Jump to content

Εφηρμοσμένη Αρχαιολογία


tec-goblin

Recommended Posts

Χιχι... είχα καιρό να αποφασίσω να γράψω κάτι μεγάλο. Χάρη στον κόσμο που με ενθάρρυνε, λέω να ξεκινήσω. Με αφορμή την ιστορία που έγραψα για τον πρώτο διαγωνισμό των ΣΔ, που θα χρησιμεύσει σαν κάπως αλλώκοτος πρόλογος, ξεκινάω ιστορία σε συνέχεις - κάθε φορά και ένα κεφάλαιο. Κάθε ποστ θα έχει το καινούριο κεφάλαιο σε κείμενο, και αρχείο doc (ζητήστε μου παντάφι αν έχετε κόλλημα) με τη σωστή μορφοποίηση κλπ (και σας προτείνω γενικά να το διαβάσετε από το doc - το ποστ είναι πιο κουραστικό, αλλά βοηθάει το να το βλέπει όλος ο κόσμος, συμπεριλαμβανομένου του γκουγλή :p).

Επίσης, κάθε φορά όλα τα κεφάλαια πλην του τελευταίου θα είναι διορθωμένα (μια ανάγνωση μετά από εβδομάδες και τα σχόλιά σας βοηθούν πάντα στο να διορθώνω κάτι λίγο μετά τη δημοσίευση), αλλά το τελικό θα έχει κάτι μικρολαθάκια.

 

Ξεκινάω αλλώκοτα, προσπαθώ να βγάλω νόημα όσο προχωρά η υπόθεση... Σε λιγότερο από μήνα λογικά και το επόμενο κεφάλαιο. Πάρτε τώρα τον Πρόλογο και το Πρώτο Κεφάλαιο:

 

Είδος: μπαναλική φαντασία

Βία; Αργότερα

Σεξ; Ε, κάτι θα βάλουμε κι από αυτό αν είστε καλά παιδιά

Αριθμός Λέξεων: Πολλές

Αυτοτελής; Όχι, Μέρος 0 και Μέρος 1 (τα μετράμε σαν τις c-like γλώσσες)

 

Tec-Goblin: An Eberron Character Background

Νάρα-Νάρα-Νάρα-Νάρα τον: Πύρρο

Goo Goo Goo, 1 month goo τη: Μήδεια

Αντιγράφοντας φιλικά τους: Ατρελέγκη και Nilhilio

 

Εφηρμοσμένη Αρχαιολογία

Το εκπαιδευτικό σύστημα του μακρινού Eberron

 

 

 

 

 

Πρόλογος: ΚΥΚΛΟΘΥΜΙΑ

Η καθημερινή ζωή δυο επιπέδων τοτεμιστή και εγωιστή

 

 

 

 

Στα κρυμμένα δάση αυτού του κόσμου

όπου ο πολιτισμός γίνεται στάχτες κάθε μέρα

Στις γωνιές απ’ όπου μας χαζεύουν οι νεράιδες

από την ασφάλεια της αλλόκοτης Αυλής τους

Γεννήθηκα

 

Εκεί όπου αγρυπνούν οι Φύλακες της Πύλης

προστατεύοντάς σας από Δαίμονες κακούργους

Εκεί όπου η Καελίν, το Τραγούδι του Ανέμου,

σκορπάει υποσχέσεις και όνειρα γκρεμίζει

Προδόθηκα

 

Και τώρα όλ’ αυτά πίσω μου τ’ αφήνω

τον πόνο πνίγω σ’ ένα δίκαιο αγώνα

Και ο αφύσικος που το θάνατο προσβάλλει

από τα νύχια μου αρμόζει να πεθάνει

Ή να σωθεί απ’ τον Αρκάνη

 

Κάτι στο κεφάλι μου σάλεψε. Η ψυχική μου συγκέντρωση, η συνειδητοποίηση και η εξερεύνηση του εσώτερου κόσμου μου, που απαιτούνται από το δρόμο του ψυχιστή που έχω ακολουθήσει, κάνουν το μυαλό μου να αγρυπνεί ακόμα και όταν κλείνω τα μάτια μου και χάνομαι στις σκέψεις μου, τότε που βρίσκομαι όσο πιο κοντά μπορώ στον ύπνο των θνητών.

Ναι, αυτές οι σκέψεις, αυτές οι τελευταίες λέξεις, δεν ήταν δικές μου. Φαντάζανε ακατέργαστες και ωμές, ένα μπλεγμένο κουβάρι σπάγκου σε ένα δάσος στοχασμού στο οποίο ήξερα τι υπήρχε κάτω από κάθε φυλλαράκι.

Σχεδόν. Θα χρειαστεί να ψάξω πολλά ακόμα φυλλαράκια μέχρι να φτάσω σε ένα επίπεδο της προκοπής…

Αλλά προς το παρόν, καλό θα ήταν να παρατηρήσω αυτές τις ξένες σκέψεις… Σχεδόν σίγουρα μού τις έστελνε σαν προμήνυμα ο Ορκ Δρυΐδης σοφός των Φυλάκων της Πύλης, για να με προειδοποιήσει για μια νέα απειλή για τον κόσμο μας.

Οι συλλογισμοί μου είχαν ταξιδέψει σε αυτόν τον Αρκάνη. Πώς είναι; Πού μένει; Το σοφό Ορκ ήξερε πού να οδηγήσει το μυαλό μου για να μου δείξει την αλήθεια.

Κάποια στιγμή, αυτή η περιέργειά μου θα με σκοτώσει…

Είχα βρεθεί μέσα σε ψηλά, άσχημα, μαύρα τείχη, τα οποία θα χαρακτήριζα προσβολή στη Φύση, αν δεν χρειαζόταν να κρατήσω αυτό το χαρακτηρισμό για αυτό που βρισκόταν μέσα στα τείχη: έναν λεπτό, όχι ιδιαίτερα ψηλό, μαύρο πύργο που ξερνούσε φλόγες και καπνό στον ουρανό, σαν ένα τεράστιο φουγάρο μιας βρώμικης φάμπρικας…

Βρώμικης πραγματικά – και ακόμα πιο βρώμικο ήταν το γεγονός ότι 15χρονα παιδιά μετέφεραν τις πρώτες ύλες στη βάση αυτού του πύργου, όπως διαπίστωσα μόλις κοίταξα λίγο χαμηλότερα. Παιδιά που σφάδαζαν κάτω από το μαστίγιο ενός επιβλητικού ψηλού…

Πώς να τον περιγράψω αυτόν; Μοιάζει με πολεμοποίητο, από αυτούς που έχουν γεμίσει τον κόσμο μετά τον Τελευταίο Πόλεμο, αλλά οι τρίχες στο πρόσωπο και τα τρομακτικά δόντια δείχνουν ότι αυτό το πράγμα δεν είναι μηχανή. Μπορεί να είναι κάποιο τέρας δημιουργημένο από τις πιο μύχιες σκέψεις ενός Αφηγητή. Ή ακόμα χειρότερα, μπορεί να είναι…

ένας Πάουερ Πλέιερ

Ω, μα τις Πλάκες του Άνκχεγκ, αυτό το πλάσμα έχει μυτερά αυτιά!

Ταμπλέτες… Το Σημάδι του Επαγγελματία…

Για μια στιγμή πήγα να χάσω την παροιμιώδη αυτοσυγκέντρωσή μου. Για μια στιγμή, ανησύχησα για το μέλλον του κόσμου.

Όμως μετά θυμήθηκα τους Ιππότες του Σφυροδρέπανου. Την οργάνωση που έχει έδρα το Καταιγιδολίμανο, την πόλη που φτιάχτηκες από Γίγαντες σε αρχαίους χρόνους, και τώρα για κάθε έναν αγρότη έχει 86 Τυχοδιώκτες και 201,7 Κοβόλτια. Οι Ιππότες δεν θα επέτρεπαν ποτέ την παιδική εργασία στον Πύργο του Τέρατος (που δεν χωρούσε πια καμία αμφιβολία ότι ήταν ο Αρκάνις).

Ανακούφιση. Η φύση έχει πάντα τους μηχανισμούς της να εξουδετερώνει τα τέρατα που έρχονται από τις εξώτερες διαστάσεις… Ώρα να σηκωθώ σιγά σιγά…

 

Κοιτάζω το δωμάτιο: οι γλάστρες στο παράθυρο, τα βιβλία της σχολής στο γραφείο, η σχολική τσάντα στα πόδια του κρεβατιού.

Ρίχνω μια ματιά μέσα σε αυτήν: ναι, το απελατίκι είναι μέσα και η βαλλίστρα κρέμεται από αυτήν. Τέλεια. Άλλη μια μέρα στο Θανόταφο Πανεπιστήμιο ξεκινάει.

Τεντώνομαι στο πρωινό φως. τα χέρια μου εκτείνονται, ψαχουλεύουν στον αέρα αυτό που δεν βλέπει ο υπόλοιπος κόσμος: το υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι όλοι, από το οποίο είναι φτιαγμένες οι ψυχές μας. Σκάβω με τα νύχια μου το υλικό, για να φτάσω στις φλέβες ινκάρνουμ από τις οποίες θα φτιαχτούν μαγικά αγρίμια… Ειδικά το αγαπημένο μου Εκτοπιζόμενο Κτήνος…

Ιώδη πλοκάμια ξεπηδούν από την πλάτη μου – πλοκάμια σαν του καλαμαριού, μόνο που ξέρω ότι η πηγή τους είναι άλλη: καθώς το σχήμα του στέρνου μου θολώνει και μοιάζει να γίνεται ένα με το περιβάλλον, γίνεται προφανές ότι η πηγή των πλοκαμιών είναι η ψυχή κάποιου Εκτοπιζόμενου Κτήνους που θα γεννηθεί πιθανότατα πριν περάσουν πολλές μέρες. Τα πλοκάμια εκτείνονται στο δωμάτιο, το καθένα σχεδόν όσο το ύψος μου.

Το ένα πιάνει το σαπούνι, το άλλο το μαχαίρι της κουζίνας. Ώρα για ξύρισμα!

 

Φέρνω τα ξυριστικά στα χέρια μου και αρχίζω τον καλλωπισμό μου, ενώ σκέφτομαι ότι πρέπει να είμαι από τα ελάχιστα πλάσματα του Δάσους και της Αλλόκοτης Αυλής που χρειάζονται να υπομένουν αυτή την ηλίθια διαδικασία (μα για όνομα, μέχρι και τα ξωτικά που είναι φτηνές θνητές απομιμήσεις των νεράιδων δεν χρειάζεται να ξυρίζονται!). Την ίδια ώρα, τα πλοκάμια μου αρπάζουν τα δυο βιβλία που έχω στο προσκεφάλι μου. Τα ξεφυλλίζω για να δω ποιο θα πάρω μαζί μου (κάτι όχι ιδιαίτερα πρακτικό όταν κοιτάς και τον καθρέπτη ταυτόχρονα):

«Σεκούντο: Επαγγελματικός Προσανατολισμός: Τα Απομνημονεύματα ενός Πάουερ Πλέιερ»

«Συγγραφή, Δημοκρατία και Έκδοση: Από το φόρουμ στο πεζοδρόμιο» και

«Μάθε Κλάση κι άσ’ τηνα κι αν σε πιάσει πιάσ’ τηνα»

Παίρνω το τρίτο. Είναι γεμάτο εκπλήξεις και είναι πάντα ευχάριστος σύντροφος όταν έχω πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου.

 

Αφού τελειώνω με το μπάνιο μου, αισθάνομαι ότι είναι η ώρα για πρωινό… Υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε κάπου εδώ να αυτοσυγκεντρωθώ για καμιά ωρίτσα για να έρθω σε επαφή με τις ψυχές των μαγικών κτηνών, αλλά ευτυχώς δεν σκοπεύω να αλλάξω το με ποιες ψυχές μαγικών κτηνών θέλω να έρθω σε επαφή σήμερα (ενώ οι βλάκες οι παπάδες πρέπει να προσεύχονται ακόμα και αν ζητάνε το ίδιο πράγμα κάθε μέρα από τους θεούς τους… Οι θεοί σε βάζουν να προσεύχεσαι κι ας μην έχεις τίποτα να τους πεις…).

Βάζω γάλα σε ένα ποτήρι και κάθομαι στο γραφείο μου. Οι σημειώσεις μου έχουν ανακατευθεί - έπρεπε να βάλω ένα βαρύ βιβλίο πάνω τους, αλλιώς κάθε φορά που περνάει ένα πλοίο του ουρανού σε χαμηλή πτήση έξω από το παράθυρό μου, το ρεύμα παίρνει τους παπύρους και τους σκορπίζει στο δωμάτιο… Χμ, δεν πειράζει, ελάχιστη ενόχληση σε σύγκριση με την βοή του δρόμου που ακούν στα διαμερίσματα στα χαμηλότερα επίπεδα του πύργου. Ο φίλος μου ο Οράτιος Τζούρις ιρ’Σιάρ, ο γνόμος μαθητευόμενος Αρχειοφύλακας, πάντα ζήλευε το διαμέρισμά μου και του ερχόταν να φάει τις σελίδες τουλάχιστον δύο από τους δεκατρείς (τουλάχιστον) τόμους που κουβαλούσε συνεχώς μαζί του.

Δεν μου πήρε πολλά δευτερόλεπτα για να αρχίσει να πετάει το μυαλό μου στους υπόλοιπους συμφοιτητές μου. Πέραν εμού, που προσπαθώ να ερευνήσω τα αφύσικα πλάσματα για να τα αντιμετωπίσουμε καλύτερα αν γίνουν απειλητικά, και του Οράτιου, που διαβάζει για το χόμπι (αν ήταν δρυΐδης θα είχε βγάλει ρίζες), όλοι οι υπόλοιποι έμοιαζαν να είναι σε αυτό το πανεπιστήμιο για τη Λούτα. Σπουδάζανε «Εφηρμοσμένη Αρχαιολογία» ή αλλιώς «πώς θα ανοίξετε ανοίξτε τάφους και ερείπια, θα βρείτε κειμήλια δύναμης και θα μας επιστρέψετε μόνο αυτά που είναι αρκετά μοναδικά για να μπουν στις βιτρίνες του πανεπιστημίου ή για να πιάσουν τρελά λεφτά αν πουληθούν στη μαύρη αγορά».

Ήρθαν σε αυτή την πόλη – της οποία το όνομα δεν μου επιτρέπουν να εκστομίσω τα Πνευματικά Δικαιώματα των Μάγων της Ακτής – για τα λεφτά. Και εγώ έχω για ξεκούρασή μου την ποίηση, και για εργασία τη μελέτη για να σώσω τον κόσμο. Και το χειρότερο: χωρίς αυτήν τη «Λούτα» δεν θα μπορέσω ποτέ να έχω τη δύναμη για να κάνω αυτό που πρέπει. Πρέπει να μπω στη λογική τους…

Είναι εξοργιστικό. Πρέπει να συγκεντρωθώ στο σκοπό μου. Να μαζέψω τον ψυχισμό μου … Λίγα δευτερόλεπτα ηρεμίας… Το μυαλό καθαρίζει…

Ναι, τα πράγματα μοιάζουν πιο καθαρά τώρα. Νιώθω την επαφή με τις ψυχικές μου δυνάμεις… Και σαν μια δοκιμασία, καλώ από την Αστρική Διάσταση ένα αόρατο τοίχος δύναμης να με τυλίξει και να με προστατεύσει.

Ναι, τώρα είμαι έτοιμος να προχωρήσω την Αποστολή μου. Δεν μένει παρά να αποφασίσω ποια έκφανση της Φυλής μου – της αλλόκοτης φυλής των Κιλορέων που μεταμορφώνονται κάθε πρωί – θα εκδηλώσω σήμερα: τη Φύση; την Καταστροφή; τον Κυνηγό;

Κοιτιέμαι στον καθρέπτη. Σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα πριν εκδηλώσω την έκφανση που έχω επιλέξει, πριν φορέσω σαν κουστούμι έναν από τους ρόλους που μου επιβάλλει η κοινωνία. Σε αυτές τις στιγμές που τα μαλλιά μου και τα μάτια μου έχουν το πραγματικό τους χρώμα – είχα ξεχάσει ότι ήταν ανοιχτό πράσινο…

Βλέπω τα μοβ πλοκάμια που εξέχουν από την πλάτη μου. Βλέπω τα γαμψώνυχα στα χέρια μου που με γεμίζουν πρωτόγονη οργή και θέληση για επιβίωση, κι ας ξέρω ότι με ενοχλούν στο γράψιμο. Βλέπω την αστεία μάσκα σαν ζέβρας με μεγάλη γλώσσα – στην πραγματικότητα ενός Απογητευτή, που βλέπει τη μαγεία και θρέφεται με αυτή – η οποία αιωρείται λίγα εκατοστά από το πρόσωπό μου, αφήνοντας μόνο τα μάτια μου και τα μαλλιά μου να φαίνονται. Βλέπω το πράσινο δέρμα μου και νιώθω πάνω του το αόρατο φράγμα που με τυλίγει και με προστατεύει.

Βλέπω τον εαυτό μου.

Και ξεκαρδίζομαι στα γέλια. Το γέλιο μου αντηχεί στις σάλες του πύργου του πανεπιστημίου. Είμαι πραγματικά ένας κλόουν, κάτι που έφτιαξε η φύση όταν είχε πολύ μεγάλα κέφια και είχε πιει και δυο ποτηράκια παραπάνω. Θυμάμαι αυτό που μου είπε τη μοναδική φορά που το επισκέφτηκα το Μεγάλο Πεύκο που καθοδηγεί τους Φύλακες του Δάσους:

«Κοίτα τι είμαι: ένα Μεγάλο Πεύκο το οποίο έρχονται όλοι να συμβουλευτούν. Αλλά… Ξέρεις, ακόμα ρίχνω τα κουκουνάρια μου το καλοκαίρι…

Αν θέλουμε να ξέρουμε πού βαδίζουμε, ποιοι είμαστε πραγματικά, κάποιες στιγμές της ζωής μας, αν είναι δυνατόν σχετικά τακτικά,

καλό είναι να μην παίρνουμε τους εαυτούς μας υπερβολικά στα σοβαρά»

 

------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

 

 

1ο Κεφάλαιο: ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Για την υποτροφία, ρε γαμώτο!

 

 

 

 

Αρκετά το φιλοσόφησα το θέμα, έχουμε πολύ τρέξιμο αυτές τις μέρες. Όπως κάθε τυπική μέρα στο Πανεπιστήμιο, θα διαλέξω την Έκφανση του Αρχαίου (που προτιμώ να αποκαλώ Έκφανση της Φύσης γιατί είμαι πολύ νέος για Κιλορέν). Έτσι, η περίεργη εμφάνισή μου θα επαυξηθεί από το σοκ των λευκών μαλλιών, ενώ τα γαλανά μάτια μου θα ξεχωρίζουν κάτω από τη μάσκα.

Ανεβαίνοντας τις σκάλες προς το πανεπιστήμιο, κάνω μια σύντομη επανάληψη της χθεσινής διάλεξης στο μυαλό μου: είναι γεγονός, λέει ότι, υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι καλικάντζαροι προκαλούν θόρυβο, γεγονός που σημαίνει ότι αν δεν έχουν προσωπικά μαζί σου και προσπαθούν να σε δολοφονήσουν, θα τους ακούσεις να κουβεντιάζουν και να τσακώνονται από μακριά.

 

«Εξαιρετικός φοιτητής, αλλά του λείπει το ομαδικό πνεύμα.» (τραχιά φωνή)

«Είναι αλήθεια ότι τα κίνητρά του δεν συμβαδίζουν με των υπολοίπων και αυτό δημιουργεί…»

 

Αγνοώντας τις κουβέντες που έρχονταν από τη γωνία, συλλογίζομαι ότι είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό ότι με αυτή τη συμπεριφορά τους, οι καλικάντζαροι γίνονται επικίνδυνοι μόνο για κουφούς, αφού έχουν έτσι κι αλλιώς τόσους εχθρούς που δύσκολα μπορούν να αποκτήσουν προσωπικά ειδικά μαζί σου.

 

«…προβλήματα. Δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλει, πώς μπορούμε να τον έχουμε μαζί μας.»

«Είναι και αυτά τα πλοκάμια, που με ανατριχιάζουν.» (τραχιά φωνή)

 

Ωωπ! Ίσως έπρεπε να είχα προσέξει τη συζήτηση. Τώρα είναι πολύ αργά. Έχω ήδη στρίψει στο διάδρομο. Ευτυχώς που η μάσκα κρύβει την αμήχανη έκφρασή μου μπροστά στο Λέκτορα Δουουρκάτιο και τον Ταξιδερμιστή Ρέντικ, που έχουν στήσει πηγαδάκι στο διάδρομο που οδηγεί στην κοινή αυλή στο 7ο επίπεδο του πύργου. Τα πλοκάμια μου στέκονται για μια στιγμή ακίνητα στον αέρα, σαν μια ασυναίσθητη επιβεβαίωση ότι μιλούσαν για μένα.

Δεν μπορώ να κάνω και πολλά πράγματα. Μέσα από τη μάσκα μου, καρφώνω το βλέμμα μου στα μάτια του καθενός ξεχωριστά, και ύστερα, χωρίς να πω τίποτα, συνεχίζω το δρόμο μου. Δεν ξέρω αν ήταν η σωστή κίνηση, αλλά χαίρομαι που ακόμα και οι καθηγητές έχουν καταλάβει ότι δεν είμαι σαν τους άλλους.

 

Από την αυλή, τεντώνοντας το αστείο μεγάλο του κεφάλι πάνω από το βιβλίο του, ο Οράτιος με καλωσορίζει:

«Καλημέρα! Αν και όχι μέρα για να κάνεις εξυπνάδες με τους καθηγητές, έτσι; Το απόγευμα θα μας ανακοινώσουν το θέμα της πρακτικής μας!»

«Όπως είπες κι εσύ, είναι μια καλή μέρα! Ο ήλιος φωτίζει τον πύργο του πανεπιστημίου και με γεμίζει ζωντάνια. Όσο και αν ανησυχείς, Οράτιε, δεν νομίζω ότι μπορεί να χαλάσει μια τέτοια μέρα από έναν Χομπο-καλικάντζαρο λέκτορα και έναν εκκεντρικό Ταριχευτή.»

Ο Οράτιος δεν φάνηκε να πείθεται από τα καθησυχαστικά μου λόγια. Πάντα ανήσυχος... Δεν τον παρεξηγώ, πρέπει να είναι πιο τρομακτικός ο κόσμος αν έχεις ύψος 120 εκατοστά..

 

Η μέρα φαινομενικά κύλησε τυπικά: οι μαθητές μπήκαν στις αίθουσες και παρακολούθησαν τα μαθήματά τους όπως όλες τις μέρες. Όμως, με τη βοήθεια του Οράτιου (που όσο και αν είναι αφηρημένος, είναι πολύ παρανοϊκός για να μην ψάχνει ποιος σκέφτεται τι γύρω του), παρατήρησα τα σημάδια που δείχνανε ότι αυτή η μέρα ήταν διαφορετική:

Ο Βινσέντ Λυραντάρ, που συνήθως μοιράζει την ώρα του στην τάξη μεταξύ της κουβέντας με τους συμφοιτητές του για τις κοπελιές και της ρίψης πονηρών ματιών σε όποια κοπελιά τυχαίνει να τον κοιτάζει, σήμερα στεκόταν σαν καλό παιδί και συμμετείχε ακόμα και στο μάθημα Θεολογίας και Νεκρολογίας, μάθημα που είναι θανατηφόρα βαρετό αν δεν έχεις έντονες φιλοσοφικές αναζητήσεις ή φετίχ με τους ζωντανούς νεκρούς.

Η Μήδεια Ντ’Χητ, η μισοξώτικη με τα καστανά μαλλιά και το βλέμμα που ατενίζει το γαλανό ουρανό όταν δεν σου ρίχνει φονικές ματιές, είχε φέρει μαζί της, εκτός από το σουγιά της (που δεν αποχωρίζεται ποτέ), και μια εντυπωσιακή συλλογή από παπύρους, που την έκαναν να μοιάζει με σπουδαγμένο και μελετηρό μάγο.

Ακόμα και τα Ανθρωπάκια είχαν σταματήσει φέρονται σαν βοσκοί όπως στα χωριά τους και κάθονταν ήσυχα να παρακολουθήσουν το (ιδιαίτερα αγαπημένο τους) σεμινάριο Πρώτων Βοηθειών (που παραδίδει πάντα νοσοκόμα Ανθρωπάκι, του Οίκου Ντ’ Γκαλάντα).

 

 

Ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει πια όταν έρχεται η ώρα… Μια βαβούρα, ένα σούσουρο επικρατεί, το Αμφιθέτρο Β έχει γεμίσει ασφυκτικά… Μπαίνουν με περισπούδαστο ύφος, ο σεβαστός Λάριαν, Πρόεδρος του Θανόταφου, ο εξερευνητής και ιστορικός Καθηγητής Μαρτέλ, ένα σωρό άλλοι καθηγητές, μεταξύ αυτών, φυσικά, και ο Ταξιδερμιστής/Ταρριχευτής Ρέντικ. Αμέσως ξεσπούν ψίθυροι ανάμεσα στους φοιτητές (είναι γνωστός αστικός θρύλος ότι ο Ρέντικ εξασκεί την τέχνη της Νεκρομαντείας, αν και εμένα με απασχολεί σαφώς περισσότερο ότι εξασκούσε την τέχνη του κουτσομπολιού το πρωί).

Όλοι μας έχουμε κάνει τις αιτήσεις μας, τα έχουν συζητήσει μεταξύ τους, έχουν δει τους βαθμούς μας, και μας ανακοινώνουν, κάθε καθηγητής με τη σειρά του, το πού θα κάνουμε ο καθένας την πρώτη του Πρακτική Άσκηση.

«Λυραντάρ: Βινσέντ και Αντελέν, σας αναλαμβάνω εγώ.» ανακοινώνει, χωρίς χρώμα στη φωνή του ο Μαρτέλ. Η υπόθεση βρωμάει μέέέεσο για τον τεντιμπόι Βινσέντ, αφού ο Μαρτέλ είναι ο πιο διάσημος καθηγητής του Θανόταφου Πανεπιστημίου.

«Θα εξερευνήσεις ένα νέο επίπεδο κρυπτών που ανακαλύφθηκε στο Μελ Ακάτ, στο πλαίσιο της πάγιας πολιτικής του Πανεπιστημίου να εξερευνούμε ολοκληρωτικά κάθε καινούρια περιοχή που ανακαλύπτουμε».

Μια υποψία πονηρού χαμόγελου διαγράφεται στα χείλια του Μαρτέλ. Δεν εκτιμά τον κόσμο που δεν ανεβαίνει με την αξία του, και μόλις έχωσε τα δυο αδέρφια Λυραντάρ ΠΟΛΥ άσχημα. Ας τους χαρίσει η οικογένειά τους καταβρεχτήρια με ιερό νερό, γιατί αλλιώς δεν την βγάζουν καθαρή…

 

«Ουμαγκάτ και ντε Βιντάν» ακούγεται η γαλήνια φωνή της Βοτανολόγου Κοράν.

Όχι ρε γαμώτο, της είχα προτείνει κι εγώ να κάνουμε πρακτική μαζί!

