Jump to content

Write off #12 (Atrelegis vs Asgaroth)


Atrelegis
 Share

Recommended Posts

Με βαση την εισαγωγή του Νοrtherain, θα διαγωνιστούμε συγγραφικά. Κάθε ψήφος σας, μετράει...

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ελπίζω αυτό να σας βοηθάει.

 

 

Πρόλογος

 

Το παράθυρο έσπασε. Ο Εδουάρδος κύλησε στο σκληρό πεζοδρόμιο και κατέληξε στην τραχιά άσφαλτο του δρόμου. Γυαλιά είχαν πεταχτεί παντού· ορισμένα τον είχαν σκίσει στα χέρια ή στο πρόσωπο. Αίμα έτρεχε πάνω στ’αριστερό του μάγουλο, καθώς ανασηκωνόταν στα τέσσερα. Τα πλευρά του του έριξαν μια δυνατή σουβλιά, αλλά δε νόμιζε ότι ήταν σπασμένα, δόξα τοις θεοίς.

 

Η πόρτα του εστιατορίου άνοιξε, με πάταγο. Οι μεντεσέδες της παραλίγο να βγουν απ’τη θέση τους. Ο Εδουάρδος ύψωσε το βλέμμα και είδε τον άντρα που τον είχε εκπαραθυρώσει. Ήταν ψηλός και σιδηρόσαρκος: το δεξί του χέρι ήταν καμωμένο από μπρούτζο, που γυάλιζε στο φως των λαμπών του δρόμου· το αριστερό μέρος του στήθους του ήταν ατσάλινο· και τα δυο του πόδια ήταν από άργυρο, το δεξί από το γόνατο και κάτω, το αριστερό από τον μηρό. Το αριστερό του μάτι είχε αντικατασταθεί από έναν πορφυρό κρύσταλλο που έκανε κυανούς ιριδισμούς και ήταν πλαισιωμένος από ένα σιδερένιο πλαίσιο, πάνω στο οποίο υπήρχαν καλώδια και μικρά φωτάκια διαφόρων χρωμάτων. Από τη μέση του κρεμόταν ένα σπαθί.

 

«Βλέπεις το φεγγάρι;» Ο σιδηρόσαρκος ύψωσε το μπρούτζινό του χέρι, για να το δείξει.

 

Ο Εδουάρδος το κοίταξε, με τις άκριες των ματιών του. Ήταν ολόγιομο και φωτεινό, αλλά η φωτεινότητά του χανόταν μέσα στα φώτα της πόλης.

 

«Δες το καλά,» είπε ο σιδηρόσαρκος. «Θα είναι το τελευταίο φεγγάρι που βλέπεις...» Και, τραβώντας το ξίφος του, βάδισε προς τον Εδουάρδο, που ακόμα βρισκόταν στα τέσσερα κι αισθανόταν σαν το χταπόδι που το έχουν μόλις χτυπήσει στα βράχια.

 

Έβαλε το χέρι του μέσα στην μαύρη του κάπα, ψάχνοντας για το όπλο που κρυβόταν εκεί...

Link to comment
Share on other sites

Thank yer noble bard...i shall write right away.

Ρικο και Northerain συγνώμη ρε παιδιά αλλά περιμένουμε πόσες μέρες.Ελπίζω να μη προσβληθήκατε.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Να και η δική μου συμμετοχή:

 

Σύρθηκε προς τα πίσω αδέξια, το δεξί του χέρι άχρηστο και το άλλο χωμένο μέσα στις πτυχές της κάπας, αναζητώντας τη λαβή του φωτοκρουστικού του ρεβόλβερ.

Ο Φύλακας τον πλησίαζε, τα βήματά του βαριά σαν νεκρώσιμες καμπάνες, ραγίζοντας τα βότσαλα που έστρωναν τον δρόμο. Καθώς ο Εδουάρδος τραβούσε το όπλο του, η γροθιά του γιγαντόσωμου αντιπάλου του τον σήκωσε σαν να ήταν σκιάχτρο, συνθλίβοντας τον λαιμό του ανάμεσα στα δάχτυλά του. Ενστικτωδώς, τράβηξε τη σκανδάλη, απελευθερώνοντας δύο ριπές. Οι γυάλινες επιστρώσεις έσπασαν με την πρόσκρουση, απελευθερώνοντας το θανατηφόρο φως τους και ο Φύλακας τον τίναξε πίσω, ξαφνιασμένος από το αναπάντεχο χτύπημα.

