Popular Post Nienor Posted December 25, 2015 Popular Post Share Posted December 25, 2015 (edited) Χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα Είδος: Ας πούμε πως είναι τέτοιο: Αστική Φαντασία, και πραγματικά ελπίζω πως είναι Βία;/Σεξ; Κάτι απέξω/μπαΑριθμός Λέξεων: 3868Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Αντιγράφοντας από τον αντίπαλό μου: Είναι προϊόν του write off #84, όπλο μου στη μονομαχία με την Nienor τον Μορφέα για το χέρι (και τα τρουφάκια) της πυργοδέσποινας elgalla. Και συμπληρώνω τις πουτίγκες, όλο τις ξεχνάμε εκείνες τις πουτίγκες!Αρχείο: κόκκινο μπουφάν.doc Σημείωση: Αν διαβάσετε την ιστορία από το spoiler κι όχι από το αρχείο αγνοήστε την αλλαγή γραμματοσειράς παρακαλώ. Είναι ο δαίμονας του φόρουμ που θέλει να κάτι να πει με αυτό στη συγκεκριμένη ιστορία και όχι εγώ Ένα κόκκινο μπουφάν στη Σενάχ Από την ώρα που έφυγα απ’ το μαγαζί είχα καταλάβει ότι με παρακολουθούσε. Σταμάτησα κάποια στιγμή – δήθεν να δέσω το κορδόνι μου – και την είδα με την άκρη του ματιού μου: ήταν πιτσιρίκα, όχι πάνω από δεκάξι χρονών, λεπτή και μικροκαμωμένη, με μουντά, καστανά μαλλιά, μισοκρυμμένα κάτω από έναν χοντρό, πλεκτό σκούφο, και πρόσωπο γεμάτο ακμή. Έστριψα σ’ ένα σκοτεινό στενό και περίμενα. Με το που εμφανίστηκε, την άρπαξα και την έσπρωξα στον τοίχο. Δεν φώναξε και, μέσα μου, τη θαύμασα γι’ αυτό. Έσκυψα τόσο κοντά της που, κανονικά, θα έπρεπε να δω τον εαυτό μου να καθρεφτίζεται στα μάτια της. Κανονικά. Έχωσε ένα χέρι μέσα στο κόκκινο, λεκιασμένο μπουφάν της και τράβηξε έξω έναν μικρό, βαφτιστικό σταυρό. «Κάνε πίσω, πλάσμα της Κόλασης!» βρυχήθηκε. Πλάσμα της Κόλασης; Δεν άντεξα, έβαλα τα γέλια. Έπιασα τον σταυρό της και τον έσφιξα στη γροθιά μου. Προφανώς, περίμενε να με δει να τυλίγομαι στις φλόγες ή κάτι παρόμοιο, γιατί η έκφρασή της μετατράπηκε από θριαμβευτική σε τρομοκρατημένη μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου όταν δεν συνέβη απολύτως τίποτα. «Κόλαση; Τι ξέρεις εσύ από Κόλαση, κοριτσάκι; Τι ξέρεις εσύ από εφιάλτες;» ψιθύρισα στο αφτί της. «Υπάρχουν τέρατα που καραδοκούν τη νύχτα πίσω από κλειστά παράθυρα, κουρνιασμένα σε σκεπές και τυλιγμένα στη σκιά, πλάσματα που παρασιτούν στο αίμα και τη σάρκα της ανθρωπότητας και που μπροστά τους είσαι ένα τίποτα. Γύρνα στη μαμά σου και στο ζεστό σου κρεβάτι και μην ξαναβρεθείς στον δρόμο μου. Αυτή δεν είναι η νύχτα που θα σώσεις τον κόσμο». Και βέβαια, δεν σκέφτηκα πως αυτό το τελευταίο ήταν μεγάλο λάθος: μπορεί να μην ήταν εκείνη η νύχτα που θα έσωζε τον κόσμο, αλλά της άφησα κάθε περιθώριο να σκεφτεί πως, φυσικά, θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε άλλη νύχτα. Έτσι, δεν είχε περάσει πολύς καιρός όταν την έπιασα και πάλι με την άκρη του ματιού μου να με παραμονεύει έξω από ένα άλλο μαγαζί στην αγορά, φορώντας το ίδιο κόκκινο μπουφάν, που μύριζε καφέ και μούχλα, και τον ίδιο σκούφο. Τούτη τη φορά δεν την άφησα να με πάρει στο κατόπι. Χώθηκα σε ένα σκιερό σοκάκι, έπιασα μια υδρορροή στην τύχη και σάλταρα σε μια χαμηλή στέγη υποστατικού. Από εκεί ανέβηκα στα κεραμίδια του τριώροφου δίπλα και τη χάζεψα ώρα πολλή να με ψάχνει τριγύρω. Δεν το έβαζε κάτω· αυτό το παιδί ήτανε γεμάτο πείσμα και μαγκιά. Τι να πω; Έχασα και τον στόχο μου εξαιτίας της για δεύτερη φορά. Οι μεγάλες νύχτες της Σενάχ είναι γεμάτες ερημιά. Όχι απέξω, μα μέσα στις ψυχές, μέσα στην ίδια την πόλη καραδοκεί μια ερημιά που μπορεί να σε συνεπάρει ολότελα, να σε πικράνει και να σε αφήσει αδειανό μπρος στη ζωή. Να περνάει από δίπλα σου, να τη βλέπεις να φεύγει μα να μη σε αγγίζει ποτέ. Ζεις και δε ζεις. Είσαι ζωντανός, μα δε ζεις. Στη Σενάχ είναι όλοι τους σαν κι εμένα. Εκτός ίσως από αυτή τη μικρή, ένα κόκκινο σημάδι στην γκρίζα πόλη μου, γεμάτο ζωή. Την τρίτη φορά που την είδα την άφησα να με δει να μιλάω με ανθρώπους, να πίνω ποτό, να συναναστρέφομαι. Άλλαξα τακτική, μα δεν την ξεγέλασα. Γιατί όταν βγήκα από το μαγαζί, ακολουθώντας έναν από τους σεσημασμένους εμπόρους θανάτου, κι έχοντας μισοξεχάσει πως ήτανε εκεί γύρω, μού πέταξε ένα ζουμί στα μούτρα. Πριν να προλάβω να σταματήσω τον εαυτό μου, τη βούτηξα από το λαιμό και την πέταξα δέκα μέτρα παρακάτω, στα βρομόνερα δίπλα σε έναν υπόνομο. Δεν έβγαλε κιχ. Μονάχα με κοιτούσε με τα μάτια της γουρλωμένα, λες και περίμενε να συμβεί κάτι εντυπωσιακό. Σκούπισα το νερό από τα μούτρα μου. Ήτανε καθαρό και μύριζε λιβάνι. Ξαφνικά κατάλαβα: ήτανε αγιασμός. Μάλλον περίμενε να λιώσω. Ο έμπορας είχε μπει στο πανάκριβο αμάξι του και είχε εξαφανιστεί. Oργή φούντωσε μέσα μου, μα τη μάζεψα. Ήτανε απλά ένα παιδί. «Αν σε ξαναδώ μπροστά μου θα το μετανιώσεις που γεννήθηκες» της σφύριξα περνώντας από δίπλα της, και χτυπώντας επίτηδες τις μπότες μου στα βρομόνερα για να την πιτσιλίσω κι άλλο. Τις σύντομες μέρες της Σενάχ το φως του ήλιου περνάει από μέσα μου και το κορμί μου είναι διάφανο. Δεν το βλέπω ούτε κι εγώ. Έτσι μπορώ και περιφέρομαι ανάμεσα στους τίμιους ανθρώπους, χωρίς να με βλέπουν και μπορώ να τους χαζεύω να κάνουν τις δουλειές και τα ψώνια τους χωρίς να με ενοχλεί κανείς. Όλοι αυτοί οι τίμιοι άνθρωποι όμως, οι ερημωμένες ελεύθερες ψυχές που ολοένα και λιγοστεύουν στην πόλη μου, τη νύχτα θα