Jump to content

Το Αβάσταχτο Βάρος του να Είσαι


Ivan Gig Nth Yuk

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Απόστολος (Guardian of the RuneRing #2)

Είδος: ένας θεός ξέρει...

Αριθμός Λέξεων:2571

Αυτοτελής:Ναι

Σχόλια: Ναι το ξέρω, θα πάω στην κόλαση... :bleh:

 

 

ΤΟ ΑΒΑΣΤΑΧΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΝΑ ΕΙΣΑΙ

 

Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στα κατακόκκινα κάγκελα του μικρού του μπαλκονιού. Η στιγμή είχε έρθει. Άρχισε να τα σκαρφαλώνει, ένα-ένα, αργά, σχεδόν τελετουργικά. Είχε ανέβει στο τελευταίο, το μεγαλύτερο. Στάθηκε πάνω του. Ένα βήμα τον χώριζε. Κοίταξε κάτω, ζαλίστηκε. «Ήταν ανάγκη να έχω υψοφοβία;». Έκανε μεταβολή. Τώρα δεν έβλεπε το κενό. Κοιτούσε τον βρόμικο τοίχο του σπιτιού του. Στεκόταν ακίνητος. Δεν υπήρχε κανείς για αυτόν. Ήταν αόρατος, ένας άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους, ένα τίποτα. Χαμογέλασε. Ο δυνατός ήλιος του ζέσταινε την πλάτη γεννώντας μέσα του ένα αίσθημα θαλπωρής, σα να τον παρακαλούσε να το ξανασκεφτεί. «Ποτέ δε μπορούσα να φανταστώ πως θα ήταν μια τέτοια μέρα. Από παιδί αγαπούσα τις ηλιόλουστες μέρες. Θυμίζουν την ξεγνασιά του καλοκαιριού και αυτές, ατέλειωτες, σε άφηναν να παίζεις μέχρι αργά το βράδυ. Δεν μπορώ να πιστέψω πως σκέφτομαι κάτι τέτοιο μια τέτοια στιγμή. Φαίνεται πως έχω ήδη φτάσει στην αποδοχή. Τίποτα δε μπορεί να με αγγίξει. Καμιά χαρούμενη σκέψη δε μπορεί να με κάνει να πετάξω τώρα. Ήρθε το τέλος.» Άνοιξε τα χέρια του διάπλατα, σα να αγκαλιάζει τον κόσμο. «Αντίο. Πόσες φορές έχουμε πει αυτή τη λέξη; Αμέτρητες. Πάντα χαιρετάμε, λέμε αντίο, εγκαταλείπουμε, φεύγουμε, ξεχνάμε, χανόμαστε. Πόσες φορές έχω πει αντίο; Σε φίλους, σε γνωστούς, σε συγγενείς. Πόσες φορές έχω ακούσει τη λέξη αυτή; Συνήθως ακολουθεί ένα ʽτα λέμε…ʼ για να κοροϊδέψεις τον άλλον. Διόρθωση, τον εαυτό σου. Σα να λες θα τον ξαναδώ, δε θα χάσω επαφή μαζί του, δε θα γίνει μια μνήμη, μια εμπειρία που θα αποθηκεύσει ο εγκέφαλος για μελλοντική χρήση, αυτός σημαίνει κάτι για εμένα, με ορίζει με κάποιον μυστήριο τρόπο. Ήξερα κάποιον που έλεγε πως είμαστε οι άνθρωποι που ξέρουμε. Αυτοί –οι εμπειρίες μας δηλαδή με τους άλλους– μας φτιάχνουν, αυτό που θα θυμόμαστε θα είναι αυτό που μοιραστήκαμε. Μακάρι. Αν η ζωή του καθενός μας ήταν μια γραμμή τότε αυτές οι γραμμές στο πέρασμα του χρόνου (ό,τι και αν είναι αυτός) θα απομακρύνονται, θα χάνονται και στο τέλος ούτε που θα διακρίνεις τη γραμμή του άλλου. Η πιο στενή σχέση με κάποιον, η πιο πραγματική, είναι εκείνη η πρώτη χειραψία εκείνη που δίνει στο αμετάβλητο, αυτό που λέμε ʽέναν τυχαίο περαστικόʼ ένα όνομα, τον κάνει κάτι που μεταβάλλεται, κάτι που αλλάζει μαζί σου. Καθώς όμως αλλάζει χάνεται. Η σχέση γεμίζει με υποκρισία, με ψέμα, με αυτό που γεμίζει το κουφάρι που φωνάζουμε άνθρωπο, αυτό που μας ξεχωρίζει από τις μαϊμούδες, τον εγωισμό μας. Αντίο λοιπόν ξένε, αντίο άγνωστε, αντίο μνήμη, αντίο υποκρισία, αντίο άνθρωπε. Σε χαιρετώ. Αντίο.» Έτσι άφησε το σώμα του πίσω, στο κενό. Άφησε τη δύναμη της μοίρας που οι άνθρωποι λένε βαρύτητα, τη μοίρα που φανέρωσε ο Νεύτωνας στους θνητούς, να τον πάρει. Έγινε παιδί της, στερνό και αιώνιο. Έστω και για λίγο έγινε πουλί, έγινε αθάνατος, έγινε αέρας. Τα μάτια του κοίταξαν τον, από χέρι θείο, καταγάλανο ουρανό, το παιδικό του όνειρο. Χαμογέλασε. «Δεν υπάρχει αύριο, δεν υπάρχει συνέχεια, δεν υπάρχουν συνέπειες ας κοιτάξω εκεί που πάντα ο άνθρωπος θέλει να δει μα φοβάται τη συνέπεια. Ας δω τον ήλιο. Τον βασιλιά των ουρανών.» και έτσι κοίταξε. Φως τον τύφλωσε, αιώνιο, ανίκητο «αυτό πρέπει να είναι το φως που όλοι βλέπουν, το φως…». Αυτές ήταν οι σκέψεις του. Το σώμα του συγκρούστηκε με το έδαφος.

