Popular Post Solonor Posted September 27, 2016 Popular Post Share Posted September 27, 2016 (edited) Όνομα Συγγραφέα:Είδος: Love (craft) StoryΒία; ΛίγηΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων:3725Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Συμμετοχή για 43ο διαγωνισμό σύντομης ιστορίας – fantasy.Αρχείο:ΠΕΥΚΟΤΟΥΚJΙΝfinal.docx Το πεύκο του Κjιν Η αρχαία Jέμψι μπορεί να στέκεται μπροστά στο άγαλμα της Ίβjα, ανατολές αμέτρητες. Να περιεργάζεται τις πλεξούδες των πτερυγίων στην πλάτη της, τα λυγερά πόδια, την κομψή ουρά με το αιχμηρό κεντρί. Το πρόσωπό της, τα επτά ισχνά πλοκάμια που κρύβουν το στόμα της, τα πελώρια ολοστρόγγυλα μάτια, τα τόσο μακρινά μεταξύ τους, λες κι ήταν μαλωμένα, τα μάτια που έκαναν την Ίβjα την ομορφότερη των Ανjού. Το άγαλμα είναι σταχτόχρωμο και καλοφτιαγμένο και στον κύκνειο λαιμό γυαλίζει μια λιλιπούτεια αλυσίδα, αργυροχοημένη με τέχνη ξένη στους Ανjού. Κι αυτό που αστράφτει είναι ένα κόσμημα: ένα άνθος τετραπέταλο με στίγμα μαργαριταρένιο. Η αρχαία Jέμψι μπορεί να στέκεται μπροστά στο άγαλμα της κόρης της, ανατολές αμέτρητες και να θαυμάζει τη γλυπτική του Κjιν. Γιατί ο Κjιν είναι καλός γλύπτης. Πόσες φορές άραγε ανάμιξε την άμμο με μελάνι κι αλμυρό νερό κι ίσως χυμούς φρούτων –άραγε λωτούς; Ποιος να ‘ξερε πώς σμίλεψε το άγαλμα της αγαπημένης του; Κανένας Ανjού δεν είχε τη μαστοριά να πήξει τόσο λείο πηλό, με πόρους τόσο μικρούς, σχεδόν αθέατους. Ο Κjιν είναι καλός γλύπτης μα είναι και καλός Φjελ, καλύτερος από την Jέμψι και για αυτό η αρχαία Ανjού είναι εδώ, τούτο το μουντό πρωινό. Η αρχαία Jέμψι επισκέφθηκε το βουνό του Κjιν, βάδισε στο μέγαρο το χτισμένο με σταχτιά από το μελάνι πλιθιά, τα πιο λεία πλιθιά στο νησί, έψαξε στα αραχνιασμένα δωμάτια, αναστάτωσε κανα δυο γάτες και στέκεται τώρα στο προαύλιο του κήπου, για να βρει τον Κjιν. Είναι κοντά του κι ας μην τον βλέπει∙ τα συρσίματα που ηχούν από κάτι λωτούς πνιγμένους σε πορτοκαλόχρωμα κρίνα, είναι ο Κjιν που πλησιάζει κουτσαίνοντας. Όμως η αρχαία Jέμψι δεν έχει αντιληφθεί ούτε τον Κjιν ούτε και κάτι άλλο που κοντοζυγώνει αθόρυβα. Στέκεται μπροστά στο άγαλμα της Ίβjα και μπορεί να το θαυμάζει ανατολές αμέτρητες, όμως δεν το κάνει. Γιατί στα χέρια της κρατάει ένα μεγάλο λευκό όστρακο, γεμάτο λείο πηλό, σταχτί από το μελάνι. Κι είναι τούτο το όστρακο που την κάνει να μην ακούει τον Κjιν και το κάτι άλλο που ζυγώνει. Ο ήλιος δεν αχτιδοβολεί συχνά στο νησί, γιατί τα σύννεφα κρέμονται βαριά και σκοτεινά -δόξα στη μνήμη της Ίβjα- μα αν αχνεύανε λιγο, αν αραίωνε ο ομιχλένιος φράχτης και τα θαλάσσια τείχη, τότε και πάλι ο ήλιος δεν θα έβλεπε την αρχαία Jέμψι κι αυτό γιατί θα την ήσκιαζαν οι φυλλωσιές των δέντρων, κυδωνιές και συκιές, αμπέλια και μαυρόφλοιοι λωτοί∙ κι ας στέκεται στο προαύλιο του κήπου. Αν η αρχαία Jέμψι δεν ήταν απορροφημένη στο λευκό όστρακο, ίσως να χάζευε τις συκιές και τα αμπέλια, τις κυδωνιές και τους λωτούς, ίσως να αφουγκραζόταν τον Κjιν, ή ίσως να ένιωθε αυτό που ζύγωσε και τώρα τη γαργαλάει στα λέπια της ουράς της. Όμως η αρχαία Jέμψι στέκεται μπροστά στο άγαλμα της κόρης της και ταξιδεύει τα δάχτυλά της στα επτά ισχνά πλοκάμια, στο στόμα κι από εκεί στον κύκνειο λαιμό, στο τετραπέταλο άνθος με το μαργαριταρένιο στίγμα. Μετά αφήνει το μελάνι της να σταλάξει στον πηλό μέσα στο όστρακο. Κι η λεία επιφάνεια ξαφνικά γεμίζει στίγματα και τα στίγματα ενώνονται και χαράσσουνε γραμμές. Κι οι γραμμές γωνιάζουν και στροφίζουν σύμβολα κι η αρχαία Jέμψι αγνοεί αυτό που τη γαργαλάει, αγνοεί τον Κjιν που την πλησιάζει και διαβάζει. * Σε βρήκα κάτω από το πεύκο, με τα πτερύγια της πλάτης σου ξέπλεκα, να αρμενίζεις σε νάρκη γαλήνια. Τούτο το πεύκο, είχες πει, ήταν η ανάμνηση της φρικτής πράξης σου, το πρώτο δέντρο που φύτρωσε εδώ διακόσια καλοκαίρια πριν. Κι ήταν στα αλήθεια φρικτό, ο σκεβρωμένος κορμός του φλεγμάτιζε κολλώδες ρετσίνι, τα κλαδιά του κρέμονταν στρεβλωμένα κι εχθρικά. Οι καστανόξανθες πευκοβελόνες έπνιγαν τα πάντα στη γη. Δεν ήθελα ένα τέτοιο δέντρο στον κήπο μας, μα δεν τολμούσα να σε κάνω να θυμηθείς. Δεν ήσουν μόνη∙ ένα γατάκι είχε βολευτεί κάτω από την ουρά σου. Σε πλησίασα όσο πιο σιγανά μού επέτρεπε το δεξί χωλό μου πόδι. Το γατάκι χασμουρήθηκε. Είχε έναν πορτοκαλί λεκέ στο αριστερό μάτι, ίδιο με το χρώμα της ράχης του, ενώ γύρω από το δεξί, η γούνα του ήταν λευκή και στολισμένη με ένα κομματάκι ξεραμένη τσίμπλα. Μπροστά στο γατάκι διέκρινα μικροσκοπικούς, χλωρούς μίσχους να ξεπετάγονται από τις πευκοβελόνες. Στις κορφές τους γυάλιζαν μπουμπούκια από πορτοκαλένιους κρίνους. Τι θύμησες να είχε χάσει άραγε ένα γατί; Πόση ώρα ήταν εδώ; Το σήκωσα μαλακά και με το δάχτυλό μου σκούπισα τη μουρίτσα του. Εκείνο άρχισε να γουργουρίζει. Τότε άνοιξες τα ολοστρόγγυλα μάτια σου, τα τόσο μακρινά, λες κι ήταν μαλωμένα, που έλεγε κι η Jέμψι. Ήσουν εκθαμβωτική, όπως όταν φύτρωσε έβδομο πλοκάμι στο στόμα σου κι ενηλικιώθηκες. Να ‘τανε χίλια τα καλοκαίρια που σε περίμενα να γεννηθείς; Να ‘τανε άλλα χίλια μέχρι να με ποθήσεις κι εσύ; Κι άλλα τόσα μέχρι να έρθει η σειρά μας να τεκνοποιήσουμε. Δεν σφύριξες. Διακόσια καλοκαίρια δεν είχες σφυρίξει κλεισμένη εδώ, στον κήπο που είχες μαγέψει για να λησμονήσουμε κι εγώ κι εσύ, αυτό που έκανες στο παιδί μας. Ήσουν καλή Φjελ. Εγώ μπόρεσα να ξεχάσω τη σκηνή και να τα μάθω αργότερα από περιγραφές άλλων, εσύ όμως την κράτησες βαθιά μέσα σου. Ήσουν έτοιμη να αυτοκεντριστείς, το έβλεπα. Δοκίμασα τα πάντα. Δοκίμασα να σε ελευθερώσω από τον κήπο. Να ξεριζώσω ένα-ένα τα δέντρα, συκιές και αμπέλια, κυδωνιές που συμπαθούσα, ακόμη και τους λωτούς που λάτρευες. Όμως κάθε ανάμνηση σου έφερνε θλίψη, λες κι η πράξη σου είχε