Popular Post Silvertooth Posted October 1, 2016 Popular Post Share Posted October 1, 2016 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Μαγδαληνή Κορδορούμπα Είδος: Φάντασυ Αριθμός Λέξεων: 3.878 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Η ιστορία είναι η συμμετοχή μου για τον διαγωνισμό Fantastic Words 2016, στην κατηγορία φάντασυ, με θέμα "Έκλειψη", η οποία διακρίθηκε με την πρώτη θέση. Αρχείο: Χίλιες φορές χίλια παιδιά.pdf και Χίλιες φορές χίλια παιδιά.doc Και για όποιον προτιμά να μη το κατεβάσει, μπορεί να πατήσει στο σπόιλερ: «Κι η ασημιά επόθησε τον Δεύτερο αδερφό. Κι εξέχασε τον άντρα της, παιδιά και σπιτικό.» Χίλιες φορές χίλια παιδιά «Πρόσεχε, κι άμα πετάς πολύ, μπορεί καμιά μέρα να μείνουν τα μυαλά σου στα σύννεφα.» Προειδοποιούσε η γιαγιά όταν την έβλεπε να καβαλικεύει την αεροσανίδα. Κι η Δήμητρα την καθησύχαζε απαντώντας ότι μόνο στο χώμα ίσως να έχανε τα μυαλά της, μιας και μια άσχημη τούμπα θα της άνοιγε το κεφάλι. Η γιαγιά τότε της έβαζε τις φωνές που ξεστόμιζε τέτοια πράματα και την υποχρέωνε να υποσχεθεί ότι θα δε έκανε βλακείες. Και κείνη πάντα έπαιρνε όρκο με ύφος σοβαρό, που μόλις έβγαινε από το σπίτι τον παρέβαινε. Καλή ώρα. Έσχιζε αγέρες, μανούβραρε γύρω από τα δέντρα και πίεζε τον κινητήρα στα άκρα. Δεν είχε ξαναπετάξει τόσο γρήγορα. Τα προηγούμενα σανίδια ήταν χελώνες μπροστά σ’ αυτό. Σαν είδε να χαράζει, σταμάτησε στο ξέφωτο ξαναμμένη. Αραδιάστηκε πάνω στο αιωρούμενο μεταφορικό και περίμενε να δει την αυγή. Ο δρόμος του γυρισμού ήταν ταπεινότερος. Στα μισά ξέμεινε από βενζίνη και έφτασε μέχρι την πόλη σπρώχνοντας τη σανίδα με το πόδι, σαν πατίνι. Δε μετάνιωνε όμως στιγμή την πρωινή της πτήση. Βρήκε τη μάνα της να σκαλίζει το παρτέρι αλαφιασμένη. «Κοπρόσκυλα. Μια χρονιά δε τα ‘χουν αφήσει όρθια. Ουστ να μου χαθείτε από δω!» Μονολογούσε μέχρι που είδε τη Δήμητρα. «Καλώς την. Πού ‘σαι συ πρωί-πρωί; Πατίνι έκανες;» «Αεροσανίδα λέγεται μάνα.» «Ναι ναι, όπως θες πες το.» Κούνησε το χέρι της αδιάφορα. Στράφηκε σε ένα μάτσο πετσοκομμένα φυτά. «Βλέπεις εδώ ζημιά; Βλέπεις; Μια φορά δεν έχουν ανθίσει τ’ άμοιρα κανονικά. Να, στην αρχή έλεγα σκύλος θα ‘ναι. Μα αν ήτανε σκυλί μόνο τα ηλιοτρόπια θα χαλούσε;» Σούφρωσε τα μάτια της όλο υποψία και συνέχισε την ανάλυσή της. «Και πρόσεξε: κάθε χρονιά μου τα σουρομαδάνε οι σιχαμένοι. Κάθε χρονιά! Να βρω αυτόν που τα ρημάζει μόνο…» Έδειξε με το δάχτυλο το υπερπέραν απειλητικά. Η Δήμητρα δεν την περίμενε ν’ αποσώσει τη φράση της και μπήκε στο σπίτι για ψωμί με μαρμελάδα. Ο Χάρης, το ψυχοπαίδι της οικογένειας, είχε στήσει πρωινό και τώρα είχε βαλθεί να τακτοποιεί την κουζίνα. Η γιαγιά είχε καθίσει την μικρή και της μάθαινε την ιστορία της Σελήνης και των δύο αδερφών ήλιων. Του Υπερίωνα του Πρωτότοκου και αυτού που φωνάζανε Δεύτερο – μιας και το αληθινό του όνομα έχει ξεχαστεί. «Κι ο Δεύτερος δεν έκαιγε, γλυκιά η αγκαλιά του, χίλιες χιλιάδες βγήκανε τα ασημιά παιδιά του.» Λέγανε μαζί ρυθμικά γιαγιά και εγγόνα. Η Δήμητρα κρατήθηκε να μη σχολιάσει ότι τα αστέρια – τα παιδιά του Δεύτερου και της Σελήνης δηλαδή – δεν είναι μόνο χίλιες χιλιάδες κι ότι το τραγούδι δε τα ‘λεγε καλά. Το να λογομαχεί με τη γιαγιά για την εγκυρότητα των ιερών ύμνων ήταν η μικρή τους παράδοση κάθε που πλησίαζε η Λιαστή. Αλλά όπως κάθε παράδοση, χρειαζόταν το χρόνο της για να τελεσθεί σωστά. Θα άνοιγε την κουβέντα μετά τη δουλειά. «Μα ο Πρώτος τότε οργίσθηκε, βρυχήθηκε η καρδιά του. Και πόλεμο εκήρυξε, εις τα συγγενικά του. ‘Απάτη εγώ δε συγχωρώ - σε σύζυγο κι αδέρφι, θα τους κρεμάσω και τους δυο, κατάρα θα τους έρθει!’» Η Δήμητρα γύρισε μασουλώντας στο Χάρη που είχε σταθεί σε μια γωνιά και κοιτούσε απ’ το παράθυρο αφηρημένα. «Γιατί δεν κάθεσαι να φας καλέ;» Τον ρώτησε. «Έφαγα.» Η γιαγιά πετάχτηκε από την άλλη άκρη. «Πότε έφαγες βρε Χαραλάμπη μου και δε σε είδα γω; Κάτσε κάτω να χαρείς καμάρι μου κι έχουν γίνει τα πόδια σου καλαμάκια. Θα σε βλέπουν οι γειτόνοι και θα νομίζουν ότι σε ταΐζουμε κατσαρίδες.» Δεν είχε άδικο σ’ αυτό. Ο Χάρης ήταν λίγο του κυνηγητού στο φαγητό. Λες και το ξεχνούσε ένα πράμα. Τον επέβλεψε λοιπόν η Δήμητρα διακριτικά να κατεβάσει μερικές μπουκιές και πήρανε δρόμο για το μαγαζί του πατέρα της. Προχωρούσανε τεμπέλικα, χαζεύοντας τις στολισιές για τη γιορτή. Ή μάλλον εκείνη μόνο τις θαύμαζε, ο Χάρης ήταν προσηλωμένος στα παπούτσια του. Μετά από αρκετή ώρα σιωπής αποφάσισε να τον ρωτήσει. «Γιατί τα χαλάς κάθε χρόνο;» Την κοίταξε με απορία, που γρήγορα μετατράπηκε σε ενοχή, και ξαναστράφηκε στο χώμα. Την πρώτη φορά που τον είδε δίπλα στα κατεστραμμένα ηλιοτρόπια δεν είχε καταλάβει. Πέρσι όμως, τον πέτυχε να τα ποδοπατάει με δάκρυα στα μάτια. Τον ρωτούσε τι είχε γίνει και κείνος μόνο έκλαιγε. Δε της είπε τίποτα. Όσο κι αν του φώναξε – του ‘δωσε και κάνα-δυο φάπες – απόκριση καμιά. Δεν τον κάρφωσε στη μάνα της. Όχι για να τον γλιτώσει από τιμωρία – τον αγαπούσαν στο σπίτι δε θα τον μάλωναν – απλά γιατί… Δεν ήξερε γιατί. Ούτε τώρα θα το έλεγε. Της χρωστούσε όμως μια εξήγηση. «Δε θα τα ξαναχαλάσω.» Είπε χαμηλόφωνα. Η Δήμητρα προσπάθησε να μην δείξει έκπληξη που πήρε απάντηση, έστω και κουζουλή. Ανασυγκροτήθηκε όμως και επέμεινε. «Η ερώτηση είναι γιατί τα χαλάς.» Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και κοίταξε μπροστά του αντί το χώμα. Έμοιασε ψηλότερος ξαφνικά. Μπορεί να την είχε φτάσει πλέον σε μπόι εδώ και καιρό, μα δε του φαινόταν μιας και καμπούριαζε. «Τα ηλιοτρόπια-» ξεκίνησε σκεπτικός, «είναι τόσο άσχημα λουλούδια… Δεν καταλαβαίνω τι τους βρίσκετε όλοι.» Η Δήμητρα συγκράτησε τη γλώσσα της μη τυχόν και του κόψει την εξήγηση στα μισά. Εις μάτην, ο Χάρης δεν έδειχνε να σκοπεύει να την συνεχίσει. Τον σκούντησε περιπαιχτικά. «Τι ‘ταν αυτό τώρα, δικαιολογία;» Προσπάθησε να ακουστεί αυστηρή. Δεν πέτυχε και τόσο. «Ούτε καν προσπάθησες.» Εκείνος χαμογέλασε ελαφρά. «Θα σου πω του χρόνου.» Πάνω που διαπραγματευόταν να του χώσει καμιά φάπα που δεν έμπαινε στον κόπο να της μιλήσει κανονικά, η έκφρασή του κάπως σοβάρεψε. «Θα ήθελες μήπως…» Άρχισε να λέει, μα άφησε το στόμα του έτσι μετέωρο. «Τι πράμα;» Τον παρότρυνε. Ο Χάρης έπιασε να μουρμουρίζει κάτι που μόνο αυτός άκουγε. Κόλλησε τ’ αυτί της στη μούρη του. «Τι ψουψουρίζεις;» Ψουψούρισε κι αυτή. Εκείνος έκανε ένα βήμα παραπέρα. «Να… Απλά θα μπρούσαμε…» Ακολούθησε παύση. «Πες το ντε.» «Τίποτα… Τίποτα ξέχνα το.» Λευκές τούφες από τα μαλλιά του κάλυπταν τα μάτια του. «Ε όχι και τίποτα. Τώρα το ξεκίνησες. Θα το πεις. Αναρωτιέσαι αν θα μπορούσαμε…» «Αν θα μπορούσαμε στη Λιαστή… Το βράδυ στην έκλειψη… Να πάμε να δούμε το φεγγάρι κάπου μακριά από την πόλη. Προς την κοιλάδα ίσως.» Ξεφούρνισε τελικά. «Στην κοιλάδα; Μετά το