Jump to content

ΣΑ #1 (Απαντήσεις και Σχολιασμοί)


Ιρμάντα

Recommended Posts

  • Replies 77
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • Ιρμάντα

    14

  • elgalla

    12

  • Mesmer

    12

  • MadnJim

    8

Μαζευόμαστε μπόλικοι, βλέπω. Πάρα πολύ ωραία. Και μιας και διάλεξα πρώτος, ας ανεβάσω και πρώτος.
 
Κι αφού η άσκηση είχε να κάνει με τη συνδυαστική ικανότητα και τη φαντασία, παραμέλησα, κάπως, κάποια πιο τεχνικά θέματα. Ορίστε, ούτε 1.000 λέξεις, μόνο 939 λέξεις.
 
 
 
 
Το παλιόσπιτο
                «Να, αυτό είναι».
                «Σ’ αυτό το χαμόσπιτο μένεις; Άπαπα. Αλλά μαζί θα το φτιάσουμε όμορφο».
                Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που είχαν ακουστεί στο σπίτι εδώ και πάρα πολύ καιρό. Η γυναίκα παρίστανε ότι ήξερε, αλλά την έβλεπε για πρώτη φορά. Ίσως να την είχε δει περαστική στο δρόμο, μα τίποτα παραπάνω. Μια χωριανή ήταν κι ο άντρας της της αγροτιάς κι εκείνος. Φαίνονταν χαρούμενοι οι δυο τους κι έτοιμοι να κοπιάσουν για να κάνουν σπιτικό.
                Λίγο αργότερα άρχισε το ξύλο, κι όσα όμορφα είχαν καταφέρει ως τότε έμοιαζαν άσκοπα και λυπηρά. Η γυναίκα έτρεχε συνέχεια στο χωράφι και στις αγγαρείες για να ‘ναι μακριά του, αλλά εκείνος την περίμενε να μαζευτεί, σαν βράδιαζε, με το ζωνάρι βγαλμένο.
                Η γάτα ήρθε πιο μετά κι ήταν μπελαλίδικη. Ο άντρας την κυνήγαγε όλη μέρα κι εκείνη, γι’ αντίποινα, γκρέμιζε τα μπιχλιμπίδια κάθε βράδυ.
                «Αχού, γατί είναι, τι θέλεις να σου κάμει;», έλεγε η γυναίκα για να προστατεύσει το άτιμο ζώο, παρά το ξύλο που έτρωγε εξαιτίας του. Την είχε μάθει, τη γυναίκα, τόσο καιρό και γνώριζε ότι ήταν καλή στο θέατρό της.
                Η γυναίκα ήξερε ότι δεν έφταιγε η γάτα από μόνη της. Έβαζε κι εκείνο τις τρομάρες του όταν πέρναγε μέσα απ’ τους τοίχους κι ούρλιαζε στ’ αφτιά της γάτας.
                Τι περιμένεις, γυναίκα; σκεφτόταν.
 
Το σκιαζάρι
                Φύσαγε. Τα στάρια θα κυμάτιζαν σαν χρυσαφένια κύματα, μα δεν μπορούσε να τα δει γιατί οι κάργες είχαν φάει τα μάτια του πρώτα-πρώτα. Άλλες δυο είχαν αράξει τώρα στους ώμους του και τσιμπολογούσαν απ’ τα μάγουλα και τα χείλη του. Άδικος κόπος. Το δέρμα του πλέον ήταν σάπιο και σκληρό. Αλλά αυτές οι μαυροπουλάδες είναι πεισματάρες κι άκαρδες. Ίσως να τις ένοιαζε μόνο πως τον πόναγαν. Ίσως να τις έστελνε η γυναίκα του.
                Σκεφτόταν αν του άξιζε. Έτσι όπως ήταν παλουκωμένος πάνω στο σταυρό, είχε όσο χρόνο ήθελε.
                «Με πονάς, γυναίκα!», φώναζε όταν εκείνη έσπρωχνε το μυτερό στειλιάρι μέσα στην πλάτη του.
                «Κι εσύ με πόναγες», απάνταγε εκείνη κι έβαζε κι άλλη δύναμη.
                Το σώμα του δεν μπορούσε να το κουνήσει ρούπι λες κι ήταν όλο λυμένο. Πώς να ‘ξερε ότι το φαΐ ήταν γεμάτο φαρμάκια. Φαρμάκια για να μείνει ακίνητος, αλλά να νιώθει το σούβλισμα. Φαρμάκια για να μείνει ζωντανός, παρόλο που ‘πρεπε να πεθάνει.
                «Κι από δω βγάζω το φαΐ μου», την άκουσε να λέει πολύ καιρό μετά.
                «Είναι αμαρτία τόσο όμορφη γυναίκα να παλεύει μόνη στα χωράφια». Η φωνή του άντρα έσταζε αγάπη. «Τώρα θα ‘χεις εμένα εδώ, να τ’ αναλάβω».
                Τους φανταζόταν να περπατάνε ανάμεσα στα στάχυα με τους αγκώνες μπλεγμένους κι ένιωθε ζήλια.
                «Καλέ, τι σκιαζάρι άσχημο είναι αυτό», έκανε ο άντρας απότομα, λες κι οι λέξεις είχαν πεταχτεί από μόνες τους. «Τουλάχιστον δεν θα μας απασχολούν τα τσιροπούλια».
                Η γυναίκα γέλασε. Ήταν ένα γέλιο γεμάτο χαρά κι ευτυχία. Ήταν ένα γέλιο ψεύτικο.
 
Η Μελανή
                «Ψ-ψ-ψ. Ψ-ψ-ψ».
                Η φωνή την προσκαλούσε και μύριζε ζεστό γάλα. Πλησίασε αργά και με άπειρη επιφύλαξη. Άλλωστε, το ‘χε η φύση της να μην εμπιστεύεται κανέναν. Είδε το αφημένο πιατάκι και τους αχνούς που αναδύονταν και μπέρδευαν τα ένστικτά της. Επικράτησε εκείνο της ασφάλειας.
                Έκανε δυο βήματα μπροστά και μετά άλλα δύο πίσω. Περίμενε μέχρι να απομακρυνθεί η μυρωδιά του ανθρώπου.
                «Ψ-ψ-ψ».
                Αυτή τη φορά την είχε καλέσει από πιο μακριά. Το επιβεβαίωνε αυτό και η οσμή της. Όρθωσε την ουρά της και προχωρώντας χοροπηδηχτά, κολλημένη στον τοίχο, έφτασε στο αχνιστό γεύμα. Η γλώσσα της γεύτηκε με όρεξη εκείνο το αναπάντεχο δώρο, αλλά τα αφτιά της έστεκαν ολόρθα, ανιχνεύοντας τους κοντινούς κινδύνους.
                Το πιατάκι είχε πια αδειάσει κι εκείνη έγλυφε τα υπολείμματα, από λαιμαργία, γιατί το στομάχι της είχε χορτάσει. Τέτοιες χάρες τις είχε σπάνια κι έπρεπε να τις απολαμβάνει όποτε τύχαιναν. Αλλά η απόλαυση τής κόστισε σε αντίδραση. Κι όταν αντιλήφθηκε τον άνθρωπο δίπλα της, την είχε ήδη γραπώσει απ’ το σβέρκο και την τσουβάλιασε σ’ ένα σακί από χοντρό και σκληρό ύφασμα. Όσο κι αν πάλευε μέσα στο σκοτάδι, τα νύχια, τα δόντια κι η σβελτάδα της, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
 
Η γερόντισσα
                «Σσσσουουου!», φώναζε η γριά, ενώ κοπάναγε απανωτά με τη βέργα τον αδειανό τενεκέ. Τα τσόνια και τα τσιροπούλια που έκαναν φωλιές μέσα στο σιτοχώραφο είχαν καταφάει τη σοδειά κι έπρεπε να τα διώχνει συνεχώς. Δεν την ένοιαζαν τόσο τα στάρια, παρά τα διαβολόχορτα, τα αγριμόνια, οι αλθαίες και οι αλχημίλλες που ‘χε φυτεμένες ανάμεσα.
                Το κεφάλι της είχε αρχίσει να κουδουνίζει. Αρκετά και για κείνο το απόγεμα. Θα συνέχιζε αύριο  Παράτησε τα σύνεργα στο χώμα και κίνησε προς το σπίτι. Καθώς περνούσε κάτω απ’ το σκιάχτρο έριξε μια κλοτσιά στο ξύλο που χωνόταν στο έδαφος.
                «Άχρηστο πράμα. Μόνο για να τρομάζει τη Μελανή αξίζεις», γκρίνιαξε.
                Έριξε μια ματιά στο σκιάχτρο που ήταν πεταμένο παραδίπλα. Έμοιαζε με χιλιόχρονο ψοφίμι. Μόνο κόκκαλα και μαυρισμένο δέρμα. Εκείνο που ‘χε στήσει πρόσφατα ήταν φρέσκο, με μπόλικα μάγια μέσα του.
                Όταν μπήκε στο σπίτι πήγε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα και κάθισε μπροστά στον καθρέφτη. Κοίταξε το πρόσωπό της με προσοχή. Η όρασή της είχε καλυτερέψει απ’ την προηγούμενη εβδομάδα. Τώρα μπορούσε να παρατηρήσει τις ζάρες στα μάγουλα και τα μάτια της που έπαιρναν να ξεθωριάζουν.
                Ένιωσε ένα τρίψιμο στη γάμπα της. Άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε την κοιλιά της Μελανής. Ένα απαλό γουργούρισμα γέμισε τη χούφτα της. Αυτή ήταν η τρίτη γάτα. Κι ο άντρας πάνω στο σταυρό ο δεύτερος. Είχε αργήσει πολύ μ’ αυτόν. Ίσως επειδή περνούσε καλά.
                Απ’ την άλλη, υπήρχαν πράγματα πιο σημαντικά. Αναπόλησε το ποιηματάκι που της έλεγε η γιαγιά της, γι’ αυτά που χρειάζεται μια γυναίκα για να μείνει πάντα νέα.
 
 
                Σπίτι με στοίχειωμα,
                Μια γάτα σκοτεινή
                Και άντρα μισοψόφιο.
 
                Το πρώτο για τα χρόνια του,
                Το άλλο για τα μάγια
                Το τρίτο, το σημαντικό, για έρωτα ατόφιο.
 
 


Ευχαριστώ την Ιρμάντα για το όμορφο ξόρκι  :devil2:

 

Edited by Mesmer
  • Like 6
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόόόόν... Το Δ11 είναι ένα πιάτο που συνδυάζει έναν ταχυδακτυλουργό, ένα κάστρο στην άμμο, έναν σκαραβαίο, και ζάρια. Πρόσθεσα και μια πρέζα χιούμορ για να γίνει πιο ελαφρύ, και ορίστε το σνακ που ετοίμασα, με μόλις 1062 λέξεις. Ελπίζω να σας αρέσει, καλή όρεξη! :)

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Κόλπα στην άμμο
 
          Η Αννούλα έκανε μια γκριμάτσα δυσφορίας και ξαναγέμισε το φτυαράκι της με άμμο.
          «Παράτα με σου λέω» είπε και άδειασε την άμμο στο πολύχρωμο κουβαδάκι της. «Από τότε που σου πήρε ο νονός το σετ ταχυδακτυλουργού με έχεις τρελάνει!»
          Ο Γιωργάκης έκανε γρήγορα το γύρο του κάστρου που έχτιζε η αδερφή του, και κάθισε απέναντί της.
          «Κοίτα» της είπε απτόητος, και γεμάτος ενθουσιασμό της έδειξε τα δύο ζάρια στην παλάμη του, «μπορώ να τα ρίξω και να φέρω ότι αριθμό θελήσω!»
          Η Αννούλα έκανε πως τον αγνοεί, και αφού πατίκωσε καλά την άμμο στο κουβαδάκι της, το αναποδογύρισε αφήνοντας άλλον έναν πύργο από άμμο στο κάστρο της. Η παραλία έσφυζε από κόσμο, αλλά τα δύο παιδιά αδιαφορούσαν για οτιδήποτε πέρα από το παιχνίδι τους. Ο Γιωργάκης σηκώθηκε όρθιος, και πήρε αμέσως πόζα μεγάλου ταχυδακτυλουργού.
          «Και τώρα κυρίες και κύριοι, το μαγικό κόλπο που όλοι περιμένατε!» είπε μπροστά σε ένα ακροατήριο που μόνο αυτός έβλεπε.
          Έσφιξε τα ζάρια στη χούφτα του, και έριξε από πάνω ένα άσπρο μαντήλι γεμάτο αστέρια και μισοφέγγαρα. Η Αννούλα αναστέναξε, και έχωσε ξανά το φτυαράκι της στην άμμο.
          «Άμπρα κατάμπρα, να βγουν τρεις βούλες στο ένα και δύο στο άλλο!» φώναξε ο Γιωργάκης, και αφού κούνησε το χέρι του μερικές φορές, τράβηξε απότομα το μαντήλι και άφησε τα ζάρια να πέσουν κάτω.
          Γονάτισε αμέσως ανυπόμονα, για να δει αν πέτυχε το μαγικό και να δείξει στην αδερφή του ότι μπορούσε να τα καταφέρει. Και πράγματι, το ένα ζάρι έδειχνε τρία, και το άλλο δύο!
          «Χα! Είδες; Είμαι ταχυδακτυλουργός!» αναφώνησε ενθουσιασμένος, και πετάχτηκε όρθιος πανηγυρίζοντας την επιτυχία του.
          Η Αννούλα τεντώθηκε λίγο με περιέργεια και κοίταξε πάνω από το κάστρο της τα ζάρια.
          «Πφφ» έκανε και ξανακάθισε μπροστά στο κουβαδάκι της, «είσαι απλώς τυχερός» του είπε με το επιτηδευμένα απαξιωτικό ύφος που μόνο τα κορίτσια αυτής της ηλικίας μπορούν να πάρουν.
          «Τι λες;» της αντιγύρισε αμέσως ο αδερφός της. «Όσες φορές κι αν το κάνω, κάθε φορά θα πετυχαίνει!» 
          Έσκυψε και πήρε τα ζάρια, και σκέπασε πάλι τη χούφτα του με το μαντήλι. Ετοιμάστηκε να πει πάλι τα λόγια του, αλλά η Αννούλα τον διέκοψε.
          «Θα διαλέξω εγώ αριθμούς αυτή τη φορά» του είπε, και αναποδογύρισε άλλη μια φορά το κουβαδάκι της αφήνοντας έναν ακόμη πύργο στο κάστρο της. Μόνο που αυτός ο πύργος έχασε γρήγορα τη μία πλευρά του καθώς η άμμος δεν ήταν αρκετά υγρή για να μείνει στη θέση της.
          Ο Γιωργάκης το σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα.
          «Το κόλπο δεν είναι έτσι» είπε διστακτικά.
          «Αν είσαι στ' αλήθεια ταχυδακτυλουργός δεν πειράζει» επέμενε η μικρή.
          «Ναι αλλά...»
          «Αλλά δεν είσαι και φοβάσαι μήπως αποτύχεις!»
          Το πρόσωπό της φωτίστηκε από ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Ο Γιωργάκης μούτρωσε αμέσως.
          «Δε φοβάμαι!» της πέταξε με ύφος. «Εντάξει, διάλεξε εσύ, και θα δεις ότι πάλι θα το κάνω να βγει»
          Η Αννούλα σηκώθηκε όρθια και τίναξε την άμμο από τα γόνατά της. Έκανε το γύρο του κάστρου της και στάθηκε μπροστά στον αδερφό της κοιτάζοντας το μαντήλι που κάλυπτε το χέρι του.
          «Θέλω να βγουν και στα δύο από έξι βούλες!» είπε, και τράβηξε το μαντήλι με μια γρήγορη κίνηση που ξάφνιασε τον μικρό.
          «Ε! Εγώ τραβάω το μαντήλι!» της φώναξε κι έκανε να της το πάρει, αλλά η Αννούλα το έκρυψε πίσω από την πλάτη της.
          «Ρίξ' τα κάτω να δούμε τι θα βγει» τον προκάλεσε γελώντας.
          «Δεν τα ρίχνω, δεν θα πετύχει γιατί τράβηξες εσύ το μαντήλι πριν πω τα μαγικά λόγια! Δώσ' το μου!» φώναξε ο Γιωργάκης και της τράβηξε το χέρι με δύναμη.
          Η Αννούλα του ξέφυγε και έτρεξε λίγα μέτρα πιο πέρα.
          «Φοβάσαι, δεν είσαι ταχυδακτυλουργός!» του είπε κοροϊδευτικά και του έβγαλε τη γλώσσα.
          «Αν δεν μου το δώσεις θα το πω στη μαμά»
          «Δεν είσαι, δεν είσαι!»
          «Είμαι!»
          «Αφού είσαι τότε ρίξ' τα να δούμε αν θα βγουν»
          Ο Γιωργάκης για μερικές στιγμές έδειχνε έτοιμος να βάλει τα κλάματα, αλλά πήρε μια βαθιά ανάσα, ρούφηξε τη μύτη του, έσμιξε τα φρύδια του, και πέταξε τα ζάρια με δύναμη πάνω στο κάστρο της αδερφής του. Άλλος ένας πύργος έχασε ένα μεγάλο μέρος του, και η άμμος σκέπασε τα ζάρια.
          «Επίτηδες το έκανες!» φώναξε η Αννούλα, κι έτρεξε στο κάστρο της. «Μου το γκρέμισες!»
          «Κι εσύ μου πήρες το μαντήλι μου!»
          Γονάτισε για να σκάψει να βρει τα ζάρια, αλλά η μικρή τον σταμάτησε.
          «Τι κάνεις εκεί;» 
          «Το παλιοκάστρο σου σκέπασε τα ζάρια μου!»
          «Φύγε, θα μου το χαλάσεις περισσότερο»
          «Όχι, θα βρω τα ζάρια μου, και θα δεις ότι πέτυχε το μαγικό»
          «Σιγά μη πέτυχε! Αφού δεν είσαι ταχυδακτυλουργός! Θα τα γυρίσεις εσύ μόνος σου, φύγε, θα τα βρω εγώ»
          Έσκυψε μπροστά του για να τον εμποδίσει, και άρχισε να τραβάει προσεκτικά την άμμο με την παλάμη της. Ο Γιωργάκης την τράβηξε από την κοτσίδα με δύναμη για να την κάνει στην άκρη, αλλά η πεισμωμένη μικρή του τίναξε μακρυά το χέρι και ξαναγύρισε φουριόζα στο σκάψιμο. Έπιασε στα τυφλά τα ζάρια μαζί με όση άμμο χώραγε η χούφτα της, και γύρισε στον αδερφό της.
          «Ορίστε» του είπε, «τα βρήκα. Πάρ' τα τώρα και φύγε, δε με νοιάζει άλλο το κόλπο σου»
          Άνοιξε τη χούφτα της και η άμμος γλίστρησε ανάμεσα στα δάχτυλά της. Ο Γιωργάκης κοίταξε τι κρατούσε και έκανε ένα βήμα πίσω γελώντας.
          «Αυτό το ζάρι δεν το θέλω, χάρισμά σου!» της είπε και έδειξε στην ανοιχτή παλάμη της.
          Η Αννούλα κοίταξε με περιέργεια, και το τσίριγμά της ακούστηκε στη μισή παραλία. Τίναξε το χέρι της, και ο σκαραβαίος που είχε ξεθάψει αντί για ζάρι πετάχτηκε ψηλά στον αέρα, για να καταλήξει πάλι στην άμμο λίγο παραπέρα και να εξαφανιστεί. Στην ταραχή της η μικρή πισωπάτησε και σκόνταψε στο κάστρο της, έπεσε στον πισινό της, και το διέλυσε εντελώς πετώντας άμμο προς κάθε κατεύθυνση. Ο Γιωργάκης γέλασε ακόμα περισσότερο, κι άρχισε να την δείχνει κοροϊδευτικά.
          «Την πάτησες, την πάτησες! Ποιος φοβάται τώρα;» 
          Η Αννούλα σηκώθηκε αμίλητη, κοίταξε το διαλυμένο κάστρο της, και μούτρωσε. Γύρισε προς το μέρος του και τον αγριοκοίταξε που γέλαγε μαζί της. Πήγε κοντά του, και χωρίς να πει το παραμικρό του έχωσε μια δυνατή κλωτσιά στο καλάμι που του έκοψε το γέλιο μεμιάς. Ο Γιωργάκης σήκωσε το πόδι του ξεφωνίζοντας πονεμένα, το έπιασε με τα δυο του χέρια, κι άρχισε να χοροπηδά γύρω γύρω.
          «Τι κάνεις έτσι;» του είπε τότε η Αννούλα χαμογελώντας με ικανοποίηση, και γυρνώντας να φύγει τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Ταχυδακτυλουργός δεν είσαι; Κάνε ένα μαγικό να σταματήσει ο πόνος!»..-

