μαμαλουκ Posted December 3, 2015 Share Posted December 3, 2015 Είδος:ΠαράνοιαΒία; όχιΣεξ; ναιΑριθμός Λέξεων:1833Αυτοτελής;ναι Τα χέρια του τέρατος Κάθε φορά που βρίσκεται σε μέρη με πολλούς ανθρώπους εμφανίζεται η κρυφή επιθυμία για μια νέα μορφή επιδημίας. Οι επιβάτες γύρω του δεν τον κοιτούν, δεν του δίνουν σημασία. Κανείς δε ξέρει τι έχει στο μυαλό του. Φαντάζεται το μετρό να σταματά απότομα. Οι επιβάτες χάνουν την ισορροπία τους αλλά διατηρούν μια στάση ψύχραιμη. Η καρδιά του χτυπάει πιο γρήγορα τώρα. Τα πρώτα περίεργα βλέμματα ξεκινάνε. Στο βάθος του βαγονιού κάποιος βήχει ακατάπαυστα. Οι υπόλοιποι δεν μπορούν να διακρίνουν τα χαρακτηριστικά του αλλά αυτός ξέρει. Το φλέμα που φτύνει κόκκινο, τα μάτια που αδυνατούν να εστιάσουν κοντεύουν να βγουν από τις κόγχες τους. Σύντομα όλα θα τελειώσουν. Ο κόσμος θα παραδοθεί στο χάος. Τίποτα δε θα χει σημασία. Θα φύγει από το ανοιχτό παράθυρο και θα εξαφανιστεί στο σκοτάδι. Θα ακολουθήσει τις σήραγγες μέχρι να βγει στο φως. Ένα απότομο τίναγμα τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Έφτασε στη στάση του. Παρασύρεται από τους επιβάτες που βγαίνουν έξω σε μπουλούκια και σταδιακά επιταχύνει ενώ ελίσσεται μέσα από σακάκια, ζακετούλες και τσάντες. Τον ενοχλεί αυτή η βιασύνη αλλά το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να επιταχύνει παραπάνω. Αν χτυπήσει κάποιον θα ψιθυρίσει ένα άηχο συγγνώμη μέσα από τα δόντια του και αυτό είναι όλο. Κυλιόμενες σκάλες και έξω. Υποδέχεται τον ήλιο με ευγνωμοσύνη. Η πλατεία είναι γεμάτη κόσμο αλλά τουλάχιστον δεν νιώθει πιεσμένος. Αναπνέει βιαστικά και κοφτά καθώς πηγαίνει προς το γραφείο του. Δεν ξεκίνησε καθόλου καλά η μέρα. Τον είχαν πιάσει αυτές οι σκέψεις πάλι. Τίποτα δεν συγκρίνεται με μια μεγάλη μαύρη τρύπα για να πάει καλά η δουλειά. Κοιτάει το ρολόι του. Είναι 8. Έχει ακόμα ένα τέταρτο. Θα πάει να πάρει έναν καφέ. Ζεστό και γλυκό. Τον ηρεμούν τα ροφήματα. Έχει ανάγκη από ηρεμία. Την προηγούμενη βδομάδα βρέθηκε στα όρια της κατάρρευσης. Δε μπορεί να ρισκάρει συγκινήσεις και πιέσεις. Σήμερα θα έβγαζε την ημέρα σε μια κατάσταση τεχνητού ζεν. Να ναι καλά τα χάπια της μάνας του. Έτσι κι αλλιώς εκείνη δε τα χρειάζεται τόσο. Όλη μέρα σπίτι είναι. Τί της λείπει; πνευματική ισορροπία; δεν τα πίστευε αυτά. Είχε τα προβλήματά του αλλά ήξερε ότι είναι απτά, έχουν βάση. Δεν τα σκαρφίστηκε για να τεμπελιάζει ούτε προκύψαν από το πουθενά. Όχι. Η ζωή έχει τα πάνω της, έχει και τα κάτω της. Απλά το πρώτο είχε να το δει καιρό. Επέπλεε σε μια θολή καθημερινότητα στηριζόμενος σε εύθραυστες σανίδες. Τα μόνα εύσημα που έδινε στον εαυτό του ήταν το κοινωνικό προφίλ του φυσιολογικού ανθρώπου, που ακόμα τουλάχιστον, διατηρούσε ευπρεπώς. Έφτασε στη μικρή καφετέρια και παρήγγειλε τον καφέ του. Η κοπέλα με το μόνιμα χαμογελαστό πρόσωπο του προκαλούσε πόνο. Τόση ζωντάνια..