ποτίσει το χώμα. Και κάθε που σε ελευθέρωνα, εσύ ζητούσες να σε αφήσω να αυτοκεντριστείς. Μα εγώ σε φυλάκιζα στον κήπο, μέχρι να ξεχάσεις ακόμη και τη λαλιά. Όπως έλεγες, έκανα πάντα αυτό που ήθελα. Τώρα όμως οι ομίχλες είχαν υποχωρήσει ξανά και τα τείχη κυμάτων που περικύκλωναν το νησί είχαν γκρεμιστεί. Ορδές ανθρώπων είχαν αποβιβαστεί στη χρυσαφένια αμμουδιά και μπορεί να τους νικήσαμε, όμως το τίμημα ήταν βαρύ: είχαν τραυματιστεί τρεις Ανjού. Ο ένας είχε χάσει το κεφάλι του, όπως ο πατέρας σου διακόσια καλοκαίρια πριν. Τότε που μας έσωσες. Δεν ήθελα να έρθω εδώ. Ήξερα τι θα σε ανάγκαζα να θυμηθείς κι ήξερα τι θα ζητούσες να σε αφήσω να κάνεις. Θα προτιμουσα να άφηνα την ευθύνη στην Jέμψι, είχε προσφερθεί εξάλλου να δοκιμάσει. Όμως η Jέμψι δεν ήταν τόσο καλή Φjελ όσο εσύ. Κι αν δεν πετύχαινε το Φjέλι, τότε δεν θα κινδυνεύαν μόνοι οι τρεις τραυματίες αλλά κι οι υπόλοιποι εβδομήντα έξι. Πόσους αιώνες θα αντέχαμε να αποκρούουμε τους ανθρώπους; Ας το κάνει η Ίβjα, μου είχε πει η Jέμψι, αφού αυτό πιστεύεις σωστό. Ούτως ή άλλως θα κάνεις αυτό που θέλεις. Με το γατί αγκαλιά, σε πήρα από το χέρι και σε βοήθησα να σηκωθείς. Περάσαμε συκιές κι αμπέλια, κυδωνιές που συμπαθούσα, λωτούς που λάτρευες και τη μικρή λίμνη με το θαλασσινό νερό. Από τον φόβο σου, οι ρώγες των δαχτύλων σου δάκρυζαν αλμυρό νερό. Έξω από τον κήπο, το τρομαγμένο βλέμμα σου πλανήθηκε στους τοίχους, κάποτε τους θαύμαζες, πώς φτιάχνεις τόσο λεία πλιθιά, με ρωτούσες. Άφησα το γατάκι και σε οδήγησα στα έγκατα του μεγάρου, στο σπήλαιο, εκεί που κάποτε ναρκωνόμασταν ενωμένοι τους παγωμένους χειμώνες. Εκεί που κάναμε τον γιο μας. Σε άφησα εκεί να σφυρίζεις λυπημένα. Έφτυσα λίγο μελάνι και ξανακύλισα τον λίθο στην είσοδο. «Θα ξανάρθω», ψιθύρισα. Έπειτα πήγα στον κήπο για να του βάλω φωτιά. * Προσπέρασα το άγαλμά σου στο προαύλιο, αυτό που σμίλεψα όταν σε πρωτόφερα εδώ. Έπειτα έγειρα στις ρίζες από λωτούς και κυδωνιές, από συκιές κι αμπέλια φορτωμένα με μαβιά τσαμπιά. Στάλαξα το μελάνι μου στη γη. Υπήρχαν και δικές μου αναμνήσεις στον κήπο, μα θα άντεχα. Για σένα φοβόμουν. Χάιδεψα το τετραπέταλο κόσμημα στον λαιμό μου. Το είχα σκυλέψει από έναν σημαντικό άνθρωπο, αφού κέντρισα το κορμί του και τον σήκωσα ψηλά, να καμαρώσει τους άντρες του, την ώρα που τους έκαιγα ζωντανούς. Σου θύμιζε άνθος λωτού, είπες και στο χάρισα. Λίγες ανατολές πριν το Φjέλι. Το Φjέλι που έσωσε το νησί από την σφοδρότερη επιδρομή ανθρώπων. Διακόσια καλοκαίρια πριν μας είχαν ανακαλύψει. Κράδαιναν σουβλιά, κοφτερά σαν τα κεντριά μας. Οι ορδές τους στριμώχνονταν σε χοντρά καράβια, με κατάρτια τρανά και κουπιά αμέτρητα. Κόντεψαν να μας αφανίσουν. Είκοσι τρείς Ανjού επιβίωσαν, ανάμεσά τους εγώ, εσύ, ο γιος μας, η μητέρα σου, η αρχαία Jέμψι κι ο πατέρας σου, ο καλύτερος Φjελ της εποχής μας, που είχε χάσει το κεφάλι του στον πόλεμο. Ήταν το Φjέλι σου που πύργωσε τα κύματα, κατακρήμνισε τα σύννεφα, τα έστρωσε σε ομίχλη και την τύλιξε γύρω από το νησί. Το καταραμένο Φjέλι που απαιτούσε τη θυσία ενός Ανjού. Δοκίμασες στην αρχή να θανατώσεις τον πατέρα σου. Ήταν αρχαίος κι αδύναμος και δύσκολα θα ξαναφύτρωνε το κεφάλι του. Όμως έκανες λάθος, πού να ‘ξερες πως δεν του απέμενε αρκετή ζωή; Μετά προσφέρθηκα εγώ. Αρνήθηκες. Η ζωή μου δεν ήταν αρκετά φρέσκια και δεν ήθελες άλλα λάθη. Στον γκρεμό που ατενίζει την χρυσαφένια αμμουδιά, λίγο μετά που σκότωσες τον πατέρα σου, από όλους τους Ανjού, σε είδα να κεντρίζεις τον νεότερο. Αυτόν που περιμέναμε για χίλια καλοκαίρια, ώσπου να έρθει η σειρά μας να τεκνοποιήσουμε. Κι είχε έρθει μόλις πριν από είκοσι έξι. Ο γιος μας δεν είχε βγάλει ούτε πλοκάμι στο στόμα του. Κι εσύ τον κέντρισες στο πόδι και του πήρες τη ζωή μπροστά μου. Τίποτα από όλα αυτά δεν είχε αφήσει ο κήπος στο μυαλό μου, μα μου είπες ότι σε συγχώρησα κι ας έκανες ό,τι χειρότερο μπορεί να κάνει ένας Ανjού, δυο φορές∙ σκότωσες τον πατέρα σου, σκότωσες και τον γιο μας. Αποτρελάθηκα, μα σε συγχώρησα κι όταν λησμόνησα κι έμαθα, σε συγχώρησα ξανά, όχι γιατί σήκωσες το βάρος όλων των Ανjού, αλλά γιατί σε λάτρευα, Ίβjα, σε λάτρευα χίλια καλοκαίρια πριν καν με ποθήσεις εσύ. Όμως εσύ δεν συγχώρησες ούτε το λάθος σου ούτε το σωστό σου∙ ούτε τον αναίτιο θάνατο του πατέρα σου ούτε τη θυσία του γιου μας. Άφησα το τετραπέταλο άνθος στον λαιμό μου. Αν το έβγαζα εδώ, θα έχανα κι εγώ σιγά-σιγά τις αναμνήσεις μου, θα φύτρωναν ανάμεσα στις συκιές και τα αμπέλια, στις κυδωνιές που συμπαθούσα και στους λωτούς που λάτρευες. Κι όπως έκανα κάποτε στους τελευταίους επιζώντες των ανθρώπων, έχυσα λίγο μελάνι στα δέντρα του κήπου. Στάθηκα κάτω από το πεύκο κι ανύψωσα χέρια και ουρά. Το Φjέλι της φωτιάς ήταν εύκολο, αλλά η σκέψη του μαρτύριου που θα σου προκαλούσα, μούσκευε τα δάχτυλά μου. Σφύριξα τη μελωδία. Λωτοί και κυδωνιές, συκιές και αμπέλια άναψαν μονομιάς. Δεκάδες πλοκάμια καπνού ενώθηκαν σε νέφος θολό. Η αποπνικτική θέρμη δεν με ενοχλούσε. Γδούποι και κρότοι έσπαγαν το τσιτσίρισμα της πυρκαγιάς, καθώς τα δέντρα γκρεμίζονταν κι εγώ χάζευα το ζόφο. Έναν τέτοιο ζόφο θα σου ζητούσα να φέρεις ξανά: την ομίχλη και τα σύννεφα και τα θαλάσσια τείχη να μας προστατεύσουν. Δεν ήξερα γιατί είχαν διαλυθεί κι ας ήμουν ο καλύτερος Φjελ μετά από σένα. Όπως δεν ήξερα να κάνω το Φjέλι. Αυτό που ήξερα ήταν πως ήθελα εσύ να θυμηθείς το ένα κλαδί πέφτει με πάταγο στις πευκοβελόνες, ένα κουκουνάρι σκάει, ο ουρανός ξάστερος, το φεγγάρι ασημώνει την αμμουδιά, η υγρασία στα φαλακρά βράχια στραφταλίζει κι είσαι ολομόναχη, σφυρίζεις μελωδία άγνωστη, κρατάω κάτι, έχεις κεντρίσει το πόδι του πατέρα σου, το σώμα του ακέφαλο, τι κάνω εδώ; τα σύννεφα βυθίζονται στη γη, γεννούν την ομίχλη, κρατάω