MadnJim Posted August 16, 2015 Share Posted August 16, 2015 Όνομα Συγγραφέα: MadnJim Είδος: Funny Fantasy με ολίγη από Sword and Sorcery Βία; Εε, ναι; Ή μάλλον μπαα... Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 7079 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Εμπνευσμένη από την εισαγωγή της Ιρμάντα για το WriteOff #81 (ναι, κι αυτή), χωρίς βέβαια να συμμετέχει στο παιχνίδι. Απλά είχα κέφι να πειράξω λίγο τον Δημήτρη (SymphonyX13) χθες βράδυ. Ελπίζω να διασκεδάσετε και να περάσετε όμορφα τον χρόνο που θα διαθέσετε για να τη διαβάσετε. Αρχείο:Ο Δημήτρης και οι μαγικές βελόνες.doc ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΓΙΚΕΣ ΒΕΛΟΝΕΣ Περίμενε να δει κιούπια με φλουριά και πολύτιμα σκεύη, αλλά τρίχες, δεν υπήρχε τίποτα. Είχε μπει σε φυλακή. Υγρό σκοτάδι να το κλείσεις στη χούφτα σου. Από κάπου αριστερά του ακούγονταν σταγόνες να πέφτουν και έκαναν την ήδη ταλαιπωρημένη κύστη του να διαμαρτυρηθεί ξανά. Ένα βαρύ αγκομαχητό τον ξάφνιασε. Οι παντόφλες του κολλούσαν στο κρύο πάτωμα. «Ποιος είναι εδώ;» είπε διστακτικά. Ένας βασανισμένος στεναγμός ήρθε από τη μαυρίλα αντί για απάντηση. Δεν υπήρχαν θησαυροί, πουθενά. Η Συντεχνία τους είχε δουλέψει. Σήκωσε το μικρό του φανάρι. Γκρεμισμένες πέτρες στη μία γωνία μαζί με ένα τσίγγινο στραπατσαρισμένο δοχείο μισοσκεπασμένο από μια βρωμερή πράσινη μούχλα, και στην άλλη ένας σωρός από άχυρα, όπου ξάπλωνε μία γριά γυναίκα σε άθλια χάλια. Ο Δημήτρης πλησίασε κι άλλο επιφυλλακτικά. Μόλις την είδε καλύτερα μόρφασε με αποστροφή. «Ρε γαμώ το» παραπονέθηκε, «χάθηκε μια νέα και όμορφη, αυτό το πράγμα έπρεπε να βρω εδώ κάτω;» Η γυναίκα είχε ένα εντελώς σκεβρωμένο κορμί, το στόμα της έχασκε φαφούτικο και βρωμερό και στο κρανίο της δεν φύτρωνε σχεδόν τρίχα μαλλιών. Τα μάτια της, θαμπά από τα χρόνια, είχαν μια γαλακτώδη όψη. Δεν ήταν δεμένη, αλλά φαινόταν ανίκανη να κινηθεί. Αγκομαχούσε με αγωνία, έλεγες πως η κάθε της αναπνοή θα μπορούσε να είναι η τελευταία. Είχε στραφεί προς το μέρος του Δημήτρη σαν να τον έβλεπε. «Ήλθεθ...» είπε η γυναίκα. Η φωνή της ερχόταν σαν από βάθη σπηλαίου, τρεμάμενη και γεροντίστικη, και με τη μασέλα να λείπει πιο ψευδή κι από μωρό παιδί με δυσλεξία. Με δυσκολία κατάλαβε τι του είπε. Γονάτισε στο πλάι της λερώνοντας το γόνατο της καινούριας του γκρι πουά πιτζάμας, και η ανοιχτή του ρόμπα ακούμπησε την άκρη της στο πάτωμα πίσω του. Αν και ήταν προφανές πως κάθε βοήθεια θα ήταν άκαρπη σε εκείνο το ρημαγμένο κορμί η καλή καρδιά του Δημήτρη υπερίσχυσε της αποστροφής του. Αλλά η γριά άπλωσε το ροζιασμένο της χέρι απότομα και τον άρπαξε από το μπράτσο, βυθίζοντας στη σάρκα του νύχια αρπαχτικού. Ο Δημήτρης ξαφνιάστηκε και προσπάθησε να τραβηχτεί. «Τι κάνεις κυρά μου, άσ' το χέρι μου, με πονάς, από πότε έχεις να κόψεις τα νύχια σου;» φώναξε, αλλά μάταια. Τον τράβηξε με αναπάντεχη δύναμη προς το μέρος της κι ανάσανε στο πρόσωπό του. Μια έντονη σκορδίλα του έτσουξε τη μύτη και σχεδόν δάκρυσε. «Διπθάω...» μουρμούρισε μέσα στη μούρη του. Ο Δημήτρης ζαλίστηκε, έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και κοπάνησε μερικές φορές με το άλλο χέρι του το κοκαλιάρικο μπράτσο της γριας. Του φάνηκε πως το κελί αντιλάλησε από τον ψίθυρό της και τον πολλαπλασίασε. “Διπθάω - διπθάω – διπθάω...”. «Με πέθανες κωλόγρια, πάρε το γαμημένο το χέρι σου από πάνω μου και τράβα παραπέρα τη μπόχα σου κοντεύω να μαστουρώσω απ' το σκόρδο...» φώναξε πάλι, αλλά ήταν φανερό πως ήταν ήδη πιο αδύναμος. Γρήγορα παραδόθηκε και έγειρε πάνω της. Πρόλαβε να σκεφτεί ότι μάλλον την είχε ακούσει για καλά, γιατί του φάνηκε πως άκουγε τη γυναίκα να μιλάει με πολλές φωνές, και ήταν λες και είχε τη δύναμη πολλών ανθρώπων. Τίναξε αδύναμα τα πόδια του, το φανάρι του έφαγε μια κλωτσιά και κύλησε πέρα με μεταλλική κλαγγή. Η γριά άνοιξε διάπλατα το φαφούτικο στόμα της, κόλλησε τα σουφρωμένα χείλη της στα δικά του, και τον ρούφηξε δυνατά. Έψαξε τη γλώσσα του, κι όταν τη βρήκε του τη δάγκωσε. Ο Δημήτρης ίσα που κατάφερε να βογκήξει. Τον ρούφηξε κι άλλο, ώσπου το στόμα της έγινε σαν πηγάδι και μια δίνη τον κατάπιε ολότελα. ***** Λίγες ώρες νωρίτερα... «Ουφ, δεν αντέχω άλλο μ' αυτή τη ζέστη» μονολογούσε ο Δημήτρης καθώς έβγαινε στο μπαλκόνι του. Η νύχτα ήταν πεντακάθαρη, και ζεστή σαν καμίνι. Η Καλαμάτα έβραζε μέσα στο καλοκαίρι. Ένα κορνάρισμα ακούστηκε από το δρόμο κι ένα σιχτίρισμα το ακολούθησε σχεδόν αμέσως. Στην κεντρική λεωφόρο ακούστηκαν οι βροντερές εξατμίσεις από δύο μηχανάκια που έβαζαν κόντρα στα φανάρια. Έσκυψε πάνω από το κάγκελο κι άφησε το βραδινό αεράκι να δροσίσει λίγο τον ιδρώτα στο μέτωπό του. Το ρολόι στον καρπό του έδειχνε τρεις και είκοσι. Αναθεμάτισε το μυαλό του που δεν σκέφτηκε να πάρει καμιά μπύρα από το ψυγείο, και ξαναμπήκε στο σπίτι προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο και ξυπνήσει την οικογένεια. Πήγε στην κουζίνα, πήρε δυο κουτάκια Άμστελ, και έκανε να κλείσει την πόρτα του ψυγείου αλλά έπεσε το μάτι του πάνω στον μουσακά που περίσσεψε από το μεσημέρι και άλλαξε γνώμη. Άφησε τις μπύρες στο τραπέζι κι έβγαλε το τυλιγμένο με σελοφάν κουζίνας ταψί. Πήρε ένα πηρούνι, κάθισε, και με μια έκφραση βαθιάς απόλαυσης έβαλε μια γερή πηρουνιά μελιτζάνας, πατάτας, και μπεσαμέλ στο στόμα του. Έσταξε μια μεγάλη λαδιά στο πουκάμισο της πιτζάμας του και έβρισε μέσα από τα δόντια του. Ήταν δώρο της πεθεράς του, ούτε μια βδομάδα δεν είχε περάσει που του την έδωσε χαμογελώντας. Τον φίλησε στο μάγουλο και του είπε πως τέτοιες φόραγε κι ο άντρας της. Χαρά που έκανε ο Δημήτρης! Αλλά τι μπορούσε να κάνει, τις φόρεσε. Σιχαινόταν αυτό το ανοιχτό γκρι χρώμα τους με τις μαύρες ακανόνιστες βούλες διάσπαρτες λες κι ήταν σκυλί Δαλματίας. Η γυναίκα του όμως βρήκε το δώρο της μαμάς υπέροχο και με γούστο, οπότε δεν είχε πια κανένα νόημα να σχολιάσει το παραμικρό. Αυτές θα ήταν στο εξής οι πιτζάμες του. Και τώρα είχε καταφέρει να τις λερώσει! Σηκώθηκε και με μια πετσέτα προσπάθησε να σκουπίσει τη λαδιά. Ήταν η πετσέτα που νωρίτερα η γυναίκα του είχε χρησιμοποιήσει για να σκουπίσει το τραπέζι, και το μόνο που πέτυχε ήταν να δώσει έναν ωραίο τόνο σαν σκιά γύρω από το λεκέ. «Την έχω γαμήσει» μουρμούρισε κοιτώντας ανήμπορος τη νέα βούλα στη πιτζάμα του. Αναστέναξε και τα παράτησε. Σκέπασε πάλι το ταψί και το έβαλε στο ψυγείο. Πήρε τις μπύρες του, τυλίχτηκε στην πράσινη ρόμπα του, και βγήκε πάλι στο μπαλκόνι. Ένιωσε αμέσως πολύ καλύτερα. Κάθισε και βολεύτηκε αναπαυτικά στην λευκή πλαστική καρέκλα κι άπλωσε τα πόδια του στα κάγκελα. Άνοιξε τη μία μπύρα και ήπιε μονομιάς το μισό περιεχόμενο. Ρεύτηκε σιγανά και σκούπισε τον αφρό από τα χείλη του. Άραξε πίσω και απόλαυσε την ησυχία της νύχτας, έξυσε την κοιλιά του με το ελεύθερο χέρι του, και κούνησε το ένα πόδι παίζοντας ασυναίσθητα με την παντόφλα του. Τσαλάκωνε το δεύτερο κουτάκι μπύρας όταν μια λάμψη τον τύφλωσε και