Jump to content

Write off #21 (Bardoulas© vs Morgoth_dark_lord_of_Angbad)


Nienor
 Share

Recommended Posts

edit 7/1/09: Ένδειξη poll Bardoulas© 5 Morgoth_dark_lord_of_Angbad 0

 

 

Περπατούσε στο δρόμο σκυφτός, με το κεφάλι του να κρέμεται σχεδόν ανάμεσα στους ώμους του. Πιθανότατα είχε χαθεί ή τα βήματα του τον έφερναν σε κάποιο γνώριμο, μα ξεχασμένο σημείο. Δεν είχε σημασία, όχι μετά τη σημερινή ημέρα. Κοιτούσε τις καινούργιες μπότες του με προσήλωση, λες κι έκρυβαν απαντήσεις για όλα τα ερωτήματα που είχαν γεννηθεί στο μυαλό του, όταν έφτασε στην παλιά γέφυρα. Το ποτάμι κάτω ήταν ήσυχο. Τα σκούρα νερά του κυλούσαν αρμονικά μέσα στη νύχτα και επάνω τους έπλεε ο αντικατοπτρισμός της πανσέληνου. Για πρώτη φορά ο άντρας σήκωσε το βλέμμα από το έδαφος για να θαυμάσει το ποτάμι. Μια σκοτεινή φιγούρα τον πλησίασε, μα εκείνος την αντιλήφθηκε μονάχα όταν μίλησε: «Έχω τις απαντήσεις σου,» ακούστηκε η ψύχραιμη, γυναικεία φωνή.

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Περπατούσε στο δρόμο σκυφτός, με το κεφάλι του να κρέμεται σχεδόν ανάμεσα στους ώμους του. Πιθανότατα είχε χαθεί ή τα βήματα του τον έφερναν σε κάποιο γνώριμο, μα ξεχασμένο σημείο. Δεν είχε σημασία, όχι μετά τη σημερινή ημέρα. Κοιτούσε τις καινούργιες μπότες του με προσήλωση, λες κι έκρυβαν απαντήσεις για όλα τα ερωτήματα που είχαν γεννηθεί στο μυαλό του, όταν έφτασε στην παλιά γέφυρα. Το ποτάμι κάτω ήταν ήσυχο. Τα σκούρα νερά του κυλούσαν αρμονικά μέσα στη νύχτα και επάνω τους έπλεε ο αντικατοπτρισμός της πανσέληνου. Για πρώτη φορά ο άντρας σήκωσε το βλέμμα από το έδαφος για να θαυμάσει το ποτάμι. Μια σκοτεινή φιγούρα τον πλησίασε, μα εκείνος την αντιλήφθηκε μονάχα όταν μίλησε: «Έχω τις απαντήσεις σου,» ακούστηκε η ψύχραιμη, γυναικεία φωνή.

 

"Ναι καλά! Πάρε ρε κοπελιά και άσε με στην ηχυσία μου" είπε λίγο ξαφνιασμένος από την εμφάνιση της γυναίκας. Ήταν νεαρή, όχι ιδιαίτερα όμορφη αλλά με εξώκοσμα άγρια χαρακτηριστικά. Όπως αυτά που έχουν και τις κάνουν να ξεχωρίζουν οι τσιγγάνες που ζουν με την υπόλοιπη φυλή δίπλα στο ποτάμι. Άδειασε την τσέπη του από τα κέρματα, ξεφορτώνοντας έτσι και το ενοχλητικό κουδούνισμα σε κάθε του βήμα. Συνέχισε να περπατά με το ίδιο βήμα που τον οδήγησε στο ποτάμι, μέχρι ένα κοντινό μπαρ. 'Styx' λεγόταν και του ήρθε ο συνειρμός: στύγα ήταν το ποτάμι που οδηγούσε τις ψυχές των νεκρών στον Άδη. Επίσης styx ήταν και ένα ροκ συγκρότημα που είχε πει ένα τραγούδι για ένα ποτάμι. Ο τίτλος του διέφευγε εκείνη τη στιγμή, αλλά του χρησίμευε το μπαρ, καθώς εκείνη τη στιγμή ήθελε να πιεί κάτι. Ήθελε να ξεχάσει αν και, βαθειά μέσα του ήθελε να μάθει τα πάντα για ό,τι του συνέβη πριν από κάτι ώρες. Μέσα σε μια μέρα, ή μάλλον μέσα σε μισή, αφού το οχτάωρο στη δουλειά κύλησε ομαλά. Λες και όποια Μοίρα ήθελε να παίξει αυτό το παιχνίδι, ήθελε οπωσδήποτε να τελειώσει πρώτα τη δουλειά του σαν πωλητής γραφική ύλης.