                                                                                                                                                 By MadnJim  

  • Like 8
Link to comment
Share on other sites

Λίγο παλούκι να σχολιάσεις αυτήν την άσκηση. Δηλαδή, τι να πεις, «πολύ ωραία τις συνδύασες τις εικόνες»;

 

Κασσιόπεια

 

[...]

 

eglalla, πολύ ωραία τις συνδύασες τις εικόνες.  :p

Αλλά για να σοβαρευτούμε, πιστεύω πως η δυσκολία αυτής της άσκησης ήταν να συνδυάσεις με απλό τρόπο τέσσερα, φαινομενικά, διαφορετικά στοιχεία. Και εδώ το κατάφερες πολύ καλά, γράφοντας μια σχετικά κλασική ιστορία, αλλά αξιοποιώντας με το σωστό τρόπο τα δεδομένα που σου δόθηκαν. Δηλαδή, αν έγραφες αυτήν την ιστορία χωρίς τους περιορισμούς, δεν νομίζω ότι θα άλλαζες και πολλά πράγματα. Κατά τα λοιπά, πολύ ωραία και όπως πρέπει γραμμένη. Κάτι που περίμενα ήταν να μπει η ψυχή της Πέρσα στη χελώνα, αλλά εντάξει, μάλλον ήταν καλύτερα έτσι όπως το έκανες, αν και δεν ξέρω αν απέμεινε άψυχο το καημένο το χελωνάκι.

  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

Ορίστε και η δικιά μου ιστορία, στις 2650 λεξούλες πάνω-κάτω(ξέρω, το παράκανα λιγάκι).

Είχα διαλέξει το 9ο πακέτο, με τα εξής στοιχεία

Πρόσωπο: Ένας πολεμιστής/ μοναχός
Μέρος: Ένα πορνείο στην Αρχαία Κίνα
Ζώο: Ένα Τζενγκ (μυθικό ζώο της κινεζικής παράδοσης που ξορκίζει το κακό)
Πράγμα: Ένα οποιοδήποτε καταραμένο παιχνίδι (επιτραπέζιο, αγαλματάκι, κούκλα)

 

 

 

Ένας καλόγερος μπαίνει σ' ένα πορνείο

 

Είχε σχεδόν βραδιάσει όταν ο Τιε Χου πάτησε τους χωματόδρομους της μικρής πόλης.

Ο ουρανός ήταν ολοκάθαρος· το αεράκι, παράδοξα ζεστό ακόμα και για τέλη καλοκαιριού, δεν παράσερνε ούτε ένα τόσο δα συννεφάκι – το μόνο που έφερνε ήταν υγρασία. Ο Τιε ένιωσε να ζεσταίνεται ακόμα περισσότερο. Ήταν κάμποσες οι ημέρες που φορούσε τα ίδια ρούχα. Με αυτά είχε φύγει από το μοναστήρι του Πενταπλού Λωτού όταν ο Ηγούμενος, αλλά και αγαπημένος του δάσκαλος, ο Σεβάσμιος Τ' Αϊσάν τον είχε στείλει σε αυτήν την αποστολή.

Όλες αυτές τις ημέρες είχε ξεκουραστεί ελάχιστα· είχε φάει ακόμα λιγότερο, ενώ η μόνη του επαφή με το νερό ήταν οι μικρές γουλιές που καταλάγιαζαν την δίψα του.

Δεν υπήρχε όμως χρόνος για περισσότερα.

Εκείνη την στιγμή η ματιά του έπεσε στο ποταμάκι που διέσχιζε τις ανατολικές παρυφές της πόλης. Ένα σύδεντρο από καχεκτικές ιτιές στεφάνωνε την μια του όχθη. Τα δέντρα φάνταζαν αξιοθρήνητα. Η κάψα είχε ξεράνει σχεδόν ολότελα την φυλλωσιά τους, οι κορμοί τους είχαν γείρει – μια στερνή προσπάθεια να αγγίξουν το ποταμάκι.

Άδικα όμως· κι αυτό είχε σχεδόν στερέψει...

Εκτός από την υγρασία που ο Τιε την ένιωθε σαν βαρύ, νοτισμένο πέπλο που του είχε σκεπάσει το πρόσωπο και του 'κοβε την ανάσα, το αεράκι έφερνε και τις φευγαλέες ευωδιές από τα λιβάδια του νότου. Ελαφριές μυρωδιές γιασεμιού, οι οποίες ανακατεύονταν με τις οσμές από την πόλη. Το αποτέλεσμα ήταν κάπως παράξενο· και σίγουρα όχι και τόσο ευχάριστο.

Η ήλιος είχε σχεδόν κρυφτεί. Μια λεπτή, σαν καμωμένη από φλόγες, γραμμή είχε χαραχτεί στον δυτικό ορίζοντα, και ο Τιε έβλεπε την σκιά του να μακραίνει προς την ανατολή. Πάντοτε του άρεσε αυτό. Για λίγες στιγμές τον έκανε να φαντάζεται ότι ήταν ένας ρωμαλέος γίγαντας κι όχι ένας μικροκαμωμένος μοναχός.

Μια παρέα παιδιών πείραζε έναν ζητιάνο. Ο άντρας ήταν ακίνητος. Καθισμένος ανακούρκουδα στο χώμα, η πλάτη του σκεβρωμένη κι ακουμπούσε σε έναν σωρό από σπασμένα ξύλα. Δεν έδειχνε να τον ενοχλούν τα πειράγματα. Ίσως να τα είχε συνηθίσει, αλλά και πάλι ο Τιε ένιωσε έντονη την παρόρμηση να τον βοηθήσει. Δεν υπήρχε όμως χρόνος.

Η υπερβολική ζέστη, η πνιγηρή υγρασία, η αφύσικη ξηρασία που μάστιζε τον τόπο· όλα τα σημάδια συμφωνούσαν. Εκείνοι ήταν εδώ, κι ο Τιε αυτούς είχε έρθει να πιάσει.

Προχώρησε ώσπου τα βήματα του τον οδήγησαν σε ένα μεγάλο σπίτι. Μουσική ξεχυνόταν από τα μισάνοιχτα παράθυρα και οι φιγούρες μερικών ημίγυμνων γυναικών ξεπρόβαλλαν στιγμιαία σε αυτά. Τις ακολουθούσαν μεθυσμένοι άντρες.

Φυσικά, σκέφτηκε ο Τιε. Ένα πορνείο. Σίγουρα ο Δάσκαλος θα σκάσει στα γέλια...

Ένα πορνείο με τα παράθυρα ανοιχτά, και κανένας από τους κατοίκους δεν έδειχνε να ενοχλείται. Αυτό ήταν και το πιο δυνατό σημάδι. Εκείνοι είχαν σχεδόν καταλάβει την πόλη· τα περιθώρια στένευαν.

Εκείνη την στιγμή μια ακόμα μυρωδιά εισέβαλε ορμητικά στα ρουθούνια του Τιε και τα έκανε να διασταλούν. Ψητό κρέας· μάλλον το πορνείο πρόσφερε κι άλλες υπηρεσίες. Ο Τιε ένιωσε το στομάχι του να διαμαρτύρεται. Είχε καιρό να το γεμίσει κι αφού ο δρόμος του τον είχε φέρει ως εκεί, γιατί να μην εκμεταλλευόταν αυτήν την ευκαιρία;

Άφησε κατά μέρος τους δισταγμούς και μπήκε μέσα...

 

Μια λεπίδα δεν φτάνει

 

Τα πράγματα μέσα φάνταζαν ακόμα χειρότερα...

Κάθισε σε ένα από τα λιγοστά αδειανά τραπέζια και περιεργάστηκε τον χώρο. Κοπέλες, οι περισσότερες δεν θα είχαν καν δει ούτε δεκάξι χειμώνες, πετούσαν ελαφροπάτητα εδώ κι εκεί. Σαν πεταλούδες που τις τραβάει κάποια αθέατη φλόγα, αυτές άφηναν να τις σέρνουν οι μεθυσμένοι πελάτες. Ήταν καλυμμένες με σχεδόν διάφανα πέπλα -ελαφρά υφάσματα που μετά βίας έκρυβαν τις άγουρες ακόμη χάρες των κοριτσιών.

Η τσίκνα από τα ψητά πλανιόταν ολόγυρα· σμιγμένη με την γλυκερή μυρωδιά των μαγειρευτών, αλλά και την αψιά του κρασιού, έκανε το στομάχι του Τιε να διαμαρτυρηθεί ξανά.

Κανε νόημα, κι ένας παχουλός σερβιτόρος έτρεξε αμέσως κοντά του..

«Φέρε μου μια κανάτα νερό· η ζέστη είναι πραγματικά διαολεμένη. Ετοίμασέ μου επίσης μερικά κομμάτια ψητό κοτόπουλο και μια γαβάθα ρύζι· όλα μουσκεμένα σε καφέ σάλτσα. Φέρε μου και ψωμί, μερικά φρούτα και μια κούπα κρασί... όσο πιο δροσερό γίνεται».

Χωρίς να βγάλει μιλιά, ο σερβιτόρος έκανε μια βιαστική υπόκλιση και πήγε να φύγει. Εκείνη την στιγμή όμως ο Τιε πρόσεξε έναν άντρα και μια γυναίκα να τον κοιτούν επίμονα. Ο άντρας έδειχνε να έχει πατήσει τα εξήντα. Ήταν αρκετά παχύς. Μια φαρδιά, σκούρα κόκκινη ρόμπα, δεμένη στην μέση του με μια πλατιά, χρυσαφιά ζώνη δεν κατάφερνε να κρύψει τον όγκο του. Ένα προσεχτικά ψαλιδισμένο γένι στεφάνωνε τα παχιά του χείλια, ενώ τα μαύρα του μαλλιά ήταν πιασμένα ψηλά σε κότσο.

Η γυναίκα ήταν λίγο πιο νέα. Αρκετά όμορφη, με αψεγάδιαστη χλωμή επιδερμίδα. Τα μαλλιά ήταν γκρίζα, ένα λαμπερό γκρίζο σαν χυμένο ασήμι· ήταν ολόισια κι έφταναν σχεδόν ως την μέση της. Μια γαλαζωπή ομίχλη πλανιόταν γύρω τους κι αυτοί έδειχναν να ρουφούν με απόλαυση τις αναθυμιάσεις. Μια νεαρή κοπέλα, με κοντά μαύρα μαλλιά ως τους ώμους της, και ντυμένη στα μαύρα, έστεκε πίσω τους· με ένα νόημα του άντρα κάθε άλλος θόρυβος κόπασε μεμιάς και το ερ χου που κρατούσε η κοπέλα στα μαεστρικά της δάχτυλα, άρχισε να ξεχύνει ολόγυρα τους μελαγχολικούς, μα τόσο όμορφους, στεναγμούς του.

«Ποιοι είναι αυτοί οι δύο», ρώτησε τον σερβιτόρο.

«Ο Αφέντης Σε και η θεία Χου Λι. Το μέρος τους ανήκει».

Σε και Χου Λι, Ενδιαφέρον. Και το σπαθί μου έχει αρχίσει να ζεσταίνεται.

«Και η κοπ...», πήγε να ρωτήσει· τότε όμως πρόσεξε ότι εκείνη είχε εξαφανιστεί.

