Jump to content

ΣΑ #8 (Απαντήσεις και Σχολιασμοί)


Ιρμάντα
 Share

Recommended Posts

image.png.73938a1db867a40a170cb8fbcaf07599.png

Ξέρετε τι κάνουμε, χρυσά μου παιδάκια. Έχουμε διαβάσει το ζήτημα εδώ και ανεβάζουμε στο παρόν νήμα τις ασκήσεις μας.

Επαναλαμβάνω τα ήδη αναφερθέντα:

  • Δεν υπάρχει δεσμευτικό όριο λέξεων. Αν μία παράγραφος αρκεί για να αποδώσει το εναλλακτικό τέλος, μας είναι αρκετή. Αν έχετε διάθεση και χρόνο να ξαναγράψετε ολόκληρο το παραμύθι, επίσης επιτρέπεται.
  • Ζητούμενο είναι να διατηρήσουμε το αρχικό ύφος του παραμυθιού. Γράψτε το εναλλακτικό σας τέλος με τρόπο που να είναι Πηνελόπη Δέλτα. Αυτό είναι ίσως και το πιο απαιτητικό κομμάτι της άσκησης. Μείνετε πιστοί στην αρχική ιστορία και παράλληλα μην προδώσετε τη δική σας φαντασία.
  • Ανεβάζετε εδώ τις απαντήσεις σας
  • ...όπου, επίσης, σχολιάζετε τους λοιπούς συμμετέχοντες
  • Η άσκηση θα κλείσει στις 10 Μαρτίου, ημέρα Κυριακή.

Καλή επιτυχία, καλές φαντασίες, καλά ταξιδέματα!

 

 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Φωτιά θα πέσει να με κάψει με την ιεροσυλία που διαπράττω, αλλά είναι μόνο για χάρη της άσκησης. Ας μη γυρίζει στον τάφο της η κυρία Δέλτα ?

Νταξ, δηλαδή κι εγώ δεν είμαι ικανοποιημένος με αυτό που έγραψα, αλλά οι κ****ες έπρεπε να καούν! Τώρα για το αν έχω παραμείνει στο ύφος, αυτό θα το αφήσω στην κρίση σας. Εγώ ξέρω ότι δεν είμαι.

sff.gr.docx

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Γιατί να αλλάξουμε τέτοιο τέλος; Το βρήκα απλά τέλειο!

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Δεν μπόρεσα να αντισταθώ, έγραψα και το δικό μου τέλος. @TheReaper αν εσύ διαπράττεις ιεροσυλία, εγώ βλέπω να με επισκέπτεται το βράδυ το φάντασμα της Π. Σ. Δέλτα !

οι 3 βασιλοπούλος με εναλλακτικό τέλος.pdf

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Οφείλω να ομολογήσω πως με ιντρίγκαρε η τροπή σου. Μου ήρθε στο νου μια εικόνα 50 shades αλλά μετά κατενθουσιάστηκα. Νομίζω ότι γίναμε λίγο SJW που λένε και οι νεολαίοι!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Εμένα θα κυνηγήσει πρώτη το φάντασμα. Δική μου η ανίερη ιδέα.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Η άσκηση λήγει σε ένα μήνα περίπου. Θα μαζευτεί κι άλλος κόσμος. Ακόμη πιο τρομακτικό: θα δείτε και τη δική μου προσπάθεια.

Να δούμε λοιπόν πώς τα πάμε.

@John Ernst Thumbs up γιατί το λέει καρδούλα σου. Πήρες το παραμύθι και πραγματικά το έφερες τα πάνω κάτω, η δουλειά σου κινείται στα όρια του retold. Μία αγαπημένη τεχνική του retold είναι ο καλος να γίνεται κακός, η αγανάκτηση να ξεσπάει με τρόπους ευφάνταστους και δίκαιους και οι κακές μάγισσες, οι κακοί λύκοι, οι ζηλιάρες άσχημες αδελφές και τα δαιμονικά καλικατζαράκια να κατακτούν το δικό τους happily ever after. 

Εδώ το πέτυχες αυτό αλλάζοντας μονάχα το τέλος. Και με πολύ έξυπνο τρόπο. Και μολονότι το ύφος δεν απέχει διόλου από το παραμύθι της Δέλτα, που δεν ξέρω ποιον θα πρωτοκυνηγήσει, εκείνο που πραγματικά αναποδογύρισες είναι οι χαρακτήρες. Σε ένα πλαίσιο καθαρά χτισίματος χαρακτήρα θα μπορούσα να σου πω ότι δεν προφτάσαμε να βιώσουμε όλη την αγανάκτηση της Λυγερής, ώστε η τελευταία σκηνή να κορυφώσει ομοιόμορφα. Εφόσον όμως η άσκηση ορίζει ότι αλλάζουμε μόνο το τέλος, χαλάλι σου. Πραγματικά με εξέπληξες. Ευχάριστα. Αν σου έρθει καμία ακόμη έμπνευση για εναλλακτικό τέλος, πολύ θα χαρώ να τη διαβάσω.

Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

@TheReaper  Μην σε στεναχωρήσω αλλά δεν είσαι όσο βλάσφημος ελπίζεις. Έχουμε εναλλακτικό τέλος αλλά χτισμένο εντελώς στο θεμέλιο της γυναικείας υποταγής, της αξίας της νοικοκυροσύνης και της χρήσης της γυναίκας ως καλλωπιστικού στοιχείου/ ψυχαγωγικού-αναπαρωγικού εργαλείου, που σε μεγάλο βαθμό διαπνέει το διήγημα και που, σαν νοοτροπία, ευθύνεται για την προσωπική δυστυχία της ίδιας της Δέλτα. Αν εξαιρέσουμε την άκυρη λέξη (το ατόπημα, δεν ξέρω βρε αγόρι, πολύ με χάλασε η λέξη ατόπημα) το διήγημα θα μπορούσε να ανήκει σε άνθρωπο πολύ παλιότερης αντίληψης, όπως το έπλασες. Η Δέλτα βέβαια ενδιαφερόταν να μιλήσει για τη θυσία, την θυσία της προσωπικής ευτυχίας και ικανοποίησης για χάρη της οικογενειακής συνοχής. Εσύ παράγεις έναν διδακτισμό (αν υποθέσουμε πως το παραμύθι είχε όπως το έγραψες εσύ, δηλαδή) που αφορά στο ποια αρετή είναι χρησιμότερη, τελικά, για τη γυναικεία ευτυχία. Η ομορφιά; Όχι, διότι γερνάμε. Η καλλιτεχνική δημιουργία; Όχι, γιατί έχει αξία μόνο όσο μπορούμε να την εξυπηρετήσουμε. Αν χάσουμε τη φωνή μας, ή την έμπνευσή μας, ή σπάσουμε το χέρι μας, κανείς δεν θα εκτιμήσει επάνω μας οτιδήποτε άλλο. Η νοικοκυροσύνη μας; Ίσως. Αποτελεί τουλάχιστον σταθερότερη αξία.

Μολονότι δηλαδή η Δέλτα προβάλει άλλο πρότυπο, ωστόσο η νοοτροπία παρουσιάζει μία συγγένεια, έστω και μόνο ως εξίσου παλαιών αρχών νοοτροπία. Από αυτή την άποψη η άσκηση είναι επιτυχημένη. Δεν ανατρέπεις διόλου, βέβαια. Ανασύρεις από μία σειρά παλιών και λανθασμένων εν πολλοίς διδαγμάτων ένα διαφορετικό δίδαγμα από αυτό της ιστορίας. Τι θα κάνει όμως η δόλια η Λυγερή όταν θα της καεί η πίτα, αναρωτιέμαι. Όταν θα τύχει να της σπάσει το χέρι, ή αν πάθει τενοντίτιδα και δυσκολεύεται να ανοίξει το φύλλο. Φαντάζομαι θα τη στείλουν στο γονιό της κι αυτή.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι τόσο παρατηρήσεις όσο σκέψεις. Ή τροφή για σκέψη (και κουβέντα). Να ξεκαθαρίσουμε, δεν υποθέτω ότι ασπάζεσαι εσύ τέτοιες αντιλήψεις. Απλώς σκέφτομαι πώς το κατάφερες να πέσεις τόσο μα τόσο μέσα στο αξιακό πλαίσιο της εποχής.

Και δεν είσαι ανατρετικός. Ω πα πα. Με τίποτα. Ανατροπή, ναι, μας την έκανε ο Νίκος. (Ω @MadnJim που είσαι;;;;) Δεν ανατρέπεις, απλώς λες κάτι από αυτά που είχαν στο μυαλό τους αν όχι η ίδια η Δέλτα, πιθανώς οι άνθρωποι του περίγυρού της. Και που πιθανώς, με δαύτα την είχαν γαλουχήσει.

Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου!

Edited by Ιρμάντα
  • Like 2
  • Sad 1
Link to comment
Share on other sites

αγαπητή Ειρήνη, η αλήθεια είναι ότι όντως είχα θέμα με την αλλαγή του χαρακτήρα της Λυγερής. δε φαίνεται καθόλου στην ιστορία κατά πόσο μπορεί να γίνει κακιά. η αλήθεια είναι ότι και στα πλαίσια του τέλους θα μπορούσα να το περάσω αυτό, το γεγονός ότι ζήλευε τις αδελφές της, αλλά δε μου ήρθε ο τρόπος. σκέφτηκα να μιλήσω με τη σκέψη της, αλλά θα περνούσα σε τριτοπρόσωπη περιγραφή από μεριάς της Λυγερής και θα άλλαζα την οπτική γωνία του κειμένου. το μόνο που μου βγήκε ήταν η κίνηση, αφού ξεροκατάπιε, ζήτησε να πάρει τη θέση των αδελφών της και να απολαύσει τα δικά τους προνόμια. το τι σκεφτόταν όταν ξεροκατάπιε, μόνο ο συγγραφέας το γνωρίζει.  

χαίρομαι που μου ζήτησες να γράψω κι άλλο, αλλά δεν το νομίζω. περιμένω και το δικό σου κείμενο

edit μου αρέσουν οι κακοί χαρακτήρες, θέλουν πολλή δουλειά, αλλά αξίζουν τον κόπο

Edited by John Ernst
  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Τώρα στεναχωρήθηκα λίγο. Η αλήθεια είναι ότι αρχικά σκέφτηκα να το πάω προς την κατεύθυνση του John Ernst, αλλά ακόμη κι εκεί θα το έπλαθα κάπως με ξαφνική εμφάνιση πλούτου, ότι δηλαδή ο Ερημόκαρδος ήταν λεφτάς και είχε ορδές στη διάθεσή του, αλλά έλεγε ότι είχε το πιο φτωχό βασίλειο για "ξεκάρφωμα".

Μετά σκέφτηκα να του δώσω τη δύναμη να κατακτήσει και να φτάσει μέχρι και το βασίλειο της Λυγερής, όπου ως κατακτητής θα έκανε σαν τους Βίκινγκς και θα έπαιρνε με το ζόρι τη Λυγερή από το σπίτι της. Και ίσως κάπου εκεί στο τέλος-τέλος, θα εμφάνιζα τις αδερφές της ως υπηρέτριες πλέον στο παλάτι της Λυγερής. Είπα να το κάνω πιο soft.

 

Ε, στο κάτω-κάτω, αν εκδοθεί θα το διαβάσουν και παιδιά! Μη τα φέρουμε σε επαφή με τόση βία! ?

Edit: όσο για το ατόπημα, δεν ήθελα να βάλω ξανά τη λέξη λάθος και δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Νιώθω σα να γράφω ξανά έκθεση στις πανελλήνιες...

Edited by TheReaper
  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

On ‎2‎/‎6‎/‎2019 at 1:29 PM, Ιρμάντα said:

 (Ω @MadnJim που είσαι;;;;) 

Always around, Ειρήνη. :)

Αν καταφέρω και βρω έστω και λίγο χρόνο μπορεί να προσπαθήσω κι εγώ. Δεν υπόσχομαι όμως, ο ελάχιστος ελεύθερος χρόνος μου ίσα που μου φτάνει πλέον για μερικό body recharge. 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πρώτος στα μαθήματα και στη σκανταλιά

Τάξη χωρίς Σπύρο δεν έχει νοστιμιά...

  • Like 2
  • Thanks 1
Link to comment
Share on other sites

Με κάνεις και κοκκινίζω, Ειρήνη! :)

Ορίστε λοιπόν, άλλαξα μόνο το τέλος, αφού πρώτα εκνευρίστηκα πολύ με τον γέρο Βασιλιά και τις διακρίσεις του, από το σημείο που ο Ερημόκαρδος φεύγει απογοητευμένος από το μπαλκόνι της Λυγερής και μετά (χρησιμοποίησα πλάγια γραμματοσειρά για το δικό μου κομμάτι).

Έχω πολύ καιρό να γράψω κάτι και σ' ευχαριστώ Ειρήνη, ελπίζω να κατάφερα να παραμείνω στο ιδιαίτερο ύφος της Π.Δέλτα και να μη την δω στον ύπνο μου απόψε να με μαλώνει. :)

Τρεις βασιλοπούλες -Π.Δέλτα, διασκευή τέλους by MadnJim.pdf

Δεν έχω διαβάσει ακόμη τις άλλες συμμετοχές, αλλά θα το κάνω σε πρώτη ευκαιρία οσονούπω και θα σας πω τις εντυπώσεις μου. :) 

Edited by MadnJim
  • Like 3
  • Thanks 1
Link to comment
Share on other sites

Σας διάβασα και μου άρεσε που είδα εντελώς διαφορετικά τελειώματα. Ειρήνη, περιμένω και το δικό σου, μην ξεχνιόμαστε, ε; ? :) 

Καταρχήν να πω πως μου έκανε εντύπωση ότι και οι δύο "τα βάλατε" με τις αδερφές της Λυγερής. Προσωπικά πιστεύω πως δεν έφταιγαν εκείνες για το κακομαθημένο του χαρακτήρα τους αλλά ο απαράδεκτος πατέρας τους που τις ξεχώριζε τόσο απροκάλυπτα.

Ανέστη, δεν θυμάμαι να έχω ξαναδιαβάσει κάτι δικό σου, φίλε μου, αλλά δεν βάζω και στοίχημα γιατί τελευταία η μνήμη μου είναι σαν παλιός σκληρός δίσκος, πολλά corrupted data. Μου άρεσε η προσέγγισή σου, διάλεξες έναν ήπιο τρόπο απόδοσης δικαιοσύνης βάζοντας ως τιμωρία των δύο αδερφάδων την αποτυχία τους και την ταπείνωσή τους, σε αντίθεση με την Λυγερή που ζει πια το δικό της happily ever after. Καλό, θέλησες να τονίσεις πως όλη η αξία τους ήταν εντελώς πλασματική κι ως εκ τούτου εύθραυστη, ενώ η πραγματική αξία βρίσκει τελικά τον δρόμο της όπως της πρέπει. Μου έλειψε όμως και η τιμωρία του πατέρα, αλλά και η κάποια δικαίωση της μάνας που έκανε τις ενστάσεις της (αδύναμες αλλά μιλάμε για μια άλλη εποχή) αλλά ποιος την άκουγε. Ζητούμενο της άσκησης ήταν και η διατήρηση του ύφους της Δέλτα και σε μεγάλο βαθμό το κατάφερες. Συνολικά ωραία προσπάθεια, φίλε μου, ελπίζω η κερά Δασκάλα μας να σου βάλει καλό βαθμό. :) 