δάσος δηλαδή; Και να χάσουμε τη γιορτή; Μα έχει τρία χρόνια να γίνει, κι εσύ είπες δεν έχεις πάει ποτέ!» Τα λόγια τής βγήκαν αυθόρμητα μα ευθύς άρχισε να μετανιώνει. Ο Χάρης είχε γίνει απόμακρος τελευταία και πάνω που επιτέλους πήρε πρωτοβουλία, του την απέρριψε αμέσως. Έπιασε να το αλλάξει. «Αν και θα μπορούσαμε να πάμε. Έτσι κι αλλιώς η γιορτή πάντα ίδια είναι – δεν έχει τίποτα καινούριο. Λίγος χορός, φαί και ιστορίες που έχουμε ακούσει ξανά και ξανά.» «Όχι, έχεις δίκιο. Ας πάμε στη γιορτή. Δε την έχω ξαναδεί και… Ναι. Ας πάμε στη γιορτή.» Κατέληξε κι άνοιξε το βήμα του. Το μαστόρεμα στου πατέρα της προχώρησε κατά τα συνηθισμένα. Με κάθε ευκαιρία η Δήμητρα ξεγλίστραγε να γυαλίσει τη σανίδα της. Ένα χρόνο της είχε πάρει να τη συναρμολογήσει – έψαχνε τη σωστή πτερόπετρα. Της κόστισε βέβαια όλο το χαρτζιλίκι που είχε φυλαγμένο, και χρειάστηκε να κάνει θελήματα για να συμπληρώσει, αλλά χαλάλι. Η αεροσανίδα μέχρι και δεύτερο άτομο σήκωνε πάνω της. Στο γυρισμό πέρασαν με το Χάρη από το ναό που της είχε παραγγείλει η μάνα της να ανάψει κεριά για όλους. Ο καντηλανάφτης ροχάλιζε σε μια άκρη και τα μισά θυμιατά είχανε σβήσει. Ακόμη κι έτσι, τα λιβάνια γέμιζαν τον χώρο σαν προσευχές. Μιας και δεν είχε φιλοτιμηθεί νωρίτερα να πλύνει τα χέρια της, σκούπισε τη μαυρίλα στη φόρμα της πριν χουφτιάσει τ’ αγιοκέρια. Είχε ρωτήσει το Χάρη αν ήθελε ν’ ανάψει εκείνος το δικό του, μα της αρνήθηκε και έκατσε έξω. Δε θυμόταν να τον έχει δει ποτέ μέσα στο ναό. Του στερέωσε ένα κερί μπροστά από τη Γη. Αγαπούσε τα φυτά και σίγουρα του ταίριαζε μια ευγενική θεότητα. Κανονικά, και για τον εαυτό της στη Γη έπρεπε ν’ ανάψει – μιας και είχε τ’ όνομά της – αλλά η γιαγιά τη φώναζε ‘κόρη του Αγέρα’ και η Δήμητρα έτεινε να συμφωνεί. Η ευλάβεια της στιγμής όμως εξανεμίστηκε όταν βρήκε στο προαύλιο ένα τσούρμο παιδαρέλια να πετάνε πέτρες και χαμόκλαδα στον προστατευόμενό της. Είχαν καιρό να τον ενοχλήσουν, αλλά φαίνεται οι παλιές συνήθειες δύσκολα κόβονται. Έβαλε μπρος τη σανίδα της και πέταξε στη μεριά τους. Σκορπίσαν σαν κοτόπουλα, μα πρόλαβε τον αρχηγό τους. Τον ξάπλωσε μπρούμυτα στην πτερόπετρα με το κεφάλι του να προεξέχει προς το χώμα, την έβαλε σε κίνηση και απείλησε να του τρίψει τη μούρη στα χαλίκια καθοδόν. Αφού την ικέτεψε για λίγο, και αφού και ο Χάρης επέμεινε να πάνε σπίτι και να το ξεχάσουν, έδειξε μεγαλοψυχία και αρκέστηκε στο να του δώσει μόνο δυο ανάποδες. * * * Είχε μεταφέρει τα στρωσίδια του στην ταράτσα πάλι για το βράδυ. Να τον συντροφεύουν τ’ αστέρια μέχρι ν’ αποκοιμηθεί. Ο άνεμος ήταν ευγενικός και είχε διώξει τα σύννεφα μια βδομάδα τώρα. Παρότι κουκουλωμένος η ψύχρα τρύπωνε κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Μικρή σημασία είχε. Δε τον ενοχλούσε ποτέ το κρύο. «Απαπα. Ψοφόκρυο κάνει εδώ, πώς αντέχεις;» Ακούστηκε η φωνή της Δήμητρας. «Κάνε πιο κει να χωθώ και γω στην κουβέρτα.» Τον διέταξε. Το πιθανότερο ήταν ότι την είχε στείλει η μητέρα να τον ελέγξει. Είχαν πάψει να τρομάζουν με τις βραδινές του εξορμήσεις, αλλά τον απέτρεπαν όταν τον χαμπάριαζαν, για να μην κρυολογήσει αγνοώντας τις διαμαρτυρίες του. Η Δήμητρα μάλιστα τον έμπαζε μέσα με το ζόρι όταν το κρύο ήταν βαρύ, αλλά μέρες σαν αυτήν γινόταν διαλλακτικότερη. Την άκουσε να αναστενάζει. «Δεν ξέρω τι κόλλημα έχουν φάει τα κωλόπαιδα και δε σ’ αφήνουν σε ησυχία…» Γύρισε πλάγια προς τη μεριά του πριν συνεχίσει. «Πάντως… Δεν αξίζει να χάνεις το σχολείο για χάρη τους. Του χρόνου ν’ αρχίσεις να ξαναπηγαίνεις. Έχεις καιρό να έρχεσαι στο μαγαζί μετά.» «Προτιμώ το μαγαζί.» «Είσαι μικρός ακόμα, δεν ξέρεις τι θες.» «Εσύ γιατί είσαι στο μαγαζί; Έχεις ακόμα μια χρονιά για να τελειώσεις.» «Το σχολείο εμένα δεν έχει να μου μάθει κάτι άλλο πια. Εγώ άλλωστε διαβάζω και μόνη μου, μαθαίνω. Εσύ, όλη μέρα φυτεύεις και κοιτάς τ’ αστέρια.» «Και τι πειράζει αυτό;» Η Δήμητρα το σκέφτηκε λίγο. «Δεν πειράζει.» Κατέληξε τελικά. «Αν αυτό θες, δεν πειράζει.» Ο Χάρης καταλάβαινε ότι σκόπευε να του πει κι άλλα μα κρατιότανε. Ότι διαισθανόταν τα κρυφά και γύρευε να τα φανερώσει. Δεν μπορούσε να το επιτρέψει. Πάνω που την είδε έτοιμη να μιλήσει, την έκοψε: «Από την πρώτη μέρα με προστατεύεις. Χωρίς να με ξέρεις καν. Γιατί;» «Γιατί; Τι ερώτηση είναι αυτή; Έτσι κάνουν σε μια οικογένεια.» «Μα δεν είμαστε οικογένεια.» «Α ναι; Και τόσα χρόνια τώρα δηλαδή τι κάνουμε όλοι εδώ; Καλάθια πλέκουμε; Οικογένεια είναι όσοι φροντίζουν ο ένας τον άλλο. Κι εμείς αυτό το κάνουμε. Και το κάνεις και συ. Άρα είμαστε οικογένεια – τέλος.» Ο Χάρης χαμογέλασε μαλακά. «Μιλάς σα τη γιαγιά.» «Και καλά κάνω.» Συμπλήρωσε εκείνη. «Μικρό.» «Δεν είμαι μικρό πια.» Τη διόρθωσε δήθεν ενοχλημένος. Εκείνη φάνηκε να διασκεδάζει με τη διαμαρτυρία του. «Καλά. Όταν γίνεις μεγαλύτερος από μένα, θα σταματήσω να σε λέω ‘μικρό’. Μικρό.» * * * Κάποτε η Λιαστή ξημέρωσε τρανή και λαμπερή – σωστή μέρα του ήλιου. Και η γιορτή δε θα τελείωνε πριν τα χαράματα της επόμενης. Όπως η γιαγιά είχε βαλθεί να λέει τους θρύλους την τελευταία βδομάδα, έτσι και η Δήμητρα εξηγούσε στα μικρά πώς προκαλείται το ματωμένο φεγγάρι. Ότι η γη κρύβει εντελώς τη σελήνη από το φως του ήλιου για λίγη ώρα, και το μόνο φως που φτάνει μέχρι εκεί για να το καθρεφτίσει είναι το κόκκινο. Αυτά τους έλεγε, και παρότι μόλις που καταλάβαιναν τα μισά, πήγαιναν και λογομαχούσαν με πάθος στο σχολείο με τους συμμαθητές για το αν η Σελήνη τελικά απλά φωτίζεται από κόκκινο φως ή αν αιμορραγεί επειδή σχίζει τα ρούχα και τη σάρκα της σε θρήνο. Το χώμα είχε γεμίσει από τα φλούδια από λιόσπορους που φτύνανε τα πιτσιρίκια. Ο Χάρης όσο και να τον τραβολογούσαν να παίξει μήλα, δεν έλεγε να βγει έξω, όλο βοηθούσε στην κουζίνα. Δεν ήταν ασυνήθιστο. Χειμώνα καλοκαίρι, μέσα περνούσε τον καιρό του – το δέρμα του ήταν ασπρουδερό σα γάλα. Ωστόσο της είχε κολλήσει στο μυαλό ότι κάτι τον έτρωγε και δε τ’ ομολογούσε. Πού θα της πήγαινε όμως· θα το ‘βρισκε αργά η γρήγορα. Η μάνα της πάλι συγκινιόταν που έμενε μέσα ο Χάρης. «Μα να μου φέρνει σε όλα ετούτο! Κανένα απ’ τ’ άλλα δεν αγαπάει το σπίτι έτσι, μόνο αυτό. Να το ‘χα γεννήσει, έτσι δε θα μου ‘μοιαζε!» «Αμ πως, ολόιδιοι είστε.» Έλεγε η γιαγιά. «Στο χέσιμο.» «Τι είπες εσύ;» Αρπαζότανε η μάνα. «Αν και τώρα που σας ξαναβλέπω, σου φέρνει λίγο στα μαλλιά, τώρα που άρχισες ν’ ασπρίζεις. Λίγα χρονάκια ακόμα και δε θα σας ξεχωρίζουμε…» Η Δήμητρα κίνησε νωρίς για το πανηγύρι· ήταν μια καλή ευκαιρία να βολτάρει με τη σανίδα της. Παιδιά και σκυλιά την παίρναν στο κατόπι, κάνα δυο τα άφησε να καβαλικέψουν κιόλα. Δε της πήγε ο νους να ψάξει τους δικούς της μέχρι τη δύση. Στην πλατεία είχανε στηθεί σχάρες και ψήνανε φαγιά, ενώ οι νέοι στήνανε χορό σε κύκλους. Οι γέροι κάθονταν