Jump to content

Παραφροσύνες


Βάρδος

Recommended Posts

Χμ... δεν μου άρεσε, μου λείπει το θηρίο... :crybaby:

 

ΥΣ: Τα τελευταία 5 posts από πάνω μου είναι σπάμ. Πρέπει να σβηστούν. Μπέ.

Edited by Lord_Velkion
Link to comment
Share on other sites

  • Replies 247
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • Βάρδος

    112

  • heiron

    23

  • brave

    21

  • Orpheus

    14

Παραφροσύνες (1)

Παραφροσύνες (2)

Παραφροσύνες (3)

Παραφροσύνες (4)

Παραφροσύνες (5)

Παραφροσύνες (6)

Παραφροσύνες (7)

Παραφροσύνες (8)

Παραφροσύνες (9)

Παραφροσύνες (10)

Παραφροσύνες (11)

Παραφροσύνες (12)

Παραφροσύνες (13)

Παραφροσύνες (14)

Παραφροσύνες (15)

Παραφροσύνες (16)

Παραφροσύνες (17)

Παραφροσύνες (18)

Παραφροσύνες (19)

Παραφροσύνες (20)

Παραφροσύνες (21)

 

 

 

 

 

Παραφροσύνες (22)

 

 

 

Ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια μουρμούρισε τρεις λέξεις δύναμης, και ο κρυστάλλινος πομπός δίπλα απ’το τιμόνι φώτισε, μ’ένα γαλανό φως, το εσωτερικό του οχήματος. Συγχρόνως, ένας βόμβος άρχισε ν’ακούγεται.

 

«Τι έκανες εκεί;» ρώτησε η γυναίκα, που ήταν καθισμένη οκλαδόν στον δερμάτινο καναπέ, στη δεύτερη σειρά θέσεων. Στα χέρια της κρατούσε ένα μακρύ, μαύρο τουφέκι, έχοντάς το υψωμένο στο επίπεδο του ώμου και σημαδεύοντας έξω απ’το παράθυρο. Το ένα της μάτι ήταν κλειστό, ενώ το άλλο κοιτούσε μέσα από τον σκοπευτήρα.

 

«Προσπαθώ να επικοινωνήσω με κάποιον… αλλά δε φαίνεται να τα καταφέρνω,» αποκρίθηκε ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια. Μουρμούρισε, πάλι, τρεις λέξεις δύναμης· ο κρύσταλλος, όμως, εξέπεμψε μονάχα έναν βόμβο. «Πού βρίσκεται;…» Είπε τρεις λέξεις δύναμης και ο πομπός έπαψε να βομβεί.

 

Η γυναίκα άφησε το τουφέκι στα γόνατά της. «Τι τα θέλεις όλ’αυτά τα όπλα εδώ μέσα;» Πλάι της, στον καναπέ, υπήρχαν δύο πιστόλια, ένα ξίφος, και δύο ξιφίδια.

 

«Μου φαίνονται χρήσιμα, πού και πού. Δοκίμασέ το.»

 

Το ύψωσε ξανά, σκοπεύοντας έξω απ’το παράθυρο. «Πιστεύεις ότι θα μου φανούν κι εμένα χρήσιμα;»

 

«Δεν αποκλείεται.»

 

Το πεντάτροχο όχημα διέσχιζε μια σαβάνα, και σε λιγότερο από εκατό μέτρα απόσταση φαινόταν μια αγέλη από αντιλόπες. Η γυναίκα πάτησε τη σκανδάλη και σκότωσε μία. «Μια χαρά μοιάζει να δουλεύει.» Κατέβασε το όπλο. «Τι συμβαίνει στην Πόλη των Προσωπείων; Πώς ξέρεις ποια είναι η αδελφή σου;»

 

«Δεν είμαι σίγουρος ότι είναι αυτή, αλλά, ναι, πιστεύω πως την έχω βρει. Δεν εξεπλάγη όταν της είπα πως υπάρχει λίθος επάνω στο δαχτυλίδι μου, και δε μου είπε ότι είμαι τρελός όταν επέμεινα. Είμαι βέβαιος πως μπορούσε να τον δει, παρότι προσποιήθηκε πως δεν μπορούσε. Θυμάται, αλλά φοβάται το παρελθόν…»

 

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα.»

 

Ο άντρας ύψωσε το χέρι του. «Βλέπεις το λίθο πάνω στο δαχτυλίδι;»

 

Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Θα έπρεπε;»

 

«Ορισμένοι τον βλέπουν. Εγώ τον βλέπω, η αδελφή μου τον βλέπει. Δεν ξέρω γιατί.» Κατέβασε, πάλι, το χέρι του, κρύβοντας το δαχτυλίδι κάτω απ’το μακρύ μανίκι του μαύρου του χιτώνα.

 

«Τέλος πάντων. Έχεις κάποια εικόνα της αδελφής σου;»

 

«Ναι.» Άνοιξε ένα ντουλάπι κοντά στον κρυστάλλινο πομπό και πήρε από μέσα μια χρυσή θήκη, δίνοντάς τη στη γυναίκα.

 

Εκείνη την άνοιξε. Στο εσωτερικό ήταν μια φωτογραφία. «Όμορφη.»

 

«Ναι, είναι πολύ όμορφη…»

 

Έκλεισε τη θήκη και του την επέστρεψε. «Θα τη βρω. Θα κοιτάξω τα μάτια της και θα δω το πρόσωπό της.»

 

«Σ’ευχαριστώ.» Ο άντρας έβαλε τη χρυσή θήκη στο ντουλάπι και το έκλεισε.

 

«Και για ποιο λόγο μπορεί να χρειαστούμε όπλα;» Ανασήκωσε το τουφέκι.

 

«Υπάρχει κάποιος στην πόλη… κάποιος που τρέφεται από την προσωπιδοφορία. Κάποιος που μπορεί να επιχειρήσει να μας σταματήσει.»

 

«Ποιος;» Η γυναίκα άφησε το όπλο παραδίπλα και πήγε στη θέση του συνοδηγού.

 

«Η ιστορία είναι μεγάλη.»

 

«Δεν προλαβαίνεις να τη διηγηθείς, ώσπου να φτάσουμε;»

 

«Ίσως και να προλαβαίνω.» Τα ρουμπινένια μάτια ατένιζαν τον ορίζοντα της σαβάνας. «Ποιο είναι το όνομά σου;»

 

«Αλύρια. Το δικό σου;»

 

Της είπε.

 

 

 

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.)