Σε και Χου Λι· η ευλογημένη του λεπίδα που άρχιζε να καίει. Αυτό το μέρος ήταν γεμάτο με δαίμονες· αλλά με πόσους ακριβώς, ο Τιε δεν μπορούσε να είναι σίγουρος.

Το μέρος τούς ανήκει, είχε πει ο σερβιτόρος. Ίσως όχι μόνο το πορνείο, αλλά και ολόκληρη η πόλη.

Η παραγγελία του δεν άργησε να φτάσει.

«Καλή σου όρεξη, αδερφέ», είπε ο σερβιτόρος και χάθηκε πριν καν ο Τιε προλάβει να σηκώσει την ματιά του.

Μια ευωδιά αζαλέας σκέπασε ξάφνου κάθε άλλη μυρωδιά. Δεν κράτησε πολύ –λίγες στιγμές στις οποίες ο Τιε πρόλαβε να πάρει δυο-τρεις ανάσες-, αλλά ήταν αρκετό. Ένα δυνατό φως άστραψε μέσα στο μυαλό του· ο Τιε ένιωσε την σκέψη του να καθαρίζει· τα μάτια του ήταν σαν να έβλεπαν πιο καθαρά από ποτέ.

Ο σερβιτόρος τον είχε αποκαλέσει “αδερφέ”. Κι όμως... τα ρούχα του Τιε ήταν αυτά ενός απλού χωρικού. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει και ήταν απεριποίητα, ενώ μια πυκνή γενειάδα έκρυβε την αληθινή του όψη.

Κι όμως με κατάλαβαν.

Έριξε μια ματιά στην σάλτσα που είχε ανακατευτεί με το ρύζι. Έμοιαζε κανονική, όμως αυτός εστίασε πιο έντονα το βλέμμα του και τότε τα είδε: Λεπτές, μαύρες γραμμές διέτρεχαν κυματιστά το καφετί υγρό. Ο Τιε αμέσως κατάλαβε τι ήταν.

Αίμα δαίμονα.

Ήξερε ότι και μόνο μια σταγόνα έφτανε για να τον οδηγήσει στην τρέλα. Τόσο πολύ όμως ήταν πιο αποτελεσματικό, κι απείρως πιο επώδυνο, από κάθε δηλητήριο.

Πέταξε αηδιασμένος την γαβάθα με το ρύζι. Ενώ αυτή έσπασε και το περιεχόμενό της σκορπίστηκε στο δάπεδο, ο Τιε ξεθηκάρωσε το σπαθί του. Η ιερή λεπίδα έλαμπε πράσινη· οι χαραγμένοι πάνω της ψαλμοί έμοιαζαν με κυανές φλόγες. Το ξίφος έκαιγε πια· ο Τιε ένιωσε την θέρμη του να διαπερνά την λαβή, να ξεχύνεται στα δάχτυλά του και μετά να διατρέχει όλο του το σώμα.

Το βλέμμα του σάρωσε το μέρος. Οι δυο αρχιδαίμονες είχαν εξαφανιστεί, αλλά του είχαν αφήσει μερικά “δώρα”.

Πλήθος κατώτεροι δαίμονες τον είχαν κυκλώσει και τον σίμωναν με απειληιτκές διαθέσεις. Ήταν φιδάνθρωποι· αξιοθρήνητα πλάσματα που είχαν καταλάβει τα σώματα των πελατών, και προφανώς ήταν υποτακτικοί του Αφέντη Σε.

Η καλύτερη άμυνα, είναι η επίθεση, θυμήθηκε τα λόγια του δασκάλου του. Πήρε μια βαθιά νάσα κι όρμησε στους εχθρούς του.

Δεν τους ξάφνιασε. Σαν να ήταν ένα πλάσμα, οι δαίμονες έβγαλαν ταυτόχρονα μια ανατριχιαστική στριγγλιά και μπήκαν στην μάχη. Δεν είχαν όπλα, αλλά τα κοφτερά τους νύχια, μα κυρίως τα σουβλερά τους δόντια που έσταζαν δηλητήριο, ήταν αρκετά. Ο Τιε φρόντιζε να τα αποφεύγει, ταυτόχρονα όμως θέριζε όσους αντιπάλους μπορούσε. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι είχε υποτιμήσει τον κίνδυνο.

Νεκροί δαίμονες κείτονταν παντού, όμως δεκάδες ακόμα ήταν ζωντανοί κι όλο τον πλησίαζαν. Είδε έναν να ορμάει. Τίναξε την λεπίδα του και του έκοψε το κεφάλι, αλλά ένας ακόμα ξεχώρισε από το πλήθος· ο Τιε κατάλαβε ότι αυτόν δεν προλάβαινε να τον σκοτώσει. Έβλεπε τα νύχια του του να πλησιάζουν, τις μασέλες του να ανοιγοκλείνουν λαίμαργα. Στιγμές όμως πριν ο θάνατος τον αγγίξει, ο Τιε άκουσε το πλάσμα να ουρλιάζει και μετά να σωριάζεται νεκρό.

Αν και η ματιά του είχε θολώσει λιγάκι, κατάφερε και την είδε.

Η μαυροντυμένη κοπέλα κράδαινε μια παράξενη λεπίδα και πολεμούσε τους δαίμονες. Ήταν καλή μαχήτρια, ο Τιε υποψιάστηκε ότι ήταν καλύτερη κι από τον ίδιο, και με άνεση θέριζε τον ένα δαίμονα μετά τον άλλο.

Οι ματιές τους έσμιξαν κι αυτός αισθάνθηκε μια πρωτόγνωρη ζωντάνια να πλημμυρίζει το σώμα του.

Δεν δίστασε άλλο. Πρωτίστως ήταν δικιά του μάχη.

 

Δύο όμως είναι αρκετές

 

«Τι εννοείς δεν μπορώ να τους σκοτώσω;»

Είχαν σκοτώσει τους περισσότερους δαίμονες. Οι υπόλοιποι το είχαν σκάσει και τώρα η κοπέλα τον οδηγούσε σε έναν σκοτεινό, ελαφρά κατηφορικό, διάδρομο.

«Η λεπίδα σου δεν φτάνει».

Αυτός πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ένα απότομό της νεύμα τον έκανε να σωπάσει.

«Η Χου Λι χρησιμοποίησε μαύρα μάγια· καταράστηκε μια παιδική κούκλα και με αυτή έκλεψε τις ψυχές των πελατών της, αλλά και πολλών κοριτσιών. Αυτή είναι η πηγή της δύναμής τους. Αν δεν καταστρέψουμε πρώτα την κούκλα, οι δυο δαίμονες δεν μπορούν να πεθάνουν»

«Πώς θα το κάνουμε αυτό; Και πώς τα ξέρεις όλα αυτά... ποια είσαι στ' αλήθεια;»

Εκείνη δεν αποκρίθηκε. βράδυνε το βήμα της, και στάθηκε μπροστά του. Ο Τιε ξαφνιάστηκε κι αναγκάστηκε να σταματήσει.

Τον πλησίασε. Ο Τιε ένιωσε και πάλι την ευωδιά αζαλέας να τον κυκλώνει.

«Ξέρεις», του είπε, «για μοναχός είσαι κάπως τυφλωμένος...»

Έγειρε καταπάνω του και τον αγκάλιασε. Τα χείλη τους ενώθηκαν και πλήθος εικόνες κατέκλυσαν το μυαλό του.

Ήταν η Χουά Γε· μια ασήμαντη πόρνη, που όμως ευλογήθηκε να ενωθεί με έναν Άρχοντα Τζενγκ - ισχυρά πνεύματα που ξόρκιζαν κάθε κακό. Είχε βρει τους δαίμονες, είχε μπει στην δούλεψή τους, αλλά δεν μπορούσε να πλησιάσει το καταραμένη κούκλα και να την καταστρέψει.

«Οι δαίμονες ήταν πολλοί για να τους νικήσω όλους. Ευτυχώς ήρθες την κατάλληλη στιγμή. Σκοτώσαμε τους υποτακτικούς, και τώρα έμειναν μόνο οι δυο μεγάλοι. Μας περιμένουν στην μεγάλη σπηλιά κάτω από το πορνείο. Εκεί φυλάνε και την κούκλα. Θα την καταστρέψω, όσο εσύ θα τους απασχολείς. Μετά θα είναι εύκολο να τους σκοτώσεις».

«Και πώς θα την καταστρέψεις;»

«Αυτή είναι η δουλειά μου». του απάντησε. Ξεθηκάρωσε την παράξενη λεπίδα της και την έφερε μια γύρα πάνω από το κεφάλι της.

«Μια λεπίδα Ξιννιάν. Πράσινο ατσάλι σφυρηλατημένο στα νησιά της Ανατολής και δεμένο με λέπια κίτρινου δράκοντα. Αν το κρατάει ο κρυμμένος μου εαυτός, καμιά κατάρα δεν μπορεί να μου αντισταθεί».

Λέγοντας αυτά τα λόγια, η Χουά άρχισε ν' αλλάζει. Διατηρούσε ακόμη το ανθρώπινο περίγραμμα, αλλά η όψη της έγινε διαφορετική. Κόκκινο τρίχωμα, διάστικτο με μαύρες κηλίδες, κάλυψε το δέρμα της. Το πρόσωπο της έμοιαζε πιο πολύ πλέον με λεοπάρδαλης, ενώ ένα μεγάλο κέρατο φύτρωσε καταμεσής του μετώπου της.

Από την άκρη του μαύρου της φουστανιού, μια πενταπλή ουρά ξεπρόβαλλε, ενώ τα μαύρα της μάτια γίνηκαν πράσινα με κεχριμπαρένιες ραβδώσεις.

«Μας περιμένουν», του είπε και κίνησε για την σπηλιά.

Ο Τιε την ακολούθησε σιωπηλός.

 

Όντως τους περίμεναν. Και ήταν έτοιμοι για μάχη.

Είχαν πάρει και οι δύο τις κρυμμένες τους μορφές. Ο Σε ένα ανθρωπόμορφο φίδι. Όλο του κεφάλι γυμνωμένο, με αστραφτερά λέπια να το καλύπτουν. Μαύρα κέρατα ορθώνονταν σαν στεφάνι ολόγυρα στο κρανίο του.

Η Χου Λι πιο συμπαθητική. Όπως και της Χουά, όλο της σώμα είχε σκεπαστεί με τρίχωμα. Πορτοκαλοκόκκινο, ενώ με την αλεπουδίσια της μουσούδα οσμιζόταν τον υγρό αέρα της σπηλιάς. Τα τριγωνικά της αυτιά ορθωμένα και τρεμόπαιζαν, σαν να έψαχναν για ήχους που ένας άνθρωπος δεν μπορούσε να ακούσει.

Ο Τιε και η Χουά γύμνωσαν τα σπαθιά τους και όρμησαν στην μάχη. Η κούκλα αναπαυόταν σε έναν πέτρινο βωμό, στην ανατολική άκρη της σπηλιάς, και η Χουά, με την ευλυγισία που της χάριζε το Τζενγκ, κατευθύνθηκε εκεί. Οι δύο δαίμονες πήγαν να μπουν στον δρόμο της, αλλά ο Τιε τούς σταμάτησε.

Πρέπει να της δώσω όσο περισσότερο χρόνο μπορώ, ήξερε. Εκείνη είχε φτάσει στον βωμό. ον προστάτευε μια διάφανη, κοκκινωπή σφαίρα ενέργειας, και η Χουά προσπαθούσε να την διαπεράσει με το ξίφος της.

Ο Τιε επικεντρώθηκε στους αντιπάλους του. Ήταν επιδέξιοι στην μάχη και συνεργάζονταν καλά. Επίσης έμοιαζαν να μην κουράζονται καθόλου.

Είναι η κούκλα που τους δίνει συνεχώς δυνάμεις.

Αντιθέτως ο Τιε ένιωθε παράδοξα εξαντλημένος.

Φταίνε τα μάγια της Χου Λι, κατάλαβε.

Δεν μπορούσε να τους σκοτώσει, αλλά ήταν ακόμη ικανός να τους κάνει ζημιά. Με το σπαθί του προτεταμένο, έκανε ένα μεγάλο σάλτο εμπρός, θέλοντας να φτάσει τον Σε. Εκείνος πισωπάτησε· λες και μπορούσε να κολλήσει σε αυτούς, πηδούσε από τοίχο σε τοίχο. Ήταν τόσο γρήγορος που ο Τιε δεν προλάβαινε καλά-καλά να τον δει. Ούτε και είδε την Χου Λι που του χίμηξε. Τον έριξε στο δάπεδο και προσπαθούσε να χώσει τα κοφτερά της δόντια στην μαλακή σάρκα του λαιμού του. Ο Τιε πάλευε να την εμποδίσει· όμως γινόταν όλο και πιο αδύναμος, ενώ εκείνη την στιγμή είδε τον Σενα έχει φτάσει την Χουά και να παλεύει μαζί της.

Εκείνη τίναξε την λεπίδα της και του χάρισε μια μεγάλη χαρακιά κατάστηθα. Ο δαίμονας υποχώρησε μαινόμενος και η Χουά δεν άφησε αυτήν την ευκαιρία. Ο Τιε την είδε να σηκώνει ψηλά το ξίφος, κι έπειτα να χτυπά την σφαίρα με όλη της την δύναμη. Ένας εκκωφαντικός κρότος αντιλάλησε μέσα στην σπηλιά. Η σφαίρα δονήθηκε για λίγες στιγμές· έπειτα εξαφανίστηκε και το ξίφος της Χουά έφτασε ανενόχλητο στην κούκλα.

Ένα χτύπημα ήταν αρκετό. Μια μεγάλη έκρηξη έκανε το μέρος να σειστεί. Η Χουά σωριάστηκε αναίσθητη μπροστά στον βωμό, ενώ οι δαίμονες έβγαλαν κραυγές πόνου και απόγνωσης.

Ο Τιε ένιωσε μεμιάς δυνατότερος. Η λαβή της Χου Λι χαλάρωσε, κι αυτός κατάφερε να την πετάξει μακρυά. Μπορούσε πια να ανασάνει πιο εύκολα. Τα μάγια είχαν λυθεί και οι δαίμονες ήταν πια του χεριού του.

Πρώτα κανόνισε την Χου Λι. Η κατάσταση είχε αντιστραφεί· εκείνη έδειχνε ανήμπορη να αντισταθεί. Είχε λουφάξει σε μια γωνιά· έτρεμε σύγκορμη και δεν έδειξε καν να αντιλαμβάνεται την λεπίδα, μέχρι που ο Τιε την έμπηξε στο κορμί της. Ο δαίμονας ούρλιαξε· μαύρο αίμα ανάβλυσε από την πληγή κι έπειτα η Χου Λι, απέμεινε νεκρή. Τελείως ακίνητη και τα άψυχά της μάτια να έχουν καρφωθεί στο κενό.

Ο Τιε άκουσε βήματα. Κατάλαβε ότι ήταν ο Σε που τον πλησίαζε τρέχοντας. Δεν ανησύχησε όμως. Περίμενε ώσπου ο δαίμονας να φτάσει ένα βήμα πίσω του· τότε γύρισε απότομα και με δυνατή κι επιδέξια, σπαθιά έκοψε το κεφάλι του εχθρού του.

Εκτυφλωτικό, χρυσό φως πλημμύρισε ξάφνου την σπηλιά. Η ματιά του Τιε θόλωσε· σκοτάδι τύλιξε τα πάντα γύρω του και ο μοναχός έχασε τις αισθήσεις του.

 

Στα ουράνια παλάτια

 

Τον συνέφερε να δυνατό φως.

Άνοιξε τα μάτια του, αλλά το βλέμμα του ήταν ακόμη λιγάκι θολωμένο. Δεν άργησε όμως να καθαρίσει και τότε είδε ότι ήταν ακόμη νύχτα. Το ολόγιομο φεγγάρι κρεμόταν καταμεσής του καθαρού ουρανού· το χρυσό φως ερχόταν από το Τζενγκ που είχε πια πάρει την πραγματική του όψη.

«Τα κατάφερες», ψέλλισε ο Τιε.

Τα καταφέραμε, τον διόρθωσε εκείνο· δεν μιλούσε με ήχους· η φωνή του αντηχούσε μέσα στο μυαλό του Τιε.