Δεν πρέπει να την πέρναγε πολλά χρόνια. Μπορεί κι εκείνος να ταν χαμογελαστός αν είχε συναντήσει άλλες συνθήκες. “2 ευρώ παρακαλώ”. Της έδωσε τρία και πέταξε ένα βεβιασμένο μειδίαμα. Το είχε προβάρει και στον καθρέφτη. Έδινε μια εντύπωση χαράς ανάμεικτη με θλίψη. Οι άνθρωποι έτι κι αλλιώς παρατηρούν αυτά που θέλουν. Ίσως αν δεν έκανε εκείνες τις ρυτίδες δίπλα στα μάτια να ήταν καλύτερα. Προχώρησε στον τρίτο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας και στριμώχτηκε στο γραφείο του. Ήταν υπεύθυνος για παραγγελίες εξωτερικού. Όταν συνεννοήσε στα αγγλικά είναι πιο εύκολο να κρύβεσαι. Σίγουρα οι παραγγελίες εσωτερικού ήταν πιο πολλές και παρείχαν καλύτερη δικτύωση. Δεν ήταν γι αυτόν όμως. Δεν είχε φιλοδοξίες. Να μην τον ενοχλούν πολύ. Να ζει. Έτσι απλά. Όσο το λιγότερο τραβούσε την προσοχή τους, τόσο το καλύτερο. Άφησε το μυαλό του να παρασυρθεί από ημερομηνίες και αρχειοθετήσεις. Πήρε και δυο χάπια. Υπέροχα. Γύρω στις 12 χτύπησε το τηλέφωνο. Τον είχε πάρει ο ύπνος. Σήκωσε το ακουστικό και προσπάθησε να κάνει τη φωνή του να ακούγεται ζωηρή. “Εμπρός;” “Τι εμπρός, σε πόλεμο πάμε;” “Ποιός είναι;” είχε καταλάβει ήδη αλλά ήθελε να κρατήσει μια απόσταση. “Αλέξη κόψε τις μαλακίες και πες μου τι ώρα θα βρεθούμε το απόγευμα”. Ξέσφιξε τη καρό γραβάτα του και κοίταξε το ρολόι στο τοίχο. “Δε ξέρω αν θα προλάβω σήμερα, αν δεν είναι κάτι σημαντικό ας το αφήσουμε για άλλη μέρα” “Ρε με δουλεύεις; έτσι είπαμε;” η φωνή από την άλλη γραμμή είχε αρχίσει να χάνει την ψυχραιμία της. Ο Αλέξης υποχώρησε. “Έλα στις έξι στο καφέ πίσω από το Νομισματικό μουσείο” έκλεισε το τηλέφωνο και βύθισε το πρόσωπο ανάμεσα σε δύο κρύες παλάμες. Αυτά τα χέρια δεν ήταν δικά του. Απλά τα χρησιμοποιούσε που και που. Δανεικά από το τέρας. Έφυγε από το γραφείο γύρω στις πέντε και περπάτησε άσκοπα στην πόλη μέχρι να πάει έξι. Δεν έφαγε κάτι δεν πείναγε. Σταμάτησε σε ένα περίπτερο για τσιγάρα και περιεργάστηκε για λίγο τα πρωτοσέλιδα. Κάθε μέρα το έκανε. Έψαχνε να δει μήπως έγινε καμιά αναποδιά και βγάλουν το όνομά του. Είχε σκεφτεί πολλές φορές τι θα έκανε σε μια τέτοια περίπτωση. Τα χέρια του τέρατος θα βοηθούσαν σε αυτό. Όπως και σε πολλά άλλα για την ακρίβεια. Δεν τα είχε πάντα. Πρόσφατα τα ανακάλυψε τουλάχιστον. Δούλευαν αποτελεσματικά, αυτό ήταν το μόνο που καταλάβαινε. Κάθισε στο πιο απομακρυσμένο τραπεζάκι και ξεκούμπωσε δυο κουμπιά από το πουκάμισό του. Ο κήπος του