darky Posted June 27, 2005 Share Posted June 27, 2005 (edited) .Ο Θάνατος του δολοφόνου. Η συνάντησή του με την Τρυφερή τώρα πια ήταν αναπόφευκτη. Κάθε βήμα που είχε κάνει αυτό το βράδυ τον είχε φέρει ως εκεί. Ίσως κάθε βήμα που είχε κάνει στη ζωή του. Η βαριά δρύινη πόρτα στη βάση της σκάλας περίμενε κλειστή. Ο Ακίνδυνος χτύπησε μια φορά δυνατά με τους κόμπους των δαχτύλων του και η πόρτα άνοιξε χωρίς καθυστέρηση. "Α! Ώστε ο άσωτος υιός επέστρεψε", μίλησε πρώτη η γυναίκα που του άνοιξε. "Βρήκες τελικά αυτό που έψαχνες Ακίνδυνε;", ρώτησε ειρωνικά. "Εγώ κάνω σχέδια και οι Θεοί τα βλέπουν και γελούν", είπε. "Σου αξίζει", είπε η Τρυφερή και άπλωσε το χέρι της προς το πρόσωπό του. "Μόνο γιατί προσπαθείς να μ' αρνηθείς." Ο Ακίνδυνος έπιασε τη λαβή του μαχαιριού του. Η Τρυφερή τράβηξε το χέρι της πίσω και το άφησε στο πλάι της. "Δεν είναι ανάγκη να γίνεσαι ευέξαπτος. Το πρόσωπό σου πάντα μου κινούσε την περιέργεια. Μοιάζει φτιαγμένο από πέτρα." "Δεν περίμενα τέτοια υποδοχή", εξήγησε ο Ακίνδυνος και άφησε το όπλο του. Θα έχανε ούτως ή άλλως. Όλοι είχαν τον καλύτερό τους. "Το ότι έφυγα όπως έφυγα πίστευα ότι θα σε είχε ενοχλήσει", συμπλήρωσε. "Πίστευες λάθος", μειδίασε εκείνη. "Το ήξερα ότι θα επιστρέψεις." "Και πάλι, ήρθα μόλις χθες και σήμερα έχεις δουλειά για μένα. Ένας λογικός άνθρωπος θα συμπέρανε ότι πας να με 'κάψεις'". "Λάθος και πάλι", κούνησε το κεφάλι η Τρυφερή. "Ίσως θα έπρεπε να σταματήσεις να προσπαθείς να με προβλέψεις. Και μάλλον είσαι άφραγκος. Χρειάζεσαι τα λεφτά για να κινηθείς. Ότι δεν κινείται εδώ πέρα βουλιάζει. Δέξου τη χάρη μου και βλέπουμε αργότερα πώς θα μου την ανταποδώσεις. Όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι δεν έχεις ξεχάσει την τέχνη σου.". "Περί τίνος πρόκειται", ενέδωσε ο Ακίνδυνος. "Α, μπράβο έτσι σε θέλω", είπε εκείνη και το χαμόγελό της πλάτυνε ακόμα περισσότερο. "Ποτέ δεν κάνω πίσω όταν η δουλειά πληρώνει", είπε αποφασιστικά. "Μα φυσικά. Η συνηθισμένη σου αμοιβή συν ένα δωράκι αν όλα έχουν τελειώσει πριν το πρωί." "Να υποθέσω ότι είναι στην πόλη", ρώτησε ή συμπέρανε ο Ακίνδυνος. "O στόχος είναι ξένος στην πόλη. Κανείς δε θα νοιαστεί", είπε η Τρυφερή αδιάφορα. "Ξέρεις ότι η συνηθισμένη μου αμοιβή είναι η διπλή όταν δουλεύω στην πόλη." "Καλά καλά", είπε εκείνη ανυπόμονα. "Βλέπεις που με βγάζει όταν γίνομαι καλή;" "Θέλεις να σου χρωστάω χάρη. Ε, τότε κάνε μου χάρη. Κόψε μου την αμοιβή αν θες, αλλά δε σου χρωστάω τίποτα τότε. Χρειάζομαι τα λεφτά όπως και να 'χει", είπε. Και όσο κι αν προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι αυτό ήταν αλήθεια ο εαυτός του συνέχισε να τον αποκαλεί ψεύτη κοροϊδευτικά. "Εντάξει", ξεφύσησε ο Τρυφερή. "Προτιμώ να μου χρωστάς." "Ο στόχος", μπήκε αμέσως στο θέμα ο Ακίνδυνος. "Ένας πράκτορας του Αυτοκράτορα που έχει έρθει στην πόλη." "Ποιος τον θέλει νεκρό." "Η εντολή έρχεται κατευθείαν από το στέμμα. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερη κάλυψη." "Μεσάζοντες." "Οι κλέφτες πληρώνουν." "Και να υποθέσω ότι ζήτησαν συγκεκριμένα εμένα. Μου φαίνεται ότι τελικά εγώ κάνω χάρη σε σένα." "Η συμφωνία είναι συμφωνία", έκανε ενοχλημένη η Τρυφερή. "Εντάξει", συμφώνησε ο Ακίνδυνος. "Αλλά θα πάρω ένα από τα αγόρια σου μαζί." "Όποιον θες, αρκεί να του κόψεις μερίδιο. Παράξενο όμως αφού εσύ δουλεύεις πάντα μόνος." "Δεν είμαι πια τόσο νέος ώστε να μη χρειάζομαι βοήθεια." "Χα", κάγχασε η Τρυφερή. "Απλά θες κάποιον να του τα φορτώσεις αν κάτι πάει στραβά. Δε με εμπιστεύεσαι Ακίνδυνε και αυτό με στεναχωρεί." "Ω, μα η καρδιά σου πάει να σπάσει. Αυτό φαίνεται", είπε ο Ακίνδυνος και γύρισε να φύγει. *** Αρκετά αργότερα ο Ακίνδυνος στεκόταν έξω από το άνδρο των κλεφτών. Ένα σφύριγμα ακούστηκε και η καγκελόπορτα άνοιξε μπροστά του. Ο Ακίνδυνος πάντα χλεύαζε τους κλέφτες για το πόσο αδέξια κρύβονταν. Αλλά θα έκανε τη χάρη στους φρουρούς, ώστε να αποφύγει να κοιτάξει προς το μέρος τους. Μόνο η σκέψη του φόνου έκανε τον άνθρωπο να κρύβεται καλά. Ξυπνούσε μέσα στο μυαλό τον κυνηγό. Οι κλέφτες κρύβονταν από φόβο. Κρύβονταν σαν θηράματα. Στο τέλος ο φόβος τους ήταν αυτό που τους πρόδιδε. Προχώρησε προς το παλιό αρχοντικό. Ο φρουρός της πόρτας παραμέρισε μπροστά στον Ακίνδυνο και ψιθύρισε : "Ο Βασιλιάς περιμένει." Ο Βασιλιάς, σκέφτηκε ο Ακίνδυνος. Κατάλαβε αμέσως πού θα οδηγούσε αυτό. Περπάτησε αργά στο διάδρομο, ενώ μάτια τον κοιτούσαν από μισόκλειστες πόρτες. Στη σάλα στο τέλος του διαδρόμου πολύς κόσμος τον περίμενε. Μαυροντυμένοι κλέφτες που κρατούσαν στιλέτα και βαλλίστρες. Έντεκα άτομα φανερά μέτρησε ο Ακίνδυνος και τρία κρυμμένα στη μεγάλη αίθουσα. Ο βασιλιάς των κλεφτών ήταν ξαπλωμένος σε ένα καναπέ στο κέντρο της αίθουσας και είχε την ηλικία του Ακίνδυνου. Ο τελευταίος έκανε μια μικρή υπόκλιση. "Βασιλιά μου", είπε, "σε τι οφείλω τέτοια τιμή." "Α, άφησε τις τυπικότητες Ακίνδυνε", τον μάλωσε εκείνος. "Εμείς οι δυο ξαφρίζαμε τους περαστικούς στο παζάρι κάθε μέρα όταν ήμασταν παιδιά", συνέχισε υπό μορφή ανακοίνωσης. "Εντάξει Σοράι, μόνο που δεν είμαστε πια παιδιά, και οφείλω το σεβασμό μου στο Βασιλιά της πόλης. Όπως και σέβομαι την επιθυμία του να τον αποκαλώ με το μικρό του όνομα." Αν αυτές ήταν εξετάσεις ο Ακίνδυνος τις είχε περάσει με άριστα. "Θα έχεις κάποια ιδέα