Nihilio Posted January 6, 2006 Share Posted January 6, 2006 (edited) edit 7/1/09: Ένδειξη Poll Anadeleth 7 Balidor 3 Καθόταν ακίνητη στο μικρό δωμάτιο και κοιτούσε τον άδειο τοίχο. Ακίνητη, αμίλητη, αθόρυβη. Η μουσική έπαιζε στο κεφάλι της δίχως σταματημό, μια μελωδία εξωτική, μυστηριώδης μα και τόσο οικεία, με έναν ρυθμό μαγευτικό και άρρυθμα σταθερό. Ήτανε μέρες τώρα που την άκουγε είτε στον ξύπνιο της είτε κοιμισμένη αυτή γέμιζε της σκέψεις της. Άλλοτε της ήταν ευχάριστη και άλλοτε αφόρητη. Ποτέ όμως δε την άφηνε αδιάφορη και ποτέ μα ποτέ ήσυχη. Σηκώθηκε από το πάπλωμα και πλησίασε το κρεβάτι. Παραμέρισε τα ανάκατα στρώματα και ανασήκωσε το μαξιλάρι. Από κάτω του κρυβόταν ένα μικρό μαχαίρι. Της το είχε δώσει η γιαγιά της. Να το 'χεις πάντα στο προσκεφάλι σου, της έλεγε, κόβει τα κακά όνειρα. Δυστυχώς δεν ήξερε αν κόβει και μουσικές που ακούει κάποιος μέσα στο κεφάλι του, αλλά ίσως και να έκανε τη δουλειά του. Το έβαλε στον κόρφο της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη: φαινόταν σαν φάντασμα, ταλαιπωρημένη, άυπνη, τα μαλλιά της ανακατεμένα, τα ρούχα της κατατσαλακωμένα. Δεν έκανε τίποτα για να βελτιώσει την εμφάνισή της, απλά άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Έπρεπε να βρει κάπως λίγη ηρεμία, να απαλλαγεί από την καταραμένη μουσική. Edited January 7, 2009 by Nienor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Anadeleth Posted January 9, 2006 Share Posted January 9, 2006 Αυρίο ελπίζω να βρω χρόνο να αντιγράψω στο pc το κείμενο, so wait Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Balidor Posted January 9, 2006 Share Posted January 9, 2006 (edited) Ανήσυχη ησυχία Συγγραφέας: Δημήτρης Κουστομιχάλης Λέξεις: 4691 Ύφος: περίεργο Σεξ: μπλιάξ Βία: μπλιάξ Έξω η ατμόσφαιρα ήταν μουντή. Τα σύννεφα έκαναν την πόλη του Ντόρινταμ την ημέρα να φαίνεται σαν τη Gotham City … Αν και μέρα, ο δήμαρχος είχε τα φώτα της πόλης αναμμένα να φωτίζει την μίζερη ζωή των πολιτών. Έσφιγγε το μικρό μαχαίρι στον κόρφο της άκουγε την μουσική της με την (πλέον) μελαγχολική χροιά και κλώτσαγε τις πέτρες στον δρόμο. Προχώραγε πάντα με σκυμμένο το κεφάλι μπας και βρει κανένα χαμένο κομμάτι χαράς ξεχασμένο ή πεταμένο. Κοιτάει μια στρογγυλή πέτρα στον δρόμο, πολύ καλή για κλωτσιά… έτσι μιας και δεν θα ένιωθε τύψεις αν την κλωτσήσει, το έκανε. Η πέτρα σταμάτησε σε ένα κομμάτι χαρτί. Τα χρώματα του ήταν μπερδεμένα. Ίσως να σχημάτιζαν μία θύελλα ή έναν καταρράκτη ή την βροχή, με μοβ καφέ και κίτρινο. Το σηκώνει. Βλέπει τον Πύργο από τις κάρτες ΤΑΡΟΤ. Το ήξερε κάπου μέσα της ότι αυτό