Ο άνδρας δοκίμασε να σηκωθεί, αλλά κατέληξε να σέρνεται άμυαλα στο έδαφος, η όρασή του εγκλωβισμένη σε ένα καλειδοσκόπιο από γκρίζο και γαλάζιο. Όταν το βλέμμα του καθάρισε, κοιτούσε τον αντίπαλό του καταπρόσωπο.

«Δεν θυμάμαι όμως να μου είπε κανείς ότι δεν μπορώ να το απολαύσω…»

Το χαμόγελό του ήταν το τελευταίο πράγμα που διέκρινε, καθώς τα πόδια του ξεκόλλησαν με κτηνώδη μανία από το έδαφος και εκσφενδονίστηκε με τη ράχη του πάνω στον κοντινό τοίχο. Οι σπόνδυλοι μετακινήθηκαν, εκδηλώνοντας αυτή τους την κίνηση εν χωρώ με έναν ξερό ήχο που συνοδευόταν από το σπάσιμο των πλευρών του. Αίμα γέμισε τα μάτια και το στόμα του, πόνος κατέλαβε τις αισθήσεις του και τον ακινητοποίησε σα νοητική μέγγενη.

Τα λόγια του Φύλακα χάνονταν μέσα στη βοή που γέμιζε τα αυτιά του και το τεράστιο περίγραμμα ήταν μία ακαθόριστη κηλίδα κάπου στο βάθος του αιματοβαμμένου οπτικού του πεδίου. Τα πάντα για τον Εδουάρδο έμοιαζαν μακρινά εκείνη τη στιγμή, παγιδευμένα σε αργή κίνηση. Ψαχούλεψε ανήσυχα, ζητώντας ένα όπλο. Τα δάχτυλά του έκλεισαν γύρω από ένα θραύσμα γυαλιού που το ένιωσε να κόβει τη σάρκα του, σπαταλώντας το πολύτιμο αίμα που του απέμενε. Όταν ο Φύλακας τον άρπαξε και πάλι, ο Εδουάρδος αντέδρασε με απρόσμενη ταχύτητα, στέλνοντας το θραύσμα μέσα από το μοναδικό του μάτι, κατευθείαν στον εγκέφαλό του.

Ο Φύλακας απέμεινε για λίγο ακίνητος, σαν να αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει τον θάνατό του, ενώ το ημίρρευστο υλικό του ματιού του κυλούσε προς το στήθος του, ανακατεμένο με το μαύρο ιχώρ, το υλικό που κινούσε τα μηχανικά του μέλη. Έπεσε πίσω, τσακίζοντας τον δρόμο και χάθηκε στο σκοτάδι κάτω από την Πόλη.

Ο Εδουάρδος δοκίμασε να γυρίσει και ξέρασε αίμα. Απόρησε με την ίδια του την αντοχή, καθώς έκανε έναν πρόχειρο απολογισμό της κατάστασής του. Ένα τσακισμένο χέρι, μία σπασμένη σπονδυλική στήλη. Είχε περάσει και χειρότερα. Ένιωθε τα πλευρά του να χοροπηδάνε μέσα από το δέρμα του, σαν ανήσυχα τρωκτικά. Άρχισε να γλύφει το ίδιο του το αίμα, γεμίζοντας το στόμα του με χολή. Συγκράτησε το κύμα ναυτίας του. Χρειαζόταν όσο από αυτό ήταν ακόμη υγρό, προτού ξεραινόταν και του ήταν πια άχρηστο.

Για άλλη μια φορά, θα έπρεπε να τρέξει.