γιατί θέλω να μιλήσουμε, έτσι δεν είναι παλιόφιλε;" "Να υποθέσω ότι αφορά την Τρυφερή. Μια πιθανή απομάκρυνσή της ίσως." Ο Ακίνδυνος όντως τον ήξερε από παιδί και γνώριζε τι άνθρωπος ήταν ο Σοράι. Τώρα ήθελε να πάρει πίσω υπό τον έλεγχό του την οργάνωση των δολοφόνων που διοικούσε η Τρυφερή. "Διάνα", χαμογέλασε ο Σοράι. "Τι σας έλεγα τώρα μόλις παιδιά; Δεν είναι υπερβολικά έξυπνος για δολοφόνος; Άκουσε προσεχτικά Ακίνδυνε. Είμαι έτοιμος να δεχτώ εσένα και τους δολοφόνους σου πάλι στο δικό μου σπίτι." "Δεν είναι δικοί μου δολοφόνοι Σοράι, αλλά της Τρυφερής", εξήγησε ο Ακίνδυνος. Τι ανόητος που ήταν ο Σοράι, ώστε να υποτιμά έτσι την Τρυφερή, σκέφτηκε. "Αχ, αυτή η γυναίκα", αναστέναξε ο Βασιλιάς των κλεφτών. "Είναι τρελή και χειροτερεύει διαρκώς. Αναγκάζομαι να την καλύπτω συνεχώς για τα λάθη που κάνει. Και εκθέτει και εμένα. Δεν μπορώ να το ανεχτώ άλλο αυτό." "Συμφωνώ και επαυξάνω", κατένευσε ο Ακίνδυνος. "Και η λύση που προτείνεις είναι η καλύτερη, αλλά θα πρέπει να προχωρήσουμε με σχέδιο. Έχει πολλά χέρια στη διάθεσή της, και η επιρροή μου στον κύκλο τους είναι περιορισμένη. Ακόμα κι αν τη σκότωνα, πράγμα καθόλου εύκολο, δεν θα κατάφερνα να τους ελέγξω." Ο Ακίνδυνος δεν είχε σκοπό να φέρει αντιρρήσεις στο βασιλιά. Θα του έλεγε ότι ήθελε να ακούσει. Και ο ίδιος ήθελε την Τρυφερή νεκρή για τους δικούς του λόγους, αλλά μια τέτοια σκέψη ήταν υπερβολικά αισιόδοξη. Όταν είδε την απογοήτευση στο πρόσωπο του Σοράι έσπευσε να συμπληρώσει : "Αλλά με τον καιρό θα καταφέρω να γίνω το πατρικό πρότυπο στη θέση της τυραννικής μητέρας. Είναι όλοι νέοι και αλλάζουν εύκολα μυαλά. Και κάποια από αυτές τις μέρες θα της πάρω το κεφάλι και θα το ρίξω στα πόδια σου. Βασιλιά μου." "Κάποια μέρα σύντομα ελπίζω", έκανε προβληματισμένος ο Βασιλιάς των κλεφτών. "Μέχρι την τρίτη πανσέληνο από σήμερα υπόσχομαι ότι θα τα έχω καταφέρει", τον καθησύχασε ο Ακίνδυνος. Έλεγε ψέματα. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι θα κατάφερνε αυτό που υποσχόταν. "Ελπίζω μόνο ο Βασιλιάς μου να διαθέτει τόση υπομονή. Και φυσικά η δουλειά απόψε πρέπει να πάει καλά, γιατί ξέρεις πώς σκέφτεται η Τρυφερή και πόσο εύκολα υποψιάζεται." Ο Σοράι έκανε ένα νεύμα σε έναν από τους άντρες του και εκείνος προχώρησε μπροστά και παρέδωσε στον Ακίνδυνο τρεις παπύρους. Ο πρώτος ήταν ένας χάρτης της πόλης με ένα από τα αρχοντικά σημειωμένο. Υπήρχαν επίσης σημειώσεις για περιπόλους της φρουράς της πόλης. Ο δεύτερος ήταν ένα σχεδιάγραμμα του εσωτερικού του κτηρίου. Και ο τρίτος ένα σκίτσο προσώπου. Ο Ακίνδυνος αφού τα μελέτησε όλα έδωσε πίσω τους παπύρους στο