«Ταξινόμηση των δηλητηριωδών φυτών της Βρελάνδης». Η Κοράν με κοιτάει με απολογητικό ύφος, και η απαρίθμηση ονομάτων συνεχίζεται.

Γιατί; Ήμουν από τους καλύτερους μαθητές της… Κάτι δεν έκανα σωστά …

 

Μια φωνή με βγάζει από την ενδοσκόπησή μου. Η φωνή του Ρέντικ:

«Βινάλις και Τζούρις. Μελέτη του τρόπου ζωής της άγριας Αρκούδας του Ελντήν, και συλλογή 5 ακέραιων δειγμάτων»

Ω, μα το τοτέμ μου!

 

Ο Οράτιος με κοιτάει με το ίδιο χαμένο βλέμμα που πρέπει να έχω κι εγώ. Τι ήταν αυτό;

«Να μελετάω ΖΩΑ; Δεν έχω καν πάρει βιολογία και φυσικές επιστήμες!» σχεδόν φωνάζει ο Οράτιος. Ευτυχώς είμαστε προς το βάθος της αίθουσας, και δεν πρέπει να ακούστηκε πολύ μπροστά.

«Γιατί, εγώ που πρέπει να βοηθήσω να σκοτωθούν πέντε αρκούδες από το δάσος μου για να έχει να ταριχεύει ο σιχαμένος; Ξέρουν ότι σχεδόν αδυνατώ να κάνω κάτι τέτοιο! Θέλουν να φύγω από το πανεπιστήμιο, επειδή δεν με καταλαβαίνουν; Μωροί…»

Η φωνή μου είναι πιο ήρεμη από του Οράτιου, τα μάτια μου πλανώνται στην αίθουσα. Ευτυχώς δεν μας προσέχουν πολλοί, είναι πολύ απασχολημένοι με τις δικές τους Πρακτικές.

«Και εγώ τι φταίω, καλό μου Κιλορέν; Μου λες; Γιατί να πληρώνω τις άγριες ματιές σου στους καθηγητές; Γιατί εγώ να κινδυνεύω να αποτύχω στην πρακτική και να πάνε στράφι όλοι οι κόποι μου για να αποκτήσω καλούς βαθμούς; Ξέρεις ότι αν δεν πάρω υποτροφία δεν θα μπορέσω να συνεχίσω να είμαι εδώ!»

Ένα μέρος του εαυτού μου σκέφτεται «θα μπορούσες να δουλέψεις», αλλά τον καταλαβαίνω τον Οράτιο. Δεν φταίει σε τίποτα. Είμαστε σε πολύ άσχημη θέση.

 

Χωρίς να πω τίποτα, ανεβαίνω προς τους κήπους του Χεντρίλ και έκατσα σε ένα παγκάκι ανάμεσα στα θερμοκήπια του Πανεπιστημίου. Με τις στάλες της ελαφριάς βροχής να ακούγονται στα φύλλα των εξωτικών φυτών γύρω μου, συλλογίζομαι τι μπορώ να κάνω. Ο Οράτιος σχεδόν σίγουρα κάνει το ίδιο στη Βιβλιοθήκη ή το Ναό του Όρεον. Αν έκανε το τελευταίο, τότε τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά…

Τίποτα. Ούτε η συντροφιά της φύσης, ούτε η βροχή με ηρεμούσαν. Προφανώς, το να μελετήσω ζώα ήταν απλούστατο, το πώς ζουν οι αρκούδες θα μπορούσα να τους το πω από τώρα! Αλλά το να τις δώσω στον άθλιο τον Ρέντικ ήταν ανήκουστο. Θα μπορούσα φυσικά να πιέσω για αλλαγή θέματος πρακτικής, αλλά δεν ήμουν ποτέ καλός στα λόγια – πόσο μάλλον για να καταφέρω στην αλλαγή θέματος να συμπεριληφθεί και ο Οράτιος…

 

Σηκώνομαι. Τα πόδια μου με οδηγούν στα χαμηλότερα επίπεδα, και από εκεί στο δρόμο… Ίσως βρω ανάμεσα στο θόρυβο των ανθρώπων αυτό που δεν βρήκα στην ηρεμία του κήπου. Άλλωστε, το πρόβλημα έχει να κάνει με την ανοησία ενός ανθρώπου…

Έτσι μπαίνω σε μια ταβέρνα όπου συχνάζουν για να γλεντήσουν οι φοιτητές… Τα Μαλλιά της Σειρήνας είναι ένα θορυβώδες μέρος, με φασαριόζους βάρδους, κοπέλες να χορεύουν στα τραπέζια, και μεθυσμένους νεαρούς να συζητάνε για τις γκαρσόνες πάνω από ένα ποτήρι μπύρας.

Φυσικά, δεν είμαστε δα και πάρα πολλοί στο Πανεπιστήμιο. Αμέσως θα δεις ένα γνώριμο πρόσωπο. Και αυτή τη φορά ήταν της Μήδειας Ντ’Χητ. Μα, ούτε αυτή πέρασε από το σπίτι της μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων; Πού πάει με όλον αυτόν τον οπλισμό; Ακόμα ζωσμένη με το σουγιά, τους παπύρους της και τη… βαλλίστρα της στην πλάτη.

Πφφφ. Τυχοδιώκτρια…

 

Κάθομαι στο μπαρ λίγο πιο δίπλα (δεν έχει και πολύ χώρο γενικά) και παραγγέλνω ένα ρούμι. Σκέτο. Συνειδητοποιώ ότι ο κόσμος με κοιτάει περίεργα – ούτε γνωστός στο μαγαζί είμαι, ούτε γίνεται να περάσω απαρατήρητος…

«Ε, φρικιό, γιατί φοράς μουτσούνα ζέβρας;» ακούγεται μια γυναικεία φωνή, με τις λέξεις κάπως περίεργα συντονισμένες μεταξύ τους. Σχετικά μεθυσμένη. Απαντώ χωρίς να γυρίσω καν να κοιτάξω…

«Απογητευτής είναι. Ή το δικό σου μυαλό ή αυτό αυτού που σου κάνει Απόκρυφη Βιολογία είναι τόσο εντυπωσιακό που θα μπορούσε να μπει στο μουσείο του Θανόταφου.

Στην τόση-δα βιτρίνα όπου έχουν καρφιτσωμένες τις πεταλούδες. Φωτισμένο καλά, μπας και φαίνεται»

«Τι είπες ρε, κουραμπ…»

«Άσ’ τον ήσυχο, οκ; Δεν θέλω πολλά για να τα πάρω σήμερα…»

Γυρίζω το κεφάλι. Αυτή ήταν ξεκάθαρα η φωνή της Μήδειας. Στηρίζεται με τους αγκώνες της στο μπαρ λίγο πιο δίπλα και με βαριεστημένο ύφος τη λέει στην ξανθιά που μου την έμπαινε (σίγουρα προσωπική μεταμφίεση στα μαλλιά, για να φαίνεται ξανθιά, το ζώον. Σε λίγο θα αρχίσουν να βάζουν και μυτερά αυτιά…). Η σιλουέτα της Μήδειας διαγράφεται λιγάκι πιο μικροκαμωμένη από τη σιλουέτα της μεθυσμένης χαζογκόμενας, αλλά η τυχοδιώκτρια δεν δείχνει να ανησυχεί καθόλου. Ούτε η χαζή:

«Α, για δες… Έχει φωνή το τσουλί που πήρε πρακτική με τον τελειόφοιτο, και θα τη βγάλει μέλι-γάλα, ε;»

Η Ντ’Χητ σφίγγει τα δόντια:

«Βιόλα, κόφ’ το. Δεν θα τη βγάλω μέλι γάλα. Ο Ζαν εξαφανίστηκε, και έχω μείνει μόνη με μια πρακτική που δεν είναι για τα κυβικά μου.»

«Α, χάθηκε;; Πού; Ανάμεσα στα πόδια σουυυ;»

Το πράγμα έχει γίνει ιδιαίτερα ενδιαφέρον: η ξανθιά είναι αρκετά νηφάλια για να λέει εξυπνάδες, αλλά όχι αρκετά για να υπολογίζει τις συνέπειες. Με μια δρασκελιά η Μήδεια έχει βάλει το σουγιά της στο λαιμό της:

«Ναι, μαλακισμένο, ο πρώην μου εξαφανίστηκε. Και αν συνεχίζεις να ανακατεύεσαι, θα εξαφανιστεί αυτός ο σουγιάς μέσα σου, και όσο εσύ θα ουρλιάζεις από τον πόνο, ένα από αυτά (και με αυτή τη λέξη χαϊδεύει τους παπύρους στη ζώνη της) θα σε κάνει ψητή. Γκέγκεν;»

«Κυρίες μου, κυρίες μου! Σας παρακαλώ, μην σκοτωθείτε για τις διαφορές ζέβρας και Απογητευτή!» λέω και προσπαθώ να τις χωρίσω «Και εσείς, δεσποινίς, αφήστε κάτω τους μαγικούς παπύρους σας! Δεν τους πλήρωσε ο πατέρα σας για να τους ξοδεύετε σε ασήμαντα πράγματα!»

Η ξανθιά δείχνει μπερδεμένη – δεν υπάρχει περίπτωση να κατάλαβε την μπηχτή που απευθυνόταν σε αυτήν. Η καστανομάλλα Μήδεια όμως, έχει καταλάβει τη δικιά της, και καρφώνει τα καστανοπράσινα μάτια της στα δικά μου:

«Ο πατέρας μου σας ευχαριστεί που νοιάζεστε για τα οικονομικά του, αλλά θα φροντίσω να χρησιμοποιήσω κάποιον από αυτούς που έφτιαξα μόνη μου.» και με αυτά τα λόγια δείχνει τουλάχιστον 4 παπύρους – κάποιοι εκ των οποίων μοιάζουν γραμμένοι και από τις δυο πλευρές...

«Σεβαστή συλλογή για μαθητευόμενη! Σας παρακαλώ, να δεχτείτε τη συγγνώμη μου!» λέω εντυπωσιασμένος, υποκλίνομαι, και αποχωρώ από την ταβέρνα. Έτσι ξαφνικά…

 

Δεν πρόλαβαν να μου σερβίρουν ποτέ αυτό το ρούμι… Αλλά πέτυχα αυτό για το οποίο ήρθα σε αυτό το μέρος. Όσο τρελό και αν φαίνεται, η μοναδική μας σωτηρία μοιάζει να είναι αυτή η τρελή τυχοδιώκτρια με το φονικό βλέμμα, το οποίο δεν ξέρω πόσο σχετίζεται με την εξαφάνιση του παρτενέρ της, και μια συλλογή από παπύρους αρκετή για να τυλίξει όλο τον πύργο στις φλόγες…

 

Τώρα μένει να τους πείσουμε ότι δυο τριτοετείς μπορούν να αντικαταστήσουν έναν τελειόφοιτο…

TecGoblin_AppliedArchaeology.doc

Link to comment
Share on other sites

Στα είπα από το msn πριν, η ιστορία βγάζει πολύ γέλιο, ιδίως αν πιάσει κανείς τα διάσπαρτα inside jokes της. Αλλά και χωρίς αυτά ο διάχυτος σαρκασμός χαρίζει αρκετό γέλιο.

Κράτα το πάνω (keep it up στα ελληνικά).

Link to comment
Share on other sites

Καμμένο αν και ασφαλώς βγάζει νόημα. Εγκρίνεται, περιμένουμε τη συνέχεια. :rofl2:

Link to comment
Share on other sites

Χιχιχι

Σας ευχαριστώ...

Το αστείο είναι ότι έχω αρχίσει να δένομαι με τους χαρακτήρες και να τους παίρνω στα σοβαρά... Εννοώ σχεδόν όσο σοβαρά παίρνω τον εαυτό μου. Όχι τρομερά δηλαδή...

 

Φαντάζομαι δεν θα το παρακάνω στα επόμενα κεφάλαια :lol:

Link to comment
Share on other sites

Μ' αρέσει αρκετά, Νικόλα. Δεν ξέρω αρκετά πράγματα, και λόγω αυτού δεν πιάνω μερικά in jokes, αλλά γέλασα. Ειδικά με το όλο θέμα της Εφηρμοσμένης Αρχαιολογίας και της Λούτας. Επίσης, με την ξανθή-προσωπική-μεταμφίεση και το 'σε λίγο θα βάζουν και μυτερά αυτιά'. :tongue:

Μου δίνει την αίσθηση ότι ξέρεις τι γίνεται, τι σου γίνεται, τι του γίνεται [του διηγήματος]. Έχει και συνέχεια, και είναι ήδη στο μυαλό σου, όχι απλά στα σκαριά. Άντε, να τη δούμε τη συνέχεια.

Link to comment
Share on other sites

Απαραίτητη διευκρίνηση: Όλοι οι χαρακτήρες πέραν των 3 κεντρικών και λίγων κομπάρσων είναι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στο Player's Guide to Eberron. Αν σας ενδιαφέρει ο κόσμος, με κίνδυνο να δείτε λίγα σπόιλερ, διαβάστε το.

 

Το λέω αυτό επίσης για να διευκρινίσω ότι δεν έφτιαξα όλο αυτό το χάος από το κεφάλι μου. Απλά το εμπλούτισα :p. Ελπίζω όμως ότι και για όσους από εσάς δεν ξέρουν το Έμπερον (και ειδικά για αυτούς), ο κόσμος και η υπόθεση θα ξεδιαλύνει κάπως αργότερα.

 

Επίσης, χαίρομαι που ο καθένας καταλαβαίνει τα in jokes που γράφτηκαν για αυτόν ;) (κάποια πιο προσωπικά, όπως η αναφορά στη Lady Death από το Pulp, που πήγαινε για τη Μήδεια - κάποια πιο γενικά, όπως η ξανθιά και τα μυτερά αυτιά που πήγαιναν κυρίως για τις μη ξανθιές κοπελιές του φόρουμ ;)).

 

Όταν μάθω να γράφω θα αρχίσετε να καταλαβαίνετε και τα υπόλοιπα in jokes :p.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ορίστε λοιπόν, το δεύτερο κεφάλαιο. Στο doc θα βρείτε όλη την ιστορία, με διορθωμένο το πρώτο κεφάλαιο, και καλύτερη μορφοποίηση... Αλλιώς διαβάστε το κατευθείαν από εδώ...

 

Είδος: Ρουτινική φαντασία

Βία: Επιτέλους ναι

Σεξ: Θα δείξει

Remember, Remember, the 11th of April

 

 

 

 

2ο Κεφάλαιο: ΜΗΔΕΙΑ

Πολύ γρήγορα βγήκε αυτό

 

 

 

Φτάσαμε επιτέλους. Στη μέση του πουθενά. Για την ακρίβεια, στην άκρη του, στα σύνορα της καταραμένης Γης των Θρήνων. Τα μαύρα μου μάτια αντικρίζουν τον προορισμό μας: το αρχαίο καταφύγιο του Καθαράνταμους. Στη θεωρία παιχνιδάκι: εγκαταλελειμμένο καταφύγιο που έχει ξεσκονιστεί μια-δυο φορές από προηγούμενες αποστολές.

Όμως ο σαλεμένος καθηγητής Ζοφίκ επιμένει ότι υπάρχει κάτι παραπάνω κρυμμένο εδώ: ένα βιβλίο με σύμβολα σε μια γλώσσα που αποκαλεί ο ίδιος «Πραγματική Λαλιά». Και είναι αρκετά ανήσυχος για την αποστολή ώστε να την αναθέσει αρχικά σε έναν τελειόφοιτο και τη νεαρή τυχοδιώκτρια φίλη του. Τελικά στη θέση του τελειόφοιτου έχει δυο εξαίσιους τριτοετείς, τον πρώτο με πλοκάμια στο ύψος του δεύτερου.

Τέλος πάντων, δεν έχω πολλή υπομονή για ανασκοπήσεις όταν εκδηλώνω την Έκφανση του Κυνηγού. Μια μισοδιαλυμένη γέφυρα από σκοινί με χωρίζει από τις κατεστραμμένες πύλες του Καταφυγίου, οι οποίες μοιάζουν ξεσκισμένες από μια απόκοσμη δύναμη, ακόμα και κάτω από τα φυτά που έχουν βλαστήσει γύρω τους.

Αλλά είμαι ο Κυνηγός, και τίποτα δεν θα με σταματήσει από το να εξερευνήσω αυτή την πτυχή του εαυτού μου, το κτήνος που κρύβω μέσα μου. Άθλια τέρατα, κάντε στην μπάντα, έρχονται οι Ήρωες!

«ΡΕ ΤΟ ‘ΧΕΙΣ ΧΑΣΕΙ ΕΝΤΕΛΩΣ;»

Η Μήδεια έχει καταφέρει να καλύψει τη γλύκα της φωνής της σε αυτό το ουρλιαχτό. Με αρπάζει και με τραβάει προς τα πίσω.

«Τι;;; Τι έκανα;» κοιτάω μπερδεμένος και λιγάκι εκνευρισμένος.

«Κάτσε να σου πω τι έκανες!». Φαίνεται να κοιτάει προσεκτικά τις άκρες του σκοινιού. Χμ, πράγματι, ένα σημείο δείχνει πολύ φθαρμένο. Το τυλίγει με ένα μαντίλι, ρίχνει κάτι ματζούνια που δεν καταλαβαίνω, και μετά με κοιτάει: το πρόσωπό της έχει μεταμορφωθεί από ένα φωτεινό χαμόγελο, που με κάνει για μια στιγμή να ξεχάσω τη μυρωδιά θανάτου που απλώνεται στην περιοχή:

«Ωραίίία. Τώρα μπορείτε να περάσετε.»

Σκέφτομαι ότι πρέπει να μάθω πρώτα μερικά παραπάνω πράγματα για τον κόσμο γύρω μου, ώστε να μείνει το κεφάλι μου στη θέση του όση ώρα χρειάζεται για να σκεφτώ και για τον εαυτό μου. Την ακούω να συμπληρώνει:

«Α, παρεμπιπτόντως, δεν είμαι εντελώς σίγουρη ότι η φθορά ήταν φυσική

«Το λες σαν να λες ότι δεν ξέρεις αν βάζουν πιπέρι στο βραστό κοτόπουλο.» παρατηρεί ο Οράτιος παραξενεμένος.

«Ε, σιγά, θα βάλουμε μαγιονέζα στη θέση του.» λέει χαμογελώντας πονηρά, και χαϊδεύοντας τους παπύρους της με νόημα…

 

«Αλήθεια είναι φυσιολογικό που δεν κουνάει;» αναρωτιέται ο Οράτιος καθώς περνάει τελευταίος τη γέφυρα. «Μπα, ξέχασα, το τεζεβέ δεν κουνάει», απαντάει στον εαυτό του.

Κατά καιρούς μιλάει για πράγματα που δεν γνωρίζουμε. Ίσως έχει ανακαλύψει κάτι πέρα από την κατανόησή μας. Δεν μπορώ να σταματήσω τον εαυτό μου να τον φθονεί ακόμα και στην ιδέα – τελικά μπορεί η φύση να σε έχει προικίσει σε σκανδαλώδη βαθμό (στα όρια του της ταμπλέτας), αλλά πάντα κάποιος θα ξέρει κάτι που δεν ξέρεις…

 

 

«Ω, ένα σκουλήκι!»

Ο Οράτιος σηκώνει ένα σκουλήκι από τα πλακάκια του καταφυγίου. Το βάζει προσεκτικά σε ένα ύφασμα. Δεν βλέπω τι το κάνει ακριβώς αυτό, γιατί μια σκοτεινή ασπίδα που έχει καλέσει αιωρείται λίγο μπροστά του (μα πού τα βρίσκει αυτά τα ξόρκια θα ήθελα να ήξερα;).

«Ξέρετε, όταν το αφήσω έξω στο γρασίδι, θα έχει να λέει στις σκουληκοκοπέλες ότι έκανε ένα τεράστιο ταξίδι, με πανίσχυρους ήρωες, και θα τον θεωρούν σημαντικό.»

«Ξεπέρασέ το, Τζούρι… Τα σκουλήκια είναι μαμούνια, δεν έχουν νοημοσύνη μέχρι να αποδείξει η επιστήμη ότι είναι ζώα, όπως και τα ανθρωποειδή.» η Ντ’Χητ τον κοιτάει με αποστροφή.

«Δεν σε βλέπω να αντιλαμβάνεσαι το χιούμορ μου, μικρή. Φαντάζομαι ευθύνεται η φοβία σου στα έντομα, την οποία εδώ μπορώ να σου συγχωρέσω, αλλά αν αρχίσεις πάλι να τσιρίζεις όπως όταν μας επιτέθηκαν οι αράχνες, θα σου φέρω το απελατίκι στο κεφάλι!»

Απ’ ότι βλέπω, ο Οράτιος δεν νιώθει μόνο ανησυχία για το παρελθόν της Μήδειας και την τύχη του συντρόφου της, αλλά εκδηλώνει και εμφανή αντιπάθεια…

«Όπως προσπαθούσες να λιώσεις τις αράχνες με το απελατίκι σου; Αν δεν μας είχα καλύψει στην ομίχλη, θα σφυροκοπούσες το πάτωμα μέχρι να σου έτρωγαν τα χέρια οι αράχνες! Για να μην πω για τα κρυστάλλινα αγάλματα στην είσοδο στα οποία για άλλη μια φορά το απελατίκι σου χαραμιζόταν στο να φτιάχνει ωραίους μουσικούς ήχους χωρίς καν να τα γρατζουνάει!»

Τα όμορφα – αλλά και πρησμένα από ένα προηγούμενο χτύπημα που δεν έχουμε ακόμα θεραπεύσει – χείλια της τυχοδιώκτριάς μας κινούνται δαιμονισμένα όταν πρόκειται για τσακωμούς…

«Α, φαντάζομαι ότι μιλάς για τα κρυστάλλινα αγάλματα που ΕΣΥ θα έπρεπε να είχες πάρει χαμπάρι ότι είναι παγιδευμένα, ε;»

Η φωνή μου υψώνεται πάνω από τον ανούσιο τσακωμό:

«Είναι γεγονός ότι, υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι καλικάντζαροι προκαλούν θόρυβο, γεγονός που σημαίνει ότι αν δεν έχουν προσωπικά μαζί σου και προσπαθούν να σε δολοφονήσουν, θα τους ακούσεις να κουβεντιάζουν και να τσακώνονται από μακριά.»

Με κοιτούν παραξενεμένοι. Έξοχα, έχω την προσοχή τους.

«Ωραία λοιπόν, αγαπητοί μου, που κάνετε θόρυβο σε άγνωστο μπουντρούμι, είναι κάποιος από εμάς κοντός, πράσινος και με μυτερά αυτιά;»

Κοιτιούνται στις λέξεις, μου… Αυτό θα τους βοηθήσει να ησυχάσουν...

«Χμ, δεν ξέρω, εσύ σαφώς δεν είσαι κοντός.» λέει ο Οράτιος.

«Αλλά νομίζω ότι έχω έναν πάπυρο για αυτό.» συνεχίζει η Μήδεια.

Δεν ξέρω τι θα κάνω με την περίπτωσή τους… Πραγματικά…

 

«Τέλος πάντων, μήπως αυτό το ζωντανό νεκρό γκρίζο άτριχο σίχαμα (ιδέα μου ή για μια στιγμή σκοτείνιασε το βλέμμα της Μήδειας;) που μόλις εξολοθρεύσαμε, και το οποίο θα με είχε ρίξει στο χώμα αν δεν με κρατούσε η οργή ενός από τα μαγικά τέρατα που ενσαρκώνω – σας ευχαριστώ, παρεμπιπτόντως, και τους δύο για τη μαγική θεραπεία – σας θυμίζει κάποιον γνωστό σας; Αδερφό; Θείο;»

Κουνούν το κεφάλι αρνητικά.

«Πρώην γκόμενο;» κοιτάω τη Μήδεια στα μάτια.

Κουνούν πάλι το κεφάλι αρνητικά.. Περίεργο… Συνήθως όταν σου επιτίθεται ένα τρομακτικό πλάσμα που προφέρει λέξεις που σε πονούν και μόνο στο άκουσμα, θα είναι συγγενής σου. Και μάλιστα, ακόμα και αν τον αγνοούσες για τα τελευταία χρόνια, είναι πρέπον να κλάψεις γοερά την άδικη μοίρα που όπλισε το χέρι σου ενάντια στον αγαπημένο σου και τα λοιπά και τα λοιπά…

Ένα ακόμα μυστήριο να λύσουμε. Αν και μια ελάχιστη υποψία υγρασίας στα μάτια της Μήδειας θα μπορούσε να σημαίνει ότι λέει ψέματα – αλλά μάλλον γίνομαι παρανοϊκός. Αυτό που μετράει είναι ότι προστίθεται ήδη στο μυστήριο της ακατάληπτης γλώσσας που μιλούσε και η οποία φαινόταν να είναι το μοναδικό του όπλο. Τέλος πάντων, δεν έχουμε βρει ακόμα αυτό που ψάχνουμε…

«Την πόρτα στα αριστερά ή συνεχίζουμε προς τα κάτω;» αναρωτιέται ο Οράτιος.

«Πάντα πρώτα αριστερά.» απαντάει η Μήδεια και ανοίγει προσεκτικά την πόρτα.

Βρισκόμαστε σε ένα δωμάτιο, στον απέναντι τοίχο του οποίου υπάρχει ένα σιντριβάνι. Σκισμένες ταπετσαρίες κρέμονται από το ταβάνι, συμπληρώνοντας τα χώματα και κάθε λογής απορρίμματα που γεμίζουν το πάτωμα.

Η Ντ’Χητ ψάχνει πρώτα το σιντριβάνι. Δεν ξέρω, ίσως θέλει να σουφρώσει κέρματα που πέταξαν για ευχές. Είναι απίστευτοι αυτοί οι τυχοδιώκτες.

Ύστερα στρέφεται προς την πόρτα. Την ψηλαφίζει, μοιάζει να βρίσκει κάτι. Πιάνει το πόμολο, και τραβάει απότομα, καλύπτοντας όμως τον εαυτό της πίσω από την πόρτα.

Ένα βέλος φεύγει από το άνοιγμα της πόρτας και καρφώνεται στον απέναντι τοίχο.

Απλώνω ενστικτωδώς τα πλοκάμια μου προς τα εμπρός, σαν να περιμένω εχθρό, αλλά η καστανομάλλα μού σκάει ένα καθησυχαστικό χαμόγελο. Προχωράμε προς την πόρτα και βλέπουμε μια βαλλίστρα να στέκεται από την άλλη μεριά σε ένα απλό ξύλινο στήριγμα. Πιο πίσω της, πέτρες έχουν σωριαστεί στο μικρό αυτό χωλ, σημάδια παλιών σεισμών. Το χωλ δεν φαίνεται να οδηγεί πουθενά. Ωραία, έχει αρχίσει να με καταπλακώνει αυτό το μέρος, άντε να φεύγουμε…

«Ωπ! Μια στιγμή!» ακούω την κοπέλα να λέει από πίσω μου. Ακριβώς μετά ακούω ένα κλικ.