Link to comment
Share on other sites

Παραφροσύνες (1)

Παραφροσύνες (2)

Παραφροσύνες (3)

Παραφροσύνες (4)

Παραφροσύνες (5)

Παραφροσύνες (6)

Παραφροσύνες (7)

Παραφροσύνες (8)

Παραφροσύνες (9)

Παραφροσύνες (10)

Παραφροσύνες (11)

Παραφροσύνες (12)

Παραφροσύνες (13)

Παραφροσύνες (14)

Παραφροσύνες (15)

Παραφροσύνες (16)

Παραφροσύνες (17)

Παραφροσύνες (18)

Παραφροσύνες (19)

Παραφροσύνες (20)

Παραφροσύνες (21)

Παραφροσύνες (22)

 

 

 

 

 

Παραφροσύνες (23)

 

 

 

Της διηγήθηκε την ιστορία της Πόλης των Προσωπείων, καθώς επίσης και τη δική του ιστορία· κι εκείνη είδε ότι ήταν αλληλένδετες.

 

 

 

 

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.)

Link to comment
Share on other sites

Παραφροσύνες (1)

Παραφροσύνες (2)

Παραφροσύνες (3)

Παραφροσύνες (4)

Παραφροσύνες (5)

Παραφροσύνες (6)

Παραφροσύνες (7)

Παραφροσύνες (8)

Παραφροσύνες (9)

Παραφροσύνες (10)

Παραφροσύνες (11)

Παραφροσύνες (12)

Παραφροσύνες (13)

Παραφροσύνες (14)

Παραφροσύνες (15)

Παραφροσύνες (16)

Παραφροσύνες (17)

Παραφροσύνες (18)

Παραφροσύνες (19)

Παραφροσύνες (20)

Παραφροσύνες (21)

Παραφροσύνες (22)

Παραφροσύνες (23)

 

 

 

 

 

 

 

Παραφροσύνες (24)

 

 

 

Νύχτα, κοντά σε μια ζούγκλα:

 

Το όχημα είναι σταματημένο, πλάι σ’έναν λόφο με ψηλό χορτάρι κι ένα μοναχικό δέντρο στην κορυφή, με μακριά κλωνάρια και φύλλα σαν θανατηφόρες λεπίδες. Κάτω από το λόφο, μια φωτιά είναι αναμμένη· το φως της, καθώς και το φως της ημισελήνου, φωτίζει δύο ανθρώπινες μορφές που, ανάμεσα στις σκιές, μοιάζουν με μία. Οι κραυγές της γυναίκας σπάζουν την ησυχία της νύχτας· μερικά ζώα και πτηνά στρέφουν τα κεφάλια τους μέσα από τα βαθιά σκοτάδια της ζούγκλας κι από τα κλαδιά του μοναχικού δέντρου. Ένα ζευγάρι ρουμπινένια μάτια αντανακλούν τις φλόγες, μοιάζουν και τα ίδια να έχουν αρπάξει φωτιά.

 

Η στιγμή φαίνεται αιώνια.

 

 

 

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.)

Link to comment
Share on other sites

/me παίρνει το Βάρδο και τον κοπανάει, head-first, στον τοίχο!

Όχι, δεν είναι λάθος. Όχι, δεν είναι κακό[ που δε μας λες το όνομα]. Απλώς θέλω κι άλλες Παραφροσύνες! Τώρα!!! :)

 

Πάντως έχω να παρατηρήσω ότι στις Παραφροσύνες αρχίζοντας από διάφορα αλλόκοτα έφτασες τελικά (και πολύ πιο πριν αυτήν εδώ) στο γνωστό Βαρδικό ύφος :)

 

 

Kι άλλο!!!

Οι μούσες μαζί σου,

-Ορφέας

Link to comment
Share on other sites

Παραφροσύνες (1)

Παραφροσύνες (2)

Παραφροσύνες (3)

Παραφροσύνες (4)

Παραφροσύνες (5)

Παραφροσύνες (6)

Παραφροσύνες (7)

Παραφροσύνες (8)

Παραφροσύνες (9)

Παραφροσύνες (10)

Παραφροσύνες (11)

Παραφροσύνες (12)

Παραφροσύνες (13)

Παραφροσύνες (14)

Παραφροσύνες (15)

Παραφροσύνες (16)

Παραφροσύνες (17)

Παραφροσύνες (18)

Παραφροσύνες (19)

Παραφροσύνες (20)

Παραφροσύνες (21)

Παραφροσύνες (22)

Παραφροσύνες (23)

Παραφροσύνες (24)

 

 

 

Παραφροσύνες (25)

 

 

 

Κάποτε:

 

Ένα κοριτσάκι έβγαινε απ’το χωριό του και περιπλανιόταν τριγύρω, περνώντας ορισμένες φορές πάνω από τους λόφους και φτάνοντας στην έρημο. Μια ατελείωτη αμμώδη έκταση, η οποία πάντοτε τη γοήτευε. Τη γοήτευε η ίδια της η όψη, αλλά κι οι ιστορίες που λέγονταν γι’αυτήν. Άκουγε τους εμπόρους να λένε πως πήγαιναν εκεί για να έρθουν σε επαφή με μυστηριώδεις φυλές, που τους έδιναν φυλαχτά, φίλτρα, οφθαλμούς μαγικών ερπετών, και φτερά πτηνών τόσο μεγάλων όσο ένα καράβι (το κοριτσάκι δεν είχε ποτέ του δει καράβι, αλλά υπέθετε ότι πρέπει, σίγουρα, να ήταν τεράστιο). Άκουγε τις κυράδες να λένε πως η έρημος εκτεινόταν ως τα Πέρατα του Κόσμου, εκεί όπου η γη τελειώνει και αρχίζει το Κενό, μαύρο σαν τη σκοτεινότερη νύχτα, γεμάτο δυνατούς κοσμικούς ανέμους και κινδύνους, και θηρία όπως τους Ασημόπτερους (παραμύθια, πίστευε το κοριτσάκι, ψέματα). Άκουγε τους εξερευνητές που περνούσαν απ’το χωριό της να λένε πως ταξίδευαν σε πανάρχαια ερείπια μέσα στην έρημο, για να διαβάσουν ξεχασμένες γραφές που χρησιμοποιούνταν από λαούς πριν από τη γέννηση του ήλιου, για να ξεθάψουν θησαυρούς που δεν ανήκαν σε ανθρώπους, για να μιλήσουν με τους νεκρούς, ν’αφουγκραστούν τους ψιθύρους των λίθων, και να βρουν βιβλία από άφθαρτο χαρτί γεμάτα με ξόρκια. Ελάχιστοι από τους εξερευνητές επέστρεφαν.

 

Ένα βράδυ, το κοριτσάκι στεκόταν πάνω σ’έναν λόφο και παρακολουθούσε μια ομάδα απ’αυτούς να πηγαίνει στα βάθη της ερήμου. Τους κοίταζε μέχρι που η νύχτα τούς κατάπιε, και μετά κατέβηκε τη βραχώδη πλαγιά και περιπλανήθηκε, για κάποια ώρα, μέσα στην έρημο. Περιπλανήθηκε για περισσότερο απ’ό,τι συνήθως, και πήγε πιο μακριά…

 

Έτσι, συνάντησε το φίδι.