 

Φως· ξανά; Τι συμβαίνει; Άνοιξε τα μάτια του. Άκουσε φωνές. «Που είμαι; Μπορώ να σηκωθώ; Έχω ανοίξει τα μάτια αλλά δε βλέπω.» Έτσι άνοιξε τα μάτια του και είδε. Κοίταξε κάτω, τρόμαξε, όπως όταν υπάρχει ένας καθρέπτης που δεν έχουμε δει, περπατάμε προς αυτόν και βλέπουμε έναν άγνωστο –γιατί πάντα στο σπίτι δε βλέπουμε τον εαυτό μας στον καθρέπτη αλλά κομμάτια του· τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα μάτια μας– να έρχεται με ορμή πάνω μας. Είναι ο μόνος άνθρωπος που δε περιμένεις να δεις, αυτός που ποτέ δε βλέπεις όταν πρέπει. Κάποιος που δεν ξέρεις μα ξέρεις πως θα έπρεπε να ξέρεις, να του δώσεις το χέρι να του πεις καλημέρα αλλά σε προσπερνάει και αυτός βιαστικά, δε σε φοβάται, σε ξέρει. Το μυαλό του χυμένο. Άνθρωποι μαζεμένοι γύρω κοιτούν σοκαρισμένοι, έφηβοι διψασμένοι για κάτι το ασυνήθιστο χώνουν το κεφάλι τους να δουν και ένα γέλιο εμφανίζεται στο πρόσωπό τους, όχι από αμηχανία ούτε επειδή αυτό που βλέπουν είναι αστείο αλλά γιατί είναι κάτι αληθινό και προσπαθούν να το κρύψουν από το φόβο πως δε θα μοιάζουν με τους υπόλοιπους. Όλοι τον κοιτάνε πεσμένο. Οι γείτονες απʼ τα μπαλκόνια κοιτάζουν προς τα εκεί. «Σαν ύαινες, μυρίζουν τα σπασμένα κόκαλα, την κατεστραμμένη σάρκα, το μυαλό μου που λέρωσε τα πεντακάθαρα πεζοδρόμια του δήμου και έρχονται να με κατασπαράξουν, ό,τι έχει μείνει από εμένα τουλάχιστον, με τα πεινασμένα τους μάτια. Δεν τους ταΐζουν καλά οι τηλεοράσεις; Εσείς, ψεύτες άνθρωποι, καθόμουν πάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού και κανένας δεν με είδε και τώρα βγάζετε τα κεφάλια σας και κοιτάτε κλείνοντας τα μάτια των παιδιών. Είναι η αλήθεια, αφήστε τα να δουν. Όσο ζούσα δεν υπήρχα και τώρα που πέθανα έγινα διάσημος… Μα είμαι ζωντανός. Ώστε υπάρχει ψυχή. Ελευθερώθηκα από την τυραννία της σάρκας. Είμαι πνεύμα, σκέτη σκέψη, είμαι Άνθρωπος. Κάποιος μου είχε πει πως δυο πράγματα δεν μπορεί να συλλάβει ο νους, το ένα είναι το τίποτα γιατί μόνο που το σκέφτεσαι το έχεις ήδη χάσει και το άλλο είναι το άπειρο. Μου είχε πει πως στο τέλος ένα απʼ τα δυο το μαθαίνει. Ώστε το άπειρο… διάλεξε… ο Θεός; Υπάρχει; Πρέπει, αλλιώς τι είμαι; Δεν ήμασταν μόνοι, αβοήθητοι, ήμασταν στα χέρια Του. Δεν είμαστε ελεύθεροι; Τα ξέρει όλα; Έχω χρόνο για αυτά, θα μάθω.» Κοίταξε τον εαυτό του πάλι. Ήταν ένας ξένος τώρα πια, εντελώς. Άκουγε τις φωνές των ανθρώπων: «Ποιος ήταν;» «Ποιος ξέρει. Κάποιος από εδώ, δεν τον γνώρισα ποτέ, τον καημένο τον άνθρωπο, ποιος ξέρει σε τι κατάσταση ήταν για να κάνει κάτι τόσο ανόητο…» Δεν άντεξε, έσκασε στα γέλια, δυνατά, καθαρά, χυδαία. Κοιτούσε τον εαυτό του και γελούσε, «Φαντασμένοι άνθρωποι, δεν ξέρετε τίποτα. Εγώ είμαι καημένος ή εσύ που δεινοπαθείς, που δουλεύεις, που πεινάς, που διψάς, που πονάς. Γελάω και δε με ακούς, δεν με κρίνεις, είμαι ελεύθερος, δεν υπάρχουν συνέπειες. Βλέπω τον ήλιο τόσο καθαρά από τόσο κοντά και δε παθαίνω τίποτα, μόνο επειδή το θέλω. Είμαι ελεύθερος. Δε φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, μόνο πιστεύω πλέον, πιστεύω στην ελευθερία, πιστεύω στον Θεό.»