γυρίσουν σπίτια τους και θα ελπίζουν να μείνουν εκεί ζωντανοί κι ανενόχλητοι από τις άλλες· όλες αυτές τις σκοτεινές και δεσμευμένες ψυχές που γυρνάμε έξω τις μεγάλες νύχτες, που κάνουμε την ερημιά μας λάβαρο και την περιφέρουμε σε σκοτεινά σοκάκια, κρύες πλατείες και φωτισμένα μαγαζιά. Πίστευα πως το κορίτσι ήτανε πλάσμα της μέρας που ξεστράτισε στη νύχτα κι ένα βουερό πρωινό επιβεβαιώθηκα. Η μικρή έφτιαχνε καφέδες και τους σερβίριζε με έναν τσίγκινο δίσκο, από τους παλιούς των καφετζήδων με τους τρεις άξονες και τον κρίκο στο πάνω μέρος, από όπου και τον κρατούσε σαν προέκταση του χεριού της. Το κόκκινο μπουφάν της ήτανε μέσα στο μαγαζί, κρεμασμένο στον τοίχο και πάνω του ο μεγάλος σκούφος. Το κορίτσι από μέσα ήτανε λιγνό. Φορούσε ένα φουστάνι που έδειχνε αρχαίο, με φιόγκο στο ντεκολτέ και τριμμένη δαντέλα στον ποδόγυρο, ένα μάλλινο καλσόν που άλλοτε ίσως να ήταν λευκό, μα τώρα σκωροφαγομένο και γκρίζο και καφέ δερμάτινα μποτάκια με κορδόνια, που είχανε τρύπες στην ένωση με τις σόλες. Τα μαλλιά της, που τα έβλεπα για πρώτη φορά ακάλυπτα, ήτανε κομμένα κοντά κι ατίθασα πετούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Το πρόσωπό της, παρά τα σπυθούρια του, έμοιαζε λαμπερό έτσι όπως το φώτιζαν τα γελαστά μελιά της μάτια. Και ήταν μόνο τα μάτια της που γελούσαν, γιατί το υπόλοιπο πρόσωπό της Τι της είχα πει; Στο ζεστό σου κρεβάτι… ξαφνικά σιγουρεύτηκα πως το παιδί δεν πρέπει να είχε τέτοιο πράγμα. Έμεινα για λίγο εκεί, χωρίς να φαίνομαι φυσικά, και την παρακολουθούσα να σερβίρει τους κυρίους με τα τριμμένα κουστούμια και τις κυρίες με τα φουστάνια περασμένης μόδας και εποχής. Όλοι τους πολύ πιο καλοντυμένοι από το κορίτσι φυσικά, μα και πάλι οι τίμιοι άνθρωποι της πόλης μου δεν ήταν πλούσιοι. Μερικοί, οι πιο ευκατάστατοι είχανε μπροστά τους ανοιχτές εφημερίδες. Υπήρχε και μια γυναίκα με δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι περίπου πέντε χρονών. Η δικιά μου γυρνούσε συνεχώς γύρω τους, λες προστατευτικά. Τα παιδιά είναι σπάνιο είδος στη Σενάχ. Σχεδόν είδος προς εξαφάνιση. Το καφενείο είναι στην πλατεία του μεγάλου καθεδρικού κι εκεί, ψηλά στο καμπαναριό του, ήταν που επέλεξα να κοιμηθώ μερικές ώρες προτού να έρθει η αναπόφευκτη νύχτα κι αποκτήσω ξανά υπόσταση. Όχι ότι με πειράζει να μην έχω. Δέκα χρόνια τώρα, είχα πια συνηθίσει. Αλλά να, είναι δυσκολότερο έτσι να νομίζεις πως είσαι άνθρωπος, ζωντανός, με σκοπό. Όταν κανείς δε σε βλέπει, κανείς δεν σε ξέρει, κανείς δεν ξέρει τον σκοπό αυτό. Αλλά το δούλευα σαν να ήταν ο μόνος τρόπος: χτυπάς την ερημιά με την ερημιά, κι η δική μου ήταν απέραντη. Πριν να κλείσω τα μάτια μου σκεφτόμουν πόσο πιο απλό θα ήτανε με έναν βαφτιστικό σταυρό, δυο στάλες αγιασμό και λίγη όστια, αν όλα αυτά είχανε κανένα αποτέλεσμα στα πλάσματα της νύχτας. Ξύπνησα με τη μυρωδιά από λιβάνι που καιγόταν, και κάποιον να ψέλνει δίπλα μου. Μα ήμουν στο κλειστό καμπαναριό! Πετάχτηκα πάνω, της έπιασα το χέρι –έτσι νόμιζα μέσα στον ύπνο μου– το τράβηξε και αυτή βγήκε από το μπουφάν της, που μου έμεινε στα χέρια. Άρχισε να κουτρουβαλάει τις σκάλες κι εγώ έμεινα με το μπουφάν της στο χέρι, να μυρίζω τα λιβάνια και να απορώ πού με βρήκε πάλι και πώς δεν είχα ξυπνήσει από εκείνες τις άλλες αισθήσεις μου όταν έφτασε κοντά. Έψαξα το μπουφάν κι από μια εσωτερική τσέπη τράβηξα έξω ένα τριμμένο αντρικό πορτοφόλι. Είχε μέσα του ένα πενιχρό μεροκάματο και μια μικρή και τσαλακωμένη φωτογραφία που έδειχνε έναν άντρα και μια γυναίκα που κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μωρό. Κοίταξα για λίγο τη φωτογραφία. Τι της είχα πει; Γύρνα πίσω στην αγκαλιά της μαμάς σου… σκέφτηκα ότι μάλλον το κορίτσι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Πέταξα το μπουφάν σε μια γωνιά και έχωσα το πορτοφόλι στη μαύρη καμπαρντίνα μου, πλάι στο στιλέτο. Με είχε βρει ήδη πέντε φορές μέχρι τότε, δεν καταλάβαινε από απειλές και θα με ξανάβρισκε. Ή θα το της το άφηνα το πρωί στο καφενείο. Και με τις σκέψεις αυτές είχα κατέβει σχεδόν όλη τη στριφογυριστή σκάλα του καμπαναριού και είχα φτάσει στη γέφυρα που έμπαινε στο εσωτερικό του ναού. Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα καθισμένη σε ένα στασίδι, να κρατάει τον σκούφο της κολλημένο στο πρόσωπό της και να κλαίει βουβά. Κάτι έσπασε μέσα μου, σχεδόν το άκουσα να κάνει κρακ. Πήγα και κάθισα μπροστά της, καβάλα στο μπροστινό στασίδι, ανάποδα για να την κοιτάζω. Δεν τραβήχτηκε. Δεν μου έδωσε σημασία. Παρά μόνο συνέχισε να κλαίει. Της έδειξα το πορτοφόλι της και τα μάτια της στάθηκαν πάνω μου βουρκωμένα και παρακλητικά. Δεν το πήρε. Δεν της είπα τίποτα. «Αν είναι να με σκοτώσεις, θέλω να πεθάνω με το μπουφάν» μου είπε. Την κοίταξα με περιέργεια. Τι σόι πλάσμα ήταν αυτό που δεν το ένοιαζε να πεθάνει αλλά το ένοιαζε ένα μπουφάν; «Αν ήταν να σε σκοτώσω θα ήσουν νεκρή από την πρώτη φορά που με βρήκες» της είπα τελικά κι αισθάνθηκα ότι παραδόθηκα. «Τι θέλεις από μένα;» Ανασήκωσε τους ώμους της λες και την είχα ρωτήσει κάτι αυτονόητο. «Να βγάλω από μέσα σου τον δαίμονα που σκοτώνει τον κόσμο» μου είπε κοιτάζοντας τον εσταυρωμένο, ή ίσως και πίσω από αυτόν, κάτι που μόνο εκείνη μπορούσε να δει. Δεν γελούσα πια. Τώρα δεν ήμουνα πια κάτι