σε πάγκους καμαρώνοντας τα εγγόνια τους και αποφασίζοντας αναμεταξύ τους για τα καλύτερα παντρολογήματα. Τα πράματα ησύχασαν όταν ήρθε η ώρα για τις ιστορίες. Ο κήρυκας στο υπερυψωμένο βάθρο απάγγελλε με καθαρή φωνή: «Τρία χρόνια πάλευαν οι αδερφοί για την ασημιά κυρά. Τρία χρόνια έσπερναν φωτιά στον κόσμο όλο. Νικητής όμως δεν αποφασιζόταν, ούτε σ’ αυτούς, ούτε στα παιδιά τους. Γιατί μπορεί τα εννέα του Υπερίωνα να ήταν πανίσχυρα, αλλά του Δεύτερου ήταν ατέλειωτα. Όσα και να σφαγιάζονταν, ξεφύτρωναν κι άλλα. Η Σελήνη, που σπάραζε να βλέπει τα σπλάχνα της να χάνονται, θερμοπαρακάλαγε να σταματήσει το θανατικό. Για αυτά της τα δάκρυα, ο Υπερίωνας της έδειξε έλεος στη νίκη του, την άφησε να ζήσει. Δεν την ήθελε πια όμως γυναίκα του μετά την προδοσιά της και την έδιωξε. Ούτε τον αδερφό του που ‘χασε, άντεχε να σφάξει – το ίδιο του το αίμα – γι αυτό και η κόρη του η Γη, του είπε: “Φέρ’ τον σε με πατέρα μου, εγώ θα τον εκρύψω. Μέσα στα σπλάχνα μου θα μπει, και κει πάντα θα μένει.” Και σφράγισαν τον Δεύτερο βαθιά μέσα στο χώμα. Γι αυτό η Σελήνη από τότε τριγυρίζει συνεχώς τη Γη, να του κρατά παρέα. Κι εκείνος όλο παλεύει να ελευθερωθεί. Τραντάζει ολάκερη τη γη, με λάβα την ποτίζει.» Με τις αναμμένες φωτιές γύρω του, ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι από το μέτωπο του κήρυκα, μα εκείνος συνέχιζε ακάθεκτος. Τα αδέρφια της είχαν πιάσει ένα βάτραχο και παίζανε μαζί του χωρίς να νοιάζονται για την ιστορία. Γύρεψε και το Χάρη μα δεν τον είδε πουθενά. Τα μικρά τής είπαν ότι βρισκόταν με τους γονείς. Οι γονείς τής είπαν ότι ήταν με τα μικρά. Έκανε λοιπόν κύκλους στην πλατεία, ερευνώντας στο πλήθος χωρίς αποτέλεσμα. Πήρε τότε τους δρόμους που συχνοπερπατούσανε. Πήγε και στο σπίτι. Πήγε και στο μαγαζί. Και το σκοτάδι είχε πυκνώσει για καλά και άρχισε ξαφνικά ν’ ανησυχεί. Γύρισε στην πλατεία και τους περνούσε όλους από ανακρίσεις. Η μάνα της υποστήριζε ότι θα ‘ταν με τους γείτονες. Η γιαγιά πάλι διαφωνούσε γιατί είχε πει πριν φύγει, λέει, ότι είχε πάει να βρει τ’ αδέρφια του. Και όσο εκείνες ακόμη διαφωνούσαν, αυτή έψαχνε. * * * Βάδιζε σταθερά. Όχι ιδιαίτερα γοργά, αλλά βάδιζε. Το πουκάμισο και το παντελόνι του ήταν μοσχομυριστά και φρεσκοσιδερωμένα. Και κείνος βάδιζε. Άλλοτε, μια τόσο ωραία νύχτα θα θαύμαζε τον ουρανό. Σήμερα δεν μπορούσε ούτε να σηκώσει το κεφάλι του. Ήδη ήταν κατόρθωμα που έβγαλε τη μέρα. Κάθε δουλειά την έκανε αργά και άχαρα. Κάθε κίνηση ήταν απρόθυμη, το σώμα του αρνιόταν. Αν τον είχαν πιέσει να παίξει μήλα θα ‘χε λιποθυμήσει με την πρώτη μπαλιά, ήταν σίγουρος. Και τώρα δα, του ερχόταν να σωριαστεί κάτω και να μείνει εκεί. Αλλά βάδιζε. * * * «Και είπε ο Πρώτος, ο Υπερίωνας: ‘Τρία χρόνια εμάτωσα, με τα εννιά παιδιά μου, γι αυτό και αγαλλίαση ζητάει η καρδιά μου. Αυτόν δεν τον εσκότωσα γιατί είναι αδερφός μου. Τους σπόρους του δε θ' ανεχτώ, γυρεύουνε το φως μου. Δε θέλω ωστόσο θάνατο τόσων πολλών χιλιάδων, έναν μονάχα στείλε μου, στη μέση των κοιλάδων. Μα ας μη θολώσει η μνήμη, η ποινή μην ξεχαστεί, γι αυτό έναν θα μου φέρνετε σε κάθε Ηλιαστή.’» * * * Οι Εννέα στέκονταν στο κέντρο της κοιλάδας. Ψηλοί. Λαμπεροί. Ένδοξοι. «Έφτασες, γιε της Σελήνης και του Φωτογένη, αδερφού του Υπερίωνα.» Ανήγγειλε ο πρωτότοκος Ετεοκλής. Ο Ίων ο δευτερότοκος μίλησε σχεδόν αμέσως. «Καλώς ήρθες αδερφέ.» Δεν είμαι αδερφός σας. Σκέφτηκε. Η Υδάτινη η τριτότοκη έκανε ένα βήμα προς τα μπροστά και τον ρώτησε: «Πες μας το όνομά σου.» Έμεινε σιωπηλός. Αποφάσισε ότι δεν είχε σκοπό να μοιραστεί το όνομά του μαζί τους. Ακόμη κι όταν του επανέλαβαν την ερώτηση, δεν άλλαξε γνώμη. Δεν το πήραν ιδιαίτερα καλά. Μα μετά από μερικές ακόμη απόπειρες, αποφάσισαν κι αυτοί ότι το όνομα δεν ήταν υποχρεωτικό. Ένας ένας με τη σειρά του, είπα τα καθορισμένα τους λόγια. . Ένατη του απευθύνθηκε η Γη. «Το αίμα σου γιε της Σελήνης θα ταξιδέψει με τα υπόγεια ύδατα στον πατέρα σου. Έτσι η ψυχή σου θα είναι συντροφιά και παρηγοριά του.» Έπειτα προχώρησε στην μεριά του και συμπλήρωσε. «Αν και το σώμα σου τώρα είναι θνητό, δε θα σε ατιμάσουμε αφαιρώντας τη ζωή σου με όπλα ανθρώπινα. Ο γιος της μητέρας μόνο από ίσους του θα θανατωθεί.» Και μ’ αυτά τα λόγια του έδωσε το πρώτο χτύπημα. Και η Σελήνη άρχισε να ματώνει. Περπατώντας προς την κοιλάδα συλλογιζόταν ότι σίγουρα θα είχε λιποθυμήσει αν είχε παίξει τελικά μαζί με τους άλλους το πρωί. Μα τώρα, τον χτύπαγαν θεοί, έβλεπε το αίμα του να τον εγκαταλείπει και στεκόταν όρθιος. Ακόμα και όταν τα πόδια του τον πρόδιδαν και έπεφτε, σηκωνότανε ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Τα φωτεινά πλάσματα γύρω του, με τα πανέμορφα χρώματα και τα βλοσυρά πρόσωπα είχαν πάψει να του κάνουν εντύπωση. Κανένα απ’ τα χρώματά τους δεν ήταν σα το κόκκινο το δικό του. Σαν απόηχος μιας άλλης ζωής ήρθε στο μυαλό του η εικόνα της Δήμητρας όπως τον είχε βρει εκείνη την πρώτη φορά. «Αίμα; Πού;» Τον είχε ρωτήσει σκυμμένη προς τη γωνιά που ήταν κουλουριασμένος. «Για να δω την πληγή. Χμ, μην ανησυχείς δεν είναι τίποτα, θα γιάνει. Να κοίτα εδώ.» Του έδειξε τον αγκώνα της, γεμάτο γρατζουνιές και τα πόδια της με τις κιτρινιασμένες μελανιές. «Πώς τα έπαθες;» Τη ρώτησε με μάτια γουρλωτά. «Προσπαθώ να μάθω να πετάω, αλλά όλο τρώω τούμπες.» «Μα οι θνητοί δεν πετάνε!» «Φυσικά και πετάνε!» Αναφώνησε καθαρά προσβλημένη. «Πού ζεις εσύ; Ξεκουνήσου τώρα. Θα σε πάω σπίτι σου. Κι αν αυτά τα παιδιά σε ξαναπειράξουν, να ‘ρθεις να μου το-» «Δεν έχω σπίτι.» Το κορίτσι ανασήκωσε τους ώμους. «Ε. Έλα στο δικό μου τότε.» Έπεσε στα γόνατα. Κατάλαβε ότι το σώμα του δε θα τον υπάκουε για να σηκωθεί κι άλλη φορά. Ένιωθε τις άλικες στάλες που κυλούσαν να τον τραβάνε κάτω μαζί τους. Ένιωθε να πέφτει. Μα η πτώση διήρκησε περισσότερο απ’ ότι περίμενε. Ήταν… Λες και πετούσε. * * * Της το είχε πει. Της είχε προτείνει να πάνε στην κοιλάδα μετά το δάσος. Κι εκείνη τον άφησε να πάει μόνο του. Όσο τον έψαχνε στους γείτονες, θυμήθηκε τα προχθεσινά του λόγια, κι έβαλε μπρος για εκεί. Περίμενε να τον βρει να περπατάει, να χαζεύει τα αστέρια ως συνήθως. Δεν περίμενε να τον βρει ανάμεσα σε δαίμονες που τον χτυπούσαν. Η πτερόπετρα είχε κόψει ταχύτητα τώρα που ήταν κι αυτός αναίσθητος επάνω. «Φύσα Αέρα! Φύσα!» Πρόσταζε η Δήμητρα και πατούσε τα πετάλια της με μανία. «Σπρώξε μας μακριά!» Μακριά από τα τέρατα της κοιλάδας. Μακριά από το ματωμένο φεγγάρι. Μακριά απ’ όλα. «Μόνο σήμερα σώσε μας κι ας μην πετάξω ποτέ ξανά!» Πήγε να βρει τ’ αδέρφια του, είχε πει η γιαγιά. Μα τότε το έδαφος τραντάχτηκε κι εννιά μορφές ανθρώπινες – που τίποτα ανθρώπινο δεν είχαν – τους περικύκλωσαν. Η αεροσανίδα συγκρούστηκε με έναν, μα ήταν σαν να είχαν πέσει σε πέτρα. Κουτρουβαλιάστηκαν στο χώμα. «Πώς τολμάς να διακόπτεις την ιερή τελετή, κορίτσι;» Είπε ένα πλάσμα με μαλλιά σαν ρευστές πηγές. Η Δήμητρα έμεινε βουβή, σφίγγοντας το Χάρη περισσότερο. «Άσε τον και εξαφανίσου – αν δε θες να σε βρει συμφορά. Και σένα και όλη την οικογένειά σου.» Είπε ένας με μενεξεδένιες ρόμπες. Δύο άλλοι μουρμούριζαν αναμεταξύ τους. «Πώς έφτασε άνθρωπος μέχρι εδώ; Δεν είναι ασφαλισμένα τα ιερά χώματα;» Κάποιοι κουνούσαν τα κεφάλια τους σ’ αυτό, συμφωνώντας. «Κανένας θνητός δεν μπορεί να έρθει εδώ το βράδυ της Λιαστής.» Πήγε να βρει τ’ αδέρφια του. Η Δήμητρα ακούμπησε απαλά τον Χάρη στο έδαφος και στάθηκε όρθια. «Είμαι η κόρη της Σελήνης.» Είπε απλά. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω της. «Δεν ήθελα να θυσιαστώ σήμερα και έστειλα κάποιον άλλον στη θέση μου.» Βλέποντάς τους να μην αντιδρούν συνέχισε. «Ξάσπρισα ετούτου εδώ τα μαλλιά και σκούρυνα τα δικά μου για να σας ξεγελάσω.» Ένας με μάτια που νόμιζες ότι πετούσαν σπίθες, αναφώνησε: «Μα είναι αδύνατο να περπατήσει θνητός αυτά τα χώματα την νύχτα της Ηλιαστής χωρίς να χάσει το μυαλό του.» Δεν άφησε να φανεί στο πρόσωπό της ότι την παραξένεψε και ταυτόχρονα την τρόμαξε αυτό. Ήταν σίγουρα θνητή το δίχως άλλο, μα τα είχε περπατήσει. Ανασήκωσε τους ώμους της. «Αυτός χαμένα τα είχε τα μυαλά του εξαρχής. Γι αυτό τον διάλεξα.» Κατάφερε να πει με κάποιο κόπο. Οι σκέψεις της ξαφνικά κυλούσαν αργά και ένας ανεξήγητος φόβος θέριωνε μέσα της. Καινούριες συζητήσεις άνοιξαν μεταξύ των Εννέα. «Πράγματι, δε μας είπε τ’ όνομά του.» «Και οι θνητοί χάνουν σιγά σιγά τη μνήμη τους όταν βαδίζουν εδώ. Λησμονούν γιατί ήρθανε και γυρεύουν μόνο να φύγουν.» «Και γιατί δεν έφυγε αυτός; Χαζός ή όχι, θα ‘πρεπε να ήθελε να φύγει.» Εκείνη χαμογέλασε ειρωνικά. «Έχει εκπαιδευτεί καλά να κάνει πράματα που δε θέλει.» Η γαλαζοπράσινη θεά ξαφνικά την κάρφωσε με το βλέμμα και το κορίτσι φοβήθηκε μην είδε στην ψυχή της. «Πώς σε λένε κόρη;» Τη ρώτησε. Ούτε που θυμόταν. Αλλά αρκούσε ένα ψέμα. Πώς λέγαν το αγόρι; «Χαραλαμπία.» Ναι, αυτό ήταν το όνομα του αγοριού. Ναι. Λαμπερή χαρά σήμαινε το όνομά του. «Και γιατί ήρθες εδώ, Χαραλαμπία;» Μα για να βρω… Πανικοβλήθηκε. Ποιον ήθελε να βρει; Η θεά την περίμενε να μιλήσει. Εκείνη ήξερε ότι έπρεπε να βρει ένα ψέμα να πει, αλλά δε θυμόταν γιατί. Ήθελε μόνο να πάει σπίτι. «Ήρθα…» Ξεροκατάπιε. «Για να βρω την οικογένειά μου.» * * * Σκαρφάλωσε το βουνό μέχρι απάνω, μόνο όταν έφτασε στο γκρεμό σταμάτησε. Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά πλέον και το χώμα ήταν νοτισμένο. Έλυσε το σακούλι από τη ζώνη του. Ψιθύρισε μερικές προσευχές κάτω απ’ το φως των αστεριών και άδειασε αργά τις στάχτες της στον αέρα. Δεν είχε αφήσει να τη θάψουν. Στον άνεμο άνηκε πάντα, όχι στη γη – παρά τ’ όνομά της. Κάθισε οκλαδόν όσο εκείνη πετούσε μακριά και αναρωτιόταν που να ήταν το επόμενο αδέρφι του. Εκείνο που θα εξοριζόταν στη γη για τα επόμενα τρία χρόνια μέχρι να έρθει η σειρά του. Κανένα παιδί δεν είχε αποφύγει ποτέ τη θυσία. Μέχρι τώρα τουλάχιστον. Οι προφητείες προειδοποιούσαν για τρομερό θανατικό αν ποτέ γινόταν κάτι τέτοιο. Παραδόξως όμως δεν ένιωθε φόβο. Αρκετά είχε ζήσει παραιτημένος. Είχε έρθει η σειρά του να προσπαθήσει. Οικογένεια είναι όσοι φροντίζουν ο ένας τον άλλo. Θα το έβρισκε το αδέρφι του, όπου και να ‘ταν. Δε θα τ’ άφηνε να χαθεί μάταια. Δεν ήξερε ακόμη πώς θα το κατάφερνε αυτό, μα κάτι θα σκεφτόταν. Είχε τρία χρόνια να βγάλει άκρη. Στράφηκε προς τη Σελήνη, ασημένια τώρα κι όχι κόκκινη, και υποσχέθηκε σιωπηλά ότι δε θα αποτύγχανε. Και αφού αποχαιρέτησε για τελευταία φορά το σπίτι που τον φιλοξένησε τα τελευταία χρόνια, έβαλε μπρος την αεροσανίδα και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Edited October 2, 2016 by Silvertooth 18 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted October 4, 2016 Share Posted October 4, 2016 Αν μου έλεγαν να διαλέξω πέντε λόγους για τους οποίους μου άρεσε αυτή η ιστορία, θα τους έβρισκα άνετα. Θέλεις ατμόσφαιρα, ναι, θέλεις παράδοξο, ναι, θέλεις συγκίνηση, ναι, θέλεις αγάπη, ναι, θέλεις πόνο, ναι. Και μαζί μ' αυτά θα πρόσθετα και την καταπληκτική πτερόπετρα. Αλλά αν μου έλεγαν να αναφέρω έναν μονάχα λόγο, θα έβγαζα το καπέλο στη φοβερή μυθολογία που γέννησες σ' έναν κόσμο που δεν είναι άγνωστος και ξένος και μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, αλλά σ' έναν κόσμο που γνωρίζουμε τόσο μα τόσο καλά. Πολύ ωραία δουλειά! 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ballerond Posted October 22, 2016 Share Posted October 22, 2016 Μάγδα καλησπέρα και συγχαρητήρια φυσικά για την διάκριση ;) Η ιστορία σου ήταν για μένα μία μεγάλη απόλαυση και μία μεγαλύτερη σπαζοκεφαλιά και θα εξηγήσω τι εννοώ. Μου άρεσε πάρα πολύ η γραφή σου και ο τρόπος που σκιαγράφησες τους χαρακτήρες. Πολύ ζωντανοί και κοντά σε δικά μας πρότυπα και αντιδράσεις. Σε πολλά σημεία που μου θύμισε τους χαρακτήρες του Υφαντόκοσμου του Μπάρκερ (στο θέμα απόδοσης) και αυτό για εμένα είναι τεράστιο. Έχεις μία υπέροχη κοσμοπλασία και μύθο με τους δύο ήλιους και το φεγγάρι το οποίο μόνο θετικά προδιαθέτει. Ξεκινάς μία κορύφωση η οποία με είχε να θέλω να διαβάσω την συνέχεια σαν μανιακός και να κάνω μόνο θετικά σενάρια για το τέλος. Και κάπου εκεί αποπροσανατολίστικα. Δεν μου άφησες αρνητική εικόνα αλλά δεν είμαι σίγουρος για το αν είναι θετική ή όχι. Έχω μία μεγάλη απορία για το τέλος και λίγο πριν απ'αυτό καθώς ένα κενό που (πιστεύω?) ότι εντόπισα με έριξε εκτός. Εξηγώ στο spoiler. Όταν η Δήμητρα σκάει με την αεροσανίδα στο σημείο όπου βρίσκονταν οι Εννέα, περνάει κανονικά δίπλα τους. Οι ίδιοι λένε ότι αυτό δεν γίνεται γιατί κανένας θνητός δεν μπορεί να περάσει τα Ιερά αυτά χώματα. Άρα αμέσως μου σκάει στο μυαλό ότι η Δήμητρα ΔΕΝ είναι θνητή και παίζει κάτι άλλο. Μετά που ξεκινάει και συζητάει μαζί τους, αρχίζει και ξεχνάει όνομα και το ποια είναι και γιατί ήρθε το οποίο είναι effect όσων θνητών περνάνε εκεί. Άρα τελικά αποκαλύπτεται ότι είναι θνητή και προσπάθησε να σώσει τον αδερφό της. Το ερώτημα μου είναι, πως ξεγέλασε τους Θεούς; Δηλαδή, απλά είπε ότι την λένε Χαραλαμπία, ψάχνει την οικογένεια της και τέλος; Την πίστεψαν; Και θυσίασαν αυτήν αντί τον Χάρη; Και τον άφησαν να φύγει; Μου φάνηκε κουλό και μου χάλασει το φινάλε το οποίο υποτίθεται πρέπει να με βάλει σε άλλο κλίμα. Οπότε θέλω την γνώμη σου σε αυτό, κι αν κάτι έχασα το δέχομαι απόλυτα και θα ήθελα την επεξήγηση του Πέρα από το παραπάνω, η ιστορία είναι πολύ καλή και της άξιζε μία καλή θέση ;) Μπράβο! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Silvertooth Posted October 23, 2016 Author Share Posted October 23, 2016 Για αρχή θα ήθελα να σας ευχαριστήσω και τους δύο που αφιερώσατε χρόνο στην ιστορία και για τα σχόλιά σας. Ήταν όμορφο το να τη γράψω, οπότε χαίρομαι που είχε κάτι να προσφέρει. Σχετικά με το κενό που ανέφερες Γιάννη, θα πω ότι πράγματι γράφοντας το τέλος θεώρησα ότι το τέχνασμα είναι κάπως αδύναμο για να πείσει πλάσματα που έχουν ζησει εκατοντάδες (αν όχι χιλιάδες) χρόνια.Πάντως ναι, αυτό που έγινε τελικά είναι ότι είπε ότι τη λένε Χαραλαμπία, ότι είναι η κόρη της Σελήνης και ότι ψάχνει την οικογένειά της (που είναι διφορούμενο γιατί σε εκείνη στη φάση που το είπε εννούσε το Χάρη, ενώ οι εννέα κατάλαβαν τους εαυτούς τους). Οπότε ναι, σκοτώσαν τη Δήμητρα τελικά και αυτόν τον παράτησαν εκεί.Σχετικά με τα λόγια των εννέα - ότι δηλαδή κανένας θνητός δεν μπορεί να πατήσει τα ιερά χώματα το βράδυ της Λιαστής - ήταν πιο πολύ ανακρίβεια από μεριά τους, καθώς όπως διευκρινίζεται αργότερα, αυτό που όντως συμβαίνει είναι ότι όταν κάποιος θνητός πλησιάζει, αρχίζει σταδιακά να χάνει τα λογικά του και το μόνο που του απομένει είναι το ένστικτο του να θέλει να φύγει. Οπότε ο χρόνος παίζει ρόλο για το να επηρεαστεί ο θνητός, και ο εφόσον η Δήμητρα φτάνει με ασυνήθιστη ταχύτητα εκεί λόγω της αεροσανίδας, σε συνδυασμό με το ισχυρό της κίνητρο να πάει εκεί, καθυστερεί ελαφρώς να φανεί η επίδραση της μαγείας πάνω της.Φυσικά το τελευταίο δεν αναιρεί το ότι το ψέμα εξακολουθεί να μην είναι ιδιαίτερα ισχυρό. Το αρχικό πλάνο ήταν ότι θα τη βοηθούσε τελικά η Γη (αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που διάλεξα το όνομα Δήμητρα για την πρωταγωνίστρια). Ο διάλογος που γίνεται στο κείμενο με τους εννέα, θα κοβόταν και η Δήμητρα θα μιλούσε μόνο με τη Γη, όπου η τελευταία θα εντυπωσιαζόταν κάπως με την τόλμη της θνητής και θα αποφάσιζε να της επιτρέψει να πεθάνει εκείνη, ενώ θα έλεγε η θεά το ψέμα στους εννέα - και κατά συνέπεια θα είχε μεγαλύτερη βαρύτητα.Ωστόσο, λόγω του ότι δεν βρήκα κάποιον καλό τρόπο να το διατυπώσω και δεν υπήρχε η ευχέρεια του χώρου, προτίμησα την προσέγγιση όπου οι θεοί παραβλέπουν μέσα στην υπεροψία της δύναμής τους τις λεπτομέρειες (η φράση που λένε ότι οι θνητοί δεν μπορούν να πατήσουν τα ιερά χώματα το βράδυ της Λιαστής, που είναι πρακτικά λάθος, είχε ως σκοπό να το δείξει αυτό ως ένα βαθμό. Το ότι σκέφτονται επιφανειακά). Άλλωστε, απλώς είναι πολύ δυνατότεροι από τους κοινούς ανθρώπους, όχι απαραίτητα εξυπνότεροι. Επίσης, πολλές φορές στην ελληνική μυθολογία οι θεοί έχουν ξεγελαστεί σχετικά εύκολα από ανθρώπους - ακριβώς επειδή δεν νιώθουν απειλή από αυτούς. Επίσης, αυτό που δεν ανέφερα - πάλι λόγω χώρου - είναι ότι η Γη δεν την πιστεύει την Δήμητρα, αλλά αποφασίζει να την καλύψει. Φυσικά, ο αναγνώστης δεν έχει κανένα λόγο να το μαντέψει αυτό - και ούτε εγώ έχω τέτοια απαίτηση. Αυτό που σκέφτηκα είναι ότι αν ποτέ συνέχιζα την ιστορία, αυτό θα ήταν μια αποκάλυψη που θα γινόταν αρκετά αργότερα.Χαίρομαι λοιπόν που σου άρεσε η ιστορία - στο μεγαλύτερο μέρος της. Το τέλος πιθανόν να χρειάζεται λίγο περισσότερο άπλωμα για να φανούν καλύτερα κάποια πράματα, οπότε θα έχω κατά νου τις παρατηρήσεις σου σε τυχόν μεταγενέστερο rewrite. Κάτι άσχετο - που μάλλον έπρεπε να το είχα κάνει πολύ νωρίτερα, αλλά δε το σκέφτηκα: Υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες που είχα βάλει στο κείμενο που προκειμένου να μην ξεπεράσω το όριο των 4000 λέξεων του διαγωνισμού τις έκοψα. Δεν είναι πολλές, 300 λέξεις, και δεν προσδίδουν κάποια επεξηγηματική αξία στην ιστορία - απλά τις έκοψα με μισή καρδιά από το πρωτότυπο. Οπότε, θα πρότεινα, σε κάποιον που θα ήθελε να διαβάσει την ιστορία αλλά δε το έχει κάνει ακόμα, να διαβάσει κατευθείαν αυτή τη βερσιόν: Merged.pdf Ξαναλέω, ότι κάποιος που έχει ήδη διαβάσει την ιστορία δε θα πάρει κάποια σημαντική πληροφορία διαβάζοντας αυτή την εκδοχή, οπότε δεν υπάρχει λόγος να την ξαναδιαβάσει. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Posted April 21, 2017 Share Posted April 21, 2017 (edited) Διάβασα αυτό το διήγημα τον Οκτώβριο, όταν δεν ήμουν ακόμα μέλος στο site. Μου άφησε εξαιρετικά καλή εντύπωση. Είχα δώσει κάποιο feedback και τότε στη συγγραφέα, αλλά θα το επαναλάβω εδώ γραπτώς. Το διήγημα έχει μέσα του ζωντανές στιγμές από παιδικά χρόνια που έχουμε ζήσει ή έστω θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να ζήσουμε. Αυτό είναι κάτι που, δυστυχώς, δεν το βλέπω αρκετά συχνά. Λέω "δυστυχώς", διότι λειτουργεί ως κάτι παραπάνω από απλή αισθητική επιλογή: δίνει μία οικεία βάση για να γίνει βαθύς ο κόσμος του. Τα υπερφυσικά στοιχεία στο φόντο φαντάζουν πιο σοβαρά και πιο επιβλητικά όταν μπροστά υπάρχουν πιστευτές καταστάσεις. Οι γεύσεις από τη ζωή στις μικρές κλίμακες (η αυλή της γιαγιάς, το παιδικό πείραγμα, κλπ) δημιουργούν αρκετή αντίθεση για να με κάνουν ως αναγνώστη να εκτιμώ ακόμα πιο πολύ αυτό που αντιμετωπίζουν -έστω και φευγαλέα- οι ανθρώπινοι χαρακτήρες. Η μυθολογία του κόσμου αυτού καταφέρνει να είναι αρκετά εξωτική και ταυτόχρονα να φαντάζει οικεία. Είναι μοναδική και ταυτόχρονα αυτο-εξηγούμενη, το οποίο αποτελεί μια λεπτή ισορροπία. Προσωπικά μου προκάλεσε έναν τρόμο για το τι υπάρχει στον κόσμο γύρω από αυτούς τους χαρακτήρες -- και αυτό είναι χαρακτηριστικό πολλών από τις αγαπημένες μου ιστορίες. Δομικά, εκτίμησα την παρουσία των ζευγών setup και payoff. Θα έλεγε κανείς ότι είναι αυτονόητο, αλλά υπάρχουν αρκετές ιστορίες που το ξεχνάνε. Στα θετικά κατατάσσω και την, κατά τη γνώμη μου, συγκινητική χρήση του flashback προς το τέλος. Έγινε ένα ερώτημα παραπάνω σε σχέση με το πώς η Δήμητρα δεν έχασε τα λογικά της αμέσως μόλις μπήκε στην κοιλάδα. Η εξήγηση που δόθηκε από τη Μάγδα, έξω από το διήγημα, είναι ότι ο χρόνος παίζει ρόλο στην επίδραση της μαγείας. Προσωπικά δε βρήκα τίποτα παράξενο στο ότι η Δήμητρα δεν έχασε τα λογικά της, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με την ταχύτητα της αεροσανίδας. Είχε να κάνει με το ότι διέκρινα μια πολύ κομψή εξήγηση μέσα στο ίδιο το διήγημα, όταν ένα από τα αθάνατα όντα είπε: «Μα είναι αδύνατο να περπατήσει θνητός αυτά τα χώματα την νύχτα της Ηλιαστής χωρίς να χάσει το μυαλό του.» Η Δήμητρα δεν περπάτησε αυτά τα χώματα για να φτάσει εκεί -- ήρθε με την αεροσανίδα της. Μόνο όταν πάτησε με τα πόδια της στο χώμα άρχισε να νιώθει τις παρενέργειες. Αρκετά κομψό loophole, το οποίο μου θυμίζει κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στην ελληνική μυθολογία. Και λογικό επίσης, μιας και ούτε ο ίδιος ο Χάρης είχε ακουστά, όταν ήρθε σ' αυτό τον κόσμο, ότι πλέον οι θνητοί πετάνε. Edited April 21, 2017 by Guest Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Christos.Antonaros Posted April 28, 2017 Share Posted April 28, 2017 Καλησπέρα Μάγδα, Μιας και η κριτική στην ιστορία σου είναι η πρώτη που θα κάνω για το φόρουμ, θα πω πως χαίρομαι που ήταν για μια ιστορία τόσο καλογραμμένη όσο η δική σου. Η προσπάθεια και θέλησή σου να μας παρουσιάσεις το σκηνικό που διαδραματίζεται η ιστορία είναι πέρα από επιτυχής μέσω των ζωντανών περιγραφών, των σύντομων αλλά όμορφων εξιστορήσεων, και ζωντανών διαλόγων, ή και μονολόγων. Αν κάτι κρατώ από την ιστορία σου είναι η χρήση της γιορτής – ενός τοπικού εθίμου – που εδραιώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη κάνοντας τον κόσμο σου πιο αληθή, της αεροσανίδας και των ηλιοτρόπιων που εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, και επίσης ο τρόπος που είναι κατανεμημένη κάθε σκηνή. Καλή συνέχεια σου εύχομαι. 