Νίκο, it's been some time, φίλε μου, my bad. Λοιπόν, επέλεξες την πιο hard core κατάληξη και ομολογώ πως σε κάθε άλλη περίπτωση θα γούσταρα τρελά. Όμως εδώ μιλάμε για παραμυθάκι με άλλα νοήματα και τόση βία -έστω και παρασκηνιακή- κάπου με ξένισε λιγάκι. Δεν το βρήκα ανατρεπτικό γιατί κι εγώ κάτι ανάλογο σκέφτηκα αρχικά εκνευρισμένος, αλλά κρατήθηκα ακριβώς γιατί δεν ήθελα να ξεφύγω από το παραμύθι και να περάσω στο φάντασι. Εννοείται πως ότι λέω είναι το πως φάνηκε σε μένα κι αυτό δεν σημαίνει πως είναι απαραίτητα και σωστό, μη ξεχνιόμαστε. Η γραφή σου, όπως για παράδειγμα η περιγραφή του υπογείου με τους θησαυρούς, παρότι ζωντανή με έβγαλε κάπως έξω από το κάπως πιο ποιητικό ύφος της Δέλτα. Εδώ είναι και η βασική μου ένσταση, μου φάνηκε πως σου ξέφυγε λιγάκι και το εν λόγω ύφος δεν ακολουθήθηκε όσο θα έπρεπε στα πλαίσια της άσκησης. Κι εσύ όπως κι ο Ανέστης επέλεξες να τιμωρήσεις τις αδερφές και να δικαιώσεις την Λυγερή αφήνοντας στην απ' έξω τον κύριο υπαίτιο κατ' εμέ, τον πατέρα τους. Επιπλέον, έδωσες μια άλλη, εντελώς διαφορετική υπόσταση στην καλόκαρδη ως τότε Λυγερή, γκρεμίζοντας όλα όσα εμένα τουλάχιστον με έκαναν να την συμπαθήσω και να την συμπονήσω. Ξαναδιάβασα το original ακριβώς για να σιγουρευτώ πως πουθενά δεν υπήρχε η παραμικρή υπόνοια φθόνου εκ μέρους της απέναντι στις αδερφές της, οπότε όλη αυτή η εκδικητική απόλαυσή της στο τέλος μου χτύπησε κάπως παράταιρη και αυθαίρετη. Ίσως να έπρεπε να επέμβεις κι αλλού μέσα στο κείμενο στριμώχνοντας διακριτικά κάπου κάποια προοικονομία, κάτι που να δείχνει έστω ότι ενοχλείται από τις αδερφές της. Αλλά, ξαναλέω, κάπως έτσι ήταν και η δική μου πρώτη σκέψη, ματωμένη και βίαιη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, με πρωταρχικό στόχο όμως τον ανεκδιήγητο πατέρα, οπότε συνολικά όλα καλά. Α! Δεν είμαι σίγουρος αν ξέρω αν είναι λάθος ή σωστό αλλά εκείνο το "Πέρασε πολλής καιρός" μου έβγαλε το μάτι (νομίζω είναι "Πέρασε πολύς καιρός", διορθώστε με παρακαλώ αν κάνω λάθος για να το ξέρω κι εγώ στα σίγουρα). :) 

Cheers! ? :) 

Edited by MadnJim
  • Like 2
  • Thanks 1
Link to comment
Share on other sites

@MadnJim αφού κάνουμε που κάνουμε την επέμβαση σε ένα πανέμορφο κείμενο της Π.Σ. Δέλτα, είπα να το απολαύσω κι έγραψα ό,τι μου βγήκε καλύτερο. εξάλλου πήρε η Ειρήνη όλη την ευθύνη (η αλήθεια είναι ότι κανένα φάντασμα δε με έχει επισκεφθεί ακόμα) Για το χαρακτήρα της Λυγερής έχω μιλήσει νωρίτερα. για το "πολλής καιρός" έχεις δίκιο.

στο κείμενό σου τώρα. θα έλεγα ότι η γλώσσα σου, που είναι το ζητούμενο, έχει κουμπώσει καλά με το αυθεντικό κείμενο, με λίγες εξαιρέσεις που δείχνουν το δικό σου ύφος, όπως η περιγραφή του στρατού που παρατάσσεται, το οποίο βρήκα ξένο με τη γλώσσα του κειμένου, αλλά συνάμα και την καλύτερη στιγμή του κειμένου σου. πολύ ενδιαφέρουσα η όλη προσέγγισή σου, είδες έναν Κρέοντα μέσα στο κείμενο ή ένα βασιλιά Ληρ και είπες να τον τιμωρήσεις. βέβαια, όσο κι αν προσπαθήσουμε, κανείς δεν πιστεύω να γράψει κάτι το αξιοσημείωτο σε σχέση με το αυθεντικό κείμενο.  

@TheReaper θεωρώ ότι ανταποκρίθηκες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στο ζητούμενο της άσκησης που είναι να διατηρήσουμε το ίδιο ύφος, με λιγοστές λέξεις που ξέφυγαν. έχεις δίκιο, είναι σαν να γράφουμε πανελλήνιες. η συγγραφή και η φιλολογία που την εξετάζει είναι πράγματα αλληλένδετα και πρέπει να είμαστε προσεχτικοί ως προς τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε (συγγραφείς όπως η Πηνελόπη Δέλτα έπρεπε εκτός από το να γράψουν όμορφα κείμενα, να δημιουργήσουν τη γλώσσα από το μηδέν, καθώς στην εποχή τους υπήρχε το γλωσσικό ζήτημα. εμείς που κοντεύουμε το συγκεκριμένο να το ξεχάσουμε ως ζήτημα, οφείλουμε να κρατήσουμε την παράδοση αυτών των συγγραφέων και να είμαστε πολύ προσεχτικοί με τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε). ως προς την πλοκή επικεντρώθηκες στην αντίθεση ανάμεσα στις αδελφές κι έδωσες ένα τέλος ανάλογο αναποδογυρίζοντας την ιστορία. μου άρεσε που χρησιμοποίησες τις αρετές ως κλειδιά για την πλοκή σου. δε με εξέπληξε σαν τέλος, αλλά θεωρώ ότι ανταποκρίθηκε στην άσκηση

Edited by John Ernst
  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Α! ξέχασα να πω. ξεκίνησα καινούρια νουβέλα. έχει τίτλο "το φάντασμα της Π.Σ.Δέλτα εκδικείται"

 

  • Thanks 1
  • Haha 3
Link to comment
Share on other sites

Την έκανα κι εγώ, που λέτε, την άσκηση, αλλά συνιστώ να το πάρετε από την αρχή γιατί έχω κάνει μικροαλλαγές και πριν την εισαγωγή της βασικής αλλαγής.

 

Spoiler

Μια φορά ήταν ένας Βασιλιάς κι είχε τρεις κόρες, τη μια πιο όμορφη από την άλλη. Δεν ήταν μονάχα όμορφες· ήταν και προικισμένες με όλα τα καλά του κόσμου. Γιατί είχε πλούτη πολλά ο γερο-Βασιλιάς, και τους σοφότερους δασκάλους τους είχε φωνάξει, και ό,τι πολύτιμο βρίσκουνταν στον κόσμο το είχε φέρει για τις μοσχαναθρεμμένες του κόρες.

Πλούτη είχε πολλά, καράβια και παλάτια, χρυσάφι και μεταξωτά, διαμάντια και μαργαριτάρια· μα τίποτε απ’ αυτά δεν ψηφούσε ο γέρο-Βασιλιάς. Το καμάρι του ήταν οι κόρες του.

«Όποιος καλότυχος τις πάρει!» έλεγε κουνώντας το κεφάλι.

Όλες τις καμάρωνε, γιατί όλες ήταν όμορφες· μα ιδιαίτερη υπερηφάνεια είχε για την πιο μεγάλη και την πιο υπερηφάνεια είχε για την πιο μεγάλη και την πιο μικρή. Η μεγάλη, υπερήφανη μαυρομάτα με στεφάνι από κατάμαυρα μαλλιά, όπου με λαχτάρα έχυνε ο Βασιλιάς αρμαθιές τα μαργαριτάρια, ζωγράφιζε με τόση τέχνη, που και τα πουλιά τ’ ουρανού γελιούνταν και κατέβαιναν να τσιμπήσουν τα κεράσια και τα σταφύλια από μέσα από τα πινέλα της, την ώρα που εργάζουνταν.

Η μικρή, λευκή ξανθομαλλούσα με περουζέδες μάτια και βαριές, χρυσές πλεξούδες, έπαιζε λαούτο και τραγουδούσε σαν τ’ αηδόνι. Σαν άνοιγε τα ρουμπινένια χείλη της, τέτοιοι ήχοι δονούσαν κι απλώνουνταν, που τ’ αγρίμια του δάσους έρχουνταν και πλάγιαζαν δαμασμένα στα πόδια της.

«Πώς να μην την καμαρώνω τέτοια κόρη» έλεγε δακρυσμένος ο γερο-Βασιλιάς. «Κι οι θεοί θα μου τη ζήλευαν».

Και, για κάθε της καινούριο τραγούδι, πρόσθετε κι από ένα σμαράγδι στη νυφικιά κορώνα που της ετοίμαζε για τη μέρα που θα βρίσκουνταν γαμπρός.

Έλεγαν πως ξεχωρίζει τη μεγάλη και τη μικρή.

«Μα είναι να μην τις ξεχωρίζω, τέτοιες τεχνίτρες κόρες;» απαντούσε ο γερο-Βασιλιάς.

«Η δεύτερή μας, όμως, είναι νοικοκυρά» έλεγε τότε η κερα-Βασίλισσα.