 

Το μεγάλο ερπετό σηκώθηκε από την άμμο και στάθηκε όρθιο εμπρός της, ίσαμε το μπόι της. Το πρόσωπό του βρέθηκε αντίκρυ στο πρόσωπο της. Αλλά το κοριτσάκι, παραδόξως, δεν τρόμαξε, ούτε προσπάθησε να απομακρυνθεί. Ατένισε μέσα στα μάτια του φιδιού. Βαθιά μέσα στα μάτια του…

 

Όταν, όμως, ατενίζεις μέσα στα μάτια του φιδιού, τότε το φίδι ατενίζει και μέσα στα δικά σου μάτια.

 

 

 

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.)

Link to comment
Share on other sites

Παραφροσύνες (1)

Παραφροσύνες (2)

Παραφροσύνες (3)

Παραφροσύνες (4)

Παραφροσύνες (5)

Παραφροσύνες (6)

Παραφροσύνες (7)

Παραφροσύνες (8)

Παραφροσύνες (9)

Παραφροσύνες (10)

Παραφροσύνες (11)

Παραφροσύνες (12)

Παραφροσύνες (13)

Παραφροσύνες (14)

Παραφροσύνες (15)

Παραφροσύνες (16)

Παραφροσύνες (17)

Παραφροσύνες (18)

Παραφροσύνες (19)

Παραφροσύνες (20)

Παραφροσύνες (21)

Παραφροσύνες (22)

Παραφροσύνες (23)

Παραφροσύνες (24)

Παραφροσύνες (25)

 

 

 

Παραφροσύνες (26)

 

 

 

Κάποτε:

 

Η κοπέλα ανακάλυψε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν παράξενοι, ακατανόητοι, ή απογοητευτικοί (ή και τα τρία)· έτσι, πήρε τη μορφή φιδιού και απομακρύνθηκε από αυτούς: ταξίδεψε στην έρημο, για ημέρες· μετά για εβδομάδες, μετά για μήνες, μετά για χρόνια. Το χωριό της, γρήγορα, το ξέχασε· δεν ξαναπήγε ποτέ εκεί, και προτίμησε να έχει όσο το δυνατόν λιγότερη επαφή με ανθρώπους. Κάπου-κάπου, ξεχνούσε πως κι η ίδια ήταν άνθρωπος και νόμιζε ότι είχε γεννηθεί φίδι… ώσπου έβλεπε κάποιον ταξιδευτή και το θυμόταν πάλι. Τότε, ή τον αγνοούσε, ή τον έτρωγε, ή έπαιρνε την παλιά της μορφή, για να μιλήσει μαζί του. Δυστυχώς, όμως, οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να είναι παράξενοι, ακατανόητοι, ή απογοητευτικοί (ή και τα τρία).

 

Η έρημος ήταν καλύτερη.

 

Η κοπέλα έγινε γυναίκα, ταξιδεύοντας στην έρημο. Για χρόνια και χρόνια και χρόνια. Κάποτε, θα έπρεπε να είχε γίνει και γριά· αλλά αυτό δε συνέβη. Για κάποιο λόγο, δε συνέβη. Ίσως να έφταιγε η φιδίσια της μορφή· ίσως το ανθρώπινο σώμα να γερνούσε μόνο όταν η γυναίκα το χρησιμοποιούσε. Όμως ούτε το σώμα του φιδιού έδειχνε να γερνά. Το αισθανόταν τόσο δυνατό και τόσο ευκίνητο όσο παλιά.

 

Τα ταξίδια της την οδήγησαν σε μυστηριώδεις φυλές που ζουν σε κρυφές ζούγκλες, στα βάθη της ερήμου· την οδήγησαν σε ερείπια, γεμάτα με πανάρχαιες γραφές και θησαυρούς, και πνεύματα νεκρών που μιλάνε σε παλιές γλώσσες, και λίθους που μουρμουρίζουν, και κόκαλα εξερευνητών· την οδήγησαν στα Πέρατα του Κόσμου, όπου απλώνεται το Κενό και όπου κοσμικοί άνεμοι φυσάνε και Ασημόπτεροι φτερουγίζουν. Γνώρισε πράγματα που κανένας άνθρωπος δεν είχε γνωρίσει, και είδε πράγματα που δεν μπορούσε να γνωρίσει. Τα περισσότερα, όμως, που έμαθε είχαν λίγη πρακτική αξία, και μέσα στην έρημο ελάχιστα από αυτά τής φάνηκαν χρήσιμα…

 

 

 

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.)

Link to comment
Share on other sites

Φαντάζομαι ότι και η ομοιότητα με το "And if you gaze long into the abyss, the abyss gazes into you" είναι καθαρά συμπτωματική, ε;

 

:blackcat:

Link to comment
Share on other sites

Παραφροσύνες (1)

Παραφροσύνες (2)

Παραφροσύνες (3)

Παραφροσύνες (4)

Παραφροσύνες (5)

Παραφροσύνες (6)

Παραφροσύνες (7)

Παραφροσύνες (8)

Παραφροσύνες (9)

Παραφροσύνες (10)

Παραφροσύνες (11)

Παραφροσύνες (12)

Παραφροσύνες (13)

Παραφροσύνες (14)

Παραφροσύνες (15)

Παραφροσύνες (16)

Παραφροσύνες (17)

Παραφροσύνες (18)

Παραφροσύνες (19)

Παραφροσύνες (20)

Παραφροσύνες (21)

Παραφροσύνες (22)

Παραφροσύνες (23)

Παραφροσύνες (24)

Παραφροσύνες (25)

Παραφροσύνες (26)

 

 

 

 

Παραφροσύνες (27)

 

 

Σταμάτησαν σ’έναν σταθμό καυσίμων, σε μια πόλη με ψηλά χτίρια, φτιαγμένα από σίδερο και μπρούντζο. Ο υπάλληλος που ανέλαβε να γεμίσει με καύσιμα το όχημά τους ήταν ένας λιγνός άντρας με μαύρα, σγουρά μούσια και ξυρισμένο κεφάλι. Τα μάτια του ήταν στενά· το ασπράδι τους ίσα που φαινόταν. Έμοιαζαν με δύο μελανόχρωμες σχισμές επάνω στο πρόσωπό του. Φορούσε ένα βρόμικο πράσινο τρικό, γκρίζο δερμάτινο παντελόνι, και μαύρες, χαλαρά δεμένες και σχεδόν διαλυμένες μπότες.

 

Ο ήλιος έδυε, κάνοντας τα σιδηρά και μπρούντζινα οικοδομήματα της πόλης να γυαλίζουν και να ρίχνουν κοκκινωπές και ασημιές σκιές στους δρόμους.

 

«Πού πάτε, ρ’αδέλφια;» ρώτησε ο υπάλληλος του σταθμού, συνδέοντας το πεντάτροχο όχημα μ’έναν σωλήνα και δύο καλώδια, και πλησιάζοντας μια κονσόλα, για να πατήσει, ταυτόχρονα, δύο κουμπιά με τον δείκτη και το μικρό δάχτυλο του δεξιού του χεριού.