το κομμάτι τσαλακωμένο χαρτί δεν ήταν ένα απλό διαφημιστικό φυλλάδιο. Της το είπανε… της το είπε η μουσική. Η μουσική των ονείρων της, η μουσική της καθημερινότητας της. Πλέον δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα όνειρα με την πραγματικότητα. Το μόνο πράγματα που παίρνει τον ρόλο της διαχωριστικής γραμμής είναι η μουσική. Αλλά κι αυτή μερικές φορές, ειδικά τώρα τελευταία, αλλάζει μορφές και την μπερδεύει. Βαρέθηκε, γυρνάει σπίτι. Όλοι της λέγανε ότι έχει κάτι το εξωτικό πάνω της. Κάποιοι λέγανε ότι η γιαγιά της καταγόταν από μια παλιά φυλή τσιγγάνων, ή από μια αιγύπτια φατρία που λιγοστοί απόγονοι μένουν κάπου στη έρημο, ακόμα και ότι κατάγεται από την Ελλάδα έτσι υποστηρίζουν κάποιοι από τους γέροντες της Ντόρινταμ. Πάντα πίστευε στην ‘τέχνη’ και γι’ αυτό την έλεγαν αλλόκοτη. Ακόμα πιο αλλόκοτος της φαινόταν ο τεχνοκρατικός τρόπος ζωής στην πόλη. Η Ελάια πάντα προτιμούσε να ζει στην φύση, ειδικότερα στο δάσος που έχει πλέον καταστραφεί για να επεκταθεί η μουντή και ξεθωριασμένη πόλη με το ηλεκτρικο-τσιμεντο-ειδές προσωπείο της κοινωνίας που σιχαινόταν. Κάθε βράδυ πριν κλείσει τα μάτια της και αλλάξει η μουσική εύχεται να ξυπνήσει περίπου 100 τουλάχιστον χρόνια πιο πριν. Κοιτούσε το χαρτί στον γυρισμό και κάθε φορά που γυρνούσε μεριά στο χαρτί, στο μυαλό της άλλαζε και τραγούδι. Της κίνησε την περιέργεια αυτή η αλληλεπίδραση της κάρτας με το μυαλό της. Το χάζευε αμίλητη, αθόρυβη με περιέργεια, δέος με σκυμμένο το κεφάλι χωρίς να έδινε προσοχή στο περιβάλλον γύρω της. Όπως ήταν φυσικό παραπάτησε. Έπεσε με τα γόνατα κάτω και το χαρτί έφυγε από τα χέρια της. Καθώς σηκωνόταν παρατήρησε ότι είχε πάρει λάθος δρόμο. Προτού όμως προσανατολιστεί κοίταξε που έπεσε το χαρτί. Κάνει δυο βήματα, σκύβει, το παίρνει και η προσοχή της καθηλώνεται στην ταμπέλα στην πόρτα. ’’Πνευματικές αναζητήσεις, καθοδήγηση της ψυχής και όνειρα.’’ Ήταν κάτι σαν γραφείο, ή μάλλον κάτι σαν μαντείο. Δεν δίστασε να μπει, της το πρόσταξε άλλωστε η καρδιά της και η μουσική,. Ή μήπως αυτά τα δύο είναι το ίδιο πράγμα; «Καλημέρα σας κυρία, έτυχε να περνάω απ’ έξω και..» «Κάθισε γλυκιά μου, καφέ;» «Ναι, αν δεν σας είναι κόπος, ευχαριστώ» «Λοιπόν, τι θα ήθελες να συζητήσουμε; Αν και το μυαλό σου, ο νους σου και ειδικότερα η ψυχή σου φαίνεται χαμένη.» «Ναι,» αποκρίνεται εκείνη «κάπως έτσι είναι.» «Συνήθως, οι άνθρωποι που νιώθουν χαμένοι αλλά συνεχίζουν να ψάχνουν κομμάτια τους, έχουν κάποια σημάδια από τους θεούς. Οι θεοί θέλουν να φθάσουμε σε ένα ανώτερο επίπεδο, αρκεί να ανοίξουμε τα μάτια μας. Εσύ όμως, πες