Συγκέντρωσε την προσοχή του στο σώμα του, στο εσωτερικό του. Με μία αγωνιώδη κραυγή, οδήγησε τα οστά του στη θέση τους. Το σώμα του συσπάστηκε από το σοκ, καθώς άρχισε να ανασυγκροτείται. Σηκώθηκε παραπατώντας, θεραπευμένος αλλά εξαντλημένος. Ήθελε να τρέξει, αλλά δεν υπήρχε πια νόημα για κάτι τέτοιο στην Πόλη. Δεν θα υπήρχαν κυνηγοί, κανείς δε θα έστελνε άλλους Φύλακες πίσω του. Είχε μάλλον σκοτώσει και τον τελευταίο από αυτούς.

Έπεσε και πάλι κάτω, το σώμα του ανίκανο να υπακούσει στις εντολές του. Απέμεινε να κοιτάζει ψηλά, τον κατάμαυρο ουρανό με το ένα απόμακρό του άστρο και το μελαγχολικό του φεγγάρι, προϊόν μίας γιγάντιας προβολής στον ουρανό της Πόλης. Αυτή ήταν η μοναδική θέα που δικαιούνταν αυτός ο κόσμος, κλεισμένος εκούσια στην μικρή, ετοιμοθάνατη πραγματικότητά του χιλιάδες χρόνια τώρα. Θυμόταν ακόμη την ημέρα που έπεσαν τα αστέρια, μία βροχή από ασήμι, η τελευταία ανάμνηση που άφησαν τα παιδιά της Σελήνης στους κατοίκους του. Θυμόταν ακόμη εκείνη την τελευταία Ημέρα, όταν το φως τους Ήλιου πια ήταν πιο αδύναμο και ωχρό από κερί, προτού γερασμένος πέσει στη δύση, αφήνοντας πίσω του τη Νύχτα.

Δεν υπήρχε κανένας άλλος ήχος, παρά ο χτύπος της καρδιάς του. Αργός, αδύναμος όπως πάντα, με τον ίδιο τελεσίδικο τόνο που είχε από τη μέρα που ασπάστηκε τη Νύχτα, ο μόνος σύντροφός του στον Ύπνο. Για πρώτη φορά μετά από καιρό διαπίστωσε πόσο χρειαζόταν τη σύντομη εκείνη γεύση τη Λήθης, να αποζητήσει την κρύα αγκαλιά του χώματος και την μυρωδιά του ξύλου και της σαπισμένης σάρκας, ενώ θα βυθιζόταν στον προσωπικό του θάλαμο σιωπής. Τα ερεθίσματα, οι αισθήσεις, οι αναμνήσεις γίνονταν μακρινές φωνές τότε, μία μάζα λησμονιάς με μόνη συντροφιά τον ήχο της καρδιάς του.

Υψώθηκε με δυσκολία, περπατώντας με προσεκτικά βήματα, σαν το ίδιο το έδαφος να ζητούσε να τον αρπάξει αν παραστρατούσε από κάποιο μυστικό μονοπάτι. Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Η ζωή στην Πόλη είχε από καιρό χαθεί, τα θηράματα είχαν εξαντληθεί. Η Νύχτα είχε φέρει και την τελευταία πράξη, την τελεσίδικη αυλαία στο κυνήγι. Οι Εκστασιαστές είχαν πια χάσει τη μεγάλη τους γιορτή για να παραδοθούν, το νέκταρ είχε πια εξαντληθεί από τις κούπες του. Η Δίψα τους είχε παρασύρει στην παρακμή. Οι Χώροι του Αίματος είχαν πια αδειάσει, οι δεξαμενές τους είχαν πια μόνο τη σκουριά και την ανάμνηση του αίματος μέσα τους, καθώς κατέρρεαν όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα στους μαρμάρινους θόλους, τώρα στρωμένοι με βρωμιά και τα απομεινάρια όσων είχαν άδικα αποζητήσει τη γεύση του περιεχομένου τους.

Άλλοι είχαν αναζητήσει την φυγή στο Διάστημα, οδηγώντας πλοία από γυαλί, αλλά δεν υπήρχαν πια τόποι για κυνήγι, μόνο το Κενό και η Δίψα. Τα άστρα είχαν από καιρό σβήσει, τα θηράματα είχαν πεθάνει με τους πλανήτες τους. Κανείς τους δεν είχε γυρίσει.