 

«Στην Πόλη των Προσωπείων,» απάντησε ο άντρας με τον μαύρο χιτώνα και την κουκούλα.

 

Ο υπάλληλος τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. «Έχεις ακουστά για τον εμφύλιο εκεί, ε;»

 

Η Αλύρια έριξε ένα λοξό, ερωτηματικό βλέμμα στον άντρα με τα ρουμπινένια μάτια, ο οποίος έμεινε σιωπηλός.

 

«Δεν τόχεις ακούσει, ε;» έκανε ο υπάλληλος.

 

Ο κουκουλοφόρος δεν αποκρίθηκε.

 

Ο υπάλληλος κοίταξε μια οθόνη, πάνω δεξιά. Σχεδόν όλα τα κουτάκια στη μπάρα είχαν βαφτεί κόκκινα, και από κάτω έγραφε γεμάτο ΓΕΜΑΤΟ ΚΑΤΑ 83%. Ο υπάλληλος περίμενε, ώσπου η μπάρα να κοκκινίσει ολόκληρη και το 83% να γίνει 100%. Τότε, πάτησε ένα άλλο πλήκτρο, ανάμεσα στα δύο που είχε πατήσει πριν, και η οθόνη έσβησε. Πλησίασε το όχημα και έβγαλε το σωλήνα και τα καλώδια.

 

«Σε τι αριθμό πληρώνεις;»

 

Ο κουκουλοφόρος τού είπε.

 

Ο υπάλληλος τον πληκτρολόγησε, και σε μια άλλη οθόνη παρουσιάστηκε η φράση ΕΙΣΑΓΕΤΕ ΚΩΔΙΚΟ, ΠΑΡΑΚΑΛΩ. Απομακρύνθηκε, και ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια πλησίασε· έγραψε τον κωδικό του (ο οποίος παρουσιάστηκε στην οθόνη ως ********) και ευχαρίστησε τον υπάλληλο.

 

«Τίποτα, αδελφέ,» αποκρίθηκε εκείνος. «Άμα, πάντως, πηγαίνεις για την Πόλη των Προσωπείων, να προσέχεις. Όσα ακούμε γι’αυτήν τελευταία είναι χειρότερα απ’όσα ακούγαμε παλιότερα.»

 

«Θα το έχω υπόψη μου.»

 

Ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια μπήκε στο πεντάτροχο όχημα, και η Αλύρια τον ακολούθησε. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε, καθώς έφευγαν απ’το σταθμό καυσίμων και διέσχιζαν τους δρόμους της πόλης.

 

«Δεν ξέρω ακόμα…»

 

Ο άντρας υποτονθόρυσε τρεις λέξεις δύναμης και ο κρυστάλλινος πομπός δίπλα απ’το τιμόνι φώτισε μ’ένα γαλανό φως. Τίποτα, όμως, δεν ακούστηκε, εκτός από εκείνον τον ίδιο βόμβο…

 

«Δεν είναι εκεί… Γιατί δεν είναι εκεί;» μονολόγησε ο άντρας.

 

«Ποιος;»

 

«Ο βοηθός μου. Έπρεπε κανονικά να είναι εκεί, για να φρουρεί. Δεν καταλαβαίνω…»

 

Το όχημα βγήκε από την Πόλη του Σιδήρου και του Μπρούντζου.

 

 

 

 

 

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.)

Edited by Bardos
Link to comment
Share on other sites

Αμα συνεχισεις ετσι...το ευρετηριο των Παραφροσυνων θα γινει μεγαλυτερο απο τις παραφροσυνες!

Καλα αυτο το σουπερ μαγικο οχημα κινειται με "καυσιμα";Πφ...απογοητευση!Υποτιθεται οτι ειναι ξεχωριστο και μπορει να ανεφοδιαστει σε ενα τυχαιο πρατηριο...

Link to comment
Share on other sites

Παραφροσύνες (1)

Παραφροσύνες (2)

Παραφροσύνες (3)

Παραφροσύνες (4)

Παραφροσύνες (5)

Παραφροσύνες (6)

Παραφροσύνες (7)

Παραφροσύνες (8)

Παραφροσύνες (9)

Παραφροσύνες (10)

Παραφροσύνες (11)

Παραφροσύνες (12)

Παραφροσύνες (13)

Παραφροσύνες (14)

Παραφροσύνες (15)

Παραφροσύνες (16)

Παραφροσύνες (17)

Παραφροσύνες (18)

Παραφροσύνες (19)

Παραφροσύνες (20)

Παραφροσύνες (21)

Παραφροσύνες (22)

Παραφροσύνες (23)

Παραφροσύνες (24)

Παραφροσύνες (25)

Παραφροσύνες (26)

Παραφροσύνες (27)

 

 

 

 

 

 

Παραφροσύνες (28)

 

 

 

Στέκονταν στην κορυφή ενός λόφου και ατένιζαν την πόλη στην ακτή. Ήταν βράδυ κι ένα ολόγιομο φεγγάρι στόλιζε τον ουρανό. Ο άντρας κρατούσε ένα ζευγάρι κιάλια μπροστά από τα ρουμπινένια μάτια του.

 

«Το ήξερα…» είπε. «Το ήξερα… Δραπέτευσε.» Και κατέβασε τα κιάλια.

 

 

 

 

 

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.)

Link to comment
Share on other sites

Παραφροσύνες (1)

Παραφροσύνες (2)

Παραφροσύνες (3)

Παραφροσύνες (4)

Παραφροσύνες (5)

Παραφροσύνες (6)

Παραφροσύνες (7)

Παραφροσύνες (8)

Παραφροσύνες (9)

Παραφροσύνες (10)

Παραφροσύνες (11)

Παραφροσύνες (12)

Παραφροσύνες (13)

Παραφροσύνες (14)

Παραφροσύνες (15)

Παραφροσύνες (16)

Παραφροσύνες (17)

Παραφροσύνες (18)

Παραφροσύνες (19)

Παραφροσύνες (20)

Παραφροσύνες (21)

Παραφροσύνες (22)

Παραφροσύνες (23)

Παραφροσύνες (24)

Παραφροσύνες (25)

Παραφροσύνες (26)

Παραφροσύνες (27)

Παραφροσύνες (28)

 

 

 

 

 

 

 

Παραφροσύνες (29)

 

 

 

Η πόλη υποφέρει.

 

Ο λαός της είναι διχασμένος.

 

Πεινάνε.

 

Κρυώνουν.

 

Τα σπίτια τους έχουν καεί ή γκρεμιστεί.

 

Τα καταστήματα έχουν κλείσει.

 

Κανένας δεν πηγαίνει στις αγορές ή στο λιμάνι, παρά μόνο για ν’αρπάξει ό,τι απομεινάρια φαγητού μπορεί να βρει, ή να σκοτώσει καμια γάτα ή κανέναν ποντικό, για να τον φάει. Τους σκύλους τούς έχουν φάει, πια, όλους.

