darky Posted May 11, 2005 Share Posted May 11, 2005 (edited) Δέκα Σελίδες Ανοίγει τα μάτια του, διστακτικά στην αρχή, ύστερα με μεγαλύτερο θάρρος. Τα κλείνει πάλι καλύπτοντάς τα με την ανάστροφη της παλάμης. Το φως που έχει ξεχάσει ανοιχτό μοιάζει να τρυπάει το κρανίο του. Με κλειστά μάτια βρίσκει επιτέλους το διακόπτη. «Καλύτερα, πολύ καλύτερα.» Σηκώνεται τρεκλίζοντας και βρίσκει το δρόμο του για το μπάνιο. Το νερό παγωμένο μουδιάζει το δέρμα του προσώπου αλλά δε φαίνεται να τον ξυπνάει. Δεν έχει ανάψει φως ούτε εδώ. Προτιμά τη θολή φιγούρα που βλέπει αυτή τη στιγμή στον καθρέφτη. Στηρίζεται με τα χέρια του στο νιπτήρα και βάζει τελικά το κεφάλι του κάτω από τη βρύση. Αυτό κάνει προς στιγμή τον πονοκέφαλο να φύγει, αλλά ξέρει ότι δεν μπορεί να κάτσει εκεί για πολύ ακόμα. Πρέπει να δει τι θα κάνει. Βγαίνει από το μπάνιο σκοντάφτοντας σε άδεια τενεκέδια από μπύρα. Αν το μυαλό του ήταν πιο καθαρό θα καταλάβαινε τον κίνδυνο να κόψει τον πόδι του. Τελικά κάθεται στο γραφείο του και αφού φοράει τα γυαλιά του ηλίου ανοίγει το φως που είναι πάνω από τη γραφομηχανή του. Το ρολόι δίπλα δείχνει 3 : 10 τα ξημερώματα. «Δεν είναι τίποτα», ψιθυρίζει προσπαθώντας να καθησυχάσει τον εαυτό του. «Μόνο δέκα σελίδες.» Πριν βάλει τα δάχτυλά του πάνω στα πλήκτρα πιάνει το μπουκάλι με το ουίσκι. «Μισοάδειο...» Κατεβάζει δυο γουλιές και το αφήνει πάλι δίπλα. Το οινόπνευμα καίει το λαιμό του. Δεν είναι συνηθισμένος. Ο μορφασμός που αφήνει είναι διχασμένος. Ευχαρίστηση και πόνος. «Μισογεμάτο...» *** Τα δάκτυλά του αδύναμα, λες και δε μπορούν να πατήσουν τα πλήκτρα. Διστάζει, ύστερα προσπαθεί να σκεφτεί. Αλλά δεν μπορεί να γράψει κάτι δικό του. Πρέπει να ταιριάζει. Έχει διαβάσει το βιβλίο έξι φορές προσεχτικά. Κάθε δέκα σελίδες το ύφος αλλάζει. Ο τρόπος γραφής αλλάζει. Ακόμα και το θέμα αλλάζει. Είναι πολύ δύσκολο για να το διαβάσει ξανά. Η συγγραφική διαίσθησή του έχει βρει κάτι κοινό, όμως, σε όλα αυτά τα κομμάτια από δέκα σελίδες. Αν μπορούσε να το συγκεκριμενοποιήσει θα μπορούσε να συνεχίσει. Αλλά μέχρι τώρα τίποτα. «Πρέπει να ήταν πιο εύκολο για εκείνον που το ξεκίνησε», σκέφτεται. «Αλλά πάλι δεν είμαι σίγουρος ότι έχει γραφτεί με τη σειρά που είναι στο βιβλίο.» Η ώρα είναι 3 : 30. Ακόμα τα δάχτυλά του φοβούνται να αγγίξουν τα πλήκτρα. «Έλα, έλα Λευτέρη. Μπορείς αγόρι μου. Δέκα σελίδες είναι αυτές. Δέκα εκατομμυριάκια για δέκα μόνο σελίδες.» Προσπαθεί να εμψυχώσει τον εαυτό του, αλλά ακόμα δεν τολμά να αγγίξει τα πλήκτρα. Η ώρα είναι 3 : 40. «Ο άντρας ξύπνησε...» Σκίζει το φύλο και το πετάει στο σωρό που έχει ξεχειλίσει πια από το καλάθι. «Μαλακία...» *** Παίρνει το κουτί με τις τσίχλες και διαβάζει κάθε επιγραφή. Ύστερα τις επιγραφές πάνω στο μπουκάλι με το εμφιαλωμένο νερό. «Ανιόντα, κατιόντα... όχι.» Συνήθως κάτι τέτοιο τον βοηθά να ξεκινήσει να γράφει, αλλά όχι ετούτη τη φορά. Δεν θα τον σώσουν οι επιγραφές πάνω στα προϊόντα. Πρέπει να βρει κάτι δικό του, κάτι καινούριο, κάτι καλό και οπωσδήποτε να ταιριάζει. Να ταιριάζει όμως σε τι; Σκέφτεται να πάρει τηλέφωνο τον περίεργο εκείνο άντρα, που είχε συναντήσει πριν τρεις μέρες. Αυτόν που είχε βάλει την αγγελία. Θα τον ξυπνήσει τέτοια ώρα, αλλά αυτό θέλει. Θέλει να τον ξυπνήσει, να τον βρίσει και να του κλείσει το τηλέφωνο στη μούρη. Σκέφτεται να κάνει το ίδιο ως το πρωί. Ξεφυσά. «Όχι, όχι δεν μπορώ. Δεν μπορώ να τα παρατήσω τώρα. Διάβολε κάθε φορά που παίρνω τα μάτια μου από το καταραμένο το ρολόι ο χρόνος με κλέβει. Μέχρι και εκείνος εναντίον μου είναι.» 