Οι μόνοι που είχαν πια απομείνει ήταν οι Φύλακες και εκείνοι που είχαν επιλέξει τον τελικό Ύπνο, την διαρκή Λήθη, μέχρι που πια τα σώματά τους να γίνονταν σκόνη, οι ψυχές και οι αναμνήσεις τους το θρόισμα των νεκρών φύλλων ενός παλιού βιβλίου που το καταπίνει η έρημος, δίχως καν την ανάμνηση των αναγνωστών το να το κρατήσει ζωντανό. Μερικές φορές αναδυόταν στην ανάμνησή του, δερματόδετο, το βελούδινο εξώφυλλό του στολισμένο με έναν τίτλο από χρυσά γράμματα, τυλιγμένο με τη βαριά μυρωδιά του κατεργασμένου δέρματος. Όμως ο τίτλος πάντα τρεμόπαιζε στα όρια της αντίληψης, το βελούδο σκιζόταν, τα γράμματα έπεφταν και η μυρωδιά γινόταν γλυκιά, αυτή της σήψης. Πολλές φορές είχε ταράξει αυτή η ανάμνηση τον ύπνο του, περισσότερες ακόμη στον Ύπνο αναζητούσε το βιβλίο, όμως ήξερε πως δε μπορούσε να κάνει τίποτε για αυτό.

Είχε στερηθεί τον ήλιο και τη ζωή. Σε αντίθεση όμως με την Πόλη, είχε δεχτεί το τέλος.

Άρπαξε έναν φανοστάτη ζητώντας στήριγμα. Κοίταξε το χέρι του, τη μαύρη κηλίδα που αποτελούσε το πειστήριο του ευγενούς άθλου του. Το μελάνι από την πένα του, το μέσο με το οποίο θα απέδιδε την ιδέα, θα διέσωζε τις αναμνήσεις του από τη Λήθη, την Κιβωτό που θα μετέφερε τις γνώσεις του πέρα από το Τέλος.

Σαν ανταμοιβή, είχαν στείλει τον Φύλακα.

Δεν υπήρχε πια χώρος για αθανασία πια στον κόσμο, ούτε για αναμνήσεις. Οι χώροι που οι παλαιότεροι αποθήκευαν τις αναμνήσεις τους είχαν πια χαθεί, οι γνώσεις ήταν πια στάχτη. Δεν υπήρχε πια χώρος για συγγραφείς, η Μουσική είχε από καιρό σιγήσει. Αυτά ήταν πια πράγματα που ανήκαν στη Γιορτή.

Όμως η Γιορτή είχε από καιρό τελειώσει.

Το αίμα στο στόμα του είχε μία ξερή υφή, όπως και αυτό στις φλέβες του. Το ένιωθε να κυλά σαν κόκκοι άμμου στην κλεψύδρα του σώματός του, από τη ζωή στο θάνατο. Η αρρώστια τον κατέτρωγε. Σύντομα, όταν πια το αίμα θα είχε ξεραθεί θα σάπιζε από μέσα, έχοντας πλήρη συνείδηση του γεγονότος. Το δέρμα του θα έπεφτε σα σκισμένο χαρτί και τα αδύναμά του κόκαλα θα έσπαζαν, καθώς θα έπεφτε, άψυχος πλέον στον δρόμο, για να παρασυρθεί από μία ριπή ανέμου στο Κενό, ένα σύννεφο από στάχτες, νεκρός όπως και τα βιβλία του, απαλλαγμένος από το μαρτύριο του κόσμου.

Είναι τόσο εύκολο να εγκαταλείψεις…

Το κυνηγετικό του ένστικτο τον κέντρισε στο πίσω μέρος του μυαλού του και χώθηκε ενστικτωδώς στις σκιές. Η ανάμνηση της μυρωδιάς του αίματος γέμισε το χώρο. Κάποια τολμούσε να διασχίσει τους δρόμους της Πόλης. Το Κυνήγι έδωσε φτερά στα πόδια του, φωτιά στα μάτια του. Οι αισθήσεις του απέκτησαν μία νέα διάσταση, ο κόσμος είχε πια τη χροιά του φόνου. Κάθε ερέθισμα ήταν από μόνο του μία νέα πραγματικότητα, με την οποία βρισκόταν σε απόλυτη αρμονία.