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Akelas Posted June 30, 2017 Share Posted June 30, 2017 Πώς θα ήθελα να μάθω περισσότερα γι αυτόν τον κόσμο... 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Silvertooth Posted July 1, 2017 Author Share Posted July 1, 2017 Διάβασα αυτό το διήγημα τον Οκτώβριο, όταν δεν ήμουν ακόμα μέλος στο site. Μου άφησε εξαιρετικά καλή εντύπωση. Είχα δώσει κάποιο feedback και τότε στη συγγραφέα, αλλά θα το επαναλάβω εδώ γραπτώς. Το διήγημα έχει μέσα του ζωντανές στιγμές από παιδικά χρόνια που έχουμε ζήσει ή έστω θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να ζήσουμε. Αυτό είναι κάτι που, δυστυχώς, δεν το βλέπω αρκετά συχνά. Λέω "δυστυχώς", διότι λειτουργεί ως κάτι παραπάνω από απλή αισθητική επιλογή: δίνει μία οικεία βάση για να γίνει βαθύς ο κόσμος του. Τα υπερφυσικά στοιχεία στο φόντο φαντάζουν πιο σοβαρά και πιο επιβλητικά όταν μπροστά υπάρχουν πιστευτές καταστάσεις. Οι γεύσεις από τη ζωή στις μικρές κλίμακες (η αυλή της γιαγιάς, το παιδικό πείραγμα, κλπ) δημιουργούν αρκετή αντίθεση για να με κάνουν ως αναγνώστη να εκτιμώ ακόμα πιο πολύ αυτό που αντιμετωπίζουν -έστω και φευγαλέα- οι ανθρώπινοι χαρακτήρες. Η μυθολογία του κόσμου αυτού καταφέρνει να είναι αρκετά εξωτική και ταυτόχρονα να φαντάζει οικεία. Είναι μοναδική και ταυτόχρονα αυτο-εξηγούμενη, το οποίο αποτελεί μια λεπτή ισορροπία. Προσωπικά μου προκάλεσε έναν τρόμο για το τι υπάρχει στον κόσμο γύρω από αυτούς τους χαρακτήρες -- και αυτό είναι χαρακτηριστικό πολλών από τις αγαπημένες μου ιστορίες. Δομικά, εκτίμησα την παρουσία των ζευγών setup και payoff. Θα έλεγε κανείς ότι είναι αυτονόητο, αλλά υπάρχουν αρκετές ιστορίες που το ξεχνάνε. Στα θετικά κατατάσσω και την, κατά τη γνώμη μου, συγκινητική χρήση του flashback προς το τέλος. Έγινε ένα ερώτημα παραπάνω σε σχέση με το πώς η Δήμητρα δεν έχασε τα λογικά της αμέσως μόλις μπήκε στην κοιλάδα. Η εξήγηση που δόθηκε από τη Μάγδα, έξω από το διήγημα, είναι ότι ο χρόνος παίζει ρόλο στην επίδραση της μαγείας. Προσωπικά δε βρήκα τίποτα παράξενο στο ότι η Δήμητρα δεν έχασε τα λογικά της, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με την ταχύτητα της αεροσανίδας. Είχε να κάνει με το ότι διέκρινα μια πολύ κομψή εξήγηση μέσα στο ίδιο το διήγημα, όταν ένα από τα αθάνατα όντα είπε: «Μα είναι αδύνατο να περπατήσει θνητός αυτά τα χώματα την νύχτα της Ηλιαστής χωρίς να χάσει το μυαλό του.» Η Δήμητρα δεν περπάτησε αυτά τα χώματα για να φτάσει εκεί -- ήρθε με την αεροσανίδα της. Μόνο όταν πάτησε με τα πόδια της στο χώμα άρχισε να νιώθει τις παρενέργειες. Αρκετά κομψό loophole, το οποίο μου θυμίζει κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στην ελληνική μυθολογία. Και λογικό επίσης, μιας και ούτε ο ίδιος ο Χάρης είχε ακουστά, όταν ήρθε σ' αυτό τον κόσμο, ότι πλέον οι θνητοί πετάνε. Θα ήθελα να πω - όχι τόσο στο Θοδωρή γιατί το ξέρει - ότι στο διήγημα την παρακάτω ατάκα της Δήμητρας την έχει πει originally αυτός, κι εγώ την έκλεψα ξεδιάντροπα: «Δεν είμαι μικρό πια.» Τη διόρθωσε δήθεν ενοχλημένος. Εκείνη φάνηκε να διασκεδάζει με τη διαμαρτυρία του. «Καλά. Όταν γίνεις μεγαλύτερος από μένα, θα σταματήσω να σε λέω ‘μικρό’. Μικρό.» Επίσης, για να αναφερθώ σε αυτό που λες στο σπόιλερ: Πράγματι γράφοντας το πρώτο draft του διηγήματος, αυτός ήταν ο λόγος που είχα κατά νου για το ότι η Δήμητρα δεν επηρεάστηκε μέχρι που έπεσε από την αεροσανίδα. Συγκεκριμένα είχα γράψει αυτό: «Μα είναι αδύνατο να περπατήσει θνητός αυτά τα χώματα την νύχτα της Ηλιαστής χωρίς να χάσει το μυαλό του.» Δεν άφησε να φανεί στο πρόσωπό της ότι την παραξένεψε και ταυτόχρονα την τρόμαξε αυτό. Ήταν σίγουρα θνητή το δίχως άλλο, μα τα είχε περπατήσει. Και ήταν σίγουρη ότι κουβαλούσε ακόμη τα μυαλά της. Ή μάλλον… «Τον έβαλα πάνω στην πτερόπετρα. Δεν πατούσε χάμω.» Κατάφερε να πει με κάποιο κόπο. Δηλαδή η Δήμητρα εξηγούσε το τι είχε παιχτεί. Τελικώς, αυτή την εξήγηση την αφαίρεσα όταν beta reader μου είπε ότι κοτζάμ θεοί θα έπρεπε να είχαν προβλέψει για κάτι τέτοιο, και ότι ήταν αδύναμο σαν εξήγηση. Καλησπέρα Μάγδα, Μιας και η κριτική στην ιστορία σου είναι η πρώτη που θα κάνω για το φόρουμ, θα πω πως χαίρομαι που ήταν για μια ιστορία τόσο καλογραμμένη όσο η δική σου. Η προσπάθεια και θέλησή σου να μας παρουσιάσεις το σκηνικό που διαδραματίζεται η ιστορία είναι πέρα από επιτυχής μέσω των ζωντανών περιγραφών, των σύντομων αλλά όμορφων εξιστορήσεων, και ζωντανών διαλόγων, ή και μονολόγων. Αν κάτι κρατώ από την ιστορία σου είναι η χρήση της γιορτής – ενός τοπικού εθίμου – που εδραιώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη κάνοντας τον κόσμο σου πιο αληθή, της αεροσανίδας και των ηλιοτρόπιων που εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, και επίσης ο τρόπος που είναι κατανεμημένη κάθε σκηνή. Καλή συνέχεια σου εύχομαι. Χρήστο, αν και απαντώ κάπως αργοπορημένα, καλώς ήρθες στο φόρουμ, και είναι τιμή μου που η πρώτη σου κριτική είναι εδώ. Χαίρομαι που εκτίμησες τις λεπτομέρειες του κόσμου, κι εγώ θεωρώ ότι είναι απαραίτητες για να δημιουργήσουν μια οικεία αίσθηση σ' αυτόν που διαβάζει. Ελπίζω σύντομα να μοιραστείς κι εσύ τις ιστορίες σου μαζί μας. Πώς θα ήθελα να μάθω περισσότερα γι αυτόν τον κόσμο... Η κοσμοπλασία γενικώς ανήκει στα κομμάτια μιας ιστορίας που συνήθως με δυσκολεύουν ιδιαίτερα, οπότε με χαροποιεί το ότι σε ιντρίγκαρε να μάθεις περισσότερα γι αυτήν. Ευχαριστώ για το χρόνο που αφιέρωσες να διαβάσεις το κείμενο και ελπίζω να πέρασες καλά μαζί του Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Posted July 2, 2017 Share Posted July 2, 2017 Α ναι. Υπάρχει περίπτωση να είχα διαβάσει το draft και να μου έμεινε από εκεί η εξήγηση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morfeas Posted September 16, 2017 Share Posted September 16, 2017 Ωραίο διήγημα. Το είχα βάλει στο μάτι καιρό, αλλά τώρα με τον προσεχή διαγωνισμό βρήκα την ευκαιρία. Στα θετικά: +Ωραία η μυθολογία, όπως και τα ποιηματάκια που την εξηγούν. Το ωραίο δεν είναι μόνο όσα λες, αλλά και όσα καταλαβαίνουμε μόνοι μας (αν και πρωτότυπη, έχει κάτι το οικείο). +Πετυχημένο και συγκινητικό το φλας μπακ στο τέλος. +Ωραίοι οι διάλογοι, ειδικά μεταξύ των 2 αδελφών και η χρήση του «μικρό». Η γραφή ζωντανή, όπως σε όλα τα κείμενά σου. +Η ροή καλή κι έξυπνα διάφορα σημεία (π.