«Και η Χουά;»

Όταν με δέχθηκε μέσα της, ήξερε ότι αυτό θα σήμαινε και τον θάνατό της. Όμως αυτό δεν είναι το τέλος. Θα πάρω μαζί μου την ψυχή της και θα ζήσει για πάντα ευτυχισμένη στα Ουράνια Παλάτια.

Δεν είπε κάτι άλλο. Πέταξε στον ανοιχτό ουρανό· ήταν τόσο γρήγορο που ο Τιε μόλις που είδε την χρυσαφιά του λάμψη να χάνεται μέσα στον ασημένιο δίσκο του φεγγαριού.

Το Τζένγκ τον είχε μεταφέρει καταμεσής ενός ολάνθιστου λιβαδιού. Ο Τιε το αναγνώρισε. Δεν απείχε ούτε μια μέρα από το μοναστήρι.

«Ώρα να γυρίσω σπίτι», μονολόγησε. Νωχελικά τα βήματά του, και τα άφησε να τον οδηγήσουν αργά πίσω.

Δεν είχε διανύσει μεγάλη απόσταση, όταν του φάνηκε ότι άκουσε ξανά την φωνή του Τζενγκ.

Και είχες δίκιο... ο Τ' Αϊσάν σίγουρα θα σκάσει στα γέλια.

 

Τέλος

 

Και μερικές απαραίτητες(ή όχι και τόσο) διευκρινήσεις

 

 

 

 

Τα ονόματα τα "κατασκεύασα" με την βοήθεια του Google Translate. Ελπίζω οι μεταφράσεις να είναι αρκετά ακριβείς, και να απέδωσα σωστά την προφορά των λλέξεων.

Τιε Χου(Tiě hǔ) Σιδερένιος Τίγρης
Χουά Γε(Huā yè) Υγρό Άνθος
Σε(Shé) φίδι
Χου Λι(Húlí) αλεπού
ξιννιάν(Xìnniàn) καταδίκη

 

Για το Zheng χρησιμοποίησα μια διαφορετική εικόνα από αυτή που έδωσε η Ειρήνη. Αυτήν εδώ για την ακρίβεια

 

a46dea0658bde4efb76e1bcf6569f736.jpg

 

 

 

Το ερ χου( erhu) είναι έγχορδο παραδοσιακό μουσικό όργανο της Κίνας,

 

 

 

 

 

  • Like 8
Link to comment
Share on other sites

Έτοιμος. Το πακέτο (Δ10) που διάλεξα είχε τα εξής:

Πρόσωπο: Ένας ηλικιωμένος καραγκιοζοπαίχτης
Μέρος: Σκοτεινός βάλτος
Ζώο: Ένα αλλόκοτο ψάρι, ή υδρόβιο πλάσμα
Πράγμα: Ένα παλιό τηλέφωνο (κατά προτίμηση εκείνα με τη μανιβέλα)

 

Είδος: Τρόμου (Cosmic Horror?)
Βία: Ναι

Σεξ: Όχι
Αριθμός Λέξεων: 2.111 (μαζί με τον τίτλο)
Αυτοτελής: Ναι

Έκανα κάποιες μικρές διορθώσεις και είπα να το ανεβάσω κι εγώ σε αυτή την μορφή:

 

Το μακρύ χέρι

 

Τα χειροκροτήματα και τα γέλια των παιδιών αντηχούσαν  ακόμα στα αυτιά του κυρ Γιάννη. Άλλη μία παράσταση είχε φτάσει με επιτυχία στο τέλος της. Στην άδεια, σκοτεινή αίθουσα του μικρού θεάτρου του χωριού, μόνο αυτός και ο πολύτιμος εξοπλισμός του είχαν μείνει πια.

Ασκούσε το επάγγελμα του Καραγκιοζοπαίχτη εδώ και πολλά χρόνια. Ο παππούς του ήταν αυτός που του είχε κολλήσει το μικρόβιο. Από μικρός θυμάται τον παππού του, κάθε Κυριακή, να μαζεύει όλα τα παιδιά του χωριού στο παλιό, αθάνατο θεατράκι. Φυσικά, ο ίδιος δεν είχε χάσει ποτέ καμία παράσταση.

«Παππού, παππού», συνήθιζε να λέει ο κυρ Γιάννης όταν ήταν μικρός, μετά από κάθε παράσταση, «Πότε θα με μάθεις κι εμένα να παίζω με τις κουκλίτσες;»

 «Γιαννάκη αγόρι μου, μην βιάζεσαι, θα έρθει η ώρα που θα μεγαλώσεις και θα σ’τα μάθω όλα. Θα γίνεις κι εσύ ένας μεγάλος και τρανός Καραγκιοζοπαίχτης σαν εμένα. Μην σου πω και ακόμα καλύτερος!», έλεγε ο παππούς Ανέστης, πάντα χαμογελαστός και κεφάτος, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του αγοριού.

«Μα παππού, εγώ θέλω τώρα!», γκρίνιαζε ο μικρός Γιαννάκης.

«Χμ», έκανε σκεφτικός ο παππούς, «από ό,τι μου λένε εδώ ο Καραγκιόζης και οι φίλοι του, είναι πολύ κουρασμένοι για να παίξουν τώρα μαζί σου. Μην στεναχωριέσαι όμως», συνέχιζε, βλέποντας τον Γιαννάκη να βουρκώνει, «Ξέρω κάποιον που θα ήθελε πολύ να παίξει μαζί σου». Το προσωπάκι του αγοριού φωτιζόταν από χαρά καθώς ο Ανέστης έβγαζε από την τεράστια, μαύρη βαλίτσα το Κολλητήρι, το παιδί του Καραγκιόζη.

Ο κυρ Γιάννης ήταν πια γέρος. Η μέση του τον πονούσε και είχε αποκτήσει ένα μικρό τρέμουλο στα χέρια, που όσο περνούσαν τα χρόνια όλο και αυξανόταν. Λίγα άσπρα μαλλιά του είχαν απομείνει πια στο κεφάλι, σε αντίθεση με τα φρύδια και το παχύ μουστάκι του, τα οποία ήταν πυκνά και λευκά. Τα πολλά βάσανα και οι  στεναχώριες της ζωής είχαν προσθέσει παραπανίσιο βάρος στην πλάτη του γέροντα, σχηματίζοντας μια μεγάλη, στρογγυλή καμπούρα. Παρά τα προβλήματά του όμως, ψυχικά και σωματικά, ο κυρ Γιάννης συνέχιζε να είναι ένας περήφανος Καραγκιοζοπαίχτης στο μικρό χωριό.

Ο παππούς του τον είχε διδάξει πολύ καλά. Τα πρώτα χρόνια του, στην τέχνη αυτή, τα είχε περάσει γυρίζοντας από πόλη σε πόλη, κάνοντας μικρούς και μεγάλους να πέφτουν κάτω από τα γέλια με τα καμώματά του. Καθώς τον πήραν τα χρόνια όμως, είχε αρκεστεί στην ησυχία του χωριού του, όπου διέμενε στο παλιό, πατρικό του σπίτι.

Του άρεζε να κάνει τον κόσμο χαρούμενο, ειδικά τα παιδιά, αν και ο ίδιος δεν αξιώθηκε να κάνει ποτέ δικά του. Του άρεζε το γέλιο και τα χαμόγελα, ήταν από τα λίγα πράγματα που τον κρατούσαν πια στην ζωή.

«Πάει και αυτό», είπε ο κυρ Γιάννης κουρασμένος, καθώς έβαζε την τελευταία φιγούρα μέσα στην μαύρη, βαριά βαλίτσα, μαζί με τον μπερντέ, τους φωταγωγούς, τις ξύλινες λαβίδες και τις υπόλοιπες φιγούρες. Είχε αρχίσει να μεσημεριάζει και ο κυρ Γιάννης δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, έπρεπε να φάει και να κοιμηθεί. Καπάκωσε την βαλίτσα, η οποία είχε ροδάκια για να μεταφέρεται εύκολα, κλείδωσε το θεατράκι και πήρε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι του, το οποίο ήταν λίγο πιο έξω από το χωριό.

 

Αργότερα την ίδια μέρα ο γέρος ξύπνησε, έκανε κάποιες δουλειές που είχε αφήσει μισοτελειωμένες, μέχρι που ήρθε το σούρουπο και κατέβηκε αργά την μεγάλη σκάλα που ένωνε τους δύο ορόφους του σπιτιού.

Στο ισόγειο ήταν το δωμάτιο του Γκιόζη. Ο Γκιόζης ήταν μια μεγάλη φιγούρα του Καραγκιόζη, σε ανθρώπινο μέγεθος, την οποία είχε φτιάξει από ξύλο η γυναίκα του κυρ Γιάννη. Η Μερόπη, έτσι την λέγανε, είχε πεθάνει πριν πολλά χρόνια από καρδιακή προσβολή. Ο ξαφνικός θάνατός της είχε πληγώσει βαθιά τον κυρ Γιάννη και τον είχε σημαδέψει για την υπόλοιπη ζωή του. Ήτανε μόνος πια, όλοι οι κοντινοί του άνθρωποι ήταν νεκροί ή είχαν φύγει μακριά σε άλλες χώρες και είχε να ακούσει νέα τους χρόνια.

Ο Γκιόζης δεν ήταν κρεμασμένος στον τοίχο όπως θα περίμενε κανείς. Ένα μεγάλο σίδερο ήταν σφηνωμένο μέσα στην ξύλινη φιγούρα, το οποίο κατέληγε σε μια πλατιά βάση ώστε να μπορεί να στέκεται στο πάτωμα. Τα μάτια του παρατηρούσαν τους δύο από τους τέσσερις τοίχους του δωματίου και το μεγάλο, μακρύ του χέρι, το οποίο ήταν δεμένο με ένα λεπτό σχοινί που κρεμόταν από το ταβάνι, ήταν απλωμένο μπροστά, σαν να προσπαθούσε να γραπώσει κάτι αόρατο.

Ο κυρ Γιάννης μπήκε στο δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς το σιδερένιο, σκουριασμένο γραφείο. Το γραφείο βρισκόταν στον τοίχο που κοιτούσε η μύτη του Γκιόζη και δίπλα στην βιβλιοθήκη, η οποία ήταν γεμάτη με βιβλία του πατέρα και της γυναίκας του της Μερόπης. Πάνω στο γραφείο υπήρχε ένα αρχαίο, γκρίζο τηλέφωνο με καντράν, από την εποχή του παππού του. Το χρησιμοποιούσε ακόμα, μιας και η οικονομική του κατάσταση δεν του επέτρεπε να αγοράσει ένα πιο εξελιγμένο.

Σήκωσε το ακουστικό και γύρισε το καντράν δέκα φορές.

«Παρακαλώ, αστυφύλακας Κλέαρχος εδώ, ποιός με ζητεί;»

«Εγώ είμαι αστυφύλακα, ο κυρ Γιάννης. Τι έγινε με το ζήτημα;»

«Α, έλα Μπαρμπαγιάννη», έτσι τον φώναζε, «Μην ανησυχείς, το τακτοποίησα το θέμα. Πήγα σήμερα το πρωί και δεν ήτανε κανείς. Ούτε σημάδια ότι έγινε πάρτι και ιστορίες. Μάλλον καμιά αγέλη σκυλιών θα ήτανε που άκουσες», είπε ο Κλέαρχος από το τηλέφωνο.

«Πολύ ωραία, αστυφύλακα. Σε ευχαριστώ για τον κόπο σου. Να είσαι καλά», είπε ο Κυρ Γιάννης ανακουφισμένος.

«Και εσύ το ίδιο Μπαρμπαγιάννη».

Ο κυρ Γιάννης καπάκωσε το ακουστικό και πήγε να κάνει χαρούμενος, τις ετοιμασίες για το βραδινό του ψάρεμα.

Κοντά στο σπίτι του Γιάννη, δέκα λεπτά περίπου απόσταση με τα πόδια, υπήρχε η λιμνούλα του χωριού. Βέβαια πιο πολύ βάλτος ήταν παρά  λίμνη. Τα ψάρια της όμως, τα είχε. Ο κυρ Γιάννης είχε συνήθειο κάθε καλοκαίρι, να πηγαίνει τα βράδια στην μικρή λίμνη και να ψαρεύει για μια-δυο ωρίτσες. Η ασχολία αυτή τον γαλήνευε και τον ηρεμούσε. Ειδικά τις βραδινές ώρες, που είχε δροσούλα, ήτανε ό,τι πρέπει για αυτόν. Άλλωστε, πάντα ήταν περισσότερο λάτρης του κρύου παρά της ζέστης.

Το προηγούμενο βράδυ όμως δεν πήγε για ψάρεμα. Πυκνή ομίχλη είχε απλωθεί σε όλο το χωριό. Έμεινε ξυπνητός αρκετές ώρες διαβάζοντας ένα βιβλίο, μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Εκείνο το βράδυ όμως μόνο ύπνο δεν είχε. Κάποιες ώρες μετά τα μεσάνυχτα άρχισαν να ακούγονται από την μεριά της λίμνης φωνές και ουρλιαχτά. Δεν είχε ακούσει ποτέ στην ζωή του παρόμοιους ήχους. Ήταν λες και έρχονταν από έναν άλλο κόσμο, από πλάσματα που δεν είχαν περπατήσει ποτέ πάνω στον πλανήτη.

Γρήγορα ερμήνευσε τις φωνές ως τσιρίδες παιδιών που είχαν πάει στην λίμνη για να διασκεδάσουν. Το περιστατικό αυτό είχε γίνει και παλιότερα. Μια ομάδα λυκειόπαιδων από το χωριό, είχαν πάει στην λίμνη για να καπνίσουν και να πιούν μπίρες. Φυσικά, το άλλο πρωί τούς πιάσανε, καθώς από το πολύ αλκοόλ είχαν μεθύσει και είχαν ξεμείνει εκεί. Αυτή την φορά όμως δεν βρέθηκε τίποτα. Ούτε παιδιά, ούτε σκουπίδια από μπουκάλια και γόπες.

 

Ήταν μια όμορφη νύχτα η σημερινή, χωρίς φεγγάρι, με ξαστεριά. Ο κυρ Γιάννης είχε φτάσει πια στην λίμνη για το βραδινό του ψάρεμα. Φορούσε δύο μεγάλες αδιάβροχες γαλότσες καθώς για να ρίξει την πετονιά του σε βαθύτερα νερά, έπρεπε να περπατήσει για λίγο μέσα στον βάλτο. Δεν έπιανε πάντα ψάρια, καθώς πολλές φορές του ξέφευγαν, αλλά η διαδικασία ήταν αυτή που τον ευχαριστούσε. Σήμερα όμως, η πετονιά δεν κουνήθηκε ούτε μια φορά.  Ήταν λες και όλα τα ψάρια είχαν εξαφανιστεί.

Στεκόταν εκεί, με τα πόδια του βυθισμένα ως το γόνατο μέσα στον βούρκο για περίπου μία ώρα, αναπολώντας παλιές χαρούμενες στιγμές της ζωής του, όταν άκουσε ένα θρόισμα μέσα από τις καλαμιές δίπλα του. Κανένα πουλί θα είναι, σκέφτηκε, και βυθίστηκε ακόμα περισσότερο στις σκέψεις του. Έκανε λάθος. Ξαφνικά, μετά από λίγο, κάτι μακρύ και λιγδερό σαν πλοκάμι γράπωσε με δύναμη το πόδι του, μέσα από τον βάλτο.

Ο κυρ Γιάννης άρχισε να ουρλιάζει και να βρίζει πανικόβλητος, τινάζοντας μανιασμένα το πόδι του για να ξεφύγει. Το πράγμα τον τραβούσε όλο και πιο βαθιά στην λίμνη και τον έσφιγγε σαν τανάλια. Δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι κρατούσε ακόμα στο χέρι του το μαχαίρι που χρησιμοποιούσε για να σκοτώνει εύκολα τα ψάρια και για να κόβει την πετονιά. Έσκυψε μπροστά και βάλθηκε να κόβει με ταχύτητα, που δεν περίμενε να έχει, το γλοιώδες πράγμα που είχε τυλιχτεί γύρω από το πόδι του. Στην αρχή, το πράγμα αντιστάθηκε αλλά δεν υποχώρησε. Αποδείχθηκε ότι η σάρκα του κοβόταν εύκολα και ο κυρ Γιάννης, μετά από κόπο, κατάφερε να ξεφύγει από τα δεσμά του. Το άψυχο κομμάτι του πλάσματος χάθηκε μέσα στον βούρκο.