μουσείου προσέφερε ησυχία και διακριτικότητα. Επίσης ήταν όμορφα. Ο συνδαιτυμόνας του φάνηκε στο βάθος και ο Αλέξης κούνησε το χέρι του για να τον προσέξει. Τον αντιπαθούσε αυτόν τον άνθρωπο. Συμβαίνει συχνά όταν έχεις τον άλλον ανάγκη. Είσαι υπόλογος κι εξαρτημένος. Ο μελαψός άντρας, που δεν φαινόταν να βασανίζεται από τέτοιες σκέψεις, κάθισε δίπλα του χαμογελώντας. “Δε θα πιστέψεις τι έχω για σήμερα” είπε και έβαλε τα πόδια του πάνω σε μια καρέκλα. Ο Αλέξης παρατήρησε τον σερβιτόρο να πλησιάζει και έκανε ένα ανεπαίσθητο νεύμα που υποδήλωνε σιωπή. Αφότου παράγγειλαν και έφυγε, έστρεψε όλο του το ενδιαφέρον πάνω στον συνομιλητή του. “Τι έχεις;” “Μια καινούρια. Το πρωί την έφεραν. Ψηλή, μελαχρινή, γύρω στα είκοσι.” ήπιε μια γουλιά από το νερό του και υπολόγισε το βλέμμα του Αλέξη. Είδε ενδιαφέρον. “Ακριβώς στα γούστα σου” πρόσθεσε και κοίταξε αλλού δήθεν αδιάφορα. Ο τέλειος πωλητής. “Θα μείνει καιρό;” ρώτησε ψιθυριστά ο Αλέξης. Τα χέρια του έσφιγγαν τα γόνατά του. “Μέχρι αύριο το πρωί. Το είπα σε σένα γιατί ξέρω ότι είσαι παιδί που δε μοιράζεται τα δώρα του. Απλά πες μου γρήγορα αν ενδιαφέρεσαι γιατί έχω μια επιχείρηση να τρέξω”. Ο τρόπος που έγλειφε τα χείλη του όταν τελείωνε μια πρόταση του προξενούσε αηδία. “Έχεις φωτογραφία;” ήξερε ότι θα υποχωρούσε αλλά έκανε μια προσπάθεια να φανεί ότι δεν είναι απελπισμένος. “Με δουλεύεις; για πρακτορείο μοντέλων το πέρασες; ή θες ή δε θες. Πίστεψε με υπάρχει ουρά για την συγκεκριμένη” “Μην την αγγίξει κανείς” ξέφυγε του Αλέξη και αμέσως ευχήθηκε να μην έχει πει τίποτα, έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα. “Τι ώρα να πούμε;” Ο μελαψός άντρας χαμογέλασε και έγλειψε τα χείλη του. Το ίδιο βράδυ ο Αλέξης ξεκίνησε από το σπίτι στις 10. Η μάνα του ήταν σε μια κατάσταση νάρκωσης και δεν άκουσε την πόρτα να κλείνει. Στον δρόμο χτύπαγε νευρικά τα δάχτυλά του στο τιμόνι και πρόσεχε να μην αγνοεί τα φανάρια. “Ένας σωστός τυπολάτρης” σκέφτηκε δύσθυμα και αγνόησε το κορνάρισμα του ανυπόμονου ταξιτζή. Παρκάροντας δεν είχε την αίσθηση του λάθους. Ήταν ανυπόμονος. Πάρκαρε σε ένα στενό λίγο πιο μακριά και ανέβηκε στον τρίτο όροφο από τις πίσω σκάλες. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη μόνο γι αυτόν. Η αίθουσα ήταν άδεια και τα βήματά κάναν έναν απαλό αντίλαλο. Δωμάτιο 309. Χτύπησε δυο φορές και του άνοιξε ο μελαψός άντρας. Έτρωγε ένα καλαμάκι και είχε σηκωμένα τα μανίκια. Κάτι μουρμούρησε με μπουκωμένο στόμα και τον άφησε να περάσει μέσα. Η κοπέλα ήταν ξαπλωμένη στον πάγκο. Προσπάθησε να την αγνοήσει μέχρι να μείνει μόνος του. Δεν ήταν εύκολο. Ένιωσε να ιδρώνει. “Καλά έβαλες και