Ε, βέβαια, την αγαπούσε κι αυτήν ο Βασιλιάς, και την ήξερε γλυκιά και καλή και πρόθυμη και προκομμένη. Όλη μέρα σε κάποια δουλειά καταγίνουνταν, πότε να ζυμώνει πίτες για το γερο-πατέρα της, πότε μονάζη να του στίβει το μέλι από τις μελόπιτες, μην τύχει και μείνει μέσα τίποτα κερί, πότε να του κεντά μαργαριταρένιους αετούς στα βασιλικά ποδήματα. Και όταν δεν δούλευε για τον πατέρα της, έραβε ζεστά φορέματα για τα ορφανά, και τα έστελνε κρυφά, τάχα πως τα μοιράζει ο πονόψυχος ο Βασιλιάς.

Όλα αυτά τα ήξερε ο γερο-πατέρας της, μα τι να γίνει που ούτε να τραγουδήσει μπορούσε σαν τη μικρή, ούτε να ζωγραφίσει σαν τη μεγάλη.

Έπειτα η ομορφιά της δεν ξεχώριζε σαν των άλλων δύο· δεν είχε ούτε τους δυνατούς χρωματισμούς της μελαχρινής μεγάλης, ούτε τη λεπτόξανθη γλύκα της μικρής. Τα μαλλιά της, τα μάτια της, τα φρύδια της όλα ήταν καστανά, δεν ξεχώριζαν και τόσο απ’ όλου του κόσμου τα χρώματα, και ας ήταν όμορφη όσο και οι αδελφές της, και λυγερή σαν το καλάμι της ακρολιμνιάς.

«Μα η δεύτερή μας είναι νοικοκυρά» έλεγε η Βασίλισσα, μ’ ένα λυπημένο, σα λιγάκι παραπονεμένο χαμόγελο, για την κόρη της τη δεύτερη, που κανένας δεν την καμάρωνε κοντά στις δυο φανταχτερές αδελφές της.

Ωστόσο μεγάλωναν οι βασιλοπούλες, και όλο πιο τεχνίτρα στη ζωγραφική στη ζωγραφική γίνουνταν η Μαυρομάτα, και όλο πιο τέλεια στο τραγούδι η Ξανθομαλλούσα, και όλο πιο τραβηγμένη παράμερα η δεύτερη, η Λυγερή.

Ήλθε ο καιρός να τις παντρέψει ο Βασιλιάς, και κάλεσε στο βασίλειό του όλους τους γαμπρούς της γειτονιάς.

Ο ένας, μακρύς και λιγνός, δεν άρεζε της μεγάλης, γιατί είχε, λέει, σκυφτό το κεφάλι. Ο άλλος, μικρός και ζωηρός, με μύτη κοντοφάρδουλη, δεν άξιζε για τη μικρή. Τον τρίτο, τον πετεινόμυαλο, ούτε να τον ακούσουν δεν ήθελαν, και τον τέταρτο, το γλυκοχαϊδεμένο νιο του βοριά, τον είπαν κρύο και ξένο και σαχλό κι ανούσιο.

Τις άκουε ο Βασιλιάς και χαμογελούσε. Αμ’βέβαια, ποιος απ’ αυτούς ήταν άξιος να λύσει τα παπούτσια της υπερήφανης Μαυρομάτας και της χαδεμένης του Ξανθομαλλούσας; Μόνη τη Λυγερή κανένας δεν τη ρώτησε, ούτε συλλογίστηκε κανένας πως μπορούσε να διαλέξει και αυτή ένα από τ’ αμέτρητα βασιλόπουλα που έμπαιναν κι έβγαιναν κάθε μέρα στους χορούς του παλατιού.

Γλυκομίλητη και καταδεχτική, κάθιζε η Λυγερή πλάγι στα παλικάρια, που με ακατάδεχτα χείλη τ’ απόριχναν οι αδελφές της· και γύρευε με το χαμόγελό της να τους γλυκάνει την πληγωμένη τους φιλοτιμία ή την καμένη τους καρδιά.

Σ’ ένα μόνον κοντά δεν κάθιζε ποτέ.

Ήταν αγέλαστος κι αμίλητος, κατάμαυρα ντυμένος, χωρίς στολίδια και χωρίς συνοδεία. Είχε φθάσει κι αυτός, απαντώντας στο γενικό κάλεσμα. Μα ξέροντας το βασίλειό του φτωχό και τις βασιλοπούλες υπερήφανες, ούτε σίμωσε να μιλήσει σε καμιά. Ούτε καμιά τον κοίταξε, παράμερα που στέκουνταν.

Μόνη η Λυγερή τον είδε, την ώρα που κι εκείνος την κοίταζε. Και γι’ αυτό δεν του μίλησε ποτέ.

Και δεν του μίλησε ποτέ, γιατί την ώρα που αντάμωσε τα μάτια του, τέτοιο φως άστραψε μέσα τους και τέτοια χαρά χύθηκε μέσα της, που ντράπηκε κι αποτραβήχτηκε και φοβήθηκε κι έσκυψε το κεφάλι, πως αυτήν να κοιτάζει ο αμίλητος νιος, που μπροστά της σφαντούσαν τόσο οι αδελφές της.

Μα σα φούντωσε ο χορός και είδες τις αδελφές της να χορεύουν η καθεμιά μ’ ένα από τα δυο τρανότερα βασιλόπουλα, και σαν είδε το Βασιλιά καθισμένο στο σκάκι με τη γριά ρήγισσα τη γειτόνισσα, και την κερα-Βασίλισσα να σεριανίζει στο μπράτσο του γείτονα ρήγα, και σαν έριξε μια ματιά στο βασιλικό τραπέζι με τ’ ασημένια πιάτα, και βεβαιώθηκε πως οι χίλιοι δούλοι μπαινόβγαιναν με ροδάκινα και σταφύλια, και πως όλες οι λαγήνες ήταν ώς απάνω γεμάτες μοσχάτο κρασί – τότε ένιωσε πως ήταν πια περιττή και μπορούσε να λείψει χωρίς να την παρατηρήσει κανένας.

Και σα βγήκε στο μπαλκόνι ν’ ανασάνει και να βρει μοναξιά, ήλθε κοντά της το αγέλαστο παλικάρι, και τα μάτια του την τάραξαν στο σκοτάδι, γιατί έλαμπαν τόσο, που τ’ άστρα τ’ ουρανού χλώμιασαν και θάμπωσαν μπροστά τους.

Και της είπε το παλικάρι:

«Με λεν Ερημόκαρδο, και το βασίλειό μου είναι τόσο φτωχό, που όποιος θέλει να καλοζήσει μισεύει και πάει και γυρεύει την τύχη του αλλού. Μα αγαπώ τον τόπο μου με όλη του τη φτώχεια, και δεν θα τον απαρνηθώ ποτέ. Και σε ρωτώ, Βασιλοπούλα μου, έρχεσαι χωρίς προίκα και μεγαλεία να γίνεις βασίλισσά του, φτωχή και σεμνή, μα λατρεμένη όσο καμιά;»

Σήκωσε τα μάτια η Βασιλοπούλα και πάλι τα κατέβασε, γιατί τη θάμπωσαν τα δικά του με τη λάμψη τους.

«Δεν μπορώ» του είπε, «οι αδελφές μου δεν διάλεξαν ακόμα...»

«Τι δεν διάλεξαν;»

«Τον γαμπρό που τους αρέσει».

Την κοίταξε το Βασιλόπουλο και τα μάτια του έλαμψαν ακόμα περισσότερο.

«Καλά» της είπε. «Σαν διαλέξουν κι αποδιαλέξουν, θυμήσουν τον Ερημόκαρδο και το φτωχό του βασίλειο που περιμένουν τη Βασίλισσά τους».

Και, σκύβοντας βαθιά, ακούμπησε τα χείλη του στο χέρι της κι έφυγε χωρίς να την ξανακοιτάξει.

Τον είδε απ’ το μπαλκόνι που έφευγε, μαύρος στο μαύρο του άλογο, και με τα μάτια τον ακολούθησε ώσπου χάθηκε στο σκοτάδι.

Και σαν μπήκε μέσα πάλι, τέτοιο φως χαράς σκορπούσε η κόρη γύρω της, που και από τις αδελφές της ήταν ομορφότερη, και δέκα βασιλόπουλα τη ζήτησαν εκείνο το βράδυ. Μα όλα τ’ αρνήθηκε μ’ ένα χαμόγελο τρεμουλιαστό.

Ήταν ο τελευταίος πια χορός. Εκείνο το βράδυ έμελλε να κριθεί η τύχη του κάθε γαμπρού.