«Καταραμένα, σιχαμερά νερόφιδα!», φώναξε αηδιασμένος ο γέροντας, «Στην κόλαση να πάτε!», συνέχισε φτύνοντας τα σκοτεινά νερά της λίμνης.  Έσκυψε, ανασαίνοντας βαριά και κοφτά, και μάζεψε το καλάμι ψαρέματος που του είχε πέσει κατά την συμπλοκή. Κουρασμένος και κατσουφιασμένος, βγήκε από τον βάλτο, πήρε τον υπόλοιπο εξοπλισμό ψαρέματος που είχε αφήσει στην ακτή και ξεκίνησε να περπατάει αργά, σκυφτά προς το σπίτι του.

 

Κατά την επιστροφή στο σπιτικό του, ο κυρ Γιάννης είχε την αίσθηση πως κάποιος ή κάτι τον ακολουθούσε καταπόδας μέσα στην αφιλόξενη καταχνιά της νύχτας. Η ταλαιπωρία από τον άθλο που πέρασε όμως, παραήταν μεγάλη για να δώσει περεταίρω τροφή στις φαντασιώσεις του.

Αφού έφτασε σπίτι του, κλείδωσε την αυλόπορτα καθώς και όλες τις εξώπορτες. Αμπάρωσε τα παράθυρα και μπήκε στο μπάνιο για να διώξει από πάνω του την βρώμα του βάλτου αλλά και για να κατευνάσει την κούραση του. Γδύθηκε και κοίταξε το πόδι του. Το νερόφιδο τον είχε σφίξει τόσο πολύ που κατάφερε να διαπεράσει την χοντρή μπότα και να του αφήσει σημάδι. Το σημάδι στο πόδι του ήταν κόκκινο και είχε απλωθεί παντού. Δεν έμοιαζε για σημάδι από νερόφιδο. Αποφάσισε ότι θα πήγαινε στον γιατρό για να το κοιτάξει, αύριο το πρωί.

Τελείωσε το μπάνιο του και ανέβηκε την μεγάλη σκάλα, για να πάει στο υπνοδωμάτιο στον πάνω όροφο. Δεν έβλεπε την ώρα να κοιμηθεί. Πριν πέσει για ύπνο κοίταξε έξω από το παράθυρο, δίπλα από το κρεβάτι του, στην αυλή. Μια μαύρη, σκοτεινή φιγούρα στεκόταν μέσα στις σκιές και παρακολουθούσε υπομονετικά το μοναδικό παράθυρο του σπιτιού με φως, όταν ξεπρόβαλε το κεφάλι του γέροντα. Ο ίδιος όμως δεν αντιλήφτηκε τίποτα. Έσβησε το κερί που είχε δίπλα στο κομοδίνο του, γιατί το βράδυ ο Κυρ Γιάννης έκλεινε τη γεννήτρια του ρεύματος για οικονομία, και αποκοιμήθηκε. 

 

Ξύπνησε απότομα, από έναν δυνατό γδούπο που ήρθε από το κάτω πάτωμα. Άναψε το καντήλι, το πήρε και κίνησε νυσταγμένος να δει τι στο καλό συνέβαινε. Καθώς κατέβαινε τις σκάλες, ο θόρυβος ξανακούστηκε. Ερχόταν από το δωμάτιο του Γκιόζη.  Μπήκε στο δωμάτιο και τοποθέτησε το καντηλάκι στο γραφείο με το παλιό τηλέφωνο, καθώς το τρέμουλο στα χέρια είχε αυξηθεί από την ταλαιπωρία και δεν άντεχε πολύ βάρος. Έριξε μια γρήγορη ματιά σε όλο το μέρος και δεν είδε τίποτα. Μύρισε όμως την υγρασία. Την ένοιωσε στο δέρμα του. Ξαφνικά κάτι μεγάλο και βαρύ έπεσε στον ώμο του. Ο κυρ Γιάννης πήδηξε πάνω από την  τρομάρα του, γυρίζοντας ταυτόχρονα να συναντήσει την μοίρα του.

«Α, εσύ είσαι Γκιόζη! Με κοψοχόλιασες άτιμε!», είπε ανακουφισμένος, με την καρδιά του να χτυπά σαν ταμπούρλο, νοιώθοντας ανόητος. Η κλωστή που συγκρατούσε το χέρι της κούκλας από το ταβάνι είχε κοπεί. Όμως κάτι άλλο χειρότερο πρέπει να συνέβαινε εδώ πέρα. Ο γέρος αφουγκράστηκε. Κάτι, τον κοιτούσε μέσα από τις σκιές. Κάτι, στεκόταν ακίνητο στην σκοτεινή γωνία του δωματίου, όπου το φώς του κεριού δεν έφτανε να φωτίσει και να αποκαλύψει τα μυστικά της. Κάτι σάλεψε. Σύντομα το αίσθημα της ανακούφισης το κυρίεψε ο φόβος.  Ένας φόβος που άγγιζε τα όρια της τρέλας.

Το πλάσμα πετάχτηκε αστραπιαία από την κρυψώνα του, βγάζοντας από τα βάθη του λαιμού του έναν πνιχτό, βραχνό αλλά και γάργαρο ήχο που δεν άνηκε ούτε σε άνθρωπο, ούτε σε ζώο. Κόλλησε το στόμα του, που ήταν γεμάτο με κοφτερά και λεκιασμένα δόντια, με απίστευτη δύναμη στο πρόσωπο του παππού, σαν βεντούζα.

Το τελευταίο πράγμα που ένοιωσε ο κυρ Γιάννης ήταν το δέρμα του προσώπου του να ξεκολλάει αργά και οδυνηρά από το κεφάλι του και ένα λιγδιασμένο, μακρύ χέρι να ξεσκίζει μανιωδώς τα σωθικά του.

 

Αργότερα, το ίδιο βράδυ μέσα από τις καλαμιές της μικρής λιμνούλας του κοιμισμένου χωριού, ξεπρόβαλε ένας φαλακρός γέρος με μουστάκι, παλιά ξεσκισμένα ρούχα και μια μεγάλη στρογγυλή καμπούρα. Το ένα του χέρι ήταν μικρό και άψυχο. Είχε ατροφήσει από ένα μαχαίρι. Το άλλο του χέρι αφύσικα μακρύ και υπερκινητικό, με συχνούς σπασμούς, ανοιγόκλεινε τα δάχτυλα χωρίς ρυθμό, σαν να γράπωνε συνεχώς κάτι αόρατο. Αν κάποιος κοιτούσε το πλάσμα κατάματα στα απόμακρα, σκοτεινά του μάτια, θα διέκρινε κάτι απόκοσμο, ξένο, κάτι μη οικείο. Δεν θα ζούσε όμως για να περιγράψει την εμπειρία.

Το αλλόκοτο πλάσμα-γέρος βγήκε από την λίμνη και κατευθύνθηκε, σερνόμενο προς το ανυποψίαστο χωριό. Προς το παρόν είχε τραφεί καλά, το σώμα του είχε καταφέρει να χωρέσει σε ένα ανθρώπινο, σάρκινο κουκούλι. Για να καταφέρει όμως να πάρει την άψογη μορφή του γέρου θα έπρεπε να τραφεί ξανά. Σύντομα.

Το Μακρύ Χέρι.docx

Edited by Ιρμάντα
Επεξεργασία και προσθήκη νέου κειμένου κατόπιν αιτήσεως του συγγραφέα
  • Like 9
Link to comment
Share on other sites

HELP!!!! Δεν ξέρω πως να ανεβάσω αρχείο από το Word.  :wacko:

 

Πάτησε Edit και μετά Use Full Editor. Κάτω-κάτω θα δεις το κουτάκι για τα συνημμένα. Αλλά και να βάλεις όλο το κείμενο εδώ, δεν υπάρχει πρόβλημα.

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Είναι πολύ εύκολο, πάτα το κουμπί "More Reply Options" δίπλα από το μαύρο κουμπί "Post" κάτω δεξιά, και θα ανοίξει ο πλήρης editor που κάτω από τον χώρο που γράφουμε το κείμενο που θέλουμε να ποστάρουμε υπάρχει η επιλογή "Attach Files". Πατάς το "Choose Files", επιλέγεις από τον δίσκο σου το αρχείο που θες να ανεβάσεις (κατά προτίμηση σε μορφή .doc ή pdf), και κάτω δεξιά το μαύρο κουμπί "Add Reply" (το "Post" δηλαδή με άλλα λόγια) για να ποστάρεις. Μπορείς αν θες να βάλεις το attached file και μέσα στο κείμενο, αρκεί να πας τον κέρσορα στο σημείο που το θες και να πατήσεις δεξιά το "Add to Post". Ελπίζω να σε βοήθησα και να μη σε μπέρδεψα περισσότερο. :)

 

EDIT: Με πρόλαβε ο Άγγελος. :)

Edited by MadnJim
  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Λοιπον Ελγκαλα , η ιστορια εχει πολυ καλο ρυθμο , ο λογος κινειται φυσικα αβιαστα, χωρις εμποδια , συνεθεσες πολυ ωραια τα συστατικα μεταξυ τους , γενικα εχεις βελτιωθει παρα πολυ σε σχεση με το παρελθον. Η ιστορια προκαλει σασπενς..ταυτιζεσαι με τους ηρωες.. στο τελος την εξηγηση της ιστοριας νομιζω εβαλες πολλες λεπτομεριες, πανω στο παρελθον και την διαδικασια της μεταφορας της ψυχης... χανοντας σε δραματικοτητα.Νομιζω οτι εαν ελπειπαν 3 4 γραμμες απο αυτο το σημειο το κειμενο θα εδενε και θα εληγε πιο αρμονικα. Η μονη παρατηρηση μου.. κατα τα αλλα μου αρεσε.

 

Αλκινεμ η ιστορια μου αρεσε πολυ..πετυχες την ατμοσφαιρα, ηταν γρηγορο και περιπετειωδες..μονο ο θανατος της κοπελας στο τελος μου αφησε μια πικρη γευση. Κυριως ο τροπος που εγινε. Δεν καταλαβα ακριβως γιατι . Αλλα αυτο ειναι ουτε μιση σειρα του κειμενου. Μπορω να το ξεχασω..:p

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Κόλπα στην άμμο

 
[...]

 

Για να πω την αλήθεια, με αυτόν το συνδυασμό που είχες περίμενα να κάνεις φαντασμαγορικά πράγματα. Ξέρεις, περίεργες καταστάσεις και κόντρα ανατροπές. Το ότι τα μετάφερες σε κάτι πιο συνηθισμένο και καθημερινό με ξάφνιασε αρκετά ευχάριστα. Οκ, δεν είχαμε τίποτα το συγκλονιστικό, από την άλλη, όμως, βλέπουμε ότι δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ μακριά για να μπορέσουμε να ταιριάξουμε παράταιρα πράγματα. Η (άσχετη με την άσκηση) γκρίνια μου είναι ότι θα ήθελα να δω αυτό το συνδυασμό σε μια πιο φάντασυ βάση.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Κασσιόπεια

 

Λοιπόν Αταλάντη...

Η ιστορία σου μου άρεσε. Συνδύασες ωραία τα δοθέντα στοιχεία, οι χαρακτήρες έχουν ζωντάνια και πιστευτή συμπεριφορά, ενώ οδήγησες τελικά την ιστορία σε μονοπάτια που δεν είχα φανταστεί. Η δε χελώνα, χωρίς να έχει κάτι το τρομαχτικό, στοιχειώνει με την παρουσία της το κείμενο από την αρχή μέχρι το τέλος 

 

 

Η ιστορία του Mesmer με κέρδισε με την ατμόσφαιρά της. Ικανοποιητική η σύνδεση των στοιχείων, αλλά οι χαρακτήρες και κυρίως η αλληλεπίδραση μεταξύ τους, έχαναν κάτι σε ρεαλιστικότητα. Λίγο μεγαλύτερο μέγεθος θα βοηθούσε την ιστορία να είναι ακόμα καλύτερη.

 

 

Κόλπα στην άμμο
 
Ανάλαφρο, ευκολοδιάβαστο, διασκεδαστικό. Απόλαυση οι δυο μικροί πρωταγωνιστές, ενώ πέτυχες πολύ καλά τις αντιδράσεις της ηλικίας τους. Η ιστορία δεν είχε όμως, κατά την γνώμη μου, ξεκάθαρα φανταστικά στοιχεία, αλλά και τον σκαραβαίο φάνηκε να τον χρησιμοποιείς απλώς επειδή ήσουν αναγκασμένος. Παρά αυτές τις "ελλείψεις" όμως, πέρασα πολύ καλά διαβάζοντας την ιστορία σου.
 
 
Το μακρύ χέρι
 
Δημήτρη, αυτή ήταν η πρώτη δικιά σου ιστορία που διάβασα, και το αποτέλεσμα με ικανοποίησε απόλυτα.
Ωραία, σκοτεινή ατμόσφαιρα, ζωντανές περιγραφές, ένας ήρωας πολύ συμπαθητικός. Μας έδωσες ωραία τις πληροφορίες για το παρελθόν, δίχως όμως να παραλείψεις την σωστή ανάπτυξη της κυρίως πλοκής. Αξιοποίησες δε αρκετά σωστά τα στοιχεία που είχες διαθέσιμα.
Καλώς μας ήρθες λοιπόν, κι ελπίζω να διαβάσω κι άλλα κείμενά σου. 
  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

Ένας καλόγερος μπαίνει σ' ένα πορνείο

 

Αρκετά ικανοποιητική η σύνδεση των στοιχείων και πολύ χορταστική η περιπέτεια που μας έδωσες. Μέσα σ' όλα τα ωραία που συμβαίνουν, τα στοιχεία ταίριαξαν μια χαρά, χωρίς να φαίνεται ότι μπήκαν βεβιασμένα. Γενικότερα, η ιστορία βγάζει ένα κλίμα από αρχαία Κίνα και τα στοιχεία οδηγούσαν από μόνα τους προς αυτήν την κατεύθυνση.

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

 

Δημήτρη, το πακετάκι σου ήταν από τα πιο δύσκολα. Άντε τώρα να ταιριάξεις τον καραγκιοζοπαίχτη με το παράξενο υδρόβιο πλάσμα. Πάντως, έκανες αρκετά καλή δουλειά κι η ιστορία σου είχε το ενδιαφέρον της. Αν και το τηλέφωνο φάνηκε ότι μπήκε κάπως βεβιασμένα, απλά για να φανεί στην ιστορία. Υπάρχουν διάφορα άλλα λαθάκια στην ιστορία σου, τόσο τεχνικά όσο και γραμματικά, αλλά δεν απασχολούν την παρούσα άσκηση. Ελπίζω, όμως, οι ΣΑ και οι Βιβλιοθήκες να σε βοηθήσουν να βελτιωθείς, επειδή φαίνεται ότι θέλεις να ασχοληθείς.

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

 

 

Μένοντας στο κομμάτι της συνδυαστικής ικανότητας και της φαντασίας, έκανες καλή δουλειά πιστεύω με τα υλικά που είχες. Βέβαια, έπαιξες μπαλίτσα στο γήπεδό σου - αυτές οι ιστορίες σου πάνε, το ξέρεις, τις μαγειρεύεις καλά. Αν έχω σε κάτι να σταθώ αυτό είναι ότι υπάρχει μια έλλειψη σαφήνειας. Μέχρι να φτάσουμε, δηλαδή, στο ποίημα που εξηγεί τα πάντα, δεν καλοκαταλάβαινα τι συνέβαινε και πώς συνδέονταν τα στοιχεία μεταξύ τους. Ήταν όμως ωραίο τρικάκι να συνδέσεις τα ετερόκλητα υλικά σου σ' ένα ξόρκι και σου έλυσε τα χέρια σε μεγάλο βαθμό. Μόνο το στοίχειωμα μου έλειψε από το ποίημα, δεν κατάλαβα κανένα στοιχειωμένο σπίτι προσωπικά. Και η αλήθεια είναι πως, αν το έκανες "χαμόσπιτο" ή "σπίτι χωριάτικο" δεν θα έβγαζε και πολύ νόημα στα πλαίσια του ξορκιού. Οπότε, νομίζω πρέπει να δώσεις λίγο βάρος στο στοίχειωμα για να κολλήσει καλύτερα το θέμα με το ξόρκι.