Κινήθηκε με απίστευτη ταχύτητα, άπιαστος και αθόρυβος όπως παλιά, μία αβέβαιη θολούρα με τη δύναμη παιδικού εφιάλτη και βύθισε τα δόντια του στο λαιμό της, ρουφώντας αχόρταγα τη ζωή της. Ήταν αίμα κλώνου, αδύναμο και πηχτό, αλλά το αφομοίωσε. Οι φλέβες του αγαλλίασαν με αυτό το ξαφνικό δώρο, η παλιά του δύναμη αφυπνίστηκε μέσα του. Οι μυς του έγιναν σκληροί σαν ατσάλι και τα οστά του έπλεξαν μία αδιαπέραστη πανοπλία μέσα του. Η Πόλη ήταν και πάλι ο τόπος του Κυνηγιού, η γυναίκα το πρώτο του θήραμα στο ξεκίνημα της Νύχτας. Δεν ήξερε πόσο θα κρατούσε αυτή η έκσταση, αλλά αυτή τη φορά θα το τολμούσε.

Θα έφευγε από την Πόλη.

Όρμησε ασταμάτητος σαν στρόβιλος ανάμεσα στα κτήρια, με τον ήχο των βημάτων του να ακολουθεί μερικές στιγμές πίσω του. Ήταν και πάλι ένας δαίμονας, η προσωποποίηση του αρχαίου μύθου από όπου καταγόταν, μία υλοποίηση του μύχιου φόβου του θανάτου και της ανίερης υπέρβασής του. Χαμογέλασε, αποφασίζοντας να μη σπαταλήσει τη λίγη του δύναμη γελώντας.

Ο θόλος που έκλεινε μέσα του την πόλη ορθώθηκε μπροστά του, σε μία απόπειρα να ανακόψει την πορεία του αλλά δεν τον σταμάτησε. Τίποτα πια δε θα τον σταματούσε. Με ένα σάλτο πέρασε από μέσα του, τα θραύσματα του πλαισιώνοντάς τον, ο μανδύας της ελευθερίας του ένας μαύρος μανδύας που έγινε ένα με το Κενό που το αγκάλιασε.

Μία ξεχασμένη ριπή ανέμου άνεμου τον παρέσυρε, στέλνοντάς τον στην καρδιά του τελευταίου Ήλιου που τον κατάπιε λίγο προτού σβήσει.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ατρελέγκιε ζητώ συγνώμη μα με κάλεσαν για να εμφανιστώ για παρουσίαση στη σχολή και το write-off μου είναι μισοτελειωμένο.Θα φύγω την Παρασκευή για Σαλονίκη και το Σάββατο Αθήνα για να παρουσιαστώ την Δευτέρα...Εκεί δεν θα μπορώ να βγω ή να επικοινωνίσω για 30 μέρες.Παρεκτός και αν το τελειώσω σήμερα...Αλλιώς θα πρέπει να το αφήσουμε stand-by.Ζητώ ξανά συγνώμη γιατί προκλήθηκε από δική μου αμέλεια και αναβλητικότητα.Θα είμαι πάντως στο meeting για να με κράξεις

Link to comment
Share on other sites

Όχι ρε συ... :sweatdrop:

(Rolls Temperance)

Δεν πειράζει... :angry:

(Σφίγγει δόντια)

Θα τα πούμε... :ranting:

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Οι 30 μερες περασαν προ πολλου,περασαν και τα γενεθλια σου,ανεβηκες και στην ιδιαιτερη πατριδα αλλα τον Ατρελεγκις και το ραητ-οφ...στο φτυσιμο ε;Καλα...

Link to comment
Share on other sites

Άσε ρε έχω φάει απίστευτη πίκρα με το θέμα...

 

Δε με καταδέχεσαι ε;

Link to comment
Share on other sites

  • 5 years later...

Εντάξει...άργησα λιγάκι...Σήμερα το πρωί όμως μου ήρθε έκλαμψη και την έγραψα σε 10 λεπτά..η αλήθεια είναι πως ποτέ δε το ξέχασα....