Η Μαυρομάτα είχε χορέψει με όλους, μα κανένας δεν της φάνηκε άξιος να γίνει ταίρι της. Ονειρεύουνταν να κάνει μιαν εικόνα, την πιο όμορφη του κόσμου, όπου θα ζωγράφιζε τον εαυτό της, ντυμένη στο χρυσάφι, και πλεγμένα στα μαύρα της μαλλιά τ’ ατίμητα μαργαριτάρια που, για χατήρι της, ένα-ένα από χρόνια τα μάζευε ο γερο-Βασιλιάς. Και στο πλάγι της θα ζωγράφιζε τον γαμπρό, που για να ’ναι άξιός της, έπρεπε κι αυτός να είναι ο ομορφότερος και ο πλουσιότερος στον κόσμο. Μα ποιος απ’ όλους αυτούς ήταν άξιός της;

Το κοραλλένιο της χείλι δεν καταδέχτηκε να χαμογελάσει σε κανέναν εκείνο το βράδυ, κι ένα-ένα έφευγαν τα βασιλόπουλα από κοντά της με τσακισμένη την καρδιά.

Σαν τελείωσε ο χορός κι έσβησαν τα φώτα, ο Βασιλιάς φώναξε τις κόρες του να τις ρωτήσει τι αποφάσισαν. Μα μόνο η Μαυρομάτα και η Λυγερή βρέθηκαν κοντά του. Η Ξανθομαλλούσα είχε χαθεί.

Τη γύρεψαν εδώ, τη γύρεψαν εκεί, μα πουθενά δεν ήταν.

Φώναξαν τους ακρίτες που φύλαγαν στην άκρη του βασιλείου και τους ρώτησαν.

«Ναι» είπαν αυτοί, «την είδαμε τη βασιλοπούλα που πέρασε αγκαλιά με το τρανό γειτονικό βασιλόπουλο».

Κι έστελνε μήνυμα του Βασιλιά και της Βασίλισσας πως αυτόν διάλεξε, και πως πηγαίνει στο βασίλειό του να στεφανωθεί με χαρές και δόξες όπως της ταίριαζαν. Τη συνοδεία της ξέχασε, λέει, να τη φωνάξει· ξέχασε και ν’ αποχαιρεήσει τον Βασιλιά πατέρα της και τη Βασίλισσα μητέρα της. Μα τόσο ξετρελαμένο με το τραγούδι της ήταν το Βασιλόπουλο, που δεν την άφησε πια να γυρίσει πίσω. Και ζητούσε να της στείλουν τη σμαραγδένια νυφικιά κορώνα της που θα της χρειάζουνταν, λέει, για τους γάμους, επίσης και τα προικιά της και τις βάγιες και δούλες που θα τη συνόδευαν στην εκκλησία.

Τ’ άκουσε η Βασίλισσα και βαρυστέναξε. Τ’ άκουσε κι η Λυγερή κι ευθύς την έζωσαν τα φίδια.

«Δεν θα ξεμυαλίζουνταν έτσι εύκολα η Ξανθομαλλούσα μας» αποτόλμησε να πει. «Μην και συντρέχει άλλος λόγος που έφυγε;»

Ο Βασιλιάς τις αγριοκοίταξε:

«Σωπάτε κι οι δυο σας, που κάμετε σαν κλώσσες στο κοτέτσι» τις αποπήρε. «Παράξενο θα ήταν αν δεν είχε ξετρελαθεί με το τραγούδι της ο τρανός γείτονάς μας. Σύρε και παράγγειλε να κάνουν γρήγορα, να της στείλομε τη σμαραγδένια κορώνα, μαζί και τα προικιά της και όλα τα φλοριά που βρίσκονται στις στέρνες μου μέσα.

«Όλα τα φλοριά;» χλώμιασε η Βασίλισσα. «Αμέ οι άλλες δυο μας κόρες;»

«Έρχονται αύριο εκατό καράβια φορτωμένα χρυσάφι» αποκρίθηκε ο Βασιλιάς. Φέρνουν προίκες για άλλες δέκα κόρες.

Μα την άλλη μέρα σηκώθηκε φουρτούνα κι έπνιξε τα εκατό καράβια και χάθηκε το χρυσάφι, και ο γερο-Βασιλιας έμεινε φτωχός με τις δυο του όμορφες κόρες άπροικες.

Τότε έστειλε μαντατοφόρους στην Ξανθομαλλούσα να της πουν πως δυστυχία έπερσε στο βασίλειο και την παρακαλούσε να στείλει πίσω τα φλοριά ή την κορώνα. Εκείνη όμως του αποκρίθηκε αγάπες και φιλιά, μα πως τα φλοριά τα ξόδιασε πια το Βασιλόπουλο, ο άντρας της, για να της φτιάσει μαρμαρένιο παλάτι, και πως την κορώνα τη φορεί μέρα-νύχτα για να θυμάται τον αγαπημένο πατέρα της.

Συγκινήθηκε ο Βασιλιάς για την αγάπη της κόρης του, και της έστειλε την ευχή του.

Τι να κάμει τώρα ο Βασιλιάς; Φωνάζει τη Μαυρομάτα και τη Λυγερή, τους λέει τη δυστυχία του και τις παρακαλεί να τον βοηθήσουν. Αρπάζει η Λυγερή από τον λαιμό κι απ’ τα μαλλιά της τα λαμπρά ζαφείρια της, δώρα πρωτοχρονιάτικα και λαμπριάτικα, και τα βάζει στο χέρι του γερο-Βασιλιά.

«Θα σου έδινα κι εγώ τα μαργαριτάρια μου» είπε η Μαυρομάτα, μα συλλογίζομαι πως είναι καλύτερα να τα φορώ για να φκιάσω τη μεγάλη μου εικόνα. Και θα είναι τόσο όμορφη που θα την πουλήσουμε και θα πάρουμε του κόσμου τα φλοριά».

«Γειά σου κόρη μου, φρόνιμη και συνετή!» αποκρίθηκε ο Βασιλιάς, χαϊδεύοντας με καμάρι τα μαύρα της μαλλιά. «Πάντα το ’λεγα πως τα ’χεις τετρακόσα. Και να, τώρα που δίνει τα ζαφείρια της η Λυγερή, θα τα πουλήσουμε και θα έχουμε φλοριά αρκετά για κάμποσον καιρό».

Πούλησαν, το λοιπόν, τα ζαφείρια, πούλησαν τους δούλους, της χρυσές λαγήνες, τ’ ασημένια πιάτα, έκλεισαν τις μεγάλες σάλες κι αποτραβήχτηκαν σε μια γωνιά του παλατιού. Κάθισε η Μαυρομάτα αντίκρυ στον καθρέφτη της κι έπιασε να ζωγραφίζει. Μα η Λυγερή απόειδε με τα καμώματα της Ξανθομαλλούσας και κίνησε ένα πρωινό να πάει στο γειτονικό βασίλειο, να ιδεί την αδελφή της και να την εφέρει στα συγκαλά της. Του γερο-Βασιλιά είπε πως θα επάενε στο κοντινό μοναστήρι να πουλήσει τις φημισμένες της μελόπιτες κι αυτός σημασία δεν έδωκε γιατί τόσο τον είχε συνεπάρει η τέχνη της Μαυρομάτας.

Ντύθηκε η Λυγερή μ’ αντρίκια φορεσιά και ζώστηκε σπαθί κι ας μην ήξερε να το χρησιμοποιεί – να τη βλέπουν οι ληστές από μακριά και να την περνούν για άντρα και να σκιάζονται.

Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, έφτασε κάποτες στο διπλανό βασίλειο και γύρεψε το παλάτι το μαλαματένιο που για χάρη της Ξανθομαλλούσας είχε φκιάσει το τρανό βασιλόπουλο. Μα χρυσό παλάτι δεν ηύρε πουθενά, μόνο ένα ερρείπιο πιο φτωχό και πιο απλούμιστο κι από του Βασιλιά πατέρα της ακόμα, που τόση ατυχία τον είχε χτυπήσει.

Τρύπωσε στο παλάτι η Λυγερή και βρήκε την αδελφή της στην κουζίνα, να πανίζει τον φούρνο. Τα άλλοτε κρινόλευκα δάχτυλά της, που με περίσσια τέχνη έπαιζαν το λαγούτο, ήταν τώρα καψαλισμένα και μπανταρισμένα, ενώ τα ξανθά μαλλιά της ήταν ξεχτένιστα και καπνισμένα.

Σαν είδε τη Λυγερή η Ξανθομαλλούσα, έμπηξε κάτι κλάματα που σου σπάραζαν την καρδιά.

«Αχ, αδελφή, καλά που ήρθες να σου πω τη δυστυχία μου».