μου, έχεις σημάδια;» «Πιστεύω πως ναι, θα με περάσετε για τρελή αλλά τώρα τελευταία δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω την πραγματικότητα από τα όνειρά μου. Μάλλον φταίει η … μουσική στο μυαλό μου. Αλλάζει αλλά γίνεται και τόσο ίδια. Με μπερδεύει. Ύστερα είναι και αυτό το μαχαίρι…» βγάζει το μαχαίρι… Η Ηλικιωμένη γυναίκα κάνει ένα μορφασμό δέους και έκπληξης, σηκώνεται ξαφνικά, πηγαίνει στην βιβλιοθήκη που βρισκόταν από πίσω της. Παίρνει ένα βιβλίο, και ψάχνει για μερικά λεπτά, χωρίς να βγάλει την παραμικρή λέξη. Θα έλεγε κανείς ότι ίσως δεν ανάσαινε, οι χτύποι της καρδιάς της είχαν σταματήσει, ο χρόνος γι αυτήν σταμάτησε. «Κοίτα αυτό» και δείχνει στην Ελάια μία σελίδα. Εκεί υπήρχε ζωγραφισμένο το μαχαίρι που είχε από την γιαγιά της. Ήταν πανομοιότυπα, ακριβώς πάνω από την εικόνα υπήρχε ο τίτλος: ‘‘Ξίφος του Χωρισμού’’ Φτιαγμένο το 1328 από ένα παπά ο οποίος λέγεται ότι βρέθηκε κομμένος στα δύο μέσα στο δωμάτιό του. Σε ένα από τα σημειώματά του έγραφε ότι τον παράδεισο δεν τον κερδίζουμε με την πίστη μας, αλλά υπάρχει όταν ζούμε αρκεί με κάποιον τρόπο να τον χωρίσουμε από την πραγματική ζωή στην τελευταία μας ανάσα. «Ναι είναι ακριβώς το ίδιο..» παίρνει και την κάρτα ταρό «Όλα συνδέονται, να και η κάρτα του χωρισμού» συνεχίζει η γριά «τώρα πρέπει να ψάξεις βαθιά μέσα σου να βρεις τις ρίζες της αιτίας που είναι χαμένη». Μέσα της κύλησε ένα κρύο αεράκι, με μία πικρή μυρουδιά. Ήταν η ανάγκη της να μάθει αλλά ταυτόχρονα ο φόβος του αγνώστου. Ξανά πίσω στο σπίτι της για πολύ ώρα καθόταν μπροστά στον τεράστιο καθρέφτη της να κοιτάζεται Η μουσική πλέον έχει μια χαώδη άμετρη και ακαθόριστη μελωδία. Η μορφή της στον καθρέφτη σιγά σιγά γίνεται ένα με το πραγματικό της σώμα, η μελωδία πια έχει γίνει ένας ήχος σαν παράσιτα σε ραδιοφωνικό σταθμό, και τα όνειρά της ένα με την πραγματική της ζωή. Το δωμάτιό της μετατράπηκε σε μία δύνη που στηρίζεται στα σαθρά θεμέλια των αποφάσεών της. Παίρνει τη κάρτα την τοποθετεί πάνω στον καθρέφτη, και εκείνη κολλά αμέσως πάνω στον καθρέφτη. Το ένστικτό της την κάνει να τραβήξει το μαχαίρι. Το πιάνει με τα δύο χέρια…. Σημαδεύει την κάρτα … και με όλη της την δύναμη σπάει τον καθρέφτη. Τα όνειρα είναι μια εξευγενισμένη προσπάθειά μας να αγγίξουμε τον παράδεισο. Αρκεί μέσα από τις επιθυμίες μας να ξεχωρίσουμε την πνευματική υπόσταση του εαυτού μας και να εισέλθουμε στον κήπο του δημιουργού μας!!! ----------------------- Δέν μπορω να πω οτι ικανοποιήθηκα με το αποτέλεσμα.... τέσπα.. νάτο \m/ \m/ αν και με πολυ μικρη διορθωση!!! Edited January 9, 2006 by