρω του, περίπου στο ενάμισι μέτρο διάμετρο. Έβαλε στην κάθε κορυφή του αστεριού από ένα κερί, και με ένα νέο ξόρκι τα άναψε και τα πέντε μεμιάς. Χαμογέλασε ικανοποιημένος. Ήταν έτοιμος να περάσει στο κυριότερο μέρος της τελετής. Ο γερο-Ρόνι του είχε μιλήσει για ένα συγκεκριμένο πνεύμα, έναν δαίμονα που η μόνη του δουλειά ήταν να κυνηγάει και να μαζεύει πίσω τους νεκρούς που κατάφερναν να ξεφύγουν από την κόλαση. Το πρόβλημα ήταν πως αυτός ο δαίμονας αν και ήταν το μόνο που μπορούσε να του λύσει το πρόβλημα, δεν ήταν συνεργάσιμος όπως τα στοιχεία της Φύσης. Απαιτούσε αίμα για να ανταποκριθεί, και αυτό το αίμα δεν έπρεπε να είναι κανενός άλλου παρά αυτού που τον καλούσε. Έβγαλε από το σακίδιο το τελετουργικό ξιφίδιο και στάθηκε πάνω στο σεντόνι ακριβώς έξω από τον κόκκινο κύκλο που είχε σχεδιάσει με την κιμωλία. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι του κι άρχισε να ψέλνει, να μουρμουράει τα λόγια που είχε μάθει καλά κι ας ήταν στα δύσκολα αρχαία Κελτικά. Τα μάτια του γύρισαν στις κόγχες του εμφανίζοντας το λευκό τους, και το κορμί του ανασηκώθηκε λίγο έτσι που μόνο οι μύτες των παπουτσιών του ακουμπούσαν πια στο μαύρο σεντόνι, λες και κάτι τον κράταγε στον αέρα. Κράτησε με το δεξί του χέρι το ξιφίδιο και άπλωσε το αριστερό πάνω από το αστέρι. Κάρφωσε το μαχαίρι στην μέσα μεριά του καρπού του και το έσυρε κατά μήκος του πήχη του μέχρι το σημείο που λυγίζει στον αγκώνα. Το αίμα δεν πετάχτηκε όπως θα έπρεπε να κάνει, παρά άρχισε να κυλάει και να πέφτει πάνω στο ζωγραφιστό αστέρι. Άλλαξε χέρι, και τώρα προσπάθησε να κάνει το ίδιο στο δεξί του, αλλά του ήταν τρομερά δύσκολο να ελέγξει το χαραγμένο χέρι του. Συγκεντρώθηκε όσο μπορούσε, συνεχίζοντας ασταμάτητα να μουρμουράει τα αρχαία λόγια που καλούσαν τον δαίμονα, και τελικά με μεγάλη δυσκολία κατάφερε το σκίσιμο και το αίμα έτρεξε πάλι πάνω στο αστέρι. Σήκωσε και τα δύο χέρια του προς τον ουρανό και ανέβασε την ένταση της φωνής του. Δεν ανησυχούσε μήπως ακουστεί, μήπως τραβήξει την προσοχή κανενός τυχαίου αλητήριου που πιθανότατα να έπαιρνε τη δόση του πίσω από κάποιον θάμνο, το πρώτο ξόρκι είχε ανοίξει το κενό ανάμεσα στους κόσμους κι αν κανείς τύχαινε να περάσει εκείνη τη στιγμή από κει το περισσότερο που θα ένιωθε θα ήταν μια ψύχρα στο συγκεκριμένο σημείο του μονοπατιού. Το αίμα άρχισε να μαζεύεται ακριβώς πάνω στις γραμμές του αστεριού και να τις ακολουθεί μέχρι που τις κάλυψε εντελώς. Τότε οι δύο μεγάλες χαρακιές στα χέρια του Άιαν έκλεισαν και επουλώθηκαν, αφήνοντας μόνο από ένα μακρύ σημάδι, μια μακρυά ουλή σαν να είχε πληγωθεί πολλά χρόνια πριν. Το