Και της είπε η Ξανθομαλλούσα πώς την είχε αρπάξει το βασιλόπουλο και με βια την είχε φέρει στο βασίλειό του, που μόνο τρανό δεν ήταν πια. Πως την είχε βάλει να μηνύσει του πατέρα τους να στείλει την κορώνα και τα φλοριά, τάχα για τους γάμους τους, μα γάμοι δεν έγιναν ποτές.

«Τράβα να βάλεις ποδήματα γερά» την ορμήνεψε η Λυγερή. «Ήρθα να σε πάρω».

Μα δυνάμωσε το κλάμα της Ξανθομαλλούσας, γιατί το βασιλόπουλο την είχε ατιμάσει και πια κανείς δεν θα την ήθελε για νύφη.

«Στο μοναστήρι μόνο μου μένει να πάγω, αδελφή» βαλάντωνε η βασιλοπούλα, «κι εκεί θα μου ξυρίσουν τα όμορφα μαλλιά μου και θα με ταΐζουν μόνο φακή κι αλάτι».

Ούτε να τ’ ακούσει η Λυγερή.

«Δικιά του είναι η ατιμία, όχι δικιά σου. Πίσω στο σπίτι μας θα ’ρθεις».

Κι άλλη κουβέντα δεν είπαν, μόνο πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Μα ο γερο-Βασιλιάς, σαν άκουσε την ιστορία, δεν ήθελε πια να τη δει στα μάτια του την ατιμασμένη κόρη και πρόσταξε τους λιγοστούς φρουρούς που του ’χαν απομείνει να την αφήκουν στην πόρτα του μοναστηριού.

«Ευχή και κατάρα σου δίνω, θυγατέρα, να μη φανείς ξανά μπροστά μου» της είπε πριν τη διώξει.

Και δως του να κλαίει η Ξανθομαλλούσα, δως του να ωρύεται η Βασίλισσα, δως του να ζωγραφίζει η Μαυρομάτα. Όλες του, στο τέλος, απόκαμαν και τ’ αποδέχτηκαν. Η Λυγερή μονάχα παράκουσε την πατρική εντολή και, κάθε τόσο, ξεστράτιζε απ’ τον δρόμο της και πήγαινε να ιδεί την αδελφή της στο μοναστήρι.

Μια μέρα που άπλωνε ρούχα στο περιβόλι, είδε έναν μαύρο καβαλάρη που σίμωνε στο μαύρο του άλογο.

Το σεντόνι που άπλωνε η κόρη έπεσε στο χορτάρι κι έσμιξε τα χέρια της τρέμοντας όλη.

«Ήλθα να σε πάρω» της είπε το αγέλαστο παλικάρι. «Το φτωχό μου βασίλειο στενάζει χωρίς βασίλισσα, κι η καρδιά μου μαραίνεται για σένα. Έλα, κόρη, να φέρεις το χαμόγελο στην έρημη πατρίδα μου...»

Η κόρη σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε στα μάτια.

«Θα έλθω» αποκρίθηκε. «Μα σαν θα έλθω, θα ’ναι καλπάζοντας σε άτι περήφανο και μόνη, όχι στο πίσω μέρος της σέλας σου».

Τα μάτια του παλικαριού άστραψαν τόσο, που έκρυψαν τον ήλιο. Μα δεν τράβηξε το βλέμμα της από πάνω του.

«Καλά» της είπε. «Θα σε καρτερώ στο παραθύρι μου και, σαν δω τ’ άλογό σου να έρχεται από μακριά, θα πω να κάμουν τέτοια γιορτή που όμοιά της δεν θα ’χει ξαναγίνει στο φτωχό μου βασίλειο».

Ξαφνικά έσκυψε από το άλογο, έβαλε ένα φιλί στα καστανά μαλλιά της κι έφυγε χωρίς να την ξανακοιτάξει.

Στάθηκε εκεί η Λυγερή και τον είδε που απομακρύνουνταν, ολόμαυρος στον φωτισμένο κάμπο και τον κοίταξε ώσπου χάθηκε μες στο δάσος.

Πέρασε καιρός και τελείωσε η εικόνα της Μαυρομάτας.

Αλήθεια, στον κόσμο δεν ήταν άλλη τέτοια εικόνα, με τόση τέχνη καμωμένη και που να παρίστανε τέτοια όμορφη βασιλοπούλα.

Την έβγαλε έξω η Μαυρομάτα να στεγνώσει, και πέρασε το ομορφότερο του κόσμου βασιλόπουλο και την είδε, και αμέσως κάηκε η καρδιά του.

«Αν δεν την πάρω αυτή τη βασιλοπούλα» είπε, «θα σκοτωθώ».

Τ’ ακουσε η Μαυρομάτα και βγήκε να ιδεί ποιος μιλά. Καθώς την είδε το βασιλόπουλο, στολισμένη με τα μαργαριτάρια της, τα έχασε ολότελα.

«Πιο όμορφη είσαι κι απ’ την εικόνα σου ακόμα» της είπε μαγεμένο, «και θα σε πάρω και θα σε κάμω βασίλισσά μου».

Μόλις πρόφθασε η Μαυρομάτα να πάγει ν’ αποχαιρετήσει τον Βασιλιά και τη Βασίλισσα και να πάρει την ευχή τους. Προίκα δεν ζητούσε τ’ ομορφότερο του κόσμου βασιλόπουλο, την έπαιρνε όπως ήταν, αλλά θα έπαιρνε και την εικόνα, που θα έμενε, λέει, ατίμητη κληρονομιά στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους.

Και με χαρούμενα δάκρυα φίλησε ο Βασιλιάς την κόρη του και της έδωκε την ευχή του, κι έφυγε η Μαυρομάτα με τον γαμπρό να παν να κάμουν τους γάμους με χαρές και ξεφαντώματα στον τόπο του. Γιατί ήταν φτωχός ο Βασιλιάς, και δεν μπορούσε πια να κάμει γάμους μεγάλους, όπως ταίριαζε στην υπερήφανη Μαυρομάτα και στο ομορφότερο του κόσμου βασιλόπουλο.

Έμεινε μόνη η Λυγερή μεταξύ του γέρου Βασιλιά και της γριάς Βασίλισσας. Μα πέρασαν οι μήνες κι η Μαυρομάτα δεν έγραφε, και πάλι άρχισαν να τη ζώνουν τα φίδια τη Λυγερή.

«Θα πάω να ιδώ την αδελφή μου, πατέρα» είπε του γερου-Βασιλιά ένα πρωινό. «Πολύ την αποθύμησα».

Λυπήθηκε ο Βασιλιάς, που τον είχε παραμελήσει η Λυγερή τελευταία, και δεν του ’στιβε πια τις μελόπιτες, ούτε του έπλενε τα πόδια. Μα σκέφτηκε πως ίσως έτσι να γέλαγε πάλι τ’ αχείλι της δευτερότοκής του και να θυμόταν τη χαρά που έπαιρνε απ’ το νοικοκυριό.

Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, η Λυγερή, πάλι με ρούχα αντρικά και το σπαθί στη μέση, κίνησε για τον τόπο του ομορφότερου βασιλόπουλου. Μόνο σαν έφτασε έμαθε πως τη Βασίλισσα Μαυρομάτα θα την εκαίγαν ζωντανή γιατί είχε δέσει τον Βασιλιά με μαγγανείες.

Τρύπωσε η Λυγερή κρυφά στις φυλακές να βρει την αδελφή της. Σαν την είδε η Μαυρομάτα έμπηξε τα κλάματα.

«Αχ, αδελφή, καλά που ήλθες να σου πω το κρίμα μου».

Της είπε τότε πως τ’ ομορφότερο του κόσμου βασιλόπουλο την παντρεύτηκε και την έκαμε Βασίλισσά του, μα ο καιρός περνούσε και παιδί δεν έπιανε. Κι η μάνα του, η παλιά Βασίλισσα, στέρφα την ανέβαζε, ανίκανη την κατέβαζε. Είδε κι απόειδε η κακομοίρα, πήγε σε μια μάισσα να της φκιάσει ένα μαντζούνι για τη γκαστριά. Μόνο που η μάνα του άντρα της, που δεν την ήθελε γιατί ήταν φτωχή, έβαλε να την ακολουθήσουν και την κατηγόρησε για μαγεία.

«Μη σε νοιάζει» της είπε η Λυγερή. «Δεν θα καείς, αδελφή. Θα βρω τρόπο να σε κλέψω».