3 : 56, 3 : 57, 3 : 58... Σηκώνεται από την καρέκλα του’ Περπατά ως την πόρτα και πιάνει το πόμολο. Τρέχει αθόρυβα πίσω κοιτάζοντας τρομαγμένος την πόρτα. Του φάνηκε ότι κάτι άκουσε έξω από την πόρτα. Πήγε ως εκεί με σκοπό να την ανοίξει και να δει. Με τρόμο διαπίστωσε πως μόλις έπιασε το πόμολο ο ήχος σταμάτησε. Άφησε το πόμολο και προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε κλειδώσει. Δεν μπορούσε να θυμηθεί κάτι τέτοιο. Έτρεξε αθόρυβα πίσω στο γραφείο και έπιασε τα κλειδιά, κρατώντας τα απ’ το να χτυπήσουν μεταξύ τους. Ήξερε πως αν αυτός ή αυτό που περίμενε έξω άκουγε τον ήχο τον κλειδιών θα καταλάβαινε ότι ήταν ξεκλείδωτα. Έκανε να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά, αλλά δίστασε. Του φάνηκε πως το χερούλι ήταν ελαφρώς μετατοπισμένο από την τελευταία φορά που κοίταξε. Σαν ελαφριά δύναμη να εξασκούταν πάνω του από την άλλη πλευρά. Σηκώνεται και πιάνει τα κλειδιά κρατώντας τα προσεκτικά. Με βήματα αθόρυβα πλησιάζει προς την πόρτα. Αυτή τη φορά του φαίνεται πραγματικά ότι ακούει κάτι. Και ίσως το χερούλι να έχει γείρει λίγο παραπάνω από ότι συνήθως. *** (Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν τι χρειάζεται για να γράψει κανείς μια ιστορία τρόμου. Οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν πως η συγγραφή μιας τέτοιας ιστορίας απλά έχει να κάνει με τεχνάσματα που έχει διαβάσει κανείς σε βιβλία ψυχολογίας για αρχάριους. Και αν κάποιος αναρωτηθεί αν η ιστορία αυτή έχει βασιστεί σε αληθινά γεγονότα ή είναι απλά φαντασία ας ξέρει αυτό. Κανείς δεν μπορεί να ορίσει πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού αρχίζει η φαντασία. Όσον αφορά το συγγραφέα υπήρξε μάρτυρας των γεγονότων της φαντασίας του. Και αν είναι λιγάκι πιο τολμηρός τότε υπήρξε... το θύμα!) *** Τρεις χτύποι ακούγονται πάνω στην πόρτα. Ο τελευταίος πιο δυνατός από τους τρεις. Στην αρχή σκέφτεται να ρωτήσει ποιος είναι. Αλλά αυτό θα τα χαλούσε όλα. Αντί γι’ αυτό γυρίζει στη γραφομηχανή. Τρεις χτύποι ακούστηκαν πάνω στην πόρτα. Σκέφτηκε να ρωτήσει ποιος είναι, αλλά είχε κοκαλώσει από τον τρόμο. Μπορεί, όμως, να ήταν κάποιος που είχε ανάγκη. Με καινούριο θάρρος απάντησε τελικά. «Ποιος είναι;» φωνή αποφασιστική και φανερά οργισμένη. Προσπαθεί να μείνει ήρεμος παριστάνοντας τον απειλητικό. «Αστυνομία, ανοίξτε παρακαλώ.», φωνή ξένη... υπερβολικά. Ίσως η ηχητική του διαδρόμου. *** Ξεκλείδωσε την πόρτα και άνοιξε. Ο άντρας που στεκόταν μπροστά στην πόρτα του είχε γυρισμένη την πλάτη. Φορούσε στολή αστυνομικού, αλλά κάτι δεν ταίριαζε. Το βρήκε παράξενο που ο άντρας αυτός δεν είχε ανοίξει το φως του διαδρόμου. Στεκόταν στο σκοτάδι όλη αυτήν την ώρα. Ίσως το φως είχε χαλάσει πάλι, αλλά είχε τρεις μέρες να βγει από το σπίτι του για να ξέρει. «Ο Κύριος Σταματίου; Ο Κύριος Λευτέρης Σταματίου;» *** Τρεις χτύποι ακούγονται ξανά. Αυτή τη φορά ο τρίτος είναι ο πιο αδύναμος. Δε θα περιμένει άλλο. Πιέζει το διακόπτη για το φως του διαδρόμου και κοιτάζει από το μάτι της πόρτας. Δεν υπάρχει κανένας πίσω από αυτή. Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω στο διάδρομο. Γυρίζει πίσω και αφού παίρνει τα κλειδιά ξαναβγαίνει έξω. Το φως του διαδρόμου έχει χρονοδιακόπτη και τελικά σβήνει. Κλείνει την πόρτα πίσω του. Είναι μόνος στο σκοτεινό διάδρομο. Αλλά είναι σίγουρος πως δε βρίσκεται εκεί πια. Η ησυχία είναι ολοκληρωτική. Το βουητό που φτάνει ως τα αυτιά του είναι ο ήχος της δικής του καρδιάς. Του φαίνεται πως μπορεί να ακούσει το αίμα που ρέει μέσα στις δικές του φλέβες. *** «Όχι, δεν φοράς στολή αστυνομικού», ψιθυρίζει. «Αυτό το έφτιαξα εγώ. Εσύ είσαι διαφορετικός. Θα σε καλούσα να εμφανιστείς μπροστά μου, αλλά δεν έχω το θάρρος να πω το όνομά σου.» Ακόμα και στον ίδιο είναι φανερό ότι τα λόγια του είναι ασυνάρτητα. Θα ορκιζόταν ότι το στόμα του κινείται μόνο του, αρθρώνοντας ήχους που μοιάζουν με λέξεις αλλά δεν είναι. Ίσως το μόνο μέρος στο οποίο ακούγονται είναι μέσα στο κεφάλι του. Ανακλώμενα σε κάθε κοίλη επιφάνεια που τώρα είναι ανοιχτή και σε άλλα. Ένα απροσδιόριστο ψύχος. Όχι δεν είναι το ποτό, το κεφάλι του μουδιάζει. «Ήρθες, αλλά δε σε κάλεσα.» Καμία απάντηση. Η παγωμένη αίσθηση αγκαλιάζει το λαιμό του. Ο δείκτης του δεξιού του χεριού κατευθύνεται προς το διακόπτη, αλλά η παγωμένη αίσθηση πιάνει σφιχτά τον καρπό του. «Φύγε», αναρωτιέται ποιος το είπε αυτό. «Δε σε κάλεσα, δεν είμαι έτοιμος, φύγε.» Καμιά απάντηση. Δεν έχει πανικοβληθεί και αυτό τον τρομάζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ο κόμπος του αριστερού δείκτη χτυπάει τρεις φορές πάνω στην πόρτα. Αυτή ήταν η λύση που μπόρεσε να σκεφτεί. Ο θύτης. Ο φριχτά παραμορφωμένος άγνωστος, όχι πάντα εξωτερικά. Η σκοτεινή πλευρά με ανεξήγητες φονικές διαθέσεις. Αυτός που νικάει πάντα και πάντα επιβιώνει. *** Γυρίζει την πλάτη του στην πόρτα πριν μιλήσει. Ξέρει ότι το θύμα δεν θα αντισταθεί στον πειρασμό να απαντήσει. Γελάει σιωπηλά με την αφέλεια του θύματος. Μορφασμός αυτοθαυμασμού για τη δική του μεγαλειώδη πονηριά και κακία. Θα παίξει μαζί του. Θα το διασκεδάσει. «Αστυνομία, ανοίξτε παρακαλώ». «Ο κύριος Σταματίου; Ο κύριος Λευτέρης Σταματίου;» Το ανθρωπάκι που στέκεται πίσω του μπορεί και το βλέπει, με τρόπους που εκείνο δεν μπορεί καν να φανταστεί. Αλλά δεν θα γυρίσει ακόμα να το αντικρίσει. Όχι πριν γευτεί για λίγο ακόμα την αγωνία του. *** Η γραφομηχανή έχει πιτσιλιστεί με αίμα. Το ανθρωπάκι συνεχίζει να γράφει με το αριστερό χέρι. Το μόνο που του έχει απομείνει. Ελπίζει ότι εκείνος που στέκεται πίσω από τον ώμο του θα τηρήσει την υπόσχεσή του και θα τον αποτελειώσει μόλις γράψει... δέκα σελίδες. Edited May 11, 2005 by darky Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