Γυρίζω. Μια μυστική πόρτα έχει ανοίξει στο αριστερό μου χέρι, αποκαλύπτοντας ένα δωμάτιο με τέσσερα φθαρμένα αγάλματα. Όλα απεικονίζουν το ίδιο μικρό κοριτσάκι, σε διάφορες στάσεις. Μην πάει στο πονηρό το μυαλό σας: στο ένα υποκλίνεται, στο άλλο τεντώνει τα χέρια της ψηλά και άλλα τέτοια φυσιολογικά πράγματα που μόνο το δικό μου άρρωστο μυαλό μπορεί να παρερμηνεύσει. Αν και η σύμπτωση είναι τρομακτική εκεί που το κοριτσάκι είναι γονατιστό και χαϊδεύει ένα ζωάκι με το ένα χέρι, ενώ το άλλο είναι τεντωμένο προς τα κόκαλα που βρίσκονται στη βάση του αγάλματος.

Α, ναι, τα κόκαλ…

Ένα δάγκωμα στην πλάτη μου σταματάει την αφήγησή μου… Γυρίζω και βρίσκομαι αντιμέτωπος με ένα σιχαμένο, άσχημο, μισοσαπισμένο καμπουριαστό πλάσμα, που φοράει ένα περίεργο φυλακτό με μια γλώσσα. Προλαβαίνω τη δεύτερη σειρά επιθέσεών του με τα πλοκάμια μου, και το απελατίκι μου βρίσκει άνοιγμα και πέφτει στο πόδι του, θρυψαλιάζοντας του το γόνατο.

«Ένα γκουλ! Προσέξτε – το άγγιγμά του προκαλεί…»

Ναι ναι, ξέρω Οράτιε. παράλυση… Έλα να βοηθήσεις τώρα!

«…παράλυση και πυρετό που μπορεί να σε σκοτώσει μετά από κάποιες μέρες αν δεν έχεις κάτι να σε θεραπεύσει!»

ΓΙΑΚ! Αυτό για τον πυρετό δεν το ήξερα… Και μόλις κατάφερε το άθλιο να χώσει τα νύχια του στο μπράτσο μου!

Δεν είναι ο πόνος που με παραλύει. Είναι κάποια ακαθόριστη υπερφυσική δύναμη… Δεν μπορώ να κάνω πια τίποτ’ άλλο παρά να παρακολουθώ. Αν εκδήλωνα την Έκφανση της Φύσης θα απολάμβανα αυτή την ευκαιρία για στοχασμό, αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή είμαι ΕΞΑΛΛΟΣ με τον σιχαμένο βρωμερό απέθαντο κουασιμόδο!

Με το που γυρίζει αυτός προς τον Οράτιο και τη Μήδεια που είναι στην είσοδο του δωματίου, μια δυσάρεστη έκπληξη τον περιμένει. Η Ντ’Χητ ολοκληρώνει τις μαγικές λέξεις που διαβάζει σε έναν πάπυρό της (απ’ όσο φαντάζομαι δηλαδή, γιατί δεν μπορώ να στρίψω ούτε τα μάτια μου για να τη βάλω στο οπτικό μου πεδίο), ένας σφυριχτός ήχος ακούγεται και…

Το θρυψαλιασμένο γόνατό του δεν το αφήνει να παραμερίσει την ξύλινη σχίζα που έρχεται προς το μέρος του, και αυτή του τρυπάει πέρα για πέρα τον ώμο. Εντυπωσιακό! Αν και βέβαια, δεν το σταματάει από το να ορμήσει στον Οράτιο. Σκούρα τα πράγματα…

Ευτυχώς αυτός έχει σταματήσει τη διάλεξη και έχει προτάξει το – ιδιαίτερα μεγάλο για το μέγεθός του – απελατίκι σε αμυντική στάση, για να προστατεύει τον εαυτό του καθώς ψάλει μια περίεργη προσευχή (σε ποιον τόμο την ξέθαψε άραγε;), η οποία κορυφώνεται με ένα εντυπωσιακό μαγικό εφέ.

Ωραία. Τώρα δεν μπορώ να δω ούτε τον Οράτιο. Έχει γίνει αόρατος. Το πλάσμα βέβαια ξέρει ότι αυτός είναι ακόμα εκεί και του κλείνει το δρόμο. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να χτυπάει στον αέρα μπροστά του. Μάλλον είχε κάποια επιτυχία, γιατί ακούω δυο αστείες τσιριχτές γνόμικες κραυγές.

Ακούω τη Μήδεια να λέει κάτι για τη μάνα της και 3 γίγαντες εκνευρισμένη. Μάλλον απέτυχε στο να ενεργοποιήσει κάποιον πάπυρο. Ο Οράτιος ψελλίζει κάποιες λιγάκι πιο οικείες μαγικές λέξεις, αλλά δεν βλέπω να πετυχαίνει τίποτα. Το τέρας συνεχίζει να ξεσκίζει τον αέρα (;) μπροστά του.

Τώρα όμως ήρθε η ώρα μας: δυο κόκκινες σφαίρες χτυπάνε κατά πρόσωπο το τέρας, και ακριβώς μετά κάτι αόρατο το σπρώχνει προς τα πίσω, κάνοντας το στήθος του ένα πολτό από κόκαλα και σάρκα.

«Δεν επήλθε η ημέρα που θα με εξουσιάστε μέσω του Αληθινού μου Ονόματος!»

Πρέπει να είσαι ζωντανός νεκρός και να μη νιώθεις τον πόνο για να λες αρχαιοπρεπή μακρινάρια εκεί όπου οποιοδήποτε φυσιολογικό πλάσμα θα έλεγε «Ωχ!» ή «Της...!»… Το θέμα είναι ότι έχει ακόμα λίγες δυνάμεις για να χτυπήσει τον αόρατο Οράτιο, σε βαθμό που τον ακούω να σωριάζεται στο έδαφος. Φαίνεται ότι τον ακούει και το τέρας, γιατί το βλέπω να προχωράει, και να φτάνει στην άκρη του οπτικού μου πεδίου. Δεν ξέρω τι ακριβώς γίνεται εκεί τώρα. Ακούγεται ένα βέλος να φεύγει από μια βαλλίστρα, ένας γδούπος.

Παύση. Μαγικές λέξεις. Γνώριμες… Θεραπεία από τους παπύρους της Μήδειας! Είναι τέτοια η ανακούφιση που αρχίζω να ξεμουδιάζω και να κινώ σιγά σιγά τα μέλη μου.

«Καλά τα καταφέραμε… Αν και είστε λίγο εύθραυστοι για πολεμιστές… Είμαστε μια μάλλον περίεργη ομάδα…» ακούγεται η φωνή της αρκετά ήρεμη. Συνεχίζει:

«Θα πρέπει ίσως να βρούμε ένα όνομα…» Κοιτάζει τη βρώμα στα πόδια μας… «Πώς σας φαίνεται το Goo Goo Mucks;»

 

«Θα πρέπει να καπνίζεις κάτι από αυτά τα καινούρια για να έχεις αυτή την ιδέα.» πετάγεται ο Οράτιος.

Όχι που δεν θα σταματούσε να είναι παράλυτος ακριβώς αυτή τη στιγμή, για να γκρινιάξει. Το αστείο είναι ότι είναι ακόμα αόρατος! Τέλος πάντων, πρέπει να μας επαναφέρω στο θέμα μας:

«Αυτό που με ενδιαφέρει εμένα είναι ότι αυτό το παλικάρι κάτι είπε για το Αληθινό του Όνομα, και ότι θα μπορούσαμε να τον επηρεάσουμε με αυτό. Μοιάζει πολύ κοντά σε αυτό που ψάχνουμε και στις θεωρίες του Ζοφίκ.»

«Έχεις δίκιο, ακούγεται πολύ ενδιαφέρον. Θα πρέπει να ψάξουμε κι άλλο!» συμφωνεί ο Οράτιος, εμφανώς ενθουσιασμένος με την ιδέα της συλλογής νέας απόκρυφης γνώσης.

 

Λίγα λεπτά μετά, έχουμε στα χέρια μας αυτό που ψάχναμε. Χρειάστηκε να διαπραγματευτούμε με έναν ποντικομούρη να μας αφήσει στην ησυχία μας, αλλά το βρήκαμε τελικά: ήταν λίγο πιο κάτω, σε μια ακατάστατη βιβλιοθήκη (ο Οράτιος πήγε να πάθει εγκεφαλικό όταν την είδε): ένα καλοδιατηρημένο βιβλίο, γεμάτο σύμβολα σε μια ακατάληπτη γραφή, με τα περιθώρια γεμάτα υποσημειώσεις σε κάποια από τις απάνθρωπες γλώσσες των δαιμόνων. Τα πράγματα έχουν αρχίσει να γίνονται ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. ο Ζοφίκ μάς ζητάει ένα βιβλίο για την Πραγματική Λαλιά, βρίσκουμε στοιχεία ότι αυτό το πράγμα δεν υπάρχει μόνο στο μυαλό του, και μάλιστα… το βιβλίο που μιλάει για αυτό είναι γραμμένο σε δαιμονική γλώσσα! Σίγουρα πρέπει να κάνω μια αναφορά για αυτό στους ορκ δρυΐδιδες στο δάσος μου.

Η Μήδεια μας κοιτάει βαριεστημένα, ενώ ο Οράτιος το ξεφυλλίζει ενθουσιασμένος (αν και δεν καταλαβαίνει γρι).

«Άντε ρε παλικάρια, θα τελειώνουμε καμιά ώρα;»

Χαϊδεύει μηχανικά τους παπύρους της. Ανησυχώ όταν το κάνει αυτό. Ίσως είναι κάτι παραπάνω από ανησυχία, αλλά δεν θέλω να το αναλύσω τώρα.

«Νομίζω ότι βρήκαμε αυτό που θέλαμε, και θα ήταν μάλλον επικίνδυνο να συνεχίσουμε στην κατάστασή μας…» παρατηρώ.

Πράγματι, τα ρούχα μου είναι γεμάτα αίματα, και έχω κρεμάσει το σακίδιο μπροστά μου, γιατί η πλάτη μου πονάει φρικτά. Ο Οράτιος είναι γεμάτος κοψίματα από νύχια. Σαν να μην έφταναν αυτά, νιώθω – ή νομίζω πώς νιώθω – τον πυρετό να με πλησιάζει. Ο γνόμος έκανε κάτι για να θεραπευθεί από την αρρώστια του τέρατος, εγώ πάλι θα χρειαστεί να περιμένω να με βοηθήσει αύριο, όταν θα ανακτήσει τις δυνάμεις του.

«Καλά, κοιτάω ίσα ίσα λίγο πέρα από τη γωνία και φεύγουμε από αυτή τη φωλιά της Καθαρόνταμας ή Σκαθαρόνταμας ή όπως τη λένε…» επιμένει η κοπέλα.

Δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά. Την ακολουθούμε…Κινείται αθόρυβα…Προσπερνάει μια πόρτα στα αριστερά της – εκεί μένει ο ποντικομούρης – και φτάνει στο βάθος του διαδρόμου. Στρίβει δεξιά...

 

Το χάσμα. Κάπου εδώ θα ήταν, λογικό. Ένας σεισμός έχει χωρίσει το παλάτι που έγινε αργότερα το καταφύγιο του Καθαράνταμους στα δυο. Το χάσμα σε αυτό το σημείο είναι σχεδόν 50 μέτρα πλατύ, και στο βάθος του δεν φαίνεται τίποτα άλλο παρά μια περίεργη μαυρίλα, που μοιάζει να προσπαθεί να τεντωθεί προς το μέρος μας… Έχω τρομερή περιέργεια, αλλά δεν μπορώ να πείσω τον εαυτό μου να ρισκάρει στην κατάστασή μου.

«Θα κατέβω λιγάκι να ρίξω μια ματιά – μην ανησυχείτε, δεν θα βουτήξω στη μαυρίλα ολόκληρη με τη μία.» λέει η Μήδεια και δένει ένα σκοινί γύρω από τη μέση της. Το στηρίζει στις άκρες του διαλυμένου διαδρόμου, και αρχίζει να κατεβαίνει σιγά σιγά.

Δεν λέμε τίποτα. Ο Οράτιος μάλλον γιατί δεν ανησυχεί πολύ για αυτήν και εγώ γιατί έχω μια τρομακτική περιέργεια να δω τι θα γίνει.

Η κοπέλα κατεβαίνει αρκετά γρήγορα… Τα πόδια της αγγίζουν τη μαυρίλα, ενώ δίπλα της, ριζωμένο στην πλαγιά, ορθώνεται ένα περίεργο μαύρο δέντρο. Εντελώς μαύρο. Σαν να είναι φτιαγμένο από το τίποτα. Δεν μου αρέσει αυτό.

«Κρύος αέρας φυσάει από κάτω… Τα πόδια μου τα νιώθω λίγο περίεργα.» φωνάζει η Μήδεια.

Και τότε τα κλαδιά του δέντρου κινούνται! Σαν πλοκάμια από σκοτάδι, ορμούν προς το μέρος της μισο-ξώτικης, ενώ στη βάση τους, στον κορμό, εμφανίζεται ένα φρικτό στόμα με δόντια σαν του καλαμαριού…

 

TecGoblin_AppliedArchaeology.doc

Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Αφιερωμένο σε ένα τόσο υπέροχο Gunslinger Girl που νιώθω ότι ο κόσμος με ευνοεί εγκληματικά που τη γνώρισα.

Μπόνους κεφάλαιο. Μέχρι να βρω χρόνο για το Τρίτο Κεφάλαιο: Οράτιος.

 

Είδος: Μισό Ηρωική, μισό επιστημονική φαντασία. Όσο επιστημονική θα φτάσετε να με δείτε να γράφω.

Βία: Όχι

Σεξ: Get over it

Λέξεις: Από αυτές τουλάχιστον, κάτι έχει.

 

 

Ιντερλούδιο: ΟΠΛΙΣΜΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ

Αυτό δεν είναι πραγματικά γραμμένο από μένα..

 

 

 

 

Η νεαρή καστανομάλλα προχώρησε παραπατώντας στο διάδρομο του αστραπότρενου. Θεωρητικά δεν θα έπρεπε να κουνάει, αλλά οι εργάτες συχνά τοποθετούν στραβά τις αστραπογεννήτριες.

Δεν την ενδιέφερε. Παραπατώντας, άνοιξε την πόρτα της τουαλέτας του τρένου και μπήκε μέσα. Την έκλεισε πίσω της. Άνοιξε να διαβάσει το νέο της πάπυρο, αλλά τα μαγικά σύμβολα περνούσαν μπροστά από τα μάτια της χωρίς να φτάνουν στο μυαλό της. Δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται τις λέξεις του:

«γκρίζο άτριχο σίχαμα»

Πανάθεμά σε, Βινάλι. Αν ήξερε την αλήθεια, μάλλον δεν θα το έλεγε. Αλλά δεν θα άλλαζε κάτι στην ουσία. Γκρίζο. Άτριχο. Άρα σίχαμα.

Η Μήδεια στήριξε το κεφάλι της στα χέρια της. Άρχισε να νιώθει την κατανομή του βάρους της να αλλάζει σιγά σιγά. Το στήθος της μίκραινε – σχεδόν εξαφανιζόταν. Τα δάχτυλά της μάκραιναν, ανάμεσα στα μαλλιά της. Τα χαρακτηριστικά της εξαφανίζονταν σιγά σιγά. Απέμενε αυτή, τα λευκά της μαλλιά, τα μάτια της χωρίς κόρες, και το γκρίζο, άτριχο σώμα της. Αν μπορούσε να κλάψει, τα δάκρυα στη μύτη της θα έπεφταν στο πάτωμα καθώς η μύτη της εξαφανιζόταν στο πρόσωπό της.

Όμως το είδος της δεν έκλαιγε ποτέ. Κανονικά ούτε που είχε σοβαρές ανησυχίες ποτέ. Κανονικά. Όμως όλα άλλαξαν όταν εξαφανίστηκε ο Ζαν.

Ο αέρας στα παράθυρα την ηρεμούσε. Το ίδιο και ο πάπυρος μπάλας φωτιάς, στο πόδι της. Δεν ήταν τυχαίο που το πραγματικό της όνομα ήταν «Μπαμ». Μπορούσε να νικήσει σχεδόν οποιονδήποτε. Μπορούσε να κάνει φίλο της σχεδόν οποιονδήποτε. Μπορούσε να φέρει ανάμεσα στα πόδια της σχεδόν οποιονδήποτε. Ό,τι απαιτούσαν οι συνθήκες: εργαλεία διαρρήκτη, μια πύρινη σφαίρα, ένα όμορφο πρόσωπο στα γούστα του καθενός. Αναλογίες στα γούστα του καθενός. Μπορούσε να γίνει και να κάνει τα πάντα.

Αλλά δεν είχε νόημα. Ήξερε πια ότι δεν είχε νόημα. Ανέσεις, εφήμερες απολαύσεις. Και φεύγουν ξαφνικά. Και μένεις άδεια. Και σκέφτεσαι να στηριχτείς σε κάποιον άλλο. Και βλέπεις ότι είναι αδύνατον. Αυτός με τη δουλειά του, τις πεποιθήσεις του για το τι είναι «φυσικό» και όμορφο. Ναι, παρά τα πλοκάμια.

Η γλυκιά κοπέλα (αλήθεια, είναι ακόμα γλυκιά τώρα, με αυτή τη μορφή;) κοίταξε μπροστά της τους παπύρους της. Είκοσι πάπυροι, λευκοί, όσο λευκός μπορεί να είναι ένας πάπυρος. Ας τους γεμίσει με ξόρκια, αφού αυτό της έχει μείνει να κάνει.

 

***

 

Η νεαρή κοκκινομάλλα προχώρησε παραπατώντας στο διάδρομο του καταφυγίου. Δεν ήθελε να φάει. Δεν ήθελε να πιει. Έτσι δεν πήρε Pövarin σήμερα. Είχε διαβάσει στο κουτάκι να μην το παίρνει νηστική. Και τώρα ζαλιζόταν.

Δεν την ενδιέφερε. Παραπατώντας, άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και μπήκε μέσα. Την έκλεισε πίσω της. Η άλλη φονιάς, η Σεσίλια, έλειπε, η Γκρέτα ήταν μόνη στο δωμάτιο. Άνοιξε να διαβάσει το Βίο του Ιωάννη, αλλά τα γράμματα περνούσαν μπροστά από τα μάτια της χωρίς να φτάνουν στο μυαλό της. Δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται τις λέξεις του Φριτς:

«Ε, όπως και να το κάνουμε, η Δεσποινίδα Λίζα έχει τον τρόπο της με τους εκπαιδευτές»

Πανάθεμά σε, Φραντς. Για αυτό συζητούσες συνεχώς με τη Λίζα; Τάχα μου, για το πώς πάει η εκπαίδευσή μου;

Η Γκρέτα στήριξε το κεφάλι της στα χέρια της. Ένιωθε την κοιλιά της να γουργουρίζει, αλλά δεν ήταν αυτό το χειρότερο. Στο στήθος της, η καρδιά χτυπούσε ακανόνιστα. Ρίγη διαπέρασαν το κεφάλι της, τα ένιωθε ακόμα και στα δάχτυλά της. Αν μπορούσε να κλάψει, θα τσίριζε, θα έκλαιγε με λυγμούς όπως κατά καιρούς κάνει κάθε 13χρονο κοριτσάκι.

Όμως το τεχνητό της μάτι δεν έκλαιγε ποτέ. Για κάποιο λόγο ούτε το άλλο. Κανονικά ούτε που ήθελε να το κάνει. Οι πλύσεις εγκεφάλου και το Pövarin την έκαναν να ξεχνάει σε τακτικά διαστήματα τις έγνοιες της. Αυτά υπό κανονικές συνθήκες. Όχι όταν ο Φραντς ήταν μακριά της και ο Φριτς, ο ψυχίατρος, της έλεγε τέτοια πράγματα.

Έβαλε στο κινητό ένα παλιό άλμπουμ των Air. Οι Αυτόχειρες Παρθένοι, σχεδόν 25 χρόνων cd, αλλά πάντα την ηρεμούσαν. Την ηρεμούσε η παλιά μουσική, όπως και τη Ρίκο, που άκουγε κλασσική. Την ηρεμούσε το ίδιο και το Desert 98Z, στο πόδι της. Όλες τους ένιωθαν πιο ήρεμες με τα όπλα τους. «Μπαμ!» και οι τρομοκράτες έπεφταν νεκροί. Μπορούσε να νικήσει σχεδόν οποιονδήποτε. Μπορούσε να κάνει φίλο της σχεδόν οποιονδήποτε μεγάλο – ήταν η κόρη που όλοι θα ήθελαν να έχουν. Ό,τι απαιτούσαν οι συνθήκες: ορθάνοιχτα παιδικά ματάκια, κλωτσιές μέχρι να μιλήσουν, μια πύρινη σφαίρα. Πολλές πύρινες σφαίρες. Μπορούσε να ξεπεράσει τους εκπαιδευτές της στα πάντα.

Εκτός από αυτά που έχουν την μεγαλύτερη σημασία, τελικά. Τι μπορούσε να κάνει μπροστά στις αναλογίες της Λίζας; Την εμπειρία της; Τα κατάξανθα μαλλιά της; Η Γκρέτα δεν είχε καν περίοδο. Είχε πετύχει σε ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη ότι θα έπρεπε να είχε ήδη. Τα φάρμακα. Οι θεραπείες. Άγνωστο αν θα έχει ποτέ. Και σκέφτεσαι να στηριχτείς σε κάτι άλλο – ειδικά αν δεν έκανες ποτέ αυτά που έκαναν τα μικρά κοριτσάκια. Και βλέπεις ότι είναι αδύνατον. Γιατί νοιάζεσαι για κάποιον. Και αυτός έχει την ηλικία του, τις ορμές του, τις πεποιθήσεις του για το τι είναι «φυσικό» και όμορφο. Ναι, κι ας του έχεις σώσει τη ζωή δεκάδες φορές.

Η γλυκιά κοπέλα (για πόσο ακόμα γλυκιά; Πόσο γρήγορα θα τη σκότωναν οι πλύσεις εγκεφάλου, τα εμφυτεύματα, η στρατιωτική εκπαίδευση;) κοίταξε μπροστά της το βιβλίο της. Είκοσι ακόμα σελίδες, γεμάτες περιπέτειες. Ας τις ξαναδιαβάσει, αφού αυτό της έχει μείνει να κάνει.

 

Κάτι ζέστανε το μέτωπο και το μπράτσο της μικρής γερμανιδούλας. Ένιωσε σαν να το έχει ξαναζήσει αυτό, σαν να υπάρχει ένα σύστημα στον κόσμο και τα πράγματα χρειάζεται να επαναλαμβάνονται με βάση τους κανόνες του.

Βλακείες. Παραισθήσεις από τη στέρηση του φαρμάκου

TecGoblin_AppliedArchaeology.doc

Edited by tec-goblin
Link to comment
Share on other sites

Νομίζω το τελευταίο (μπόνους) κεφάλαιο είναι το καλύτερο μέχρι τώρα. Στο πρώτο δίνεις πολλές πληροφορίες από την οπτική του αφηγητή-πρωταγωνιστή χωρίς όμως να δικαιολογείται τόσο πολύ. Θέλω να πω, σε ποιον αναφέρεται, σε ποιον εξηγεί όλα αυτά τα περίεργα του κόσμου του; Το τρίτο πρόσωπο φαίνεται πιο ταιριαστό, κατά τη γνώμη μου. Αν θέλεις να κρατήσεις το πρώτο (είτε γιατί σε βολεύει είτε γιατί σου αρέσει), τότε κάπως πρέπει να το δέσεις. Π.χ. γράφει κάποιο ημερολόγιο το οποίο εμείς διαβάζουμε; Αφηγείται την ιστορία του σε κάποιον; κλπ.

 

Επίσης, μου δίνει την εντύπωση ότι προϋποθέτει την ενασχόληση του αναγνώστη με τον κόσμο του Eberron ή με τα rpg γενικότερα. Και καθώς διάβαζα, είχα την αίσθηση ότι η γλώσσα σου "σκαλώνει" και οι παράγραφοι είναι κάπως ασύνδετες. Δε "ρέει" δηλαδή η ιστορία, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Στο τελευταίο κεφάλαιο δεν υπάρχει αυτό το πρόβλημα.

 

Καλό είναι. Εγώ τουλάχιστον θα συνεχίζω να το διαβάζω :)

 

Α, και μήπως γίνεται να έχεις ένα-ένα τα μέρη σε ξεχωριστό αρχείο; Γιατί έτσι κάθε φορά θα πρέπει να το κατεβάζω ολόκληρο και δεν έχει πολύ νόημα. Εκτός αν θέλεις να κάνεις αλλαγές.

 

Καλή συνέχεια

Link to comment
Share on other sites

Νομίζω το τελευταίο (μπόνους) κεφάλαιο είναι το καλύτερο μέχρι τώρα.

 

Κι εγώ :D

 

 

 

Αν θέλεις να κρατήσεις το πρώτο (είτε γιατί σε βολεύει είτε γιατί σου αρέσει), τότε κάπως πρέπει να το δέσεις. Π.χ. γράφει κάποιο ημερολόγιο το οποίο εμείς διαβάζουμε; Αφηγείται την ιστορία του σε κάποιον; κλπ.

 

Χμ, θέλει λίγη παραπάνω γνώση του παιχνιδιού για να το πιάσεις από τώρα. Θα έπρεπε πάντως να έχει φανεί. Θα σου στείλω σε pm την απάντηση, θα φανεί ίσως λίγο καλύτερα στην πορεία.

 

 

Επίσης, μου δίνει την εντύπωση ότι προϋποθέτει την ενασχόληση του αναγνώστη με τον κόσμο του Eberron ή με τα rpg γενικότερα.

 

Ναι, ή έστω προσπαθεί να τον πείσει να ασχοληθεί. Αλλιώς θα χάσει κάποια in jokes ο αναγνώστης.

 

 

 

Και καθώς διάβαζα, είχα την αίσθηση ότι η γλώσσα σου "σκαλώνει" και οι παράγραφοι είναι κάπως ασύνδετες. Δε "ρέει" δηλαδή η ιστορία, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ.

 

Είναι πολύ στριμωγμένο ρε γαμώτο. Θέλω κάθε πρόταση να λέει κάτι που είναι σημαντικό για την ιστορία και για μένα, αλλά αυτό το κάνει να τρέχει υπερβολικά.

 

 

 

Στο τελευταίο κεφάλαιο δεν υπάρχει αυτό το πρόβλημα.

 

Ε, κάποια στιγμή θα μάθω και να γράφω :D - Ο Νιχίλιο πάλι βρήκε το τελευταίο το πιο "δύσκολο" στο να καταλάβει τι παίζει - ο καθένας και το στυλ του :beerchug:

 

 

Καλό είναι. Εγώ τουλάχιστον θα συνεχίζω να το διαβάζω :)

 

:) :)

 

Τι καλάάά. Ωραία ωραία, άντε να το συνεχίσω :).

 

 

Α, και μήπως γίνεται να έχεις ένα-ένα τα μέρη σε ξεχωριστό αρχείο; Γιατί έτσι κάθε φορά θα πρέπει να το κατεβάζω ολόκληρο και δεν έχει πολύ νόημα. Εκτός αν θέλεις να κάνεις αλλαγές.