 

Έτσι ήρθε το ασθενοφόρο από μέσα βγήκαν δυο γιατροί κουβαλώντας ένα φορείο. Έσπρωξαν τους ανθρώπους που κύκλωναν τα νεκρά σίδερα της σκλαβιάς. Ένας γλίστρησε και έπεσε δίπλα στο κουφάρι. Η μυρωδιά διαπέρασε το σώμα του. Κάθε του κομμάτι του έλεγε να τρέξει να σωθεί. Έτρεμε ο έρημος θνητός. Σύρθηκε απότομα προς τα πίσω σα φίδι που χτύπησε κεραυνός. Οι γιατροί κοίταξαν το πλήθος. Έψαξαν να μάθουν ποιος ήταν. Κανείς δεν τον ήξερε. Ο ένας γιατρός ακούμπησε το πτώμα πάνω στο φορείο και καθώς έβλεπε την άγνοια των ανθρώπων, το πρόσωπό του πήρε στιγμιαία μια παράξενη έκφραση σα να προσπαθούσε να συγκρατήσει ένα θυμό που τον κυρίεψε. Το έργο του πρώτα. Ποιο έργο, ο «καημένος» είχε πεθάνει.

 

Το φορείο έφυγε και αυτός μόνο επειδή το ήθελε το ακολουθούσε. Πήγε στο νοσοκομείο. Το ποιος ήταν μαθεύτηκε από την αστυνομία που έκανε έρευνα στο σπίτι του. Αυτός τους κοιτούσε να ψάχνουν κάθε του γωνιά για να βρουν την ταυτότητα του καθώς έβλεπε και τους άτυχους γιατρούς να εξετάζουν το πτώμα του. «Οι γονείς μου θα ειδοποιήθηκαν, ας πάω να τους δω.» Εκεί ήταν. Ο πατέρας του κρατούσε το ακουστικό ακόμα στα χέρια του. Το πρόσωπο του κατάλευκο, σα χιόνι, τα μάτια του γεμάτα δάκρυα γυάλιζαν. Αυτά είδε και η μητέρα του και ξέσπασε σε λυγμούς. Την έβλεπε καθισμένη στην καρέκλα δίπλα στον άντρα της μαζεμένη σα κουβάρι να φωνάζει και να κλαίει. Ένιωθε τον πόνο της, την αγωνία της. Ήταν η μάνα του. Την πλησίασε. Της χάιδεψε τα μαλλιά, προσπαθώντας να της πει πως είναι εκεί, την προσέχει και αυτή δεν έχει τίποτα να φοβάται, τίποτα να στεναχωριέται. Αυτή σωριασμένη φώναζε. Είχε αρχίσει να χτυπάει μηχανικά το κεφάκι της στο βραχίονα της καρέκλας. Δυνατά, όλο και πιο δυνατά. «Μητέρα, μη φοβάσαι, εδώ είμαι, εδώ θα είμαι για πάντα». Ο πατέρας του μπήκε ανάμεσα τους. Την παρακαλούσε να ηρεμήσει. Κάτι έπρεπε να κάνει. Παιδί τους ήταν. Ακούμπησε τα κεφάλια τους. Συγκεντρώθηκε. Όλη του η σκέψη, αυτή που γύριζε όλο τον κόσμο, αυτή που άκουγε κάθε κραυγή έπεσε σε ένα μόνο πράγμα στο ότι