πρωτοπαλίκαρο. "Ναι, θυμάμαι ότι έχεις τρομερή μνήμη", σχολίασε ο Σοράι. "Είναι πανεύκολο. Ειδικά με όλες τις πληροφορίες που σου έδωσα. Αν ήταν πιο εύκολο θα σου παρέδιδα το κεφάλι του εγώ ο ίδιος", μειδίασε ο Σοράι ενώ το σώμα του τραντάχτηκε ελαφρά σαν να είχε μόλις πνίξει ένα αυθόρμητο γέλιο. *** Τα πράγματα άρχισαν να έχουν λογική στο μυαλό του Ακίνδυνου. Οι κλέφτες βρίσκονταν στα μαχαίρια με τους δολοφόνους και ένας πόλεμος ήταν έτοιμος να ξεσπάσει. Αποφάσισε να πάει με τα νερά του βασιλιά προς το παρόν. Με την Τρυφερή του ήταν πολύ δύσκολο να ταχθεί. Ούτε και ήθελε όμως να βρίσκετε στο πλευρό του χαμένου. *** Η διαδρομή μέχρι το στόχο του ήταν αρκετά μεγάλη αφού βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης. Έμεινε για λίγο κρυμμένος για να ανιχνεύσει το χώρο και ύστερα προχώρησε μέσα. Το μέρος ήταν ήσυχο. Οι δυο φρουροί γύριζαν γύρω από κτίριο εναλλάξ. Αλλά όλα ήταν εύκολα αφού οι διαδρομές βρίσκονταν στο σχέδιο που του είχε δείξει ο Σοράι. Το παράθυρο από το οποίο μπήκε άνοιξε εύκολα. Βρέθηκε στο μαγειρείο. Και αυτό ήταν στο σχέδιο. Κάποιος από το υπηρετικό προσωπικό θα είχε αφήσει επίτηδες το παράθυρο ανοιχτό. Στην υπόλοιπη διαδρομή του συνάντησε μόνο ξεκλείδωτες πόρτες και κενά σκοτεινά δωμάτια. Στο τελευταίο δωμάτιο κατάλαβε ότι βρισκόταν αρκετός κόσμος μαζεμένος. Δεν υπήρχε φως για να τους δει και ούτε και εκείνοι τον έβλεπαν. Αλλά άκουγε τις αναπνοές τους. Σκέφτηκε να γυρίσει να φύγει, αλλά μετάνιωσε αμέσως. Είχε ακολουθήσει σαν ηλίθιος κατά γράμμα το σχέδιο του Σοράι για να μπει μέσα. Όλο και κάποιος θα τον είχε δει και ο κλοιός τώρα θα έσφιγγε γύρω του. "Φανερώσου Ακίνδυνε", ακούστηκε μια φωνή μέσα από το δωμάτιο. "Ξέρουμε ότι είσαι εδώ. Ο μόνος δρόμος διαφυγής είναι από εκεί που ήρθες και είναι πια κλειστός. Όλες οι υπόλοιπες πόρτες και τα παράθυρα έχουν σφαλιστεί με καρφιά." Η φωνή είχε ένα κρυμμένο δισταγμό. Σίγουρα κλέφτης. Οι κλέφτες πάντα φοβούνταν. Ο φόβος θα έλεγε κανείς ότι ήταν το ναρκωτικό τους. Ένα μαύρο ύφασμα τραβήχτηκε και το φως ενός λυχναριού που πριν ήταν κρυμμένο φώτισε το δωμάτιο. Ο Ακίνδυνος αναγνώρισε τον άντρα που στεκόταν στο κέντρο ως ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Σοράι. Ήταν ο Μπραχίρ. Οι υπόλοιποι ήταν κολλημένοι στον τοίχο με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά τους. Στα πόδια του Μπραχίρ βρισκόταν ένα σακί που περιείχε κάτι στρογγυλό. Κάτι που έσταζε ακόμα κόκκινο. "Είναι αυτό που νομίζω ότι είναι", έγνεψε προς τα κάτω. "Ναι και όχι", αποκρίθηκε ο Μπραχίρ. "Ναι, είναι το κεφάλι αυτού που υποτίθεται ότι θα σκότωνες. Όχι, εσύ ήσουν το εναλλακτικό