 

Κάθισε σε ένα τραπέζι μακριά από τα ηχεία. Όχι πως δεν του άρεσε η μουσική, απλώς κάποιες στιγμές ο άνθρωπος θέλει να μείνει μόνος, μακριά από σκέψεις. Προσηλωμένος στο ποτό του, δεν έδωσε σημασία στη σκοτεινή φιγούρα που τον πλησίασε. Αντιλήφθηκε την παρουσία της μονάχα όταν μίλησε "Αν θες, μπορώ να φύγω πάλι. Όμως θα μείνεις με την απορία...". Ήταν η ίδια ψύχραιμη γυναικεία φωνή. Κοιτάζοντάς την, είδε την ίδια μορφή, το ίδιο χαρακτηριστικό πρόσωπο που θα μπορούσε να ανήκει σε κάποια τσιγγάνα της φυλής δίπλα από το ποτάμι. Όμως η ανάγκη του για μοναξιά δεν κλονιζόταν: "Άσε με σε παρακαλώ. Δεν ξέρεις τίποτα για μένα.". Ατάραχη η νεαρή γυναίκα άρχισε να σιγοτραγουδά Take me back to my boat on the river, so I wont cry out any more κάνοντάς του νόημα ταυτόχρονα να κοιτάξει στην τσέπη του. Έκπληκτος, έβγαλε τα κέρματα που της είχε δώσει. "Ξέρω το παρελθόν σου. Ξέρω τις ερωτήσεις που σου δημιουργήθηκαν και συνεχίζουν να σου δημιουργούνται κάθε στιγμή. Έχω το χάρισμα, ή αν θες την κατάρα, να ξέρω τις απαντήσεις σου. Εσύ αποφασίζεις πλέον, αν θες να μάθεις τα πάντα ή αν θες να συνεχίσεις να τυρανιέσαι. Λοιπόν;". Της πρόσφερε ευγενικά, αν και κάπως μουδιασμένα, μια θέση στο τραπέζι του, και φώναξε το σερβιτόρο. "Ένα νερό του ποταμού" είπε η γυναίκα. Κάπως πήγε να αντιδράσει, αλλά μόλις είδε το σερβιτόρο να γνέφει καταφατικά, δε συνέχισε. Τόσα περίεργα είχαν γίνει σε μια μέρα, που αυτό του φάνηκε μάλλον λογικό.

 

"Λοιπόν, τι ξέρεις;" τη ρώτησε μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα. Την κοίταζε επίμονα, αλλά εκείνη απαντούσε με μια χαρακτηριστική ηρεμία: "Το θέμα δεν είναι τι ξέρω, αλλά τι θες να μάθεις. Σκέφτηκε για λίγο και της είπε: "Καταρχήν, θέλω να μάθω...". Πριν ολοκληρώσει τη φράση του, ο σερβιτόρος τον διέκοψε για να προσφέρει το ποτό στην κοπέλα. Εκείνη, πήρε το ποτήρι, ένα χαμηλό με ένα σκουρόχρωμο υγρό μέσα. "Θέλω να μάθω ποιά είσαι". Η γυναίκα φάνηκε να ξαφνιάζεται από την ερώτηση και του είπε: "Με κολακεύει που μετά το σημερινό συμβάν, το πρώτο πράγμα που θες να μάθεις είναι το όνομά μου, όμως δεν είναι αυτή η σωστή ερώτηση. Ξαναδοκίμασε..." Ο άντρας, φάνηκε να είχε έτοιμη τη δεύτερη ερώτηση, την οποία και έθεσε αμέσως: "Ωραία λοιπόν. Ποιός ήταν αυτός; Και τι στο διάολο πήγε να μου κάνει σήμερα". Η γυναίκα χαμογέλασε ελαφρά. Τον κοίταξε στα μάτια, ήπιε μια γερή γουλιά από το ποτό της και του είπε: "Σήμερα φόρεσες για πρώτη φορά τις καινούριες σου μπότες και πήγες για δουλειά. Δε σου φάνηκε περίεργο που μετά το συμβάν τις κοιτούσες περίεργα; Σα να ήθελες να σε οδηγήσουν κάπου; Γενικά, δεν αισθάνεσαι περίεργα; Θες να σου πω τι είναι αυτό; Θες να σου πω και τι ήθελε από σένα εκείνος ο τύπος; Τα πράγματα είναι απλά. Πιστεύεις στον Παράδεισο και στην Κόλαση;". Ο άντρας γούρλωσε τα μάτια ακόμη περισσότερο και πριν προλάβει να απαντήσει, η γυναίκα συνέχισε: "Ο τύπος που συνάντησες όταν σχόλασες, ήταν ένα πλάσμα που απέχει πολύ από την ανθρώπινη φύση. Αυτά τα πλάσματα προσπαθούν να φέρουν με το μέρος τους όσο δυνατόν περισσότερες ψυχές. Θέλησε να σου βάλει μέσα σου ένα δαιμόνιο, το οποίο θα σε έκανε σιγά-σιγά υποχείριό του. Πριν καταλάβεις οτιδήποτε, θα σε είχε υπό την πλήρη κυριαρχία του. Αργά αλλά σταθερά θα πήγαινες στην κόλαση". Ο άντρας είχε τρομοκρατηθεί. "Θες να πεις πως..." πήγε να πει αλλά η γυναίκα ήξερε ήδη την ερώτησή του. "Πως αισθάνεσαι;" τον ρώτησε. "Κενός. Σήμερα, μετά το συμβάν, κοιτούσα τα παπούτσια μου, σα να ήθελα να με οδηγήσουν κάπου, όπως είπες. Ένιωθα ένα τεράστιο κενό".