κολόνια;” είπε γελώντας ο άλλος. Ο Αλέξης έσφιξε τα δόντια και δεν απάντησε. Είχε βάλει κολόνια και είχε κάνει μπάνιο. Και τα τέρατα πρέπει να πλένονται. Αμίλητος ο οικοδεσπότης κούνησε το κεφάλι του απαξιωτικά και βγήκε έξω. “Γλέντα το όσο θες, σε μισή ώρα θα χτυπήσω την πόρτα”. Η πόρτα έκλεισε και ξανάνοιξε σχεδόν αυτόματα. Από το τελευταίο κομμάτι κρέας έσταζε λίπος και τα χείλη του μελαψού άντρα γυάλιζαν. “Όταν λέω μισή ώρα το εννοώ, όχι όπως την άλλη φορά”. Ο Αλέξης γδύθηκε και κατευθύνθηκε προς τη κοπέλα. Το πάτωμα ήταν παγωμένο. Χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της και έβαλε ένα δάχτυλο στα χείλη της. Ταξίδεψε με την αφή σε όλο της το σώμα μέχρι να κορυφώσει την επιθυμία του. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε γρήγορα. Έσκυψε από πάνω της και μπήκε μέσα της σχεδόν αμέσως. Ήταν έτοιμος με το που την είδε. Ο προμηθευτής του είχε δίκιο. Ήταν ακριβώς όπως την ήθελε. Το κάθαρμα δε πέφτει ποτέ έξω. Το γλυκό πρόσωπο μπροστά του δεν είχε καμία ζεστασιά αλλά παρέμενε γοητευτικό και λάγνο. Άφησε έναν αναστεναγμό και έσφιξε με τα χέρια του τέρατος τη παγωμένη σάρκα. Μπήκε μέσα της ξανά και ξανά μέχρι να μην νιώθει τίποτα πλέον. Το τέρας, που είχε τον πρώτο λόγο για ακόμη μια βραδιά, τελείωσε με ένα μουγκρητό απόγνωσης. Ο Αλέξης άφησε τα λεφτά στο γραφείο και έφυγε γρήγορα. Όταν γύρισε σπίτι η ώρα ήταν δώδεκα. Κάθισε στο σαλόνι και άναψε ένα τσιγάρο με χέρι που τρέμει. Πάντα έτρεμε πριν ξαναπάρει τον έλεγχο. Μια φορά το μήνα, κάποιες φορές, μια φορά το τρίμηνο, είχε την ευκαιρία να ικανοποιεί το πάθος του. Ένα πάθος που έκαιγε μέσα του σαν άσβεστη φλόγα. Η φλόγα αυτή θα τον κατέστρεφε κάποια στιγμή. Δεν υπήρχε αμφιβολία γι αυτό. Πάνω από την τηλεόραση ήταν μια φωτογραφία της. Καμία δεν ήταν όμορφη όπως εκείνη. Καμία δεν θα ήταν το ίδιο όμορφη ξανά. Η γυναίκα του πέθανε αφήνοντας τον σε ένα κόσμο νεκρό και άψυχο. Όλα τα όνειρα θρυμματίστηκαν σε μια βραδιά. Την κράτησε αγκαλιά μέχρι να φτάσει το ασθενοφόρο. Το αίμα της ενώθηκε με τα δάκρυα του και το τέλος της γέννησε το τέρας. Προχωρούσε στα τυφλά βασιζόμενος στην ρουτίνα. Δεν ήταν εύκολο αλλά δεν τα πήγαινε και άσχημα. Εκείνη τη στιγμή το πίστεψε ότι απλά έπρεπε να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Με το τέρας. Ήταν ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο; Ο χρόνος θα δείξει. “Δεν έχω χρόνο” απάντησε στον εαυτό του δυνατά. “Τι λες παιδί μου;” με ανάκατα μαλλιά και αγουροξυπνημένο βλέμμα η μάνα του στεκόταν δίπλα στον καναπέ. “Όλα καλά μάνα, πήγαινε για ύπνο πάλι” δεν είχε όρεξη για κουβέντα, όχι τώρα. “Είσαι σίγουρος Αλέξη μου, περίεργα