τους αγαπούσε, δε θα τους ξεχνούσε ποτέ. Μπορούσε. Έτσι ξαφνικά τους κοίταξε να γαληνεύουν, να ηρεμούν, σα να τους μιλούσε ο Θεός, σα να κοίταζαν στα μάτια του, τα γεμάτα σοφία. Τον ένιωθαν. Η μητέρα του χαμογέλασε. Τα μάτια της γέμισαν πάλι δάκρυα, αυτή τη φορά χαράς. Το παιδί της ήταν εκεί. Δε φοβόταν πια.

 

Μπορούσε να πετάξει, να περπατήσει, να αγγίξει τα όρια του σύμπαντος (τελικά έμαθε πως το σύμπαν είχε όρια), μπορούσε να ακούσει τους ανθρώπους, να τους δει, να τους νιώσει. Άλλους σαν και αυτόν δε συνάντησε. Περνούσε τη μέρα του, την αιώνια καλοκαιρινή, όμορφη μέρα, εκείνη με τον γαλάζιο ουρανό και τον ζεστό ήλιο που ένιωθε ακόμα να τον αγγίζει, ταξιδεύοντας τον κόσμο, βλέποντας μέρη, ανθρώπους, πολιτισμούς. Βίωνε χιλιάδες ζωές. Σκεφτόταν. Τι όμορφος που ήταν αλήθεια ο κόσμος, ο Θεός ,που ακόμα δεν είχε γνωρίσει –αλλά αυτό δεν τον ανησυχούσε καθόλου–, ήταν πράγματι σοφός. Ευχαριστούσε τον εαυτό του που είχε κάνει εκείνο το βήμα. Αν δεν το είχε κάνει θα ήταν δέσμιος του ακόμα. Θα πονούσε, θα έκλαιγε, θα ποθούσε, θα ήταν ένα ζώο. Τώρα ήταν κάτι παραπάνω. «Τίποτα πιο όμορφο δεν υπάρχει απʼ το να ξέρεις πως κάτι υπάρχει. Τίποτα δεν είναι πιο όμορφο, απʼ τον άνθρωπο.» Το πιο παράξενο ήταν πως είχε αρχίσει να συμπαθεί τους ανθρώπους που κάποτε μισούσε. Έβλεπε τη ζωή τους από άλλα μάτια, από μάτια ξένα, όχι τα δικά του, αυτά που ο ήλιος τύφλωνε. Τους καταλάβαινε τους συγχωρούσε για τα κακά που έκαναν. «Αν ο καθένας μας τα έβλεπε αυτά, αν ο καθένας μας έβλεπε πως είναι η ζωή από τη σκοπιά άλλου δε θα υπήρχε μίσος στον κόσμο. Όλοι θα αγαπούσαν. Ίσως για αυτό μας δόθηκε αυτό που μας δόθηκε. Ίσως και γιʼ αυτό αρχικά να ζούσαμε σα θνητοί, για να δούμε το λάθος μας, την αληθινή μετάνοια έτσι την αποκτάς. Είμαι ένας σκέτος νους, όμως αισθάνομαι πιο πραγματικά από κάθε άνθρωπο, αγαπώ, σέβομαι, χαίρομαι με τις χαρές τους, στεναχωριέμαι με τις λύπες τους. Δεν έχω νευρώνες, κύτταρα και χημικές ουσίες αλλά είμαι πιο ζωντανός από αυτούς που τα πιστεύουν σε αυτά.»