τον ξάφνιασε. Πετάχτηκε όρθιος, σκουντούφλισε στην καρέκλα, έπεσε πάνω στο επίσης λευκό πλαστικό τραπέζι, και κατέληξαν μαζί ένα μπερδεμένος σωρός στο πάτωμα του μπαλκονιού. Αλαφιασμένος τίναξε χέρια και πόδια στην προσπάθεια να ξανασηκωθεί, και πρόλαβε να μισοδεί πίσω από τα δάκρυα που είχαν πλημμυρίσει τα μάτια του από τη λάμψη μια φιγούρα ένα μέτρο πιο πέρα, με μακρύ λευκό μούσι, ψηλό μυτερό καπέλο και μακριά μαύρη κελεμπία γεμάτη με κίτρινα αστέρια. «Ε;» είπε ξαφνιασμένος και κοίταξε το γερομάγο με απορία. «Γεια» είπε ο γερομάγος και του χαμογέλασε αφήνοντας να φανεί μια σειρά από κατάμαυρα δόντια. Μετά όλα θόλωσαν και το επόμενο που είδε ήταν το τέρας που ερχόταν καταπάνω του πετώντας αφρούς απ' τα ορθάνοιχτα σαγόνια του με τα τεράστια κοφτερά σαν μαχαίρια δόντια. Τα μάτια του άνοιξαν τόσο που είναι απορίας άξιον πως δεν έπεσαν από τις κόγχες τους. «Αααααααααααααααααααααααααααα» ούρλιαξε ανίκανος να κάνει την παραμικρή κίνηση. Έμοιαζε με βόδι, αλλά ήταν πιο ψηλό και ασύγκριτα πιο αγριευτικό. Το χειρότερο, στέκονταν στα δύο πόδια, και τα μπροστινά του ήταν δυο γεροδεμένα χέρια με χοντρά δάχτυλα. Όρμαγε καταπάνω του με τα κέρατα προτεταμένα, και θα τον έκανε με τα κρεμμυδάκια αν δεν έμπαινε τελευταία στιγμή στη μέση ένας μπρατσαράς τύπος σαν τον Σβαρτσενέγκερ στα νιάτα του, με ένα κομμάτι γούνας μόνο να σκεπάζει τους λαγόνες του, κι ένα σπαθί σχεδόν ίσα με το μπόι του στα χέρια. Αυτό το σπαθί το σήκωσε ψηλά με άνεση και το κατέβασε με περισσή δύναμη ακριβώς ανάμεσα από τα κέρατα του κτήνους. Το χτύπημα ήταν φοβερό, ο γδούπος πάνω στο χοντρό κεφάλι φοβερότερος, και το τέρας βόδι έκοψε την ορμή του και παραπάτησε θολωμένο. «Σήκω τώρα που το ζάλισα» φώναξε ο άγνωστος άντρας στον Δημήτρη και χωρίς να τον κοιτάξει του άπλωσε το χέρι για να τον βοηθήσει. «Κάν' του ένα ξόρκι να γλιτώσουμε, βιάσου μάγε...» συνέχισε έχοντας όλη του την προσοχή στραμμένη στο κτήνος. Ο Δημήτρης κοίταξε το χέρι του άντρα σαν να έβλεπε πρώτη φορά παλάμη μπροστά του. Άπλωσε διστακτικά το δικό του, και σα χαμένος τον άφησε να τον τραβήξει να σηκωθεί όρθιος. Στάθηκε τρέμοντας, έκανε να γυρίσει το βλέμμα του τριγύρω και είδε δέντρα και θάμνους, αλλά έφτασε πάλι πάνω στο τερατώδες βόδι και κόλλησε εκεί. Το πρόσωπό του είχε γίνει πιο άσπρο κι από πεθαμένου, και το στόμα του έχασκε δυο πιθαμές ανοιχτό από την έκπληξη. Το δυνατό μουγκάνισμα του θηρίου τον έκανε να τιναχτεί. «Τι σκατά περιμένεις, ρίχ' του μια φωτιά να τελειώνουμε» ούρλιαξε ο άντρας παίρνοντας πάλι στάση μάχης με το σπαθί του έτοιμο να χτυπήσει. «Τ-τι... εγώ, ε-ε-εγώ... α-α-αυτ-αυτό...» κατάφερε να μουρμουρίσει ο Δημήτρης κι έδειξε το τέρας. Αμέσως μετά σωριάστηκε πάλι ανάσκελα στο παχύ χορτάρι, για να μείνει πια εκεί λιπόθυμος να ονειρεύεται περιέργως μοσχαρίσιες μπριζόλες να σιγοψήνονται μοσχοβολώντας απλωμένες στην αγαπημένη του σχάρα.. Όταν συνήρθε νόμισε για λίγο πως βρίσκεται πράγματι στο μπαλκόνι του και ψήνει μοσχαρίσιες μπριζόλες, γιατί η γαργαλιστική τσίκνα του ψημένου κρέατος χάιδευε απαλά τα ρουθούνια του και έκανε την κοιλιά του να κάνει εντατικό ζέσταμα γουργουρίζοντας για να κυνηγήσει πάλι τα ρεκόρ φουσκώματος. Άνοιξε τα μάτια του και το χαμόγελο έσβησε αμέσως από τα χέιλη του. Βρισκόταν ακουμπισμένος με την πλάτη σε ένα δέντρο, μάλλον βελανιδιά αλλά δεν ήταν και σίγουρος. Γύρω του υπήρχαν ακόμα περισσότερα, μαζί με μπόλικους θάμνους, και παχύ χορτάρι να σκεπάζει το έδαφος. Ήταν νύχτα, και μπροστά του έκαιγε μια μικρή αλλά δυνατή φωτιά. Ο σωματώδης τύπος από πριν καθόταν παραδίπλα, μπροστά στα αναμμένα κάρβουνα που είχε τραβήξει από τη φωτιά, και έψηνε κομμάτια κρέατος περασμένα σε κλαδιά, στερεωμένα πάνω από τη θράκα. Λίγο πιο πέρα κρεμασμένο στο χοντρό κλαδί ενός άλλου δέντρου, επίσης πιθανότατα βελανιδιάς, βρισκόταν το πτώμα του βοδιού-κτήνους, ή τουλάχιστον ότι είχε απομείνει απ' αυτό μιας και κάμποσα κομμάτια του έλειπαν και βρίσκονταν στις πρόχειρες σούβλες πάνω από τα κάρβουνα. Δοκίμασε να κουνηθεί και ο θόρυβος έκανε τον άντρα να γυρίσει προς το μέρος του. «Ξύπνησες; Κόντεψα να πιστέψω πως είχες πεθάνει κι ας κουνιόταν το στήθος σου πάνω κάτω» είπε με τη βαριά φωνή του. Ο Δημήτρης σήκωσε το χέρι του και έτριψε το ένα του μάτι. Με το άλλο χέρι στηρίχτηκε στο έδαφος και δοκίμασε να ανασηκωθεί. Τα κατάφερε, και δεν ένιωθε να πονάει κάπου. Αυτό, σκέφτηκε, ήταν καλό σημάδι. «Π-πού είμαι;» κατάφερε να συλλαβίσει σχεδόν ψιθυριστά. Ο άντρας πήρε μια σούβλα από τη θράκα και σηκώθηκε. Ήρθε μπροστά του και του την πρότεινε. «Ψήθηκε, δεν τρέχει άλλο αίμα. Φάε...» του είπε και βλέποντας τον Δημήτρη να μην αντιδρά σήκωσε τους ώμους του συγκαταβατικά και του την άφησε μπροστά στα πόδια του πάνω στο χόρτο. Γύρισε στη θέση του, πήρε ένα δερμάτινο φλασκί και του το πέταξε στην αγκαλιά του. «Κρασί...» είπε μόνο και έστρεψε την προσοχή του στις υπόλοιπες σούβλες. Ο Δημήτρης κοίταζε χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. Σε μια στιγμή έμπνευσης σήκωσε το μανίκι της πιτζάμας του και τσίμπησε δυνατά τον πήχη του χεριού του. Ο πόνος ήταν τόσο έντονος που του ξέφυγε μια μικρή κραυγή. Ο άντρας γύρισε και τον κοίταξε για λίγες στιγμές, και μετά αφοσιώθηκε πάλι στο να ξεκοκαλίζει την πρώτη μερίδα που έβγαλε για τον εαυτό του από τις σούβλες του. Κάπου μακριά ακούστηκε το αλύχτισμα ενός λύκου. Ένα δεύτερο απάντησε από άλλο σημείο του δάσους. Ο άντρας έδειχνε να αδιαφορεί, αλλά ο Δημήτρης πετάχτηκε όρθιος και κόλλησε την πλάτη του στο δέντρο τρέμοντας ολόκληρος. Έξω από τον μικρό φωτεινό κύκλο που έφτιαχνε η φωτιά δεν μπορούσε να διακρίνει απολύτως τίποτα. Βαθύ σκοτάδι παντού, και οι σκιές που έριχναν οι φλόγες δεν βοηθούσαν καθόλου να γίνει καλύτερη αυτή η τόσο τρομακτική γι' αυτόν εικόνα. «Πιες λίγο κρασί, θα σε κάνει να νιώσεις πιο καλά» άκουσε τον άντρα να του λέει με το στόμα γεμάτο κρέας. Ξεκόλλησε από το δέντρο και τον πλησίασε διστακτικά. «Συγνώμη» είπε μόλις έφτασε δίπλα του και του χαμογέλασε προσπαθώντας να δείχνει όσο πιο ευγενικός μπορούσε, «μήπως θα μπορούσατε να με διαφωτίσετε γύρω από το... πού είμαι ας πούμε; Ίσως, αν θέλετε φυσικά, και ποιος είστε; Και-και τι είναι...