φυλαχτό στο στήθος του άρχισε να λάμπει και να δονείται, και ξαφνικά αποκόπηκε από την αλυσίδα και αιωρήθηκε πάνω από το αστέρι με τις φλέβες του να πάλλονται λες κι ήταν κάτι το ζωντανό. Καπνός άρχισε να βγαίνει από το σχέδιο στο σεντόνι, και μια βαριά μυρωδιά σαπίλας και καμένης σάρκας απλώθηκε. Ο δαίμονας εμφανίστηκε χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση, και στάθηκε μπροστά στον μάγο που τον κάλεσε. Ο Άιαν κατέβασε το κεφάλι του και έστρεψε τα ολόλευκα μάτια του κατευθείαν στα κατακόκκινα μάτια του δαίμονα. Με τα χέρια του σχημάτισε στον αέρα τα μαγικά σχήματα των τεσσάρων στοιχείων της Φύσης, της γης, του αέρα, της φωτιάς, και τέλος του νερού. Τότε η λίμνη δίπλα αναδεύτηκε, κι εμφανίστηκε ο Τζίμι Φενάτσιο, και πίσω του ακολούθησε πιστό σκυλί ως το τέλος ο Μυξιάρης Μάικι. «Στοιχεία της Φύσης, Γη, Αέρα, Φωτιά, Νερό, εσείς που μας ορίζεται, εσείς που καθορίζεται τα όρια, αποκαταστήστε το λάθος και ξεχωρίστε τους κόσμους...» φώναξε ο Άιαν με όλη του τη δύναμη. Ο Τζίμι έκανε να γελάσει, αλλά ο δαίμονας γύρισε προς το μέρος του και σήκωσε το χέρι του. Με τεντωμένο τον δείκτη του έδειξε πρώτα αυτόν και μετά τον Μάικι. Οι δύο νεκροί αμέσως πάγωσαν στις θέσεις τους. Ο αέρας άρχισε να γυρνάει σαν στρόβιλος γύρω τους, και τους σήκωσε από την επιφάνεια της λίμνης. Ο Άιαν έκανε μερικά βήματα πίσω και παρακολούθησε το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του. Ο στρόβιλος έφερε τα δύο φαντάσματα μπροστά στον δαίμονα, ακριβώς εκεί που στεκόταν ο Άιαν πιο πριν, και τους απίθωσε πάνω στο μαύρο σεντόνι. Τα πρόσωπά τους είχαν αλλοιωθεί από τον τρόμο, ξέρανε πως είχε ανοίξει η πύλη για την επιστροφή τους στην κόλαση, ξέρανε πως ο δαίμονας που τους κοίταζε ανέκφραστος ήταν ο κυνηγός των νεκρών και είχε έρθει γι' αυτούς. Ο δαίμονας άνοιξε το στόμα του και το ξεχείλωσε μέχρι που έγινε τόσο μεγάλο που μπορούσε να χωρέσει τους δύο νεκρούς. Άρχισε να ρουφάει με έναν συριστικό ήχο, που μόνο τα ουρλιαχτά των δύο φαντασμάτων μπορούσαν να συναγωνιστούν σε ένταση. Τα κορμιά τους έγιναν εύπλαστα, λύγισαν, άρχισαν να διαλύονται σε έναν μαύρο καπνό που ο δαίμονας κατάπινε αχόρταγα μέχρι που εξαφανίστηκαν εντελώς. Τότε χωρίς καμία καθυστέρηση ο Άιαν πετάχτηκε μπροστά του και έψαλε το τελικό ξόρκι, αυτό που θα έκλεινε την πύλη και θα τράβαγε τον δαίμονα πίσω στα τάρταρα απ' όπου είχε έρθει. Το αστέρι στο σεντόνι έβγαλε ένα δυνατό κόκκινο φως, που σχεδόν αμέσως έγινε λευκό και τύλιξε τον δαίμονα. Τον τράβηξε προς τα κάτω, σαν κάτι να τον ρούφαγε μέσα στο σεντόνι, μέχρι που χάθηκε εντελώς. Τότε το φως έσβησε