σχέδιο αν δεν πετύχαινε η επιδρομή. Ο Σοράι θέλει να σου πώ-". Ο Ακίνδυνος δεν είχε ανάγκη να ακούσει άλλα. Όσο διένυε πεζός την πόλη ο πόλεμος είχε τελειώσει και οι κλέφτες είχαν νικήσει. Ο ίδιος δεν ήταν πια χρήσιμος στο βασιλιά και παρέμενε απλά ως μια εκκρεμότητα. Ήταν ο τελευταίος δολοφόνος ζωντανός στην πόλη. Ήξερε που θα κατέληγε αυτό. Δεν θα τον άφηναν να βγει από κει μέσα ζωντανός και έπρεπε τώρα να πολεμήσει για τη ζωή του. Μηδένισε την απόσταση που τον χώριζε με τον Μπραχίρ και τον κάρφωσε στο μάτι. Ύστερα τινάχτηκε προς το παράθυρο ελπίζοντας να το βρει ανοιχτό. Το μάνταλο έσπασε και ο Ακίνδυνος βρέθηκε στον αέρα αφού το δωμάτιο βρισκόταν στον όροφο. Άφησε το μαχαίρι του να πέσει για να βάλει κάτω τα χέρια του και να προσγειωθεί με μια τούμπα στο έδαφος. Όταν σηκώθηκε άοπλος μια σκοτεινή φιγούρα έπεσε πάνω του, βγαίνοντας από τους θάμνους του κήπου. Ο Ακίνδυνος τον αφόπλισε εύκολα και ταυτόχρονα ξερίζωσε την καρωτίδα του. Ύστερα τίναξε το μαχαίρι του νεκρού προς τα πάνω. Μια στιγμή αργότερα ο κλέφτης που είχε επιχειρήσει το άλμα προσγειώθηκε άτσαλα μπροστά του. Ο Ακίνδυνος τον κλώτσησε αμέσως σπάζοντάς του το σβέρκο και πήδηξε μπροστά πιάνοντας το δικό του μαχαίρι που είχε αφήσει. Αμέσως μετά κύλησε με το πλάι στο χώμα για να βουτήξει μέσα στους κοντινότερους θάμνους. Βέλη πέρασαν δίπλα και πάνω του. Δεν τον έβλεπαν, αλλά συνέχισαν να ρίχνουν μέσα στους θάμνους. Και τελικά παρόλο που είχε ξαπλώσει κάτω κάποιος θα τον πετύχαινε έστω και στην τύχη. Το να σηκωθεί να τρέξει δεν ήταν επίσης καλή ιδέα. Ποιος ξέρει πόσους είχε στείλει ο Σοράι σε αυτό το μέρος; Τουλάχιστον αν σηκωνόταν μπορεί να σκότωνε έναν ή δύο αλλά έτσι θα πέθαινε πιο γρήγορα.. *** Σε λίγο κραυγές πόνου ακούστηκαν κοντά του. Και κανείς πια δεν έριχνε στους θάμνους. Ότι και να συνέβαινε είχε σκοπό να συμμετάσχει στο σκοτωμό. Έπιασε μια χούφτα χώμα στην αριστερή παλάμη και τινάχτηκε απότομα για να βρεθεί δίπλα σε μια ομάδα τεσσάρων κλεφτών που πλησίαζαν προς το μέρος του ψάχνοντας στους θάμνους. Κάρφωσε τον κοντινότερο στα πλευρά και εκσφενδόνισε την άμμο στο πρόσωπο του διπλανού του. Πρόλαβε να καρφώσει τον τυφλωμένο στο στήθος με εκείνον να ανεμίζει το δικό του μαχαίρι στην τύχη. Οι δύο που απέμειναν προσπάθησαν να βρεθούν στις δυο πλευρές του για να έχει την ευκαιρία ένας από αυτούς να τον χτυπήσει πισώπλατα. Το σχέδιο όμως δεν ευώδωσε αφού αυτός που κινιόταν στα δεξιά του έπεσε χτυπημένος από βέλος στην πλάτη μια στιγμή αργότερα. Ο τελευταίος πανικοβλήθηκε και άρχισε να τρέχει, αλλά ο Ακίνδυνος δεν είχε καμία όρεξη να τον κυνηγήσει. Αντίθετα