 

Κάνω κάθε φορά αλλαγές, το λιγότερο στο προηγούμενο κεφάλαιο. Επίσης γενικά είναι μικρούτσικο, αν είναι την επόμενη φορά το ανεβάζω και ζιπαρισμένο.

 

 

Καλή συνέχεια

 

:yessir:

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Επιστροφή. Άργησα πολύ να το γράψω, είχα σαφώς πιο ενδιαφέροντα πράγματα να κάνω (όπως το goo goo party και όχι μόνο ;) ). Αλλά τώρα το καλοκαίρι θα δείτε κι άλλο υλικό. Δεν ξέρω πότε θα σταματήσω. Ίσως όταν έχω εξαντλήσει όλα τα διαφορετικά στυλ και διαθέσεις που θέλω να δοκιμάσω...

 

 

 

Συνιστώ να το διαβάσετε από το doc, είναι κάπως ενδιαφέρον το κόψιμο των κεφαλαίων εκεί.

 

 

 

 

 

 

3ο Κεφάλαιο: ΟΡΑΤΙΟΣ

Και ακόμα να μάθω να γράφω

 

 

 

 

 

«Και τότε;»

«Ε, να’ναι καλά τα πλοκάμια και οι ψυχικές μου δυνάμεις, κύριε Ζοφίκ! Βούτηξα και κατεύθυνα όλη μου τη θέληση στα άκρα μου, για να ρίξω μια γερή στο τέρας, να καταλάβει ότι δεν έχει να κάνει με ερασιτέχνες.»

«Φυσικά, το τέρας ήταν ένας εκπρόσωπος των Εφήμερων Απαγχονιστών, και υπό φυσιολογικές συνθήκες θα θεράπευε ένα τέτοιο χτύπημα πολύ γρήγορα, αντλώντας δύναμη από τις σκιές γύρω του. Όμως εκεί μια επίκληση φωτός από εμένα του στέρησε τις δυνάμεις του, αναγκάζοντάς το να υποχωρήσει στη σκιά.» με συμπληρώνει ο Οράτιος.

«Θα είχαμε θρηνήσει μια φοιτήτρια αν δεν ήσασταν τόσο καλά προετοιμασμένοι! Εύγε νέοι μου.»

Ο Καθηγητής Ζοφίκ φαίνεται ευχαριστημένος, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι τον απασχολεί κάτι άλλο. Η Μήδεια κουνάει τα πόδια της λίγο νευρικά σαν μικρό παιδί σε έναν καναπέ πιο πέρα στο γραφείο του. Οι ουλές της έχουν εξαφανιστεί, χάρη στη μαγεία αυτής και του Οράτιου, αλλά νιώθει εμφανώς άβολα από αυτή τη συζήτηση. Ο Καθηγητής, όμως, με επαναφέρει στο θέμα μας:

«Ωραία, για μιλήστε μου τώρα λίγο παραπάνω για αυτό το εύρημά σας. Τι ακριβώς είπε ο προηγούμενος κάτοχος αυτού του υπέροχου βιβλίου πριν πεθάνει;»

Ιδέα μου, ή του τρέχουν τα σάλια; Ούτε καν τους βαθμούς μας δεν σημειώνει…

«Αν είναι αυτός που νομίζουμε, είπε ‘Δεν επήλθε η ημέρα που θα με εξουσιάστε μέσω του Αληθινού μου Ονόματος!’» απαντάει ο Οράτιος αντ’ εμού. Η ικανότητά του στο να θυμάται τέτοιες λεπτομέρειες είναι εκπληκτική, παρά το ότι, σε αντίθεση με μένα, δεν κάνει ασκήσεις αυτοΰπνωσης για να εξερευνεί τις αναμνήσεις του.

«Υπέροχα, θαυμάσια, τέλεια! Σύντομα θα έχουμε την Απόδειξη!»

Την Απόδειξη; Τι λέει ο τρελο-Ζοφίκ;

«Αλλά πριν από αυτό, θα μπορέσουμε να ερευνήσουμε αυτή τη μαγεία, να την χρησιμοποιήσουμε, να απολαύσουμε αυτή την πηγαία μορφή δύναμης!»

Σιγά σιγά τα μάτια του Καθηγητή ηρεμούν. Μας κοιτάει μια στιγμή, συνειδητοποιώντας ότι μάλλον είπε πολλά.

«Σύντομα θα πρέπει να πάτε πιο βαθιά, να ερευνήσετε αυτό το χάσμα με τις Σκιές, καθώς και τα Αληθινά Ονόματα. Η σταδιοδρομία όλων μας στους ακαδημαϊκούς κύκλους προμηνύεται λαμπρή, νέοι μου!»

 

 

***

 

 

«ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΖΙΛΑΡΓΚΟ! Η ΓΡΑΜΜΗ ΜΕΤΑΞΥ ΣΤΑΡΙΛΑΣΚΟΥΡ ΚΑΙ ΣΘΕΝΑΡΟΠΟΡΤΑΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΕΠΤΑ ΜΕ ΔΕΚΑ ΗΜΕΡΕΣ, ΛΟΓΩ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ. ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ…»

Αχ, το αστραπότρενο! Τόσο μισητό και τόσο αγαπημένο. Οι σταθμοί του γεμάτοι από πλάσματα κάθε λογής, που πάνε σε κάθε πιθανό προορισμό. Ένα μνημείο της ανθρώπινης μαγείας και τεχνολογίας, που σκίζει ανελέητο δάση και βουνά, για να μεταφέρει εμπορεύματα και ανθρώπους σε όλες τις γωνιές της ηπείρου.

Και εμείς κάπου εδώ, με τα σακίδιά μας, έτοιμοι να κινήσουμε πάλι προς την ανατολή, χωρίς όμως να έχουμε αποφασίσει τι θα κάνουμε εκεί. Θα κινήσουμε για την «προαιρετική και επικουρική καλοκαιρινή εργασία» που μας ανέθεσε ο Ζοφίκ, ή θα χωριστούνε οι δρόμοι μας και θα απολαύσουμε ξεχωριστά τις διακοπές μας;

Εμένα η ανησυχία μου τρώει τα σωθικά – πρέπει να ερευνήσω αυτά τα σκιερά πλάσματα για να αναφέρω στους Φύλακες της Πύλης. Και σε όλ’ αυτά μπλέκεται και μια αλλόκοτη νέα μαγεία. Ευτυχώς, τα πράγματα, αν και ενδιαφέροντα, δεν έχουν γίνει ακόμα τρομερά περίπλοκα. Ίσως θα πρέπει να αρχίσω να κρατάω απομνημονεύματα. Όμως ακόμα να μάθω να γράφω όμορφα…

Η προσοχή μου ξαναστρέφεται στο σταθμό. Το τρένο που θα φύγει προς την ανατολή ξεχωρίζει. Είναι ένα νέο μοντέλο, με μυτερό βαγόνι μηχανής. Στο πλάι του είναι σχεδιασμένο το όνομα του μοντέλου «Τέταρτος Ζέφυρος: Βελτιωμένος».

Τε Ζε Βε… Ο Οράτιος το είχε αναφέρει! Ήξερε για το νέο μοντέλο; Ασχολείται με τα αστραπότρενα; Και τυχαίνει να είναι το μοντέλο που πάει στη Δύση; Με τρομάζει αυτός ο κοντός βιβλιοφάγος!

Και τώρα που τον ανέφερα, πού έχει χωθεί; Σε καμιά τουαλέτα, θα έχει ξεχαστεί και θα διαβάζει…

Πρώτη πόρτα… κλειδωμένη – νομίζω ότι ο Οράτιος είναι πολύ αφηρημένος όταν δεν πιέζεται για να κλειδώσει την πόρτα.

Δεύτερη πόρτα… άδειο.

Τρίτη πόρτα… Ω ΜΑ ΤΟ ΤΟΤΕΜ ΜΟΥ!

 

Ο Οράτιος συνομιλεί με μια σκιά που έχει βγει από τη γωνία πίσω του. Μοιάζει με καλίγραμμη ξωτικιά σε πράσινη δερμάτινη πανοπλία, αλλά τα μαλλιά της μοιάζουν πολύ αραιά και άρρωστα. Το πρόσωπό της δεν φαίνεται από τη μεριά μου.

Ο μικρός γνόμος γουρλώνει τα μάτια του μόλις με αντικρίζει. Μου κάνει νόημα έντρομο να φύγω γρήγορα, ενώ η μορφή αρχίζει να σκοτεινιάζει και να γίνεται ένα με την γωνία στην οποία στεκόταν. Κλείνω ξανά την πόρτα…

 

 

«Μα για όνομα της Φύσης, Οράτιε… Επικλήσεις σκοτεινών πλασμάτων; Κι εσύ; Δεν έχεις αίσθηση του στυλ; Κάθε τρεις μάγους και παπάδες βλέπεις κι έναν που παίζει με ‘πλάσματα που δεν έπρεπε να υπάρχουν – μουχαχά! Είναι τόσο μπανάλ!»

Ο Οράτιος δείχνει σαν βρεγμένη γάτα. Τα μαλλιά του μοιάζουν αραιά και αρρωστημένα – τον είχα ξαναδεί έτσι, αλλά μας είχε πει ότι είναι κληρονομικό – έχω αρχίσει να αμφιβάλλω για αυτό, γιατί μού θυμίζουν πολύ τα μαλλιά εκείνης της ξωτικίνας. Προσπαθεί να εξηγηθεί:

«Δεν είναι ακριβώς αυτό που νομίζεις, και είναι πάρα πολύ σημαντικό να μην σε ακούσει κανένας!!»

Ακούω το χοροπηδηχτό βήμα της Μήδειας να μας πλησιάζει. Φαίνεται να έχει ξαναβρεί το κέφι της σε κάποιο βαθμό.

«Δεν ξέρω γιατί τσακώνεστε, αλλά φαίνετε να έχετε τραβήξει την προσοχή του κόσμου, παίδες!»

Με αυτά τα λόγια μας δείχνει έναν γενειοφόρο ντυμένο με έναν λιτό χιτώνα, ο οποίος φαίνεται να έχει πλησιάσει. Δεν μας κοιτάζει τώρα, αλλά ίσως να μπορεί να ακούει. Και αυτό που είναι το πιο ανησυχητικό είναι ότι έχει στο λαιμό του το σήμα της Ασημένιας Φλόγας.

«Πιστός; Ιερέας; Ό,τι και να ‘ναι, για το καλό πολεμούν, αλλά αν αρχίσει να ρωτάει γιατί έχω κεφάλι τεράστιου αετού, θα δυσκολευτώ να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας!» ψιθυρίζω.

«Ε, κοίτα, χθες ήσουν εκτοπιζόμενο τέρας και είχες πλοκάμια. Σήμερα είσαι τεράστιος αετός και έχεις κεφάλι με ράμφος. Αύριο μπορεί να είσαι και ελέφαντας και να έχεις προβοσκίδα – ποτέ δεν ξέρουμε τι εκπλήξεις μάς κρύβει η fashion disaster μαγεία σου!» χαμογελάει η Μήδεια πονηρά.

Δεν έχει και άδικο. Πάντως αυτό που είναι σίγουρο τώρα είναι ότι πρέπει να συζητήσουμε σε κάποιο πιο ήσυχο μέρος.

Τα αετίσια μάτια μου γρήγορα παρατηρούν ότι ένας οδηγός βγαίνει από ένα βαγόνι του Τε Ζε Βε χωρίς να κλειδώσει. Τέλεια, θέλει τουλάχιστον μια ώρα για να ξεκινήσει – μπορούμε να συζητάμε εκεί μέσα.

Διακριτικά, μπαίνουμε στο βαγόνι. Μοιάζουμε όλοι αξιοπρεπώς καλοί στο να κρυβόμαστε. Αν ήμασταν άλλοι φοιτητές, θα έλεγε κανείς ότι μάθαμε την τέχνη στις διακριτικές κινήσεις που χρειάζονται για τα σκονάκια στις εξετάσεις.

Καθόμαστε σε μια καμπίνα του τρένου, κλείνουμε την πόρτα. Η κουρτίνα είναι ήδη κλειστή. Ο Οράτιος σκαρφαλώνει στο κάθισμα με τα μικρά του ποδαράκια. Η Μήδεια κάθεται όρθια στη γωνία και παίζει με τα δυο χέρια της με έναν πάπυρο. Τους κοιτάω καθώς κάθομαι δίπλα στην είσοδο της καμπίνας, απέναντι από αυτούς.

«Λοιπόν, τι λέτε για τα ευρήματά μας τελικά; Βρήκαμε όντως μια καινούρια μαγεία;»

«Κοίτα, για να δούμε τι βρήκαμε, πρέπει να δούμε πώς και αν κολλάει στο φάσμα μαγείας που γνωρίζουμε.» μου απαντάει ο Οράτιος και συνεχίζει την ανάλυση:

 

«Μέχρι στιγμής έχουμε από τη μία τις ψυχικές δυνάμεις, που πηγάζουν μέσα από αυτόν που τις εξασκεί – στη μια πλευρά – και τις ουράνιες δυνάμεις, που πηγάζουν από πλάσματα, θεούς, δαίμονες και άλλα, τα οποία είναι έξω από τον εαυτό μας και εμείς απλά τα παρακαλούμε να μας δώσουν τη δύναμή τους.

Κάπου στη μέση είναι οι απόκρυφες δυνάμεις της ‘κανονικής’ μαγείας. Πιο προς το πρώτο άκρο αυτές που είναι κληρονομικές και πηγάζουν από το αίμα κάποιου, και πιο προς το άλλο οι σχετικά ακριβείς φόρμουλες της μαγείας που χρησιμοποιεί η Μήδεια.»

Η τυχοδιώκτρια φαίνεται να δυσανασχετεί:

«Δεν ενθουσιάζομαι στην ιδέα ότι η μαγεία προέρχεται από την ψυχή και από θεούς και άλλα πράγματα που ίσως δεν υπάρχουν… εγώ βλέπω ότι η μαγεία είναι κάπου μεταξύ επιστήμης και αυστηρών φόρμουλων από τη μία, όπως περίπου είναι οι πάπυροί μου, και πιστεύω από την άλλη, όπου μπορεί να περιλαμβάνεται η 'ουράνια' μαγεία. Τα πρώτα χειρίζονται την ύλη και τα δεύτερα… το.. πνεύμα; Ψυχές; Πείτε το όπως θέλετε. Το ταλέντο και τεχνική του βάρδου για παράδειγμα είναι λίγο πιο κοντά στην πρώτη κατηγορία, αλλά το ότι επηρεάζει τον κόσμο ψυχολογικά είναι πιο κοντά στη δεύτερη, για μένα.»

«Συγχώρεσέ με καλή μου, αλλά πρέπει να σε διαβεβαιώσω ότι όντα με την ικανότητα να προσφέρουν μαγικές δυνάμεις στους θνητούς υπάρχουν.» λέει με απόλυτη σιγουριά ο Οράτιος. Τείνω να τον πιστεύω μετά το πρόσφατο συμβάν.

Παρεμβαίνω για να οδηγηθεί κάπου αυτή η συζήτηση:

«Όπως υπάρχουν και ψυχές, και από αυτές προκύπτουν οι ψυχικές δυνάμεις – όπως είπε ο Οράτιος, αλλά και οι δυνάμεις των τοτεμιστών που εξασκώ – μόνο που για αυτές χρησιμοποιείς το υλικό από το οποίο φτιάχνονται οι ψυχές των άλλων...»

Αυτό πρέπει να ακούστηκε πολύ τρομακτικό, με κοιτάνε με γουρλωμένα μάτια. Μάλλον δεν έπρεπε να το πω έτσι. Συμπληρώνω:

«...χωρίς να το βλάπτεις κανονικά…Τέλος πάντων, το θέμα μας είναι πού ακριβώς μπαίνει η Μαγεία της Αληθινής Λαλιάς. Αν είναι σωστή η θεωρία που μας δίδασκε στην τάξη ο Ζοφίκ, ότι προφέροντας τα αληθινά ονόματα δημιουργείς από τον ήχο την πραγματικότητα, νομίζω ότι είναι πιο κοντά στο πλέγμα που έθεσε η Μήδεια – δεν πηγάζουν από εσένα ακριβώς, σαφώς δεν πηγάζουν από έξω, όμως είναι κάτι σαν επιστήμη ή τεχνική που αλλοιώνει την ύλη… περιγράφοντάς την σε μια Πραγματική Γλώσσα.»

Η Μήδεια χαμογελάει με αυτή την αναπάντεχη στροφή μου προς τις απόψεις της., όπως την εκλαμβάνει τουλάχιστον. Ο Οράτιος, όμως, δεν το βάζει κάτω:

«Θα πρέπει να μελετήσουμε από κοντά αυτό το θέμα. Δεν μπορούμε να βασίζουμε ολόκληρη τη θεωρία για το πώς δουλεύουν οι μαγείες στις υποθέσεις ενός τρελού καθηγητή.»

«Οπότε προτείνεις να κινήσουμε προς τη δύση να ερευνήσουμε περισσότερο;» λέω.

Το χαμόγελό μου πρέπει να φαίνεται κάτω από το πρόσωπο του αετού. Ο Οράτιος δείχνει αποφασισμένος:

«Δεν θα είναι εύκολο, αλλά θα πρέπει να ερευνήσουμε όλη την περιοχή, την ιστορία του τόπου – δυστυχώς, είναι μέσα στη Γη των Θρήνων, κάτι που σημαίνει ότι τα γειτονικά του μέρη μπορεί να έχουν μετακινηθεί σε κάποια άλλη άκρη αυτής της καταραμένης γης. Αλλά είναι μια ευκαιρία για Γνώση που δεν πρέπει να χάσουμε.»

«Ευκαιρία για γνώση, ναι, αλλά κυρίως ευκαιρία για περιπέτεια, να βρούμε νέους παπύρους με ζηλευτά ξόρκια, και γενικότερα να κάνουμε καμιά καλή καβάντζα διασκεδάζοντάς το. Είναι επικίνδυνο, αλλά αν σας αφήσω μόνους σας θα είναι δολοφονία… Είμαι μέσα.»

Με αυτά τα λόγια της, η τυχοδιώκτρια με κοιτάει ενθουσιασμένη. «Καβάντζα»; Έστω. Ακόμα κι έτσι μάς είναι απαραίτητες οι ικανότητές της με τις παγίδες. Και… εντάξει, όσο να’ναι, τολμώ να πω ότι είναι χαριτωμένη.

«Άψογα. Είμαστε και στο σωστό τρένο, αρκεί να πεταχτούμε λίγο έξω να πάρουμε εισιτήρια.» λέω, χαμογελώντας όσο μού επιτρέπει το ράμφος μου.

Με αρκετή προσοχή βγαίνουμε έξω. Ο Οράτιος έχει γίνει αόρατος, αλλά εμένα και τη Ντ’ Χητ μας κοιτάει περίεργα ο σταθμάρχης. Αλλά πιο πολύ με ανησυχεί ότι (κάνουν ότι;) δεν μας κοιτάνε δυο ρασοφορεμένοι της ασημένιας φλόγας που συζητούν λίγο πιο δίπλα στην αποβάθρα. Πφ, παπάδες… Σηκώνω αγέρωχα το αετίσιο κεφάλι μου και θωρώ την οροφή του σταθμού.

Ένα σωρό είδη μαγείας, μια σύντροφος – φονιάς και ένας φίλος που συνεργάζεται με δυνάμεις για τις οποίες δεν θέλει να μιλήσει. Ίσως και μερικοί ιεροεξεταστές της Ασημένιας Φλόγας στο κατόπι μας. Και αυτό είναι απλά οι διακοπές μας…

TecGoblin_AppliedArchaeology.zip

Edited by tec-goblin
Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Να'το και το 4ο. Αλλαγή διάθεσης πάλι, πιο κοντά στο συνηθισμένο στυλ.

Λέξεις: Περισσότερες από ποτέ

Είδος: Νεανική περιπέτεια μυστηρίου

Βία: Κάποια

Σεξ: Περιέργως όχι. Ίσως το Βωβό με το Αμπολέθιο;

 

 

4(04)ο Κεφάλαιο: ΑΓΝΩΣΤΟ

Αντιγράφοντας όνειρα άλλων

 

 

 

 

Οι λευκές δαντέλες του φορέματος ανεμίζουν σε ένα αεράκι που εμείς δεν νιώθουμε. Η κάτοχος του φορέματος δεν δίνει σημασία. Δεν φαίνεται να δίνει σημασία σε τίποτα. Τα μάτια της είναι λευκά, χωρίς κόρες, και το στόμα της χάσκει. Κάτι αχνοφέγγει στο κορμί της και φωτίζει ελάχιστα το χώμα γύρω. Το λευκό του δέρματος και του νυφικού της και το ξανθό των μαλλιών της μοιάζουν τα μόνα χρώματα – το χρώμα του χώματος μοιάζει τόσο μουντό, τόσο ασήμαντο… σχεδόν νεκρό. Χώμα τάφου;

Κάτι συμβαίνει. Θα ορκιζόμουν ότι τα μάτια της κοπέλας κοιτάνε κάπου, αν μπορεί να φανεί αυτό σε μάτια χωρίς κόρες. Ανακαθίζει. Δεν με εκπλήσσει ότι κινείται. Κοιτάει προς μια κατεύθυνση.

Δεν βλέπουμε τι κοιτάει, μέχρι που φτάνει κοντά της. Ένας άντρας. Κάποια αόρατη δύναμη τον μετακινεί. Είναι ξαπλωμένος, δεμένος, με γουρλωμένα μάτια, γεμάτα φόβο. Έχει μαύρη γενειάδα και μαλλιά ακατάστατα, αλλά τα χαρακτηριστικά του μού φέρνουν κάτι στο μυαλό. Δεν μπορώ να θυμηθώ τι.

Η κοπέλα σκύβει πάνω του. Με κινήσεις με μια χάρη αφύσικη για το νεκρό της σώμα ράβει κάτι στο… δέρμα του. Ένα μαύρο ύφασμα; Μα δεν έχει υφή, δεν διπλώνει, δεν αντανακλά το φως. Η κοπέλα στρίβει λίγο στα δεξιά για να συνεχίσει τη δουλειά της, και αποκαλύπτεται τι κάνει…

Ω θεοί! Ράβει μια σκιά. Με πολλή προσοχή και μια έκφραση φροντίδας στο πρόσωπό της, ράβει την ίδια της τη σκιά στον ακινητοποιημένο άντρα!

Θα πρέπει να ήταν όμορφη όταν ζούσε. Περίεργο, σκέφτομαι… όλες οι ζωντανές νεκρές δείχνουν να ήταν όμορφες όταν ζούσαν. Τις υπόλοιπες κοπέλες δεν τις παίρνει ο Κρατών, ο θεός του Θανάτου και των Ζωντανών Νεκρών; Ή απλά οι κοπέλες είναι ωραίες μόνο νεκρές, όπως λέει ένα τραγούδι που δεν θυμάμαι πού έμαθα;

 

Τα γουρλωμένα ματάκια της Μήδειας δίπλα μου κοιτούν επίσης το είδωλο στη λίμνη και με διαβεβαιώνουν άθελά τους ότι το τραγούδι είναι εσφαλμένο. Κυνηγάμε αυτό το είδωλο για ώρες, γιατί φαίνεται να διαλέγει τι μας δείχνει… Ένα ζωντανό ξόρκι είναι πάντα μοναδική εμπειρία, κι ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για ένα ξόρκι κρυσταλλοσκοπίας που μοιάζει να θέλει να μας αποκαλύψει κάτι.

Ο Οράτιος πιο δίπλα έχει σκύψει μέσα στα ακίνητα νερά της λίμνης, έχοντας σχεδόν βάλει το πρόσωπό του μέσα στο ξόρκι. Θα το είχε κάνει αν δεν φοβόταν μη βραχούν τα βιβλία του, είμαι σίγουρος. Μοιάζει σαφώς περισσότερο στο στοιχείο του απ’ ότι εγώ.

Κοιτάω γύρω μου: μια νεκρή έρημος, με θαμμένα κόκαλα να προσπαθούν μάταια να σπάσουν τη μονοτονία της. Η Γη των Θρήνων…

«Φεύγει!» φωνάζει η νεαρή τυχοδιώκτρια και γυρίζω αμέσως το κεφάλι μου.

Πράγματι. Το ζωντανό ξόρκι κρυσταλλοσκοπίας αρχίζει να μετακινείται… Και, αυτή τη φορά, μπαίνει πιο μέσα στη λίμνη Στασιμότητα! Η Μήδεια ενθουσιασμένη… βουτάει στα νεκρικά στάσιμα νερά, και κολυμπάει ανάμεσα στους επιπλέοντες σκελετούς! Μα την αυτοΰπνωσή μου, την ακολουθεί και ο γνόμος, κινούμενος το ίδιο αδέξια με αυτήν.

«Πού πάτε;! Δεν ξέρετε καλό κολύμπι!» τους φωνάζω και τους ακολουθώ για να μην πάθουν τίποτα.

Το νερό έχει περίεργη αίσθηση. Νιώθω σχεδόν σαν να κολυμπάω σε λάσπη, αλλά το καλό είναι ότι κρατιέμαι πολύ εύκολα στην επιφάνεια… Πολύ αλάτι, είχα διαβάσει για αυτό το φαινόμενο. Ελπίζω να είναι το μόνο περίεργο φαινόμενο σε αυτά τα νερά. Εκτός δηλαδή από τους σκελετούς, έναν τοτεμιστή με πλοκάμια, ένα ζωντανό ξόρκι και δυο τρελούς που κολυμπάνε αδέξια κρατώντας πάνω από την επιφάνεια τους παπύρους τους…

«Φέρτε τους αυτούς εδώ!» λέω και παίρνω τα χαρτιά τους στα πλοκάμια μου. «Τι νομίζετε ότι κάνετε;»

«Θέλει κάτι να μας δείξει, ίσως μας πάει σε κάποιο θησαυρό!» λέει εκστασιασμένη η μισοξώτικη. Θα ορκιζόμουν ότι θα υγραινόταν ακόμα και έξω από το νερό προφέροντας αυτές τις λέξεις!

«Μήπως θα πρέπει να προσέχουμε; Ο πολεμοποίητος που ανακρίναμε μάς είπε ότι στη λίμνη υπάρχουν επικίνδυνα πλάσματα.» λέω, αν και ξέρω ότι δεν πρόκειται να αποθαρρυνθεί με αυτά τα λόγια.

«Παντού υπάρχουν επικίνδυνα πράγματα, Βινάλι! Ακόμα και στο τρένο, παραλίγο να πεθάνουμε όταν χάλασε η αστραπογεννήτρια!»

Η Μήδεια μού θύμισε εκείνο το περιστατικό στη διαδρομή. Πολύ περίεργο συμβάν – οι αστραπογεννήτριες είναι εντυπωσιακά καλοφτιαγμένες – δεν μιλάμε για κάποια πειραματική γνόμικη εφεύρεση εδώ, αλλά για τελειοποιημένη συσκευή του καλύτερου αστραπότρενου! Όλοι μας υποψιαζόμαστε σαμποτάζ. Από ποιον; Την Ασημένια Φλόγα; Θα προτιμούσα χίλιες φορές να ήταν κάποια διεθνής συνομωσία ζωντανών νεκρών ή κάποια θεϊκή κατάρα κακοτυχίας αντ’αυτού!