φαίνεσαι” προσπάθησε άλλη μια φορά. “Όλα καλά” ξανάπε κάπως άτονα και βυθίστηκε στα μαξιλάρια του καναπέ ενώ ευχόταν να τον καταπίναν. Κάτι να γινόταν να εξαφανιστούν όλα να μην έχει σημασία ούτε τι κάνει ούτε πως το κάνει ούτε με τι το κάνει. Πήρε μερικές ανάσες. Μάταιες και κοφτές. Σαν να προσπαθούσε να ρουφήξει όλο τον πόνο από τον αέρα γύρω του. Η μάνα του κάθισε δίπλα του και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του. Ένιωσε τα μάτια του να καίνε, να τσούζουν. Αντιστάθηκε όσο μπορούσε και μετά ξέσπασε σε κλάματα. “Και μένα μου λείπει αγόρι μου”. Τον αγκάλιασε σφιχτά και τον κράτησε εκεί μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Το επόμενο πρωί ο Αλέξης ξύπνησε στις 10. Δεν είχε δουλειά σήμερα ήταν Σάββατο. Έβαλε το πουκάμισό του και βγήκε στο μπαλκόνι. Έδεσε τη καρό γραβάτα, με τα χέρια του τέρατος. Τα κοίταξε μια τελευταία φορά και πήδηξε στην μαύρη τρύπα. 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted December 12, 2015 Share Posted December 12, 2015 Έχω διαβάσει από όταν την ανέβασες, άργησα κάπως να σχολιάσω. Και μου άρεσε κιόλας. Επιμέρους: ανατριχιαστική, φρικιαστική, creepy όσο δεν παίρνει. θα ήθελα πιο ξεκάθαρα να καταλάβω κάποια πράγματα. Τι συμβαίνει στην αρχή στο μετρό, για παράδειγμα. Είχα την εντύπωση ότι ο ίδιος είναι ιός, ότι είναι κάποιο είδος φορέα/ αγγελιαφόρου ασθενειών, ότι είναι ένας σαλταρισμένος που νομίζει ότι είναι ένας ιός. Όλα αυτά ωραία, αλλά θα έπρεπε να ξεκαθαριστεί λίγο καλύτερα τι ακριβώς συνέβαινε. (Που μπορεί να συνέβαινε και κάτι εντελώς διαφορετικό.) πολύ ωραία η σκηνή με τη νεκροφιλία. Μπρρρρρ και ξανά μπρρρρρρ.... στο τέλος περισσότερη εξήγηση και πάλι. Σε σχέση με τη μαύρη τρύπα δηλαδή. Γενικότερα, λίγο περισσότερο να καταλάβουμε πώς λειτουργούν τα χέρια του τέρατος, που του προκύψανε προφανώς μετά το θάνατο της γυναίκας του. Δεν ξέρω, αυτό γράφτηκε με όριο λέξεων; Γιατί, εάν όχι, δεν βλέπω γιατί τη "στένεψες" τόσο. Και ακόμη ένα ερώτημα: Γιατί δεν την ανέβασες στις Ιστορίες Τρόμου; Είναι εντελώς τρόμου, κατ' εμέ. Μην βλέπεις τόσες σημειώσεις και απογοητεύεσαι. Ειλικρινά μου άρεσε, τη διάβασα νεράκι και χ@@@@κα στη σκηνή με την τύπισσα. Δεν το είδα να έρχεται, που λένε εις την βαρβαρικήν. Μπρρρρρρ.... 