και όλα σταμάτησαν. Ο Άιαν έμεινε για αρκετά λεπτά ακίνητος, σχεδόν σοκαρισμένος απ' όσα είχε ζήσει. Μετά με γρήγορες κινήσεις μάζεψε τα πράγματά του, τα έχωσε στο σακίδιο και τη σακούλα, κι έφυγε βιαστικά από το πάρκο. Οι κόσμοι δεν ήταν πια μπερδεμένοι, η αποκατάσταση είχε επιτυχία, οι νεκροί βάδιζαν πάλι μόνο ανάμεσα στους νεκρούς, και οι ζωντανοί ανάμεσα στους ζωντανούς όπως όριζε η Φύση. Η αδελφή του ήταν πια ασφαλής, και ο ίδιος δεν είχε κανένα λόγο να επιστρέψει στο Ίνβερ Μπρας για να κρυφτεί. Είχε νικήσει. ..-10-.. «Ναι;...» Η νεανική φωνή που σήκωσε το τηλέφωνο δεν μπορούσε να ανήκει σε άνθρωπο πάνω από είκοσι χρονών. «Ναι, γεια σας...» είπε ο Άιαν στο ακουστικό του, «...μπορώ να μιλήσω στον κύριο Ρόναλντ Γκράνθαμ;...” «Ο ίδιος, ποιος είστε παρακαλώ;...» Ο Άιαν σάστισε για μερικές στιγμές. Μετά σκέφτηκε πως ίσως ο γερο-Ρόνι να είχε τελικά οικογένεια, κι ας μην είχε κάνει ποτέ την παραμικρή αναφορά σ' αυτούς. «Θα ήθελα αν είναι εύκολο να μιλήσω με τον κύριο Γκράνθαμ τον πρεσβύτερο...» «Δεν υπάρχει άλλος Ρόναλντ Γκράνθαμ κύριε, τον πατέρα μου τον λένε Κάλεμ, και τον παππού μου Ντράμοντ. Ο τελευταίος Ρόναλντ Γκράνθαμ πριν από μένα έζησε πριν τρεις τέσσερις αιώνες. Είσαστε σίγουρος για το όνομα που ζητάτε;...» Ο Άιαν πάγωσε ολόκληρος. Ένα κρύο δάχτυλο σύρθηκε κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς του. «Με συγχωρείτε...» είπε διστακτικά, «...είπατε πως δεν υπήρξε άλλος Ρόναλντ Γκράνθαμ για τετρακόσια χρόνια;...» «Μάλιστα κύριε, από τότε που έπεσε η Μαρία Στιούαρτ και κάψανε ζωντανή την μάγισσα Χάμιλτον. Ποιος είστε;...» «Εί-είμαι, λέγομαι Άιαν Χάμιλτον, και η εν λόγω... μάγισσα που μόλις αναφέρατε είναι προγιαγιά μου...» Στη γραμμή έγινε μία μικρή παύση. «Με συγχωρείτε κύριε Χάμιλτον, δεν εννοούσα...» «Όχι, δεν πειράζει...» τον διέκοψε ο Άιαν, «...πείτε μου όμως κάτι σας παρακαλώ. Ο πύργος των Χάμιλτον, ποιος είναι τώρα ο επιστάτης του, ποιος τον προσέχει;...» «Ο πύργος των Χάμιλτον κύριε έχει γκρεμιστεί εδώ και διακόσια χρόνια, μόνο ερείπια βρίσκονται τώρα πάνω στο λόφο!...» Ο Άιαν ένιωσε σαν να έφευγε η γη κάτω από τα πόδια του. Τέσσερα χρόνια είχε περάσει εκεί, τέσσερα ολόκληρα χρόνια όπου ο γερο-Ρόνι τον δίδασκε... Ξαφνικά κατάλαβε, όλα έγιναν ολοφάνερα μπροστά του. «Κάτι τελευταίο κύριε Γκράνθαμ...» είπε, «...