Το ίδιο βράδυ ντύθηκε τα καλά της ρούχα, η Λυγερή, και πότισε κρασί τους φύλακες, τόσο που τους πήρε ο ύπνος. Έβγαλε τη Μαυρομάτα απ’ το κελί της και μαζί το έσκασαν μέσα στη νύχτα. Τη φυγάδεψε στα βουνά και την ορμήνεψε να γυρέψει καταφύγιο στους ανθρώπους των λόφων, που ήταν τίμιοι και καλοί και δεν είχαν βασιλιάδες.

Μα σαν γύρισε πίσω η κόρη και τα ’πε όλα του Βασιλιά πατέρα της, αυτός μεμιάς έπεσε ν’ αποθάνει που τέτοιο κακό είχε βρει τη μονάκριβη Μαυρομάτα του. Μερόνυχτα πολλά έμεινε στο κρεβάτι ο γερο-Βασιλιάς κι ούτε τη γυναίκα του να ιδεί καταδέχουνταν, ούτε τη Λυγερή.

Μέχρι που απόσωσε η κόρη.

«Θα με ιδείς και θα με ακούσεις» του είπε. «Τούτη τη δυστυχία στο σπιτικό σου εσύ την έφερες. Μαυρομάτα η μία, Ξανθομαλλούσα η άλλη, η τρίτη Λυγερή. Σάματις καταδέχτηκες ποτέ να κοιτάξεις πέρα απ’αυτά που φαίνονται;»

Κουβέντα δεν τόλμησε να πει ο γερο-Βασιλιάς, μονάχα λούφαξε κάτω απ’ το βλέμμα της θυγατέρας του.

«Αν έκαμνα σαν τις αδελφές μου κι έφευγα κι εγώ; Τι θα έλεγες;» επέμεινε η Λυγερή.

Ο Βασιλιάς γέλασε άθελά του.

«Δεν θα το κάμεις» της είπε, «γιατί εσύ είσαι η νοικοκυρούλα μου».

«Μα αν το έκαμνα;» ξαναρώτησε.

«Δεν μπορείς να το κάμεις, γιατί σα θα φύγεις κι εσύ ποιος θα μου στίβει τις μελόπιτες και θα μου πλένει τα πόδια; Ποιος θα με κουρεύει, ποιος θα απλώνει τα ασπρόρουχα;»

Άστραψε και βρόντηξε το βλέμμα της κόρης.

«Το έχω κάμει, Πατέρα, πρόφτασες να το λησμονήσεις; Μια φορά έφυγα κι έφερα σπίτι την Ξανθομαλλούσα, που την έκλεισες σε μοναστήρι επειδής δεν καταδεχόσουν η θυγατέρα η δική σου να ’ναι ατιμασμένη. Και μια δεύτερη έφυγα να γλιτώσω τη Μαυρομάτα, που θα την έκαιγαν για μάισσα επειδής ήτανε στέρφα. Οι μελόπιτες δεν με γλυκαίνουν πια όπως παλιά και τ’ ασπρόρουχα σκιάζουν τη χαρά μου. Θα φύγω».

Το ’πε και το ’καμε η κόρη. Κι όπως το είχε υποσχεθεί, καβάλησε το πιο περήφανο άτι, ζώστηκε το σπαθί που πιστά την είχε συντροφέψει ως τα τότε, κι ας μην είχε μάθει ακόμα η βασιλοπούλα να ξεχωρίζει τη μιαν άκρη του απ’ την άλλη, και κίνησε για το βασίλειο του Ερημόκαρδου. Πιστό στο λόγο του, το βασιλόπουλο περίμενε στο παραθύρι αναστενάζοντας και, σαν την είδε από μακριά, βγήκε απ’ το παλάτι του και διέταξε να στηθεί γιορτή μεγάλη, γιατί του είχαν φέρει πίσω την καρδιά του.

Χρόνια πολλά βασίλεψαν ο Ερημόκαρδος κι η Λυγερή και, με τα χρόνια, οι καλοί άνθρωποι του τόπου τους ξαναβάφτισαν, κι έτσι έμειναν στη θύμηση όλων ως Καλόκαρδος και Συνετή. Όσο για τον γερο-Βασιλιά, μήτε και τον είδε κανείς μήτε και ξανάκουσε κανείς γι’ αυτόν.

 

 

  • Like 2
  • Thanks 2
Link to comment
Share on other sites

@elgalla δεν ξέρω κατά πόσο είσαι μέσα στην άσκηση. πήρες το κείμενο, το έφτιαξες ολότελα δικό σου και μου άρεσε. ήταν ένα κείμενο στρωτό, με πλοκή ιδιαίτερη, με πολλά σχήματα λόγου, με το λόγο που μας έχεις συνηθίσει. θα έλεγα ότι ήταν ένα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα. η Λυγερή είναι ένας εντελώς νέος χαρακτήρας, δυναμική, έντονη προσωπικότητα, πατάει πόδι. δεν ξέρω αν σαν χαρακτήρας ταιριάζει στην εποχή που παραπέμπεις, καθώς η θέση της γυναίκας τότε ήταν συγκεκριμένη, αλλά μου θύμισε κάποιους χαρακτήρες που γνωρίζω γύρω μου και μου φάνηκε πολύ οικείος. ήθελες να τονίσεις αυτό το χαρακτήρα και το κατάφερες, επισκιάζοντας επίτηδες όλους τους άλλους χαρακτήρες, ακόμα και τον πατέρα που προσπαθεί να επιβάλλει σαν κλασικός πατέρας φαμίλιας τη βούλησή του στους άλλους. στις λεπτομέρειες καταλαβαίνεις και μόνη σου ότι σε πολλά σημεία το κείμενο τρέχει, θέλει λίγη περισσότερη περιγραφή

ΥΓ δεν ξέρω τι θέμα έχεις με το πάνισμα του φούρνου, πρέπει να είναι κάτι συναρπαστικό σαν διαδικασία...

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

3 hours ago, John Ernst said:

Α! ξέχασα να πω. ξεκίνησα καινούρια νουβέλα. έχει τίτλο "το φάντασμα της Π.Σ.Δέλτα εκδικείται"

 

Το ξέρεις ότι ελπίζω να το εννοείς ε;

Link to comment
Share on other sites

@MadnJim & @elgalla δεν σας παραμελώ, θα σας σχολιάσω το βράδυ. Και θα σκαρώσω κι εγώ κάτι πολύ τρομαχτικό, έννοια σας...

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

6 minutes ago, John Ernst said:

@elgalla

ΥΓ δεν ξέρω τι θέμα έχεις με το πάνισμα του φούρνου, πρέπει να είναι κάτι συναρπαστικό σαν διαδικασία...

Είναι απλώς κάτι που το έχω βρει πολύ συχνά σε λαϊκά παραμύθια!

Όσον αφορά τις περιγραφές, δεν ξέρω αν θα τις ήθελα περισσότερες γιατί είναι παραμύθι και όχι διήγημα - ούτε το original είναι τόσο σούπερ περιγραφικό.

Τώρα για το εντός άσκησης ναι, κι εγώ δεν ξέρω κατά πόσο είμαι. Όπως διάβασα εγώ το παραμύθι της Δέλτα, δύο ήταν τα κομβικά σημεία: ένα, η εξαφάνιση της πρώτης αδελφής, όπου αμέσως σκέφτηκα απαγωγή, και, δύο, το αν θα ακολουθήσει το βασιλόπουλο η Λυγερή ή όχι. Προτίμησα να πιάσω το πρώτο σημείο και να αλλάξω την ιστορία από εκεί, γιατί αυτό θα μου επέτρεπε να πω τα πράγματα που ήθελα εγώ κι όχι τα πράγματα που ήθελε η Δέλτα.

Το οποίο με φέρνει και στο θέμα του ύφους, που νομίζω είναι το πραγματικό ζητούμενο της άσκησης. Να διατηρήσεις το ύφος (δηλαδή γλωσσικά και εκφραστικά να μην πολυφαίνεται ότι έχει επέμβει δεύτερος άνθρωπος στο κείμενο), αλλά όχι απαραίτητα τις πεποιθήσεις της εποχής της Δέλτα.