χ. τα ηλιοτρόπια που κατέστρεφε ο Χάρης) Στα όχι και τόσο θετικά: –Το μπλέξιμο με το τέλος. Κι εγώ σκέφτηκα ότι δεν έχασε τα λογικά της επειδή πέταξε, αλλά μετά το αναίρεσε η ίδια και μπερδεύτηκα. (Διάβασα την εκδοχή του 1ου ποστ, όχι την merged). Κάτι έχασα εκεί, στο σημείο όπου οι θεοί πείθονται για την ταυτότητά της, και δεν κατάλαβα παρά διαβάζοντας τα σχόλια ότι ήταν ατύχημα κι όχι αυτοθυσία (που βγάζει περισσότερο νόημα, όντως). Ίσως κάνα δυο φράσεις ακόμη να αρκούν. –Δεν ήμουν φαν και της ατμόσφαιρας, σαν σύνολο. Οι αεροσανίδες και η μυθολογία δεν έδεσαν όσο θα ήθελα και γενικά αισθανόμουν ότι είχαμε ένα τύπου-steampunk/φουτουριστικό στοιχείο σε έναν κοινωνικά λιγότερο προηγμένο κόσμο (θυσίες στους θεούς, που βγαίνουν οι ίδιοι). Ωραία και τα δυο, αλλά κάπου μαζί δεν μου λειτούργησαν στο συγκεκριμένο διήγημα. Επιπλέον, προσωπικά δεν βρήκα αναγκαία την ύπαρξη της αεροσανίδας (ιδίως από τη στιγμή που ούτε στο τέλος παίζει κάποιον ρόλο) κι η ιστορία ίσως να μου φαινόταν πιο συμπαγής (και ατμοσφαιρικά) αν κρατούσες μόνο το ένα από τα δύο. Παρ’ όλα αυτά, σε ένα μεγαλύτερο κείμενο (νουβέλα ή μυθιστόρημα) νομίζω ότι θα μπορούσες να διαχειριστείς καλύτερα και τα δυο σου στοιχεία, χωρίς να χρειαστεί να διώξεις κάποιο, δίνοντας μεγαλύτερο βάρος και στις αεροσανίδες. Σίγουρα καλή προσπάθεια (και πολύ όμορφη αξιοποίηση του θέματος) και συγχαρητήρια για τη διάκριση! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted September 18, 2017 Share Posted September 18, 2017 Πολύ ωραίο γράψιμο, με συνεπήρε. Η πρόζα μου άρεσε, το ίδιο κι οι διάλογοι, γενικά τεχνικά ήταν πολύ καλό. Το ίδιο το κείμενο προχωρούσε, η ροή της πληροφορίας μια χαρά και ήθελα να μάθω τι συνέβαινε, ενώ, παρά τον μικρό χώρο, έβαλες και λίγο χρώμα στους χαρακτήρες σου, που έδειχναν την ηλικία τους, σημαντικό. Ο μύθος τώρα, μου άρεσε πάρα πολύ, αν και μου γεννήθηκε η ηλίθια απορία πώς και πότε γεννοβολήθηκαν τόσα παιδιά, ηλίθια απορία nevermind. Μου άρεσε επίσης το πώς δίνεις σιγά-σιγά τις πληροφορίες του μύθου. Γενικά είχα την αίσθηση πως διαβάζω κάτι εξαιρετικό, μέχρι που έσκασε η φάση με τη θυσία. Εκεί με έχασες. Η τελετή ήρθε από το πουθενά, δεν είχε καμία προοικονομία ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Νομίζω πως ήθελες πολύ περισσότερες λέξεις πλοκής για να πας εκεί, έτσι όπως το είχες ήταν μπαμ-μπαμ, από ένα βατό κείμενο σε έναν λίγο παράξενο κόσμο, έσκασαν θεοί και δαίμονες. Η έκπληξη με τον Χάρη δεν λειτούργησε επίσης, διότι η πληροφορία για τη θυσία είχε έρθει λίγες γραμμές πριν. Τέλος εκεί που πραγματικά με έχασες, ήταν η φάση με την πρωταγωνίστρια. Η σκηνή απλά δεν λειτουργούσε για μένα. Α, ναι, και η σανίδα οριακά είχε νόημα να υπάρχει, προσωπικά μου φάνηκε darling. Ήταν ένα διήγημα που ως τη μέση θεωρούσα πως θα ήταν από τα πολύ καλά που έχω διαβάσει. Αυτό που μου συνέβη ήταν πως μου είχες δημιουργήσει τόσο υψηλές προσδοκίες με το γράψιμό σου, που έπεσα από πολύ ψηλά όταν έπαψαν να με πείθουν όσα διάβαζα. Σίγουρα θα μπορούσε να ξαναγραφτεί και μεγάλο μέρος του να κρατηθεί αυτούσιο, σίγουρα με πολύ περισσότερες λέξεις. ΥΓ. Τα κεφαλαία μετά τον διάλογο, με πετούσαν λίγο και μ’ έκαναν κάθε φορά να βλέπω το κείμενο χωρίς αυτά. Παρατήρησα πως τα περισσότερα θα μπορούσαν και να λείπουν, το οποίο είναι επίτευγμα. Απλά μια σκέψη. 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted October 28, 2017 Share Posted October 28, 2017 Παρουσίαση-δυο καλά λόγια για όλο το βιβλίο εδώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted November 19, 2017 Share Posted November 19, 2017 (edited) Αυτό το διήγημα έπρεπε να το έχω σχολιάσει από καιρό. (Ο τίτλος υπέροχος btw) Οι λεπτομέρειες: δεν έχω ιδέα αν το αραδιάστηκε το λέμε και για ανθρώπους. Κάπως μου κλώτσησε. Στα γενικότερα: το διήγημα ήταν εξαιρετικό. Από ατμόσφαιρα, από το πόσο οικεία μας γίνεται η μυθοπλασία μέσα σε τόσο λίγες και προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις. Η Λιαστή, τα αδέλφια ήλιοι, όλα. Σαν να τα γνωρίζαμε από πριν και σαν να τα πρωτοανακαλύπτουμε διαβάζοντάς τα. Αυτό είναι πολύ καλό. Από κει και ύστερα, η θυσία της Δήμητρας παραμένει κάπως ανεξήγητη. Ήταν και αυτή παιδί της Σελήνης; Ο Χαράλαμπος έβρισκε απλώς χαμένα αδέλφια του για να πεθάνουν στη θέση του; Γιατί; Πώς τα εντόπιζε και γιατί αυτός έκανε αυτή την αντικατάσταση ειδικά; Οι αδελφοί του έδειξαν έκπληκτοι όταν συνέβαινε το όλο σκηνικό, άρα μάλλον δεν θα είχαν αντιμετωπίσει ξανά κάτι παρόμοιο. Όμως στην τελευταία παράγραφο αφήνεις να εννοηθεί ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Γιατί; Πώς κανείς από τους εννέα δεν το θυμάται, αν όντως υπάρχει αυτή η επανάληψη; Αν η Δήμητρα ήταν απλώς μία θνητή που θυσιάστηκε, θα ήθελα να έχω πειστεί προηγουμένως λίγο περισσότερο για το κίνητρό της. Ήταν ας πούμε, ερωτευμένη; Τον λυπόταν; Δίνεις να καταλάβουμε πως μάλλον το δεύτερο, ή και λίγο το πρώτο, αλλά ήθελε περισσότερο χώρο για να το εμπεδώσουμε αυτό. Δηλαδή τα πώς και τα γιατί της τελικής αντικατάστασης θέλουν να ξεμπλεχτούν κατά τη γνώμη μου. Κατά τα άλλα, εξαιρετική ιστορία. Όχι καλή. Εξαιρετική. Και τα στιχάκια της και όλα (ναι, έχω μανία με τα στιχάκια). Μπράβο Μάγδα! Edited November 19, 2017 by Ιρμάντα 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alinana Posted January 7, 2018 Share Posted January 7, 2018 Καταπληκτική ιστορία με την γλύκα του κλασικού παραμυθιού, του παραδομένου μύθου, τόσο αρχέγονου όσο η ανάγκη του ανθρώπου να πει μια ιστορία, να έχει μια εξήγηση για τα ουράνια σώματα που ορίζουν την ζωή, τους δεσμούς και τις λειτουργίες τους, σκέψεις που κάνουμε τόσο όλοι μας από τα πρώτα μας βήματα όσο και η ανθρωπότητα από την νηπιακή της ηλικία. Αγνότητα και γλυκύτητα που δεν έφτασαν σε μένα μόνο από τα γραφόμενα αλλά και από την διάθεση πίσω από τις λέξεις, ένιωθα ότι γράφτηκε με αγάπη και τρυφερότητα και αυτό είναι σπουδαίο. Άλλωστε επέδρασαν και στην πλοκή αυτά τα συναισθήματα. Για εμένα κεντρική ηρωίδα είναι η Δήμητρα, ένα ριψοκίνδυνο, παρορμητικό αλλά άφοβο, θαρραλέο κορίτσι που ως τέτοιο, και πολύ σοφά, μας συστήνεται από τις πρώτες ακόμα γραμμές. φυσικά η Δήμητρα εκτός από αυτά είναι και ένα πλάσμα δοτικό και αφοσιωμένο, είναι ακριβώς o τύπος που θα έπραττε όσα αυτή στο τέλος. Όχι δεν με μπέρδεψε