ήταν, αυτό;» Σήκωσε το χέρι του και έδειξε το άψυχο κρεμασμένο κουφάρι. Ο άντρας τον κοίταξε για λίγο μασουλώντας, και μετά άφησε τη σούβλα και σκούπισε το στόμα του με την ανάστροφη του χεριού του. Σήκωσε ένα άλλο φλασκί και ήπιε μερικές μεγάλες γουλιές. Ξανασκούπισε το στόμα του και άφησε ένα δυνατό σαν κεραυνό ρέψιμο. Ένας ήχος σαν τρεχαλητό ερχόμενο από έναν θάμνο λίγο πιο πέρα μαρτύρησε ότι κάτι τρόμαξε κι έφυγε του σκοτωμού. Σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε μπροστά στον Δημήτρη. Τώρα, ο Δημήτρης δεν είναι κάνας μικρόσωμος άνθρωπος, αλλά μπροστά στον μπρατσαρά τύπο έδειχνε σαν παιδάκι που μόλις τέλειωσε το δημοτικό. Του έριχνε χαλαρά ένα κεφάλι, και οι φαρδιές του πλάτες ήταν διπλάσιες απ' τις δικές του. Η εικόνα του ήταν συνηθισμένη για τον Δημήτρη, του θύμιζε τα κόμικ του Κόναν που διάβαζε από μικρός φανατικά, και τις τόσες ταινίες με βάρβαρους που είχε δει. Η μόνη διαφορά ήταν πως τώρα είχε έναν τέτοιο βάρβαρο με σάρκα και οστά μπροστά του, κι αυτό κάπου τον έκανε να αισθάνεται λίγο στενόχωρα. «Είμαι ο Σουρίαλ» συστήθηκε ο άντρας και του άπλωσε το χέρι. Ο Δημήτρης ίσα που κατάφερε να σταματήσει μια έντονη επιθυμία να επιδοθεί σε ένα νευρικό υστερικό γέλιο ακούγοντας το όνομα. «Ταιριαστό» είπε μόνο και έδωσε το χέρι του για τη χειραψία. «Με λένε Δημήτρη και... ΩΩΩΩΧΧ...» Δεν κατάφερε να τελειώσει την κουβέντα του γιατί ο Σουρίαλ είχε σφίξει πρόσχαρα το χέρι του και του το κούναγε πάνω κάτω με δύναμη. Όταν το άφησε ο Δημήτρης τραβήχτηκε πίσω και το έχωσε κάτω από τη μασχάλη του μορφάζοντας από τον πόνο. «Εντάξει ρε φίλε, χαλάρωσε...» του πέταξε δυσαρεστημένα, και έκανε τον Σουρίαλ να τον κοιτάξει με απορία. Με τον πόνο να φεύγει σιγά σιγά γύρισε και παρατήρησε λίγο πιο προσεκτικά τον σωματώδη άντρα. Ο Σουρίαλ σήκωσε το φλασκί του και ήπιε μερικές γουλιές ακόμα, καταλήγοντας να ξαναχαλάσει τη σιγαλιά της νύχτας με άλλο ένα δυνατό ρέψιμο. Οι λύκοι ξανακούστηκαν να αλυχτούν από μακριά σαν να του απαντούσαν. «Ρε φίλε» πήρε μια βαθιά ανάσα ο Δημήτρης, «πες μου σε παρακαλώ κάτι. Δηλαδή είναι προφανές ότι κάτι έχει παιχτεί εδώ που δεν το 'πιασα, αλλά που στο διάολο είμαι; Ήμουν μια χαρά στο σπίτι μου, κι έκανε πολύ ζέστη, και βγήκα στο μπαλκόνι, και-και λέκιασα και τη πιτζάμα και ποιος ακούει τώρα την πεθερά μου, και ξαφνικά είμαι εδώ σ' αυτό το γαμημένο δάσος μ' εσένα να ψήνεις αμέριμνος και να τρως του καλού καιρού το τέρας που κόντεψε να μας σκοτώσει λίγο νωρίτερα, και-και ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΡΕ ΓΑΜΩ ΤΟ ΜΟΥ ΤΕΛΙΚΑ;» κατέληξε ξεσπώντας και σταμάτησε για να πάρει πάλι ανάσα. Ο Σουρίαλ γέλασε. Μετά χαμογελώντας ακόμα ήρθε κοντά στον Δημήτρη κι έβαλε το χέρι του στον ώμο του. «Ησύχασε φίλε μου» του είπε ήρεμα, «κάτι μαλακία έκανε πάλι ο μάγος μου, το συνηθίζει, δεν είναι κάτι που αξίζει να ασχολούμαστε μαζί του. Θα γυρίσει όπου να 'ναι και θα σε στείλει πάλι στον τόπο σου όπου κι αν είναι αυτός» «Ο μάγος σου;» Θυμήθηκε τη λάμψη και τον γεράκο με το μυτερό καπέλο και τη ρόμπα με τα αστέρια που είχε δει τελευταία στο μπαλκόνι του πριν πάνε όλα κατά διαόλου. «Μμμ, ναι, ο Ικαμπάν. Ωραίος τύπος, αλλά για μάγος άσ ' τα..» άφησε την κουβέντα του να αιωρηθεί και κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. «Όποτε δοκιμάζει να κάνει ξόρκια συνήθως γίνονται περίεργα πράγματα. Όπως και με σένα τώρα. Μια μπάλα φωτιάς έπρεπε να πετάξει στον γαμημένο τον μινώταυρο, κι αντί γι' αυτό εξαφανίστηκε κι ήρθες εσύ στη θέση του» Τον κοίταξε λοξά μισοκλείνοντας το ένα του μάτι. «Εσύ ξέρεις τίποτα από ξόρκια;» ρώτησε με αμφιβολία. «Ξόρκια; Ό-όχι, δεν ξέρω...» «Ήμουν σίγουρος. Τελοσπάντων, θα γυρίσει όπου να 'ναι, κι αν δεν γυρίσει ξέρω πως να τον κάνω να γυρίσει, κι όταν έρθει θα σε στείλει πίσω στο σπίτι σου. Ή κάπου αλλού, ποιος ξέρει; Με τον Ικαμπάν δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος» γέλασε τρανταχτά. Πήγε στη φωτιά και τη σκάλισε μ' ένα ξύλο. Μετά ξεκρέμασε το τεράστιο σπαθί του από την πλάτη του και το απίθωσε στο έδαφος, και ξάπλωσε ανάσκελα δίπλα του βάζοντας τα χέρια του για μαξιλάρι. Ο Δημήτρης έμεινε για λίγο να τον κοιτάει σαστισμένος με όσα είχε ακούσει. Κοίταξε και το κουφάρι του μινώταυρου να λικνίζεται αργά στο βραδινό αεράκι του δάσους και ένιωσε ένα ρίγος να τρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Έπιασε το κεφάλι του και με τα δυο του χέρια και κλείνοντας τα μάτια του προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του πως όλα αυτά δεν είναι παρά ένα όνειρο. Θα ξυπνήσω όπου να 'ναι στο μπαλκόνι μου, είπε μέσα του, και θα γελάω όσο θα το θυμάμαι. Μόνο που όταν άνοιξε τα μάτια του ήταν ακόμη εκεί, και κατάλαβε πως μόνο όνειρο δεν ήταν. ***** Αργότερα... Δυο δυνατά χαστούκια τον έκαναν να ανοίξει τα μάτια και να πεταχτεί σαστισμένος. Είδε τον Ικαμπάν να τον κοιτάει χαμογελώντας με τα κατάμαυρα δόντια του. «Εντάξει Σουρ, συνήρθε, ζωντανός είναι ακόμα» γύρισε και είπε, κι ο Δημήτρης ακολούθησε την κίνησή του και είδε τον Σουρίαλ να κάνει κάτι σκυφτός με την πλάτη του γυρισμένη σ' αυτούς. «Α ναι, ωραία. Στείλ' τον πίσω τώρα» είπε σχεδόν αδιάφορα χωρίς να γυρίσει. Ότι κι αν έκανε τον ενδιέφερε περισσότερο. Ο Δημήτρης σηκώθηκε με κόπο φέρνοντας στο μυαλό του όσα είχαν συμβεί. Η γρια! Έστρεψε το κεφάλι του τριγύρω απότομα και έψαξε το χώρο με γουρλωμένα από την ταραχή μάτια, μέχρι που είδε τι ακριβώς έκανε ο Σουρίαλ και έκανε ένα βήμα πίσω χωρίς να το θέλει. Σκόνταψε σε μια πέτρα και έπεσε με δύναμη στον πισινό του. Με ένα μαχαίρι ο Σουρίαλ έγδερνε το κουφάρι της γριας με γρήγορες έμπειρες κινήσεις μέχρι που βρήκε αυτό που έψαχνε και κραύγασε θριαμβευτικά. «Χα! Νάτες, τις είχε κρύψει καλά η κωλόγρια» «Τ-τι...» ξεκίνησε να λέει ο Δημήτρης, αλλά τον έκοψε ο μάγος με ένα ανυπόμονο νεύμα. «Σε χάσαμε όταν μπήκαμε στα υπόγεια του πύργου, κι όταν σε βρήκαμε πάλι αυτή η γρια μάγισσα ετοιμαζόταν να σε φάει. Είχε κιόλας το κεφάλι σου ολόκληρο στο στόμα της, αλλά ευτυχώς ο Σουρ είναι μανούλα στο σφάξιμο και της άνοιξε το λαιμό πάνω στη ώρα χωρίς να ανοίξει και τον δικό σου μαζί» Ο Σουρίαλ γύρισε και του χαμογέλασε. Ο Δημήτρης έφερε στο μυαλό του τα γεγονότα των τελευταίων ωρών και προσπάθησε να βάλει σε μια σειρά τις μπερδεμένες σκέψεις του. ***** Νωρίτερα... Σαν ξημέρωσε η νέα μέρα ο Δημήτρης παρακολούθησε τον Σουρίαλ να μαζεύει τα πράγματά του, να δένει πάλι το βαρύ σπαθί του στην πλάτη, και σαν ξεκίνησε σφυρίζοντας κεφάτα τον ακολούθησε καταπόδας ανάμεσα στους θάμνους χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το που πηγαίνουν. Σε ένα ξέφωτο σταμάτησαν, κι ο Σουρίαλ έβγαλε από ένα πουγγί μερικές χρωματιστές πέτρες και τις τίναξε μεταξύ τους. Σπίθες πετάχτηκαν, που έγιναν μικρά ουράνια τόξα, και μετά τα χρώματα απλώθηκαν και έγιναν λαμπερά, τόσο που κατάφεραν να ξεπεράσουν το πρωινό φως και να φτιάξουν μια μεγαλειώδη χρωματιστή λάμψη. Όταν η λάμψη καταλάγιασε στο χορτάρι μπροστά τους βρισκόταν ξαπλωμένος ο γερομάγος με το μυτερό καπέλο και την αστεράτη κελεμπία. «Μου είχε δείξει από καιρό ένα απλό ξόρκι για να τον φέρνω πίσω όταν χάνεται» είπε ο Σουρίαλ βλέποντας την απορία στο πρόσωπο του Δημήτρη. Βοήθησε τον Ικαμπάν να σηκωθεί, και του έδωσε το φλασκί του να πιει. «Κοίτα τι μου έφερες...» του είπε και έδειξε τον Δημήτρη. Ο μάγος τον κοίταξε να στέκεται με τις πουά πιτζάμες του, τις παντόφλες του, και να σφίγγει την πράσινη ρόμπα γύρω του, και γέλασε. «Πάμε να ξεμπερδεύουμε με τη δουλειά της Συντεχνίας και τον στέλνω σπίτι του μετά» είπε και του γύρισε την πλάτη. «Βρέθηκα που λες σ' ένα παράξενο