 

"Αυτό συμβαίνει γιατί το κακό έγινε. Ο τύπος που είδες σήμερα, κατάφερε να βάλει μέσα σου το δαιμόνιο. Μπορεί να κατάφερες να το αποβάλλεις, αλλά έφαγε ένα μέρος της ψυχής σου. Αλλά μη φοβάσαι. Μπορώ να σε βοηθήσω." Ο άντρας κρεμόταν από τα χείλη της. Αγωνιούσε για τον εαυτό του, όπως κάθε άνθρωπος στη θέση του. "Αρκεί να πιεις από το ποτήρι μου την τελευταία γουλιά. Αν θες να σου δώσω δηλαδή κάτι από μένα, κάτι που θα συμπληρώσει το κενό μέσα σου". Δίστασε λίγο αλλά τελικά άρπαξε το ποτήρι της και πήγε να πιει. Λίγο πριν φέρει το ποτήρι μπροστά στα χείλη του τη ρώτησε: "Δηλαδή εσύ είσαι..." αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει την ερώτησή του, εκείνη του απάντησε χαμογελόντας: "Ας πούμε ότι είμαι το ακριβώς αντίθετο από εκείνον". Αφού ήπιε το ποτό, την ευχαρίστησε, φώναξε το σερβιτόρο να πληρώσει το λογαριασμό, και σηκώθηκε κι έφυγε. Ο σερβιτόρος άλλαξε μορφή από ανθρώπινη σε μια εξώκοσμη ανθρωποειδή μορφή και κάθισε απέναντι στη γυναίκα. "Δεν έπαιξες δίκαια" της είπε. "Μα γιατί; Δεν ήταν δαιμόνιο αυτό που του έβαλα σήμερα, μετά τη δουλειά του. Μια ψυχή από το ποτάμι που, έψαχνε σώμα. Ένα απλό παράσιτο. Απλώς εμφανίστηκες εσύ και τον φόβισες. Η μικροψυχία των ανθρώπων ξέρεις βοηθά τα παράσιτα. Τελικά δεν τον εξόρκισες, απλά του έδιωξες την ψυχή του". Το πλάσμα ήταν μακρία από οποιαδήποτε ανθρώπινη μορφή. Το δέρμα του ήταν αφυδατωμένο και το πρόσωπό του σκοτείνό. "Και αυτό που ήταν στο ποτήρι; Δεν ήταν δαιμόνιο;". Η γυναίκα γέλασε. "Μα χρυσέ μου, μόνος του αποφάσισε να πιεί. Δεν παραβίασα τον κανόνα της ελεύθερης βούλησης". Το πλάσμα σηκώθηκε όρθιο και πριν να φύγει της είπε: "Είπες όμως ψέματα. Αν ήξερε την αλήθεια δεν θα δεχόταν". Καθώς τα βήματά του τον οδηγούσαν έξω από το μπαρ, εκείνη φώναξε: "Πάντα λέω ψέματα. Δεν είδες το ποτάμι απόψε που ήταν σκοτεινό; Δε φταίω εγώ που είσαι επιπόλαιος". Το ποτήρι της ως δια μαγείας είχε γεμίσει πάλι, και εκείνη απολάμβανε το νέο περιεχόμενο γουλιά γουλιά.