 

 

 

 

 

Τα χρόνια κυλούσαν. Η μέρα ποτέ δεν άλλαζε. Δε ξημέρωνε και δε νύχτωνε. Οι άνθρωποι γερνούσαν, πέθαιναν, έρχονταν άλλοι ζούσαν και αυτοί με τη σειρά τους. Αυτός τους κοιτούσε, τους θαύμαζε. Τους αγαπούσε. Η αγάπη πάντα όμως δε κρατά για πολύ, ή έτσι λένε οι επιστήμονες. «Δε νιώθω τίποτα. Δε μπορώ πλέον. Τα έχω δει όλα. Τα άστρα τα έχω μετρήσει. Άνθρωποι αγαπιούνται, πεθαίνουν, μισούνε, πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ξεχνώ και θυμάμαι, πεθαίνω και ανασταίνομαι μαζί με τον καθένα. Χτες, ή μήπως ήταν αιώνες πριν, πήγα στους τάφους των γονιών μου και θυμήθηκα τότε που τους είδα αγκαλιασμένους. Χρόνια μετά χώρισαν, έφταιγα εγώ. Η ευθύνη του θανάτου μου ήταν το αγαπημένο τους θέμα. Φωνές, στριγκλιές, μίσος. Με είχαν ξεχάσει; Είχαν ξεχάσει το άγγιγμά μου ή μήπως δε το ένιωσαν ποτέ; Εγώ είμαι προικισμένος να μη ξεχνώ. Είμαι παιδί της σκέψης. Κοιτάζω τον ουρανό και σκέφτομαι τα πάντα, μα τίποτα δεν είναι σωστό. Πάντα χάνομαι στα λάθη μου. Όλα ήταν λάθη. Δεν νιώθω την αγαλλίαση των παιδικών μου χρόνων στα μάτια του ήλιου, τις όμορφες σκέψεις μου που έκανα σα παιδί. Τα όνειρά μου, που πάντα θυμόμουν μικρός και τα διηγιόμουν στους γονείς μου που με κοίταζαν με κατάπληξη και χαίρονταν για το παιδί τους. Τα όνειρά μου, που ποτέ δε ξεχνούσα και πάντα τα επιδίωκα. Τα όμορφα μικρά μου χέρια, ανθρώπινα, που γέμιζαν την καρδιά μου με ελπίδα πως θα αλλάξουν. Δεν ελπίζω τίποτα. Χτες, ή χιλιάδες χρόνια πριν (και οι άνθρωποι πλέον δεν υπάρχουν), είδα ένα ζευγάρι να φιλιέται. Θυμήθηκα που κάποτε αυτό το μισούσα· μετά πέθανα και το αγάπησα. Ήταν δώρο του Θεού. Χτες δεν ένιωσα τίποτα. Με ζήλεψα δυο φορές, μια για το μίσος, μια για την αγάπη. Αλλά και η ζήλια μου δεν ήταν ζωντανή, δεν ήταν θυμωμένη. Ήταν ξεθωριασμένη, μια κακοντυμένη γυναίκα που δεν έκανε τίποτα για να με κερδίσει. Αιώνια κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Τόσο καιρό λέω πως είμαι καλύτερος από τους ζωντανούς αλλά δεν παύω να τους κοιτώ, να σκέφτομαι για αυτούς, εγώ ο Άνθρωπος, ανώτερος απʼ όλους, να τους χλευάζω για τη φτωχή τους γνώση αλλά να ψάχνω και εγώ μέσα τους να γεμίσω τη ζωή μου. Είμαι μια σκιά, μια σκοτεινή σκιά στη ζωή του φωτός. Είμαι νεκρός και το συνειδητοποιώ τώρα. Μιλάω για τη σοφία μου αλλά μόλις τώρα έμαθα πως δεν ζω. Είδα το σώμα μου κάτω, κατεστραμμένο, αλλά δε σκέφτηκα, δεν είδα την αλήθεια, έβλεπα τον ήλιο.». Σκέφτεται.