κοίταξε γύρω του για να δει ποιοι τον βοηθούσαν. "Είσαι ένα σπάνιο θέαμα Ακίνδυνε", άκουσε μια γυναικεία φωνή δίπλα του. "Όμως θα πρέπει να τους αφήνεις και λίγο να υποφέρουν." Γύρισε να δει τη σκιερή φιγούρα σχεδόν να χορεύει αποφεύγοντας τα πάντα. Εκείνη άφηνε όλους τους αντιπάλους της να υποφέρουν. Οι μεταλλικές λάμψεις που εξείχαν από τα δάχτυλά της χάιδευαν τη σάρκα κόβοντας αρκετές αρτηρίες για να προκαλέσουν θανάσιμη αιμορραγία, αλλά ποτέ ακαριαίο θάνατο. Οι δολοφόνοι που είχε φέρει μαζί της αντάλλασσαν βέλη με τους κλέφτες. "Αν έχεις ένα σχέδιο να φύγουμε από εδώ υπόσχομαι να το σκεφτώ," φώναξε προς το μέρος της. "Πάμε να φύγουμε παιδιά", φώναξε η Τρυφερή. "Αρκετά" Αυτή η μάχη δεν είχε νόημα πια ούτως ή άλλως. Οι εναπομείναντες κλέφτες είχαν οχυρωθεί μες στο σπίτι και δεν θα τους έβγαζαν από εκεί πριν το πρωί. Ο ήλιος δεν θα αργούσε να ανατείλει και όσα λεφτά και αν είχε δώσει ο Σοράι στον αρχηγό της φρουράς δεν μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια με δυο κανονικούς πολέμους να έχουν συμβεί στην πόλη του. *** Αρκετά αργότερα ο Ακίνδυνος, η Τρυφερή και μισή ντουζίνα από τους δολοφόνους της έφταναν και πάλι στα καταγώγια. "Επιτέθηκαν στο αρχηγείο και τους σκότωσαν όλους", είπε η Τρυφερή. "Όχι όμως χωρίς τρομερές απώλειες. Προτίμησα να πάρω τους καλύτερους μαζί μου και να ανταποδώσω το χτύπημα στην έπαυλη. Και να σώσω εσένα φυσικά." "Έχασες σχεδόν όλο σου το στρατό. Γιατί να σώσεις εμένα", ρώτησε ο Ακίνδυνος. "Μα είσαι ο πρώτος μου δολοφόνος. Πιστός μέχρι το τέλος. Η αλήθεια είναι πως αυτή η πόλη πάντα ήταν μικρή για μένα. Έπρεπε να γίνει κάτι τέτοιο για να το πάρω απόφαση να φύγω. Σκέφτομαι να πάω στην πρωτεύουσα και θέλω ικανούς και πιστούς ανθρώπους μαζί μου. Υπολόγιζα σε σένα Ακίνδυνε να εκπαιδεύσεις ένα στρατό δολοφόνων για την καινούρια μου οργάνωση." Σοράι ανόητε, σκέφτηκε ο Ακίνδυνος. Τώρα τίποτα δεν την σταματάει. Τα μάτια του στράφηκαν στο πλάι και η δεξιά του παλάμη του έκλεισε γύρω από τη λαβή του όπλου του. Τίναξε τη λεπίδα προς το λαιμό της, όμως το μαχαίρι του έπεσε από την ανοιχτή παλάμη του, αφού με μια κίνηση η Τρυφερή είχε σκίσει τον καρπό του μέχρι βαθιά κόβοντας τους τένοντες. Τα μεταλλικά νύχια της μετά βυθίστηκαν στο στήθος του. Ο Ακίνδυνος παραπάτησε και έπεσε με την πλάτη. Όλα τα βήματά του τον είχαν φέρει ως εκεί και κάθε ηθικό στραβοπάτημα σε αυτήν την τελευταία πτώση. Ήταν νεκρός. Edited October 8, 2005 by Nihilio Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
OxAp0d0 Posted July 2, 2005 Share Posted July 2, 2005 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.