Βέβαια, όπως είπα, κι εγώ δεν είμαι σίγουρη αν είμαι εντός ή εκτός, αλλά σίγουρα εύχομαι να ευχαριστηθείτε την ανάγνωση. :)

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

@MadnJim

Στα σύνορα του φτωχού του βασιλείου τρανό ασκέρι είχε μαζωχτεί και στην κορφή του τού κόσμου το ομορφότερο βασιλόπουλο με την Μαυρομάτα στο πλευρό του πιο όμορφη από ποτέ με τα μαργαριτάρια στα ολόμαυρα μαλλιά της να λάμπουν πιότερο κι από τον ήλιο. Κάτι λείπει εδώ, δυο κόμματα σίγουρα. Ίσως και ένα ρήμα. (Με τη Μαυρομάτα να στέκει, ας πούμε. Στα σύνορα του φτωχού του βασιλείου τρανό ασκέρι είχε μαζωχτεί, και στην κορφή του, τού κόσμου το ομορφότερο βασιλόπουλο με την Μαυρομάτα να στέκει στο πλευρό του, πιο όμορφη από ποτέ, με τα μαργαριτάρια στα ολόμαυρα μαλλιά της να λάμπουν πιότερο κι από τον ήλιο. Ή να το έσπαγες σε δύο προτάσεις. Άλλα τέτοια, κάπου λες το γέρο Βασιλιάς, αν θυμάμαι, έχεις μερικά μικρά -μικρούτσικα λαθάκια αλλά θεωρώ ότι είναι απροσεξία (μασούσες τσίχλα την ώρα του μαθήματος κατά τα γνωστά).

Ύφος. Φίλε, το πέτυχες. Θα μπορούσε να είναι Δέλτα. Και όχι μόνο αυτό, το τέλος που επέλεξες θα μπορούσε και εκείνη να το έχει σκεφτεί, αν ο σκοπός της δεν ήταν να μας μιλήσει για την έννοια της θυσίας της προσωπικής ευτυχίας για χάρη της οικογενειακής συνοχής. Μιλάς για γενναιότητα, την αξία της νοικοκυροσύνης (φυσικά) και η θυσία της Λυγερής εξακολουθεί να υφίσταται. Η Λυγερή δεν προδίδει τον πατέρα της, τον προδίδει η καρδιά του. Με άλλα λόγια η Λυγερή μένει πιστή στον αρχικό χαρακτήρα. Και όλοι οι χαρακτήρες δηλαδή. Απλώς ο τρόπος που τους διαχειρίζεσαι είναι πιο αισιόδοξος. Μου άρεσε πραγματικά η εικόνα με τις ολόχρυσες αρματωσιές που ντύνουν το λόφο και τις σκοτεινιάζουν οι μαύρες φορεσιές του αντίπαλου στρατού.

Νομίζω πέτυχες την άσκηση. Είχε το ύφος, είχε το πνεύμα, ήταν Π.Σ. Δέλτα αλλά και πάλι όχι. Ήταν ό,τι θα έγραφε εκείνη σε μία πιο ευτυχισμένη φάση της ζωής της.

Φέρε μου τον έλεγχο να σου βάλω άριστα.

  • Like 1
  • Thanks 1
Link to comment
Share on other sites

@elgalla Αυτή η ιστορία μου άρεσε πάαααααρα μα πάρα πολύ!!!

(Παρένθεση: σε πρώτη φάση το παλάτι που θα της φτιάσει της Ξανθομαλλούσας ο ακαμάτης γαμπρός είναι μαρμαρένιο, σε δεύτερη η Λυγερή αναζητά ένα μαλαματένιο παλάτι. Κλείνει η παρένθεση).

Πέρα από το γεγονός ότι η ιστορία μου άρεσε πολύ, όπως ήδη είπα, έχει ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα και ένα (μικρό) μειονέκτημα. Είναι καλογραμμένη, και μάλιστα με γλώσσα του παραμυθιού και του καιρού, είναι γραμμένη δηλαδή ιδανικά. Από κει και πέρα δεν νομίζω οι ιδέες σου να έχουν την παραμικρή σχέση με ό,τι θα έστεκε εκείνη την εποχή, και μάλιστα από τη συγκεκριμένη συγγραφέα. Δηλαδή αν μπορούσε να διαβάσει αυτή την ιστορία, τι να σου πω. Ή που θα της άνοιγες τα μάτια ή που θα της ερχόταν συγκοπή (πολύ φοβάμαι το δεύτερο θα συνέβαινε). Αντρικά ρούχα; Ατιμάστηκε η Ξανθομαλλούσα; Στη μάισσα η Μαυρομάτα; Ουδεπόποτε. (Οκ ίσως η μάισσα να ήταν πιο ανεκτή. Εξάλλου οι μάγισσες και τα ξόρκια τους έχουν πάντα μια αναμάρτητη θέση στα παραμύθια). Αλλά το ζήτημα της τιμής της βασιλοπούλας, μολονότι της εποχής (η τιμή, τιμή δεν έχει και τα λοιπά) δεν νομίζω να είχε θέση σε παραμύθι. Τα βασιλόπουλα έχουν τιμή, είναι αδύνατον να μην έχουν τιμή, άλογο ή στέμμα (έστω και τσίγκινο.) Δεν είναι διόλου καλό παράδειγμα μία βασιλοπούλα να ατιμάζεται. Επίσης η αντίδραση της Λυγερής, ότι είναι δικιά του η ατιμία. Πώς; Εντελώς αντίθετο με το πνεύμα του αρχικού παραμυθιού. Πώς να το σκεφτεί αυτό μια κοπέλα μεγαλωμένη σε τέτοιο περιβάλλον; Πώς να φτάσει εκεί ο νους της; Το δε ξέσπασμα της Λυγερής που πολύ σοφά και εμπνευσμένα εστιάζει στα ονόματα των κοριτσιών -αυτό ειδικά, με τίποτα. Εξάλλου στα παραμύθια οι ήρωες έχουν συχνά ενδεικτικά ονόματα. Μέχρι και ο Καημένος Κακομοίρογλου, μπαρδόν ο Ερημόκαρδος, έχει όνομα ανάλογο. Ο Μακρυκάνης, ο Καλόκαρδος, ο Prince Charming και τα παρόμοια. Θίγεις δηλαδή ζητήματα εκτός νοοτροπίας της Δέλτα. Πιθανώς και εκτός εποχής. Αλλά το κάνεις με γλώσσα εποχής. Απολαυστικότατο!

Το μυαλό εδώ έχει πάρει στροφές που θα ήταν αδύνατον, ή πάντως εξαιρετικά δύσκολο, να πάρει το μυαλό μιας γυναίκας σαν την Πηνελόπη Δέλτα. Οι ιδέες σου θα φαίνονταν ούτε καν ανατρεπτικές, αλλά εντελώς ουρανοκατέβατες. Αν με ρωτάς αν πέτυχες την άσκηση, ειλικρινά δεν ξέρω. Κατά κάποιον τρόπο την πέτυχες στο εκατό τοις εκατό. Από την άλλη απέτυχες, δίνοντάς μας ένα ενδιαφέρον πείραμα που, αν το είχε γράψει η καημένη Πηνελόπη, θα είχε κάνει το γερο Μπενάκη να κρεμαστεί. Και τον Δέλτα επίσης.

Σε κάθε περίπτωση ευχαριστούμε για τη συμμετοχή και για το πολύ όμορφο διήγημα που μας χάρισες!

 

(Παρένθεση: Στο τέλος το κάνεις και εσύ αυτό με τα ονόματα, αλλά βέβαια με άλλες ποιότητες, ο Καλόκαρδος και η Συνετή. Σαν τον Συνετό και τη Γνώση από το Παραμύθι Χωρίς Όνομα. Κλείνει η παρένθεση).

 

Edited by Ιρμάντα
  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Επίτηδες ήταν αυτό γιατί ήθελα να το συνδέσω με το παραμύθι χωρίς όνομα. 

Τωρα, εντάξει, δεν ξέρω παιδιά. Εμείς ζούμε στο 2019 και ελπίζω ότι δεν ασπαζομαστε τις αξίες που προωθεί αυτό το παραμύθι. Δηλαδη αν γράφαμε ένα εναλλακτικό τέλος στον Δράκουλα θα έπρεπε να διατηρήσουμε τον μισογυνισμο του, ας πούμε; Δεν είμαι πολύ σίγουρη. Το ότι η Δέλτα είχε αυτές τις αξίες δεν σημαίνει ότι τις είχαν όλες. Ή μήπως ξεχνάμε τις γυναίκες που πολέμησαν στην Επανάσταση, ας πούμε; 

In any case, προβληματιζομαι γιατι κι εγώ δεν είμαι βέβαιη ότι είμαι εντός, αλλά απο την άλλη δεν είμαι βέβαιη και ποιο ήταν εν τέλει το ζητούμενο. 

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα changed the title to ΣΑ #8 (Απαντήσεις και Σχολιασμοί)
  • Ιρμάντα locked this topic
Guest
This topic is now closed to further replies.
 Share

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..