distaros Posted May 11, 2005 Share Posted May 11, 2005 (edited) Σούπερ... Θα μας επιτρέψεις να το δημοσιεύσουμε στο σύνδρομο τεύχος 3? Edited May 11, 2005 by Anergos Xaros Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βάρδος Posted May 11, 2005 Share Posted May 11, 2005 Συμπαθητικό. Έχω να παρατηρήσω τα εξής: Οι διάλογοι, νομίζω, είναι καλοί. Από γραμματική και συντακτικό δεν τα πας άσχημα, αν και κάποια σημεία θέλανε λίγο στρώσιμο. Λείπουν κόμματα, ας πούμε, και μετά από ορισμένα εισαγωγικά διαλόγων συνεχίζεις με κόμμα ενώ δεν πρόκειται ούτε για ρήμα διαλόγου, ούτε καν για ενέργεια χαρακτήρα, ούτε για συνέχεια πρότασης. Επίσης, πρόσεξε προτάσεις όπως αυτήν: «Τι στο διάβολο θέλω εγώ εδώ;», κατέληξε τελικά. Το "τελικά" είναι πλεονασμός. Πάντα τελικά κατα-λήγει κάποιος. Μου έκανε εντύπωση που ο εργοδότης ζητάει 10 σελίδες. Αυτό είναι τελείως παράξενο, γιατί συνήθως ζητάνε λέξεις --πχ, 3.000 λέξεις, που είναι πάνω-κάτω δέκα κανονικές σελίδες μυθιστορήματος. Δεν υπάρχει άνθρωπος σήμερα που να ζητάει τάδε σελίδες, γιατί η σελίδα είναι πολύ υποκειμενικό μέγεθος --τι σέλιδες ήθελε; Α4; Α3; Envelope size; Με τους χαρακτήρες δεν αισθάνθηκα κανένα δέσιμο' παρουσιάζονται κάπως ψυχρά και γρήγορα, πιστεύω. Επίσης, πολύ γρήγορα αλλάζεις σκηνές (τα σημεία που βάζεις ***), έτσι δεν αφήνεις τον αναγνώστη να χωνέψει αυτό που συμβαίνει και αισθάνεται σαν να βλέπει σλάιντς που κάθε τόσο αλλάζουν. Υπήρχαν σκηνές που έπρεπε να δώσεις πιο πολύ βαρύτητα, αν ήθελες να δημιουργηθεί μια συναισθηματική φόρτιση. Αυτή την εντύπωση μου άφησε, in a nutshell. Keep writing. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Throgos Posted May 11, 2005 Share Posted May 11, 2005 Εγώ σε κάποιο σημείο μπερδεύτηκα....δεν ήξερα ποιός λέει τι και ποιός μιλάει για τι πράγμα. Αλλά είναι πολύ ωραίο. Πάρα πολύ ωραίο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Μελδόκιος Posted May 11, 2005 Share Posted May 11, 2005 Χα! Ωραίος! Μου άρεσε το concept της ιστορίας μέσα στην ιστορία μέσα στην ιστορία. Αυτό δεν είναι; (Πάντως εγώ κάτι τέτοιο κατάλαβα) Μερικά σημεία ήταν όντως τρομώδη Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted December 11, 2005 Share Posted December 11, 2005 Δεν την είχα σχολιάσει ως τώρα, αλλά ήρθε η ώρα της, καθώς ο προβολέας πέφτει επάνω της. Η ιστορία είναι πραγματικά καταπληκτική, με κείμενα ενθυλακωμένα μέσα σε άλλα κείμενα, μυστήριο, ένταση, αγωνία. Πάει καιρός που την έχω διαβάσει και δε μπορώ να κάνω πιο πολλές παρατηρήσεις, θυμάμαι όμως ότι μου είχε κάνει απίστευτα καλή εντύπωση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted December 13, 2005 Share Posted December 13, 2005 Tου ειχε μεινει μονο το αριστερο χερι?Και εγραφε?Εμενα μου ηρθε στο μυαλο ενα χερι αλα οικογενεια Ανταμς να χοροπηδα σε μια γραφομηχανη!!! "κρατώντας τα απ’ το να χτυπήσουν μεταξύ τους" Αυτο δεν μου πολυαρεσε.Αγγλικουρα κι ετσι. Αυτο με το σχολιο στην παρενθεση ηταν παραξενο κι ισως οχι τοσο καλο αλλα οκ.Ηταν ενα περιεργο κειμενο οπου ο ηρωας ειναι ο συγγραφεας και το αντιστροφο..μαλλον... Ωραιο παντως... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.