κάτι Έχω έρθει να προσφερθώ; Γιατί με κοιτάς έντρομη; Γιατί σηκώνω το κεντρί μου ψηλά; «Όχι το πεύκο!» Εμφανίστηκες μέσα από τον καπνό με τα χέρια ψηλά. Έφτυσες μελάνι στις παλάμες σου και το ψέκασες στο πεύκο -με πιτσίλισες. Σφύριζες σκοπό παρόμοιο με το δικό μου, παρόμοιο μα αντίθετο. Ο καπνός στο πεύκο φούντωσε λες και το είχες καταβρέξει. Οι φλόγες έγιναν σπίθες κι οι σπίθες άφησαν τον φλοιό τσουρουφλισμένο μόνο στη βάση του. Γύρω του απέμεινε ένας κύκλος από καστανόξανθες πευκοβελόνες, παράταιρος με την καμμένη γη. «Πάμε», είπα και σε γράπωσα από το μπράτσο, ενώ η φωτιά κατέτρωγε τα πάντα. Σε παρέσυρα μαζί μου γοργά κι ας κουτσοπόδιζα. Βγήκαμε από τον κήπο πρωτού αρχίσεις και πάλι να ξεχνάς. * «Το πεύκο είναι η δική σου ανάμνηση των φρικτών μου πράξεων», παραδέχθηκες. Από τα ψηλά βράχια αγναντεύαμε την χρυσαφένια αμμουδιά. Τα κύματα σάλευαν σαν ήμερα δελφίνια στη φεγγαρένια γλώσσα. Τα ισχνά σύννεφα θύμιζαν μαλλιά γέρικων ανθρώπων. Εδώ ήταν που είχες κάνει το Φjέλι. Εδώ ήταν όσα πήγα να θυμηθώ πριν λίγο. Όσα έγιναν διακόσια καλοκαίρια πριν. Τότε ήμασταν μόνοι μας, εσύ, εγώ κι οι δυο θυσίες σου, ο πατέρας σου κι ο γιος μας. «Γιατί εγώ;», είπα, «γιατί εγώ ξέχασα κι όχι εσύ;» «Δεν ξέρω», είπες. «Ίσως γιατί σ’ έβαλα κατευθείαν στον κήπο… Ίσως η δική σου ανάμνηση να ‘ταν πιο πρόσφατη, πιο συμπαγής. Ίσως γι’ αυτό να φύτρωσε σ’ ένα πεύκο. Κι η δική μου να ενώθηκε με τις υπόλοιπες… Να σκόρπισε… Να μοιράστηκε σ’ όλα τα δέντρα». Απόψε, πέρα μακριά, είχαν μαζευτεί οι εβδομήντα επτά Ανjού, με τους τρεις τραυματίες, ακόμα και τον ακέφαλο. Κάπου εκεί ήταν η αρχαία Jέμψι. Οι περισσότεροι ήταν νέοι, διακόσια καλοκαίρια πριν δεν είχαν καν γεννηθεί. Κι εκείνοι που ζούσαν έλειπαν την ώρα της τραγωδίας μας. «Κάτι κρατούσα…» είπα. Ψηλαφούσα τα αιχμηρά, ασημένια πέταλα στον λαιμό μου. Άραγε αν έβγαζα την αλυσίδα κι επέστρεφα στον κήπο, θα λησμονούσα ξανά την εικόνα του τρόμου στα ολοστρόγγυλα μάτια σου; «Τι κρατούσα στα χέρια μου;» «Δεν κρατούσες τίποτα», αποκρίθηκες κι έκρυψες τα δάχτυλά σου, μα πρόλαβα να δω μια στάλα να πέφτει στον βράχο. «Η ανάμνηση ίσως μπλέχτηκε με άλλες. Μήπως πήρες στην αγκαλιά σου τίποτα πρόσφατα;» Το γατάκι; «Και γιατί σήκωσα το κεντρί μου;» «Αν καιγόταν το πεύκο θα θυμόσουν και τη θυσία του γιου μας», απάντησες και σκούπισες τις παλάμες σου. Τέντωσες τα πτερύγια της πλάτης σου και τα τύλιξες μεταξύ τους σε πλεξούδες. Όπως τότε. «Και τώρα άσε τις ερωτήσεις κι ηρέμησε, να ηρεμήσω κι εγώ. Πρέπει να σου διδάξω το Φjέλι». Ήμουν μπερδεμένος κι ούτε που πρόλαβα να προσφερθώ να θυσιάσεις εμένα. Είχες ήδη φτύσει σε κάθε παλάμη σου άφθονο μελάνι, ώστε να γυαλίζουν και τα επτά δάχτυλα. Έπειτα έπιασες μια νότα αλλόκοτη. Πλατάγισα τα πλοκάμια μου και σε μιμήθηκα για να τη μάθω. Τέντωσες τα χέρια στον ουρανό και το μελάνι εξυψώθηκε. Πώς το κρατούσες ανέρωτο στα δάχτυλά σου; Η νότα έγινε συριγμός και μελωδία γνώριμη, την είχα ξανακούσει, πού; Στο ίδιο μέρος, να ‘τανε διακόσια καλοκαίρια πριν; Το μελάνι αιωρήθηκε, σχημάτισε αέρινες διακλαδώσεις που περιελίχθηκαν σαν τις πλεξούδες των πτερυγίων σου κι ένωσε τα δάχτυλά σου με τον ουρανό, αναρριχήθηκε στα άστρα και βλάστησε σύννεφα, που κατάπιαν το φεγγάρι κι άρχισαν να γεμίζουν και να γέρνουν σαν παραφορτωμένα τσαμπιά. Και τα σύννεφα έριξαν βροχή από μελάνι που τρύπησε δίνες στη θάλασσα, που αγρίεψε και σήκωσε κύματα, που όλο και πυργώνονταν. Εσύ σφύριζες κι εγώ σε ακολουθούσα καθώς τα σύννεφα βούλιαζαν κι έγιναν ομίχλη, καθώς τα κύματα ύψωσαν θαλάσσια τείχη και τα δυο τους ενώθηκαν όπως εγώ κι εσύ, στο σπήλαιό μας. «Δυο υποσχέσεις θα μου δώσεις», πρόσταξες. «Η πρώτη, μην κάψεις ποτέ το πεύκο». «Υπόσχομαι», είπα και χάιδεψα το πρόσωπό σου. «Η δεύτερη, μην αυτοκεντριστείς». Από τα δάχτυλά μου κύλησαν αλμυρά ρυάκια στα ισχνά πλοκάμια σου. Μισόκλεισες τα πελώρια ολοστρόγγυλα μάτια σου, τα τόσο μακρινά μεταξύ τους, λες κι ήταν μαλωμένα. «Αντίο», είπες. Και σωριάστηκες στα απότομα βράχια. Από το πόδι σου έτρεχε γαλάζιο αίμα. Δεν είχα δει πότε αυτοκεντρίστηκες. Πέρα, μακριά, από τους εβδομήντα επτά Ανjού, άκουσα ένα πένθιμο σφύριγμα. * Στάθηκα μπροστά στο άγαλμά σου, στο προαύλιο. Πίεζα τα αιχμηρά, ασημένια πέταλα στα δάχτυλά μου. Αλμυρό νερό αραίωσε γαλάζιο αίμα. Θα μπορούσα να βγάλω την αλυσίδα, να την κρεμάσω στον λαιμό σου. Θα έσερνα την ουρά μου στον κήπο και σιγά-σιγά θα ξεχνούσα. Η πρώτη υπόσχεση, μην κάψω ποτέ το πεύκο. Η δεύτερη, μην αυτοκεντριστώ. Δεν υποσχέθηκα να μην το βγάλω. Το βλέμμα μου στάθηκε σε κάτι κεχριμπαρένια σημαδάκια. Μικροσκοπικοί, πορτοκαλόχρωμοι κρίνοι ξεπετάγονταν από την καμμένη γη. Διέγραφαν ένα μονοπάτι προς τον κήπο. Το ακολούθησα∙ τα χωλά μου βήματα βούλιαζαν στην καμμένη γη. Στάχτη κολλούσε στην ουρά μου. Οι κρίνοι έγιναν μπουμπούκια και τα μπουμπούκια μίσχοι κι οι μίσχοι με οδήγησαν στα αποκαίδια μιας συκιάς. Ένα γατάκι χασμουρήθηκε. Είχε έναν πορτοκαλί λεκέ στο αριστερό μάτι του. Το σήκωσα και το χάιδεψα, να καθαρίσω τις στάχτες από τη γούνα του. Εκείνο γκρίνιαξε, μάλλον έφταιγε το αλμυρό νερό στα δάχτυλά μου. Το έβγαλα έξω από τον κήπο και το άφησα στο μέγαρο. Έπειτα ξαναμπήκα. Κρατούσα το τετραπέταλο κόσμημα στον λαιμό μου, αυτό που είπες πως σου θυμίζει άνθος λωτού κι εγώ στο χάρισα. Προσπέρασα το άγαλμά σου. Γύρω μου μόνο στάχτη και κούφιοι κορμοί. Αν πετούσα το κόσμημα θα φυτρωναν νέα δέντρα. Κυδωνιές που μου άρεσαν κι ίσως συκιές κι αμπέλια και σίγουρα λωτοί γιατί το μυαλό μου ήταν γεμάτο με ό,τι αγαπούσες κι εσύ αγαπούσες τους λωτούς. Έφτασα στο πεύκο. Τα στρεβλά κλαδιά του έγερναν από πάνω μου. Ο κορμός του είχε καρβουνιάσει στη βάση του. Ο υπόλοιπος φλοιός φλεγμάτιζε κολλώδες