γενικό, όπως πλάσμα της Κόλασης, τώρα είχα έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο: ήμουν δοχείο. «Ώστε έχω μέσα μου έναν δαίμονα;» Ακούμπησε τον σκούφο στην ποδιά της και άνοιξε τη χούφτα της που τόση ώρα –συνειδητοποίησα– την είχε κλεισμένη σφικτά. Εκεί, ακουμπισμένο στο μικρό της χέρι κι έχοντας κάνει σημάδια γύρω του στην παλάμη της από το σφίξιμο, βρισκόταν το δαχτυλίδι της Κοινότητας. Το δικό μου δαχτυλίδι, συμπέρανα, το δαχτυλίδι που είχα χάσει κοντά δέκα χρόνια πριν. Ήταν η σειρά μου να τα χάσω. «Ξέρεις τι είναι αυτό;» τη ρώτησα και άκουσα τη φωνή μου σπασμένη, τρεμουλιαστή. Ανασήκωσε τους ώμους της ξανά. «Είναι το σημάδι του εξαποδό» είπε και έφτυσε τη φράση. Και, βέβαια, αναφερόταν στο πεντάγραμμο που είχε το δαχτυλίδι επάνω του κι όχι στο ίδιο το αντικείμενο. Ήθελα πολύ να το πάρω από το χέρι της. Δεν κουνήθηκα. «Αν εννοείς πως είναι στο σύμβολο του Σατανά, τότε κάνεις λάθος. Φόρεσέ το στο δάχτυλό σου και δες» την προέτρεψα. Με κοίταξε με υποψία. «Άμα το φορέσω μπορεί να με μαγέψει» μου είπε μετά από λίγο. Γέλασα νευρικά. «Το λένε υγίεια και συμβολίζει τα τέσσερα στοιχεία της φύσης και την Ιδέα. Είναι μια από τις καθαρότερες εκφάνσεις της χρυσής τομής. Είναι το σύμβολο της υπέρτατης τέχνης, της μαγείας. Ο Σατανάς είναι πολύ μικρός μπροστά του. Αν το φορέσεις θα δεις πως, από όπου κι αν το κοιτάζεις, είναι πάντοτε ορθό και δείχνει τον ουρανό. Κι όχι αυτό που πιστεύουν πως μοιάζει με γενειάδα τράγου». Το κορίτσι κοιτούσε μια εμένα, μια το δαχτυλίδι κι έμοιαζε έκπληκτο. Μετά η υποψία επέστρεψε στο πρόσωπό της. «Λες ψέματα!» με κατηγόρησε ξάφνου, κι ύστερα σηκώθηκε, έσιαξε το φουστάνι της σαν αρχόντισσα, και πήγε να πάρει το πορτοφόλι της από το κρεμασμένο χέρι μου. Με άγγιξε φευγαλέα μα εγώ το τράβηξα. Το χέρι της ήταν ζεστό – με ζέστανε ως τα βάθη της έρημης ψυχής μου. «Θα το πάρεις μόλις μου δώσεις το δαχτυλίδι» της είπα, ξέροντας πως η απόγνωση δεν έπρεπε να ακουστεί στη φωνή μου. Κοίταξε το πορτοφόλι με παράπονο, μα ύστερα μου έριξε μια υποτιμητική ματιά ακόμα και ξεκίνησε να ανεβαίνει ξανά στο καμπαναριό – υπέθεσα για να βρει το μπουφάν της. Δεν την ακολούθησα. Δεν είχε νόημα. Είχε το δαχτυλίδι μου. Μπορούσε να με βρει όποτε το ήθελε. Και τώρα είχε και όλες τις πληροφορίες. Προς στιγμήν σκιάχτηκα στη σκέψη πως ίσως είχα ποντάρει πολλά στην αγάπη που μπορεί να είχε για το πορτοφόλι της, μα έπειτα θυμήθηκα το παραπονεμένο βλέμμα που του έριξε. Όχι, το ήθελε όσο κι εγώ το δαχτυλίδι μου. Ήθελα βέβαια ακόμα να μάθω τι μπορεί να της είχα κάνει, ποιον δαίμονα πίστευε πως φιλοξενούσα, πώς νόμιζε πως θα τον σκότωνε. Ήθελα να μάθω πολλά, μα ήξερα πως δεν ήτανε διατεθειμένη να τα μοιραστεί μαζί μου. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Ο καθεδρικός της Σενάχ είναι ίσως το μοναδικό μέρος της πόλης όπου οι ψυχές αισθάνονται συντροφικές. Εδώ η ερημιά δεν είναι τόσο έντονη. Έκλεισα τα μάτια μου κι αφουγκράστηκα τις λίγες ψυχές γύρω μου. Ο χώρος είχε ευγνωμοσύνη και παρακαλετά. Αναρωτιόμουν προς τι και γιατί ευγνωμοσύνη, λες κι αυτές οι πέντε έξι ψυχές που ήταν μοιρασμένες στον χώρο γύρω μου είχαν κάτι που να αξίζει την ευγνωμοσύνη τους. Κάτι που τους έδωσαν όλοι αυτοί στους οποίους προσεύχονταν. Δεν τα βάζω ποτέ με τα θεία, μονάχα με τους ανθρώπους και τις χαμένες ιδέες τους. Μονάχα με αυτούς που ξέχασαν και θυσίασαν τις ψυχές στο όνομα της αγάπης κι έφτιαξαν ερημιά. Κι αυτή η πόλη, η πόλη μου, η αγαπημένη και ο εραστής μου, ήταν φτιαγμένη από τέτοιες ψυχές, έρημες, με την πλάτη τους γυρισμένη στη μάνα γη και τους τρόπους της φύσης. Εκείνο το βράδυ ανέβηκα ψηλά στο καμπαναριό κι απόλαυσα τη σιγαλιά της νύχτας. Δεν κυνήγησα. Είχα να τη δω έναν ολόκληρο μήνα, και είχαν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια. Φοβόμουν πως δε με αναζητούσε πια. Είχε το δαχτυλίδι μου και δε θα την ξανάβλεπα. Μέχρι που άρχισα να την ψάχνω, παρόλο που κυνηγούσα περισσότερο για να σκέφτομαι λιγότερο τις μέρες εκείνες. Μια αφέγγαρη νύχτα μπούκαρα πίσω από έναν μαφιόζο στο άντρο του για μεγάλη δουλειά. Η νύχτα είχε συμβούλιο. Ήμουν χωρίς δαχτυλίδι, δεν μπορούσα να καλέσω κανέναν, όπως και τα τελευταία δέκα χρόνια εξάλλου, μα αυτό δεν μπορούσα να το αγνοήσω. Αν ήθελα κάποτε η Σενάχ να καθαρίσει τουλάχιστον, όχι, δεν μπορούσα. Εξάλλου τι; Θα με σκότωναν; Είχα φάει μια σφαίρα και μια μαχαιριά όταν άφηνα πίσω μου μια σειρά πτώματα κι έφτανα στον πρώτο αρχηγό, έπιασα το κεφάλι του και το ανατίναξα από μέσα προς τα έξω. Είχα κάνει λάθος, αυτός ήταν άνθρωπος. Οι δυο άλλοι που είχα σκοπό να σκοτώσω έγιναν νυχτερίδες κι έφυγαν. Και με είχαν δει. Αυτό ήταν το χειρότερο. Ένας θεόρατος εκνευρισμός απλώθηκε μέσα μου και πήρε τη θέση της εγρήγορσης. Ήμουν σε ένα υπόγειο σπαρμένο πτώματα και κατεστραμμένη ηρωίνη –πάντοτε χαλούσα πρώτα τον θάνατο– και γύρω μου είχε διάφορα πεταμένα πράγματα, στοιβαγμένα σε σωρούς, παράταιρα μεταξύ τους. Πέρασα τα χέρια μου πάνω από τις πληγές μου, η μαχαιριά έκλεισε κι άφησε πίσω της μια άσχημη ουλή στο στομάχι μου και το σώμα μου έφτυσε τη ματωμένη σφαίρα στο ελεεινό πάτωμα. Σε έναν από τους σωρούς το μάτι μου πήρε κάτι κόκκινο και ταυτόχρονα, εκείνη η έτσι κι αλλιώς