Balidor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Anadeleth Posted January 11, 2006 Share Posted January 11, 2006 Λέξεις: χίλιες κάτι Καθόταν ακίνητη στο μικρό δωμάτιο και κοιτούσε τον άδειο τοίχο. Ακίνητη, αμίλητη, αθόρυβη. Η μουσική έπαιζε στο κεφάλι της δίχως σταματημό, μια μελωδία εξωτική, μυστηριώδης μα και τόσο οικεία, με έναν ρυθμό μαγευτικό και άρρυθμα σταθερό. Ήτανε μέρες τώρα που την άκουγε είτε στον ξύπνιο της είτε κοιμισμένη αυτή γέμιζε της σκέψεις της. Άλλοτε της ήταν ευχάριστη και άλλοτε αφόρητη. Ποτέ όμως δε την άφηνε αδιάφορη και ποτέ μα ποτέ ήσυχη. Σηκώθηκε από το πάπλωμα και πλησίασε το κρεβάτι. Παραμέρισε τα ανάκατα στρώματα και ανασήκωσε το μαξιλάρι. Από κάτω του κρυβόταν ένα μικρό μαχαίρι. Της το είχε δώσει η γιαγιά της. Να το 'χεις πάντα στο προσκεφάλι σου, της έλεγε, κόβει τα κακά όνειρα. Δυστυχώς δεν ήξερε αν κόβει και μουσικές που ακούει κάποιος μέσα στο κεφάλι του, αλλά ίσως και να έκανε τη δουλειά του. Το έβαλε στον κόρφο της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη: φαινόταν σαν φάντασμα, ταλαιπωρημένη, άυπνη, τα μαλλιά της ανακατεμένα, τα ρούχα της κατατσαλακωμένα. Δεν έκανε τίποτα για να βελτιώσει την εμφάνισή της, απλά άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Έπρεπε να βρει κάπως λίγη ηρεμία, να απαλλαγεί από την καταραμένη μουσική. Περπατούσε αργά και χωρίς σκοπό στο λερωμένο πεζοδρόμιο και περιεργαζόμενη τα αυτοκίνητα και τους πεζούς που περνούσαν γρήγορα δίπλα της χωρίς να νοιάζονται για κανέναν .Που βιάζονται να πάνε ? Σε ένα ζεστό σπίτι και κάποιο αγαπημένο πρόσωπο ? Σε μια οθόνη που θα τρεμοπαίζει φωτίζοντας τα περιτυλίγματα από το φαγητό της προηγούμενης μέρας ? Ή όλα έχουν χαθεί και απλά απέμεινε η βιασύνη? . Η μελωδία ανεβαίνει ένα τέμπο... Κοίταξε την φάτσα της στο γυαλί μιας φωτισμένης βιτρίνας: μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια ,το τσαλακωμένο της μαύρο φόρεμα ,τις λασπωμένες τις μπότες . Η πόρτα του μαγαζιού ανοίγει και από μέσα μαζί με μια φορτωμένη με σακούλες γυναίκα βγαίνουν και οι νότες του κομματιού που ακούει αδιάκοπα ,μέρα νύχτα ,μέρα νύχτα . Ενώνονται στιγμιαία με την μελωδία που παίζει στο μυαλό της .Μετά η πόρτα κλείνει...”