ρετσίνι. Οι καστανόξανθες πευκοβελόνες σχημάτιζαν γύρω του έναν κύκλο, παράταιρο με την καμμένη γη. Για διακόσια καλοκαίρια πίστευα πως τούτο το πεύκο ήταν ανάμνηση δική σου. Το Φjέλι που δεν πέτυχε με το θάνατο του πατέρα σου. Που ολοκληρώθηκε με τη θυσία του γιου μας. Ένα λάθος κι ένα σωστό, εξίσου φρικτά, σε ένα δέντρο. Όμως μου είχες πει ψέματα: Το πεύκο ήταν ανάμνηση μόνο δική μου. Μια ανάμνηση που θα έσβηνε έτσι και πετούσα το κόσμημα μακριά. Η πρώτη υπόσχεση, μην κάψω ποτέ το πεύκο. Η δεύτερη, μην αυτοκεντριστώ. Δεν σου είχα υποσχεθεί να μην το βγάλω. Πάντα έκανα αυτό που ήθελα, έλεγες. Τη μία υπόσχεση θα την τηρούσα. Το μελάνι μου κύλησε στις ροζιασμένες ρίζες, στίλβωσε τις πευκοβελόνες μέχρι να το καταπιεί η γη. Έχυσα στα χέρια και ράντισα, στα κλαδιά, στα κουκουνάρια, παντού. Κι έπειτα σφύριξα τον σκοπό κι ας δάκρυζαν τα δάχτυλά μου, ήταν εύκολο Φjέλι να πυρπολήσω το πεύκο, τα κουκουνάρια να σπινθηροβολούν, οι πευκοβελόνες να τσιτσιρίζουν. Ένα κλαδί σπάει, κι ο ουρανός ξάστερος, κρατάω το κορμάκι του γιου μας, το φεγγάρι ασημώνει την αμμουδιά, η υγρασία στα φαλακρά βράχια στραφταλίζει, είσαι ολομόναχη, σφυρίζεις τη μελωδία, αυτήν που τώρα ξέρω κι εγώ, έχεις κεντρίσει τον πατέρα σου, το σώμα του ακέφαλο, δεν μου ‘χες πει πως θα θυσίαζες αυτόν, τα σύννεφα βυθίζονται στη γη, γεννούν την ομίχλη, το Φjέλι έχει πετύχει ήδη με τη θυσία του πατέρα σου, εγώ κρατάω τον γιο μας κι εσύ με κοιτάζεις έντρομη, γιατί τον έχω κεντρίσει πριν λίγο, για να φορτωθώ εγώ το βάρος του θανάτου του, για να σε βοηθήσω στο Φjέλι, πάντα έκανα αυτό που ήθελα, δεν μου ‘χες πει πως θα δοκίμαζες πρώτα με τον πατέρα σου, σηκώνω το κεντρί μου ψηλά… Μα ορμάς πάνω μου, καρφώνω το δεξί μου πόδι, με σπρώχνεις και δεν κεντρίζω αρτηρία, Τα δάχτυλά σου δακρύζουν νερό αλμυρό, τόσο πολύ που στεγνώνει το πρόσωπό σου, ζαλίζομαι, με κουβαλάς, ο ουρανός συννεφιασμένος, οι παφλασμοί εκκωφαντικοί, το Φjέλι πέτυχε με το θάνατο του πατέρα σου, σκότωσα τον γιο μας δίχως λόγο, με φέρνεις στον κήπο, φοράς αλυσίδα αργυρή, άνθος τετραπέταλο και με αφήνεις στη γη, ένας μίσχος φυτρώνει, όλα θολώνουν, κάποτε βλέπω ένα πεύκο, τα κλαδιά του στρεβλά, κι εσύ μου λες ψέματα, διακοσίων καλοκαιριών ψέματα, τάχα το λάθος ήταν δικό σου, να μην πονάω εγώ. * Από το πεύκο απέμεινε μονάχα ένας καρβουνιασμένος, κολοβός κορμός. Ο πόνος στο δεξί μου πόδι είχε θεριέψει. Έσυρα την ουρά μου κουτσοπατώντας. Έφτασα στη λίμνη, το θαλασσινό νερό έγλειφε καμμένη γη. Το δάχτυλά μου ήταν ξερά, ένιωθα τα πτερύγια στην πλάτη μου μουδιασμένα. Δεν μου είχε μείνει αλμυρό νερό να δακρύσω. Η ματιά μου έπεσε σε ένα μεγάλο λευκό όστρακο. Το έβγαλα από τη λίμνη κι οι πόροι των δαχτύλων μου ρούφηξαν λίγη υγρασία. Γέμισα το όστρακο όπως-όπως με άμμο. Έφτυσα όσο μελάνι μου είχε απομείνει και το ανακάτεψα μέχρι να γίνει πηλός. Έφτασα στο άγαλμά σου, στο προαύλιο. Έμεινα να σε χαζεύω, ανατολές αμέτρητες. Η πρώτη υπόσχεση, μην κάψω ποτέ το πεύκο. Την αθέτησα. Η δεύτερη, μην αυτοκεντριστώ. Πάντα έκανα αυτό που ήθελα. Όχι τώρα. Δεν σου είχα υποσχεθεί να μη βγάλω το κόσμημα. Άραγε η ανάμνηση του φρικτού λάθους μου θα φυτρώσει σε πεύκο ξανά; Ή θα σκορπίσει σε συκιές και σε αμπέλια, σε κυδωνιές που συμπαθούσα και σε λωτούς που λάτρευες; Ίσως να μη μάθω ποτέ, ίσως και να μάθω, αν ποτέ κάποιος κάψει τον κήπο. Εγώ θα κρεμάσω το μαργαριταρένιο λουλούδι στον λαιμό του αγάλματός σου και θα απιθώσω το όστρακο στη βάση του, εδώ. Κι ελπίζω μόνο όποιος έρθει, να διαβάσει τι θα θυμηθώ έτσι και καεί αυτός ο κήπος. * Ο πηλός στο όστρακο πήζει, τα σύμβολα θολώνουν, αφήνουν χαρακιές κι οι χαρακιές στίγματα μέχρι που κι αυτά σβήνουν κι ο πηλός μένει λείος και στεγνός. Κι η αρχαία Jέμψι τώρα παρατηρεί τι τη γαργαλάει τόση ώρα. Η γούνα της γάτας είναι κατσιασμένη κι η κοιλιά κρεμασμένη από τις πολλές γέννες. Έχει έναν πορτοκαλί λεκέ γύρω από το αριστερό της μάτι. Το χρώμα είναι ίδιο με μιας γάτας που η αρχαία Jέμψι είχε αναστατώσει πρωτύτερα στα αραχνιασμένα δωμάτια του μεγάρου. Είναι ίδιο με το χρώμα των κρίνων που στολίζουν τον κήπο. Η γάτα γουργουρίζει κι η αρχαία Jέμψι σκύβει και τη χαιδεύει. Έπειτα η αρχαία Jέμψι σηκώνεται και το βλέμμα της αγκιστρώνεται στην αλυσίδα, την αργυροχοημένη με τέχνη άγνωστη στους Ανjού, τέχνη ανθρώπινη. Παίρνει το τετραπέταλο άνθος στη χούφτα της και το ψηλαφίζει. Τότε ακούει ένα σύρσιμο. Κι από τη συστάδα με τους λωτούς, εμφανίζεται ο Κjιν. Τα μάτια του είναι θολά. Τα πτερύγια στην πλάτη του κρέμονται. Σέρνει την ουρά του αργά, από το δεξί του πόδι κουτσαίνει. Στέκεται απέναντι από την αρχαία Jέμψι και το άγαλμα της Ίβjα, μα το βλέμμα του δεν χωράει καμιά. Είναι ο Κjιν, που ήρθε να τον βρει για να τη βοηθήσει. Όμως η αρχαία Jέμψι βλέπει γύρω της μόνο συκιές κι αμπέλια, κυδωνιές και λωτούς. Δεν υπάρχει πεύκο στον κήπο κι είναι σίγουρη πως θα πρέπει να κάψει τα πάντα για να τον κάνει να θυμηθεί. Η γάτα αφήνει την αρχαία Jέμψι. Πηγαίνει αθόρυβα δίπλα στον Κjιν και τρίβεται στα λέπια της ουράς του. Τότε η αρχαία Jέμψι θυμάται πως κρατάει στο ένα χέρι της το λευκό όστρακο και στο άλλο το κόσμημα. Το βλέμμα της στυλώνεται στα μάτια της Ίβjα, τα τόσο μακρινά μεταξύ τους, λες κι είναι μαλωμένα. Κι έπειτα στον Κjιν, με τη γέρικη γάτα πλάι του. Τα σύννεφα είναι πυκνά πάνω από τον κήπο, η ομίχλη τυλίγει το νησί και θαλάσσια τείχη το ζώνουν –δόξα στη μνήμη της Ίβjα. Κι η αρχαία Jέμψι αφήνει το ασημένιο, τετραπέταλο άνθος, με το μαργαριταρένιο στίγμα, να ακουμπήσει μαλακά στον κύκνειο λαιμό του αγάλματος της Ίβjα. Σκύβει κι αποθέτει χάμω το λευκό όστρακο. Κι έπειτα γυρίζει την πλάτη και με αργά βήματα, σέρνει την ουρά της έξω από τον κήπο του Κjιν. Edited October 9, 2016 by Nihilio 13 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morfeas Posted September 29, 2016 Share Posted September 29, 2016 Μου άρεσε πολύ η γραφή σου. Λυρική πολύ, μετέδωσες όμορφα το ερωτικό στοιχείο και μερικές φράσεις ήταν θεσπέσιες. Ωραίες οι περιγραφές σου και οι σκηνές που περιγράφεις τα πλάσματα. Οι επαναλήψεις σε κάποια σημεία δούλευαν (π.