 

 

 

 

 

Σημαντικό και χρήσιμο θα ήταν όμως να γυρίσουμε πίσω σε ένα λιγότερο...δραματικό σκηνικό. Στη Γλασκώβη λοιπόν, σε ένα μαγαζάκι,χωμένο σε ένα γραφικό σοκάκι με πλακώστρωτο. Ο Εδουάρδος μπροστά μας,με μερικές λίρες Αγγλίας στο χέρι, στέκεται δίπλα στον πάγκο του καταστήματος. Από την άλλη, ο καταστηματάρχης γεμίζει με σωληνάρια μπογιάς και μολύβια μια τσάντα μπροστά του.

 

Αλλά ίσως θα έπρεπε να πάμε ακόμα πιό πίσω για να συγκινήσουμε τον φίλο αναγνώστη και να τον κάνουμε να καταλάβει το δράμα του κυρίου Εδουάρδου. Πετάμε λοιπόν πάνω από τη Γλασκώβη,ψηλά, πάνω από τα σύννεφα. Μένουμε εκεί πηγαίνοντας μερικά χρόνια πίσω στο χρόνο και κατεβαίνουμε πιο νότια σε ένα σχολείο στο Πλύμουθ.

 

Μια δασκάλα έκλπληκτη από το ζωγραφικό ταλέντο ενός νεαρού Εδουάρδου, να προσπαθεί να πείσει την μητέρα του να τον αφήσει να ακολουθήσει μια καλλιτεχνική πορεία.Η μητέρα του αρνείται κατηγορηματικά.

 

Είχε ζωγραφίσει ένα κόκκινο τροπικό πουλί ..Νόμισε πως το είδε έξω από το παράθυρό του όταν γυρίσαν σπίτι..Ξανά κάποια στιγμή στο μάθημα της στατιστικής στο πανεπιστήμιο νόμισε πως το είδε να χτυπά στο τζάμι. Έμοιαζε τόσο με αυτό που είχε σχεδιάσει τότε...Ίσως και όχι...

 

Με τις λιγοστές αυτές εικόνες εμφωλευμένες πλέον στο μυαλό του αναγνώστη, βρίσκουμε τον Εδουάρδο σκυμμένο πάνω από το γραφείο του να βάζει τα νέα του αποκτήματα σε χορό με παρτενέρ τα δάχτυλά του...Ξύσματα κάτω..μπογιά στα χέρια του..Πεταμένα σκίτσα κάτω..Μιά πόλη...Μιά γέφυρα. Σε ένα σκίτσο πάνω στο κρεβάτι, ένα παράξενο πλάσμα με μια μικρή λεζάντα. Θεότητες, ναοί...Μέσα στο μυαλό του Εδουάρδου στροβιλιζόταν μια καινούργια ύπαρξη...Κανείς δε θυμάται πότε την ακριβή στιγμή που αποκοιμήθηκε αλλά ο αναγνώστης θα μπορούσε να δει τον Εδουάρδο σωριασμένο πάνω στα σχέδιά του την στιγμή αυτή.

 

Η πόρτα του περίεργου μέρους άνοιξε και στο χώρο μπήκε ένα..πλάσμα.Ο Εδουάρδος βλεφάρισε και το κοίταξε έκπληκτος. Το πλάσμα του σκίτσου...Η λεζάντα. “Σιδηρόσαρκος”..Χαμήλωσε το βλέμμα του.Φορούσε τα...ρούχα που είχε σχεδιάσει και μέσα από την κάπα του είχε το όπλο! “Μοριακή Βαλιστρίδα” η λεζάντα της...Το πλάσμα τον κοιτούσε και αυτό. Όπως και όλα τα άλλα (!) τριγύρω. Μια αισθησιακή άρπυα. Σκουρόχρωμοι γιοί του Νείλου...ένας τερατόμορφος Μαρκήσιος..

 

Ο σιδηρόσαρκος κινήθηκε γοργά προς τον Εδουάρδο και πριν αυτός προλάβει να πισωπατήσει, βρέθηκε στον αέρα να περνά από το παράθυρο του εστιατορίου, θρυμματίζοντάς το και να προσγειώνεται σε μια σκηνή γνώριμη για τον αναγνώστη.Ο οποίος ίσως και να αντιλαμβάνεται την σύγχιση,την έκπληξη και όλως περιέργως τον ενθουσιασμό παρόλο τον πόνο, όταν ο Εδουάρδος είδε το αίμμα του στην άσφαλτο.