διογκωμένη αίσθηση της όσφρησής μου που τρελαινόταν άμα θύμωνα, έπιασε τη μυρωδιά καφέ και μούχλας. Όχι. Όχι. Όχι. Αισθάνθηκα κάτι που έμοιαζε με κόμπο στον λαιμό μου, μα είχα ξεχάσει να κλαίω. Με τρεμάμενα χέρια ψάρεψα το κόκκινο μπουφάν από έναν σωρό με άλλα ρούχα, σχισμένες τσάντες και παπούτσια. Ανασκάλεψα όπως όπως τον σωρό και βρήκα τον σκούφο, το τσαλακωμένο φουστάνι της, το μάλλινο παλιό καλσόν, τα τρύπια μποτάκια της. Τα κράτησα δυο στιγμές στην αγκαλιά μου και προσπάθησα να αφήσω όλη αυτή τη θλίψη, την ερημιά, την οδύνη και τον θρήνο που έκαιγαν μέσα μου σαν φωτιά να ξεχυθούν στα μάτια μου. Τίποτα· είχα ξεχάσει να κλαίω όπως και να χαμογελάω. Τι της είχα πει; Τι ξέρεις εσύ από εφιάλτες, κοριτσάκι; Μα ίσως έναν τέτοιο να ζούσε από πάντα… Έναν έρημο και ματωμένο εφιάλτη. Αίμα. Όχι. Δεν υπήρχε αίμα. Κοίταξα τα ρούχα της με σπουδή. Ούτε στάλα. Άνοιξα πόρτες, κατέβηκα σε σκοτεινότερα υπόγεια, έψαξα παντού μέχρι που τις βρήκα: δέκα μικρές κοπέλες σε ένα στενό κλουβί. Ντυμένες με ζαρτιέρες και κορσέδες, βαμμένες σαν πουτάνες. Για τούτο τις προόριζαν; Δεν αντέδρασαν σαν με είδαν κι έψαξα τα πρόσωπά τους μέχρι που βρήκα εκείνο με την ακμή. Τα σπυθούρια της ξεχώριζαν ακόμα πίσω από τα στρώματα πούδρας με το οποία της είχαν καλύψει το πρόσωπο. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα και τραβηγμένα πίσω, κι ένα μεγάλο φτερό εξείχε από μια φαρδιά κορδέλα που κάλυπτε το μισό της κεφάλι. Τα μάτια της ήταν θολά. Όλων των κοριτσιών τα μάτια ήταν θολά. Ήταν μαστουρωμένες. Τράβηξα δυο κεριά από την καπαρντίνα μου, τα άναψα κι έκανα ένα περίπλοκο ξόρκι που εξάτμισε ό,τι ηρωίνη δεν είχε ακόμα απορροφηθεί από τον οργανισμό τους. Ύστερα τις κοίμισα μέχρι να περάσει, έσπασα την πόρτα του κλουβιού και κάθισα να τις φυλάω μέχρι να ξυπνήσουν. Την άλλη μέρα το πρωί, τα μάτια της ήταν πρησμένα μα γελαστά. Και με κοιτούσε. Είχα υπόσταση. Το κορμί μου δεν ήταν άυλο με το δαχτυλίδι στη χούφτα μου. Η ανακούφισή μου που εκείνα τα μάτια είχαν μέσα τους ζωή ήταν μεγαλύτερη κι από την αίσθηση πως σε λίγο μόνο, και την ώρα εκείνη ακόμα και την ίδια στιγμή, μπορούσα να φορέσω το δαχτυλίδι. Είχε τρέξει πανικόβλητη στο βουναλάκι που είχα φτιάξει με τα λιγοστά υπάρχοντά της κι είχε αγκαλιάσει το μπουφάν και τον σκούφο της σαν να αγκάλιαζε μωρά παιδιά. Βλέποντάς την είχα θυμηθεί πώς χαμογελάνε, αν και ίσως η γκριμάτσα στο πρόσωπό μου να έδειχνε απειλητική. Τα άλλα κορίτσια είχαν βρει τα δικά τους κι όταν τις έβγαλα έξω από τα υπόγεια είχε πια χαράξει. «Δώσε μου το δαχτυλίδι μου» της είπα πιο άγρια από ό,τι είχα σκοπό προτού να βγούμε στο φως και χαθώ από τα μάτια τους. Πίστευα πως εκείνο το προηγούμενο βράδυ θα ήταν η καταστροφή μου: είχα αποκαλυφθεί σε δύο βρυκόλακες κι έμειναν ζωντανοί για να με τελειώσουν, και με είχαν δει άλλες εννιά μικρές κοπέλες. Θα πέθαινα σύντομα χωρίς αυτό, παρόλο που δέκα χρόνια τα είχα βγάλει καλά με τη μοναξιά μου. Με κοίταξε με το πιο σοβαρό ύφος που διέθετε, και στάθηκε όρθια μπροστά μου. Άνοιξε το στόμα της και τράβηξε μια πετονιά με κόπο και αναγούλα. Στην άκρη της είχε δεμένο το δαχτυλίδι και τον μικρό σταυρό της. Τη θαύμασα ακόμα μια φορά. «Ήτανε τρεις άντρες και μία γυναίκα» έλεγε. «Με έκρυψε η μάνα μου κάτω από το κρεβάτι, αλλά τους είδα, και τους άκουσα καθαρά. Μαχαίρωσαν τον πατέρα μου στην κοιλιά και τον έδεσαν στο καλοριφέρ. Βίασαν τη μητέρα μου μπροστά στα μάτια του. Τα έβλεπα όλα, μέχρι που ήρθε το σκοτάδι και με πήρε». Τα μάτια της έτρεχαν ρυάκια. Μα δεν υπήρχαν λυγμοί εκεί, ούτε ταραχή. Μόνο βουβά δάκρυα και μια ανείπωτη θλίψη, πίσω από τα λόγια, πίσω από τα μάτια, πίσω από την καρδιά. «Δυο μέρες μετά που κατάφερα να βγω κάτω από το κρεβάτι, εκτός από τους γονείς μου υπήρχαν άλλοι δύο νεκροί, ένας άντρας και μια γυναίκα. Στο χέρι της μαμάς μου ήτανε το δαχτυλίδι. Πρόλαβα να το πάρω, μαζί με τον σκούφο της μαμάς μου και το μπουφάν του μπαμπά μου, προτού να φύγω τρέχοντας και η αστυνομία να σφραγίσει το σπίτι μου. Τους άκουσα να λένε πράγματα φρικτά. Τα πτώματα των άλλων είχαν δαγκωματιές στους λαιμούς τους και είπαν πως ήταν από άγριο ζώο». «Ήταν του αφεντικού τους» της είπα. «Έτσι κάνουν, τρέφονται από αυτούς και τους ξαμολάνε οργισμένους και πεινασμένους στην πόλη. Θρέφονται από τον φόβο των άλλων, παραμονεύουν τυλιγμένοι στις σκιές μέχρι να βρουν το επόμενο θύμα τους. Κι έτσι τα αφεντικά σπέρνουν το χάος και το διαφεντεύουν, πουλάνε προστασία από το χάος που δημιουργούν». Με κοίταξε παραξενεμένη. Την ώρα εκείνη μόλις που κατάλαβα τι πίστευε για μένα. «Με χτύπησαν άσχημα. Είχα σκοτώσει τον μεγαλύτερο και τη γυναίκα, και οι άλλοι το έσκασαν. Πήγα να σηκώσω τη μάνα σου στα πόδια της και το δαχτυλίδι βγήκε έμεινε στο χέρι της, προτού φύγω να κυνηγήσω αυτούς που μου ξέφυγαν. Γύρισα να το πάρω» είπα και άνοιξα τη χούφτα μου. Το δαχτυλίδι άστραψε ασημένιο σαν φεγγαροφώς παρόλο το χρυσό της μέρας. «Δεν το ξαναβρήκα ποτέ». «Συγνώμη» μου είπε η μικρή. Και ήξερα πως το εννοούσε. Γέλασα. «Ήξερα πάντα που είσαι, όταν το κρατούσα. Μα δεν ήξερα τι να κάνω μέχρι που ήταν ξεκάθαρο: θα σε σκότωνα ή θα πέθαινα». Γέλασα ξανά. Αυτή τη φορά με την καρδιά μου, που θυμήθηκα πως όντως υπήρχε κάπου μέσα στα στήθια