 

Στις πλατείες οι λάμπες είναι σβηστές. Κανείς δεν κουβεντιάζει, κανείς δεν φιλοσοφεί.

 

Αλλά τα προσωπεία τους εξακολουθούν να τα κρατούν. Τα λατρεύουν τα προσωπεία. Είναι, έτσι κι αλλιώς, ομορφότερα από τα ταλαιπωρημένα πρόσωπά τους…

 

Η μόνη παρηγοριά μερικών είναι ο Θεός. Θυσιάζουν τους εαυτούς τους στο Θεό, κάνουν το θέλημά Του, γίνονται Νύμφες Του. Κι ελπίζουν ότι θα τους σώσει.

 

Άλλοι περιμένουν τη σωτηρία από τους Νομοφύλακες, τους κυνηγούς του θηρίου και των ακόλουθών του. Τους φονιάδες των υπόπτων.

 

Άλλοι είναι απεγνωσμένοι, βλέποντας μονάχα τον πολιτισμό που καταστρέφεται. Κοιτάζουν ο ένας το προσωπείο του άλλου, και θρηνούν· κι ύστερα, ανταγωνίζονται ποιος θα προλάβει να φάει τον επόμενο ποντικό…

 

 

 

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.)

Link to comment
Share on other sites

Παραφροσύνες (1)

Παραφροσύνες (2)

Παραφροσύνες (3)

Παραφροσύνες (4)

Παραφροσύνες (5)

Παραφροσύνες (6)

Παραφροσύνες (7)

Παραφροσύνες (8)

Παραφροσύνες (9)

Παραφροσύνες (10)

Παραφροσύνες (11)

Παραφροσύνες (12)

Παραφροσύνες (13)

Παραφροσύνες (14)

Παραφροσύνες (15)

Παραφροσύνες (16)

Παραφροσύνες (17)

Παραφροσύνες (18)

Παραφροσύνες (19)

Παραφροσύνες (20)

Παραφροσύνες (21)

Παραφροσύνες (22)

Παραφροσύνες (23)

Παραφροσύνες (24)

Παραφροσύνες (25)

Παραφροσύνες (26)

Παραφροσύνες (27)

Παραφροσύνες (28)

Παραφροσύνες (29)

 

 

 

 

 

Παραφροσύνες (30)

 

 

 

Το όχημα με τους πέντε τροχούς σταμάτησε μπροστά από την κλειστή πύλη, η οποία ήταν καμωμένη από βαρύ ξύλο και δεμένη με σίδερο. Στις επάλξεις ακουμπούσε τους αγκώνες του ένας φρουρός, κι ένα μαγκάλι έκαιγε πλάι του. Δεν μίλησε, ούτε κουνήθηκε από τη θέση του, αν και αναγνώριζε το όχημα· το είχε ξαναδεί και παλιότερα να έρχεται στην πόλη.

 

Ένα από τα παράθυρα του οχήματος άνοιξε κι ένα κουκουλοφόρο κεφάλι παρουσιάστηκε. «Καλησπέρα. Μπορούμε να περάσουμε;»

 

«Όχι,» απάντησε ο φρουρός.

 

«Πότε θα μπορούμε; Με την αυγή;»

 

«Η πύλη θα παραμείνει κλειστή μέχρι νεοτέρας. Έτσι είπε ο Ύψιστος Άρχων.»

 

Το παράθυρο έκλεισε.

 

 

 

 

 

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.)

 

*

 

Σημείωση: Πολλοί με ρωτάτε πότε θα τελειώσει και πότε θα τελειώσει. Αυτή, λοιπόν, είναι η αρχή του τέλους. Και, ως συνήθως, έκανα λάθος στις προβλέψεις μου' οι Παραφροσύνες θα είναι πάνω από τριάντα.

 

Μια ευγενική προσφορά της Μαύρης Γάτας Α.Ε. :blackcat:

Link to comment
Share on other sites

Εγώ θα ήθελα να τις διαβάζω για πάντα! :(

 

Καλά, δεν πειράζει... Άντε, bis! :p

Link to comment
Share on other sites

Είπα: η αρχή του τέλους, οπότε έχεις ακόμα πολλά να δεις. ;)

 

Σήμερα, ήμουν σε χάλια φάση. Δεν κατάφερα να γράψω τίποτα. Κι αν έγραφα κάτι, σίγουρα δε θα ήταν αναγνώσιμο. :(

Link to comment
Share on other sites

Παραφροσύνες (1)

Παραφροσύνες (2)

Παραφροσύνες (3)

Παραφροσύνες (4)

Παραφροσύνες (5)

Παραφροσύνες (6)

Παραφροσύνες (7)

Παραφροσύνες (8)

Παραφροσύνες (9)

Παραφροσύνες (10)

Παραφροσύνες (11)

Παραφροσύνες (12)

Παραφροσύνες (13)

Παραφροσύνες (14)

Παραφροσύνες (15)

Παραφροσύνες (16)

Παραφροσύνες (17)

Παραφροσύνες (18)

Παραφροσύνες (19)

Παραφροσύνες (20)

Παραφροσύνες (21)

Παραφροσύνες (22)

Παραφροσύνες (23)

Παραφροσύνες (24)

Παραφροσύνες (25)

Παραφροσύνες (26)

Παραφροσύνες (27)

Παραφροσύνες (28)

Παραφροσύνες (29)

Παραφροσύνες (30)

 

 

 

 

 

Παραφροσύνες (31)

 

 

 

Το όχημα με τους πέντε τροχούς απομακρύνθηκε, κάνοντας όπισθεν· και μετά, ήρθε ολοταχώς προς την πύλη.

 

«Εεεεε!» γκάρισε ο φρουρός στις επάλξεις, υψώνοντας του τουφέκι του και ρίχνοντας. Οι σφαίρες εξοστρακίστηκαν πάνω στο σκληρό μέταλλο, και το όχημα προσέκρουσε στην πύλη, τσακίζοντάς την.

 

Ένα πανίσχυρο, εκκωφαντικό ΚΡΑΚ! αντήχησε, καθώς κομμάτια ξύλου και σιδήρου εκτοξεύονταν τριγύρω και ένα πυκνό σύννεφο σκόνης σηκωνόταν.

 

Ο φρουρός φώναζε βοήθεια! βοήθεια! βοήθεια! συναγερμός! ενώ, ταυτόχρονα, στρεφόταν προς την εσωτερική μεριά των τειχών, υψώνοντας το όπλο του και ρίχνοντας, προσπαθώντας να πετύχει τον μαύρο όγκο του οχήματος που φαινόταν θολά μέσα απ’τη σκόνη. Οι σφαίρες εξοστρακίστηκαν, όπως και πριν. Και ούτε το όχημα έμοιαζε να έχει πάθει καμια εμφανή ζημιά από την πρόσκρουσή του πάνω στην πύλη.