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

 

 

Σπύρο, η δική σου άσκηση με άφησε να αμφιταλαντεύομαι. Από τη μία, τα στοιχεία τα συνδύασες μια χαρά και με απρόσμενο τρόπο (μιας και λογικά όλοι μας περιμέναμε κάτι πιο sf/f). Από την άλλη, μου φαίνεται πως στο άλλο κομμάτι της άσκησης, αυτό που ζητούσε να γράψουμε μια ιστορία, δεν ανταποκρίθηκες πολύ καλά. Έγραψες ένα ανάλαφρο και σπιρτόζικο στιγμιότυπο από τη ζωή δύο παιδιών - αυτό, όμως, δεν είναι ιστορία. Είναι απλά αυτό: ένα στιγμιότυπο.

Edited by elgalla
  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

-Άγγελε, μου άρεσε το φορμάτ που επέλεξες (και φυσικά έκανες έτσι την απόλυτη χρήση των δεδομένων της άσκησης), και η σύνδεση όλων στο τέλος. Επίσης και η ατμόσφαιρα χωριού, αυτό το "σκιαζάρι" με ξετρέλανε. Όμως υπήρχε μια απροσδιόριστη ασάφεια στο σύνολο που με δυσκόλεψε, και αντί να μου είναι αρκετά τα κείμενα για να μου δώσουν να καταλάβω όλη την έκταση της ιστορίας, με ανάγκασε τελικά να δώσω δικές μου εξηγήσεις. 

 

-Αταλάντη, έφτιαξες μια ωραία ιστορία τρόμου, από αυτές όμως που εγώ αποφεύγω γιατί τις βρίσκω θλιβερές. Σαν πλοκή εννοώ, η προδοσία, το ξεγέλασμα, η ανημποριά να αντιδράσει, που τα έδωσες όλα πολύ καλά, με κορυφαία σκηνή για μένα την αλλαγή οπτικής γωνίας λόγω της μεταφοράς. Τα απαιτούμενα της άσκησης κούμπωσαν όλα μια χαρά.

 

-Γιάννη, όταν διάβασα πρώτη φορά τα δεδομένα του πακέτου σου χαμογέλασα, και πήγα αμέσως παρακάτω. Κινέζικη παράδοση; Όχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Όμως respect φίλε μου, έφτιαξες μια γεμάτη, ψαγμένη, και χορταστική φάντασυ ιστορία που με απορρόφησε και με κράτησε ως το τέλος με μεγάλο ενδιαφέρον. Κάποια λαθάκια της πληκτρολόγησης θα τα βρεις, κατά τ' άλλα για μένα ήταν αρτιότατη, και με άριστη χρήση των δεδομένων σου.

  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν. Αφού διάβασα για δεύτερη φορά τις ιστορίες, έχουμε και λέμε:

 

Αταλάντη: Πολύ καλή αξιοποίηση των στοιχείων και γενικά ωραίο χτίσιμο της ιστορίας. Good job και με την ανατροπή. Αν εμένα με κοιτούσε έτσι άγρια η χελώνα θα σηκωνόμουν και θα έφευγα.  :p

 

Άγγελε: Επίσης πετυχημένος συνδυασμός των στοιχείων με αποκορύφωμα φυσικά το τέλος όπου έρχεται και κλείνει αρμονικά ο γρίφος των τεσσάρων ιστοριών. Θα ήθελα να δω κι εγώ λίγο παραπάνω αλλά αυτό δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα της ιστορίας σου.  :thumbsup:

 

Σπύρο: Η ιστορία σου δεν είχε όντως φανταστικά στοιχεία  αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Ήταν καλογραμμένη και ευχάριστη. Well done! Το σκαθάρι όμως μου φάνηκε και εμένα κάπως περιττό. Επίσης, δίκιο είχε ο Γιωργάκης.  :D

 

Johnny: Για μένα το δικό σου πακέτο ήταν από τα πιο δύσκολα. Έμεινα ευχαριστημένος από την ιστορία, η οποία είχε πολύ καλές σκηνές δράσης. Επίσης μου άρεσαν τα ονόματα που έφτιαξες. Google Translate FTW!  ;-) Τέλος, να πω μόνο πως η κούκλα μου φάνηκε λιγουλάκι περιττή, αν και την χειρίστηκες μια χαρά μέσα στην ιστορία.

 

Sorry που δεν είπα πολλά, με καλύψατε παραπάνω.

  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

ΜadnJim, φίλε μου ως συνήθως μου φτιαξες καινούριο συκώτι από τα γέλια. Το χιούμορ σου βγαίνει αβίαστα και έχεις πετύχει καταπληκτικά τα πιτσιρίκια! 

 

alkinem, αγαπητέ Γιάννη, πέτυχες αυτό που είχα και εγώ περίπου κατά νου, οι διαφορές μας θα ήταν στο ότι είχα σκοπό σε μια αναφορά στους πειρασμούς για ένα μοναχό σε τέτοιο χώρο και στο ότι σαν παιχνίδι είχα διαλέξει το mahjongg, οι έχοντες windows 7 μπορεί να έχουν παίξει. Έκανες πολύ καλή δουλειά και όπως και σε άλλες ιστορίες σου που έχω διαβάσει στη φαντασία είσαι στο στοιχείο σου.

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

 

 

Λοιπόν, alkinem, με εντυπωσίασες. Μου φαίνεται πως αυτή είναι η καλύτερη ιστορία σου που έχω διαβάσει.  Η ιστορία έχει σαφήνεια, καλή ροή, ισορροπία, ατμόσφαιρα Κίνας και ζωντάνια. Επίσης έχεις καθαρίσει πολύ τον λόγο σου από περιττά επίθετα που χρησιμοποιούσες συχνά στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να έχεις μια αρκετά πιο μεστή γραφή εδώ. Αν και αυτά δεν αφορούν την άσκηση, ήθελα να στα πω έτσι κι αλλιώς. Στο κομμάτι της άσκησης, τα περισσότερα στοιχεία τα έχεις συνδυάσει πολύ καλά και φυσικά/ομαλά, μόνο η παιδική κούκλα είναι κάπως παράταιρη στα πλαίσια της ιστορίας με setting το πορνείο. Ίσως mahjong ή, ακόμη καλύτερα, ζάρια ή χαρτιά να ταίριαζαν περισσότερο στο πολύ καλό κατά τα άλλα κλίμα που στήνεις. Πολύ καλό αποτέλεσμα γενικά, όμως, και μπράβο σου.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Ορίστε και η δική μου ιστορία, εμπνευσμένη από το δέκατο τέταρτο πακέτο δεδομένων, που με έκανε να γράψω κάτι μετά από μήνες. Ευχαριστώ πολύ Ειρήνη! :)

Τα δεδομένα...

Πρόσωπο: Ένας δραματικός ηθοποιός
Μέρος: Ένας λαβύρινθος
Ζώο: Ένα τυφλό σκυλί
Πράγμα: Ένα μουσικό κουτί

 

...και το αποτέλεσμα. Τρόμου, γύρω στις 1760 λέξεις.

 

 

 

 

 

“Να ζει κανείς..”

 

 

 

“Να ζει κανείς ή να μην ζει;” Ο Ίαν είπε τις πρώτες λέξεις ενός μονολόγου που είχε πει αμέτρητες φορές στην καριέρα του, αλλά αντί να συνεχίσει, σταμάτησε και κοίταξε τα άδεια καθίσματα του μικρού θεάτρου που είχε σταματήσει να λειτουργεί εδώ και καιρό. Έμεινε ακίνητος στην σκηνή, λες και περίμενε να ακουστεί από κάπου η απάντηση στο ερώτημα που τον τριβέλιζε τους τελευταίους μήνες. “Να ζει κανείς;” Η κατάθλιψη είχε πρωτοκάνει την εμφάνιση της όταν είχε αναγκαστεί να βάλει λουκέτο στο θέατρο που είχε στεγάσει όλα τα καλλιτεχνικά του όνειρα, και τον σφιχταγκάλιασε με τον θάνατο της Μαίρης. Μια ολόκληρη ζωή είχαν περάσει μαζί και η απουσία της τον είχε συντρίψει. Δεν είχαν κάνει παιδιά, είχαν μόνο ο ένας τον άλλο, και τώρα αυτός είχε μείνει μόνος του. Πάντα πίστευε, πάντα έλπιζε, ότι θα έφευγε πρώτος, αλλά τελικά είχε απομείνει μόνος σε ένα άδειο σπίτι προσπαθώντας να κρατηθεί από τις αναμνήσεις μιας ευτυχισμένης ζωής, που έμοιαζαν να ανήκουν σε κάποιον άλλο.

 

Απομακρύνθηκε από την άκρη της σκηνής και κατευθύνθηκε στο τραπέζι που βρισκόταν λίγο πιο πέρα, προς τα παρασκήνια. Πήρε το ξύλινο, μουσικό κουτί που υπήρχε πάνω του και το άνοιξε. Μελωδικές νότες έσπασαν την σιγή που κυριαρχούσε, νότες που αυτή λάτρευε, γέμισαν τρεμοπαίζοντας σαν αδύναμες φλόγες την αίθουσα για λίγο και μετά χάθηκαν, όπως είχε χαθεί και εκείνη. Έκλεισε το κουτί, το άφησε στο τραπέζι, μετά πήρε το παλτό του από την καρέκλα και το φόρεσε. Έβαλε το μουσικό κουτί στην τσέπη του παλτού του, προχώρησε στα παρασκήνια, έσβησε τα φώτα με τον γενικό διακόπτη, και βγήκε έξω από το θέατρο.

 

Η νυχτερινή αύρα του ανακάτευε τα λιγοστά μαλλιά και τον περιτριγύριζε λες και προσπαθούσε να του φτιάξει την διάθεση, λες και ήταν το καθησυχαστικό άγγιγμα ενός παλιού, καλού φίλου. Αυτός όμως συνέχιζε τον δρόμο του βυθισμένος στις σκέψεις του. Πόσο τους άρεσαν αυτοί οι νυχτερινοί περίπατοι. Μπορούσαν να περπατούν με τις ώρες, απολαμβάνοντας τις εικόνες, τους ήχους, και τις μυρωδιές τις πόλης. Το παραμικρό μπορούσε να τους προκαλέσει την περιέργεια, στο κάθε τι έβρισκαν κάτι αξιοθαύμαστο, κάτι που μπορούσε να εξηγήσει τον λόγο που βρίσκονταν εδώ και να βρουν πάνω του την ομορφιά της ζωής. Και τώρα περιδιάβαινε μόνος του τους δρόμους της πόλης, που τώρα του φαίνονταν μουντοί και αδιάφοροι. Τα χρώματα είχαν χαθεί στα μάτια του, όλα ήταν μια θολούρα που δεν άξιζε ούτε δευτερόλεπτο από την προσοχή του. Οι ήχοι που γέμιζαν την πόλη, τα γέλια των παιδιών ή το αδιάκοπο ψιθύρισμα της βροχής, όλα όσα εκείνη έβρισκε να έχουν μια αιθέρια μελωδία μέσα τους, είχαν γίνει ένα ενοχλητικό, απροσδιόριστο βουητό.

 

Συνέχισε να προχωράει σκυφτός, χαμένος μέσα σε σκέψεις και αναμνήσεις, όταν ένας οξύς πόνος καρφώθηκε στο κεφάλι του. Σταμάτησε και έτριψε τα μελίγγια του προσπαθώντας και καταφέρνοντας να ανακουφιστεί λίγο, όταν ένας ήχος κατάφερε να του αποσπάσει την προσοχή. Ήταν ένα σιγανό γρύλισμα. Κοίταξε γύρω του και είδε μέσα από τις σκιές ενός σοκακιού να ξεπροβάλει ένας σκύλος. Ήταν μεσαίου μεγέθους και το άσπρο τρίχωμα του ήταν γεμάτο μαύρες πιτσιλιές. Σταμάτησε σε απόσταση λίγων μέτρων από τον Ίαν, και η επιφυλακτική στάση του έδειχνε ότι η ζωή του αδέσποτου του είχε προσφέρει περισσότερες κλωτσιές, παρά χάδια. Κοίταξε τον Ίαν με τον τρόπο που έχουν τα σκυλιά και νομίζεις ότι έχουν ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο τους, και κούνησε σιγά την ουρά του.

 

«Τι συμβαίνει φιλαράκο...» ξεκίνησε να λέει ο Ίαν, αλλά σταμάτησε όταν πρόσεξε τα μάτια του σκύλου. Η γαλακτώδης επιφάνεια του καταρράκτη τα κάλυπτε και τα δύο, φανερώνοντας ότι το ζώο ήταν εντελώς τυφλό. Το βλέμμα του όμως συνέχιζε να είναι με κάποιο τρόπο καρφωμένο πάνω του. Έβγαλε ένα σιγανό γάβγισμα, προχώρησε λίγα βήματα πίσω στο σοκάκι, γύρισε, και τον ξανακοίταξε περιμένοντάς τον. Ο Ίαν χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να τον ακολουθεί. Κάτι πάνω σε αυτόν τον παράξενο σκύλο είχε καταφέρει να του εξάψει την περιέργεια, να τον κάνει να ενδιαφερθεί για κάτι πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Προχώρησε στο σκοτεινό δρομάκι, στο κατόπι του ζώου που κάθε τόσο σταματούσε για να σιγουρευτεί ότι ο άντρας το ακολουθεί. Έστριψαν σε δύο γωνίες προχωρώντας όλο και βαθύτερα, με το σκύλο να έχει επιταχύνει το βηματισμό του, έτσι που ο Ίαν, ίσα που προλάβαινε να τον δει πριν χαθεί εντελώς από το βλέμμα του. Επιτάχυνε και αυτός τον δικό του ρυθμό και στρίβοντας σε άλλη μια γωνία, είδε τον σκύλο να τον περιμένει μπροστά από μια πόρτα, που έχασκε ορθάνοιχτη σαν στόμα.Το σκυλί δεν περίμενε να τον φτάσει, παρά χώθηκε στον σκοτεινό διάδρομο και απομακρύνθηκε, στρέφοντας για λίγο το κεφάλι προς το μέρος του. Τα άσπρα μάτια του, ξεχώριζαν μέσα στο σκοτάδι, κάνοντας το να μοιάζει απόκοσμο και απειλητικό. Ο Ίαν μπήκε στον διάδρομο ενώ το σκυλί χανόταν στην γωνία που υπήρχε μερικά μέτρα μακριά. «Περίμενε!» είπε, και τάχυνε το βήμα του. Όταν έφτασε στην γωνία, το σκυλί χανόταν στην επόμενη που έστριβε αριστερά. Μα πόσο μακρύς ήταν αυτός ο διάδρομος; Και που οδηγούσε; Καμιά πόρτα δεν υπήρχε για να οδηγεί κάπου. Μόνο ο διάδρομος που φιδογύριζε, και μερικές φορές οδηγούσε σε αδιέξοδα, ενώ σε άλλα σημεία διακλαδώνονταν.

 

Έφτασε τελικά σε ένα σταυροδρόμι, αφού ο διάδρομος που ακολουθούσε συνέχιζε μπροστά, αλλά και αριστερά και δεξιά του. Κοντοστάθηκε, κοίταξε τριγύρω του και μια ανησυχία τον κυρίευσε. Ήταν λες και είχε χαθεί μέσα σε έναν λαβύρινθο, που όσο τον ακολουθούσε, τόσο παγιδέυοταν μέσα του. Δεν ήθελε πλέον να συνεχίσει άλλο, ο σκύλος ας κρατούσε τα μυστικά του, έπρεπε να φύγει. Γύρισε για να πάρει τον δρόμο της επιστροφής, όταν ένα γρύλισμα τον πάγωσε.