 

 

Το έγραψα σε δυο μέρες από όταν διάβασα την εισαγωγή. Απλά, ελείψη υπολογιστή στο σπίτι, άργησα να ποστάρω.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Σορρυ αλλά μπορεί να αργήσω λίγω ακόμα.Άργησα κάπως στην αρχή να το τελειώσω και μετά είχα ένα πρόβλημα με το αρχείο του word και αναγκάστηκα να το ξαναγράψω.Ελπίζω αύριο να μπορέσω να το τελειώσω για να το ποστάρω.

Link to comment
Share on other sites

Σώπα μωρέ, με το πάσο σου. Εγώ επειδή είμαι ζάκι το έγραψα γρήγορα!

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ok, μετά από πολύ, πολύ, πολύ καιρό, παραδίδω επιτέλους το κείμενό μου.

 

 

 

 

Περπατούσε στο δρόμο σκυφτός, με το κεφάλι του να κρέμεται σχεδόν ανάμεσα στους ώμους του. Πιθανότατα είχε χαθεί ή τα βήματα του τον έφερναν σε κάποιο γνώριμο, μα ξεχασμένο σημείο. Δεν είχε σημασία, όχι μετά τη σημερινή ημέρα. Κοιτούσε τις καινούργιες μπότες του με προσήλωση, λες κι έκρυβαν απαντήσεις για όλα τα ερωτήματα που είχαν γεννηθεί στο μυαλό του, όταν έφτασε στην παλιά γέφυρα. Το ποτάμι κάτω ήταν ήσυχο. Τα σκούρα νερά του κυλούσαν αρμονικά μέσα στη νύχτα και επάνω τους έπλεε ο αντικατοπτρισμός της πανσέληνου. Για πρώτη φορά ο άντρας σήκωσε το βλέμμα από το έδαφος για να θαυμάσει το ποτάμι. Μια σκοτεινή φιγούρα τον πλησίασε, μα εκείνος την αντιλήφθηκε μονάχα όταν μίλησε: «Έχω τις απαντήσεις σου,» ακούστηκε η ψύχραιμη, γυναικεία φωνή.

 

 

Ο άντρας σήκωσε απότομα το κεφάλι του και είδε αυτή που του είχε μιλήσει. Ήταν ψηλή και λεπτή, με κατάλευκα μαλλιά που έφταναν ως τη μέση της. Φορούσε ένα μακρύ μανδύα και μια μαύρη μάσκα έκρυβε τη περιοχή γύρω από τα μάτια της. Το δέρμα της ήταν άσπρο, με μία ασυναίσθητη απόχρωση γαλάζιου. Ο άντρας δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του μια τόσο όμορφη γυναίκα.

Ο άντρας έκανε ένα βήμα προς τα πίσω μόλις την είδε και μετά κοκάλωσε. Κάθισε έτσι για μια στιγμή, ανήμπορος να μιλήσει ή να κάνει οτιδήποτε, αποχαυνωμένος από την ομορφιά της γυναίκας.

«Ποια είσαι?»ρώτησε ο άντρας, που χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να προφέρει τις λέξεις.

«Αυτό είναι άνευ σημασίας προς το παρόν»είπε, και τα χαρακτηριστικά της σκλήρυναν.

«Που ξέρεις…για αυτό;»

Το πρόσωπο της φωτίστηκε ξανά και η φωνή της μαλάκωσε «Το πείραμά σου; Τους εφιάλτες σου; Αυτό που είδες; Σε παρακολουθούμε εδώ και αρκετό καιρό. Τα ξέρουμε όλα.»

«Εσείς…ποιοι…»

«Ψάξε στη μνήμη σου, καθηγητά. Κοίταξε μέσα στις πιο κρυφές σου σκέψεις. Ψάξε μέσα στα όνειρά σου.»