μου. «Έλα μαζί μου» της είπα και σηκώθηκα με σιγουριά πως θα με ακολουθούσε. Την πήγα σε μια κρυφή αλέα, πίσω από τον καθεδρικό που δεν έμοιαζε τόσο επιβλητικός στο φως της μέρας παρά γκρίζος και κουρασμένος. Γύρω είχε χαμηλά διώροφα κτίσματα υποστατικού, από αυτά που παλιότερα έμεναν τα μέλη του υπηρετικού προσωπικού του ναού. Φόρεσα το δαχτυλίδι μου. Το πεντάγραμμο στράφηκε στον ουρανό. Αισθάνθηκα ανακούφιση· τόσο μεγάλη που με συγκλόνισε, τόσο έντονη που όλος ο αέρας βγήκε με μιας από τα πνευμόνια μου σε έναν αναστεναγμό που με λύγισε. Η Κοινότητα ήταν εκεί μαζί μου, στο μυαλό, στην καρδιά, στη σκέψη και στο κορμί μου· έπειτα από δέκα ολόκληρα χρόνια η ερημιά, η απομόνωση, ο στεναγμός τους έσβησε, χάθηκε με μιας. Ήμουν ξανά μέρος της μάνας φύσης. Κι ένιωσα την πόλη μου, καθαρά όπως πρώτα. Η Σενάχ ήταν γύρω μου σαν μήτρα και μάνα την ίδια στιγμή που εγώ ήμουν ο πατέρας και η μητέρα της, μαζί. Ριγούσε στο άγγιγμά μου και με καλωσόριζε ξανά. Την αισθάνθηκα κουρασμένη να ξυπνά, να αποτινάζει από πάνω της τη δυστυχία, είδα την ελπίδα της να λάμπει μπρος μου καθαρή. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, τα μέλη της Κοινότητας ήταν γύρω μας λαμπερά. Η μικρή μου φίλη είχε σαστίσει. Κοιτούσε τις λαμπερές ασημένιες μορφές μας με δέος και σκέφτηκα ότι ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε την ομορφιά που κρύβει τούτος ο κόσμος. Οι άλλοι τη χαιρέτησαν κουνώντας τα κεφάλια τους. «Επιτέλους» είπαν σε μένα. «Λυπάμαι» τους απάντησα. «Δεν είχα τρόπο να το βρω». Την είδα με την άκρη του ματιού μου να κοκκινίζει. «Είναι ικανή;» ακούστηκε η ερώτηση από χιλιάδες στόματα. «Παραπάνω από ικανή» απάντησα και τους έγνεψα. Σχηματίσαμε γύρω από το κορίτσι την υγίεια κρατώντας την στο κέντρο του πεντάγραμμου. Μας κοιτούσε εκστατική, ίσως να θαμπώναμε το φως της. Το ασημένιο μας φως την τύλιξε ολόκληρη και την είδα να κοιτάζει το χέρι της όπου είχε εμφανιστεί το δικό της δαχτυλίδι με μάτια της γουρλωμένα όλο έξαψη. Εγώ θα τη δίδασκα, μέχρι που θα αποκτούσε τη δική της πόλη. Τα δήλωσαν και χάθηκαν. Όχι εντελώς, η Κοινότητα συνέχιζε να είναι μέσα μου κι ήξερα πως ήταν και μέσα στη μικρή μου φίλη. Από δω και πέρα ποτέ ξανά δε θα ήταν μόνη κι ευάλωτη. Νομίζω το ήξερε κι εκείνη, την ίδια στιγμή. «Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» μου είπε δειλά για πρώτη φορά καθώς φεύγαμε από την αλέα και προχωρούσαμε στην γκρίζα Σενάχ που τώρα τόπους τόπους αντανακλούσε το φως του ήλιου σε νερά και γυαλιά. Της έγνεψα και συνέχισε: «Τι είσαι;» Με αιφνιδίασε. Θα έπρεπε να ξέρει, είχε μέσα της τα πάντα πλέον, είχε τη δύναμη της φύσης, την Ιδέα, τα όνειρα. Τι ήθελε; Ορισμό; Ταμπέλα; «Είμαι άνθρωπος» της είπα τελικά καθώς σταμάτησε κι εκείνη να περπατά και στράφηκε προς το μέρος μου. Χλώμιασε λίγο. «Δεν εννοούσα αυτό». Δεν χαμήλωσα τα μάτια μου και περίμενα. Κάτι σε αυτή την ερώτηση έμοιαζε να της είναι πολύ δύσκολο. «Να… λέω… είσαι άντρας ή γυναίκα;» Χαμογέλασα. Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. «Και οι άλλοι δηλαδή… κι εγώ πρέπει να…» «Σώπα» της είπα και της χάιδεψα τον σκούφο. «Θα είσαι ό,τι θέλεις να είσαι. Ως μέλος της κοινότητας μπορείς να έχεις την επιλογή.» Edited December 25, 2015 by Nienor 14 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted December 28, 2015 Share Posted December 28, 2015 Πολύ ωραία ιστορία. Χρησιμοποίησες άψογα τις δυνατότητες της εισαγωγής και μας παρουσίασες έναν κόσμο γεμάτο δυνατότητες, μα και αβεβαιότητα. Έναν κόσμο που κυριαρχούν η θλίψη, η απομόνωση και η παρακμή. Την ίδια στιγμή όμως, καλυμμένη από τα σκοτάδια όλων αυτών των αρνητικών στοιχείων, μια σιωπηλή ελπίδα αναδεύεται. Κάτι παλεύει να προστατέψει αυτήν την πόλη, μοναχικά αγωνίζεται ώστε να διαλύσει τις σκιές και να ξανακάνει την πόλη αυτό που ήταν. Πραγματικά ωραία ιδέα, κι έξυπνη η ανατροπή. Για ένα μεγάλο μέρος του κειμένου πιστεύαμε ότι ο αφηγητής ήταν κάποιο Σκοτεινό πλάσμα, αλλά το γύρισες πολύ ωραία. Ωραία επίσης και η ιδέα της Κοινότητας. Καλογραμμένο, αν και η βιασύνη είναι φανερή σε κάποια σημεία. Δεν εκμεταλλεύτηκες επαρκώς το θέμα του υπερφυσικού Κακού που καταδυναστεύει την πόλη. Πέταξες μια αναφορά σε βρικόλακες, αλλά δεν ανέπτυξες επαρκώς αυτήν σου την ιδέα. Το γήινο κακό συνεργάζεται με το υπερκόσμιο, αλλά αυτό περισσότερο μοιάζει με έμπνευση της στιγμής, παρά για κάτι πάνω στο οποίο χτίστηκε η ιστορία. Θα μπορούσες να το είχες παραλείψει και να έδινες περισσότερο βάρος στο παρελθόν της κοπέλας, που επίσης το παρουσίασες κάπως πρόχειρα. Καλή σου επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