χ. λωτούς που λάτρευες) και σε άλλα όχι (π.χ. φλεγμάτιζε κολλώδες ρετσίνι), δεν χρειαζόταν να περιγράφεις κάθε φορά με ακριβώς τις ίδιες λέξεις τις ίδιες ή αντίστοιχες εικόνες, γιατί έκανε κάπως φτωχό το τελικό αποτέλεσμα (αρκούσε η πρώτη φορά). Γενικά για μένα θέλει περιορισμό η επανάληψη, να κρατήσεις μόνο τα πιο σημαντικά. Επίσης δεν ήμουν φαν του j(γιοτ) στα ονόματα (μήπως είναι η νέα απόστροφος των φάντασυ/σίφι ονομάτων; ), δεν κατάλαβα αν είχε κάποια ουσία πέραν του ότι έτσι το φαντάστηκες να ακούγεται (άραγε γι ή τζ ως ήχος;), π.χ. ήταν φανταστικά πλάσματα (αλά φανταστικό j στα μαθηματικά; ). Όσον αφορά την ιστορία, δεν κατάλαβα και πολλά. Δεν κατάλαβα τι είναι το Φjέλι (τι είδους τελετή; Για να σωθεί το νησί;), τι ήταν όλοι αυτοί (θεοί;), γιατί σκότωσε τον γιο του, ενώ ο πεθερός(;) του ήταν ετοιμοθάνατος. Τόσα πράγματα που αν τα ανέλυες περισσότερο ίσως να είχαν μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά μου φάνηκαν ανεκμετάλλευτα. Επίσης δεν βρήκα το θέμα τόσο καλά κεντραρισμένο (το φυλαχτό του ήταν το πεύκο;), αλλά ίσως να φταίει που δεν με έπεισε το ότι σκότωσε το παιδί του. Τέλος, έχασα το τέλος, δεν ξέρω αν έπρεπε να καταλάβω κάτι με την τελευταία σκηνή. Συνολικά σίγουρα μου άρεσε και μου άφησε καλές εντυπώσεις, αλλά ξέρω ότι θα προτιμούσα να καταλάβαινα και λίγο περισσότερο κάποια πράγματα (βέβαια παραδέχομαι ότι η σαφήνεια και ο λυρισμός είναι συχνά δυνάμεις αντίθετες, απλώς θα ήθελα τη χρυσή –για μένα– τομή). Καλή σου επιτυχία! 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted October 3, 2016 Share Posted October 3, 2016 Εγώ θέλω να πιστεύω μέσες άκρες κατάλαβα, το Φjέλι είναι κάποιου είδους ξόρκι φαντάζομαι. Τα πλάσματα μου μοιάζουνε κθουλο-νταγωνικά και είναι ενδιαφέρον πως αντέστρεψες τους όρους και στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο άνθρωπος το κακό που προσπαθεί να τους καταστρέψει αντί για το αντίθετο. Η ιστορία είναι πολύ καλογραμμένη με μερικές πολύ δυνατές εικόνες και περιγραφές αλλά και πολύ tell συνάμα κυρίως γιατί όπως θα 'χεις καταλάβει δεν έφτανε ο χώρος για να πεις αυτή την ιδέα. Η ιδέα είναι για μυθιστόρημα. Παρόλα αυτά κατάφερες και το έσωσες και είχε και καλή κλιμάκωση εκεί που γίνεται "η αποκάλυψη".Εκεί που μπερδεύτικα κάπως είναι πως θυμούνται ξεχνάνε και τι ρόλο παίζει ο κήπος-φυτά σε αυτό. Φαντάζομαι κρύβουν εκεί με κάποιον τρόπο τις αναμνήσεις αλλά και ξεχνάς αν είσαι μέσα στον κήπο; Λίγο ξεκαθάρισμα σε αυτό αν ποτέ αποφασίσεις να το μεγαλώσεις. Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted October 4, 2016 Share Posted October 4, 2016 (edited) Μάλιστα. Ομολογουμένως από τα πιο ασυνήθιστα πράγματα που έχω βρει σε βιβλιοθήκη του φόρουμ. Λυρικότατο και ονειρικότατο, σε σημείο να χάνω την πλοκή (την οποία, εντάξει, κατάλαβα τελικά) αλλά φτάνουμε τώρα σε ένα μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το διήγημα και που είναι συνάμα και το μεγάλο του μειονέκτημα. + δίνει εξαιρετικά την αίσθηση του εξωανθρώπινου. Μα εξαιρετικά. Πώς είναι αυτά τα πλάσματα, πώς ζουν, πώς ερωτεύονται, πως ξεχνούν, πώς θυμούνται. Πώς κάνουν μάγια. (Βέβαια υπάρχει οικειότητα στον περίγυρο, χλωρίδα και πανίδα γνωστή, συκιές, πεύκα, γατιά...ίσως θα περίμενα κάτι πιο εξωτικό να πλαισιώνει τους Ανjού, ως φυσικό περιβάλλον.) -τόσο εξωανθρώπινο πια δυσκολεύει στην παρακολούθηση και της ιστορίας και στην ταύτιση με τους ήρωες και το δράμα τους. Η ανατροπή ωστόσο λειτούργησε, ζαλισμένη από λωτούς και πευκοβελόνες και ομίχλες δεν την είδα να έρχεται. Το κόσμημα, τώρα, (ή το φυλαχτό) πώς και γιατί ένα κόσμημα τέχνης ανθρώπινης (όπως λες ότι είναι) είχε τόσο άμεση σχέση με το χειρισμό της μνήμης αυτών των πλασμάτων είναι κάτι που θα ήθελα να εξηγηθεί κάπως καλύτερα. Αυτά από μένα. Δεν ξέρω αν η ιστορία σου θα κερδίσει την πρώτη θέση σε αυτόν τον διαγωνισμό, αλλά αν γίνει ποτέ κάποιος διαγωνισμός για ασυνήθιστα πράγματα, σίγουρα έχει καλές πιθανότητες. Καλή σου επιτυχία! Edited October 4, 2016 by Ιρμάντα 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mournblade Posted October 8, 2016 Share Posted October 8, 2016 Καλησπερα Αντώνη! Σε γενικές γραμμές συμφωνώ με τα παραπάνω. Θέλω όμως να τονίσω πως η γραφή σου ειναι ε-ξαι-ρε-τι-κη. Με λιγα λογια: Αν και... σκανδαλιστικά εκκεντρικό για τα γούστα μου στο τέλος αποφάσισα πως μου άρεσε πολύ αυτό που διάβασα. Υποψιάζομαι πως θα ήταν άτοπο ή ασκοπο να συμβουλέψω,οπότε θα σου μεταφέρω απλώς την σκέψη μου οταν αρχισα το κειμενο: "ωχ, ρε φίλε, τι ονόματα είναι αυτά. #$@&*%$! Μετα, υποψιαστηκα γιατι το εκανες αλλα...