το τέλος, νομίζω ότι ακολούθησα την Δήμητρα πάνω στη σανίδα της όπως την έβλεπα πάντα... και μετά, κάτω από αυτή... εκεί, στον διάλογο με την γη και λόγω του ονόματός της ήλπισα κι εγώ για κάτι καλύτερο αλλά είμαι πεπεισμένη ότι η ιστορία έχει πολύ μεγαλύτερη δύναμη ως έχει. αν θα έδινες άλλη τροπή θα έπρεπε να προσθέσεις αρκετά πράγματα ακόμα... αλλά πραγματικά μου αρέσει που το κορίτσι παίζει αυτόν τον ρόλο ούσα θνητή, μπράβο σου που το κράτησες έτσι! Επι τη ευκαιρία, καταπληκτική η ιδέα της πτερόπετρας, στοιχείο που ξεχωρίζει προφανέστατα από όλα τα υπόλοιπα σε σημείο να αναρωτιέσαι αν ταιριάζει ( η μόνη μου απορία είναι αν η ιστορία είναι τοποθετημένη σε ένα παρελθόν με χαμένης πια τεχνολογίας παιχνίδια ή σε ένα μέλλον που όλα έχουν γυρίσει στο παρελθόν εκτός από λίγη ξεχασμένη τεχνολογία στα παιχνίδια ) αλλά τόσο κατάλληλο αξεσουάρ για ένα τόσο ξεχωριστό κορίτσι! Σχεδόν τα πάντα μου άρεσαν πολύ! οι σκηνές, τόσο καθημερινές, ζωντανές και αληθοφανείς και ατμοσφαιρικές ταυτόχρονα, το ίδιο και η γλώσσα, με παλμό, και κυρίως οι διάλογοι -πολύ σωστό αυτό που ειπώθηκε πιο πάνω ότι όλοι έδειχναν την ηλικία τους, και όλοι επίσης έδειχναν κάτι από τον εαυτό τους... λάτρεψα την οικογένεια, τη γιαγιά και οπωσδήποτε αυτή την υπέροχη σκηνή, όσο και σύλληψη, με τα ηλιοτρόπια! ξεχωριστό μπράβο για αυτό Εξίσου ενδιαφέρων χαρακτήρας, αν και για άλλους λόγους, και ο μικρός έκπτωτος... κι αν αυτός συνεχίζει, τότε μπορεί να συνεχίσει και η ιστορία! μου θύμισε τον μικρό πρίγκηπα, τόσο για την προέλευσή του, φυσικά όλη του την αινιγματικότητα, κυρίως όμως για τα συναισθήματα στοργής και αγάπης που είχε ξυπνήσει στην οικογένεια όλη και φυσικά στο κορίτσι. Κατ αντιστοιχία θα έλεγα ότι η Δήμητρα είναι η αλεπού... (ναι τόσο πολύ μου άρεσε η ιστορία σου που τολμώ την αντιστοίχιση) Τέλος, μπράβο γιατί παρόλο που η ιστορία ήταν γεμάτη πρωτοτυπία και θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο πληθωρική, ταυτόχρονα ήταν πολύ σωστά και με σύνεση δουλεμένη, ισορροπημένη. Μπράβο για το ποίημα, μπράβο για τον μύθο, τα ονόματα, την γιορτή... Και μόλις συνειδητοποίησα πως την ιστορία αυτή, με θέμα τα... Φώτα, την διάβασα χθες, των Φώτων δηλαδή... το λες και σύμπτωση Συγχαρητήρια για το υπέροχο παραμύθι, συγχαρητήρια για την διάκριση!!! 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted March 4, 2018 Share Posted March 4, 2018 Καλημέρα, Μαγδούλα, το διάβασα κι εγώ, επιτέλους, στις "Ιστορίες του Φantasticon" κι ήρθα να σου πω δυο λόγια, έτσι για το καλό - μιας και μάλλον δεν θα σου γράψω τίποτα καινούριο. Πάρα πολύ ωραία κοσμοπλασία, αρκετά ωραία και τα ποιηματάκια/τραγουδάκια (δεν σε έχω ξαναδεί σε κάτι τέτοιο και με εξέπληξες ευχάριστα). Ωραίος χαρακτήρας η Δήμητρα, αλλά νομίζω πρέπει να τη βάλεις για λίγο καιρό στην άκρη και να πειραματιστείς και με διαφορετικούς. Είναι ο κλασικός "χαρακτήρας-Μάγδα" που έχω μάθει να αναγνωρίζω και να περιμένω σε όλα τα κείμενά σου ως τώρα. Ναι, η φάση της θυσίας νομίζω πως ήταν κι εμένα το σημείο όπου με έχασες. Παρ' όλα αυτά. Περιμένω πολλά από σένα και να ξέρεις ότι σε πιστεύω πολύ. Οι περισσότεροι από μας ευχόμαστε να γράφαμε τόσο καλά στην ηλικία σου. Είμαι σίγουρη ότι θα κάνεις πράγματα στο μέλλον και, όταν τα κάνεις, θα είμαι εκεί να τα διαβάσω, να είσαι βέβαιη. 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Νίκη Posted September 25, 2018 Share Posted September 25, 2018 Αχ, τι ωραία ιστοριούλα!!? Τεχνικά είναι πολύ σωστή, με απλή αλλά και όμορφη γλώσσα, πολύ ωραίους διαλόγους όπου χρησιμοποιείται γλώσσα ταιριαστή με την ηλικία των πρωταγωνιστών (πολύ δύσκολο επίτευγμα όταν οι εν λόγω χαρακτήρες είναι παιδιά κι έφηβοι, όπως στο εν λόγω διήγημα). Η κοσμοπλασία είναι πραγματικά υπέροχη: είναι πρωτότυπη, αλλά συνάμα και οικεία. Εμένα προσωπικά μου θύμισε κάτι ελληνικές λαϊκές παραδόσεις και παραμύθια, όπου πρωταγωνιστούν η Πούλια και ο Αυγερινός. Μου άρεσε πολύ ότι χρησιμοποιείς καθημερινές σκηνές: τα παραμύθια της γιαγιάς, η πάντοτε απασχολημένη μητέρα, το πανηγύρι, ο κήπος, το μπουλινγκ από τα υπόλοιπα παιδιά στον μυστηριώδη Χάρη και η ανάμειξή τους με τη μυθολογία. Μου θύμισε λίγο τον ωκεανό στο τέλος του δρόμου, του Geiman, αυτός ο συνδυασμός. Ακόμη και το πετούμενο πατίνι μου φάνηκε ότι ταίριαξε με την όλη ιστορία και δεν το θεώρησα φουτουριστικό, όπως είπαν κάποιοι, καθώς με παρέπεμψε στο μύθο του Ίκαρου. Μου άρεσε επίσης η γλύκα και η αγνότητα που υπήρχε, χωρίς όμως να γίνεται μελοδραματική. Δεν κατάλαβα βέβαια πολύ καλά το φινάλε-επίλογο Spoiler εννοώ μετά το θάνατο της Δήμητρας. Ο Χάρης θα πήγαινε να σώσει τα άγνωστά του αδέρφια για να ισοσταθμίσει τον άδικο θάνατο της Δήμητρας ή θα εκμεταλλευόταν την κατάσταση ώστε να θυσιαστούν αυτά στη θέση του ; Είχε ξαναγίνει κι άλλες φορές αυτή η ιστορία και όλοι οι θάνατοι κατέληγαν σε μια διαφορετική μετενσάρκωση; Πάντως, η θυσία της Δήμητρας, έστω και με αυτήν την ελαφρώς ξεκάρφωτη αιτιολογία, δεν μου φάνηκε περιέργη, καθώς οι θεοί του κόσμου αυτού μοιάζουν με τους θεούς της μυθολογίας, που απλώς απαιτούν το μερίδιό τους, όποιο και να είναι. Άρα, αφού η κοπέλα δηλώνει κόρη του φεγγαριού και πήγε οικειοθελώς, είναι πρόθυμοι ν' αρπάξουν την ευκαιρία. Αυτές βέβαια οι απορίες-σκέψεις μου ήρθαν εκ των υστέρων,καθώς η ιστορία είναι τόσο όμορφη, δυνατή και συγκινητική που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη. Συγχαρητήρια για την πρώτη θέση! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 12, 2018 Share Posted December 12, 2018 Επιτέλους, το διάβασα κι εγώ! Μου άρεσε. Πολύ. Η κοσμοπλασία έχει άνεση, έχει βάθος, έχει ενδιαφέρον, έχει σκληρότητα. Η ιστορία έχει τρυφερότητα, αγάπη, ανιδιοτέλεια, μαγεία, ατμόσφαιρα, ζωντάνια. Θέλω να σου πω ότι δεν έχω απορίες, για μένα είναι σαφέστατο το κείμενο. Θέλω να σου πω και το εξής: ξεκινάει λίγο αδιάφορα. Ζωντανά, ναι, αλλά αν δεν ήξερα ότι το έχεις γράψει εσύ και αν ήμουν σε λίγο άκεφη φάση, ή κουρασμένη, μπορεί και να το είχα αφήσει. Τρως πολύ χρόνο στη γνωριμία μας με τους χαρακτήρες, που, ναι, χρειάζεται, και μετά όλα γίνονται πολύ γρήγορα. Αυτό είναι το λάθος που κάνουμε, πιστεύω πολλοί από μας, στα διηγήματα (εγώ το έχω κάνει πολύ, νομίζω) : Διαλέγουμε ιστορίες που θέλουν περισσότερο χώρο για να αναπτυχθούν. Αν είχε κι άλλες λέξεις, πολλές, θα τα είχες μοιράσει καλύτερα, κάτι θα γινόταν και στην αρχή, κάτι που θα κινούσε το ενδιαφέρον. Μου άρεσε που χαλούσε τα ηλιοτρόπια και ήθελα να μάθω το γιατί. Μου άρεσε που τον έδερναν τα άλλα παιδιά και ήθελα να μάθω το γιατί. Που ήταν έτσι όπως ήταν, αμίλητος, περιθωριακός, και ήθελα να μάθω το γιατί. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.