 

Μια πόρτα άνοιξε, και η Αλύρια βγήκε, σηκώνοντας το τουφέκι της και πυροβολώντας τον φρουρό στις επάλξεις. Η βολή τον βρήκε στο στήθος, τσακίζοντας τη θωρακική του κοιλότητα και τρυπώντας του τα πνευμόνια. Ο άντρας σωριάστηκε, για να πνιγεί στο ίδιο του το αίμα.

 

Βαριά βήματα αντήχησαν πάνω στον πλακόστρωτο δρόμο. Ένας Νομοφύλακας ζύγωνε, κι αυτός δεν έμοιαζε καθόλου με τον φρουρό της πύλης. Ήταν ντυμένος με λευκή, αστραφτερή πανοπλία που αντανακλούσε τις ακτίνες του ολόγιομου φεγγαριού, και στο κεφάλι του φορούσε κράνος παρόμοιου μετάλλου, του οποίου η προσωπίδα ήταν καμωμένη από μαύρο κρύσταλλο και λαξεμένη σαν πρόσωπο, ώστε να θυμίζει μάσκα. Στους ώμους του, έπεφτε ένας μανδύας από πορφυρό ύφασμα και χρυσαφιά κλωστή. Στο δεξί του χέρι βαστούσε ένα μεγάλο τηλεβόλο όπλο, με σκόπευτρο και δύο κάννες. Στη μαύρη, πλατιά του ζώνη ήταν περασμένο ένα πλατυλέπιδο ξίφος κι ένα λεπτό ξιφίδιο, και τα δύο στην αριστερή μεριά και το ένα πλάι στο άλλο.

 

«Ρίξε το όπλο σου!» πρόσταξε την Αλύρια, υψώνοντας το δικό του όπλο και σημαδεύοντάς την. Ο Νομοφύλακας κινιόταν με άνεση, βέβαιος ότι καμία σφαίρα δεν μπορούσε να διαπεράσει την αρματωσιά του, που ήταν από το ίδιο μέταλλο όπως και το πεντάτροχο όχημα.

 

Ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια άνοιξε το παράθυρό του και τον πυροβόλησε, μ’ένα πιστόλι. Το κράνος του Νομοφύλακα τρύπησε, σαν να ήταν από ξύλο, όπως και το κρανίο του. Αίματα και μυαλά πετάχτηκαν, και ο φύλακας έπεσε στο πλακόστρωτο, μ’έναν μεταλλικό γδούπο.

 

Ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια βγήκε από το όχημα, κοιτάζοντας τριγύρω και μη βλέποντας κανέναν άλλο φρουρό. Μάλλον, δεν πίστευαν ότι κάποιος εχθρός θα ερχόταν από έξω· φοβόνταν περισσότερο τους εχθρούς που βρίσκονταν μέσα. Λάθος τους.

 

Η Αλύρια πλησίασε τον νεκρό Νομοφύλακα, κοιτάζοντάς τον με περιέργεια. «Είχα ακούσει ότι οι σφαίρες δεν περνάνε εύκολα την αρματωσιά τους.»

 

«Δεν την περνάνε… οι κανονικές σφαίρες,» αποκρίθηκε ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια.

 

«Οι κανονικές σφαίρες;»

 

Ένευσε. «Ναι. Κοίταξε τις σφαίρες σου.»

 

Η Αλύρια το έκανε, για να διαπιστώσει ότι, όντως, δεν ήταν συνηθισμένες. Αν και, με μια γρήγορη ματιά, μπορούσε κανείς να τις μπερδέψει με οποιεσδήποτε άλλες, όταν τις κοίταζε επισταμένως θα έβλεπε ότι το μέταλλό τους έκανε πορφυρόχρωμους ιριδισμούς. «Φενεριανής τεχνοτροπίας…»

 

«Ναι. Όπως η σφαίρα που χτύπησε το δαχτυλίδι μου, κάποτε.»

 

«Πού τις βρήκες; Κανείς δεν έχει ιδέα πού βρισκόταν η Φενεριανή Αυτοκρατορία προτού καταστραφεί.»

 

Ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια μειδίασε, αχνά, κάτω απ’τη σκιά της κουκούλας του. «Άφησέ με να κρατήσω ορισμένα μυστικά για τον εαυτό μου, Αλύρια.»

 

Η γυναίκα ανασήκωσε τους ώμους. «Όπως επιθυμείς. Τι κάνουμε, τώρα; Το όχημά σου δε νομίζω να χωράει μέσα στους δρόμους της πόλης… εκτός αν έχεις κάποιο μαγικό τρόπο να το μικρύνεις.»

 

Ο άντρας γέλασε. «Όχι,» είπε. «Αυτό θα ήταν ωραίο παραμύθι, όμως.» Έδωσε το πιστόλι του στο αριστερό του χέρι και ύψωσε το δεξί. Υποτονθόρυσε τρεις λέξεις δύναμης και οι πόρτες του οχήματος έκλεισαν. «Τώρα, είναι ασφαλές από τους περισσότερους κινδύνους. Πάμε να βρούμε την αδελφή μου, προτού μαζευτεί εδώ όλη η φρουρά της πόλης.»

 

 

 

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.)

Link to comment
Share on other sites

Επιτελους δραση!Αυτο στεκεται καλα ως κειμενο.

Κι εσυ "ενευσε";!;Αυτη ειναι η αγαπημενη λεξη ολων των μεταφραστων!!!Εχω βαρεθει να την πετυχαινω...

«Αυτό θα ήταν ωραίο παραμύθι, όμως.»

Χα,χα,χα...

Link to comment
Share on other sites

Επιτελους δραση!

 

Χα! Το ήξερα ότι, κατά βάθος, είσαι sucker for blood and bullets. :D

 

Αυτο στεκεται καλα ως κειμενο.

 

Πράγματι, αυτό το κείμενο είναι σχεδόν σαν τα "κανονικά" μου. Είναι και η φύση της σκηνής τέτοια που δε θα μπορούσα να την περιγράψω με "παραφρονικό" τρόπο, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.

 

Κι εσυ "ενευσε";!;Αυτη ειναι η αγαπημενη λεξη ολων των μεταφραστων!!!Εχω βαρεθει να την πετυχαινω...

Ε, μα αφού ένευσε ο άνθρωπος, τι να γράψω κι εγώ, ο δύσμοιρος συγγραφεύς; :juggle:

«Αυτό θα ήταν ωραίο παραμύθι, όμως.»

Χα,χα,χα...

 

Έχει άποψη το παλικάρι με τα ρουμπινένια μάτια. ;) :D

Link to comment
Share on other sites

Καλό αν και δεν βρίσκω νόημα (σε μια παραφροσύνη; Γιατί αυτό μου κάνει εντύπωση;;) Αν και προτιμώ τις άλλες παραφροσύνες που είναι σαν παραμυθάκια!!