jjohn Posted December 28, 2015 Share Posted December 28, 2015 (edited) Λοιπόν, Και εδώ πέρα έχουμε αρκετά καλή αφήγηση. Ενώ σε όλο το κείμενο το πηγαίνεις καλά, νομίζω ότι, στο τελευταίο κομμάτι τρέχεις τις εξελίξεις λίγο πιο γρήγορα απ' ό,τι χρειάζεται. Σε πιθανές διορθώσεις, θα σου πρότεινα να εμβαθύνεις λίγο παραπάνω εκεί. Αυτά! Καλή επιτυχία! Edited December 28, 2015 by jjohn 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted December 28, 2015 Share Posted December 28, 2015 Καλησπέρα Nienor! Λαβέ τα σχόλιά μου (και αγνόησε, επίσης, την αλλαγή γραμματοσειράς): Ωραία ενώνεις την ιστορία σου με την εισαγωγή. Δεν είναι τόσο έξυπνο, ωστόσο, να φορά τα ίδια χαρακτηριστικά ρούχα στο κυνήγι του ίδιου πλάσματος. Όταν μάλιστα είναι και κόκκινα. Αν δεν τραβάει το κόκκινο χρώμα το μάτι, και μάλιστα το μάτι ενός βρικόλακα..... Μου αρέσει που ούτε και κείνος βλέπει τον εαυτό του. (Κυνηγός εμπόρων ναρκωτικών είναι ο τύπος; Κι αυτό έχει το ενδιαφέρον του.) ΟΚ προφανώς το κορίτσι δεν έχει άλλο μπουφάν. Τι της είχα πει; Γύρνα πίσω στην αγκαλιά της μαμάς σου… σκέφτηκα ότι μάλλον το κορίτσι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Τι της είχα πει; Στο ζεστό σου κρεβάτι… ξαφνικά σιγουρεύτηκα πως το παιδί δεν πρέπει να είχε τέτοιο πράγμα. Απλώς οι δύο αυτές προτάσεις μου φαίνονται κάπως σαν άσκοπη επανάληψη του ίδιου περίπου πράγματος. Ήδη έχουμε εννοήσει πως η μικρή είναι μόνη της (και αρκετά μοναδική, όπως παραδέχεται ο ήρωάς μας.) Δεν είναι κάτι ουσιαστικό αλλά νομίζω ο αγιασμός μυρίζει μάλλον βασιλικό και όχι λιβάνι. Στους δε καθολικούς, όπου παραπέμπει η αναφορά της όστιας, ο αγιασμός, επειδή έχω πιει και ξέρω (στην Βαυαρία) είναι σκέτο αλατόνερο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά έχει μία αίσθηση κόμιξ η ιστορία σου. Βρικόλακας με ιδεώδη, σκοτεινή πόλη, έρημες ψυχές και καθεδρικός γεμάτος μυστικά. Η ανακούφισή μου που εκείνα τα μάτια είχαν μέσα τους ζωή ήταν μεγαλύτερη κι από την αίσθηση πως σε λίγο μόνο, και την ώρα εκείνη ακόμα και την ίδια στιγμή, μπορούσα να φορέσω το δαχτυλίδι. Αυτό, αν και είναι κατανοητό το τι λεει, μου φάνηκε κάπως απρόσεκτο συντακτικά. Την άλλη μέρα το πρωί, τα μάτια της ήταν πρησμένα μα γελαστά. Και με κοιτούσε. Είχα υπόσταση. Το κορμί μου δεν ήταν άυλο με το δαχτυλίδι στη χούφτα μου. Λες αυτό και εγώ υποθέτω ότι κρατάει το δαχτυλίδι στη χούφτα του εφόσον έχει υπόσταση. Αλλά μετά λες αυτό: «Δώσε μου το δαχτυλίδι μου» της είπα πιο άγρια από ό,τι είχα σκοπό προτού να βγούμε στο φως και χαθώ από τα μάτια τους. Και δεν καταλαβαίνω. Τελικά το είχε το δαχτυλίδι ή όχι; Αν αυτός είχε υπόσταση απλώς και μόνο επειδή ήταν στα σκοτάδια, αυτό δεν φαίνεται, επειδή λες ότι έχει το δαχτυλίδι στη χούφτα του. Υπέθεσα ότι της το είχε πάρει ενώ κοιμόταν. Άρα δεν ήταν ακριβώς βρικόλακας. Πολύ ενδιαφέρον αυτό! Ανατροπή, τελικά. Συμπαθητική ιστορία, με κάποιες απροσεξίες εδώ κι εκεί. Το ότι δεν ήταν βρικόλακας, ή μάλλον –το ότι τελικά δεν ξεκαθαρίζει τι ακριβώς ήταν, νομίζω ότι αποτελεί το πιο δυνατό της στοιχείο. Επίσης και το ότι δεν προκύπτει ρομάντζο, τουλάχιστον εντός των σελίδων σου μου φάνηκε πολύ θετικό. Μπράβο και καλή επιτυχία! 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
WILLIAM Posted December 30, 2015 Share Posted December 30, 2015 Πολύ ωραία ιστορία. Μου άρεσε και το όλο στήσιμο και η γλώσσα καθώς και το πιο φωτεινό τέλος από τους αντιπάλου σου ονειραφέντη ( θα είχε σύμβουλο από τους εφιαλτες όταν έγραφε φαίνεται ) που άφηνε ένα ωραίο συναίσθημα. Θα ήθελα ίσως λίγο περισσότερες εξηγήσεις. Λεκτικά με ξένισε μόνο η χρήση της λέξης πουτάνες, θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις το πόρνες μιας και ο χαρακτήρας που μας ρα αφηγείται δεν έχει αλλού χρησιμοποιήσει ανάλογο λεξιλόγιο. Μου άρεσε πολύ το συναισθηματικό δέσιμο με τα ρούχα που είχε η κοπέλα, Ήταν καλά δοσμένο και πετυχημένο. Σπέσιαλ αναφορά στην ακμή της κοπέλας, δεν χρειάζεται να είναι όλες οι γυναίκες εκθαμβωτικά όμορφες. Της δίνεις ένα μειονέκτημα εμφανισιακό αλλά δεν της στερείς την ομορφιά. Και τώρα άντε να δούμε ποιον θα ψηφίσω... 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted December 30, 2015 Share Posted December 30, 2015 Ωραία εκμετάλλευση της εισαγωγής και μου άρεσε ο τρόπος που έτρεχαν οι εξελίξεις. Καλή και η ανατροπή εκεί που χρειαζόταν. Ωστόσο, νομίζω ότι το τέλος ήταν λίγο πιο βιαστικό απ' όσο έπρεπε και με μπέρδεψε λιγάκι -ειδικά εκεί με το δαχτυλίδι και την υπόσταση του αφηγητή. Προφανώς δεν είναι ακριβώς άνθρωπος, αφού τρώει σφαίρα και όλα καλά. Αλλά δεν είναι και βρικόλακας. Για μένα, φαίνεται να ανήκει σε μια ενδιάμεση κατηγορία νεκροζώντανου, ένα νέο είδος φανταστικού πλάσματος, που θα άξιζε τον κόπο να του δώσεις λίγο χρόνο παραπάνω για να το γνωρίσουμε καλύτερα. Θα δυσκολευτώ στην ψήφο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Silvertooth Posted December 31, 2015 Share Posted December 31, 2015 Διαβάσα το διήγημα από την πρώτη μέρα, μα θέλησα να το κάνω μια επανάληψη πριν σχολιάσω. Κάτι που δεν παρατήρησα για κάποιο λόγο εξ αρχής, ήταν το θέμα της ερημιάς στο κείμενο και μπορώ να πω ότι γοητεύτηκα από τη μελαγχολία του. Χαρακτήρες: Το κορίτσι με κέρδισε: σιωπηλό, εργατικό, τολμηρό, εφευρετικό και φυσικά με το τραγικό μπακ-στόρυ, δε γινόταν να μη μου αρέσει. Ο πρωταγωνιστής έμοιαζε λίγο να μην μπορεί να αποφασίσει τελικά αν ήταν συναισθηματικός ή κυνικός, μα φαντάζομαι ότι ήταν ένας ιδιαίτερος συνδυασμός. Είχε ενδιαφέρον. Κοσμοπλασία: Όσον αφορά την πόλη, δίνονται αρκετές εκφράσεις για το ότι κάτι δεν πάει καλά. Ότι όλοι ζουν με την ερημιά, ότι τα παιδιά είναι είδος προς εξαφάνιση κτλ, με έκανε να αναρωτιέμαι γιατί, μιας και έμοιαζε γενικώς σα μια κανονική πόλη, αν εξαιρέσεις τα βίαια υπερφυσικά πλάσματα, που όμως