Και μιας και αρχίσαμε τις ερωτήσεις:

«Γιατί μας το δείχνει αυτό το πράγμα το ξόρκι; Τι σχέση έχει με όλ’ αυτά ο γενειοφόρος και η νεκρή;»

«Σκάσε και κοίτα!» μου λέει η Μήδεια.

Το ξόρκι έχει ξανασταματήσει. Είμαστε πια αρκετά μέσα στη λίμνη. Δεν έχει σκελετούς εδώ. Ο Οράτιος μάς προλαβαίνει σε λίγα δευτερόλεπτα.

Το ξόρκι πια δείχνει την κοπελιά να περνά τις τελευταίες κοντυλιές στο σώμα του δύσμοιρου. Αυτός φαίνεται ήρεμος πια. Δεκτικός, έως χαμογελαστός. Η κοπέλα κινεί μόνο το χέρι της. Δεν έχει σφυγμό, δεν έχει ανάσα, δεν μπορώ να δω τι σκέφτεται. Ο άντρας σηκώνεται. Ακουμπάει την κοπέλα στον ώμο και την οδηγεί κάπου να ξαπλώσει. Το χαμόγελό του είναι διαφορετικό τώρα. Η σκιά του… ω ναι, είναι η σκιά της κοπέλας και κάποιες στιγμές κινείται διαφορετικά από αυτόν!

Ύστερα το ξόρκι αρχίζει να τρέχει. Προς τα βάθη της λίμνης! Η Μήδεια πάει να το ακολουθήσει. Αλλά τα μάτια μου έχουν δει κάτι χειρότερο…

«ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΩΡΑ!» Την τραβάω από τον ώμο.

Δείχνει σαστισμένη. Περιέργως, και αυτή και ο Οράτιος, αρχίζουν να κολυμπούν τρέχοντας προς την ακτή. Κάτι στο βλέμμα μου θα τους έπεισε – πρέπει να είμαι πραγματικά τρομαγμένος.

Τα μάτια μου έχουν δει τι συμβαίνει. Μέσα στο νερό, ένα τεράστιο ψάρι – ίσως ούτε καν ψάρι – έρχεται προς το μέρος μας. Και δεν έχω όρεξη να πολεμήσω στο στοιχείο του.

Κολυμπάμε σαν τρελοί, αλλά δεν αρκεί. Το πλάσμα είναι πολύ πιο γρήγορο από εμάς… Και ακόμα χειρότερα… Ένας τοίχος από λάσπη βγαίνει μπροστά μας μέσα από το νερό! Είμαστε παγιδευμένοι.

Ο Οράτιος φωνάζει «Περάστε από μέσα του! Είναι ψευδαίσθηση! Είναι ένα αμπολέθιο, παίζει με τα μυαλά μας για να μας παγιδεύσει!»

ΕΝΑ ΤΙ;

Πράγματι, αυτό που ακουμπά το πόδι μου καθώς ορμάω στον τοίχο δεν είναι δόντια – είναι ένα πλοκάμι. Με χτυπάει άσχημα. Οι άκρες των πλοκαμιών του έχουν κάτι σαν μικρά δόντια, σαν τη γλώσσα της γάτας, τα οποία με γδέρνουν και εκλύουν κάποια ουσία στο δέρμα μου. Η αίσθηση μού φέρνει αναταραχή στο στομάχι.

«Φύγετε! Θα το κρατήσω εγώ!» ουρλιάζω.

«Ούτε που να το σκέφτεσαι!» λέει η τυχοδιώκτρια και αρχίζει να με πλησιάζει.

Δεν το πιστεύω… Έρχεται πίσω να με σώσει;

Καθώς προσπαθώ να κολυμπήσω και να απομακρυνθώ από το πλάσμα χωρίς να με χτυπήσει, ενεργοποιώντας ψυχικές άμυνες γύρω μου, η Μήδεια έρχεται κοντά μου και παίρνει από τα πλοκάμια μου τους παπύρους της. Για αυτούς ερχόταν, και όχι για μένα…

Το πλάσμα με έχει λαβώσει και δεύτερη φορά. Η δύναμή του είναι τρομακτική. Η Ντ’Χητ σηκώνει έναν πάπυρο και ουρλιάζει τις λέξεις δύναμης που διαβάζει. Ξαφνικά νιώθω το σώμα μου πιο γρήγορο, αναζωογονημένο.

«Τρέχα!» μου φωνάζει η κοπέλα.

Κολυμπάω με όλη μου τη δύναμη, ενώ το πλάσμα κινείται με ευκολία ακόμα στην ταχύτητά μου, προλαβαίνοντας να με χτυπήσει. Η Ντ’Χητ τρέχει επίσης. Και ο Οράτιος; Μας κοιτάει από τα ρηχά και μας ενθαρρύνει με τον ανούσιο τρόπο του:

«Προσοχή! Μην βάζετε το κεφάλι μέσα στο νερό! Αν μπει αυτό το μαύρο σύννεφο που έχει γύρω του στα πνευμόνια σας, θα παύσετε να μπορείτε να αναπνέετε αέρα!»

Μοιάζω να τον αγνοώ, βουτάω το κεφάλι μέσα. Απλά φυσάω αέρα από τη μύτη – αλλά ο Οράτιος ζήτημα αν ξέρει πώς να φυσάει σωστά από τη μύτη μέσα στο νερό, γι’ αυτό μας λέει ότι να ’ναι.

ΑΑΑΑΑ! Το καταραμένο με ξαναχτύπησε… νιώθω τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, αλλά τα γαμψώνυχα στα χέρια μου μου θυμίζουν τις ψυχές των μαγικών κτηνών που κυλούν μέσα μου. Δεν πρόκειται να το βάλω τόσο εύκολα κάτω…

Είμαι πια στα ρηχά, δεν ξέρω πόσο άλλο πρέπει να βγω για να αποθαρρυνθεί το τέρας. Ελπίζω να μην περπατά και στη στεριά!

Το τελευταίο που νιώθω είναι… μέταλλο! Κάτι με χτυπάει ξώφαλτσα… Σφίγγω τα δόντια, και τρέχοντας άτσαλα στα ρηχά, γυρίζω να δω:

Το αμπολέθιο μάς κοιτάει με κακία λίγα μέτρα πιο πέρα, με τα τρία κόκκινά του μάτια το ένα πάνω από το άλλο και τις τεράστιες κοιλότητες που έχει για βράχια να ανοιγοκλείνουν. Στο δίμετρο πλοκάμι του κρατά ένα… σπαθί! Μάλλον στο τελευταίο χτύπημα δεν με έφτανε χωρίς κάποια προέκταση στο χέρι του… Αλλά πού βρήκε το σπαθί; Και πού είναι η Μήδεια;

Σαν απάντηση έρχεται ένα πλατάγισμα του 6μετρου κορμιού του τέρατος. Κοιτάει μπερδεμένο καθώς εμφανίζεται στο πλάι του η νεαρή μισοξώτικη, τρέχοντας σαν τρελή προς εμάς στην ακτή.

Κάπου εδώ συνειδητοποιώ ότι δε νιώθω καθόλου μα καθόλου καλά. Μια κολλώδης ουσία βγαίνει από τους πόρους μου, και αρχίζω να ζαλίζομαι. Επίσης, ξέρω ότι δεν θα αντέξω για πολύ ακόμα: τα νύχια με κρατούν στη ζωή, όλη η ουσία των ψυχών που κυλούν στο σώμα μου έχει οδηγηθεί σε αυτά, αλλά ο οργανισμός μου έχει καταβληθεί και αιμορραγώ. Ο Οράτιος πέφτει πάνω μου…

 

Ξανανοίγω τα μάτια με τον γνόμο από πάνω μου να μου δίνει λίγο νερό από το παγούρι του. Η Μήδεια είναι επίσης δίπλα μου – με κοιτάει. Φαίνεται να έχει μόλις σταματήσει να φτιάχνει κάτι. Δεν ξέρω τι. Συγκεντρώνομαι στην κατάστασή μου: οι πληγές μου είναι τρομακτικές, ειδικά στα πόδια. Η αιμορραγία έχει σταματήσει, αλλά θα ξαναρχίσει σχεδόν με το παραμικρό – μόνο η θέλησή μου με κράτησε στη ζωή, και το παραμικρό χτύπημα θα με σωριάσει στο χώμα. Μόνιμα αυτή τη φορά.

«Τσακωνόμαστε εδώ με τη φίλη μας για το αν θα περάσουμε αυτό το τέρας ξανά!» λέει ο Οράτιος. «Συμμερίζομαι το ενδιαφέρον της για το ζωντανό ξόρκι, αλλά τη συμβουλεύω να προσπεράσουμε αυτό το θαλάσσιο έκτρωμα στα κρυφά.»

«Ναι, αλλά εδώ πρέπει να μάθετε ότι το σπαθί του τέρατος είναι από Κυρίτη» τον διακόπτει η κοπέλα «ένα μέταλλο ποτισμένο από την καταστροφική μαγεία του τόπου, ισάξιο σχεδόν ενός μαγικού σπαθιού. Αν σκοτώναμε το τέρας, θα κρατούσαμε το σπαθί!»

Είναι τρελή. Είναι τρελοί! Ήλπιζα ότι δεν θα είχε προσέξει το σπαθί. Φωνάζω έξαλλος, κι ας πονάει το σώμα μου:

«ΘΑ ΣΚΟΤΩΘΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ ΣΑΣ! Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι αυτό το ξόρκι δεν μας έστησε παγίδα για να μας στείλει στο τέρας; Τι μας λέει ότι μας δίνει χρήσιμα στοιχεία και ότι τα άτομα που μας δείχνει έχουν κάποια σχέση με την ιστορία μας; Και για τ’ όνομα των Φ… του Θανόταφου, τι έκανες δίπλα στο τέρας στο τέλος, Μήδεια;»

Ένα γλοιώδες φλέμα στο λαιμό μου με σταματάει. Ω δεν είμαι καθόλου καλά. Οι δυο τους φαίνονται ταυτόχρονα να μοιράζονται μεταξύ τους συμπόνια για μένα και ίσως να κρύβουν τα γελάκια τους. Αυτό μου έλειπε τώρα! Να συμμαχήσουν οι δυο αταίριαστοι για να με διακωμωδούν!

«Αχ, δεν είναι καλά, κάτι έχει πάθει!» λέει η κοπέλα με εμφανή ανησυχία.

Τελικά άδικα τους κατηγόρησα. Ο Οράτιος αρχίζει να προσεύχεται πάνω μου, αγγίζοντάς με με τα χέρια του. Μου λέει:

«Κάτι έχεις πάθει από το πλάσμα. Δεν μπορώ να το σταματήσω κανονικά, θα χρειαστεί να βάλεις τα δυνατά σου, να χρησιμοποιήσεις όλη σου τη θέληση – η μαγεία μου το μόνο που θα σου δώσει είναι μια δεύτερη ευκαιρία να το βγάλεις από τον οργανισμό σου.»

Νιώθω δίπλα του και τη Μήδεια να σχεδιάζει κάτι στο ρούχο μου. Το κάνει να με δυναμώσει. Το ίδιο κάνω κι εγώ αντλώντας από τα ψυχικά μου αποθέματα… για λίγο μάλιστα νιώθω το σφυγμό μου δυνατό.

Δεν είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα. Φαίνεται να σταθεροποιείται η κατάσταση, αλλά η γλίτσα αυτή δεν φεύγει. Αναρωτιέμαι αν ταιριάζει με τα πλοκάμια. Ξαπλώνω το κεφάλι πίσω και κοιτάζω τον ουρανό… Τι κάνουμε εμείς εδώ πέρα; Και όλ’ αυτά επειδή δεν μπορούσαμε να μπούμε σε εκείνο το βασίλειο της Σκιάς από το πέρασμα που είχαμε δοκιμάσει την άλλη φορά. Στο σκιώδες δάσος οι Εφήμεροι Απαγχονιστές κάθε άλλο παρά εφήμεροι ήταν. Και μετά από ανακρίσεις, μάχες και άλλα σε αυτόν τον καταραμένο τόπο όπου τίποτα δεν θεραπεύεται εκτός από τους ζωντανούς νεκρούς, μάθαμε ότι υπάρχει άλλη πύλη για εκεί κάπου σε αυτή την καταραμένη στάσιμη λίμνη. Και τώρα τι;

«Μήνυμα!» ακούγεται σαν απάντηση η φωνή του Οράτιου.

«Μήνυμα; Μαγικό μήνυμα; Από ποιον;» ρωτάει η Μήδεια.

Αχ αυτό είναι! Μήνυμα από τους Θεούς για κάποιο στοιχείο για το τι θα κάνουμε; Μπα, είμαι σε λάθος κόσμο. Ως επιβεβαίωση, το βλέμμα του Οράτιου σκοτεινιάζει:

«‘Ακυρώθηκε αναγνώριση μαθήματος Εξώκοσμης Ανατομίας. Αναμένατε νεότερα ή περάστε τις εξετάσεις ξανά. Μας συγχωρείτε, Γραμματεία Θανόταφου.’» μας απαγγέλει.

«Τι να απαντήσω τώρα;» ρωτά, εμφανώς εκνευρισμένος.

«‘Θα παρακολουθήσετε γενετησία πράξη με όλη τη γραμματεία και τον υπεύθυνο καθηγητή, ευχαριστώ’» λέει η Μήδεια με το ελαφρώς άκομψο χιούμορ της.

Κοιτώ τον Οράτιο ερωτηματικά. Εξηγεί:

«Είχα περάσει ένα μάθημα σε ένα άλλο πανεπιστήμιο στα νότια. Αφού έκαναν ένα χρόνο για την αναγνώριση, τώρα μου λένε ότι την παίρνουν πίσω… Και δεν έχω ιδέα γιατί!!»

Φαίνεται πραγματικά απογοητευμένος και κουρασμένος… Όμως… Όμως ξαφνικά θυμάμαι πού είχα δει τον γενειοφόρο που παρακολουθήσαμε με την κρυσταλλοσκοπία! Ξαφνικά όλα αρχίζουν να κουμπώνουν και να βγάζουν νόημα.

«ΤΟ ΒΡΗΚΑ! Ρε σεις, δεν θυμάστε τον γενειοφόρο; Ήταν κάπου στη Σύγκλητο. Δεν ξέρω τι έκανε, δεν μας είχε κάνει μάθημα, αλλά είμαι σίγουρος ότι τον είχα δει εκεί!»

Με κοιτούν – ο Οράτιος δείχνει να μη θυμάται τίποτα. Η Μήδεια όμως...

«Α, αυτόός! Πόπο, ναι, τώρα θυμάμαι! Την είχε πέσει σε μια φίλη μου, αν και δεν ξέρουμε καν πώς λέγεται ο ηλίθιος. Νομίζω ότι εκπροσωπεί το βοηθητικό προσωπικό – φρουρούς, καθαρίστριες, τέτοια…»

Σταματάει για μια στιγμή, και μετά συνεχίζει, χαμογελώντας θριαμβευτικά:

«Άρα έχουμε δίκιο ότι το ξόρκι μάς δίνει στοιχεία! Και μάλιστα, νομίζω ότι κατάλαβα τι έδειχνε: μια ζωντανή νεκρή έραψε τη σκιά της σε αυτόν για να τον ελέγχει – ίσως ουσιαστικά είναι μέσα στο σώμα του πια η θέλησή της – τον ‘καβαλάει’ που λέμε στην αργκό των μάγων. Με αυτό τον τρόπο χρησιμοποιεί τη δύναμή του για να μας βλάψει!»

Την κοιτώ εντυπωσιασμένος. Ναι, όντως όλα βγάζουν νόημα. Αλλά δημιουργούνται άλλα τόσα ερωτήματα:

«Ποια είναι αυτή; Τι έχει εναντίον μας; Δουλεύει για τη Σκιά; Γιατί μας τα δείχνει το ξόρκι; Πώς θα περάσουμε τελικά το τέρας; Και πες μου επιτέλους τι έκανες στο πλευρό του!»

«Δεν ξέρω για τα πρώτα, αλλά ξέρω ότι μπορούμε να περάσουμε το τέρας αόρατοι.» εξηγεί η μουσκεμένη καλλίγραμμη νεαρή. «Επίσης, αφού σε έχει φάει η περιέργεια, πλησίασα μια στιγμή το τέρας αόρατη, για να του μαζέψω λίγη γλίτσα – τη χρειαζόμουν ως εναλλακτικό στο τελευταίο συστατικό του ανθρωπάριου που έφτιαχνα!»

Με αυτά τα λόγια μού δείχνει ένα πράσινο, αδύνατο, γλοιώδες πλάσμα στο μέγεθος ενός μεγάλου βιβλίου. Τα μεγάλα μάτια του δεν κοιτούν πουθενά. Δεν μοιάζει ζωντανό. Ναι, το είχα ξαναδεί, όταν δούλευε στο τρένο στην κατασκευή του, αλλά τώρα μοιάζει σχεδόν έτοιμο. Μένει να του εμφυσήσει μια σπίθα ζωής η νεαρή. Τελικά θα τα καταφέρει να φτιάξει έναν μαγικό υπηρέτη!

«Λοιπόν, καθίστε λίγο να ξεκουραστείτε όσο μπορείτε σε αυτό τον καταραμένο τόπο, και εγώ φτιάχνω αυτό το πλάσμα.»

«Εντάξει, εγώ θα προετοιμάσω μια δεύτερη επίκληση αορατότητας στο ενδιάμεσο.» λέει ο Οράτιος και ανοίγει τα βιβλία του, που έσωσα ο ίδιος από το νερό.

Χαίρομαι που η Μήδεια πήρε απόφαση ότι δεν είναι καλή ιδέα οι τραμπουκισμοί σε αυτό το μέρος, και θα προχωρήσουμε κρυμμένοι, αλλά η κατάστασή μου δεν μου επιτρέπει να χαρώ και πολύ. Κάθομαι απλά και κοιτάω τη Μήδεια να ολοκληρώνει την τελετουργία. Ψελλίζει και χαράσσει μαγικές λέξεις πάνω στο μικρό πλάσμα. Είναι εμφανές ότι τέτοιες τελετουργίες κουράζουν το δημιουργό τους, και φαίνεται στα μάτια της ότι χάνει ένα μέρος της σπιρτάδας της καθώς λέει τις τελευταίες λέξεις. Η πνοή της μεταφέρει ένα μέρος της ψυχής της στο μικρό άσχημο πλασματάκι. Δείχνει ανήσυχη και πολύ συγκεντρωμένη, με το στήθος της εντελώς ακίνητο. Της έχει κοπεί η ανάσα…

Για λίγες στιγμές δεν κινείται τίποτα. Η κοπέλα κοιτάει το πλάσμα χωρίς να λέει τίποτα. Ρίχνει κλεφτές ματιές στο βιβλίο της για να σιγουρευτεί ότι τα έκανε όλα σωστά. Αν είχα πάρει τα σωματικά χαρακτηριστικά άλλου πλάσματος, θα άκουγα την καρδιά της.

Όμως τώρα το κεφάλι του απογητευτή μου επιτρέπει κάτι καλύτερο: να δω τη μαγεία σιγά σιγά να ρέει στις φλέβες του πλάσματος. Ξέρω ότι είναι ζωντανό πριν τη Μήδεια και χαμογελώ όταν αυτό ανοιγοκλείνει τα ματάκια του:

«Μαμά!»

Η Ντ’Χητ πετάγεται στον αέρα και χοροπηδάει. Αμέσως μετά σοβαρεύει και του λέει:

«Μη με ξαναπείς ‘μαμά’, να με λες Μήδεια ή Αρχόντισσα Μπαμ Μπαμ.»

Το αξιοθρήνητο πλασματάκι την κοιτάει, φαίνεται να σκέφτεται:

«Μημή! Μπαμπά!»

Είναι σαφές ότι οι ικανότητες επικοινωνίας του είναι μειωμένες. Αυτή η παρωδία γέννησης μού φέρνει κάποια αναγούλα, αλλά χαίρομαι που ηρεμεί τουλάχιστον τη φίλη μας. Τη βλέπω να το παίρνει από το χεράκι και να πλησιάζει στο νερό πάλι. Ρωτάει:

«Έτοιμοι;»

Το πονεμένο μου σώμα έχει αντιρρήσεις, αλλά τι να κάνω; Από το να πεθάνω στην επιστροφή, καλύτερα έτσι… Κάτι επίσης στο σώμα μου με κάνει να θέλω να ξαναμπώ σε αυτό το σιχαμένο, στάσιμο νερό… Πρέπει να έχει σχέση με το άτιμο το αμπολέθιο και την ουσία που έβαλε στις φλέβες μου…

 

***

 

Το να μη μας δει και να μη μας ακούσει ήταν εύκολο, χάρη στη μαγεία. Το να μη δει τις κινήσεις του νερού γύρω μας ήταν κάπως πιο δύσκολο, ειδικά με τη Μήδεια που κουβαλούσε το χαζό της πλασματάκι και τους παπύρους πάνω από το κεφάλι της, και κινιόταν πολύ άγαρμπα. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι το πλάσμα δεν την παρατήρησε – μάλλον θα είχε πάει κάπου πιο βαθιά, ή θα έκρινε ότι είναι επικίνδυνο να επιτίθεσαι σε αόρατους αντιπάλους με μαγικούς παπύρους. Είναι αρκετά προσεκτικά τα αμπολέθια σε τέτοιες λεπτομέρειες.

Το σώμα μου το νιώθω σαφώς περίεργα – σαν να απορροφά το άρρωστο νερό που είναι γύρω μας. Έχω καταπιεί κατά λάθος λίγο από αυτό και η γεύση ήταν… απρόσμενα ωραία! Αμαρτωλά ωραία. Απέφυγα όμως να πιω περισσότερο στην κατάστασή μου – ήταν εμφανής η ελαφριά μαγική αύρα του – δεν ξέρω τι ζημιές θα έκανε στον οργανισμό μου.

Το ζωντανό ξόρκι είχε μείνει ακίνητο σε ένα σημείο στην επιφάνεια του νερού – δεν έδειχνε τίποτα πια, παρά μόνο ομίχλες και σκιές, να πολεμούν μεταξύ τους για την κυριαρχία της εικόνας του.

Η Μήδεια έχει στείλει το πλάσμα της (αποφάσισε να το ονομάσει Βωβό) στον πάτο της λίμνης να μας πει τι υπάρχει κάτω από το ξόρκι. Εντυπωσιακά χρήσιμο το ότι δεν χρειάζεται να αναπνέει το μικρό τερατούργημα. Εξαιρετικά χαζό το ότι δεν μπορεί να μιλήσει σωστά για να μας περιγράψει τι θα έχει δει…

Πράγματι, το Βωβό ανεβαίνει στην επιφάνεια και αρχίζει να κάνει χειρονομίες.

«Τι ήταν, μικρό μου;» ρωτάει η 'Αρχόντισσα Μπαμ Μπαμ'.

Αυτό της δείχνει το ζωντανό ξόρκι.

«Άλλο ζωντανό ξόρκι;»

Δείχνει απογοητευμένο το πλασματάκι.

«Σκιές και ομίχλες;» ρωτάει ο Οράτιος.

Το πλασματάκι χαμογελάει. Αρχίζει να σχηματίζει ένα ορθογώνιο με τα χέρια του, σαν σκεπούλα.

«Η πύλη.» λέει η Μήδεια με σιγουριά.

«Θα πρέπει να κολυμπήσουμε ως εκεί κάτω για να πάμε στον Κόσμο της Σκιάς;» λέει ο Οράτιος. Δείχνει σαφώς ανήσυχος για τα βιβλία του.

«Πιάσε αυτά.» λέω και του δίνω να κρατά τα βιβλία του.

Τον βλέπω να κάνει ένα ξόρκι για να δυναμώσει, να μπορέσει να μείνει στην επιφάνεια. Του εξηγώ:

«Θα κατέβω εγώ να δω τι συμβαίνει – με την προσωπίδα μου μπορώ να ανιχνεύσω και μαυρικές αύρες – τυχόν παγίδες και λοιπά συναφή.»

Βουτάω χωρίς να περιμένω απάντηση. Είναι δύσκολο να ψάχνεις μια πύλη με σκιές στα βάθη μιας λίμνης. Δεν είναι μόνο το βάθος και η πίεση. Ούτε το υπερβολικά πολύ αλάτι. Είναι ότι δεν βλέπεις τίποτα. Ειδικά τώρα που έχει αρχίσει να πέφτει ο ήλιος. Αλλά όπου υπάρχει πύλη, υπάρχουν και μαγικές αύρες. Και αυτές μπορώ να τις δω να λάμπουν πολύχρωμες, καθαρά, όταν τις πλησιάσω.

 

Έτσι δεν ήταν δύσκολο. Σε ένα λεπτό είμαι πάλι πάνω.

 

«Πύλη, μάλλον κλειστή. Έχει μια επιγραφή – μοιάζει με γρίφο που την ενεργοποιεί και την ανοίγει.» λέω.

Ο Οράτιος σηκώνει το φρύδι. Στοιχηματίζω ότι του αρέσει η πρόκληση ενός γρίφου.

«‘Αυτό που ψάχνετε γέννησα. Όταν θέλω το κρύβω. Όταν αποκτά δική του θέληση το αποκηρύσσω.’» παραθέτω.

Με κοιτούν σκεπτικοί.

«Τι ψάχνουμε; Τι θέλει να πούμε; Τι ψάχνουμε ή ποιος το γέννησε;» ρωτάει η Μήδεια.

«Μάλλον το δεύτερο» απαντάει στον εαυτό της μόνη της. «Αλλιώς θα ήταν πολύ εύκολο! Ψάχνουμε Σκιές, την Πραγματική Λαλιά, και περιπέτεια!»

Μας κοιτάει. Είναι εμφανές ότι δεν συμφωνούμε εντελώς στο τι ψάχνουμε. Ίσως δεν είναι τόσο προφανής η απάντηση όσο νομίζει.

«Κοιτάξτε. Ψάχνουμε κυρίως την Πραγματική Λαλιά για τον καθηγητή μας.» λέει ήρεμα ο Οράτιος. «Άρα ψάχνουμε… το Λόγο; Και ποιος γεννά το Λόγο; Ποιος τον αποκηρύσσει όταν αυτονομείται; Ποιος τον κρύβει, ή αλλιώς τον συγκρατεί;»

Ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του:

«Είναι η Λογική! Ο Λόγος και η Λογική είναι οι σωστές απαντήσεις!» αναφωνεί.

Η Μήδεια βγάζει γλώσσα:

«Ούτε το Λόγο ψάχνω, ούτε βλέπω εντελώς τη λογική σου. Πήγαινε και δοκίμασε.»

Αλλά ο Οράτιος δεν είναι πια εκεί.

 

«Μάλλον δούλεψε!» λέει η Μήδεια καθώς κινεί χαριτωμένα τα ποδαράκια της – πρέπει να έχει αρχίσει να κουράζεται στο νερό.

«Μάλιστα… Ελπίζω να δουλέψει και για εμάς, αλλιώς… αλλιώς ας βρούμε κάτι άλλο.» λέω, χωρίς να είμαι καθόλου σίγουρος.

«Λόγος, Λογική!» λέμε κι οι δυο με μια φωνή.