μέρος...» άρχισε να διηγήται στον Σουρίαλ ενώ απομακρύνονταν και οι δύο με γοργό βήμα. Ο Δημήτρης τους ακολούθησε αμέσως. «Ένα λεπτό ρε παιδιά, περιμένετε κι εμένα ρε...» φώναξε κι έκανε να τρέξει, αλλά βγήκε μια παντόφλα, σκόνταψε, κι έπεσε με τα μούτρα στο έδαφος. Σηκώθηκε φτύνοντας λίγο χορτάρι που είχε σκαλώσει στα δόντια του, έχωσε βιαστικά το πόδι του μέσα στην παντόφλα, και έτρεξε βρίζοντας σιγανά πίσω από το αταίριαστο δίδυμο που ήδη χανόταν ανάμεσα στους θάμνους και τα δέντρα στην άλλη άκρη του ξέφωτου. Ανέβηκαν μια μικρή πλαγιά, κι όταν έφτασαν στην κορυφή ο Σουρίαλ κι ο Ικαμπάν στάθηκαν και κοίταξαν προς την άλλη πλευρά με μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Δημήτρης έφτασε αγκομαχόντας κοντά τους, και στάθηκε σκυφτός με τα χέρια στους μηρούς του προσπαθώντας να βρει την ανάσα του. Κοίταξε με φθόνο τον γερομάγο που παρά τα χρόνια του σκαρφάλωνε σαν αθλητής του πένταθλου. «Που πάμε ρε παιδιά;» ρώτησε μόλις κατάφερε να σταθεί πάλι όρθιος. «Εκεί» απάντησε ο Σουρίαλ και του έδειξε στην απέναντι κορυφή. Ένας πύργος υψώνονταν ανάμεσα και πάνω από τα δέντρα. Για την ακρίβεια το ερείπιο ενός πύργου αφού περισσότερο σαν μισογκρεμισμένη υπερτροφική καπνοδόχος έμοιαζε παρά με πύργο. Ένας ψηλός σωρός από πέτρες στοιβαγμένες, γεμάτες κισσούς, που εξείχε γκρίζος και μουντός πάνω από το πράσινο του δάσους σαν κακοπινελιά μεθυσμένου ζωγράφου. «Λες να είναι στ' αλήθεια γεμάτος θησαυρούς;» πέταξε ο Ικαμπάν τρίβοντας τα χέρια του. «Αν η Συντεχνία μας είπε την αλήθεια...» απάντησε ο Σουρίαλ. Ξεκίνησε να κατηφορίζει την άλλη πλευρά του λόφου κι ο μάγος τον ακολούθησε αμέσως. Ο Δημήτρης έμεινε λίγο πίσω προσπαθώντας να καταλάβει αυτό που μόλις είχε ακούσει. «Έι παιδιά, ένα λεπτό, όταν λέτε θησαυρούς τι εννοείτε ακριβώς;» φώναξε και έτρεξε ξωπίσω τους. Ο Ικαμπάν γύρισε προς το μέρος του όταν τους έφτασε χωρίς να κόψει το βήμα του. «Κιούπια με φλουριά φυσικά, και πετράδια, και χρυσαφικά, τι άλλο;» του απάντησε και τον κοίταξε λες και του έλεγε το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο και όφειλε να το γνωρίζει. «Ερχόμαστε από την Μπάρκι, κάναμε συμφωνία με τη Συντεχνία των Κορδελιαστρών να βρούμε τον πύργο της Μεγάλης Ράφτρας και να πάρουμε τις μαγικές της βελόνες του πλεξίματος. Ότι άλλο βρούμε εκεί μέσα είναι δικό μας, και όλοι ξέρουν ότι η Μεγάλη Ράφτρα ήταν ζάμπλουτη όταν ζούσε, άρα ο πύργος θα είναι γεμάτος θησαυρούς και κιούπια με φλουριά. Αλλά στο δάσος μας όρμησε εκείνος ο μινώταυρος, και τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Ο πύργος λοιπόν είναι αυτός εκεί απέναντι, και σε λίγη ώρα θα κολυμπάμε στο χρυσάφι» «Μαγικές βελόνες;» είπε με απορία ο Δημήτρης. «Ναι, κάτι μακριές λεπτές μπρούτζινες βελόνες λίγο γυριστές στην άκρη, που η Μεγάλη Ράφτρα τις χρησιμοποιούσε και μπορούσε να ντύσει έναν ολόκληρο στρατό μέσα σε μια νύχτα. Η Συντεχνία τις θέλει γιατί στην Μόρεφορντ, στην διπλανή πόλη δηλαδή, άνοιξε ένας νέος οίκος που ράβει χιτώνες και κελεμπίες σε μοντέρνα σχέδια. Να δεις κάτι ωραία κεντήματα με κάτι λυκοκέφαλα και κάτι λιοντάρια που φτιάχνουν στις πλάτες, όνειρο! Όπως καταλαβαίνεις ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος πια για τη Συντεχνία των Κορδελιαστρών που επιμένουν να ράβουν παραδοσιακά σχέδια, και σκέφτηκαν πως αν καταφέρουν να βάλουν στο χέρι τις μαγικές βελόνες θα μπορέσουν να σώσουν την επιχείρησή τους. Το πρόβλημα είναι πως πιθανότατα φυλάγονται...» «Οι θρύλοι λένε πως η Μεγάλη Ράφτρα έβαλε παγίδες θανάτου στους διαδρόμους του πύργου, και πως ζει ακόμα στα υπόγεια βαθιά μέσα στη γη, και φυλάει η ίδια τις βελόνες της στο κορμί της» τον διέκοψε ο Σουρίαλ. «Παγίδες θανάτου είπες;» ρώτησε ο Δημήτρης έκπληκτος. Στο μυαλό του ήρθαν σκηνές από διάφορα βιντεοπαιχνίδια που είχε παίξει. Χαμογέλασε ίσως για πρώτη φορά απ' όταν βρέθηκε σ' αυτό το παράξενο μέρος. «Χμ, μπορεί και να σας φανώ χρήσιμος τελικά» συμπλήρωσε και κέρδισε μερικά απορημένα βλέμματα γεμάτα δυσπιστία από τους δύο συντρόφους του. Όταν έφτασαν έξω από τον πύργο ο ήλιος είχε κιόλας ανέβει ψηλά στον ουρανό. Η θέα από την κορυφή που βρισκόταν ήταν καταπληκτική. Το δάσος απλώνονταν στα πόδια τους σαν πράσινο χαλί, και πέρα μακριά ο Δημήτρης διέκρινε τις κόκκινες κεραμιδοσκεπές μιας μικρής πόλης. «Η Μπαρκί» του είπε ο Ικαμπάν σαν είδε που κοίταζε. «Ωραία πόλη, νόστιμο κρασί κι ακόμα νοστιμότερες γυναίκες» συνέχισε και τον σκούντησε με τον αγκώνα του. «Είμαι παντρεμένος» του πέταξε ο Δημήτρης κοφτά και γύρισε προς τον πύργο. «Στον τόπο σου ναι, αλλά εδώ όχι» του αντιγύρισε γελώντας ο μάγος. «Όταν δεις τις σερβιτόρες στην ταβέρνα του Μάλεκ και δεις τα μαμάρια που κουβαλούν το ξανακουβεντιάζουμε» συμπλήρωσε και κούνησε με νόημα τα χέρια του μπροστά του σαν να ζύγιζε αόρατα μεγάλα στήθια. Ο Σουρίαλ γέλασε κι αυτός. «Μην τον πειράζεις Ικ, φτάνει που τον κουβάλησες εδώ τον άνθρωπο στα καλά καθούμενα» είπε στον μάγο, και έριξε μια φιλική καρπαζιά στην πλάτη του Δημήτρη που τον έκανε να παραπατήσει. «Μην τον ακούς φίλε μου, έτσι κάνει συνέχεια, γέρασε κι ότι θυμάται χαίρεται» «Δε μου γαμιέστε κι οι δυο» τους πέταξε μουτρωμένος ο Δημήτρης και κίνησε για την πόρτα του πύργου αφήνοντάς τους πίσω του να γελάνε ακόμα. Πέρασε από το μισογκρεμισμένο άνοιγμα και κοίταξε μέσα μισοκλείνοντας τα μάτια του για να συνηθίσει τον χαμηλό φωτισμό. Ο Σουρίαλ κοιτάχτηκε με τον Ικαμπάν και σήκωσαν κι οι δυο τους ώμους τους πριν τον ακολουθήσουν. Ο μεγαλόσωμος άντρας ξεκρέμασε το σπαθί από την πλάτη του και το στριφογύρισε δυο τρεις φορές με άνεση, και το έφερε μπροστά του έτοιμο να αποκρούσει και να αντεπιτεθεί σε ότι τολμούσε να τους ορμήσει. Διέσχισαν μια μικρή εσωτερική σκεπαστή αυλή, και μπήκαν σε ένα μακρύ διάδρομο. Ο Δημήτρης κοντοστάθηκε, κι ο Σουρίαλ που κοίταζε αλλού ήρθε κι έπεσε πάνω του και τον έριξε με τη μούρη στο πέτρινο πάτωμα. «Οπ, συγνώμη» είπε και του άπλωσε το χέρι για να τον βοηθήσει να ξανασηκωθεί. «Τα μάτια τα έχουμε για μπιμπελό, ε;» του πέταξε ο Δημήτρης και δέχτηκε τη βοήθειά του. Προχώρησαν αρκετά και κάποια στιγμή αναγκάστηκαν να βγάλουν και να ανάψουν κάτι μικρά φανάρια λαδιού. Έδωσαν ένα και στον Δημήτρη. «Απ' έξω ο πύργος φαίνεται πολύ μικρότερος πάντως» είπε αυτός φωτίζοντας ψηλά με το φανάρι του. «Μαγείες της Ράφτρας, μη δίνεις σημασία» του απάντησε ο Ικαμπάν. «Το νου σου για παγίδες» Συνέχισαν για λίγο ακόμα, και εκεί που περπατούσαν ο Δημήτρης πάτησε μια πέτρα που βυθίστηκε λίγο κάτω από το πόδι του και ακούστηκε ένα ανεπαίσθητο κλικ. Κοκάλωσαν κι οι τρεις και κοιτάχτηκαν με απορία. Δύο πέτρινοι τοίχοι κατέβηκαν απότομα μπροστά και πίσω τους και τους έφραξαν το δρόμο και προς τις δύο κατευθύνσεις με ένα δυνατό κρότο. Το ταβάνι υψώθηκε τρίζοντας και άνοιξε, και κομματάκια πέτρας έπεσε στα κεφάλια τους μαζί με χώμα και σκόνη. Ένα δεύτερο ταβάνι φανερώθηκε πιο πάνω, γεμάτο μυτερά