δεν είχαν και άπειρη εξουσία δεδομένου ότι κρύβονταν στον υπόκοσμο. Θα ήταν καλό να δινόταν ένας λόγος για αυτή την απαισιοδοξία για την πόλη, έστω μια υπόνοια ότι είναι μόνο η υποκειμενική άποψη του αφηγητή αυτή. Η κοινότητα ήθελε μάλλον λίγη περισσότερη εξήγηση ή μια πιο ομαλή εισαγωγή της στην ιστορία. Πλοκή: Μου άρεσε όλη, από την αρχή μέχρι το τέλος. Βέβαια ήταν λίγο δευτερεύουσα σε σχέση με την κοσμοπλασία και τις σκέψεις και ιδέες του πρωταγωνιστή. Στο κλείσιμο θα ήθελα λίγο περισσότερο χρόνο, αλλά κατά τα άλλα ήταν κομπλέ. Ακολουθούν κάποια σημεία στην ιστορία που ήταν λίγο ασαφή, και χρειάστηκε να τα διαβάσω δυο τρεις φορές. "Πετάχτηκα πάνω, της έπιασα το χέρι –έτσι νόμιζα μέσα στον ύπνο μου– το τράβηξε και αυτή βγήκε από το μπουφάν της, που μου έμεινε στα χέρια." Δεν έπιασα γιατί το νόμιζε στον ύπνο του, εφόσον το έκανε όντως στο ξύπνιο του. Επίσης στο: "το τράβηξε και αυτή βγήκε από το μπουφάν της" δεν φαίνεται σε ποια πρόταση ανήκει το 'αυτή'. Θα μπορούσε να είναι καλύτερα: "το τράβηξε και αυτή, και βγήκε..." ή "το τράβηξε και βγήκε..." "Ο χώρος είχε ευγνωμοσύνη και παρακαλετά. Αναρωτιόμουν προς τι και γιατί ευγνωμοσύνη, λες κι αυτές οι πέντε έξι ψυχές που ήταν μοιρασμένες στον χώρο γύρω μου είχαν κάτι που να αξίζει την ευγνωμοσύνη τους. Κάτι που τους έδωσαν όλοι αυτοί στους οποίους προσεύχονταν." Κι εδώ η δεύτερη περίοδος είναι λίγο ασαφής με την πρώτη ματιά. Επίσης, γιατί να μην έχουν κάποιο λόγο να μη νιώθουν ευγνωμοσύνη; Γενικώς οι άνθρωποι θεωρούν ότι όταν πάνε καλά τα πράματα στη ζωή τους, έχουν μια κάποια θεϊκή εύνοια. "Είχα υπόσταση. Το κορμί μου δεν ήταν άυλο με το δαχτυλίδι στη χούφτα μου." και μετά:"Δώσε μου το δαχτυλίδι μου» της είπα πιο άγρια από ό,τι είχα σκοπό προτού να βγούμε στο φως και χαθώ από τα μάτια τους." Θαρρώ ότι σου ξέφυγε αυτό...Επίσης, μόνο στο φως θα έχανε την υπόσταση, ενώ όσο ήταν στη σκιά μπορούσε να έχει; Δεν ήταν θέμα μέρας-νύχτας; Κάπου πριν είπε ότι θα περίμενε να ξαναποκτήσει υπόσταση το βράδυ, παρότι θα βρίσκονταν σε σκιερό μέρος...Τα πτώματα των άλλων είχαν δαγκωματιές στους λαιμούς τους και είπαν πως ήταν από άγριο ζώο».«Ήταν του αφεντικού τους» της είπα. «Έτσι κάνουν, τρέφονται από αυτούς και τους ξαμολάνε οργισμένους και πεινασμένους στην πόλη. Θρέφονται από τον φόβο των άλλων, παραμονεύουν τυλιγμένοι στις σκιές μέχρι να βρουν το επόμενο θύμα τους. Κι έτσι τα αφεντικά σπέρνουν το χάος και το διαφεντεύουν, πουλάνε προστασία από το χάος που δημιουργούν». Τελικά τα αφεντικά πίνουν αίμα των υποτακτικών τους (βρικόλακες); Οι οποίοι με τη σειρά τους θρέφονται με το φόβο των άλλων; (άρα είναι κάτι άλλο, που δεν είναι βρικόλακες; ) Πάλι κάτι χάνεται εδώ... Δεν μπορώ να βρω κάποιο στοιχείο στην ιστορία που να μη μου άρεσε, αντιθέτως τα περισσότερα με εντυπωσίασαν, ωστόσο δεν νομίζω ότι συγχρονίστηκαν τόσο καλά μεταξύ τους, και κατά συνέπεια δεν αναδείχθηκαν όσο τους άξιζε. Εφόσον γενικώς μ' αρέσει πάρα πολύ η γραφή σου, θα ήθελα να διάβαζα κάποιο rewrite του, όπου θα απλωνόταν λίγο παραπάνω. Συγχαρητήρια πάντως για τις ιδέες που αναπτύχθηκαν στο κείμενο. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted January 1, 2016 Share Posted January 1, 2016 Λοιπόν, εγώ κατάλαβα τι στράβωσε και οι υπόλοιποι δεν κατάλαβαν γιατί έβαλες αγιασμούς και σταυρούς και τέτχοια. Είναι το όνομα της πόλης. Εσύ έφτιαξες μια φανταστική πόλη στον δικό μας κόσμο, όχι μια φανταστική πόλη σε έναν φανταστικό κόσμο. Την έβγαλες όμως Σενάχ, που παραπέμπει σε Ανατολή, και έβαλες ιουδαιοχριστιανική παράδοση για τους βρικόλακες, η οποία φαίνεται όντως να μην πολυκολλάει. Αυτό το πρόβλημα θα λυθεί στο πί και φι με ένα όνομα πόλης ψευδοελληνικό ή ψευδοαμερικάνικο (όπως είναι π.χ. το αντίστοιχο Σάννιντεηλ στην Μπάφι ή το Τουίν Πικς). Η γραφή σου είναι καταπληκτική και ταίριαξε πολύ όμορφα με την ερημιά και τη μελαγχολία που περιγράφεις. Τι κατάλαβα εγώ ότι ήταν ο πρωταγωνιστής και η Κοινότητα; Δεν ξέρω, μπορεί να κάνω τεράστιο άλμα σκέψης και λογικής εδώ, αλλά κατάλαβα ότι ήταν Grigori, φύλακες-άγγελοι φάση. Μη με ρωτήσεις γιατί το συμπέρανα, έχω τους λόγους μου αλλά θα γράψω ολόκληρο μυστικιστικό δοκίμιο για να τους αναλύσω. Γενικά νομίζω πως χρειάζεται λίγη δουλειά για να δέσουν καλύτερα τα διάφορα στοιχεία της πλοκής, ίσως να έδινες και κάποιες αναφορές στην Ιδέα από πιο νωρίς στο κείμενο, δεν ξέρω. Μπορεί να έπρεπε να έχεις εκμεταλλευτεί τις λέξεις που σου περίσσεψαν. Σε κάθε περίπτωση, δεν σε είχα ξαναδιαβάσει σε κάτι τέτοιο και με εντυπωσίασες, λατρεμένη. Έχεις κάτι που αξίζει να δουλέψεις παραπάνω εδώ πέρα, μην το αφήσεις. 