Δεν παίζει... Σίγουρα τρελαίνομαι “, λέει χωρίς να απευθύνεται σε κανέναν και μετά συνεχίζει την βόλτα της . Έχει φτάσει σε μια περιοχή της πόλης που δεν την ξέρει. Εδώ τα πάντα είναι πιο γκρίζα , πιο μουντά ακόμα και τώρα που είναι βράδυ... Οι δρόμοι άδειοι ,οι μεγάλες πολυκατοικίες σκοτεινές,τα φώτα από τις κολώνες μακριά το ένα από το άλλο. Κοντοστέκεται και απολαμβάνει το κρύο,φθινοπωρινό αεράκι που της ανακατεύει τα μακριά καστανά μαλλιά . Ίσως τίποτα από όλα αυτά να μην είναι αληθινό ,όλα είναι ένα όνειρο και σύντομα θα ξυπνήσω... Όλα είναι αληθινά και ίσως δεν τα ένιωθα τόσο καιρό ... Λίγη ώρα μετά βρίσκει ένα μικρό πάρκο. Ίδιο με αυτό που έπαιζα μικρή . Μια τσουλήθρα ,δύο κούνιες και ένα ταλαιπωρημένο παγκάκι , με σκαλισμένους πάνω πόθους και ψέματα : Γ+Λ αγάπη για πάντα , Γ+Κ φίλοι για πάντα... Κάθεται πάνω στο παγκάκι και βγάζει από το στήθος της ,το μαχαίρι .Τόσες ώρες ,δεν μπόρεσε να κόψει την μουσική ,τώρα μπορεί να κόψει το ξύλο... Χαράζει ένα παλιό ποίημα που είχε γράψει ένας γέρος ναυτικός: “Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο που η ιδιοτροπία μ' έκανε και το 'κανα δικό μου κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου” . “Χα !, λες και θα τολμούσες να κάνεις κάτι τέτοιο ...Πάντα δειλή ήσουν! Θυμάσαι τον Γιώργο στο λύκειο ... Ήσουν ερωτευμένη μαζί του τέσσερα χρόνια και ποτέ δεν τόλμησες να πεις κουβέντα... Ακόμα και όταν τα είχε φτιάξει με την καλύτερη σου φίλη , εσύ ήσουν που τους κράταγες το φανάρι για να βγαίνουν ραντεβουδάκια... Όταν αργότερα είχες σχέση με τον Κώστα ,ποτέ δεν είπες κουβέντα όταν σου φώναζε ,όταν σε απειλούσε για το τι θα κάνει αν δεν φέρεσαι όπως θέλει αυτός ,ακόμα και όταν σε χτύπησε τον άφησες να την γλυτώσει με μια απλή συγγνώμη ... “ Λέει μια φωνή πικρόχολη, εριστική ,απρόσωπη ... Κλείνει τα αυτιά της και αφήνεται στην μουσική . Αν ακούει την μουσική,δεν θα ακούει τις κακίες όλων των άλλων , τις απαιτήσεις τους ,τις προσδοκίες τους ,που σχεδόν πάντα δεν ανταποκρίνονται στα δικά της θέλω.... “Τόσο εύκολα νομίζεις ,ότι μπορείς να με ξεφορτωθείς? Μπορείς να κάνεις τους Άλλους να πιστέψουν ,ότι πλέον είσαι ένα καμένο χαρτί ,μια αυτοκαταστροφική θλιμμένη ύπαρξη που αργά ή γρήγορα θα σβήσει και θα ξεχαστεί αλλά δεν μπορείς να ξεγελάσεις εμένα ...Μια ζωή τρέχεις από τις επιθυμίες σου , σβήνεις τα θέλω σου επειδή φοβάσαι τα μπορώ σου και απλά και άβουλα τρέχεις πίσω από άλλους προσπαθώντας να τους κάνεις να θέσουν αυτοί στόχους για σένα... Μια ζωή κλείνεσαι πίσω από τους τοίχους του μυαλού σου ,βάζοντας ηλίθια πράγματα να σε καλύπτουν από τις ευθύνες σου .Αυτή την φορά είναι η Μουσική μέσα στο κεφάλι σου ,την επομένη φορά τι? “ “Σκάσε πια... Σκέφτομαι...” “Χάχα ! Η κυρία αντιμίλησε ...Τι σκέφτεσαι ? Ότι είσαι μια αποτυχημένη ? Τι θα κάνεις από εδώ και πέρα ? “ “Όχι ...