μεγάλα καρφιά να κρέμονται το ένα δίπλα στο άλλο. Με ένα νέο τρίξιμο άρχισε να κατεβαίνει αργά. «Ω γαμώ το» είπε ο Δημήτρης κοιτώντας με γουρλωμένα τα μάτια τα καρφιά να πλησιάζουν όλο και περισσότερο. Ο Σουρίαλ έτρεξε κοντά στον τοίχο που τους έφραζε το διάδρομο μπροστά τους και έπεσε πάνω του με φόρα. Βόγκηξε από τον πόνο κι έκανε δυο βήματα πίσω πιάνοντας τον ώμο του στο σημείο που είχε χτυπήσει. «Αυτό θα κάνει σίγουρα μελανιά» μούγκρισε θυμωμένα και κάνοντας μια στροφή γύρω από τον εαυτό του κατέβασε με όλη του τη δύναμη το σπαθί του πάνω στον τοίχο. Σπίθες και σπασμένα κομματάκια πέτρας πετάχτηκαν παντού. Ένα πέτυχε τον Ικαμπάν στο κούτελο με ένα ηχηρό τοκ και τον έκανε να παραπατήσει και να πέσει στον πισινό του. «Είσαι τελείως βλάκας Σουρ;» φώναξε εκνευρισμένος. Σηκώθηκε τρίβοντας την πληγή στο μέτωπό του και έσπρωξε στην άκρη τον Σουρίαλ. Ο Δημήτρης αν δεν ήταν τόσο τρομοκρατημένος θα είχε βάλει σίγουρα τα γέλια με το θέαμα μπροστά του. Το ταβάνι με τα καρφιά είχε φτάσει σχεδόν στα κεφάλια τους. Ο Σουρίαλ έσκυψε κοντά στο αυτί του Δημήτρη. «Θα κάνει ξόρκι, φυλάξου» του είπε σιγανά και γύρισε την πλάτη στον μάγο. Ο Ικαμπάν έσκυψε λίγο, σήκωσε τα χέρια του, κι άρχισε να ψέλνει κάτι μπερδεμένα λόγια. Ανάμεσα στις παλάμες του εμφανίστηκε μια κατακόκκινη μπάλα φωτιάς. Ανασηκώθηκε απότομα, και με μια κίνηση που στον Δημήτρη θύμισε ποδοσφαιριστή να εκτελεί αράουτ πέταξε τη μπάλα πάνω στον τοίχο. Έγινε μια δυνατή έκρηξη και καπνός μαζί με σκόνη τους τύλιξε αμέσως. «Τρέξτε ηλίθιοι» φώναξε ο μάγος κι άρπαξε τον Δημήτρη απ' το μανίκι της ρόμπας του. Τον τράβηξε να τον ακολουθήσει κι αυτός υπάκουσε χωρίς δισταγμό. Ο τοίχος είχε μια μεγάλη τρύπα στο κέντρο του, κι από κει πέρασαν στην άλλη πλευρα ακριβώς πάνω στην ώρα που το ταβάνι έκανε την τελική του κάθοδο και τα καρφιά του χτυπούσαν με θόρυβο στο πέτρινο πάτωμα. Λίγες στιγμές ακόμα και θα τους είχαν κάνει σουβλάκια. Στάθηκαν βήχοντας κι οι τρεις. Μόλις βρήκαν πάλι τις ανάσες τους ο Σουρίαλ έβαλε πρώτος τα γέλια και ο Ικαμπάν τον ακολούθησε. «Παραλίγο, ε;» είπε ο μάγος στον Δημήτρη και τον χτύπησε στην πλάτη. «Πάμε τώρα, και προσοχή, δεν ξέρουμε τι άλλο μπορεί να μας περιμένει παρακάτω» Προχώρησαν ο ένας πίσω από τον άλλον, με τον Σουρίαλ πρώτο, τον Δημήτρη στη μέση, και τον μάγο να τους ακολουθεί τελευταίος. Φτάσανε στο τέλος του διαδρόμου, και βρέθηκαν σε μια σάλα που κάποτε στις μέρες της πρέπει να ήταν πολύ εμφανίσημη. Κολόνες στήριζαν το ταβάνι, και ψηφιδωτά στόλιζαν το πάτωμα και τους τοίχους. Ένας σκουριασμένος πολυέλαιος ήταν πεσμένος ανάμεσα στις πέτρες στο κέντρο της σάλας. Στην άλλη άκρη της μια σκάλα ξεκινούσε στη μία γωνία προς τα πάνω, κι άλλη μια στην άλλη γωνία προς τα κάτω. Οι τρεις σύντροφοι κοιτάχτηκαν, κι ο Σουρίαλ έκανε να πάει για την κατηφορική σκάλα, αλλά ο Δημήτρης τον σταμάτησε πιάνοντάς τον απ' το μπράτσο. «Περίμενε» του είπε. «Καμιά φορά στα παιχνίδια τα πράγματα δεν είναι όπως δείχνουν» Ο Σουρίαλ στάθηκε και τον κοίταξε με απορία. «Δεν παίζουμε εδώ Δημήτρης» του είπε μαλακά και τράβηξε το χέρι του. «Στάσου Σουρ, μπορεί να έχει και δίκιο» μεσολάβησε ο Ικαμπάν σκεφτικός. «Πολύ εύκολο δείχνει δε νομίζεις;» Ο Σουρίαλ στάθηκε ξεφυσώντας και έκανε στην άκρη. «Ορίστε, πηγαίνετε εσείς μπροστά αφού τα ξέρετε όλα» είπε και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. Ο Δημήτρης πήγε μέχρι τη σκάλα και κοίταξε κάτω. Έστριβε και δεν μπορούσε να δει που κατέληγε. Πήγε στην άλλη σκάλα και κοίταξε πάνω, αλλά κι εκείνη έστριβε και του έκοβε την οπτική. Στη μέση της σάλας δίπλα στον πεσμένο πολυέλαιο ήταν ένας πελεκημένος ορθογώνιος βράχος σαν μικρό τραπέζι. Πήγε κοντά και με περισπούδαστο ύφος έσκυψε και φύσηξε τη σκόνη. Μεγάλο λάθος, γιατί η σκόνη σηκώθηκε και τον τύφλωσε, και μπήκε στο στόμα και στη μύτη του και τον έκανε να αρχίσει τα απανωτά φτερνίσματα ενώ την ίδια στιγμή έβηχε λες και ήθελε να ξεκολλήσει τα πνευμόνια του. Ο γερομάγος αναστέναξε, κοίταξε τον Σουρίαλ που απλά σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και παρέμεινε στη θέση του μουτρωμένος, και πήγε κοντά στον Δημήτρη. «Πήγαινε στον Σουρ και περίμενε» του είπε, «νομίζω πως έχω μια καλή ιδέα για το τι πρέπει να κάνουμε εδώ» Έσκυψε και φώτισε με το φανάρι του το πέτρινο τραπεζάκι. Σχέδια ήταν σκαλισμένα στην επιφάνειά του. Τα περιεργάστηκε για λίγα λεπτά χαϊδεύοντας αφηρημένα τη μακριά γενειάδα του. «Δεν μπορώ να καταλάβω σε ποια γλώσσα είναι» είπε τελικά μετά από λίγο. «Έχει τρεις κύκλους, κι έναν τέταρτο παραπέρα, και κάτω από τους τρεις έχει κάθετες γραμμές τη μία δίπλα στην άλλη. Και από κάτω έχει μια σειρά οριζόντιες γραμμές τη μία κάτω από την άλλη και τελευταία μια πιο μεγάλη. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Οι κύκλοι πάντως δείχνουν να είναι κουμπιά που πατιούνται» «Πάτα κάτι τότε να δούμε τι θα γίνει» πέταξε την ιδέα ο Σουρίαλ. Ο Ικαμπάν το σκέφτηκε λιγάκι και μετά κούνησε το κεφάλι του σαν να έβρισκε την ιδέα καλή. Άπλωσε το χέρι του και πάτησε έναν κύκλο με το δάχτυλο, ενώ την ίδια στιγμή ο Δημήτρης πεταγόταν φωνάζοντας για να τον σταματήσει. «Όχιιιι, μην πατήσεις στην τύχηηη» έμεινε η κουβέντα του μετέωρη καθώς δυνατός θόρυβος πέτρας που τρίβεται πάνω σε πέτρα αντήχησε σε όλη τη σάλα. Ένα μεγάλο μέρος του πατώματος τραβήχτηκε και χάθηκε μέσα στους τοίχους τριγύρω, αφήνοντας στη θέση του ένα σκοτεινό κενό να τους περικυκλώνει που τα φανάρια τους δεν αρκούσαν για να δουν τον πάτο. Οι δύο σκάλες μαζεύτηκαν και τα ανοίγματά τους έκλεισαν σφραγίζοντας το χώρο. Στάθηκαν στο κέντρο και κοιτάχτηκαν. «Μάλλον πάτησα λάθος κύκλο» είπε ο μάγος σκεφτικός. «Ναι, μάλλον» του πέταξε ο Δημήτρης και τον κοίταξε δολοφονικά. «Κάνε στην άκρη, έχω λύσει κι άλλες φορές τέτοιους γρίφους» Τον έσπρωξε και πήγε στο πέτρινο τραπεζάκι με τα σχέδια. Τα κοίταξε για λίγο και γέλασε. «Είναι ολοφάνερο ρε πανηλίθιε μάγε» είπε κι έδειξε τον τέταρτο κύκλο. «Οι οριζόντιες γραμμές είναι η κρυφή σκάλα που θέλουμε, οι κάθετες είναι το κενό. Πρέπει να πατήσεις τον τέταρτο κύκλο για να ανοίξει η σκάλα» Πάτησε με το δάχτυλό του τον κύκλο που έδειχνε και έκανε ένα βήμα πίσω. Ευτυχώς, γιατί οι οριζόντιες γραμμές δεν εννοούσαν κάποια κρυφή σκάλα όπως νόμιζε και με ύφος είχε μεταφράσει, αλλά μια κρυφή συστοιχία από βαλίστρες στον πλαϊνό τοίχο που έριξαν όλες μαζί τα βέλη τους ακριβώς στο σημείο που στεκόταν μια στιγμή πιο πριν. Σφύριξαν δυνατά και πέσανε με δύναμη στον απέναντι τοίχο, για να καταλήξουνε σπασμένα στο σκοτεινό κενό. Ο Δημήτρης έμεινε παγωμένος στη θέση του. Το χρώμα για ακόμα μια φορά είχε κυλήσει από το πρόσωπό του και είχε αφήσει στη θέση του τη γνωστή πια χλωμάδα νεκρού. «Χα! Πανηλίθιος, ε;» κράυγασε ο Ικαμπάν και γέλασε σκληρά. «Ποιος είναι ο ηλίθιος τώρα ρε; Ε; Ποιος είναι;» Πήγε κοντά και τον σκούντησε να κάνει στην άκρη. Στάθηκε μπροστά στο τραπεζάκι και