 

Χμ. Κοιτάμε γύρω μας. Σκοτάδι, αλλά όχι περισσότερο από πριν. Δεν μοιάζει να έγινε τίποτα. Αρχίζω να υποψιάζομαι την απάντηση, αλλά ελπίζω ότι δεν είναι αυτή. Ξαναβουτάω για καινούρια στοιχεία.

Καθώς κολυμπώ, σκέφτομαι τι ψάχνω: μαγεία; τη σωτηρία του κόσμου μας; την αγάπη; Χα, βλακείες το τελευταίο.

Ξαναδιαβάζω τη μαγική επιγραφή, καθώς λάμπει πορφυρόχρυση στη μαγική μου όραση:

 

‘Αυτό που ψάχνετε γέννησα, όπως κι εσάς. Όταν θέλω το κρύβω.

Όταν αποκτά δική του θέληση το αποκηρύσσω.’

 

Είμαι σίγουρος ότι το «όπως κι εσάς» δεν υπήρχε πριν. Σαν κάποιος αόρατος Συγγραφέας της Ζωής να το συμπλήρωσε για να μας δώσει στοιχεία. Και τα στοιχεία αυτά δεν μου αρέσουν καθόλου, γιατί επιβεβαιώνουν τους φόβους μου…

Ξανανεβαίνω κολυμπώντας. Με κοιτάει η καστανομάλλα με ανυπομονησία, γιατί έχει κουραστεί να κρατά ψηλά τους παπύρους της.

«Το βρήκες; Ή να κατέβω εγώ;»

Για μια στιγμή διστάζω να απαντήσω. Για μια μόνο στιγμή. Ύστερα βλέπω ένα τεράστιο σκοτεινό σχήμα να διαγράφεται στο νερό και να έρχεται προς το μέρος μας.

«Ναι. Μας έδωσε τις Σκιές, και όταν πήραν θέληση και γίνανε μαγεία, τις αποκήρυξε. Είναι…

 

η Μητέρα Φύση.»

 

«Με φώώώναξες κανακάρη μου;»

«Όχι ρε μάνα!!»

Η πράσινη παχουλή μορφή, ντυμένη σε ένα φόρεμα από φύλλα δεν μπορεί να ξεκολλήσει τα δάχτυλά της από τα μάγουλά μου. Αυτό ήθελα να αποφύγω!

TecGoblin_AppliedArchaeology.zip

Link to comment
Share on other sites

Τεκ,μηπως να ποσταρες συννημενο ολο το κειμενο ως τωρα;

Γιατι το βρισκω κομματι πιο βολικο.

Link to comment
Share on other sites

Α,οκ...Δικιο εχεις.Δικο μου σφαλμα.Τελος παντων,θα το διαβασω οταν εχω χρονο...

Τωρα εχω μπλεξει με κατι αλλα.

Link to comment
Share on other sites

Οκ :) - προσπαθώ να κρατάω τα κεφάλαια μικρά και γενικά θα προσπαθήσω να το τελειώσω γρήγορα γιατί ξέρω ότι δεν είναι εύκολο να βρούμε χρόνο να διαβάσουμε όλη τη βιβλιοθήκη :).

Link to comment
Share on other sites

Διάβασα και το τρίτο και έχασα τη μάνα και η μάνα εμένα (το παιδί).

Πάντως νομίζω ότι η γραφή σου στρώνει αργά αλλά σταθερά. Δώσε και επόμενο όποτε το τελειώσεις.

Link to comment
Share on other sites

Χιχι, ναι, τα σχόλια και από άλλους είναι ότι το τέταρτο ήταν πιο κατανοητό, και το τρίτο μάλλον υπερβολικά κατανοητό και αργό. Περί ορέξεως βέβαια. Btw, έχω δώσει και το 4ο, είναι από πάνω μας.

Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Να και το πέμπτο. Σας προετοιμάζω για τη χειρότερη μετάφραση όρου μετά τον "πρόσκοπο". Όπως πάντα, το συνημμένο αρχείο περιλαμβάνει όλα τα κεφάλαια, με διορθωμένα όλα μέχρι και το 4ο. Παρακολουθήστε:

 

Είδος: σόκιν μεταφράσεις

Βία; Λιγάκι

Σεξ; Όχι, αλλά σας αφήνει μια ελπίδα για κάτι πολυ κίνκυ

Αριθμός Λέξεων: 2086 λέει το word

 

 

 

Ιντερλούδιο: ΑΛΛΑΞΙΔΙΑ

Το έτερον(;) ήμισυ

 

 

 

Δεν ήταν ένα συνηθισμένο εικοσιτετράωρο... Ποτέ δεν είναι, βέβαια, στη συντροφιά του Βινάλι, αλλά αυτό ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Αρχικά επικράτησε μια ιλαρότητα στο θέαμα της Μητέρας Φύσης (μητέρας του Βινάλι, και όχι μόνο) να του επισημαίνει ότι αυτός δεν είχε τα ίδια προβλήματα με την αναγνώριση των μαθημάτων του με εμένα γιατί ΑΥΤΗ τού θύμισε να κάνει εγκαίρως την αίτησή του για την αναγνώριση.

Ευτυχώς για τη συνέχιση της αποστολής μας και για την ψυχική υγεία του πλοκαμοφόρου φίλου μας, η Μητέρα Φύση είχε άλλες, πιο επείγουσες, δουλειές (κατ’ αρχήν, να επιβλέψει 19849 συλλήψεις, 17580 γεννήσεις και 1025 αποβολές). Αυτό μάς επέτρεψε να συγκεντρωθούμε στο έργο μας: την αναζήτηση της Αληθινής Λαλιάς, και όχι μόνο.

Δεν χωρούσε αμφιβολία για το γεγονός ότι εμφανιστήκαμε στον Κόσμο της Σκιάς: η θερμοκρασία είχε χαμηλώσει ξαφνικά και ο ήλιος είχε εξαφανιστεί. Ένας διάχυτος χαμηλός φωτισμός επικρατούσε, ένα φως που δεν μας άφηνε να δούμε οποιοδήποτε χρώμα. Ένας προσεκτικός παρατηρητής θα έλεγε ότι σε ένα μέρος με διάχυτο φωτισμό δεν υπάρχουν σκιές. Όμως οι αποχρώσεις του γκρι γύρω μας δεν μας άφηναν περιθώρια για παρερμηνείες: τίποτα δεν είχε σκιά σε αυτό τον κόσμο, γιατί τα πάντα ΗΤΑΝ σκιές. Σκιές των μορφών που υπάρχουν στον Υλικό Κόσμο, τον οποίο είχαμε αφήσει πίσω μας.

Χωρίς να υποτιμώ το πόσο υποβλητικός είναι ο Κόσμος της Σκιάς, και πόσο παγωμένες οι καρδιές των αιμοσταγών κατοίκων του, ήμουν σχετικά ανακουφισμένος που φτάσαμε ως εκεί: όχι μόνο γιατί ήμασταν πια ένα βήμα πιο κοντά στον προορισμό μας, αλλά και γιατί μπορούσαμε πια να θεραπευτούμε: σε αυτό τον κόσμο η θετική ενέργεια και η φυσική θεραπεία είναι εφικτές, σε αντίθεση με τη Γη των Θρήνων. Έτσι, χωρίς να χρονοτριβούμε, ψάξαμε κάποιο καταφύγιο, στο οποίο θα μπορούσαμε να αφήσουμε τον Βινάλι να κοιμηθεί. Την επόμενη μέρα, με τις δυνάμεις μου αναζωογονημένες, θα μπορούσα να συμπληρώσω ότι δεν κατάφερε ο οργανισμός του, και να τον θεραπεύσω με τις μαγικές μου επικλήσεις.

Όμως, σε μια στιγμή που οι δυο σύντροφοί μου αναπαύονταν στέλνοντας τις σκέψεις τους στο Νταλ-Κουόρ, τον κόσμο των Ονείρων, δεν παρέβλεψα να ανανεώσω τη συμφωνία μου με τη Λεράγιε.

Η διαδικασία επίκλησης ενός Ίχνους σαν τη Λεράγιε είναι πολύ καλά κρυμμένο μυστικό, όμως από τη στιγμή που τη μαθαίνεις είναι εύκολη. Μετά είναι το δύσκολο μέρος... Τα Ίχνη, Ίχνη πλασμάτων με τρομερές δυνάμεις, τα οποία έχουν παγιδευτεί έξω από τους κόσμους μας, μπορούν να γευτούν ψήγματα ζωής μόνο αν τα αφήσεις να νιώσουν ό,τι νιώθεις. Και για να το κάνουν αυτό, σου δίνουν κάποιο αντάλλαγμα – είναι θέμα προσωπικής δύναμης και καλών τρόπων το τι ανταλλάγματα θα σου δώσει η συμφωνία με ένα Ίχνος…

Έτσι λοιπόν, έσπασα ένα ξωτικοβέλος πάνω από το σύμβολο της Λεράγιε που είχα σχεδιάσει στο χώμα, καλώντας την:

«Λεράγιε, Πράσινη Απεσταλμένη, Εσύ που νίκησες τον Εαυτό Σου στην τοξοβολία, και πέθανες για αυτό, σε καλώ. Τύλιξέ με στην αγκαλιά Σου, να μην με βλέπουν οι εχθροί μου.»

Χωρίς να ακούγονται τα βήματά της, εμφανίστηκε από το πλάι μου η ξωτικίνα, με μαύρα ρούχα. Ήρεμη, σαν να ήταν εδώ όλη την ώρα. Τα χρώματά της ήταν ένα με τις σκιές γύρω. Άνοιξε το μανδύα της, και φάνηκε η όμορφη δερμάτινη πανοπλία της. Τα μαλλιά της…

«Δεν είμαι εδώ για να με κοιτάς. Ξέρεις τους όρους μου!»

Κάπου εδώ άρχισε η διαμάχη. Τα επιχειρήματα, το προσωπικό μας χάρισμα. Δεν κράτησε πάνω από ένα λεπτό:

«Θα πρέπει να είσαι ευχαριστημένη με αυτά. Μου δίνεις πολύ λίγα, σου δίνω πιο πολλά. Και θα αναγκαστώ να πάρω και την άρρωστη εμφάνισή σου.»

«Εντάξει, γνόμε.» αποκρίθηκε αυτή, με μισή καρδιά.

 

Αυτό ήταν: ένιωθα ήδη τα μέλη μου να κινούνται σε αρμονία με τον κόσμο γύρω, και να γίνομαι λίγο πιο αθέατος, όπως θα έπρεπε να είναι κάθε σκιά ανάμεσα σε σκιές. Ώρα για εξερεύνηση. Ώρα να σκουντήσω τη Μήδεια:

«Εχμ, τιι;» ακούστηκε η φωνή της νυσταγμένης μισοξώτικης.

«Πάω να ανιχνεύσω προς τα πού πρέπει να πάω – ίσως να ρωτήσω κάποιον κάτοικο.»

«Ε;; Τρελάθηκες; Άντε ρε συ, πάω εγώ!» είπε η Μήδεια, αν και ήταν εμφανές ότι θα προτιμούσε να κοιμηθεί. Δεν είπα τίποτα όμως, αφού οι ικανότητές της παρέμεναν ανώτερες των δικών μου σε τέτοιες δουλειές.

Καθώς η νεαρή φορούσε την εξάρτησή της για να ξεκινήσει, γύρισε και μου είπε:

«Κάνε κάτι με τα μαλλιά σου βρε Οράτιε! Δείχνεις χάλια πάλι. Προσέχεις τη διατροφή σου;»

Δάγκωσα τα χείλη μου. Η συμφωνίες με τα εξώτερα Ίχνη είχαν τα μειονεκτήματά τους...

 

Λίγη ώρα πιο μετά, η Μήδεια είχε επιστρέψει. Ο Βινάλις είχε μόλις ξυπνήσει, από έναν μαραθώνιο ύπνο. Ακούσαμε την Μήδεια να μας εξιστορεί τα ευρήματά της:

«Τίποτα προς τα κάτω, όσο πάει το μάτι. Προς τα πάνω το βουνό υψώνεται απόκρημνο, και είδα σκιές να βγαίνουν από σχισμές στο βράχο. Χρειάστηκε μάλιστα να τρομάξω μία με τη μαγεία μου, όταν βγήκε κάτω από τα πόδια μου! Πρόλαβε μάλιστα να με αγγίξει, και ήδη νιώθω κάπως εξασθενημένη...»

«Θα κάνω μια επίκληση ήσσονος ανανέωσης σε ένα λεπτό – μάλλον θα αρκέσει.»

«Να ’σαι καλά... Λοιπόν, μου είχαν μείνει οι άλλες κατευθύνσεις – τις ονομάζω αυθαίρετα Βορρά και Νότο. Στο Βορρά παίζει ένας έρημος δρόμος – στρωμένος με κόκαλα. Στο Νότο – και εκεί έχουμε ίσως τα πιο ενδιαφέροντα – είδα μια μοναχική ταξιδιώτρια. Πολύ σκούρο δέρμα, πολύ ανοιχτόχρωμα μαλλιά – ίσως ακόμα και άσπρα, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω σε αυτόν τον τόπο..»

«Ένα σκοτεινό ξωτικό!» αναφώνησα.

«Ω, ναι! Με τα μυτερά αυτιά, το βλέμμα της σκύλας και όλα! Και το πιο ενδιαφέρον; Η κοπέλα έχει σπαθί και πανοπλία από κινούμενη σκιά!»

Τα μάτια όλων μας άστραψαν! Αυτό ήταν σίγουρα ένα σπάνιο είδος μαγικής ενίσχυσης.

«Σαφώς έχει κάποια εμπειρία από τον τόπο, αλλά δεν μοιάζει να είναι με την πλευρά της Φύσης και του Καλού η δεσποινίς.» είπε με μια δόση ειρωνείας ο Βινάλις.

«Ναι, αλλά φαίνεται να ξέρει από Σκιές. Θα μπορούσε να μας δώσει πληροφορίες ώστε να προσανατολιστούμε και να ερευνήσουμε και την άλλη πύλη, με τα Εφήμερα. Όπως επίσης και πληροφορίες για τη φύση της μαγείας των αντικειμένων της.» παρατήρησα.

Με εμφανές ενδιαφέρον ο Βινάλις (ακόμα δεν έχω καταλάβει εντελώς γιατί ενδιαφέρεται για τις Πύλες στον Κόσμο της Σκιάς) ρώτησε, σηκώνοντας το φρύδι:

«Και πώς θα γίνει αυτό;»

«Έχω ένα σχέδιο...» αποφάνθηκα πονηρά.

 

Δεν ήταν εύκολο να τους πείσω, ειδικά για το ότι έπρεπε να το κάνω μόνος μου. Όμως, τελικά τα κατάφερα. Και να που έφτασα να βαδίζω προς το μέρος της, έχοντας πάρει τη μορφή μιας άλλης σκοτεινής ξωτικιάς. Το πώς κατάφερα να αποκτήσω αυτά τα καλλίγραμμα πόδια και το μαύρο δέρμα είναι ένα μυστικό που καλύτερα να μην ξέρουν...

Η ξωτικιά δεν άργησε να με παρατηρήσει. Αν και φαινόταν να ξεκουράζεται, το έκανε αυτό με ανοιχτά τα μάτια, να κοιτούν σε ένα σημείο όπου δεν υπάρχει τίποτα. Χαλάρωνε με τον τρόπο των ξωτικών, όντας ένα βήμα πριν από τον ύπνο.

«ΑΛΤ!» πετάχτηκε όρθια, γραπώνοντας το σκιώδες σπαθί της.

Της έκανα νόημα ότι καταλαβαίνω, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω στη γλώσσα της – δεν μου το επέτρεπε η μαγεία που είχα κάνει. Αναγνώρισε τη μαγεία και με κοίταξε ερωτηματικά. Δοκιμάσαμε μια-δυο γλώσσες. Ήξερε τη γλώσσα των Ξωτικών, αν και τη μιλούσε με απέχθεια.

«Καλημέρα! Ή καλησπέρα, δεν έχει καμία σημασία σε αυτόν τον τόπο.» της κάνω.

«Τι θες; Και γιατί δεν μιλάς τη γλώσσα μας;» φώναξε απότομα.

«Δεν έχω γεννηθεί στην ένδοξη χώρα μας – άσχημη ιστορία. Ιστορία σκλαβιάς.» αποκρίθηκα, ελπίζοντας ότι θα με πιστέψει.

Όσο και να προσπάθησε να το κρύψει, κατάλαβα ότι μάλλον δεν με πίστεψε.

«Κοίτα, καλύτερα να μπούμε στο ψητό.» της είπα. «Θα ήθελα μερικές απλές πληροφορίες, και θα σε πληρώσω για αυτές. Αν δεν με συμπαθείς, κάπου εκεί θα χωρίσουν ήρεμα οι δρόμοι μας.»

«Πληροφορίες; Σαν τι;»

Με κοιτούσε σαν λιχουδιά. «Είσαι ανόητη αν προσπαθείς να κάνεις συμφωνία με μια του είδους της – μόνο από τη βία καταλαβαίνουν.» ψιθύρισε η Λεράγιε μέσα μου, χαιρέκακα.

«Ε, δυο πράγματα με ενδιαφέρουν: πού είμαστε, να προσανατολιστώ λιγάκι. Και το τι είδους μαγεία είναι αυτή στο σπαθί σου. Και θα σε ανταμείψω.»

Με το που το είπα αυτό, ήξερα ότι είχα κάνει ένα λάθος τακτικής... Μία χαμένη ξωτικιά, στη μέση του πουθενά, να παραδέχεται ότι έχει λεφτά και να μην δείχνει ισχυρή – σε δυο δευτερόλεπτα είχα βρεθεί με αυτή την μαύρη λεπίδα στο λαιμό. Και μόνο που με πλησίαζε ένιωθα την παγωνιά της – η πανοπλία της κοπέλας στην πλάτη μου με έκανε να νιώθω το ίδιο άβολα. Η φωνή της σύριξε στο αυτί μου:

«Τι λες να με ανταμείψεις χωρίς να σου δώσω τίποτα;»

 

***

 

 

Δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα... Ποτέ δεν είναι, βέβαια, στη συντροφιά του Βινάλι, αλλά αυτό ξεπέρναγε κάθε προηγούμενο. Δεν πρόλαβα να αναρωτηθώ καλά καλά γιατί πέρασα κι εγώ με την απάντηση του Βινάλι (ψάχνουμε το ίδιο πράγμα;), γιατί το θέαμα της Μητέρας Φύσης να του τραβάει το μαγουλάκι μού απέσπασε την προσοχή.

«Άσε με ρε μάνα, έχω δουλειές!» της έκανε αυτός, και ευτυχώς για αυτόν, τον άφησε. Ώρα για δουλειά λοιπόν, στον Κόσμο της Σκιάς. Το μέλλον μας έμοιαζε στρωμένο με περίεργες μαγείες, ισχυρά και πολύτιμα αντικείμενα.

Βρήκαμε μια σπηλιά για καταφύγιο (ευτυχώς ή δυστυχώς δεν την κατοικούσε κάποιο τέρας με 46 στόματα), και πέσαμε για ύπνο, να αναπληρώσουμε τις δυνάμεις μας. Ο Βινάλις δυσκολευόταν στην αρχή – ένιωθε πολύ άσχημα σε αυτόν τον αφύσικο τόπο, και ακόμα και όταν η εξάντληση έκλεισε τα μάτια του, συχνά κουνιόταν στον ύπνο του από εφιάλτες που δεν μας περιέγραψε ποτέ.

Κάποια στιγμή κοιμήθηκα κι εγώ. Μου φάνηκε να έχει περάσει λίγη ώρα όταν με ξύπνησε ένα σκούντημα.

«Εχμ, τιι;» γκρίνιαξα.

Ήταν ο Οράτιος, με τα πεσμένα μαλλιά του και την αστεία μύτη του. Όχι και το καλύτερο θέαμα για να σε ξυπνήσει.

«Πάω να ανιχνεύσω προς τα πού πρέπει να πάω – ίσως να ρωτήσω κάποιον κάτοικο.»

«Ε;; Τρελάθηκες; Άντε ρε συ, πάω εγώ!» του απάντησα. Μα πώς του ήρθε να πάει για ανίχνευση; Καλώς ή κακώς, αυτή είναι δική μου δουλειά.

Σηκώθηκα και φόρεσα με αργές κινήσεις τον καλοφτιαγμένο μου θώρακα, σχολιάζοντας το γεγονός ότι ο Οράτιος πάλι ήταν σαν λέτσος. Αποχαιρέτησα το Βωβό και ξεκίνησα…

 

Δεν ήταν δύσκολη η ανίχνευση. Γύρισα γρήγορα να τους πω τα νέα για την αντιπαθητική μορφονιά που είδα ξαπλωμένη δίπλα στο περίεργο σπαθί της. Αναμενόμενο το ότι οι φίλοι μου βρήκαν τα νέα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Πολύ πιο περίεργο, όμως, το γεγονός ότι ο Οράτιος φαινόταν σίγουρος για κάποιο σχέδιο που είχε στο μυαλό του – έλεγε ότι μπορούσε να της αποσπάσει πληροφορίες «με τον τρόπο του».

Αυτό ήταν πολύ ενδιαφέρον: με το που κίνησε προς το μέρος της ξωτικίνας, άρχισα να τον ακολουθώ κρυφά. Φημιζόταν για την αφηρημάδα του, κι έτσι δεν φοβόμουν μήπως με πάρει χαμπάρι.

Και τότε τον είδα: Με μια χαρακτηριστική άνεση, άρχισε να ψηλώνει, ενώ το δέρμα του σκούραινε. Κράτησα την αναπνοή μου για να μην ουρλιάξω από την έκπληξη. Όχι, αυτό δεν ήταν μαγεία. Δεν φάνηκε να κάνει κάποιο ξόρκι ή επίκληση…

 

«Τι λες να με ανταμείψεις χωρίς να σου δώσω τίποτα;» σύριξε η ντρόου.

Ήμουν αρκετά κοντά για να την ακούσω. Όπως ήταν κοντά και για ν’ ακούσει αυτή να ενεργοποιώ τον πάπυρο με το ξόρκι της ξύλινης ακίδας. Αλλά ήταν πολύ αργά γι’ αυτήν: η ακίδα τη βρήκε στην πλάτη, και ο πόνος διαπέρασε το κορμί της.

Γύρισε να με κοιτάξει, καθώς έβγαζα το δεύτερο πάπυρο. Η λαβή της στον Οράτιο δεν είχε χαλαρώσει, αλλά αυτός είχε καταφέρει να απομακρύνει τη λεπίδα από το λαιμό του. Η μάχη ξαφνικά έπαιρνε διαφορετική τροπή…

«Θα σε απειλούσα για να μας δώσεις πληροφορίες, αλλά δεν έχω κανένα λόγο να σε εμπιστευθώ.» της γρύλισα. «Θα αρκεστώ στο να απαιτήσω να αφήσεις ήσυχη το.. τη φίλη μου.»

Φάνηκε να το σκέφτεται, το τσουλάκι. Μάλλον της κάθισαν τα επίπεδά μας στο λαιμό. Ύστερα όμως πέταξε τον Οράτιο στο έδαφος, και άρχισε να τρέχει. Για να σιγουρευτεί ότι δεν θα την ακολουθήσουμε, έριξε γρήγορα μια μπάλα σκότους πάνω μας. Αλλά δεν είχε κάποια σημασία πια.

 

«ΜΠΑΜ ΜΠΑΜ! Καθάρισα για σένα!» χαμογέλασα στον… γνόμο (;).

Ο Οράτιος πήρε την μορφή του γνόμου πάλι. Αμήχανα μού είπε:

«Ε, ευχαριστώ, όντως ήταν κάπως παρακινδυνευμένο.»

«Δεν σε αδικώ, με το μυστικό που κουβαλάς, θα ήθελες να μη σε δούμε να αλλάζεις μορφές…» του είπα, χαμογελώντας πονηρά.

«Μυστικό; Ε, δεν είναι τίποτα, απλά μια σπάνια επίκληση που ξέρουν ελάχιστοι ιερείς…»

Σήκωσα το φρύδι:

«Άσ’τα σάπια. Αυτό δεν ήταν επίκληση… Δείξε μου την πραγματική σου μορφή. Είναι σίγουρο ότι δεν είσαι γνόμος, αλλιώς θα ήξερες να κρατάς καλύτερα τα μυστικά σου.»

Με κοίταξε με ένα ηττημένο βλέμμα. Με μισή καρδιά ρώτησε:

«Δηλαδή, τι νομίζεις ότι είμαι;»

Χαμογέλασα θριαμβευτικά:

 

«Αλλαξίδι, όπως κι εγώ.» και πήρα την κανονική μου μορφή.

Δαγκώνοντας τα χείλια μου από τη συγκίνηση, έπεσα στην αγκαλιά του Οράτιου, καθώς αυτός έπαιρνε την πραγματική του μορφή…

 

 

«Οράτιε… είσαι… γυναίκα;!»

TecGoblin_AppliedArchaeology.zip

Edited by tec-goblin
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Τώρα που πλησιάζει το τέλος, οι ρυθμοί επιταχύνονται... :) - Εντάξει, έχουμε ακόμα ;). Ιδού το 5ο κεφάλαιο, και στο ζιπ όπως πάντα όλο το κείμενο με διορθωμένα τα προηγούμενα, σε πιο ευανάγνωστη μορφή.

Έχουμε και λέμε:

Βία: Αμυδρή

Σεξ: Σας την έσκασα

Αριθμός Λέξεων: Μικρότερο από τα προηγούμενα

Αυτοτελής: Ποιος έκανε την ερώτηση;

 

 

5ο Κεφάλαιο: ΒΩΒΟ

Γνώριμοι από τα παλιά

 

 

 

Είναι αλήθεια ότι θα προτιμούσα να βρίσκομαι σε κάποιο ήρεμο δάσος, με τις ακτίνες του ηλίου να μου χαϊδεύουν το πρόσωπο και τα απλωμένα μου πλοκάμια… Είναι αλήθεια ότι θα προτιμούσα κάτι άλλο από αυτή την κουραστική πεζοπορία σε αυτό τον γκρίζο τόπο. Όμως τα επίπεδα δεν φυτρώνουν στα δέντρα…

Σε κάθε περίπτωση, εδώ που έχουμε φτάσει, δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω. Πρώτα μού είπαν τα κατορθώματά τους η Μήδεια και ο Οράτιος (ήταν ανοησία να εμπιστευτώ το γνόμο σε τέτοια αποστολή, καλά που τον ακολούθησε η μισοξώτικη). Μετά ερευνήσαμε με άλλους τρόπους. Και τελικά καταλήξαμε στον προορισμό μας: το χάσμα με τα εφήμερα, το οποίο είχαμε δει από την κορυφή του στον Υλικό Κόσμο.

Μόνο που, μόλις το είδαμε, συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε πολύ δρόμο ακόμα…

Φανταζόμασταν ότι η κορυφή του χάσματος είναι στον Υλικό Κόσμο, και ο πυθμένας στον Κόσμο των Σκιών. Δεν κάναμε λάθος. Απλά μαζί με τον πυθμένα, σε αυτόν τον κόσμο βρίσκεται και το μεγαλύτερο μέρος του χάσματος, και πρέπει να το κατέβουμε. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε βρει ίχνος της Αληθινής Λαλιάς, αλλά όλοι μας, ο καθένας για τους λόγους του, θέλουμε να εξερευνήσουμε αυτή την περίεργη Πύλη στον Κόσμο της Σκιάς.