Ναι, ναι, μου αρέσουν τα παραμυθάκια! :lolipop:

:sorcerer:

Link to comment
Share on other sites

Καλό αν και δεν βρίσκω νόημα (σε μια παραφροσύνη; Γιατί αυτό μου κάνει εντύπωση;;)

 

Εννοείς ότι δε βρίσκεις νόημα στο συγκεκριμένο κομμάτι από μόνο του; Αυτό είναι φυσικό, γιατί όλα τα κομμάτια μαζί βγάζουν μια ιστορία (την οποία δεν έχω τελειώσει ακόμα). Ορισμένα βγάζουν κι από μόνα τους (κάποιο) νόημα. Ορισμένα άλλα όχι.

Link to comment
Share on other sites

Θέλω να δω τι ακριβώς γίνεται στο τέλος... Αυτή η συγκεκριμένη παραφροσύνη μου άρεσε λιγότερο από τις άλλες, γιατί ήταν λιγότερο περίεργη.

Link to comment
Share on other sites

Παραφροσύνες (1)

Παραφροσύνες (2)

Παραφροσύνες (3)

Παραφροσύνες (4)

Παραφροσύνες (5)

Παραφροσύνες (6)

Παραφροσύνες (7)

Παραφροσύνες (8)

Παραφροσύνες (9)

Παραφροσύνες (10)

Παραφροσύνες (11)

Παραφροσύνες (12)

Παραφροσύνες (13)

Παραφροσύνες (14)

Παραφροσύνες (15)

Παραφροσύνες (16)

Παραφροσύνες (17)

Παραφροσύνες (18)

Παραφροσύνες (19)

Παραφροσύνες (20)

Παραφροσύνες (21)

Παραφροσύνες (22)

Παραφροσύνες (23)

Παραφροσύνες (24)

Παραφροσύνες (25)

Παραφροσύνες (26)

Παραφροσύνες (27)

Παραφροσύνες (28)

Παραφροσύνες (29)

Παραφροσύνες (30)

Παραφροσύνες (31)

 

 

 

Παραφροσύνες (32)

 

 

Οι δρόμοι που παλιότερα ήταν γεμάτοι ζωή, τώρα, ήταν γεμάτοι θάνατο.

 

Το κουφάρι μιας γυναίκας ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα πάνω σε μια πέτρινη σκάλα. Είχε ένα μεγάλο τραύμα στην κοιλιά, που πρέπει να είχε προκληθεί από ξίφος. Το αίμα είχε μουσκέψει το μαύρο της φόρεμα. Τα άδεια της μάτια ατένιζαν τον ουρανό. Φορούσε μια πράσινη μάσκα μ’ένα μεγάλο, λευκό φτερό πάνω απ’το μέτωπο.

 

Το σκέλεθρο μιας γάτας ήταν πεταμένο μες στη μέση ενός δρόμου. Η σάρκα είχε φαγωθεί και, μάλλον, άνθρωποι ήταν που την είχαν φάει.

 

Τρία κοράκια τσιμπολογούσαν ένα κομμένο κεφάλι, σκίζοντας το προσωπείο του και παλεύοντας για τα μάτια.

 

Στην Μεγάλη Πλατεία κλουβιά κρέμονταν, με ανθρώπους κλεισμένους στο εσωτερικό τους, άλλους νεκρούς, άλλους ημίνεκρους, άλλους ζωντανούς.

 

Κανένας Νομοφύλακας ή φρουρός περνούσε πού και πού, αλλά οι δρόμοι ήταν, γενικά, άδειοι.

 

Η Αλύρια είχε σηκώσει την κουκούλα της κάπας της, όπως της είχε πει ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια, εξηγώντας πως μία γυναίκα χωρίς μάσκα θα τραβούσε αμέσως την προσοχή στην Πόλη των Προσωπείων και θα έδινε στόχο. «Ας μην τους διευκολύνουμε να μας βρουν.»

 

Πλησίασαν ένα κατάστημα που η πόρτα του ήταν κλειστή και τα πατζούρια του παραθύρου επίσης.

 

«Εδώ είναι η αδελφή σου;»

 

«Εδώ ήταν η γυναίκα που νομίζω ότι είναι η αδελφή μου.» Ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια τράβηξε το πιστόλι του. «Αλλά αμφιβάλλω πολύ ότι βρίσκεται ακόμα εδώ. Το εύχομαι, όμως…» Έσπρωξε την πόρτα, με το αριστερό χέρι. Εκείνη άνοιξε, χωρίς δυσκολία. Δεν ήταν κλειδωμένη, ούτε αμπαρωμένη.

 

Το εσωτερικό του καταστήματος ήταν ρημαγμένο. Τα πάντα σπασμένα ή κλεμμένα. Ο άντρας λίγο έλειψε να μην το αναγνωρίσει. Το μεγάλο ρολόι με τα λαξεύματα αετών, το οποίο κοίταζε στην προηγούμενή του επίσκεψη, δεν υπήρχε πια στον τοίχο. Οι προθήκες ήταν θρυμματισμένες και γυαλιά ήταν πεταμένα παντού, γυαλίζοντας στο ασθενικό φεγγαρόφωτο που έμπαινε από την πόρτα.

 

Στο βάθος του δωματίου κάτι κινήθηκε. Κάτι που η Αλύρια το είδε και είπε, αμέσως: «Κάποιος είναι εκεί!»

 

Τα ρουμπινένια μάτια, όμως, είχαν ήδη δει τον κάποιο. «Φανερώσου, μικρέ.»

 

Ησυχία.

 

Μετά, ένα ελαφρύ σύρσιμο.

 

«Μικρέ,» επέμεινε ο άντρας, «φανερώσου. Δε θα σε πειράξουμε.» Μπήκε στο κατάστημα, και η Αλύρια τον ακολούθησε, ρίχνοντας μια ματιά πάνω απ’τον ώμο της, για να δει μήπως κανένας τούς παρακολουθούσε από τον δρόμο. Ψυχή δε φαινόταν.

 

Ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια περπάτησε επάνω στα σπασμένα γυαλιά, που έτριζαν κάτω απ’τα μποτοφορεμένα πόδια του. Άρθρωσε τρεις λέξεις δύναμης και η λάμπα που –παραδόξως– βρισκόταν ακόμα επάνω σ’ένα ράφι άναψε. Το δωμάτιο φωτίστηκε, και το αγόρι που είχε ζαρώσει στη γωνία αποκαλύφτηκε. Είχε μαύρα σγουρά μαλλιά και φορούσε μια ασημιά, στρογγυλή μάσκα που έμοιαζε με φεγγάρι. Ήταν ντυμένο μ’ένα λεκιασμένο λευκό πουκάμισο κι ένα καφετί παντελόνι· τα παπούτσια του ήταν δερμάτινα και μαύρα.

 

«Σου είπα, δε θέλουμε να σε πειράξουμε.»