άρχισε να μουρμουρίζει ένα αποκαλυπτικό ξόρκι. Σύντομα ο ένας από τους άλλους δύο κύκλους άρχισε να λαμπυρίζει. «Έτσι γίνεται πανηλίθιε φίλε μου» είπε θριαμβευτικά και τον πάτησε χωρίς δισταγμό. «Θα μπορούσες να το κάνεις από την αρχή αυτό...» πέταξε ο Δημήτρης και μούτρωσε. Στο εναπομείνων πάτωμα ένα τετράγωνο κομμάτι άνοιξε, και αποκάλυψε μια στενή σκάλα που κατέβαινε απότομα μέσα στο σκοτάδι. Πλησίασαν κοντά κι οι τρεις κι έσκυψαν με τα φανάρια τους γεμάτοι περιέργεια. «Μετά από σένα Σουρ» είπε ο Ικαμπάν κι έκανε στην άκρη. «Γιατί εγώ πρώτος; Εσύ είσαι ο μάγος» είπε αυτός κοιτώντας τον λοξά. «Εσύ έχεις το σπαθί, ξεκόλλα και κατέβα» παρενέβη ο Δημήτρης και τον έσπρωξε. Το βλέμμα που του έριξε ο Σουρίαλ τον έκανε να κάνει δυο βήματα πίσω. Ο μεγαλόσωμος άντρας βρυχήθηκε θυμωμένα και πάτησε στο πρώτο σκαλοπάτι τραβώντας για άλλη μια φορά το σπαθί από την πλάτη του. Τον ακολούθησε ο Δημήτρης, και όπως πάντα τελευταίος κατέβηκε ο Ικαμπάν. Κατηφόριζαν τα απότομα σκαλοπάτια αργά, προσεκτικά, με το λιγοστό φως από τα φανάρια να μην αρκεί για να δουν περισσότερο από μερικά μέτρα πιο μπροστά. Το κακό δεν άργησε να γίνει. Ο Δημήτρης κάπου παραπάτησε με τις παντόφλες του και αιωρήθηκε μετέωρος για μερικές στιγμές κουνώντας σαν τρελός τα χέρια του. Πιάστηκε από την κελεμπία του μάγου, και γραπώθηκε γερά, αλλά έτσι κατάφερε μόνο να τον παρασύρει κι αυτόν μαζί του. Πέσανε κι οι δυο πάνω στον Σουρίαλ, που δεν κατάφερε να ισορροπήσει έγκαιρα και να τους συγκρατήσει, και κουτρουβαλιάστηκαν κι οι τρεις στα υπόλοιπα σκαλοπάτια μέχρι που φτάσανε στο τέλος της σκάλας. Και ήταν μεγάλη σκάλα, πολύ μεγάλη. ***** Λίγο αργότερα... Όταν συνήρθε ο Δημήτρης ήταν μόνος του σ' ένα εντελώς σκοτεινό υπόγειο διάδρομο και πονούσε σε όλο του το κορμί. Το φανάρι του ήταν πεσμένο λίγο πιο πέρα. Το σήκωσε και προσπάθησε να δει γύρω του. «Σουρ» φώναξε σιγανά, «Ικ;» Όπου κι αν είχε πέσει οι άλλοι δύο δεν ήταν εκεί. Σύντομα ανακάλυψε πως το μέρος που στεκόταν ήταν ένας στενός διάδρομος δίπλα στη σκάλα, με κενό στις δύο πλευρές του. Η σκάλα συνέχιζε κι άλλο παρακάτω, και σίγουρα ο Σουρίαλ και ο Ικαμπάν θα είχαν πέσει σε κάποιο άλλο επίπεδο. Προχώρησε στον στενό διάδρομο με προσοχή και έφτασε σε μία πόρτα. Την έσπρωξε κι άνοιξε εύκολα με ένα σιγανό τρίξιμο. Θυμήθηκε τους θησαυρούς που του είχαν πει πως είχε υποσχεθεί η Συντεχνία ότι θα βρουν και για μια στιγμή φλέρταρε με τη σκέψη ότι τον περίμεναν στο επόμενο δωμάτιο. Μπήκε και κοίταξε γύρω του σηκώνοντας ψηλά το φανάρι. Τρίχες θησαυρός, δεν υπήρχε τίποτα πολύτιμο εκεί μέσα. Ένα υγρό μπουντρούμι ήταν, σαν αυτά που είχε δει τόσες φορές στα rpg που έπαιζε. Άκουσε σταγόνες να στάζουν κάπου στ' αριστερά του, κι ένιωσε τις παντόφλες του να κολλούν στο κρύο πέτρινο πάτωμα. Ένας στεναγμός του τράβηξε την προσοχή, και είδε σε μια άκρη πάνω σε κάτι άχυρα ξαπλωμένη μια γρια. Πολύ γρια όμως, και άσχημη σαν τα ορκ που διάβαζε στα βιβλία του Τόλκιν. «Ήλθεθ...» του είπε σιγανά και φαφούτικα. «Γιατί, με περίμενες;» της απάντησε και μόρφασε με αποστροφή στη θέα της. «Σε όλες τις ιστορίες υπάρχει μια καλλίγραμμη κοκκινομάλλα γκόμενα, σ' εμένα έπρεπε να τύχει ξεδοντιάρα κωλόγρια» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. «Διπθάω» ψιθύρισε πάλι η γρια, κι η φωνή της ακούστηκε λες κι έβγαινε από κάποια βαθιά τρύπα, σαν αχός μέσα σε σπήλαιο. “Διπθάω-διπθάω-διπθάω” Έσκυψε κοντά της αυθόρμητα, για να τη βοηθήσει, αν και τι βοήθεια θα μπορούσε να δώσει σ' αυτό το ξεχασμένο απ' το θάνατο γέρικο κουφάρι. Όμως η γρια τον ξάφνιασε, άπλωσε το χέρι της με ταχύτητα φιδιού, και τον άρπαξε απ' το μπράτσο. Τα νύχια της τρύπησαν τη ρόμπα του, πέρασαν το μανίκι της πιτζάμας του, και καρφώθηκαν στη σάρκα του. Βόγκηξε και προσπάθησε να τραβηχτεί βρίζοντας. Μάταια, η γρια ήταν πολύ δυνατή. Έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του, και η ανάσα της βρωμούσε σκόρδο. Ο Δημήτρης αναγούλιασε, αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει. Κόλλησε το στόμα της στο δικό του και έχωσε τη γλώσσα της ανάμεσα στα χέιλη του. Βρήκε τη δική του και την δάγκωσε απαλά και παιχνιδιάρικα με τα ούλα της. Και μετά άνοιξε το στόμα της διάπλατα κι άρχισε να τον ρουφάει, και ο Δημήτρης ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του κι ένα βαθύ πηγάδι να ανοίγεται μπροστά του και να τον τραβάει μέσα του. Ο Σουρίαλ πετάχτηκε και με το σπαθί του έσχισε το λαιμό της γριας από το ένα αυτί ως το άλλο. «Άσ' τον κάτω μάγισσα» φώναξε δυνατά και η φωνή του αντιλάλησε στα υπόγεια του πύργου. Έπιασε τον Δημήτρη από τη μέση και τον τράβηξε έξω από το στόμα της γριας. Τον ακούμπησε στο πάτωμα και ο Ικαμπάν έσκυψε πάνω του και του έριξε δυο δυνατά χαστούκια. Μόλις τον είδε να ανοίγει τα μάτια του γέλασε χαρούμενα και τον βοήθησε να σηκωθεί. ***** Ακόμα λίγο αργότερα ... Οι τρεις σύντροφοι κατηφόριζαν την πλαγιά που θα τους έβγαζε στα περίχωρα της Μπαρκί. Παρά το γεγονός ότι δεν κατάφεραν να βρουν ούτε θησαυρούς ούτε κιούπια με φλουριά και πετράδια, ήταν χαρούμενοι και κεφάτοι γιατί γύριζαν ζωντανοί από μια ακόμα επικίνδυνη περιπέτεια. Ο Σουρίαλ και ο Ικαμπάν δηλαδή, γιατί για τον Δημήτρη ήταν η πρώτη και ήλπιζε η τελευταία φορά που θα χρειαζόταν να περάσει τόσες ταλαιπωρίες μαζεμένες. «...και μετά με έβαλε να ξαπλώσω στο κρεβάτι και έπεσε πάνω μου, και τα κόλπα που μου έκανε με τη γλώσσα της ξεπερνούσαν κάθε μαγεία που θα μπορούσα να κάνω μόνος μου...» έλεγε ο μάγος για κάποια σερβιτόρα που είχε γνωρίσει παλιότερα. Ο Δημήτρης δεν τον άκουγε. Ακολουθούσε τους φίλους του σκυφτός και σκεφτικός. Το μυαλό του ήταν στην οικογένειά του, στη γυναίκα του που θα είχε τρελαθεί από την ανησυχία της, και στις κόρες του. Ήδη του έλειπαν τα γέλια τους όταν τους έλεγε πως ήθελε λίγη ησυχία για να γράψει κι αυτές διασκέδαζαν να τον ενοχλούν συνέχεια. «Τι έχεις Δημήτρης» τον ρώτησε κάποια στιγμή ο Σουρίαλ βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του. «Τι θες να έχει Σουρ, το σπίτι του σκέφτεται» πετάχτηκε ο Ικαμπάν. «Μην ανησυχείς Δημήτρης, το ξόρκι θα ξεθυμάνει όπου να 'ναι και θα γυρίσεις πίσω στα μέρη σου. Για την ακρίβεια απορώ πως κράτησε τόσο πολύ» είπε στον Δημήτρη και τον χτύπησε απαλά στην πλάτη. «Θα έχουν ανησυχήσει» είπε αυτός και κατέβασε το κεφάλι δυστυχισμένα. «Ούτε που θα καταλάβουν ότι έλειψες» του απάντησε ο μάγος. «Θα γυρίσεις πίσω πάνω κάτω στη στιγμή που έφυγες» Ο Δημήτρης τον κοίταξε με αναπτερωμένο ηθικό. «Αλήθεια λες Ικ;» «Ε τι, παιδιά είμαστε; Πάμε να πιούμε λίγο απ' το καλό κρασί του Μάλεκ όσο είσαι ακόμα εδώ, άιντε» Γελώντας και πειράζοντας ο ένας τον άλλον μπήκαν στην Μπαρκί και πήγαν κατευθείαν στην ταβέρνα του Μάλεκ. Μόνο που ο Δημήτρης δεν πρόλαβε ποτέ να πατήσει το πόδι του μέσα, πόσο μάλλον να δει με τα μάτια του τα μαμάρια απ'τις σερβιτόρες που τόσο τον είχε ζαλίσει ο γερομάγος γι' αυτά. Εξαφανίστηκε εκεί