Όσο κατεβαίνουμε, συνειδητοποιώ περισσότερο πόσο σημαντικό είναι να εξερευνήσουμε αυτή την πύλη, αλλά και ανακαλύπτω όλο και περισσότερους λόγους να μην το κάνουμε. Σίγουρα δεν με ενθουσιάζει αυτή η απόκοσμη και απατηλή ηρεμία, ούτε το γεγονός ότι πρέπει συνεχώς να προσπαθώ να ξεχωρίσω μέσα σε αυτό τον ασπρόμαυρο κόσμο τα κακόβουλα πλάσματα. Τους εφήμερους απαγχονιστές μάθαμε να τους διακρίνουμε από μακριά, αλλά ο κίνδυνος δεν περιορίζεται σε αυτούς. Πριν λίγο μια μαύρη νυφίτσα με θολό σχήμα πήδηξε στο λαιμό του Οράτιου. Και μόνο η σκέψη ότι πάνω μας βρίσκεται ένα άνοιγμα από το οποίο όλα αυτά τα αφύσικα πλάσματα μπορούν να ξεχυθούν στον κόσμο, μου δένει το στομάχι κόμπο.

Αν και για αυτό θα αρκούσε η θερμοκρασία: όσο πιο πολύ κατεβαίνουμε, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούμε ότι θα έπρεπε να έχουμε πάρει μαζί μας κάτι παραπάνω από μια βαριά κάπα ο καθένας. Με έχει εκνευρίσει η ανοησία μας. Όπως επίσης και το γεγονός ότι ο βιβλιοφάγος και η τυχοδιώκτριά μας το έχουν ρίξει στα πηγαδάκια μετά το συναπάντημα με το σκοτεινό ξωτικό.

Αλήθεια, τι απέγινε αυτό; Μια κακή σκέψη τριγυρίζει στο μυαλό μου – ειδικά όταν τα ένστικτα του κυνηγού με τσιμπάνε, σαν κάποιος να με παρακολουθεί. Σαν οι ρόλοι να έχουν αντιστραφεί. Όμως δεν τολμώ να ξεστομίσω τις ανησυχίες μου. Όπως και τίποτα άλλο σχεδόν. Για κάποιο λόγο αυτός ο κόσμος μάς επιβάλει την ησυχία του. Δεν υπάρχουν ήχοι φύσης. Ακόμα και οι ψίθυροι μεταξύ των δυο συντρόφων μου, ή τα βήματά μας, φτάνουν στα αυτιά μου σβησμένα. Όχι, σε έναν τέτοιο κόσμο δεν νομίζω ότι θα βρούμε κάτι για την Αληθινή Λαλιά, ούτε για οποιαδήποτε λαλιά.

Και εκτός αυτών, υπάρχει και ο καπνός. Μαύρος καπνός, που μοιάζει να ανεβαίνει σε μια σχεδόν τέλεια ευθεία (σπανίως φυσάει σε αυτό τον τόπο, και όταν το κάνει, ο άνεμος είναι παγωμένος, αλλά και το σύριγμά του αφύσικα υπόκωφο). Έρχεται από κάπου στα βάθη αυτού του χάσματος. Αυτός και το κρύο είναι οι μόνες ενδείξεις για το ότι πράγματι η πορεία μας πράγματι οδηγεί κάπου – καθώς περνούν οι μέρες, ο καπνός γίνεται πιο πυκνός, η γραμμή πιο λεπτή. Μέχρι που φτάνουμε σε μια περίεργη φυσική (;) γέφυρα που διασχίζει το χάσμα, και μας οδηγεί στην άλλη πλευρά. Και περνά ακριβώς μέσα από τη γραμμή του καπνού.

Όλοι μας προετοιμαζόμαστε κατάλληλα. Ο Οράτιος πηγαίνει να κάνει κάποια από τις ακατονόμαστε συμφωνίες του με πλάσματα που δεν θέλω να ξέρω. Η Μήδεια ελέγχει τους παπύρους της, βλέπει ότι δεν έχει κάτι κατάλληλο, και δαγκώνει τα χείλια της. Εγώ συγκεντρώνομαι έτσι ώστε τα αντανακλαστικά μου να είναι σε εγρήγορση. Πλησιάζουμε. Ο Οράτιος κάνει μια επίκληση ανίχνευσης μαγείας.

Νεκρομαντεία, άγνωστου είδους. Όχι ιδιαίτερα δυνατή, αλλά το ότι δεν μοιάζει με κάτι γνωστό μας ανησυχεί. Περνάω πρώτος.

Κρύο, ο μαύρος καπνός μοιάζει να κρατάει πάνω του ένα μέρος της ενέργειάς μου. Προσπαθώ να θυμηθώ. Δεν φαίνεται να ξέχασα τίποτα. «Απλά» με κούρασε. Είναι εκνευριστικό, να πρέπει να κάνουμε πάλι στάση, να μείνουμε κι άλλη ώρα σε αυτό το μέρος. Νιώθω τόσο κουρασμένος που δεν έχω καν την ενέργεια να κλοτσήσω κάτι. Και το πιο αστείο είναι ότι ο μόνος που σίγουρα δεν θα επηρεαστεί από αυτό τον καπνό είναι αυτή η παρωδία ζωής, το Βωβό.

***

 

Μια μέρα μετά έχουμε φτάσει πια σχεδόν στον πάτο. Τουλάχιστον τον βλέπουμε. Καλυμμένος με κάτι ανοιχτόχρωμο, το οποίο φτάνει ως λίγα μέτρα μπροστά μας. Δεν μοιάζει έντονα μαγικό. Η Ντ’Χητ το πατάει πρώτη. Μας κάνει νόημα.

Είναι μαλακό σχετικά. Δεν βγάζει κανέναν ήχο, όπως και τίποτα άλλο σχεδόν γύρω μας. Αλλά είναι παγωμένο – μου παγώνει τα πόδια, ίσως και την ψυχή. Χιόνι! Τέλος πάντων, θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα.

Μπροστά η Μήδεια βοηθάει τον Οράτιο να περπατήσει με τα ποδαράκια του στο χιόνι. Χαζογελούν. Μα είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό που υποψιάζομαι; Και πώς το κατάφερε αυτός ο μικρόσωπος τύπος με την περίεργη μύτη που μοιάζει άρρωστος τον μισό καιρό; Μήπως σχετίζονται οι συμφωνίες του με αυτά τα πλάσματα με την όλη υπόθεση, ή απλά γίνομαι κακός;

Τέλος πάντων, τα βήματά μας μας οδηγούν προς την πηγή του καπνού, η οποία πια βρίσκεται περισσότερο μπροστά μας απ’ ότι κάτω μας. Και κάποιες αιθέριες υπάρξεις είναι έτοιμες να μας υποδεχτούν! Δεν θα το περιέγραφα όμως σαν θερμή υποδοχή…

Νιφάδες. Χιονονιφάδες πέφτουν μπροστά μας – άγνωστο από πού, αλλά είναι αδύνατον να τις μπερδέψεις με κάτι άλλο. Κινούνται με χάρη, και μάλιστα νομίζω ότι μπορώ να διακρίνω τα σχέδιά τους! Συγκεντρώνομαι σε μία για να παρατηρήσω αυτό το θαύμα.

Είναι εξάγωνη. Τη φαντάζομαι λευκή, όπως θα ήταν στον Υλικό Κόσμο. Μικρότερα εξάγωνα σχηματίζονται στις γωνίες της. Και στη μέση…

Μια πανέμορφη γνώριμη γυναικεία μορφή μοιάζει κρεμασμένη με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά στις ακτίνες της νιφάδας. Τα γυμνά μέλη της είναι κάτασπρα, πάγος έχει κάτσει στα μοβ χείλια της. Το σώμα της μοιάζει να διαλύεται σε φθινοπωρινά φύλλα. ΟΧΙ! ΚΑΕΛΙΝ!

 

Η λογική μου αντιδρά, το κρύο με βοηθά να συνέρθω. Έχω πάλι μπροστά μου φυσιολογικές νιφάδες. Κοιτάω δίπλα μου: οι δυο σύντροφοί μου στέκονται με αποχαυνωμένο βλέμμα μπροστά στις νιφάδες, τρέμοντας. Τα πόδια τους κινούνται νευρικά, τα δάχτυλά τους μοιάζουν να μακραίνουν και να κονταίνουν – στον ίδιο ρυθμό οι αποχρώσεις του γκρι στο δέρμα τους μοιάζουν στιγμιαία να χάνονται σε ένα ενιαίο σκούρο γκρι, και μετά να επανέρχονται. Δίπλα στη Μήδεια, το Βωβό προσπαθεί να ξυπνήσει την αφεντικίνα του, με ένα αξιολύπητο κλαμένο βλέμμα.

Το μυαλό των θνητών δεν είναι πάντα αρκετά δυνατό για να αντισταθεί στις μαγείες που επηρεάζουν το μυαλό – όμως ξέρω ότι μπορώ να τους συνεφέρω. Ξέρω ότι μπορώ να δείξω ήρεμος, να πάρω ανάσες και να χρησιμοποιήσω τις ίδιες τεχνικές αυτοσυγκέντρωσης που χρειάζονται για τις ψυχικές δυνάμεις μου. Όμως κάποιες στιγμές πρέπει να κάθεσαι και να πολεμάς τις σκέψεις που σε στοιχειώνουν.

Θυμάμαι γιατί έφυγα από το δάσος. Θυμάμαι την Καελίν. Το χαμόγελό της, τα παιχνίδια που μου έπαιξε – και δεν ήμουν ο πρώτος. Συνειδητοποιώ τι ήταν αυτό που με συγκλόνισε περισσότερο όπως την κοιτούσα στη νιφάδα: δεν άκουγα τη φωνή της, την πανέμορφη τραγουδιστή φωνή που συνόδευε κάθε κίνησή της…

 

Κοιτάω πάλι τους άλλους. Τους συνεφέρω ταρακουνώντας τους. Δεν είναι εύκολο – ακόμα και η αναπνοή τους έχει ατονήσει, παρά τις νευρικές κινήσεις του σώματός τους. Ο Οράτιος συνέρχεται πια εντελώς όταν με ακούει να καταριέμαι την καταραμένη μαγεία που με κάνει να τον χαστουκίζω. Την τυχοδιώκτρια προσπαθώ να τη συνεφέρω πιο ήρεμα – αποδεικνύεται πιο δύσκολο, ευτυχώς ο Οράτιος βοηθάει με τη μαγεία του. Συνεχίζουμε…

 

***

 

Μπροστά μας εμφανίζεται το σύρμα. Χωρίς κανέναν εμφανή σκοπό, ένα τεράστιο πλέγμα από σύρμα όσο πάει το μάτι. Θα πρέπει να κόστισε τρομερά, χρειάζονται μαγικές μηχανές για τη δημιουργία του! Δεν καταλαβαίνουμε τη χρήση του. Ο Οράτιος λέει ότι δεν είναι μαγικό, αλλά μάλλον είναι παγίδα. Η Μήδεια δεν μπορεί να βρει κάποιο μηχανισμό. Κοιτάω το Βωβό. Θα μπορούσε να πάει αυτό μπροστά για ανίχνευση.

Ούτε που να το συζητήσει η μισοξώτικη. Προχωρά η ίδια. Πάει να περάσει από πάνω, σκοντάφτει και μπλέκεται. Το πόδι της γδέρνεται και το αίμα μοιάζει μαύρο σε αυτό τον κόσμο. Σφίγγει τα δόντια και περνάει.

Συγκεντρώνομαι στους μύες μου, νιώθω να δυναμώνω. Πιάνω τον Οράτιο και τον πετάω απέναντι. Σειρά μου τώρα.

Το άλμα ήταν καλό. Συνειδητοποιώ στον αέρα ότι θα το ακουμπήσω ελάχιστα το σύρμα. Όπως συνειδητοποιώ και ότι κάτι σαν μισοσβησμένη λάμψη ταξιδεύει το σύρμα από μακριά προς το μέρος μας.

Και καθώς προσγειώνομαι συνειδητοποιώ ποιος έφτασε πρώτος – η λάμψη σε εμάς και όχι εγώ στο έδαφος. Ο πόνος είναι φρικτός, σαν να με χτυπάει αστραπή. Πέφτω μπροστά τρέμοντας, ενώ ένα δόντι μου σπάει καθώς τα σφίγγω…

Έρχονται πάνω μου να με θεραπεύσουν. Κοιτάω λίγο άγρια τη Μήδεια. Δεν λέω τίποτα για τον καταραμένο τόπο που έκρυψε τη λάμψη και τον ήχο καθώς ερχόταν προς το μέρος μας η αστραπή – σίγουρα δουλεύει κάπως σαν το αστραπότρενο. Ούτε λέω τίποτα για την Μήδεια που ήθελε να προστατεύσει το καθυστερημένο δημιούργημά της… Και φυσικά εγώ την πλήρωσα και όχι ο καλός της ο Οράτιος.

Χμ, ίσως ζηλεύω, αλλά είναι ανοησία. Μετά το παιχνίδι της Καελίν, θα ήταν ηλίθιο να μου αρέσει μια άγνωστη τυχοδιώκτρια, έτσι δεν είναι;

 

Μετατρέπω την οργή μου σε αποφασιστικότητα, και προχωρώ μπροστά. Φτάσαμε σχεδόν. Ήδη βλέπουμε τι προστάτευαν τα σύρματα, σχηματίζοντας ένα τεράστιο κύκλο:

Λίγες εκατοντάδες μέτρα μπροστά στέκεται ένας μαύρος πύργος. Κι άλλα σύρματα βρίσκονται στην περίμετρό του, πιο κοντά, σύρματα που αν είναι παρόμοια παγιδευμένα μπορούν να αποδεκατίσουν μια επίθεση μεγάλης κλίμακας.

Ο ίδιος ο πύργος είναι λεπτός και όχι ιδιαίτερα ψηλός, αλλά ξερνά καπνό και φλόγες. Είναι πρώτη φορά που βλέπουμε μια φλόγα τόσο δυνατή που να φαίνεται από τόσο μακριά σε αυτό τον κόσμο που σιχαίνεται το φως. Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπω αυτό τον πύργο…

Θυμάμαι το όνειρό μου. Όλα βγάζουν νόημα και ταυτόχρονα τίποτα δεν βγάζει. Θυμάμαι ποιον είχα δει εκεί μέσα, και, ξεροκαταπίνοντας, προσπαθώ να δω πώς θα το περιγράψω στους συντρόφους μου. Διότι μπροστά σε αυτό είναι αληθινοί σύντροφοι, κάθε ανόητη ζήλια ξεχνιέται.

Γυρίζω να τους το πω, και η Μήδεια πέφτει πάνω μου και με σπρώχνει! Πέφτω στο πλάι, πάνω στον Οράτιο. Πριν καταλάβω τι συμβαίνει, ένας τεράστιος ανοιχτόχρωμος όγκος καλύπτει τα πάντα...

Χιονοστιβάδα. Νιώθω το χιόνι γύρω μου – ευτυχώς, έτσι όπως πέσαμε, το κεφάλι μου είναι σχεδόν έξω από αυτήν, κινώντας λίγο το λαιμό μου, μπορώ να αναπνεύσω, αλλά παραμένω παγιδευμένος. Ο Οράτιος βογκάει από κάτω μου, η Μήδεια είναι στο πλάι μου, με τα πόδια της πάνω μου, παγιδευμένα και αυτά. Λίγο πιο πάνω από μένα, μισοχωμένο στο χιόνι, βρίσκεται το ανθρωπάριό της.

Το μυαλό μου παίρνει γρήγορες στροφές. Η χιονοστιβάδα έπεσε πρακτικά ακριβώς εκεί που ήμασταν. Δεν είδαμε σημάδια άλλων χιονοστιβάδων στην περιοχή. Κάποιος προσπάθησε να μας ξεκάνει – και έχει ήδη καταφέρει να μας παγιδεύσει. Σύντομα σκέφτομαι το σκοτεινό ξωτικό με τα σκιώδη όπλα. Αν δεν βγούμε γρήγορα από εδώ θα μπορούσε να μας αποκεφαλίσει σχετικά εύκολα!

«Το Βωβό με σκούντησε να με ειδοποιήσει.» λέει η μισοξώτικη.

Κοιτάω το ανθρωπάριο που στέκεται πάνω μου, καθώς ελευθερώνεται εντελώς από το χιόνι. Ανοίγω διάπλατα τα μάτια:

«Δεν νομίζω ότι είναι Το Βωβό, αλλά… Η Βωβώ!»

TecGoblin_AppliedArchaeology.zip

Edited by tec-goblin
Link to comment
Share on other sites

Δημιουργικός οργασμός στη Σκωτία, φίλοι μου. Πλησιάζει το τέλος. Ήρθε η στιγμή, της Μεγάλης Αναμέτρησης. :irvine:

 

Είδος: high fantasy+ridiculous power playing

Βία; Ναι. Έχει και το Σουγκλάκο μέσα

Σεξ; Όχι με την κυριολεκτική έννοια

Αριθμός Λέξεων: Το ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ κεφάλαιο του διηγήματος :)

Λάθη: Αρκετά, θα διορθωθούν όταν φέρω και το επόμενο κεφάλαιο

 

 

 

6ο Κεφάλαιο: ΑΡΚΑΝΙΣ

Για την ακροαματικότητα, ρε γαμώτο!

 

 

 

 

 

Ήταν αυτή. Μόνο η Μήδεια είχε προλάβει να ξεκολλήσει από το χιόνι όταν η μαυροντυμένη μορφή, που δεν φαινόταν πριν καθόλου, ξεπήδησε από την άλλη πλευρά της χιονόμπαλας. Δεν ξέρω πώς έφτασε αθόρυβα ως εμάς, αλλά δεν μου κάνει και εντύπωση. Το ουρλιαχτό της μισοξώτικης παραλίγο να με παραλύσει μέσα στο χιόνι που μου κρυώνει τα μέλη. Όμως, αμέσως μετά, με γέμισε οργή και αποφασιστικότητα – σιγά σιγά ελευθερωνόμουν.

Αναγνωρίζω τον ήχο της ξύλινης ακίδας – αγαπημένο ξόρκι της τυχοδιώκτριας – το οποίο ακολουθεί η πιο συγκρατημένη κραυγή της ντρόου. Ο Οράτιος από κάτω μου, σε μια επίδειξη ηρεμίας και τεχνικής, καταφέρνει να επικαλεστεί τη δύναμη του ταύρου, παρά το ότι είναι σχεδόν ολόκληρος κάτω από εμένα και το χιόνι. Η δεσποινίδα δεν ξέρει με ποιους τα βάζει…

Όταν όμως πια ελευθερώνομαι εντελώς, και φτάνω στη σκηνή της μάχης, η Μήδεια είναι ήδη κάτω, σε μια μαύρη λίμνη αίματος. Δεν προλαβαίνω να παρατηρήσω τις πληγές της. Η γυναίκα με τη λεπίδα από σκιά μού ορμά. οι κινήσεις της δείχνουνε οργή, αλλά τα μάτια της είναι ψυχρά – σαν να κοιτάζεις στην Άβυσσο.

Δεν πρόλαβα να δω πότε η παγωμένη της λεπίδα μού θρυμμάτισε το χαμηλότερο πλευρό. Σφίγγω τα δόντια, συγκεντρώνομαι. Δεν προσέχω πια τίποτα παρά τα όπλα της και τα αδύναμα σημεία της. Δεν είναι αρκετό. Η λεπίδα της με χτυπά ξανά και ξανά. Τα μάτια μου είναι κόκκινα, το αίμα μου βουίζει στα αυτιά μου…

Και τότε, κάποιος με αγγίζει στην πλάτη, και τα πλοκάμια μου γίνονται αόρατα. Συνειδητοποιώ ότι έχω γίνει όλος αόρατος. Δίπλα μου ο Οράτιος χιμά στη μάχη με τα ποδαράκια του να χώνονται στο χιόνι. Κρατά το μεγάλο του απελατίκι με τα δύο χέρια, με αξιοθαύμαστη σιγουριά.

«Μην χρησιμοποιήσεις τις ψυχικές δυνάμεις σου, έχουν αντοχή σε αυτές τα σκοτεινά ξωτικά.» συμβουλεύει.

Η ξωτικίνα στρέφει το όπλο της σε αυτόν και… βρίσκει μπροστά της δυο Οράτιους. Μόνο για μια στιγμή όμως, αφού η λεπίδα της διαπερνά και εξαφανίζει την ψευδαίσθηση. Το δεύτερο χτύπημα βρίσκει το στόχο του. Όμως, αόρατος εγώ, έχω την ευκαιρία να την πλησιάσω από πίσω και να τη χτυπήσω με όλη μου τη δύναμη…

Δεν ήταν και πολλή. Όμως ο συγχρονισμός με τον Οράτιο βοηθά – σύντομα βρίσκεται να χτυπιέται από δυο πλευρές. Τώρα αυτό που μετρά είναι το ποιος θα δειλιάσει πρώτος…

«Δεν την βγάζεις καθαρή.» της λέει ο Οράτιος καθώς άλλο ένα χτύπημά της τον βρίσκει και τον σώριαζε κάτω. Σκατά!

Ξέρω ότι έχω χρόνο μόνο για άλλα δυο χτυπήματα… Πρέπει να κάνω τα πάντα, ό,τι δεν κατάφερα τόσο καιρό. Δεν ακούω την ανάσα μου. Θα μπορούσα να παραδοθώ, αλλά τα νύχια μου με γεμίζουν δίψα για αίμα.

Δύο χτυπήματα. Το πρώτο είναι καλό. Το δεύτερο το καλύτερο της ζωής μου. Η ντρόου, με εξαρθρωμένο τον ώμο, πισωπατά…

«Εντάξει, νεραϊδούλη.» μου είπε στα ξωτικά. «Αφού τα βγάλατε πέρα αυτή τη φορά, μάλλον είστε κάπως επικίνδυνος στόχος για μένα. Ας πάτε όπου στο διάβολο πηγαίνετε.»

Προσπαθώντας να συγκρατήσω την ψυχραιμία μου, και αναπνέοντας με κόπο, τη ρωτάω:

«Τι θες από εμάς; Και τι είδους λεπίδα είν’ αυτή;»

«Αυτό είναι επαγγελματικό μυστικό, καλέ μου. Και από εσάς ήθελα απλά να σιγουρευτώ ότι δεν θα το μοιραζόσασταν με κανέναν, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Σας παρακολούθησα λίγο, και μοιάζατε, ξέρεις, να διακατέχεστε από μια ανθυγιεινή περιέργεια…»

«Φύγε από εδώ και να μη σε ξαναδώ μπροστά μου!» της ουρλιάζω, ενώ ο πόνος μού σουβλίζει τα πλευρά.

«Καλά, δεν ανησυχώ. Ό,τι δεν κατάφερα να πετύχω, θα το πετύχει ο Πύργος μπροστά σας…» λέει η πολεμίστρια και, με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, αρχίζει να τρέχει μακριά.

 

Μια χρυσή λάμψη κυκλώνει εμένα και τους συντρόφους μου καθώς φεύγει. Η ανακούφιση είναι τεράστια. Ανεβήκαμε επίπεδο…

 

***

Η ξεκούραση και η μαγεία έχουν αναζωογονήσει το μυαλό και το κορμί μας. Η κατανόησή μου για τη λειτουργία του σώματος και της ψυχής έχει βελτιωθεί στο βαθμό που μπορώ να θεραπεύω άλλους, παίρνοντας πάνω μου ένα μικρό μέρος του πόνου τους, και αυτό, σε συνδυασμό με τη μαγεία των συντρόφων μου που με θεραπεύουν, μας βοηθά να αναρρώνουμε πολύ γρήγορα. Όμως, τα τελευταία λόγια της πολεμίστριας μάς έχουν καρφωθεί στο μυαλό:

Συζητάμε για το τι σχέση έχουν τα σκιώδη της όπλα, η πύλη στην κορυφή του χάσματος, και ο πύργος στο βάθος του Χάσματος. Αν είναι σύμπτωση που βρέθηκαν στο ίδιο σημείο του Κόσμου της Σκιάς, αν είναι φυσιολογικό ή αν υπάρχει κάτι που τα συνδέει…

 

«Φυσικά κι υπάρχει, φίλοι μ’.»

 

Η φωνή έρχεται από πίσω μας. Γυρίζουμε – το Βωβό δεν μας έχει ειδοποιήσει για κάποιον εχθρό, αλλά εμείς παίρνουμε αμυντική στάση.

Είναι ένας καστανομάλλης, με αλογοουρά. Φοράει μια αστεία μακριά πολύχρωμη καρό φούστα, η οποία φτάνει στο χιόνι επειδή είναι πολύ κοντός. Σχεδόν σαν τον Οράτιο. Όμως, στα χέρια του κρατά ένα ασημένιο σπαθί τόσο μεγάλο, που θα δυσκόλευε και έναν δίμετρο πολεμιστή!

«Τ’ ονοματάκι σου;» ρωτάει η Μήδεια.

«Ντάνκαν. Πλανώδιος πολεμιστής, μι βαριά κληρονουμιά. Πολλοί μι ξέρουν κι σαν Λόόουλάντερ.»

Ο Οράτιος σηκώνει το φρύδι:

«Και από πού είπαμε ότι έρχεστε;»

«Ίρχομ’απ’τα Λόόουλαντς, σε ένα μακρινού κόσμου. Ξέρετε, εκεί δεν μιλάμ’ ξωτικά όπως ιδώ, αλλά να, τη σήμερον ημέραν, τα Ξωτικά έχουν γίν’ πουλύ της μόδας, έτσι όλ’οι ταξιδιώτες συνεννογιόμαστε σ’αυτά.»

Ο Οράτιος φαίνεται να θυμάται κάτι:

«Α, ναι! Είμαστε στον Κόσμο των Σκιών – σύμφωνα με μια θεωρία, ο Κόσμος των Σκιών υπάρχει ταυτόχρονα σε όλες τις Κοσμολογίες, είναι σταυροδρόμι για όλους όσους θέλουν να ταξιδέψουν μεταξύ διαφορετικών Κοσμολογιών – όπως ο Αστρικός Κόσμος είναι σταυροδρόμι για όσους θέλουν να μετακινηθούν μέσα στους διάφορους Κόσμους της ίδιας Κοσμολογίας!»

Τον κοιτάμε λίγο περίεργα. Ώρες ώρες ακούγεται σαν βιβλίο της σχολής. Ο νεοφερμένος τα εξηγεί με τον τρόπο του:

«Ιγώ θα ίλεγα ότ’ είναι κόόμβος. Ειδικά ιδού, ο Πύργος των Γιέγκερμάιστερ, όόλοι τον ξέρουν.»

«Εγώ όχι.» λέει η Μήδεια, και ο Οράτιος φαίνεται να συμφωνεί.