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Silvertooth Posted December 12, 2015 Share Posted December 12, 2015 Ιρμάντα, διαβάζοντας την αρχή μου έδωσε την εντύπωση ότι θα ήθελε να εμφανιστεί ένας ιός (πχ γρίπη των πτηνών ή των χοίρων) που θα τους κάνει όλους να πανικοβληθούν, όχι ότι πιστεύει πως είναι ιός. Ας μας πει πάντως και ο Μάμαλουκ. Αυτό που δεν κατάλαβα ακριβώς ήτανε το γιατί θεωρούσε τον εαυτό του τέρας. Στην αρχή υπέθεσα ότι ήταν η νεκροφιλία, αλλά μετά ήρθε αυτή η πρόταση: "Την κράτησε αγκαλιά μέχρι να φτάσει το ασθενοφόρο. Το αίμα της ενώθηκε με τα δάκρυα του και το τέλος της γέννησε το τέρας." Μου θύμισε τα πρωινά στο μετρό και τον αγώνα μέχρι να βγεις έξω. Επίσης, σίγουρα όλοι έχουμε κάνει σενάρια καταστροφολογίας περιμένοντας να κατεβούμε στη στάση. Κυρίως το τι θα γινόταν αν κάποιος έσπρωχνε κάποιον άλλο στις ράγες, ή τι θα έκανα αν στεκόμουν στο σημείο που ενώνονται τα δύο βαγόνια την ώρα που αυτά για κάποιο λόγο χωρίζονταν. Με έπεισε ο χαρακτήρας, με έβαλε στη μουντή του πραγματικότητα και απάθεια, με αποτέλεσμα να μη σοκάρομαι ή να ανατριχιάζω διαβάζοντας. Οπότε το θεωρώ πετυχημένο το κείμενο. 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted December 12, 2015 Share Posted December 12, 2015 Μάγδα γεια! Νεκροφιλία, εκτός και δεν το κατάλαβα καθόλου καλά, είναι εκεί που πάει μπανιαρισμένοςκαι αρωματισμένος με τον ύποπτο τύπο...που του λέει ότι δεν είναι πρακτορείο μοντέλων...αυτό που περιγράφεις είναι ο θάνατος της γυναίκας του, που είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική κατάρρευση του τύπου. Όντως μπορεί να εννοεί ότι ελπίζει να ξεσπάσει μία επιδημία. Ας μας πει ο μαμαλουκ! Το διήγημα, συμφωνώ μαζί σου, είναι πολύ πετυχημένο. 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Silvertooth Posted December 12, 2015 Share Posted December 12, 2015 (edited) Α ναι, κατάλαβα το σημείο της νεκροφιλίας. Το λόγο που θεωρεί τον εαυτό του τέρας δεν κατάλαβα στα σίγουρα. Αρχικά υπέθεσα ότι θεωρεί τον εαυτό του τέρας επειδή πηγαίνει με νεκρές. Αλλά είπε ότι το τέρας γεννήθηκε όταν πέθανε η γυναίκα του, που δεν ήταν ακόμα νεκρόφιλος. Το τέρας λοιπόν γιατί γεννήθηκε; Απλά και μόνο από τη θλίψη; Edited December 12, 2015 by Silvertooth 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted December 12, 2015 Share Posted December 12, 2015 Θλίψη νομίζω. Και ποιος ξέρει τι προδιάθεση... 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
μαμαλουκ Posted December 13, 2015 Author Share Posted December 13, 2015 Παιδιά ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια και τα σχόλια. Συμφωνώ πως κάποια σημεία πρέπει να εκφραστούν με περισσότερη λεπτομέρεια. Ιρμάντα έχεις δίκιο για την μετάβαση στις ιστορίες τρόμου απλώς γράφοντας την ιστορία δεν την υπολόγισα για τρομαχτική. Το Τέρας είναι γέννα της θλίψης, δεν πίστεψα στην προδιάθεση και όσον αφορά την μαύρη τρύπα ήταν απλά ο προορισμός του. Συνώνυμο της ασφάλτου. 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.