 

Το αγόρι –που αποκλείεται να ήταν πάνω από δεκαπέντε χρονών– βλεφάρισε, κι έκανε να ψελλίσει κάτι, αλλά δεν τα κατάφερε.

 

«Σου μοιάζουμε για φρουροί;» το ρώτησε η Αλύρια, αφήνοντας το τουφέκι της πάνω στον πάγκο του καταστήματος και πλησιάζοντας το αγόρι.

 

«Όχι!» φώναξε εκείνο. Έμοιαζε να προσπαθεί να ζαρώσει ακόμα περισσότερο μέσα στη γωνία· έμοιαζε να προσπαθεί να γίνει ένα με τον τοίχο. «Δε θέλω να πάω στο θεό σας!»

 

Η Αλύρια σταμάτησε. «Ποιο θεό μας;»

 

«Μικρέ,» είπε ο άντρας με τα διαμαντένια μάτια, ζυγώνοντας, για να σταθεί πλάι στην Αλύρια, «εγώ έχω πάψει εδώ και καιρό να προσεύχομαι σε οποιονδήποτε θεό.»

 

«Ποιοι – ποιοι είστε;»

 

«Σίγουρα, όχι αυτοί που νομίζεις. Σε ποιο θεό αναφέρεσαι;»

 

Το αγόρι ξεροκατάπιε. «Στο… θηρίο,» είπε, πνιχτά. Και πιο σταθερά: «Στο θηρίο.»

 

Ο άντρας γρύλισε κάτω απ’τη σκιά της κουκούλας του. «Το φαντάστηκα…» μουρμούρισε. Δυνατότερα, είπε: «Το θηρίο είναι δικό μου.»

 

Τα μάτια του αγοριού γούρλωσαν.

 

«Όχι, δε με κατάλαβες,» εξήγησε ο άντρας. «Εγώ το έφτιαξα. Αλλά…» αναστέναξε, «ήμουν ανόητος, φαίνεται, και δεν το περιόρισα όπως έπρεπε. Το θηρίο είναι δικό μου, μα δεν τα κάνει όλα τούτα επειδή εγώ το πρόσταξα να τα κάνει. Το καταλαβαίνεις αυτό;»

 

Το αγόρι ένευσε, σιωπηλά.

 

«Τι κάνεις εδώ;» το ρώτησε η Αλύρια. «Από ποιον κρύβεσαι;»

 

«Από όλους…»

 

«Πού είναι οι γονείς σου;»

 

«Τους σκότωσαν… οι ακόλουθοι του θηρίου. Τους θυσίασαν… και… και τον αδελφό μου, τον σκότωσε ένας Νομοφύλακας νομίζοντάς τον ακόλουθο του θηρίου.» Τα μάτια του αγοριού είχαν υγρανθεί. Κατέβασε το κεφάλι του.

 

Η Αλύρια χάιδεψε τα σγουρά του μαλλιά. «Μην ανησυχείς, κανείς δε θα σε πειράξει, τώρα.» Έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον άντρα με τα ρουμπινένια μάτια.

 

«Μια κυρία είχε αυτό το κατάστημα,» είπε εκείνος στο αγόρι. «Ξέρεις πού βρίσκεται;»

 

«Έχει γίνει Νύμφη.»

 

«Τι Νύμφη;»

 

«Του θηρίου, κύριε.»

 

«Και πού βρίσκεται το θηρίο, τώρα;» ρώτησε ο άντρας.

 

«Κανείς δεν ξέρει… Λένε ότι κρύβεται… κρύβεται σ’ένα μέρος που κανείς δε μπορεί να πάει… που ούτε οι Νομοφύλακες ούτε ο Ύψιστος Άρχοντας δε βρίσκουνε… Μια τρελή λέει, όμως, ότι ξέρει.»

 

«Μια τρελή;»

 

«Ναι, κύριε. Την έχουν κρεμασμένη σ’ένα απ’τα κελιά στη Μεγάλη Πλατεία. Τη λένε και ‘η Τρελή με το Γρίφο’.»

 

 

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.)

Edited by Bardos
Link to comment
Share on other sites

Οι Παραφρσύνες είναι Sci Fi :tease: (ναι, το ξέρω, είναι sci fantasy, σκάω :p)

 

> Οι δρόμοι που παλιότερα ήταν γεμάτοι ζωή, τώρα, ήταν γεμάτοι θάνατο.

Να ένα κατ'εμέ παράδειγμα των υπερβολικών κομμάτων σου. Εδώ έχεις δύο διαφορετικού επιπέδου διαχορισμούς: έναν επιρρηματικού προσδιορισμού από πρόταση, και άλλον κύριας από δευτερεύουσα πρόταση. Βάζοντας και στους δύο την ίδια στίξη προκαλείς σύγχυση. (και μπορεί να έχεις το παλιότερα πιο πριν και να σώζεται :p, αλλά η αίσθηση αβεβαιότητας/χάους παραμένει).

Καθώς εδώ δεν μπορείς να βάλεις εδώ άνω τελεία, θα πρότεινα να αφήσεις το τώρα χωρίς διαχωρισμό απ'την πρότασή του: "...γεμάτοι ζωή, τώρα ήταν...".

Δεν ξέρω αν είναι ατυχές το παράδειγμά μου, πιθανώς είναι, αλλά ουσιαστικά θέλω να μιλήσω για κάτι που πιστεύω είναι εύκολο να μετριάσεις και να βετιώσεις -πιστεύω- το έργο σου, γενικά. Ξέρεις ότι δεν σκοπεύω σε καμμία περίπτωση στην προσβολή και ότι το μέρος του εαυτού μου που επιδυκνύεται είναι σαφώς μικρότερο απ'το τελειομανές που θέλει να βελτιώσει τον κόσμο, ειδικά αν έχει μικρά-μικρά λαθάκια. :o

 

 

Οι Μούσες μαζί σου,

-Ορφέας

 

[More:]

 

> Μπήκε στο κατάστημα, και η Αλύρια τον ακολούθησε, ρίχνοντας μια ματιά πάνω απ’τον ώμο της, για να δει μήπως κανένας τούς παρακολουθούσε από τον δρόμο.

Ντάξει, δώσε μας το μπισκότο στο στόμα, αλλά όχι και μασημένο!

 

> Το θηρίο είναι δικό,

"...μου"; :p

 

> Τη λένε και ‘η Τρελή με το Γρίφο’.»

Ανάμεικτα συναισθήματα... απ'τη μία με τρώει να δω τι είναι, απ'την άλλη δεν δίνεις δυνατή πληροφορία... εξ άλλου, αφού ήταν τρελλή δεν ήταν και απίθανο. Έχω δηλαδή πάλι την αίσθηση που είχα στο πρώτο quote μετά το "[More:]".

 

(...μόνο ασθενέστερη)

 

Bis! :D

Link to comment
Share on other sites

Guest
This topic is now closed to further replies.

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..