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morfeas Posted January 2, 2016 Share Posted January 2, 2016 (edited) Σημείωση 1η: Αυτό είναι το πρώτο κείμενο που διάβασα μες στη χρονιά (έστω και για 2η φορά). Ελπίζω να είσαι γουρλού. Σημείωση 2η: Αυτή είναι και η πρώτη μου κριτική για φέτος. Κλασικά, θα είμαι αυστηρός. (Sonya’s style) Κοίτα με πόσο διακριτικά θα προσπεράσω τις ομοιότητες των ιστοριών μας (με αστειότερη τη σκηνή με τον αγιασμό), και θα σου πω ότι η ιστορία διαβαζόταν άνετα, ήταν στο μεγαλύτερό της μέρος καλογραμμένη (1-2 περάσματα τα θέλει, για να κοπούν μερικοί λόξυγκες ή φράσεις που θα ήθελαν άλλη σύνταξη ή στίξη) και γενικά μου άφησε ωραία γεύση. Τα θετικά δεν θα τα απαριθμήσω (ατμόσφαιρα, χαρακτήρες, πλοκή ως πρόθεση, ιδέες ως σύλληψη). Το σημαντικότερο πρόβλημα του διηγήματος είναι, όπως έχεις καταλάβει, η σύνδεση μεταξύ των ιδεών σου. Ήθελαν περισσότερο χώρο, για να συγχωνευτούν περισσότερο και ομαλότερα. Το αστείο (οκ, αστείο δεν είναι, αλλά εγώ σ’ αυτό το παιχνίδι όλο γελούσα, μία με το διήγημα, μία με τα τίζερς, μία με τα σχόλια) είναι ότι όταν το διάβασα, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν Το Πένθος Ταιριάζει στην Ελένη (το άλλο παιχνίδι που έχω παίξει, που όλως τυχαίως πάλι μαζί ήμασταν). Ενώ η συνταγή μπορεί να μην είχε εξ ορισμού αταίριαστα στοιχεία, κάτι χάθηκε στην αναλογία και οι λεπτομέρειες δεν δέθηκαν όπως έπρεπε. Τι θα πρότεινα να αφαιρέσεις: --το κομμάτι με την ηρωίνη. Βαραίνει το κείμενο και δεν αναπτύσσεται όσο θα χρειαζόταν, μένει ως ένα αχρησιμοποίητο πρακτικά εύρημα. Δεν είναι άσχημο (ως σύλληψη είναι από τις ιδέες που αγαπώ, όπως θα καταλάβεις αν ποτέ ολοκληρωθεί το μελάνι και στο δώσω ), αλλά δεν μου φαίνεται ότι προσφέρει κάτι. --Το ξόρκι που κάνει, επίσης. Δεν εμφανίζεται αλλού, δεν ξέρω αν χρειάζεται στη συγκεκριμένη ιστορία. Το ότι είναι άφυλος μπερδεύει ομολογώ και σίγουρα θα ήθελα πολύ να τελειώνει το διήγημα κι όταν μαθαίνω ότι είναι άφυλος να καταλαβαίνω αυτό που εσύ σκεφτόσουν όταν το έκανες (π.χ. ότι η μοναξιά δεν έχει φύλο, ξέρω γω; Κάτι που να μου είναι καθαρό, είτε όσον αφορά την κοσμοπλασία, είτε ως συμβολισμός). Με τη δεύτερη ανάγνωση, έχω να πω ότι η μοναξιά δεν φαίνεται ως καθοριστικό κομμάτι του κόσμου σου. Αν το σκεφτώ έτσι, δημιουργείται κι ένα μπέρδεμα, καθώς όλες οι ψυχές περιγράφονται ως ερημωμένες, άρα όλοι θα έπρεπε να είναι μοναχικοί, πλάσματα της νύχτας. Δηλαδή αυτό νομίζω καλό θα ήταν να γίνει πιο καθαρό, καθώς ως ιδέα είναι γαμάτη. Συνοψίζοντας: ωραίες ιδέες, που με λίγο προσεκτικότερο μαγείρεμα (κι ίσως με λίγη περισσότερη φειδώ) θα μας δώσουν ένα ούρμπαν διαμαντάκι. Υ.Γ. Εγώ κατάλαβα ότι η Σενάχ είναι μια πόλη άχρονη και έξω από χάρτες, λες και δεν είχε σημασία αν ήταν στη Γη ή σε κάποιον άλλον κόσμο. Για για μένα τουλάχιστον δεν είχε. Edited January 2, 2016 by Morfeas Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted January 5, 2016 Author Share Posted January 5, 2016 Εδώ τώρα μάλλον δεν υπάρχουνε και πολλά να σας πω, γιατί δεν ξέρω κι εγώ τίποτα παραπάνω από αυτά που (μάλλον κι ελπίζω) καταλάβατε. Η Κοινότητα είναι μια σύναξη μάγων και μαγισσών (Αταλάντη, δεν ξέρω τι είναι οι Grigori), το ότι είναι άφυλη (και δεν είναι όλοι) είναι επειδή η μαγεία είναι άφυλη και το όνομα της πόλης, ω γουέλ... Άντε εδώ να σας πω Στην αρχή τη λέγανε Ιασενάχ κι είναι το Χάνεσαι ανάποδα. Η ιδέα με την Κοινότητα είναι ότι κάθε μέλος της αναλαμβάνει να φυλάει και μία πόλη, και ο/η ήρωάς μου εδώ έχει τη συγκεκριμένη που χάνεται γιατί έχει χάσει το δαχτυλίδι του/της δηλαδή την ελπίδα (έλεγα στην αρχή - γιατί οι ομοιότητες δε σταματούν στον αγιασμό με το σκοτάδι μέσα μου ) αλλά μετά έγινε τη "συντροφικότητα". Και με τον/την ήρωα τη συντροφικότητα την χάνει και η πόλη και μένει πίσω της ερημιά. Αυτό με το δαχτυλίδι στη χούφτα του δεν είναι κάτι που μου ξέφυγε, είναι κάτι που απέτυχα (εντυπωσιακά καλά κιόλας) να κάνω σαφές Όταν το κρατάει στο χούφτα του κάθονται ήδη με τη μικρή στο παγκάκι και μιλάνε. Από την επόμενη παράγραφο ο/η ήρωας μάς περιγράφει πώς έφτασαν μέχρι το παγκάκι και πώς πήρε τελικά το δαχτυλίδι του. Ή έπρεπε να αναφέρω το παγκάκι, ή να κρατήσω τον υπερσυντέλικο λίγο παραπάνω μάλλον. Το κομμάτι με την ηρωίνη, νιαχ, είχα γράψει κι ένα έσεϊ παραπάνω, κάπου τρίτη παράγραφο γι' αυτούς που πουλάνε την παραμύθα στους ανθρώπους που χάνονται στη μοναξιά και πώς τους κάνουν να έχουν ανάγκη το θάνατο και το ότι αυτό που έχει πραγματικά να πολεμήσει ο/η ήρωάς μου δεν είναι τα βαμπίρια, αλλά αυτή η μοναξιά που ο ίδιος δημιουργεί στους ανθρώπους της πόλης και τους κάνει να χρειάζονται να παραμυθιάζονται για να την αντέξουν. Μετά δε μου άρεσε, θεώρησα και πως ήτανε σαφές και από τα υπόλοιπα και δεν το χρειαζόμουνα το μπλα μπλα, οπότε το έφαγα και εκείνη η άλλη ηρωίνη πήγε και μου μεινε εκεί ορφανή. Για το ξόρκι, ναι, στη συγκεκριμένη φάση που το περιγράφω δε χρειάζεται μάλλον, αλλά πριν από αυτό έχει κάνει άλλα δύο: το ένα είναι που ανατινάζει το κεφάλι του ενός μαφιόζου, και το άλλο που ακούει τις σκέψεις αυτών που είναι μέσα στο ναό. Ήθελα κάπου να κάνω σαφές ότι αυτά που κάνει είναι ξόρκια και βρίσκω πως χωρίς αυτό το τελευταίο, μάλλον δε θα ήτανε σαφές ούτε και αυτό. Θα δω τι θα το κάνω. Τώρα για διορθώσεις και για το τι τύχη θα έχει γενικά αυτή η ιστορία... Εδώ έχω ένα κενό. Προφανώς αν προλάβω να τη σκεφτώ όλο και κάτι θα της κάνω, αλλά φοβάμαι πως αν δεν ασχοληθώ λίγο σοβαρά με το είδος (στο οποίο ούτε διαβάσματα έχω ούτε και είχα φανταστεί πως θα το δοκίμαζα ποτέ) μάλλον δεν γίνεται να της κάνω και τίποτα φοβερό. Θα τα δούμε όλα εν καιρώ Προς το παρόν, ας πούμε πως τη συμπαθώ. Σας ευχαριστώ πολύ όλους για την ανάγνωση και τα σχόλιά σας 4 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.