 

Το όπλο είχε πέσει τελικά ακριβώς μπροστά του. Όρμησε προς αυτό αγνοώντας τις σουβλιές πόνου και πριν το ατσάλινο χέρι που άπλωνε ο σιδηρόσαρκος τον αγγίξει, έριξε...Τίποτα.. Μάλλον τίποτα δεν ακούστηκε, γιατί στο στήθος του σιδηρόσαρκου υπήρχε μια τρύπα από την οποία ξεπεταγόντουσαν σπίθες και κρεμόντουσαν άψυχα καλώδια.

 

Το πλάσμα έκανε δύο βήματα προς τα πίσω και γονάτισε. Ο Εδουάρδος έχοντας χάσει κάθε πίστη που μπορεί να είχε στη διπλωματία από το παράθυρο και μετά, σηκώθηκε αμέσως και άρχισε να τρέχει. Ένιωσε το σπαθί του σιδηρόσαρκου να στέλνει ένα ρεύμα αέρα, καθώς πέρασε χιλιοστά από την πλάτη του. Ο σιδηρόσαρκος ,που το τραύμα του δεν φάνηκε να τον ενοχλεί και τόσο, τον ακολούθησε. Έτρεχε αρκετά γρήγορα παρ όλα τα μεταλλικά του μέλη.

 

Ο Εδουάρδος έστριψε σε ένα στενό και σκαρφάλωσε σε μια σκάλα που τον οδήγησε στην σκεπή ενός κτηρίου. Από εκεί πήδηξε στο απέναντι κτίριο και κοίταξε πίσω του για να δει αν ξέφυγε.

 

Έντρομος είδε τον σιδηρόσαρκο να ανεβαίνει κι αυτός, με το πορφυρό του μάτι να λάμπει κοιτώντας κατ ευθείαν τον Εδουάρδο.

 

«Να πάρει!»ξεφώνησε ο Εδουάρδος και συνέχισε το τρέξιμο και τα άλματα από σκεπή σε σκεπή. Δεν τολμούσε να κοιτάξει πίσω, μα άκουγε τον μουντό ήχο των μεταλλικών ποδιών του σιδηρόσαρκου. Το αναθεματισμένο φεγγάρι φώτιζε σαν προβολέας και ο Εδουάρδος δεν μπορούσε να κρυφτεί πουθενά. Έφτασε τρέχοντας στην άκρη του κτηρίου και σταμάτησε απότομα κοιτώντας το κενό..Πραγματικά το κενό..Κενός λευκός καμβάς...Μεταλλικά βήματα πίσω του...Ο Εδουάρδος πήρε φόρα και πήδησε στο λευκό κενό...Στο βαθύ λευκό ενός κενού καμβά...

 

 

Link to comment
Share on other sites

Άντε ρε παιδιά, μας ξεχάσατε;Που είναι η εισαγωγή;

Παρεκτός και αν το τελειώσω σήμερα.
συγνώμη ρε παιδιά αλλά περιμένουμε πόσες μέρες.Ελπίζω να μη προσβληθήκατε.

Spot the irony

:mf_sherlock:

 

Νομιζω του Ατρελε ειναι πιο πληρες ενω του Ασγαροθιου αν και μου αρεσε καπως παραπανω ειναι λιγο λειψη.Ισως φταιει που την εγραψε βιαστικα για να προλαβει την προθεσμια.

Edited by heiron
Link to comment
Share on other sites

"Ισως φταιει του την εγραψε βιαστικα για να προλαβει την προθεσμια."

 

loled

Link to comment
Share on other sites

Κάλλιο αργά παρά ποτέ πού λένε.

 

Το poll που είναι, ρε παιδιά; :lol:

Link to comment
Share on other sites

δε θυμάμαι αν υπήρχαν poll το 2005 στο sff...

 

Ουάου! Ένα ζωντανό απολίθωμα από το μακρινό παρελθόν.

Τώρα κι αν φτιάχτηκα. Θα το διαβάσω οπωσδήποτε.

Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα changed the title to Write off #12 (Atrelegis vs Asgaroth)

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..