στο κατώφλι, μ' ένα πουφ και λίγο καπνό, αφήνοντας τον Σουρίαλ και τον Ικαμπάν να κοιτάνε γύρω απορημένοι, για να σηκώσουν τους ώμους τους μετά αδιάφορα και να χωθούν στην χαμηλοτάβανη πολύβουη ταβέρνα. Είχαν βρει την Μεγάλη Ράφτρα, την είχαν σκοτώσει, και ο μάγος στο σακίδιό του είχε τυλιγμένες σ' ένα πανί τις περιβόητες βελόνες της που ο Σουρίαλ είχε βγάλει από το κορμί της. Μπορεί να μην είχαν βρει θησαυρούς, αλλά μια αμοιβή από τη Συντεχνία θα την έπαιρναν επειδή τους είχαν πει ψέματα. Ο Δημήτρης άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι ήταν στο μπαλκόνι του, καθισμένος λοξά στην λευκή πλαστική καρέκλα του. Η μία παντόφλα είχε βγει από το πόδι του και η άλλη κρέμονταν ετοιμόρροπη. Κοίταξε γύρω του και είδε πως ήταν ακόμη νύχτα. Το ρολόι στον καρπό του έδειχνε τέσσερις παρά δέκα. Μια γάτα νιαούρισε δυνατά κάπου στη γειτονιά, κι ένα βρισίδι από κάποιον γείτονα που ξύπνησε ακούστηκε μέσα στην ησυχία. Γέλασε και σηκώθηκε. «Αυτό κι αν ήταν όνειρο» μονολόγησε και μπήκε μέσα στο σπίτι. Πήγε στην κουζίνα για να πιει λίγο νερό και άναψε το φως. Άνοιξε το ψυγείο, πήρε την κανάτα, και γύρισε για να πάρει κι ένα ποτήρι. Πάγωσε στο βήμα του. Το πάτωμα ήταν γεμάτο πατημασιές και χώματα. Κατέβασε το βλέμμα του αργά και κοίταξε τις παντόφλες του. Ήταν καταλασπωμένες, και η μία είχε αρχίσει να ξηλώνεται σε μια πλευρά. Κοίταξε πιο πάνω και οι καινούριες του πιτζάμες, το δώρο της πεθεράς του που τόσο άρεσε στη γυναίκα του, ήταν βουτηγμένες στη βρώμα. Η πράσινη ρόμπα του έδειχνε καφέ από τη λάσπη που είχε κολλήσει πάνω της. Άφησε την κανάτα στο τραπέζι και κάθισε βαριά σε μια καρέκλα. Έμεινε να κοιτάζει τον τοίχο απέναντι για αρκετή ώρα, μέχρι που ένα χαμόγελο πήρε να σχηματίζεται στο πρόσωπό του. Δεν ήταν όνειρο, ήταν αλήθεια, όλα αυτά τα είχε ζήσει στ' αλήθεια. Σηκώθηκε και πήρε μια μπύρα απ' το ψυγείο. Την άνοιξε και σήκωσε ψηλά το κουτάκι. «Στην υγειά σας παιδιά» είπε σιγανά και ήπιε τη μισή μονορούφι. Έβγαλε τη ρόμπα και τις πιτζάμες και τις έχωσε σε μια σακούλα σκουπιδιών μαζί με τις παντόφλες. Πλύθηκε βιαστικά και φόρεσε τις παλιές τις δικές του με τα κίτρινα καναρινάκια που του άρεσαν και τον βόλευαν. Αμέσως μετά πήγε στο σαλόνι και άνοιξε το λαπτόπ. Όταν το πρωί ξύπνησε η γυναίκα του τον βρήκε να γράφει σαν τρελός μια περιπέτεια φαντασίας που μόνο αυτός θα ήξερε πως μόνο φαντασία δεν ήταν. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να εξηγήσει τι απέγιναν οι πιτζάμες που του πήρε η μαμά, γιατί φρόντισε να τις ξεφορτωθεί πριν τις δει η γυναίκα του κι άντε να της πει πως και γιατί γέμισαν χώματα και λάσπες..- By MadnJim 15Αυγ2015 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted August 16, 2015 Share Posted August 16, 2015 Τα γέλια που έριξα όταν την διάβασα δεν λέγονται! Την καταευχαριστήθηκα! Τις ενστάσεις και τα παραπονά μου τις ξέρεις...είμαι σε άλλο κόσμο, με πρόθυμες σερβιτόρες με αξιοζήλευτα "μαμάρια" (έμαθα και καινούργια λέξη), μακριά από την σύζηγο, βάλε με να μουρνταρέψω λιγάκι!! :rofl: Υ.Γ. Μου έδωσες το τέλειο πάτημα για να βάλω την "Τέλεια Μέρα"....χιχιχιχιχιχιχι (απόλυτα σατανικό γέλιο) 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted August 16, 2015 Author Share Posted August 16, 2015 Τα γέλια που έριξα όταν την διάβασα δεν λέγονται! Την καταευχαριστήθηκα! Τις ενστάσεις και τα παραπονά μου τις ξέρεις...είμαι σε άλλο κόσμο, με πρόθυμες σερβιτόρες με αξιοζήλευτα "μαμάρια" (έμαθα και καινούργια λέξη), μακριά από την σύζηγο, βάλε με να μουρνταρέψω λιγάκι!! :rofl: Υ.Γ. Μου έδωσες το τέλειο πάτημα για να βάλω την "Τέλεια Μέρα"....χιχιχιχιχιχιχι (απόλυτα σατανικό γέλιο) Ναι καλά, και να τύχει να τη διαβάσει η σύζυγος και να φάω εγώ το ξύλο. Μπα, άσε, καλύτερα έτσι, φτάνεις στην πηγή αλλά νερό δεν πίνεις που να κοπανιέσαι. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
WILLIAM Posted August 16, 2015 Share Posted August 16, 2015 Κλασσική παραγωγή σου, μια ιστορία να σε κάνει να γελάς μέχρι δακρύων. Αλλά τώρα ξέρεις, φυλάξου, βλέπω την ανταπόδοση να έρχεται! 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted August 16, 2015 Author Share Posted August 16, 2015 Χαίρομαι που πέρασες όμορφα κι αυτή τη φορά φίλε μου William. Ανταπόδοση; Πίστεψέ με, είναι πολύ μικρή λέξη γι' αυτά που περνάω σ' αυτή την... "Τέλεια Μέρα"... 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted August 16, 2015 Share Posted August 16, 2015 Χαίρομαι που πέρασες όμορφα κι αυτή τη φορά φίλε μου William. Ανταπόδοση; Πίστεψέ με, είναι πολύ μικρή λέξη γι' αυτά που περνάω σ' αυτή την... "Τέλεια Μέρα"... Xιχιχιχιχι (ακόμα πιο διαβολικό γέλιο!) :roflmao: Και που να διαβάσει ο William, τι τραβάς στην "....Νύχτα"......χιχιχιχιχιχι! :rofl: 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted August 23, 2015 Share Posted August 23, 2015 (edited) Διάβασα την πρώτη παράγραφο φίλε Σπυρέτο και θα πω κάτι που μου χτύπησε όχι γιατί έχω θέμα με τα χιουμοριστικά σου, το ξέρεις πως μου αρέσουν, αλλά αυτό είναι αρκετά σημαντικό: η δυσλεξία είναι μαθησιακή δυσκολία που δεν εκδηλώνεται στην ομιλία αλλά στη γραφή και την ανάγνωση. Το παιδί διαβάζει/ γράφει με αναγραμματισμούς, έχει δυσκολία να ανγνωρίσει τα γράμματα ΚΑΙ ΣΥΝΗΘΩΣ οι δυσλεκτικοί άνρθωποι είναι πάρα, μα πάρα πολύ έξυπνοι. Ο Αινστάιν π.χ. ήταν δυσλεκτικός, ενδεικτικά. Δηλαδή να είναι κάποιος ψευδός με τίποτα δεν παρομοιάζεται με δυσλεξία. Και ούτε στέκει να πεις, μωρό παιδί με δυσλεξία, καθώς τα μαθησιακά αναγνωρίζονται πολύ αργότερα, αν υπάρχουν. Από τη στιγμή που το παιδί θα πάει σχολείο, να μάθει να γράφει να διαβάζει κ.λπ. Πολύ συχνά δε εντοπίζονται ευκολότερα κατά τη διδασκαλία των αγγλικών επειδή η γλώσσα αυτή αλλιώς γράφεται και αλλιώς διαβάζεται, εντείνοντας έτσι την όποια δυσκολία. Όταν θα διαβάσω και την υπόλοιπη είναι βέβαιο πως το σχόλιό μου θα είναι αυτό: :rofl2: ...αλλά στο μεταξύ σου επισημαίνω κάτι που πολύς κόσμος κάνει λάθος. Ακούει δυσλεξία και καταλαβαίνει ότι είναι δυσκολία στην εκφορά των λέξεων. Edited August 23, 2015 by Ιρμάντα Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted August 23, 2015 Author Share Posted August 23, 2015 (edited) Δεν εννοούσα κάτι υποτιμητικό μ' αυτό Ειρήνη, σε καμία περίπτωση. Όπως είπες κι εσύ, πολλοί συμπεριλαμβανομένου κι εμένα ελλείψει εμπειρίας προσωπικής ή του κοντινού περιβάλλοντός τους έχουν μερική ή ολική άγνοια του θέματος και τείνουν να συνδέουν τη δυσλεξία με το ψεύδισμα. Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα μπορούσε να εκληφθεί τόσο αρνητικά αυτή η χιουμοριστική υπερβολή μου. Δεν ήταν πρόθεσή μου να προσβάλω ή να μειώσω οποιονδήποτε, δεν είναι στο χαρακτήρα μου να "σχολιάζω" ιδιαιτερότητες που μπορεί να φέρει κάποιος άλλος. Αγνή η πρόθεσή μου, ειλικρινά, και απολογούμαι με μόνη δικαιολογία μου την άγνοιά μου, κάτι που επίσης όπως λες κι εσύ διαφαίνεται ξεκάθαρα από την ίδια τη φράση μιας και κατά πως λες ηλικιακά δεν συνάδει με την αναφερόμενη δυσκολία. Λυπάμαι πραγματικά και ειλικρινά νιώθω πολύ άσχημα αυτή τη στιγμή. Θα χαρώ να διαβάσω την εντύπωσή σου από την ιστορία αφού την τελειώσεις, με την ελπίδα ότι θα έχει καταφέρει να απαλύνει λίγο αυτό μου το ατόπημα της αρχής. Edited August 23, 2015 by MadnJim 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted September 6, 2015 Share Posted September 6, 2015 Δεν εννοούσα κάτι υποτιμητικό μ' αυτό Ειρήνη, σε καμία περίπτωση. Όπως είπες κι εσύ, πολλοί συμπεριλαμβανομένου κι εμένα ελλείψει εμπειρίας προσωπικής ή του κοντινού περιβάλλοντός τους έχουν μερική ή ολική άγνοια του θέματος και τείνουν να συνδέουν τη δυσλεξία με το ψεύδισμα. Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα μπορούσε να εκληφθεί τόσο αρνητικά αυτή η χιουμοριστική υπερβολή μου. Δεν ήταν πρόθεσή μου να προσβάλω ή να μειώσω οποιονδήποτε, δεν είναι στο χαρακτήρα μου να "σχολιάζω" ιδιαιτερότητες που μπορεί να φέρει κάποιος άλλος. Αγνή η πρόθεσή μου, ειλικρινά, και απολογούμαι με μόνη δικαιολογία μου την άγνοιά μου, κάτι που επίσης όπως λες κι εσύ διαφαίνεται ξεκάθαρα από την ίδια τη φράση μιας και κατά πως λες ηλικιακά δεν συνάδει με την αναφερόμενη δυσκολία. Λυπάμαι πραγματικά και ειλικρινά νιώθω πολύ άσχημα αυτή τη στιγμή. Θα χαρώ να διαβάσω την εντύπωσή σου από την ιστορία αφού την τελειώσεις, με την ελπίδα ότι θα έχει καταφέρει να απαλύνει λίγο αυτό μου το ατόπημα της αρχής. Βρε! Μην απογοητεύεσαι! Κάτσε τώρα μόλις την είδα αυτή την απάντηση! Ξέρεις αν σε εκτιμώ! Λοιπόν στρώνομαι να την διαβάσω. Οχι απογοητεύσεις όμως, ε; 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted September 6, 2015 Share Posted September 6, 2015 Η ιστοριούλα είναι μία χαρα. Γέλασα και ξαναγέλασα και συμπόνεσα τον πεθερόπληκτο που δεν του αφήνουν τα παιδάκια του καθαρό κεφάλι για να γράψει. Αχ I have been there too. Μα καλά ωραιότερα τα καναρινάκια από τις βούλες; Μα καλά Δημήτρης; Σε τι γλώσσα του μιλάνε; Σαν τουρίστες ακουγόντουσαν.Ξερεις. Οου Γιώργκος έχει δίκιο. Κάπως έτσι. Δεν αισθάνθηκα ουδεμία προσβολή ή κάτι παρόμοιο όταν έκανα το σχόλιο για τους δυσλεκτικούς. Ούτε έχω σχέση με κάποιον δυσλεκτικό (πέρα του ότι ο ήρωας στο δικό μου φάντασυ πάσχει από δυσλεξία) ούτε τίποτα. Απλά ήταν λάθος και ως τέτοιο σου το επεσήμανα. Και ούτε σκέφτηκα ότι μπορεί να το έπαιρνες και τόσο βαριά. Εγώ να σε απογοητεύσω να κάνεις κανένα κρακ και να μην γράψεις τον υπόλοιπο Ν'Γκάρα; Δεν θα ξέρω τι να γίνω από τις τύψεις μου. Να είσαι πάντα καλά και πάντα δημιουργικός. Και πάλι συγνώμη αν σε στεναχώρησα. Ειλικρινά συγνώμη. Μπες στα κείμενά μου να τα κουρελιάσεις και να βγάλεις το άχτι σου! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted September 6, 2015 Author Share Posted September 6, 2015 Η ιστοριούλα είναι μία χαρα. Γέλασα και ξαναγέλασα και συμπόνεσα τον πεθερόπληκτο που δεν του αφήνουν τα παιδάκια του καθαρό κεφάλι για να γράψει. Αχ I have been there too. 1) Μα καλά ωραιότερα τα καναρινάκια από τις βούλες; 2) Μα καλά Δημήτρης; Σε τι γλώσσα του μιλάνε; Σαν τουρίστες ακουγόντουσαν.Ξερεις. Οου Γιώργκος έχει δίκιο. Κάπως έτσι. 3) Δεν αισθάνθηκα ουδεμία προσβολή ή κάτι παρόμοιο όταν έκανα το σχόλιο για τους δυσλεκτικούς. Ούτε έχω σχέση με κάποιον δυσλεκτικό (πέρα του ότι ο ήρωας στο δικό μου φάντασυ πάσχει από δυσλεξία) ούτε τίποτα. Απλά ήταν λάθος και ως τέτοιο σου το επεσήμανα. Και ούτε σκέφτηκα ότι μπορεί να το έπαιρνες και τόσο βαριά. Εγώ να σε απογοητεύσω να κάνεις κανένα κρακ και να μην γράψεις τον υπόλοιπο Ν'Γκάρα; Δεν θα ξέρω τι να γίνω από τις τύψεις μου. Να είσαι πάντα καλά και πάντα δημιουργικός. Και πάλι συγνώμη αν σε στεναχώρησα. Ειλικρινά συγνώμη. Μπες στα κείμενά μου να τα κουρελιάσεις και να βγάλεις το άχτι σου! Χαίρομαι πάρα πολύ που γέλασες Ειρήνη. Να 'σαι καλά. 1) Χεχεχε, ο πρωταγωνιστής υποτίθεται πως είναι ο Δημήτρης-SymphonyX13, είναι άλλη μια ιστορία από αυτές που λατρεύουμε να πειράζουμε ο ένας τον άλλον, και προσωπικά το βρίσκω πολύ αστείο σαν εικόνα να φοράει πιτζάμες με καναρινάκια... 2) Ακριβώς όπως το λες, σαν να του μιλάνε σε άλλη γλώσσα. 3) Τίποτα προσωπικό, μην το σκέφτεσαι καν. Ένιωσα άσχημα γιατί μέσα στην άγνοιά μου χρησιμοποίησα για πλάκα κάτι που θα μπορούσε να είναι ενοχλητικό για άλλους ανθρώπους. Απολογήθηκα γενικά και εξέφρασα τη λύπη μου γι' αυτό το άστοχο αστείο μου. Εσύ έκανες πολύ καλά που μου το εξήγησες, και σ' ευχαριστώ γι' αυτό. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted September 6, 2015 Share Posted September 6, 2015 N'Gara Rules!!! 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blacksword Posted October 15, 2015 Share Posted October 15, 2015 Την διάβασα και μου άρεσε πάρα πολύ και πιστεύω ότι αν ήταν και μέγαλη ιστορία βιβλίου θα ήταν εξίσου απολαυστική. Το μόνο που με πείραξε ήταν οι πολλές εκφράσεις/βρισιές και πιστεύω ότι αν είχε, ίσως, μερικές λίγοτερες να ήταν καλύτερα. Όπως και να χει είναι μια πάρα πολύ καλή ιστορία και έχω μια υποψία ότι το φινάλε δεν είναι ψέματα (για κάποιον). Συνάντησα και ένα λαθάκι στο τέλος του δεύτερου μέρους: «Ησύχασε φίλε μου» του είπε ήρεμα, «κάτι μαλακία έκανε πάλι ο μάγος μου, το συνηθίζει...» Νομίζω εδώ πρέπει να είναι "κάποια" αντί για "κάτι". 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted October 15, 2015 Author Share Posted October 15, 2015 Χαίρομαι που σου άρεσε κι αυτή η ιστορία μου φίλε μου. Σ' ευχαριστώ για το σχόλιο. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο συμφορουμίτης μας και προσωπικός πολύ καλός μου φίλος SymphonyX13. Εδώ και πολύ καιρό έχουμε ξεκινήσει ένα παιχνίδι μεταξύ μας, βάζουμε ο ένας τον άλλον πρωταγωνιστή σε ιστορίες μας προσπαθώντας να τραβάει τα πάνδεινα. Ένα παιχνίδι που "γέννησε" πολλές ιστορίες και για τους δυο μας, μερικές εκ των οποίων βρίσκονται αναρτημένες στη βιβλιοθήκη εδώ, κι όχι πάντα χιουμοριστικές αφού κάποιες είναι μέχρι και τρόμου. Το διασκεδάζουμε πραγματικά, και δεν βλέπω να το βαριόμαστε σύντομα (ωωω, είναι μεγάλη απόλαυση να "ταλαιπωρείς" τον καλύτερό σου φίλο σε απίθανες περιπέτειες). 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mournblade Posted June 15, 2016 Share Posted June 15, 2016 Ωχ δακρυσα απο τα γελια! Καημενε, καημενε Δημήτρη, τι τραβηξες! Και χωρις μαμαρια ( ή μεμεδια αν προτιμάτε!) στο τελος!! Πανε και οι παντόφλες..! Χαχαχα! Εχετε πολύ πλακα! Ευφυέστατη ιδέα, μπράβο! 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted June 16, 2016 Author Share Posted June 16, 2016 Να 'σαι καλά Γρηγόρη, χαίρομαι που σου άρεσε και διασκέδασες με τις περιπέτειες του Δημήτρη! Και του μαθαίνεις και νέες λέξεις (μεμέδια! Δεν το είχα ξανακούσει αυτό!) για να περιμένει μετά από μένα να τον βάλω να μουρνταρέψει στις επόμενες περιπέτειές του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.