Που θα πονέσει λιγότερο...” “Ε , πάντα έτσι δεν φερόσουν ? Πως θα ξεφύγεις από τον πόνο ,πώς θα τα βολέψεις χωρίς να κάνεις τίποτα... “ “ Ίσως και να έχεις δίκιο... Δεν έχω ακούσει ποτέ όμως να προτείνεις κάτι άλλο εαυτέ μου... Παρά μόνο κατηγορίες ,τύψεις για πράγματα που δεν έγιναν και ενοχές για έλλειψη κουράγιου ...” Κάρφωσε το μαχαίρι στο χέρι της και σύντομα όλα σκοτείνιασαν. Λίγο πριν χάσει κάθε επαφή με το περιβάλλον , μπροστά από τα μάτια της πέρασαν όλες εκείνες οι στιγμές που θα μπορούσε να είχε δράσει να κάνει κάτι που θα άλλαζε την ζωή της. Του άρεσε πάντα μετά από μια κουραστική μέρα (πόσο μάλλον αν ακολουθούσε και μια εξίσου κουραστική βραδιά ) στο γραφείο ,να κάθεται στο ξεβαμμένο παγκάκι στο μικρό παρκάκι κάτω από το γραφείο και να κάνει ένα τσιγάρο .Τον ηρεμούσε και του θύμιζε το πάρκο που πέρασε την παιδική του ηλικία... Τότε που είχε ακόμα φίλους... Τώρα το μόνο που έκανε είναι να δουλεύει ...Με το που πλησίασε του μύρισε η αψιά , μεταλλική μυρωδιά του αίματος: Πάνω στο παγκάκι ήταν μια κοπέλα όχι πολύ μεγάλη .Στο αριστερό χέρι κρατούσε ένα μικρό μαχαίρι ,το δεξί ήταν κόκκινο και πλημμυρισμένο στο αίμα ... Ηλίθια, εδώ βρήκε να κόψει τις φλέβες τις? Δεν είχε καιρό για χάσιμο οπότε έβγαλε το κινητό του ,πήρε την αστυνομία για να τους ενημερώσει και μετά έφυγε . Ξύπνησε το επόμενο πρωί με μια περίεργη αίσθηση... Στο μυαλό του άκουγε μια μυστήρια μουσική να παίζει ,έναν ρυθμό που θα ορκιζόταν ότι είχε ξανακούσει αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να θυμηθεί που... ----- Λίγο βιαστικά γραμμένο λόγω εξεταστικής Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted January 12, 2006 Share Posted January 12, 2006 Κάνω την αρχή με Anadeleth, κυρίως λόγω συνοχής του θέματος. Balinor, θεωρώ τη δική σου εκδοχή πολύ πιο πρωτότυπη (ίσως όχι ακριβώς "πρωτότυπη" όσο ενδιαφέρουσα) όμως δεν την εξυπηρετείς σωστά. Σα σύνολο δηλαδή, χάνει πολύ από διάφορα εκφραστικά που θα μπορούσες να έχεις διορθώσει αν το κοίταζες κάνα δυο φορές ακόμα, κι από μία αίσθηση που μου περνάει πως δεν ήξερες ακριβώς που θα καταλήξεις, που το πας. Παρ' όλο που θεωρώ πως αν τη δουλέψεις περισσότερο (νοηματικά και εκφραστικά) θα γίνει μια όμορφη ιστορία, τη δική μου την έχασες γιατί, μάλλον, δεν ήταν ακόμα έτοιμη για ποστάρισμα η ιστορία. Anadeleth, έχεις πιάσει ένα θεματάκι, απλό σχετικά και το οδηγείς με σχετική ακρίβεια προ φινάλε. Αυτό που με κέρδισε, πέρα από τη αυτόματη σύγκριση των δύο, ήταν το φινάλε σου. Το νόημα της, που αν και χιλιοειπωμένο, συνεχίζει να με αγγίζει και να το σέβομαι όπου το πετυχαίνω. Το βασικό πρόβλημα που βλέπω στη δική σου ιστορία, είναι το ότι δε με πείθεις. Αυτά που μας λες είναι λίγα σε