με προδιαθετησαν αρνητικά και είναι τόσο κριμα. Το κειμενο ειναι δυνατό. Δεν χρειάζεται παραξενιες για να ξεχωρίσει. Βρέθηκα να σκέφτομαι πως αν αυτή η ιστορία ήταν πιο συμβατικά γραμμενη θα είχε σίγουρα τις πιο πολλες πιθανότητες να βγει πρώτη. Τον στόχο σου τον πετυχες ομως. Μου αρεσε. Πέτυχες στην απόδοση της μη ανθρώπινης οπτικής γωνίας. Απλως τονίζω πως η συντριπτική πλειοψηφία προτιμά σίγουρα κάτι με το οποίο θα μπορούν να ταυτιστούν και κατι που δεν θα χρειαστει να το διαβασει πανω απο μια φορα. Πολυ θα ήθελα να δω κι αλλες ιστορίες σου. Μπράβο και καλη επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ballerond Posted October 8, 2016 Share Posted October 8, 2016 Νομίζω ότι η Ειρήνη περιέγραψε με τον καλύτερο τρόπο το τι μου έβγαλε αυτή η ιστορία και για ποιον λόγο την διάβασα δύο φορές συνεχόμενα. Από την αρχή καταλαβαίνεις ότι θα διαβάσεις κάτι τελείως διαφορετικό, κάτι έξω από τα νερά σου και καλείσαι να το καταλάβεις. Να το επεξεργαστείς και να το κατανοήσεις. Η γραφή σου είναι απίστευτα λυρική σε σημείο οι λέξεις να αποκτούν τελείως διαφορετικό νόημα από ότι έχουμε συνηθίσει. Οι επαναλήψεις, η χρήση συγκεκριμένων πραγμάτων/ουσιαστικών/ρημάτων κάποιες φορές βοηθάει, κάποιες όχι. Το j δεν κατάλαβα τον λόγο που το χρησιμοποίησες - αν και πάει κάπου το μυαλό μου. Θα ήθελα μία δική σου επεξήγηση μετά το τέλος του διαγωνισμού. (διαβάζεται σαν γιοτ; Σαν «άι»; Είναι απλά για να αποδώσει την "μη ανθρώπινη" φύση των πλασμάτων;) Σίγουρα είναι αξιοπρόσεχτη ιστορία. Ενώ δεν κατάλαβα πολλά πράγματα, και δεν νομίζω ότι θέλω να καταλάβω παραπάνω, μου άφησε θετικά συναισθήματα. Μία αναγνωστική εμπειρία που είχα να ζήσω καιρό. Το φυλαχτό περνάει αρκετά αφαιρετικά βέβαια σαν θέμα της ιστορίας και μπορεί να υπάρξει πολύ άνετα χωρίς να υπάρχει μέσα. Επίσης τα γράμματα που κολλάνε στην δεξιά πλευρά του κειμένου με βοήθησαν πάρα πολύ όταν διάβασα φωναχτά το κείμενο. Μου έβγαλαν έναν δυναμισμό. Γενικά αγαπητέ μου, μπορώ να πω ότι μου άρεσε. Ίσως λίγο μπερδεμένος αλλά μου άρεσε. Κάτι που σίγουρα διαφέρει από τις άλλες ιστορίες. Καλή σου επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted October 8, 2016 Share Posted October 8, 2016 Εντύπωση 1η: ποιος είσαι και τι έκανες στον Αντώνη; Εντύπωση 2η: ωχχχ, πάλι Λάβκραφτ, μας πρήξατε... Εντύπωση 3η: μα τι ωραία γραμμένο! Δε θα 'λεγα ότι πάσχει από τη νόσο του φόρουμ, το γράψιμο πήχτρα στις ωραίες φράσεις - είναι αρκετά πρωτότυπο και στο περιεχόμενο και στο γράψιμο. Δε με ενόχλησαν οι επαναλήψεις, κάθε άλλο: το αγαπημένο μου διήγημα του φόρουμ είναι αυτό . Εντύπωση 4η: Δεν κατάλαβα. Πέρα από τα πάρα πολύ βασικά, δηλαδή. Και συμφωνώ με την Ιρμάντα ότι γι' αυτό φταίει το υπερβολικά πολύ εξωανθρώπινο στοιχείο. Πρέπει να ξέρουμε ήδη πώς λειτουργούν αυτά τα πλάσματα, το σώμα τους, το προσδόκιμο ζωής τους, η κοινωνία τους και οι τελετές τους. Και δεν ξέρουμε. Πχ προτάσεις όπως "Ο Κjιν είναι καλός γλύπτης μα είναι και καλός Φjελ, καλύτερος από την Jέμψι και για αυτό η αρχαία Ανjού είναι εδώ, τούτο το μουντό πρωινό." μου ακούγονται σαν εξισώσεις με όλους τους όρους άγνωστους: Ο *** είναι καλός γλύπτης μα είναι και καλός &&&, καλύτερος από την #### και για αυτό η αρχαία ^^^^ είναι εδώ, τούτο το μουντό πρωινό. Καλή επιτυχία! 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Νίκη Posted October 8, 2016 Share Posted October 8, 2016 (edited) Λοιπόν... Η γραφή, όπως είπαν κι άλλοι, είναι εξαιρετική. Είναι τόσο εξαιρετική όμως που συσκοτίζει την υπόθεση και δυσκολεύει τον αναγνώστη. Να φανταστείς, για να καταλάβω τι παίχτηκε κρατούσα σημειώσεις! Ενδιαφέρουσα ιδέα να εξανθρωπίσεις, ας πούμε, τα τέρατα του Λάβκραφτ, αλλά ταυτόχρονα κάτι με πέταγε εκτός: μου φαινόταν δύσκολο να φανταστώ τα απάνθρωπα, εξωανθρώπινα τέρατα του Λάβκραφτ να έχουν συναισθήματα, να ερωτεύονται, να νιώθουν τύψεις κτλ Να γράψω λίγο τι μου φάνηκε μπερδεμένο, πού έχω ενστάσεις, όσο μπόρεσα να καταλάβω: Jεμσι: μητέρα της Ίβγια. Δεν κατάλαβα καλά το ρόλο της. Και να μην υπήρχε και να μας τα διηγιόταν ο πρωταγωνιστής, ίσως ένα λεπτό πριν χάσει τις αναμνήσεις του, δεν θα έχανε τίποτε το κείμενο. Kjin: Προσπάθησε να καταστρέψει τον κήπο λησμονιάς της γυναίκας του. Γιατί; Δεν το κατάλαβα, αφού με την καταστροφή του κήπου θα ανακτούσε την ανάμνηση που ήθελε να ξεχάσει η γυναίκα του. Μετά επίσης λες κάτι που αντιτίθεται σε αυτό, δηλαδή ότι τη φυλάκιζε στον κήπο μέχρι να ξεχάσει ακόμη και τη λαλιά. Μα πώς γίνεται αυτό, αφού τον είχε ήδη καταστρέψει. Μετά το θάνατό της Ίβγια, καταστρέφει το πεύκο, για να ξεχάσει. Με αυτό τον τρόπο, η ανάμνηση απελευθερώνεται και ο πρωταγωνιστής συνειδητοπιεί ότι αυτός είχε σκοτώσει το παιδί και μάλιστα χωρίς αιτία, καθώς το ξόρκι είχε πετύχει με τη θυσία του πεθερού του. Οπότε κι εγώ δεν πολυκατάλαβα γιατί σκότωσε και το παιδί. Τελικά, βγάζει το κόσμημα που φυλάει τις αναμνήσεις και ξεχνάει. Ο κήπος αναγεννιέται αλλά χωρίς τον πεύκο, πράγμα που δεν κατάλαβα τι νόημα έχει. Το κόσμημα άνθος είναι φυλαχτό που φυλάει τις αναμνήσεις. Πώς γίνεται όμως ένα ανθρωποφτιαγμένο φυλαχτό να έχει τόσο στενή σχέση με τις αναμνήσεις των πλασμάτων; Ο κήπος είναι της λησμονιάς, αλλά τα δέντρα και τα φυτά του προσωποποιούν τις αναμνήσεις. Καλή επιτυχία! Edited October 8, 2016 by Νίκη 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted October 9, 2016 Share Posted October 9, 2016 Καλημέρα, Αντώνη, θα ξεκινήσω από το ότι δεν συμπαθώ καθόλου τον Lovecraft - ούτε τη γραφή του, ούτε την κοσμοπλασία του. Οπότε, το συγκεκριμένο κείμενο ξεκίνησε από μειονεκτική θέση στη γραμμή έναρξης σε σχέση με τα υπόλοιπα. Δεν έχω διαβάσει κάτι άλλο δικό σου, φαίνεται πως ξέρεις να χειρίζεσαι τον λόγο, όμως, επομένως δεν αμφιβάλλω πως γράφεις καλά. Αλλά αυτό το διήγημα δεν λειτούργησε καθόλου για μένα, χρειαζόταν να γυρνάω συνέχεια πίσω για να δω ποιος είναι ποιος, τι μας έχεις πει για τους ήρωες, τίνος είναι ο κήπος, ποιου οι αναμνήσεις σχετίζονται με το δέντρο, τι συνέβη πραγματικά, κτλ κτλ. Ο unreliable narrator σε συνδυασμό με την εντελώς εξωγήινη νοοτροπία δεν δούλεψαν, έμεινα με πολλές απορίες, τις οποίες λίγο-πολύ έχει αναφέρει η Νίκη παραπάνω. Γενικά, μπούκωσα. Μπούκωσα με τη γραφή, μπούκωσα με το εξωγήινο του πράγματος, μπούκωσα και με τις πολλές εναλλαγές της ιστορίας που με άφησαν με μια αίσθηση: "τι έγινε, ρε παιδιά"; Ακόμη και για το θέμα, δεν ειμαι βέβαιη αν, τελικά, είναι σαφές ποιο είναι το φυλαχτό. Είναι το μενταγιόν; Είναι το πεύκο; Είναι ο κήπος; Σίγουρα είναι ιδιαίτερη και παράξενη ιστορία, αλλά not my cup of tea, θα έλεγα. Μπράβο σου και καλή επιτυχία! 