Μια φριχτή ανάμνηση ήρθε στο μυαλό του άντρα. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε και ένας μορφασμός απέχθειας και φόβου σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Έκανε άλλα δυο βήματα πίσω, χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ το ήρεμο πρόσωπό της γυναίκας.

«Όχι, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Δεν υπάρχεις, είσαι ένα όνειρο. Απλά ένα όνειρο», κοίταξε γύρω του «Δεν υπάρχετε! Φύγετε από δω!»

«Έλα τώρα καθηγητά. Αφού ξέρεις ότι ό,τι είδες ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Δεν ήθελες απαντήσεις γι’ αυτά που είδες; Θα τις έχεις. Κοίτα με στα μάτια και θα δεις όλη την αλήθεια.»

Ο άντρας προσπάθησε με όλη του τη δύναμη να πάρει το βλέμμα του από πάνω της αλλά μάταια. Ήθελε να φύγει, να τρέξει μακριά από κει, αλλά κάτι κρατούσε τα πόδια του κολλημένα στο έδαφος. Όλο το πρόσωπό του είχε τώρα κοκκινίσει από την υπερπροσπάθεια και σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν στο μέτωπό του, καθώς και τα τελευταία ψήγματα δύναμης άφηναν το σώμα του. Σιγά σιγά το κεφάλι του, σα να είχε αποκτήσει δικιά του θέληση, άρχισε να σηκώνεται για να αντικρίσει τα μάτια της γυναίκας.

Ο άντρας προσπάθησε με όλη του τη δύναμη να κλείσει τα μάτια ή να στρέψει αλλού το κεφάλι του αλλά μάταια, καθώς το κινούσε πια μια δύναμη αόρατη στα ανθρώπινα μάτια. Το βλέμμα του άντρα σάρωσε το σώμα της γυναίκας από τα πόδια ως το πρόσωπο, ώσπου τελικά τα είδε.

 

Δυο μαύρες τρύπες βρίσκονταν εκεί που θα’πρεπε να ‘ταν τα μάτια της, γεμάτες καθαρό σκοτάδι. Ένιωθε σα να μαγνητίζονταν το βλέμμα του εκεί μέσα, σα να τον τραβούσαν όλο και πιο βαθιά.

Ψίθυροι άρχισαν να γεννιούνται στο κεφάλι του. Απόκοσμες φωνές, που του ψιθύριζαν σε γλώσσες παράξενες και σκληρές, που ξαφνικά του φαινόταν τόσο γνώριμες. Το κεφάλι του άρχισε να βουίζει, οι ψίθυροι γίνονταν δυνατές φωνές, που κατέτρωγαν το μυαλό του, έμπαιναν όλο και πιο βαθιά στο κεφάλι του...

Ο άντρας γύρισε και άρχισε να τρέχει, πιάνοντας το κεφάλι του και με τα δυο του χέρια. Πλατσούρισε στο ποτάμι και άρχισε να κολυμπάει, χτυπώντας τα νερά με μανία, σα να πάλευε με τον αέρα.

Με κάθε κίνηση κατάπινε νερό, αλλά συνέχιζε να ωρύεται έτσι, παλεύοντας με τους δαίμονες του, προχωρώντας όλο και πιο βαθιά στο ποτάμι, όλο και πιο βαθιά στην παραφροσύνη…

Ξαφνικά όλα ησύχασαν. Οι φωνές έφυγαν απ’ το μυαλό του, και αντικαταστάθηκαν από μια κρυστάλλινη ηρεμία. Το μυαλό του άδειασε από κάθε σκέψη και το σώμα του, ένα απλό κέλυφος χωρίς ζωή, αφέθηκε στο ήρεμο ρεύμα του ποταμού.

 

«Το ήξερα ότι δε θα άντεχε»είπε η γυναίκα, μιλώντας μόνη της. «Το μυαλό του δεν ήταν κατάλληλο»

«Δεν πειράζει. Θα βρούμε άλλον.»Είπε ξανά, μόνο που η χροιά της φωνής της ήταν διαφορετική. «Πάντα βρίσκουμε. Θυμάσαι το Νεύτωνα;»

«Πάντως εγώ προτείνω αυτό τον συνέταιρό του με τα γυαλιά»

«Δε χάνουμε και τίποτα αν δοκιμάσουμε.»

Link to comment
Share on other sites

  • Ghost changed the title to Write off #21 (Bardoulas© vs Morgoth_dark_lord_of_Angbad)

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..