σχέση με την πράξη της, δεν είναι αρκετά. Κι αν έχει μανιοκατάθλιψη (γιατί μου φαίνεται πως προς τα εκεί την έχεις πάει τη δουλειά) τότε οι σκέψεις της παραείναι συγκροτημένες για να με πείσουν για αυτό. Κατά τα άλλα, αν γίνεις πιο συγκεκριμένος σε αυτό το κομμάτι (δεν εννοώ να το μεγαλώσεις, μα να το δουλέψεις) και συνδεθεί σωστά η μουσική με τη σκέψη της, δε νομίζω πως μπορώ να βρω άλλα προβλήματα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted January 12, 2006 Author Share Posted January 12, 2006 (edited) Λοιπόν: Balidor, η ιστορία σου δείχνει ότι πηγαίνει κάπου, αλλά όχι που ακριβώς. Δείχνει όμως ένα ταξίδι που δεν είναι άσχημο αυτό καθαυτό, απλά οι περιγραφές σου δεν το ομορφαίνουν. Χρειάζεται 2-3 διορθώσεις ακόμα η ιστορία για να έρθει στα ίσια της. πχ σε ένα σημείο γράφεις: Τα σύννεφα έκαναν την πόλη του Ντόρινταμ την ημέρα να φαίνεται σαν τη Gotham City που είναι ένας κακός τρόπος για να καταλάβει τι εννοείς κάποιος που δε διαβάζει batman, άσε που κάνει αυτόν που διαβάζει να νομίζει ότι διαβάζει fanfic στον κόσμο του Batman. Πρόσεχε κάτι τέτοιες λεπτομέρειες. anadeleth, η δικιά σου ιστορία είναι το ακριβώς αντίθετο. Αν και καλογραμμένη μοιάζει πολύ διαδικαστική, σαν να μην οδηγεί κάπου. Τί είναι η μουσική; Ποιός ή ποιά μιλάει με την πρωταγωνίστρια. Ποια είναι η ίδια η πρωταγωνίστρια.. Αγγίζεις το θέμα πολύ επιδερμικά, χρειάζεται εκβάθυνση. Edited January 12, 2006 by Nihilio Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Bardoulas© Posted January 13, 2006 Share Posted January 13, 2006 (edited) Με απόσταση αναπνοής από το Baldidor0 ψηφίζω Anadeleth. Μου άρεσε πιο πολύ το φινάλε. Edited January 13, 2006 by Bardoulas© Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted January 13, 2006 Share Posted January 13, 2006 Εγω ψηφισα Μπαλιντορ. Ναι,δεν ειναι τοσο καλογραμμενη αλλα οπως συνηθιζω στα ραητ οφς...ψηφισα το στορυ που μου αρεσε πιο πολυ. Του Αναντελεθ ηταν σχεδον εξισου ωραιο και πιο καλογραμμενο.Αλλα καπου μας τα μπερδευε.(και βεβαια θα χασει ο Μπαλιντορ αφου τον ψηφισα εγω) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
distaros Posted January 13, 2006 Share Posted January 13, 2006 Σκατά. Δεν μ'άρεσε καμία.Η πρώτη ήταν αποπνικτικά και αφόρητα απόμακρη και μεταφυσική,με τόσες σκιές που δεν χωράνε σε ένα διήγημα μισής σελίδας.Η δεύτερη σε προσγείωνε πολύ βίαια στην πραγματικότητα.Άλλα γούσταρα το τέλος του Anadeleth... (Ρε μήπως έχω γίνει πολύ επιλεκτικός?Σνομπ και τα σχετικά?Αν ναι,πείτε το μου,μην ντρέπεστε.) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.