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted October 10, 2016 Share Posted October 10, 2016 Aυτή είναι με διαφορά η πιο ιδιαίτερη ιστορία του διαγωνισμού απ` όσες έχω διαβάσει μέχρι τώρα και δεν νομίζω να αλλάξει αυτή η διαπίστωση αφού διαβάσω και αυτές που υπολείπονται. Λατρεύοντας τον Lovecraft, ενθουσιάστηκα από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας σου, και την οπτική που μας παρουσίασες, καθώς την βρήκα πραγματικά πρωτότυπη. Τα θετικά και τα αρνητικά όπως τα αντιλαμβάνομαι εγώ, έχουν ήδη ειπωθεί στα παραπάνω σχόλια και δεν χρειάζεται να επαναλάβω τα ίδια πράγματα. Να αναφέρω απλώς την πανέμορφη, λυρική γραφή από την μιά και από την άλλη το δυσνόητο της ιστορίας, (αφού κατάλαβα τα απολύτως απαραίτητα από την πλοκή της) και τις συχνές επαναλήψεις που ενώ σε ορισμένα σημεία λειτουργούν καλά, σε άλλα με κούρασαν. Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted October 13, 2016 Share Posted October 13, 2016 Με μια λέξη: Χάθηκα! Δεν μπορώ να μιλήσω για οτιδήποτε άλλο όταν δεν κατάφερα να καταλάβω τι διαβάζω και δεν έφταιγε το δικό μου μυαλό γι' αυτό. Όλη η προσπάθεια ακυρώθηκε για μένα από την επιλογή του συγγραφέα να κάνει το κείμενο τόσο δυσνόητο. Τονίζω το "για μένα". Στα του διαγωνισμού, όπως είναι φυσικό δεν είδα πουθενά τη σχέση με το θέμα, ούτε καν τη σύνδεση με το είδος αφού αν είναι εξωγήινα (λαβκραφτικά) πλάσματα τότε δεν μιλάμε πια για φάντασυ. Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
jjohn Posted October 13, 2016 Share Posted October 13, 2016 (edited) Καλησπέρα Αντώνη, Αυτή την ιστορία την φοβόμουν πολύ να σου πω την αλήθεια. Όταν ξεκίνησα να την διαβάζω μες το ΣΚ χάθηκα και την παράτησα για "κάποια άλλη στιγμή" Σήμερα που την διάβασα την πρώτη φορά μάλλον χάθηκα. Δηλαδή δεν κατάλαβα και πολλά. Στην δεύτερη ανάγνωση μπήκα πιο υποψιασμένος και φρόντισα να βάλω το Țesarul de lumini σαν μουσική επένδυση. Ε, το λοιπόν, με την δεύτερη αυτή ανάγνωση μπορώ να πω ότι έμεινα πολύ πιο ικανοποιημένος. Συνολικά, θα έλεγα ότι -έστω και με προσπάθεια- μπόρεσα να εκτιμήσω την ιστορία. Εννοειται ο τρόπος γραφής ξεχωρίζει. Αυτά τα ολίγα και καθόλου χρήσιμα σχόλια! Νομίζω είναι από τις πιο 'δύσκολες' ιστορίες που έχω διαβάσει όσον αφορά σε διαγωνισμό. Αν μη τι άλλο, δείχνει έναν συγγρφέα που δεν επαναπαύεται αλλά ψάχνεται. Καλή επιτυχία! Edited October 13, 2016 by jjohn 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted October 16, 2016 Share Posted October 16, 2016 Πραγματικά δεν ξέρω να πω αν διάβασα μια ιστορία ή ένα ποίημα. Αγάπησα τα κομματάκια που ήταν γραμμένα σαν στίχοι, και το θέμα της μνήμης ανήκει στην αγαπημένη μου θεματολογία. Μου άρεσε λοιπόν; Ναι, πολύ. Πάρα πολύ, θα έλεγα. Κατάλαβα σε γενικές γραμμές; Θέλω να πιστεύω πως ναι. Το πεύκο φύλαγε τις αναμνήσεις του κι όταν το έκαψε, εκείνες ελευθερώθηκαν κι έτσι έμαθε την αλήθεια. Υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες που δεν ξέρω αν έχουν σημασία ή όχι –εκείνο που δεν μου έγινε πολύ σαφές ήταν γιατί να αυτοκεντριστεί η σύντροφός του (αφού δεν είχε διαπράξει εκείνη το έγκλημα). Ίσα-ίσα που αφού τον προστάτευε τόσον καιρό, φυλάγοντας τις αναμνήσεις του στο πεύκο, θα έπρεπε να παραμείνει και τώρα ζωντανή να τον φυλάει. Αν είχα και μια καλύτερη εικόνα για το ρόλο που έπαιξε το τετραπέταλο κόσμημα, θα έπαιρνες και την πρώτη θέση στην κατάταξή μου. (Εκτός πια και έχασα εντελώς κάτι, οπότε θα περιμένω τις εξηγήσεις, κρυμμένη στη γωνιά μου ) Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στα Λαβκράφτια στοιχεία της περιγραφής των πλασμάτων –μόνο διαβάζοντας τα σχόλια των άλλων συνειδητοποίησα ότι το περιβάλλον με το πεύκο, τις συκιές και τους λωτούς είναι παράξενα μεσογειακό και μάλιστα πολύ νότιο σε αντίθεση με το πού έχουμε συνηθίσει να τοποθετούμε αυτά τα πλάσματα. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
South of Heaven Posted October 17, 2016 Share Posted October 17, 2016 Πανέμορφη γραφή που μας μπάζει στο κλίμα με τη μία! Σαν βαμένος Horrorάς και δη Λαβκραφτικός, το όλο εξωγήινο concept μου άρεσε πάρα πολύ! Η ιδέα με τον κήπο και τις αναμνήσεις είναι έξυπνη και πρωτότυπη όπως επίσης και οι διάφορες μορφολογικές λεπτομέρειες των Ανjού. Η αλήθεια είναι ότι δεν τα ‘πιασα όλα, αλλά δεν πειράζει. Η οπτική γωνία με κέρδισε (ωχ, πάλι πρέπει να κρύψω τα πλοκάμια :Ρ ). Θα ‘θελα λίγες εξηγήσεις παραπάνω για το φυλαχτό και τη λειτουργία του, η αλήθεια είναι. Ωστόσο η ιστορία επικεντρώνεται στα κίνητρα και στις συνέπειες των πράξεων και αυτό είναι από τα δυνατά της σημεία. Γενικά την διάβασα με πολύ ενδιαφέρων και η τελική εντύπωση είναι πολύ καλή! Μπράβο και καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Man_from_Earth Posted October 17, 2016 Share Posted October 17, 2016 Αγαπητέ Αντώνη, είμαι άλλο ένα θύμα της ιστορίας-λαβυρίνθου σου (χάθηκα κι εγώ). Ίσως είμαι λίγο απαίδευτος σε ανοίκεια σκηνικά σαν το δικό σου ή ενδεχομένως να μην είναι στο σκληρό πυρήνα του γούστου μου. Σε αυτό το πρώτο πέρασμα έχασα δυστυχώς το ενδιαφέρον να καταλάβω αναλυτικά τι συνέβη και επειδή δεν θέλω να σε αδικήσω δεν θα σχολιάσω πολλά τώρα. Πριν ψηφίσω θα το ξαναπεράσω για να κατασταλάξω. Τα παραπάνω δεν με εμπόδισαν καθόλου να θαυμάσω την αστείρευτη λυρικότητα στη γραφή σου καθώς και το επιτυχημένα χτισμένο ονειρικό στοιχείο. Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted October 18, 2016 Share Posted October 18, 2016 Δεν ξέρω γιατί σου λένε όλοι για τον Λάβκραφτ (μάλλον έχω διαβάσει πολύ λίγο για να κρίνω), εμένα έντομα μου θύμισαν τα πλάσματα αυτά. (Και χωρίς τα έντομα δεν θα υπήρχε τίποτα, ούτε πεύκα, ούτε αμπέλια, κυδωνιές, συκιές, ούτε γάτες ή άνθρωποι). Υπάρχουν πολλά έντομα που χτίζουν (με κάτι που μοιάζει με αυτό το, σαν πηλός, μείγμα στο διήγημα). Μοιάζει αυτή η ιστορία να μιλάει για τις βλάβες αλλά και τη συνεισφορά του ανθρώπου στη φύση, για το ότι δεν ξέρουμε τι κάνουμε και έχουμε ξεφύγει και η φύση πρέπει να βρει την ισορροπία της. Δεν ξέρω αν φαντάζομαι ό,τι θέλω... (είναι πολύ πιθανό! ) Επίσης, θυμήθηκα τους Λωτοφάγους της Οδύσσειας. Η μνήμη είναι το κεντρικό θέμα, αυτό που δένει και με το φυλαχτό, αλλά δεν κατάλαβα τι συμβολίζει το πεύκο. Νιώθω πως αυτό το κείμενο κρύβει πάρα πολλά και λυπάμαι που δεν τα κατάλαβα. Η γραφή δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε ακριβώς... Παραήταν περίεργη και ασαφής. Μου άρεσε, όπως λέει και η Ιρμάντα, που ήταν τόσο εξωανθρώπινο, ώστε αυτό να είναι η δύναμη και η αδυναμία του ταυτόχρονα. Ήταν ένα τόλμημα, μας έκανες να βουτήξουμε για τα καλά σε έναν κόσμο για τον οποίο, κακά τα ψέματα, δεν έχουμε ιδέα (εγώ επιμένω ότι μιλάς για τον κόσμος μας και ότι αυτά είναι έντομα). 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted October 18, 2016 Share Posted October 18, 2016 Δεν ξέρω γιατί σου λένε όλοι για τον Λάβκραφτ (μάλλον έχω διαβάσει πολύ λίγο για να κρίνω), εμένα έντομα μου θύμισαν τα πλάσματα αυτά. [...] (εγώ επιμένω ότι μιλάς για τον κόσμο μας και ότι αυτά είναι έντομα). Αφού έχουν πλοκάμια, ρε συ Άννα. Πλοκάμια πάνω σε έντομα δε θα λέγονταν πλοκάμια (αν και δεν ξέρω πώς θα λέγονταν. Αυτά τα όργανα με τα οποία οι μέλισσες ρουφάνε τη γύρη από τα λουλούδια πώς λέγονται; Προβοσκίδες; Πάντως πλοκάμια δε νομίζω). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Νίκη Posted October 18, 2016 Share Posted October 18, 2016 Εγώ έχω κάνει εντομολογία στη σχολή και θα ψάξω στο βιβλίο μου και θα σας πω. Αν και εμένα αυτά τα πλάσματα δεν μου θύμισαν έντομα, ούτε μου έκανε κάποια οικολογική εντύπωση η ιστορία. Κι έχω διαβάσει ελάχιστο από Λάβκραφτ, σχεδόν μόνο αποσπάσματα και μια εγκυκλοπαιδική γνώση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted October 18, 2016 Share Posted October 18, 2016 Δεν ξέρω γιατί σου λένε όλοι για τον Λάβκραφτ (μάλλον έχω διαβάσει πολύ λίγο για να κρίνω), εμένα έντομα μου θύμισαν τα πλάσματα αυτά. [...] (εγώ επιμένω ότι μιλάς για τον κόσμο μας και ότι αυτά είναι έντομα). Αφού έχουν πλοκάμια, ρε συ Άννα. Πλοκάμια πάνω σε έντομα δε θα λέγονταν πλοκάμια (αν και δεν ξέρω πώς θα λέγονταν. Αυτά τα όργανα με τα οποία οι μέλισσες ρουφάνε τη γύρη από τα λουλούδια πώς λέγονται; Προβοσκίδες; Πάντως πλοκάμια δε νομίζω). Ωχ! Ναι, βέβαια.. Κοίταξε, ο αναγνώστης ό,τι θέλει κρατάει... 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Πυθαρίων Posted October 18, 2016 Share Posted October 18, 2016 (edited) Η γλώσσα του δεν έχει πολλά στολίδια, δεν κουβαλά πλουμιστά σχήματα και λεκτικά φορτώματα. Η γραφή του, αντίθετα, είναι ψυχεδελική, έχει ρυθμό και ποιητικότητα. Έχει παλμό. Μετα-φέρει. Φέρει φράσεις που επαναλαμβάνονται σαν σπείρες ιλίγγου. Που έρχονται σαν κύματα, ξανά και ξανά, επιμένοντας, ίσως, να αποκαλύψουν κάποιο βαθύτερο νόημα, από αυτό που απελευθερώνεται στο πρώτο διάβασμα. Διαβρώνοντας εκείνες τις μονολιθικές στερεοτυπίες της αντίληψης. Μου αρέσουν οι επαναλήψεις (ο συγγραφέας υπενθυμίζει μέσα από αυτές το στίγμα των σκέψεών του, αναπαράγει τις συντεταγμένες του συναισθήματός του). Αποτελούν, άλλωστε, από μόνες τους μια έκφραση λυρισμού. Το νόημα του διηγήματος δεν είναι τόσο ασαφές, γριφώδες και κρυπτογραφημένο, όσο στην αρχή φοβήθηκα. Και, εξ αιτίας της ποιητικότητάς του, δεν με απασχολεί αν δεν αντιλήφθηκα σωστά κάποια λεπτομέρεια. Κι ίσως να μην έχει σημασία, τελικά, αν οι ήρωές του μοιάζουν με Κθούλου, Λαβκραφτικά πλάσματα, ή εξωγήινους (το μόνο που κρατάω είναι πως οι άνθρωποι είναι οι εισβολείς σ’ αυτήν την ιστορία). Το συναίσθημα όμως, κι ο ψυχισμός τους είναι οικεία, θα μπορούσε να είναι ανθρώπινα (οι εισβολείς - έτσι κι αλλιώς- πάντα άνθρωποι θα είναι). Πολύ καλό κείμενο, Αντώνη. Καλή επιτυχία. Edited October 18, 2016 by Πυθαρίων 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Γελωτοποιός Posted October 19, 2016 Share Posted October 19, 2016 Χμ, πολύ παράξενη ιστορία. Ξεχώρισε η εξαιρετική γραφή, η οποία ήταν ποιητική και ρομαντική. Τα ονόματα επίσης περίεργα, ειδικά μαζί με το j, για το οποίο θα ήθελα και εγώ να μάθω τη χρήση του. Τα πλάσματα, η αλληλεπίδραση τους με τις γάτες, το παρουσιαστικό του κειμένου ήταν εξίσου ιδιαίτερα. Μπερδεύτηκα όμως αρκετά. Το Φjέλι δεν κατάλαβα τι ακριβώς εξυπηρετούσε, και χάθηκα λίγο στο τέλος. Εντόπισα και εγώ τις επαναλήψεις αλλά δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Δε με ενόχλησαν. Πάντως, το διήγημα σου Αντώνη, μου άρεσε στο σύνολο. Μπορεί να μην κατάλαβα τα πάντα, αλλά με κέρδισε η γραφή σου και το γεγονός ότι δημιούργησες μια τόσο αλλόκοτη ιστορία. Συγχαρητήρια και καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nick V. Posted January 31, 2021 Share Posted January 31, 2021 Να πω μόνο ότι, σαν αναγνώστης, σ’ ευχαριστώ πολύ που έκατσες και έγραψες αυτή την ιστορία. Τώρα, σαν «από το άλλο», τι να πω. Αναρωτιέμαι τι κάθομαι και γράφω και δεν τα παρατάω όλα να πάω να φυτεύω πατάτες (που πάνω-κάτω αυτό κάνω). Πρώτη μου φορά σε ιστορία του σφφ που δεν θέλω να διαβάσω κανένα από τα σχόλια που έκαναν τα άλλα παιδιά (σορρυ γι’ αυτό). 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.