 

Ο σκύλος βρισκόταν εκεί, μερικά μέτρα μακριά του, και καθόταν στα πίσω πόδια του έχοντας ξεγυμνώσει απειλητικά τα δόντια του. Φρίκη πλημμύρισε τον Ίαν όταν πρόσεξε ότι τώρα τα μάτια του ζώου έλειπαν. Δυο κόκκινες, ματωμένες τρύπες τα είχαν αντικαταστήσει. Το ζώο σηκώθηκε και άρχισε να προχωράει προς το μέρος του. Σταγόνες αίματος έπεφταν στο πάτωμα, και ο ήχος που έκαναν έμοιαζε εκκωφαντικός. Ο Ίαν άρχισε να πισωπατάει για να μεγαλώσει όσο μπορούσε την απόσταση που τους χώριζε, και τότε ο σκύλος σωριάστηκε στο πάτωμα. Έβγαλε ένα πονεμένο γρύλισμα και σπασμοί άρχισαν να συνταράσσουν το κορμί του, που στρέβλωσε σε παράξενες γωνίες και διογκώθηκε. Τα μπροστινά του πόδια άρχισαν να μεγαλώνουν,ενώ ο ήχος των οστών που έσπαγαν και αναδημιουργούνταν ήταν ανατριχιαστικός. Γαμψόνυχα δάχτυλα εμφανίστηκαν στις άκρες τους, μέσα σε λίγες στιγμές δυο φρικιαστικά χέρια είχαν δημιουργηθεί, ενώ και το υπόλοιπο κορμί του σκύλου μεγάλωνε και άλλαζε. Πριν ο Ίαν γυρίσει και αρχίσει να τρέχει όσο μπορούσε πιο γρήγορα, μην περιμένοντας να ολοκληρωθεί η γέννηση αυτού του εφιαλτικού πλάσματος, πρόλαβε να δει το ρύγχος του σκύλου να ξεφλουδίζει, να ανοίγει στα τέσσερα, και μια τερατώδη μουσούδα να ξεπροβάλει.

 

Έτρεχε, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές προς τα πίσω, με την καρδιά του να βροντοχτυπάει στο στήθος του. Έστριβε σε γωνίες, διάλεγε κατευθύνσεις όπου ήταν παραπάνω από μία, με μια σκέψη να καίει στο μυαλό του. “Μην είναι αδιέξοδο. Θεέ μου, μην είναι αδιέξοδο.” Γρυλίσματα και άναρθρες κραυγές από το πλάσμα έφταναν στα αυτιά του. Κάθε φορά νόμιζε ότι ήταν πιο δυνατά, ότι η απόσταση μεταξύ τους είχε μειωθεί. Συνέχισε να τρέχει στα τυφλά, με τον πανικό να αναβλύζει από κάθε πόρο του κορμιού του, μαζί με τον κρύο ιδρώτα που τον είχε λούσει. Τότε εκτός από τα γρυλίσματα του πλάσματος, ένας άλλος ήχος έφτασε στα αυτιά του. Μελωδικές νότες μόλις που ακούστηκαν, αλλά τις αναγνώρισε αμέσως. Ήταν η μελωδία της Μαίρης. Έψαξε φρενιασμένα στην τσέπη του παλτού του για το μουσικό κουτί, αλλά δεν ήταν εκεί. Σταμάτησε για λίγο και αφουγκράστηκε, νάτες πάλι, πιο δυνατές αυτήν την φορά. Ξανάρχισε να τρέχει αναζητώντας την πηγή τους. Αυτές οι νότες ήταν η σωτηρία του, ένας φωτεινός, μελωδικός φάρος που του έδειχνε τον δρόμο μέσα σε αυτή την σκοτεινή θάλασσα που κόντευε να καταποντιστεί στα βάθη της. Τώρα μόνο δύο ήχοι ακούγονταν, έχοντας υπερκαλύψει όλους τους υπόλοιπους. Οι μανιασμένοι χτύποι της καρδιάς του, οι ήχοι των βημάτων του, η ξέφρενη ανάσα του, τίποτα από αυτά δεν έφτανε στα αυτιά του. Μόνο τα γρυλίσματα και η μελωδία.

 

Ακολουθώντας τις νότες που η ένταση τους δυνάμωνε συνεχώς, έφτασε τελικά σε έναν μακρύ διάδρομο όπου μια πόρτα βρισκόταν στο τέρμα του. Με τις ελπίδες αναπτερωμένες έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, και όταν έφτασε στη μέση του διαδρόμου ένα τρομακτικό ουρλιαχτό ακούστηκε. Έριξε μια ματιά πίσω του και είδε έναν ζωντανό εφιάλτη να έχει μπει μόλις στον διάδρομο. Έτρεχε στα τέσσερα, και με μεγάλες δρασκελιές μείωνε γρήγορα την απόσταση που τους χώριζε. Ο Ίαν έτρεξε όσο ποτέ πριν στη ζωή του και έφτασε επιτέλους στην πόρτα, άρπαξε το χερούλι, την άνοιξε, μπήκε μέσα, την έκλεισε και την κλείδωσε την στιγμή ακριβώς που το πλάσμα έπεφτε με θόρυβο πάνω της. Χτυπήματα άρχισαν να ταρακουνούν την πόρτα, ενώ το τέρας έβγαζε ανατριχιαστικά ουρλιαχτά. Ο Ίαν κοίταξε τριγύρω του και είδε ότι βρισκόταν σε ένα μικρό, στενό, γυμνό δωμάτιο. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε, παρά μόνο το μουσικό κουτί στο πάτωμα. Έσκυψε, το πήρε στα χέρια του και το άνοιξε. Η μελωδία που τόσο αγαπούσε η Μαίρη άρχισε να παίζει, την στιγμή που με έναν τρομακτικό κρότο το ξύλο της πόρτας έσπασε σκορπώντας θραύσματα και σκλήθρες, και από την τρύπα που δημιουργήθηκε ένα τερατώδες χέρι μπήκε μέσα φτάνοντας λίγα εκατοστά από το πρόσωπο του Ίαν. Ξανατραβήχτηκε έξω, νέα χτυπήματα ακολούθησαν, και στο τέλος η πόρτα γκρεμίστηκε με θόρυβο. Ο Ίαν κράτησε σφιχτά το μουσικό κουτί και σκέφτηκε Δεν θέλω να πεθάνω, όχι τώρα, όχι έτσι” πριν το πλάσμα πέσει πάνω του με ορθάνοιχτο στόμα.

 

Μισάνοιξε τα μάτια του και ένοιωσε κάτι υγρό και τραχύ να του γλύφει το πρόσωπο. Όταν η όραση του καθάρισε, είδε τον σκύλο από πάνω του. Τα καταγάλανα μάτια του έλαμψαν όταν τον είδε να συνέρχεται και έβγαλε ένα χαρούμενο, κοφτό γάβγισμα. Τον μύρισε έντονα, λες και θα μπορούσε έτσι να βρει τον καλύτερο τρόπο για να τον βοηθήσει και έφυγε τρέχοντας, βγήκε στον δρόμο και άρχισε να γαβγίζει. Χάθηκε για λίγο από τα μάτια του Ίαν που κατάφερε να ανασηκωθεί και να στηριχθεί στον τοίχο. Η αριστερή πλευρά του σώματος του ήταν παράξενα μουδιασμένη και του ήταν δύσκολο να μετακινηθεί παραπάνω. Ο σκύλος ξαναφάνηκε, και χάθηκε πάλι, ενώ συνέχισε να γαβγίζει. Εμφανίστηκε ξανά, και αφού περίμενε για λίγο, άρχισε να τρέχει πάλι προς τον Ίαν. Τον έφτασε και τον ξαναμύρισε, ενώ η ουρά του δεν σταματούσε να πηγαινοέρχεται ενθουσιασμένα. Ο Ίαν είδε δύο αγνώστους να μπαίνουν στο σοκάκι. Όταν τον είδαν έτρεξαν αμέσως προς το μέρος του, ενώ ο ένας έβγαλε το κινητό του και τηλεφωνούσε για να καλέσει ασθενοφόρο. Με το δεξί του χέρι ο Ίαν χάιδεψε το κεφάλι του σκύλου, του είπε “Σε ευχαριστώ πολύ φίλε μου” και μετά αγκάλιασε τον σωτήρα του.

 

 

SymphonyX13

 

Απρίλιος 2016

 

  • Like 7
Link to comment
Share on other sites

Λίγα λόγια για την κάθε ιστορία...

 

Κασσιόπεια...

 

Αταλάντη, το πόσο μου αρέσει η γραφή σου, νομίζω στο έχω ξαναπεί και αυτή είναι άλλη μια ωραία ιστορία σου. Όμορφη γραφή, ωραίο θέμα και καλός συνδιασμός των δεδομένων. Μέσα σε πολύ λίγο χώρο, φτιάχνεις μια άρτια ιστορία που μου άρεσε πολύ, well done! :)

 

Βάλε ένα τίτλο βρε Άγγελε... :)

 

Όταν καταπιάνεσαι με αυτού του είδους τα θέματα, είναι σαν να βρίσκεσαι στο στοιχείο σου. Παρουσιάζεις με πολύ ωραίο τρόπο τις εικόνες σου, η χρήση ντοπιολαλιάς είναι πολύ πετυχημένη, όπως ακριβώς στην ιστορία με την Γιαγιά και την Άχνα και μου δίνεις πεντανόστιμα ορεκτικά, που με κάνουν όμως να μένω με την όρεξη. Καταλαβαίνω ότι το είδες ακριβώς σαν άσκηση, αλλά αν ήθελα κάτι από την ιστορία σου, θα ήθελα να ήταν μεγαλύτερη!

 

Κόλπα στην  άμμο...

 

Καταρχάς με εξέπληξες Σπύρο που με αυτά τα δεδομένα, ενώ περίμενα ότι θα ασχοληθείς με κάτι πιο fantasy, μας έδωσες αυτήν την καλογραμμένη, χιουμοριστική ιστορία. Πρωτότυπος συνδιασμός των δεδομένων, μόνο ο σκαραβαίος μου φάνηκε κάπως διαδικαστικός, αλλά τον ρόλο που του έδωσες στην ιστορία, τον έπαιξε μια χαρά, και τα πιτσιρίκια, πραγματικά ολοζώντανα.! 

 

Βάλε έναν τίτλο βρε Γιάννη...  :) :)

 

Μου άρεσε πολύ η ιστορία σου, ταίριαξες θαυμάσια τα δεδομένα και μας έδωσες μια καλογραμμένη ιστορία φαντασίας με ενδιαφέροντες χαρακτήρες και καλή δράση.Της έδωσες την έκταση που χρειαζόταν, δεν θα με χάλαγε να ήταν και μεγαλύτερη, και γενικά ήταν μια ιστορία που πραγματικά την απόλαυσα! Σίγουρα θα ήθελα να διάβαζα και άλλες περιπέτειες του Τίε!

 

Το μακρύ χέρι...

 

Δύσκολο πακέτο δεδομένων, που όμως κατάφερες να συνδιάσεις ικανοποιητικά, φτιάχνοντας μια ωραία ιστορία. Καλογραμμένος, ενδιαφέρον χαρακτήρας, ωραίος ρυθμός που δεν με κούρασε κάπου, αρκούντως σκοτεινή ατμόσφαιρα και μερικές σκηνές ανατριχίλας, με έκαναν να ευχαριστηθώ την ιστορία σου. Νice job! :)

Edited by SymphonyX13
  • Like 6
Link to comment
Share on other sites

Ξεκινώ να ανεβάζω σχολιάκια

 

elgalla

 

Τι μου άρεσε στην «Κασσιόπεια»:

  • Η σχεδόν (ή και τελείως) άψογη χρήση και ο συνδυασμός των δοθέντων στοιχείων.
  • Η περιορισμένη έκταση σε συνδυασμό με την περιεκτικότητα, μου έδωσε την εντύπωση πως η συγγραφέας έπιασε το νόημα της άσκησης
  • Η χαλαρή και άνετη και ακομπλεξάριστη χρήση του ομοφυλοφιλικού έρωτα, που ήταν άλλωστε και ένα από τα ζητούμενα.

 

Τι μου άρεσε λιγότερο:

  • Μέσα στα πλαίσια της περιορισμένης έκτασης συγχωρείται. Αν επρόκειτο για ιστορία αξιώσεων, να συμπεριληφθεί σε ανθολογία και τα λοιπά θα περίμενα περισσότερο χτίσιμο όσον αφορά στη μεταφορά, και στο γιατί η κοπέλα δεν πήγε να γεμίσει το σώμα της χελώνας.
  • Ιδέα, ας πούμε: η ψυχή είναι κάτι πολύ βαρύ και πολύ φορτισμένο για να παραμείνει επ αόριστον σε μία κούκλα βουντού. Η κούκλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μονάχα για τη μεταφορά. Διαφορετικά θα εκραγεί, για παράδειγμα, είναι κα΄τι πολύ ασταθές. Μόνο έμβιο πλάσμα μπορεί αν κουβαλήσει μία ψυχή. Ή, ακόμη καλύτερο: Η Κασσιόπεια είχε διώξει από μιας αρχής την ψυχή της χελώνας για να την κατοικήσει; Και η ψυχή της αρχικής χελώνας που ήταν; Ίσως μέσα στην κούκλα; Οπότε: Η μάγισσα πάει στη γυναίκα, η χελώνα πάει στη χελώνα και η γυναίκα στην κούκλα.
  • Δες αυτό με τη συμβατότητα. Θα βοηθούσε να με ερωτευτείς. Η Κασσιόπεια το ήθελε, η Κασσιόπεια με αγαπούσε....η Κασσιόπεια δεν θα μπορούσε να κατοικήσει ετεροφυλόφιλου σώμα, ποτέ.

 

Γενικώς, μία πετυχημένη χρήση των στοιχείων και ωραίο φλασάκι.

Τσουρεκάκι πασχαλινό;

post-4496-0-24637400-1461058600_thumb.jpg

Edited by Ιρμάντα
Ορθογραφικά και προσθήκη φωτογραφίας
  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

“Να ζει κανείς..”

 

Δυσκολούτσικο και το δικό σου το πακετάκι. Αλλά το δούλεψες μια χαρά. Κι επειδή τράβηξες αυτόν το δρόμο (που με το συγκεκριμένο πακέτο καλά έκανες), θα σου έλεγα ότι θα μπορούσε να γίνει ακόμη πιο σουρεαλιστική η ιστορία σου. Ούτε χρειάζεται να «γλυκάνεις» τόσο το τέλος. Άσ' το κι αυτό να κινηθεί στον ίδιο σουρεαλιστικό δρόμο. Δεν θα σταθώ σε θέματα γραφής, που δεν αφορούν τη συγκεκριμένη άσκηση, αλλά θέλει τη δουλίτσα του.

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Μια που δεν είχα κάτι να ασχοληθώ, πήρα και το 5ο πακέτο με τα εξής στοιχεία

 

 

Πρόσωπο: Μέγας Αλέξανδρος
Μέρος: Κόλαση
Ζώο: Ένας μάντικορ
Πράγμα: Ένα κοχύλι

 

Το αποτέλεσμα ήταν μια ανάλαφρη ιστοριούλα 1594 λέξεων.

 

 

Μάντυ

 

Γι' αυτά άφησα τον Όλυμπο;

Ο Αλέξανδρος είχε βρεθεί επιτέλους στα Τάρταρα. Το ταξίδι που έπρεπε να κάνει ήταν μεγάλο και δύσκολο – όχι και τόσο δηλαδή, αλλά κάθε λεπτό που ξόδευε μακριά από τις ανέσεις του παλατιού του τού φαινόταν ατελείωτο.

Έστεκε καταμεσής μιας τεράστιας σπηλιάς. Όλο το μέρος ουσιαστικά ήταν ένα αχανές σπήλαιο που η οροφή του ήταν χαμένη ψηλά, τυλιγμένη σε αδιαπέραστο σκοτάδι.