«Χμμ. Ή είστε πουλύ κινούριοι ή… χμ…» ο μικρόσωμος τύπος φαίνεται σκεπτικός. Κοιτάει γύρω του…

«Όόχι ρε γαμώτο. Πάλι μετακινήθηκε του κουλόόσπιτο. Να δείτε που ο Αρκάν’ς πάλι θα άφησ’ τα μικρά να παίζουν με την μαγική του πισίνα και θα κάνανε καμιά ζημιά. Ελπίζω να μην άνοιξαν πάλι καμιά πύλ’ στουν υλικού κόσμο, ι;»

Κοιταζόμαστε μεταξύ μας, ανήσυχοι…

«Ααχ. Πάντα του το έλεγα… Τέλος πάντων… Αλήθεια, τι ψάχνετ’εσείς;»

«Την Αληθιν…» συγκρατιέμαι. Συνεχίζω:

«Βασικά ανακαλύψαμε κάποιες περίεργες μαγείες της Σκιάς και ένα χάσμα που οδηγεί στον Κόσμο μας, και ανησυχούμε για την πιθανότητα εισβολής.»

«Α, εντάξει, τέλεια! Μόνο προσέχ’τε – τα τέρ’τα θα έχουν ήδη αρχίσει να κυκλοφορούν, διν έχ’τε και πολύ χρόν’. Ευτ’χώς η πισίνα τ’ Αρκάνι στέλν’ και μ’νύματα, αν θέλιτε σας πιτάω, να πείτ’στους φίλ’σας αν έχετε να έρθουν να τ’ν κλείσ’ν. Μπορεί να συναντήσουμε και κανέναν άάλλον π’ραστικό στου δρόμ’.»

«Σας ευχαριστούμε, αλλά… δεν σας βγάζουμε από το δρόμο σας;» ρωτάει σκεπτικός ο γνόμος.

«Όχ’ μωρέ, ‘κει πάω. Έχω μια δουλειά… Πρέπει να σκοτώσ’ τον Αρκάν’»

Γουρλώνω τα μάτια! Από τα πράγματα που έχω δει στο όνειρό μου, ξέρω ότι ο Αρκάνις μαστιγώνει παιδιά για να εργάζονται σε άθλιες φάμπρικες και αξίζει έναν γρήγορο θάνατο, αλλά τι ξέρει αυτός ο… Λόουλάντερ;

«Γιατί θέλετε να τον σκοτώσετε;»

 

«Γιατί πρέπει να μείν’ μόνο ένας!»

 

***

 

«Κόμβος, ε; Τα πουλάκια μου. Και ο πρασινομούρης είπε κάτι για «Αληθιν». Μπορεί να κοροϊδεύουν το βλάχο, αλλά δεν γεννήθηκε πλάσμα που θα ξεγελάσει έναν Jδgermeister. Ξέρουν κάτι για την Αληθινή Λαλιά. Μικρή, ξέρεις τι κάνει η Αληθινή Λαλιά;»

«Ναι μπαμπά! Όταν τη μάθουμε θα μπορούμε να λέμε το Αληθινό Όνομα του εχθρού μας στην κυνηγετική μας τοξοβαλλίστρα και θα τον κάνει κεφαλογραβιέρα, μπαμπά.»

«Μπράβο, Λουίζα! Τώρα που είπες κεφαλογραβιέρα, τι έχεις ετοιμάσει για τον πατερούλη σου για σήμερα;»

«Άψητο μάριλιθ γεμιστό με πατατούλες που σου αρέσουν, μπαμπά! Μπορώ να πάω τώρα να παίξω με την αλυσίδα μου και τα άλλα παιδάκια;»

«Φυσικά μικρή μου, μόνο πρόσεξε μην τα χαλάσεις, γιατί έχουν πολλή δουλειά αύριο. Ο Χερ Αζαλίν μας ζήτησε νέο φορτίο επαναληπτικές τοξοβαλλίστρες γιατί οι νέοι του φίλοι έχασαν ένα φορτίο όπλων που περίμεναν, μαζί με το υποβρύχιο που θα τα μετέφερε. Το οποίο, όλως τυχαίως, εσύ κατέστρεψες λίγους μήνες πριν πεθάνεις και έρθεις κοντά μου.»

Με αυτά τα λόγια, ο Αρκάνις Jδgermeister κλείνει το μάτι στην κοκκινομάλλα κόρη του, μπροστά από την πισίνα τηλεμεταφοράς και κρυσταλλοσκόπησης.

 

***

 

Δεν χρειαστήκαμε πολλή ώρα να φτάσουμε έξω από το μικρό δαχτυλίδι από αστραποφόρα σύρματα. Στο δρόμο συναντήσαμε και την Αλέξια, την Ιππότη του Σφυροδρέπανου από το Ξέντρικ, που είχε χάσει το ραβδί επικοινωνίας με τα Κεντρικά, και δεν μπορούσε να αποφασίσει τι θα κάνει. Τη βρήκαμε στα πρόθυρα του λιμού, αφού, παρά το ότι είχε εξαντλήσει τις προμήθειές της, δεν μπορούσε να αποφασίσει αν θα επιτεθεί ή θα βγει να κυνηγήσει χωρίς εντολές από την κεντρική βάση των Ιπποτών. Καλή κοπέλα, της δώσαμε λίγο φαΐ, την εμψυχώσαμε, και ήταν αμέσως έτοιμη να μας βοηθήσει στην αποστολή.

Χαιρετηθήκαμε σχηματίζοντας κύκλο και δένοντας τα χέρια μας στο κέντρο. Η στιγμή ήταν συγκινητική. Θα ξεπερνούσαμε τα όριά μας, και σίγουρα, κάποιοι δεν θα επιβίωναν. Το σχέδιο είναι να εισχωρήσουμε κρυφά οι τρεις μας, ενώ ο Λόουλάντερ και η Ιππότης θα ορμούν στην κεντρική πύλη.

Η όλη υπόθεση μοιάζει εντελώς παράλογη με την πρώτη ματιά. Όμως, ο Οράτιος θέλει να ειδοποιήσει το Πανεπιστήμιο για όσα μάθαμε, πιθανόν και να χρησιμοποιήσει την πισίνα ως Πύλη για να επιστρέψουμε χωρίς μια επικίνδυνη ανάβαση (στην οποία μπορεί να μας έστηνε πάλι ενέδρα η ντρόου). Εγώ, εκτός από το ότι θα ήθελα πολύ να εξαφανιστεί ένα έκτρωμα σαν τον Αρκάνι από την πλάση, θέλω να ειδοποιήσω τους Φύλακες να έρθουν να δουν αν μπορούν να εκτελέσουν μια τελετουργία για να κλείσουν την πύλη. Η Μήδεια Ντ’Χητ θέλει να κλέψει, αν όχι όλη την πισίνα, τουλάχιστον ό,τι ελαφρύ πολύτιμο βρει στον πύργο (ή τουλάχιστον, έτσι μας λέει). Και, φυσικά, δεδομένου ότι οι άλλοι δυο τρελ… ε, ήρωες… θα κάνουν αντιπερισπασμό, το όλο σκηνικό δεν μοιάζει και τόσο επικίνδυνο.

Τουλάχιστον έτσι μας έχουν μάθει να σκεφτόμαστε στο Θανόταφο Πανεπιστήμιο.

 

Να’ μαστε λοιπόν εδώ, έχοντας διεισδύσει με χάρη ως τα τείχη του πύργου. Η Μήδεια απενεργοποίησε με συνοπτικές διαδικασίες τα σύρματα, τώρα που ξέρει πώς δουλεύουν, και έτσι περιμένουμε κρυμμένοι, καθώς ο Ντάνκαν και η Αλέξια πλησιάζουν στην κεντρική πύλη.

«ΑΛΤ! Τις ει;» ρωτάει ένας φρουρός με το ξόρκι των γλωσσών, που τον κάνει κατανοητό από όλους.

«Πες στον αφέντ’ σ’ ότι ο Λόόουλάντερ ήρθε να τον βρει!» ουρλιάζει στεντόρεια ο ξιφομάχος φίλος μας.

«Και επίσης ότι ήρθε η ώρα να πληρώσει για τις ιμπεριαλιστικές, αντιλαϊκές του παρεμβάσεις στο Ντάρκον, το βομβαρδισμό αμάχων στην Πορτ-α-Λουσίν, την παιδική εργασία, τη χρήση απαγορευμένων όπλων, την χειραγώγηση της νεολαίας του Οντιάρ…»

«Καλά καλά.» διακόπτει βαριεστημένα ο φρουρός την νεαρή πολεμίστρια.

Επακολουθεί σύντομη διαβούλευση που δεν μπορούμε να ακούσουμε, και, λίγο μετά, οι βαριές δίφυλλες πόρτες ανοίγουν. Καπνός βγαίνει από τα φουγάρα. Δυο μορφές ξεχωρίζουν στο ημίφως: η μια είναι ψηλή, με μυτερά αυτιά, φωτεινά μάτια, αλυσίδα στο χέρι και κοτσιδάκια. Επίσης, είναι γεμάτη τρίχες, σε όλο το σώμα.

Ο άλλος… είναι τεράστιος. Είναι κτήνος, με κοντό μαλλί και στιβαρά μπράτσα. Ο Οράτιος πάει να ξεκινήσει τις επικλήσεις που θα μας κάνουν αόρατους, αλλά τον σταματάω. Δεν είναι αυτός ο Αρκάνις. Δεν ξεχωρίζει μόνο από το πρασινωπό, μισοσαπισμένο δέρμα. Η μεγαλύτερη διαφορά είναι εμφανής όταν γυρίζει το βλέμμα του προς την κατεύθυνσή μας, και κοιτάει τον ορίζοντα με το πιο καλοκάγαθο βλέμμα του κόσμου. Γυρίζει προς τον Ντάνκαν πάλι, και μιλάει:

«Το Αφεντικό λέει ότι δεν έχει όρεξη για μαλακίες. Έστειλε εμένα γιατί σας λυπάται, λέει.»

«Ποιος είσ’ εσύ, όργανο του καπιταλισμού;» ουρλιάζει η Ιππότης, ορμώντας το σφυρί και το δρεπάνι της.

«Με λένε Σουγκλάκο, και είμαι καινούριος από εδώ, με φώναξε ο Αρκάνις, που ήταν φίλος μου στο Σύλλογο.» απαντά αυτός καθώς την αφοπλίζει και τη ρίχνει κάτω με μια λαβή.

«Με συγχωρείτε, μανδάμ, αλλά δεν ήθελα να σας πονέσω, χίλια συγγνώμη και πάλι.» συνεχίζει καθώς την παίρνει παραμάσχαλα και την πάει μέσα, αγνοώντας τις τσιρίδες της.

Λίγο πιο δίπλα, η κοπελιά με τα κοτσιδάκια έχει αρχίσει μια οργισμένη μονομαχία με τον Λόουλάντερ. Νιώθουμε ως εδώ τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπό τους, καθώς προσπαθούν να βαδίσουν στο χιόνι, σε έναν τελετουργικό χορό επιθέσεων, αποκρούσεων και αντεπιθέσεων. Η κοπέλα χειρίζεται την αλυσίδα με περισσή μαεστρία. Φαίνεται πρακτικά αδύνατο να την χτυπήσει ο Λόουλάντερ. Αυτός αντέχει τα αδύναμα χτυπήματά της, σφίγγοντας τα δόντια, πασχίζοντας να βρει ένα άνοιγμα το οποίο θα μπορούσε να του δώσει την ευκαιρία για ένα δυνατό και καθαρό χτύπημα με το τεράστιο σπαθί του.

 

Με το πρόσωπο γεμάτο αίματα, σε μια στιγμή κάνει μια χαμηλή επίθεση – η πολεμίστρια πάει να του βυθίσει το σπαθί στο χιόνι με την αλυσίδα της, αλλά αυτός το περιμένει: τελευταία στιγμή η λεπίδα του φεύγει προς τα αριστερά και η αλυσίδα χώνεται στο χιόνι. Στο κλάσμα του δευτερολέπτου που χρειάζεται για να ελευθερώσει την αλυσίδα της, αυτός της μπήγει το σπαθί στο δεξί πόδι…

 

Έκπληκτοι βλέπουμε ότι το πόδι της αντέχει την πίεση, με κάποιον υπερφυσικό τρόπο. Αν και η πληγή καταφέρνει να είναι βαθιά, η κοπέλα μπορεί να σφίξει τα δόντια και να μπλέξει την αλυσίδα στα πόδια του Ντάνκαν.

 

Όσο σταθερός και να είναι, δεν καταφέρνει να κρατήσει την ισορροπία του πια. Πέφτει κάτω, και τώρα η μάχη γίνεται πολύ πιο δύσκολη για αυτόν. Η κοπέλα ήταν έτσι κι αλλιώς πιο γρήγορη, και, ακόμα και πληγωμένη, είναι σε σαφώς καλύτερη θέση από τον πεσμένο της αντίπαλο. Το ατσάλι χτυπάει το ασήμι, αλλά σπίθες δεν βγαίνουν στον Κόσμο αυτό, και ακόμα και οι κλαγγές φτάνουν σβησμένες. Όταν ο ογκώδης σύντροφος της πολεμίστριας, όμως, επιστρέφει από μέσα, η μάχη μοιάζει τελειωμένη.

 

Εκείνη όμως τη στιγμή, εμφανίζεται, σαν από το πουθενά, ένας μικρόσωμος μελαχρινός νέος, σε ανοιχτόχρωμα ρούχα. Κανείς δεν τον είχε δει. Η κοπελιά με τα κοτσιδάκια τον αγνοεί στον πυρετό της μάχης, αλλά ο Σουγκλάκος φαίνεται να έχει παραλύσει.

 

«Γιατί πολεμάτε τέκνα μου;» ρωτάει ο νεοφερμένος.

 

«Δεν είμαι τέκνο σου.» λέει η νεαρή καθώς καταφέρνει ένα ακόμα χτύπημα στον πολεμιστή με τη φούστα.

 

«Όλοι είμαστε τέκνα του Κυρίου, του Θεού, αλλά εγώ είμαι ο Υιός Του!» λέει αυτός γαλήνια.

 

Η νεαρή κοντοστέκεται. Όλοι φαίνονται με κάποιον τρόπο εντυπωσιασμένοι, αλλά αυτή δεν το βάζει κάτω:

 

«Είμαι η Λουίζα Jägermeister, και ο μπαμπάς μου νικάει το δικό σου μπαμπά!

 

Αν θες να ξέρεις, ο Αρκάνις έχει δείρει δυο θεούς, και έχει καταδικαστεί από τους υπόλοιπους να ζει σε αυτό το σκιερό μέρος. Και, τέλος, ο μπαμπάς σου δεν μπορεί να μπει στην επικράτεια του πύργου, όπως και κανένας θεός. Θα κόψεις, λοιπόν, τα σάπια να μ’ αφήσεις να τελειώσω τη δουλειά μου;»

 

Ο νεοφερμένος μένει με το στόμα ανοιχτό. Παραπατά, λιποθυμά στο χιόνι! Αμέσως ανοίγει η πύλη, και βγαίνει…

 

Είναι όπως στο όνειρό μου. Και χειρότερος. Με το μισό μεταλλικό του κορμί, την ενσωματωμένη βαλλίστρα στο ένα χέρι, ένα ραβδί με τρόπαια στο άλλο (στην κορυφή του οποίου, ω Φύση, φαίνεται να έχει το κεφάλι ενός Μπάλορα!). Γεμάτος τρίχες, όπως και η κόρη του. Στα μάτια του το βλέμμα του αρπαχτικού, και στα δόντια του λεκέδες από ξεραμένο αίμα (δεν μπορώ να εξηγήσω με κάποιο λογικό τρόπο το πώς φαίνεται αυτό από τόσο μακριά!). Ταρακουνά το νεοφερμένο να ξυπνήσει, και ανοίγει το λυκίσιο στόμα του:

 

«Πορτοκαλαδίτσα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω; Έλα, μην κλαις. Θα σου βρούμε μια καλή δουλειά στη φρουρά του πύργου. Θα ντύσω φανταράκι μούρλια, να δεις, αρέσει και στα κορίτσια!»

 

Ο νεοφερμένος μυξοκλαίγοντας γνέφει καταφατικά. Μουρμουρώ:

 

«Αυτό δεν βγάζει κανένα νόημα!»

 

«Βγάζει. Ο Αρκάνις έχει Ηγεσία στο Φύλλο Χαρακτήρα του, και πρέπει κάπως να μαζέψει ακολούθους.» με πληροφορεί ο Οράτιος καθώς με κάνει αόρατο.

 

Δεν καταλαβαίνω τίποτα εκτός από το ότι ο Αρκάνις είναι έξω, άρα είναι ώρα να μπούμε εμείς μέσα. Αρχίζουμε να σκαρφαλώνουμε το τείχος. Εγώ έχω υλοποιήσει διαφορετικά νύχια για να το κάνω αυτό, και βοηθώ και τους άλλους. Η Μήδεια τα καταφέρνει αρκετά καλά και από μόνη της. Φτάνουμε την κορυφή γρήγορα, και καλυπτόμαστε πίσω από μια πολεμίστρα.

 

Τώρα είναι το δύσκολο μέρος. Μας έχουν τελειώσει όλοι οι πάπυροι σιωπής, και ο Οράτιος εξαντλήθηκε για να μας κάνει αόρατους. Πρέπει να περάσουμε ανάμεσα στους μαυροφορεμένους φύλακες και να κατέβουμε ως την πισίνα γρήγορα και χωρίς να πάρει κανείς χαμπάρι.

 

Ο Οράτιος μάς λέει «πάω εγώ». Η όραση που μου επιτρέπει να βλέπω τη μαγεία μού δείχνει την αύρα του να πηδάει από το τείχος στην εσωτερική αυλή! Μεσολαβούν λίγα δευτερόλεπτα… Τίποτα δεν έχει ακουστεί. Δεν ξέρω πώς προσγειώθηκε έτσι αθόρυβα. Εγώ ακολουθώ από τις σκάλες, ενώ η Μήδεια μένει πίσω για να φιλάει τσίλιες.

 

Ο φρουρός στο κεφαλόσκαλο δεν καταλαβαίνει τίποτα καθώς κατεβαίνω δίπλα του. Ευτυχώς με βοηθάει σε αυτό και ο ψυκρύσταλλός μου, αυτή η ψυχική πέτρα που μου χρησιμεύει για να συγκεντρώνομαι όταν θέλω να κρατήσω την αναπνοή μου.

 

Είμαστε πια μπροστά στην μαγική πισίνα, η οποία αναδύει τόσο έντονη ενέργεια που αναγκάζομαι να κλείσω τα μάτια μου για να μη ζαλίζομαι. Η μαγεία της προδίδει ότι χρησιμοποιείται για τηλεμεταφορά, κρυσταλλοσκόπηση και τηλεπικοινωνία. Μπορεί να στείλει μηνύματα και να παρακολουθήσει οποιοδήποτε μέρος, αλλά μπορεί να μας μεταφέρει μόνο σε προκαθορισμένα μέρη.

 

«Δεν ξέρω πού θα μας βγάλει και δεν εμπιστεύομαι τον Αρκάνι στην επιλογή τοποθεσιών.» ψιθυρίζει ο Οράτιος.

 

Συμβιβαζόμαστε με το να δούμε τουλάχιστον πώς θα στείλουμε τα μηνύματα. Η συνεργασία είναι δύσκολη, όταν το μόνο που βλέπουμε ο ένας από τον άλλο είναι μερικές αμυδρές φωτεινές μαγικές αύρες που προδίδουν το ξόρκι που μας κάνει αόρατους και τα λιγοστά μαγικά αντικείμενα του Οράτιου. Όμως, σύντομα βρίσκουμε τον τρόπο λειτουργίας της:

 

«Στέλνω τα μηνύματα και φεύγουμε όπως ήρθαμε, κάλυψέ με.» του απαντάω.

 

Αρχίζω να μιλάω – τα λόγια μου πρέπει να ακούγονται καθαρά στα λίγα μέτρα – ελπίζω πιο μακριά να μπλέκονται με τους ήχους της μάχης (και πράγματι ακούγονται κάποιες κραυγές πόνου απ’ έξω, πιθανότατα του Ντάνκαν) και του οπλουργείου (αποφεύγω να κοιτάξω προς τα εκεί, για να μη χάσω την ψυχραιμία μου).

 

«Φοιτητές Βινάλις, Τζούρις, Ντ’Χητ σε πύλη σε Κόσμο Σκιάς Γη Θρήνων. Όχι Αληθινή Λαλιά. Πλάσματα της Σκιάς εισχωρούν στον Υλικό Κόσμο Ειδοποιήστε Καθηγητή Ζοφίκ.» λέω στο πρώτο μήνυμα και παίρνω βαθιά ανάσα. Ώρα για το δεύτερο, στους Φύλακες της Πύλης.

 

«Βινάλις εδώ. Ειδοποιήστε Ορκ Σοφό και Δρυϊδιδες, Πύλη σε Κόσμο Σκιάς Επικίνδυνη. Ξέρει πού. Φραγή επειγόντως, κίνδυνος εισβολής Πλασμάτων από Άλλες Κοσμολογίες.»

 

Κοντοστέκομαι. Εικοσιδύο λέξεις. Μπορώ άλλες τρεις.

 

«Η Καελίν καλά;»

 

Πρέπει να με άκουσε ο Οράτιος, και θα πρέπει να δώσω κάποιες περίεργες εξηγήσεις μετά, αλλά δεν έχω την πολυτέλεια της διακριτικότητας. Ψιθυρίζει:

 

«Πάμε. Ακουστήκαμε λίγο.»

 

Η καρδιά μου αρχίζει να σφυροκοπά. Το ξόρκι που μας κρατά αόρατους θα κρατήσει άλλο μισό λεπτό, και ήδη κάποιοι φρουροί και ένας αξιωματικός κοιτάνε περίεργα προς την μαγική πισίνα.

 

Φτάνουμε στα σκαλιά. Ακούμε ένα πετραδάκι να πέφτει. Σε συγκεκριμένο σημείο. Σήμα από τη Μήδεια ότι ο Αρκάνις επιστρέφει. Ελπίζω να μην το άκουσαν οι άλλοι. Το βήμα μας είναι πιο γρήγορο τώρα, λίγο λιγότερο προσεκτικό. Είμαι στο κεφαλόσκαλο.

 

Περνάω χωρίς να πάρει χαμπάρι ο φρουρός – ακριβώς μπροστά από τα μάτια του. Σειρά του Οράτιου.

 

Το βήμα του το άκουσα κι εγώ. Σαφώς και ο φρουρός. Πάει να σταματήσει τον Οράτιο, ακούω τα βήματά του καθώς πηδάει κάτω από το χέρι του φρουρού και τρέχει προς το μέρος μου.

 

«ΕΙΣΒΟΛΕΙΣ!» ουρλιάζει ο φρουρός.

 

Με την ψυχή στο στόμα πιανόμαστε από ένα σκοινί που έχει στήσει η Μήδεια και γλιστράμε στην εξωτερική πλευρά των τειχών. Βλέπω από κάτω μου τη Μήδεια σιγά σιγά να εμφανίζεται, λίγο πριν προσγειωθώ κι εγώ – σύντομα θα περάσει η επίδραση του ξορκιού και για τους υπόλοιπους.

 

Τρέχουμε να κρυφτούμε σε κάποιο άλλο σημείο των τειχών, μακριά από το σκοινί – κρυψώνες πιο μακριά δεν υπάρχουν. Δεν ξέρω πώς θα φύγουμε – μάλλον θα περιμένουμε κάποια στιγμή που έχουν ηρεμήσει τα πράγματα. Αυτή τη στιγμή γίνεται φασαρία μέσα. Ακούγονται επικλήσεις ξορκιών ανίχνευσης των αόρατων και άλλα…

 

Κρατάμε την αναπνοή μας. Η Μήδεια μου πιάνει το χέρι. Με κοιτάει ερωτηματικά. Της γνέφω καταφατικά, ότι κάναμε ό,τι έπρεπε να κάνουμε. Αυτή μού χαμογελά, και μου δείχνει ένα καλοφτιαγμένο μαύρο σπαθί. Δεν ξέρω από πού το σούφρωσε! Είναι απίστευτη… Ο Οράτιος μάς χαμογελάει. Μα τι στο καλό γίνεται τελικά με τους δυο τους; Μήπως έκανα λάθος;

 

Τα πάντα έχουν ηρεμήσει. Ακούγονται μόνο κάποια βήματα από πάνω μας. Και τότε, μια δυνατή, καθαρή φωνή, που μοιάζει να μην ταιριάζει σε αυτό τον κόσμο, μας κάνει να τιναχτούμε από τις θέσεις μας. Ακούγεται ακριβώς από πάνω μας!

 

«I will survive

 

Και αν μου κόψεις τα παΐδια

 

I will survive»

 

Είναι η φωνή του Αρκάνι. Κάποιο έγχορδο τη συνοδεύει…

 

«I will survive

 

Κι αν μου κλέψεις και το σπίτι

 

Ι will survive»

 

Ακούω τον Οράτιο να ξεροκαταπίνει.

 

«I will survive

 

Κι αν μου κρύβεσαι στον τοίχο

 

I will survive»

 

Και με αυτά τα λόγια ο Αρκάνις πηδάει από τον τοίχο μπροστά μας. Κρατάει ένα μικροσκοπικό έγχορδο με περίτεχνα σχέδια (νομίζω ότι το είχα δει κάπου ένα μαγικό τέτοιο, το λέγανε μπαγλαβά ή κάτι τέτοιο). Στη λαβή του οργάνου έχει κρεμάσει από τα μαλλιά το κεφάλι του Ντάνκαν.

 

«ΤΣΑ!» μας κάνει, και το χαμόγελό του αποκαλύπτει τα δόντια του.

 

Η Μήδεια ουρλιάζει!

 

Ο Οράτιος αρχίζει να ψελλίζει ένα ξόρκι, εγώ συγκεντρώνομαι στην άμυνά μου, και ετοιμάζομαι να δω πώς θα αντιδράσουν και οι άλλοι. Ο Αρκάνις αφήνει κάτω το όργανο και προτείνει τα γαμψώνυχα.

 

Και ξαφνικά κάνει μια επιτόπου στροφή, χωρίς κανέναν προφανή λόγο! Ακούγεται ένας γδούπος – κάτι εμφανίστηκε από πίσω του, μόνο ο Αρκάνις όμως το άκουσε. Το κάτι κάνει ένα πήδο στο πλάι και το βλέπουμε. Είναι ένας άντρας με κοντά μαλλιά, καστανά μάτια και όμορφα φρύδια. Δεν κρατάει όπλο, αλλά έχει πάρει πολεμική στάση.

 

«Άσε τους κάτω, βζελυγέ λυκάνσγωπε!»

 

Ο Οράτιος βρίσκει ευκαιρία να αρχίσει να τρέχει, με τα πόδια του σαφώς δυναμωμένα από κάποιο ξόρκι. Η Μήδεια γουρλώνει τα μάτια:

 

«Ζαν;»

 

«Ναι Μήζεια, ο Ζαν Κλοντ είμαι, πάντα σ’ετοιμότητα. Συγγνώμη για την εξαφάνιση, αλλά ένιωσα την ανάγκη να πάω σε ένα μοναστήγι να μάσω την υπεγοή μέσω της πνευματικότητας. Τγέξε τώγα, καλή μου, σα τον κγατήσω εγώ!»

 

TecGoblin_AppliedArchaeology.zip

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

Ωπ, μου ξέφυγε ένα "θα" στην τελευταία πρόταση. Να γίνει "σα" πάραυτα :p

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..