ο πρόγονός σας, ο Ρόναλντ Γκράνθαμ, μήπως τυγχάνει να γνωρίζετε αν είχε κάποια σχέση με τους Χάμιλτον και τον πύργο;...» Η φωνή του νεαρού τώρα ακούστηκε διστακτική. «Μάλιστα κύριε, ήταν ο επιστάτης του πύργου, και πολλοί πιστεύουν πως...» «Πως, τι;...» «Πως ήταν ο βοηθός της μάγισ..., της κυρίας Νταϊάν Χάμιλτον ήθελα να πω...» Ο Άιαν ευχαρίστησε τον νεαρό Ρόναλντ Γκράνθαμ και έκλεισε το τηλέφωνο. Χαμογέλασε και κοίταξε ψηλά στον νυχτερινό ουρανό της Βοστώνης. Τώρα καταλάβαινε ακριβώς τι εννοούσε ο γερο-Ρόνι όταν του είπε πως κινήται ανάμεσα στους κόσμους. Οι σκιές του παρελθόντος ορίζουν το μέλλον, κι αυτός το ήξερε πια καλύτερα από τον καθένα. Η ζωή ήταν επιτέλους δική του να την ζήσει όπως ήθελε. ..-11-.. «Μα κυρία...» «Σιωπή Ρόναλντ, θα κάνεις όπως σου είπα. Θα μείνεις εδώ και θα περιμένεις. Η οικογένειά μου θα σε χρειαστεί ξανά κάποια μέρα, και τότε θα πρέπει να είσαι έτοιμος..» «Μάλιστα κυρία...» «Πήγαινε τώρα, δεν πρέπει να είσαι εδώ όταν έρθουν να με πάρουν...» Ο γερο-Ρόνι έσκυψε με σεβασμό το κεφάλι μπροστά στην αρχιέρεια Νταϊάν Χάμιλτον και βγήκε από το χαμηλό δωμάτιο στο πλάι του πύργου. Πρόλαβε να κρυφτεί πριν ορμήσουν οι χωριανοί στον έρημο πια περίβολο με αναμμένες δάδες και δικράνια στα χέρια. Τους είδε από την κρυψώνα του να σέρνουν την κυρά του και να την παίρνουν μαζί τους. Λίγη ώρα αργότερα άκουγε το στερνό της ουρλιαχτό από την πλατεία του χωριού, ενώ το φεγγάρι έπαιρνε ένα βαθύ κόκκινο χρώμα σαν να το βούτηξε κάποιος στο αίμα...- By MADnJIM Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted April 10, 2015 Share Posted April 10, 2015 Αν και είχα κατεβάσει εδώ και αρκετές ημέρες το .doc, χωρίς συγκεκριμένο λόγο ανέβαλλα συνεχώς την ανάγνωση. Λάθος μου τελικά. Ήταν τόσο καλογραμμένο, που, παρά το σχετικά μεγάλο μέγεθος, δεν με κούρασε καθόλου. Το κείμενο έρεε, η πλοκή καλοδουλεμένη, οι εικόνες τής Βοστόνης, αυτή η πόλη -άγνωστο γιατί- μου είναι αρκετά συμπαθής, περιγραφικότατες και ζωντανές, οι χαρακτήρες, ειδικά ο Άιαν και οι δυο τραμπούκοι, άκρως ρεαλιστικοί. Ξεπέταξες λίγο βιαστικά την σκηνή με τον δαίμονα και τους νεκρούς, ήταν η κορύφωση κι έπρεπε να την δουλέψεις λίγο περισσότερο. Ίσως κάποιο κόλπο από την πλευρά τού δαίμονα, ίσως οι δυο νταήδες να είχαν κάποιον κρυμμένο άσσο... καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Επίσης οι χαρακτήρες τής Ντιάνα και τής Έλεν είναι περισσότερο διακοσμητικοί, στο κείμενο φαίνονται να έχουν ελάχιστη σημασία, αν και ουσιαστικά γύρω από αυτές περιστράφηκαν όλες οι πράξεις τού Άιαν. Αλλά τελικά, αυτά είχαν μικρή σημασία. Ήταν μια ιστορία που την ένοιωσα, την έζησα. Στιγμές-στιγμές κράτησα την ανάσα μου από την αγωνία, τέλειωσε και ευχόμουν να έχει και άλλο. Well done. ΥΓ. Ωραία η φιγούρα τού Ρόναλντ. Καλές γιορτές να έχεις. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted April 11, 2015 Author Share Posted April 11, 2015 Δεν φαντάζεσαι πόσο χαρούμενο με έκανες φίλε Γιάννη! Σ' ευχαριστώ πολύ που διάβασες κι επιπλέον σχολίασες την ιστορία μου. Χαίρομαι που σου άρεσε, που την βρήκες ζωντανή και καλογραμμένη, που σε έκανε να τη νιώσεις, που την ευχαριστήθηκες. Να 'σαι καλά!... Καλή Ανάσταση... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Γιώργος77 Posted April 11, 2015 Share Posted April 11, 2015 Άλλο ένα διήγημά σου σε στυλ “αμερικάνικο”. Κλασικού τύπου τρόμος, αισθητή η επιρροή του Κινγκ, αγγλοσαξωνικό το setting. Το σασπένς κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, η γραφή είναι στρωτή, εναρμονισμένη με τα πρότυπα του είδους (genre). Θα μου άρεσε μια ανάλογη ιστορία που να εκτυλίσσεται στα Γιάννενα. Ο δαίμονας δεν περιγράφεται αρκετά. Η μορφή του ήταν ανθρώπινη; Αν βρεις κάπου στο διαδίκτυο το Key of Solomon ( τη Σολωμωνική, δηλαδή) εικονογραφημένη θα δεις πολλές ωραίες εικόνες δαιμόνων. Ο ήρωας, που δολοφόνησε δυο άτομα και έχασε τη γυναίκα του με τέτοιο τρόπο, θα έπρεπε να είχε επηρεαστεί πιο πολύ. Θα μπορούσε να έχει εξάρτηση από αλκοόλ ή ναρκωτικά ίσως.Για να αποφύγεις μια επισημότητα στο ύφος του κειμένουΑντί για “λαμπτήρα”, θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις “λάμπα”“γόνιμη φαντασία” ---> ζωηρή φαντασία “ευαίσθητα σημεία” --> “αχαμνά”, “αρχίδια”“εύσωμο” --> “χοντρό”“φίρμα” ---> “νομική εταιρεία”πεζό μυαλό ---> λογική πλευρά του μυαλού τουκάποιο αντίποινο ---> αντίποιναΣτην αρχή του 4 υπάρχει λάθος στην πρόταση “ Η Έλεν ξύπνησε και γύρισε προς το μέρος της ανήσυχη”Ερώτηση: τι είναι η “ καταρρακτή του εξωτερικού τείχους”; (αρχή του 6)Φράσεις που μου άρεσαν: το τσουχτερό δάχτυλο του φόβου στη ραχοκοκαλιά τουτο παράξενο τρέξιμο των ονείρων που είναι σαν σε αργή κίνηση, σαν κάτι να σε κρατάει και να προσπαθείς, να προσπαθείς, να τα δίνεις όλα, αλλά τα πόδια σου να κινούνται αργά λες και έχουνε δική τους βούληση.το γεύτηκε, σαν σάπιο ψάρι μαζί με σκουριασμένο μέταλλοχαμογέλασε σκληράακολούθησε πιστό σκυλί ως το τέλοςωραία στιγμή: ο κακός που σιγοτραγουδάει Black Sabbath 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted April 11, 2015 Author Share Posted April 11, 2015 (edited) Φίλε Γιώργο, σ' ευχαριστώ για τον χρόνο σου να διαβάσεις αλλά και να σχολιάσεις την ιστορία μου. Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε και πέρασες ευχάριστα διαβάζοντας. Κάθε πρόταση-παρατήρηση επιθυμητή και καλοδεχούμενη πάντα. Συνηθίζω να γράφω για περιοχές που γνωρίζω (ή που φτιάχνω), αλλά εδώ η εισαγωγή του φίλου William (όλο το πρώτο κεφάλαιο εκτός της τελευταίας παραγράφου) μου έδινε συγκεκριμένους τόπους όπου έπρεπε να κινηθώ. Κάτι που με ζόρισε λίγο πρέπει να ομολογήσω, αλλά τελικά μάλλον βγήκε σε καλό. Έχω ανεβάσει ιστορίες που εκτυλίσσονται στην "γειτονιά" μου, την "Σκιά στην ομίχλη" (πάλι στην βιβλιοθήκη τρόμου, μάλιστα επειδή την προόριζα για πρόλογο από κάτι μεγαλύτερο ανέβασα στα σχόλια εκεί και το -τότε- πρώτο κεφάλαιο, αν και βέβαια έχουν αλλάξει αρκετά πράγματα από τότε, και είναι ένα πρότζεκτ σε εξέλιξη αυτή τη στιγμή), "Η κατάρα της γριας", "Το παλιό αρχοντικό" (που είναι μία από τις πιο παλιές μου ιστορίες και έχει δεύτερο μέρος στην βιβλιοθήκη ποίησης), κλπ. Βασικά έχω ανεβάσει πολλές ιστορίες μου, σε κάθε κατηγορία, μπορεί κάποιος που θέλει να τις δει να πάει στο προφίλ μου, να πατήσει "Find content", αριστερά κάτω "Only topics", και θα τις βρει σε λίστα... "Καταρρακτή" είναι η πόρτα (θύρα) που πέφτει από πάνω. Συνήθως έτσι λέγονται πλέον οι καταπακτές (γκλαβανές), αλλά στα κάστρα ήταν η βαριά σιδερένια καγκελόπορτα που έπεφτε έξω από την κεντρική πύλη σαν επιπλέον μέτρο ασφάλειας. Καλή Ανάσταση!... Edited April 11, 2015 by MadnJim Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted June 25, 2015 Share Posted June 25, 2015 Γεια σου φίλε Σπύρο! Επιτέλους τα σχόλιά μου. Ενδιαφέρουσα η ιστορία σου, θα την ήθελα ίσως λίγο μικρότερη -ή ακόμη και ελληνική. Αναλυτικότερα: Με μπερδεύει κάπως η προφορά των ονομάτων που έχεις επιλέξει. Νομίζω Ίαν και Νταϊάνα είναι οι σωστές προφορές. Έχεις μία τάση να δίνεις μακροσκελείς περιγραφές. Αυτό δεν είναι πάντα καλό. Δίνω ένα παράδειγμα: Ο Τζίμι κούρευε τα μαλλιά του τελείως γουλί αφήνοντας μια λωρίδα στην κορυφή όπως έκαναν μερικούς αιώνες πριν οι ινδιάνοι και υιοθέτησαν οι πανκ όταν το κίνημά τους ήταν στη μόδα. Συντομότερη και αποτελεσματικότερη διατύπωση θα ήταν Ο Τζίμι είχε αφήσει μοϊκάνα (απ’ όσο ξέρω από πανκ έτσι το λέγανε). Bullies. Το λέμε Νταήδες. Παρακάτω έχεις τη λέξη νταήδες, οπότε για να αποφύγεις την επανάληψη μπορείς κατά περίπτωση να βάλεις και καμιά άλλη λέξη, π.χ.: τραμπούκοι, αλήτες κ.λπ.. Δεν κατάλαβα πώς σπάσανε τα γόνατα όπως έπεσε. Επειδή έπεσε με δύναμη, απρόσεχτα, το βάρος δεν κατανεμήθηκε κατά κάποιο τρόπο και σπάσανε τα γόνατά του; Αυτό θα πει κακιά ώρα ε; Τους σκότωσε εντελώς, που λέμε! Καλά, ζητήσει δεν ζητήσει ο πελάτης δεν πρέπει ο ταξιτζής να δώσει ρέστα; Εννοώ εδώ δεν ξέρω, αλλά έξω τους είχα για πιο επαγγελματίες.... Αστέρι πεντάκτινο αλλά όρθιο ή ανάποδο; Υποψιάζομαι πως είναι σημαντικό. Τον χάραξαν; Καλό. Η Έλεν το είδε; (Ίσως το λες πιο κάτω....) Πάντως διαβάζεται ευχάριστα. Παρά τις ενστάσεις