Σκοτεινά όμως ήταν και στο έδαφος· το μόνο φως ερχόταν από τα ποτάμια της λάβας που κυλούσαν αέναα, αλλά και τις φλεγόμενες λίμνες μέσα από τις οποίες αντηχούσαν οι κραυγές των καταραμένων.

Ο ήχος από βαριά βήματα, αλλά και μια ακαθόριστη κίνηση κρυμμένη ακόμα στις σκιές, τού τράβηξαν την προσοχή. Δεν άργησε να δει ότι μια ομάδα στρατιωτών του Κάτω Κόσμου τον πλησίαζε τρέχοντας. Γιγαντόσωμα πλάσματα, με μπλαβιά, μισοσαπισμένη σάρκα και ντυμένα με κουρέλια που ανέμιζαν καθώς οι ιδιοκτήτες τους έτρεχαν.

Δεν έχασε χρόνο. Έβαλε στο δισάκι του το κοχύλι που τον είχε οδηγήσει έως εκεί – έβγαζε πια χρυσαφιά λάμψη, σημάδι ότι ο Αλέξανδρος ήταν στο σωστό μέρος -, και ξεθηκάρωσε το σπαθί του.

«Γι' αυτό άφησα τον Όλυμπο», αναρωτήθηκε φωναχτά αυτήν την φορά, και όρμησε στους αντιπάλους του.

Είχε σκοτώσει μισή ντουζίνα από δαύτους, τους μισούς τούς είχε πετάξει στον Φλεγέθοντα, όταν μια μαύρη αστραπή έσκισε τον αέρα κι έπεσε κάμποσα πόδια μακριά του.

Οι στρατιώτες που είχαν απομείνει το έβαλαν στα πόδια και πήγαν να κρυφτούν στις μικρότερες σπηλιές που τα στόμιά τους έχασαν κοντά στην όχθη του ποταμιού της λάβας. Στο σημείο που είχε χτυπηθεί από την αστραπή, μια στενή σχισμή είχε δημιουργηθεί στο έδαφος. Μαύρος καπνός έβγαινε από το άνοιγμα· υψώθηκε για λίγο, μετά άρχισε να στροβιλίζεται και να συμπυκνώνεται.

Μαι ανθρώπινη φιγούρα αχνοφάνηκε μέσα στους καπνούς· ο Αλέξανδρος πρόταξε το ξίφος του, έτοιμος να αντιμετωπίσει ακόμη έναν αντίπαλο.

«Λοιπόν ανιψιέ, το έχεις σκοπό να μου ξεκάνεις όλους τους στρατιώτες;»

Μόλις ο Αλέξανδρος άκουσε την φωνή του Πλούτωνα, ευθύς χαλάρωσε κι έκρυψε το σπαθί του.

«Δεν φταίω εγώ θείε... αυτοί μου όρμησαν πρώτοι».

Ο Πλούτωνας τυλίχτηκε πάλι σε καπνούς και για μερικές στιγμές εξαφανίστηκε· έπειτα ο Αλέξανδρος τον είδε να στέκεται λίγα βήματα μακριά του.

«Δεν φταίω εγώ, δεν φταίω εγώ», άρχισε να τον ειρωνεύεται ο Πλούτωνας. «Όταν αρχίζεις τις δικαιολογίες, φτυστός ο πατέρας σου είσαι. Δεν φταίω εγώ... ο πισινός της Αλκμήνης κολάζει και ευνούχο· δεν φταίω εγώ... έτσι όπως είδα την Δανάη στην φυλακή της, ιδρωμένη και βρώμικη, μού έκανε κούκου».

Πλησίασε τον Αλέξανδρο και πέρασε το χέρι γύρω από τους ώμους τους. Βρομούσε σαν πτώμα κι ο Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να μην μορφάσει αηδιασμένος.

Ο Πλούτωνας το πρόσεξε.

«Αν οι μοναδικές σου επιλογές για μπάνιο ήταν η Στύγα και ο Αχέροντας, ούτε κι εσύ θα μύριζες καλύτερα», είπε, αλλά δεν ακούστηκε θυμωμένος. «Ας τα αφήσουμε όμως αυτά. Δεν έρχονται συχνά τα ανίψια μου εδώ κάτω. Πάμε λοιπόν κάπου καλύτερα».

Ο μαύρος καπνός τύλιξε αυτήν την φορά και τους δύο· ο Αλέξανδρος ένιωσε ξαφνικά σαν να τον είχε ρουφήξει μια δίνη.

 

Ο Πλούτωνας τούς είχε μεταφέρει στο ανάκτορό του.

Τα μαύρα παλάτια του Άδη, σκέφτηκε ο Αλέξανδρος. Δεν ήταν υπερβολή, ούτε σχήμα λόγου. Όλο το κτίριο ήταν από μαύρη πέτρα, ενώ ο φωτισμός ήταν υποτονικός· πυρσοί στους τοίχους, από τους οποίους ξεπετάγονταν ισχνές μαβιές φλόγες.

Ο Πλούτωνας κάθισε σε ένα κακοφτιαγμένο ανάκλιντρο, καλυμμένο φυσικά με μαύρα υφάσματα, κι ο Αλέξανδρος τον μιμήθηκε.

«Λοιπόν ανιψιέ, τι σε φέρνει στα μέρη μας;»

Ο Αλέξανδρος πήγε να απαντήσει, αλλά ένα κοντοστούπικο, μαύρο ξωτικό μπήκε στο δωμάτιο και τον έκανε να σωπάσει. Κουβαλούσε ένα δίσκο που πάνω του είχε μια κανάτα και δύο κούπες. Τις γέμισε· ο Πλούτωνας πήρε την μία κι έδωσε την άλλη στον Αλέξανδρο.

«Από τα αμπέλια μας στους λόφους της Στύγας», εξήγησε ο άρχοντας του Άδη.

Ο Αλέξανδρος θυμήθηκε την πρώτη, αλλά και τελευταία, φορά που είχε δοκιμάσει κρασί του Κάτω Κόσμου. Για μια βδομάδα δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του, και ο κοιλόπονος ήταν σαν να είχε ένα σπαθί συνεχώς μπηγμένο μέσα του.

Για να μην προσβάλει πάντως τον θείο του, έφερε την κούπα στα χείλια του και καμώθηκε ότι κατέβασε μια γουλιά.

«Λοιπόν, τι κάνεις στον Άδη;», ρώτησε πάλι ο Πλούτωνας.

«Ξέρεις πολύ καλά».

Ο Πλούτωνας σηκώθηκε όρθιος.

«Το περιδέραιο ασφαλώς. Πώς ήξερες όμως ότι ήταν εδώ;»

Ο Αλέξανδρος έβγαλε το κοχύλι· η λάμψη του είχε γίνει ακόμα πιο έντονη.

«Η αδερφή μου δεν είναι ανόητη. Είχε δέσει το περιδέραιο με το κοχύλι κι αυτό με οδήγησε εδώ. Κοίτα πώς λάμπει. “Αισθάνεται” ότι το κόσμημα είναι κοντά», εξήγησε ο Αλέξανδρος. «Γιατί το πήρες όμως;»

Ο Πλούτωνας αναστέναξε· σταύρωσε τα χέρια πίσω από την μέση του κι άρχισε να βηματίζει πάνω-κάτω.

«Ήταν το πάρτι που έκανε η Ήρα για να γιορτάσει ότι έγινε 10000 ετών – μεταξύ μας, κρύβει κάμποσους αιώνες. Η αδερφή σου είχε δανείσει το περιδέραιο στην Αθηνά. Μόλις το είδε η Περσεφόνη αποφάσισε ότι το ήθελε. Έλα όμως που με την αδερφή σου είναι τσακωμένες εδώ και δεκαπέντε αιώνες κι ακόμα δεν μιλιούνται· δεν μπορούσε λοιπόν να της το ζητήσει. Για δυο βδομάδες λοιπόν με είχε πρήξει. “Το θέλω, πρέπει να μου το φέρεις”. Δεν έλεγε τίποτε άλλο. Τι να κάνω κι εγώ λοιπόν; Ένας απλός θεός είμαι. Ζήτησα από τον Ποσειδώνα δυο Τρίτωνες και τους έβαλα να κλέψουν το περιδέραιο».

Ο Αλέξανδρος στάθηκε όρθιος.

«Ώστε το έχει η Περσεφόνη...»

Ο Πλούτωνας κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι κι αναστέναξε.

«Το φόρεσε δυο φορές κι αποφάσισε ότι κάνει τον λαιμό της να δείχνει παχύς – ναι, αυτό φταίει κι όχι ότι η γλυκιά μου έχει αρχίσει να τρώει σαν γελάδα. Το παράτησε λοιπόν νευριασμένη κάπου στα διαμερίσματά της, κι εκεί το βρήκε η Μάντυ. Από τότε δεν το αποχωρίζεται.

Ο Αλέξανδρος θυμόταν την Μάντυ. Ήταν το αγαπημένο κατοικίδιο του θείου του· ένας μικροκαμωμένος, θηλυκός μαντίχωρας.

«Λυπάμαι, αλλά θα στεναχωρήσω το ζωάκι σου. Η αδερφή μου θέλει πίσω το κόσμημά της».

«Μπορείς να προσπαθήσεις να το πάρεις. Τέτοια ώρα, η μικρή παίζει συνήθως στους πίσω κήπους».

 

Τον οδήγησε εκεί. Πράγματι η Μάντυ ήταν πιστή στις συνήθειες της. Το περιδέραιο κρεμόταν από το λιονταρίσιο αυτάκι της, ενώ με την ροζ γλωσσίτσα της έγλυφε το γαλάζιο μαργαριτάρι που δέσποζε στο κόσμημα.

Ο Αλέξανδρος έσκυψε και προσπάθησε να το πάρει. Η Μάντυ αμέσως πήρε αμυντική στάση· κύρτωσε την ράχη της, ξεγύμνωσε το κοφτερά της δόντια, ενώ η ουρά σκορπιού άρχισε να κουνιέται απειλητικά πέρα-δώθε.

«Γλύκα είναι», σχολίασε ο Αλέξανδρος. Ο μαντίχωρας δεν τον φόβιζε. Άπλωσε το χέρι του κι άρχισε να της χαϊδεύει την γούνα του σβέρκου. Η Μάντυ χαλάρωσε κι άφησε ένα γρύλισμα που πιο πολύ σαν να γάβγισε έμοιαζε.

«Σαν σκυλάκι ακούστηκε».

«Πράγματι», παραδέχτηκε άκεφα ο Πλούτωνας. «Κάνει συνέχεια παρέα με τον Κέρβερο. Είναι τσιμπημένη μαζί του νομίζω. Κι αυτός όμως δείχνει ότι την αγαπάει· τα δυο του κεφάλια τουλάχιστον, ενώ το τρίτο την αγνοεί επιδειχτικά».

Κροτάλισε τα δάχτυλά του· το περιδέραιο αιωρήθηκε και σε λίγες στιγμές ήταν στα χέρια του. Η Μάντυ γρύλισε παραπονιάρικα. Ο Πλούτωνας έδωσε το περιδέραιο στον Αλέξανδρο κι έπειτα έσκυψε και πήρε την Μάντυ στην αγκαλιά του.

«Ησύχασε κοριτσάκι μου. Ο μπαμπάς θα σου πάρει άλλο παιχνίδι», προσπαθούσε μάταια να ηρεμήσει την Μάντυ που κλαψούριζε ασταμάτητα.

Ο Αλέξανδρος κατάλαβε ότι ήταν ώρα να φύγει. Εξάλλου η αδερφή του σίγουρα ανυπομονούσε για την επιστροφή του.

 

Διακτινίστηκε σε μια ακρογιαλιά. Ο ήλιος είχε σχεδόν βυθιστεί στην ήρεμη θάλασσα και το είδωλό του καθρεφτιζόταν στα νερά. Ο ουρανός ήταν πλουμισμένος από ερυθρές ανταύγειες· κόκκινα ήταν και τα λιγοστά συννεφάκια που ταξίδευαν αργά στο στερέωμα.

«Αδερφή, εμφανίσου επιτέλους. Έχω κι ένα βασίλειο να κυβερνήσω...»

Ο Αλέξανδρος βιαζόταν να τελειώσει με όλα αυτά· αυτή η ημέρα είχε ήδη τραβήξει πολύ.

Λίγες στιγμές έπειτα ένα έντονο βουητό αντιλάλησε στον έρημο γιαλό. Η θάλασσα, μερικά πόδια από την αμμουδιά, πάφλαζε· κάτι φάνηκε να αναδύεται από τα βάθη της.

Ο Αλέξανδρος αναγνώρισε την αδερφή του. Μέχρι να φτάσει στην στεριά κρατούσε ακόμα την όψη της γοργόνας. Μόλις όμως βγήκε σε στέρεο έδαφος, ευθύς μεταμορφώθηκε σε κανονικό άνθρωπο.

«Άσε τις βλακείες», αποπήρε τον Αλέξανδρο. «Βασίλειο και χαζομάρες. Ένα παλάτι στον Όλυμπο σού έχει δώσει ο Δίας για να μην γκρινιάζεις. Αλλά αυτά δεν με νοιάζουν. Το πήρες πίσω;»

Ο Αλέξανδρος τής έδωσε το περιδέραιο και το κοχύλι. Εκείνη φόρεσε το κόσμημα, αφού πρώτα πέταξε το όστρακο στην άμμο. Έπειτα έπεσε στην αγκαλιά του αδερφού της.

«Αδερφούλη μου σ' ευχαριστώ. Και μόνο στην σκέψη ότι το είχε εκείνη η σκύλα η Περσεφόνη, άφριζα από το κακό μου».

Και πού να 'ξερε για την Μάντυ...

«Ταιριάζουν;», ρώτησε τον αδερφό της αν το κόσμημα πήγαινε με το λευκό, κολλητό φόρεμά της. «Είδα κι έπαθα για να πείσω την Αφροδίτη να μου δανείσει αυτό το φουστάνι».

Ο Αλέξανδρος δεν πρόλαβε να της απαντήσει. Εκείνη χτύπησε με δύναμη το πόδι της στο έδαφος κι ένας μεγάλος καθρέφτης πετάχτηκε ξαφνικά από την άμμο. Κοίταξε το είδωλό της και ξεφώνισε ενθουσιασμένη.

«Είμαι τέλεια. Το' ξέρα, είμαι τέλεια. Όταν εμφανιστώ στον χορό του Ποσειδώνα μεθαύριο, οι κόρες του Νηρέα θα σκάσουν από την ζήλια τους».

Ο Αλέξανδρος αναστέναξε σιωπηλά.

Δεν είναι δυνατόν να είμαστε αδέρφια. Κάποια πλάκα είναι.

Δεν αποχαιρέτησε καν την αδερφή του. Μεταφέρθηκε πίσω στον Όλυμπο, αφήνοντάς την να θαυμάζει τον εαυτό της.

 

Αναπαυόταν σε μια από τις σάλες του παλατιού του. Ξαπλωμένος σε ένα ασημένιο ανάκλιντρο, διακοσμημένο με ξυλόγλυπτα ανάγλυφα, απολάμβανε νέκταρ που του είχε σερβίρει σε χρυσή κούπα μια υπηρέτρια. Ήταν μια νύμφη ντυμένη με ελαφριά πράσινα υφάσματα. Τα σγουρά της μαλλιά ήταν στολισμένα με ένα στεφάνι από κόκκινα τριαντάφυλλα.

Ήπιε λιγάκι ακόμα, όταν ξαφνικά θυμήθηκε την Μάντυ.

«Ήταν πράγματι γλύκα το ατιμούλικο. Ίσως πάρω κι εγώ έναν μαντίχωρα για το παλάτι...»

Ένιωσε τα βλέφαρά του να βαραίνουν. Ήταν μάταιο να προσπαθήσει να μείνει ξύπνιος. Εκείνη η ημέρα τον είχε κουράσει υπερβολικά.

 

Τέλος

 

  • Like 7
Link to comment
Share on other sites

Guest
This topic is now closed to further replies.

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..