μου. Κυρίως σε θέματα μακροσκελών περιγραφών, πραγματικά συχνά χρησιμοποιείς πολύ περισσότερες λέξεις από όσες χρειάζονται. Ε; Βγαίνουν τέτοια μαχαίρια ρε παιδιά; Όχι, είναι λίγο αψυχολόγητο να κοροϊδεύει. Εννοώ τον κυνηγάν οι νεκροί και του κάνουνε και χαρακιές, εντάξει; Λίγο πιο ανοιχτόμυαλος να το πω, υποψιασμένος να το πω, πρέπει να είναι. Σωστά, και το λεει ο γέροντας αμέσως μετά. Καλά, αγνόησε το 12. Οι δαίμονες, οι νεκροί, πάντα υπήρχαν απειλές μεγαλύτερες από αυτές που μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους. Και η Νταϊάν Χάμιλτον ήταν η δυνατότερη απ' όλους. Έτσι όπως το διατυπώνεις, είναι σαν να εννοείς ότι η Χάμιλτον ήταν η δυνατότερη απειλή. Ή ο δυνατότερος νους, δεν ξέρω. Ενώ εννοείς η δυνατότερη μάγισσα, προφανώς. κάθετη ασπίδα του χεριού Νομίζω αυτό λέγεται φυλακτήρας. Να σου πω εγώ θα έπαιρνα την Έλεν από πίσω, αφού έκατσε που έκατσε από τη δουλειά του και αφού φοβάται τόσο μην της τύχει κάτι. Δεν θα ήταν λογικό να την παρακολουθήσει; Να πάρει άδεια από τη δουλειά του ακριβώς για το σκοπό αυτό δηλαδή. Ας την παρακολουθήσει και ας μην το προλάβει το κακό. Η πίσω-μπρος αφήγηση πάντως λειτουργεί καλά, δεν σου έχει ξεφύγει. Επιτέλους. Η μοϊκάνα: πες το να συνεννοηθούμε! Γιατί περίμεναν τέσσερα χρόνια μέχρι να χτυπήσουν την αδελφή του; Και γιατί αυτός δεν επιχειρούσε έστω να την πάρει μαζί του στη Σκοτία; Ας της έλεγε να φύγουν και ας αρνιόταν αυτή. Και μετά να βρεις και κάποιο λόγο για τι τα φαντάσματα περίμεναν τέσσερα ολόκληρα χρόνια να χτυπήσουν. Αφού του είπαν, θα σκοτώσουμε όποιον αγαπάς. Αλήθεια, βλέπεις όταν γυρίζουν έτσι τα μάτια σου; Η προγιαγιά είχε προβλέψει το θέμα με τους νταήδες; Ή σε κάθε ανάγκη θα έπρεπε να βοηθάει ο γέροντας; Θα προτιμούσα το δεύτερο....Δηλαδή, ο πύργος και ο επιστάτης θα υπάρχουν πάντοτε εκεί κάθε φορά που ένας Χάμιλτον θα χρειάζεται βοήθεια. Καλά, αν ο πύργος ήταν ερείπια πού πήρε τηλέφωνο αυτός; Ζούσε αλλού υποτίθεται ο γέρος και του είχε δώσει το τηλέφωνό του; Είχα την εντύπωση ότι ζούσε στον Πύργο.... Ελπίζω να σε βοήθησα έστω και λίγο! Καλές εμπνεύσεις! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted June 26, 2015 Author Share Posted June 26, 2015 Ειρήνη σ' ευχαριστώ πολύ που διάβασες και σχολίασες την ιστορία μου κι ας ήταν τόσο μεγάλη. Θα κοιτάξω όλες τις επισημάνσεις σου. Στα γρήγορα να θυμίσω πως η εισαγωγή του φίλου William μου έδινε συγκεκριμένους τόπους για να κινηθώ, όπως και το όνομα αλλά και το origin του πρωταγωνιστή (όλο το πρώτο κεφάλαιο εκτός της τελευταίας παραγράφου). 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.