 

«Δεν βλέπω. Δεν βλέπω. Τα πάντα είναι μαύρα. Τα πάντα είναι σκοτεινά, την όμορφη μέρα που διάλεξα να πεθάνω. Την αιωνιότητα. Γιατί; Όλα τα έχω δει και τα μάτια μου δε θέλουν να δουν άλλο. Δεν αντέχουν την επανάληψη. Η ανθρώπινη αλλαγή, τόσο μακριά από εμένα είναι μόνο μια μορφή ανάμεσα σους κόσμους. Για πάντα αμετάβλητη. Για πάντα ξένη. Θέλω να δω; Όχι δε νομίζω. Μόνο φοβάμαι· φοβάμαι το σκοτάδι. Φοβάμαι τα πάντα. Όλα με τρομάζουν. Είναι παντού και με κοιτούν. Με περιγελούν. Δεν έχω νιώσει άνθρωπο εδώ και καιρό. Όλα χάνονται. Όλοι με ξεχνούν. Όλοι με ξεχνούν. Γιατί; Γιατί ποτέ δεν ήμουν κάποιος. Ίσως κάποιος που απλά αυτοκτόνησε. Μόνο αυτό. Δεν με ξέρουν και εγώ δε μπορώ να τους μάθω. Δε τους βλέπω τους φοβάμαι. Φοβάμαι.» Αρχίζει να τρελαίνεται.

 

«Δεν θέλω. Δεν θέλω. Δεν σε θέλω άλλο. Φύγε. Σε ζητώ. Σε χρειάζομαι. Λίγο φαγητό, μια συντροφιά για να μιλήσω, να σε σβήσω. Νύχτα. Σε θέλω. Ύπνε, γλυκέ αιώνιε, βασιλιά της σκιάς, σκιά είμαι και εγώ, πάρε μου. Σε θέλω. Σβήσε τις σκέψεις που αιώνια γεμίζουν το μυαλό μου. Σε παρακαλώ. Πάρτες μακριά. Πόσες φορές το έχω σκεφτεί αυτό; Δεκάδες; Χιλιάδες; Αυτή είναι η πρώτη; Δεν ξέρω πια. Δε θέλω. Ελπίζω τα πάντα. Ελπίζω να με πάρει ο ύπνος, να σβήσει το αιώνιο φως, ο γαλάζιος ουρανός να συννεφιάσει, να γίνει μαύρος. Ελπίζω να βρέξει. Εύχομαι να είχα πεθάνει με βροχή. Θα είχα τουλάχιστον την θύμηση κάποιου όμορφου πράγματος που τώρα μισώ. Ελπίζω να χαθούν οι σκέψεις. Να νεκρωθούν. Ελπίζω να νιώσω τους ανθρώπους ξανά, τα τιποτένια αυτά σκουλήκια, τα μηδενικά. Ελπίζω να τα ξαναδώ. Πόσους αιώνες; Πόσους αιώνες ελπίζω; Έλα ύπνε. Έλα. Ελπίζω να μη ξεχάσω ποτέ το νανούρισμα της μάνας μου. Μου την θυμίζει. Το ξέχασα κιόλας; Γιατί; Είμαι παιδί της σκέψης. Δεν ξεχνώ. Ελπίζω να ξυπνήσω και να βλέπω ένα όνειρο. Χάθηκε η ελπίδα; Όχι. Ελπίζω τα πάντα.» Το τέλος;

 

«Δεν πιστεύω τίποτα. Τίποτα. Τίποτα. Δεν υπάρχει θεός. Δεν γίνεται να υπάρχει θεός. Δεν γίνεται. Δεν γίνεται να είναι τόσο άσπλαχνος. Δεν γίνεται. Δεν υπάρχεις. Αλλιώς είναι ο μεγαλύτερος σαδιστής του σύμπαντος, ο χειρότερος απ’ όλους. Χειρότερος απ’ τον χειρότερο άνθρωπο, χειρότερος και από εμένα. Σε μισώ. Αν υπάρχεις. Δε γίνεται να υπάρχεις. Αν υπάρχεις σταμάτα να παίζεις με τις μαριονέτες σου, σταμάτα. Ελπίζω να υπάρχεις, φοβάμαι πως υπάρχεις, δεν πιστεύω πως υπάρχεις. Δεν μπορώ. Δε γίνεται να είσαι τόσο μοχθηρός, τόσο κακός, τόσο μισητός που παίζεις μαζί μου. Γιατί; Σα και εμένα είσαι; Με κοιτάς; Γελάς μαζί μου; Με ζηλεύεις; Όπως εγώ τους ανθρώπους. Τους κοιτούσα. Τους κοιτώ. Θα τους κοιτώ. Γιατί; Γιατί σκέφτομαι; Δε θέλω. Θέλω να κουραστώ, να κοιμηθώ. Δε θέλω το άπειρο, αυτό ποτέ δε θα το έχω γνωρίσει. Θέλω το τίποτα με ακούς; Θέλω το τίποτα!» Όμως κανείς δεν τον ακούει, μόνο εγώ.

Edited by Nienna
Link to comment
Share on other sites

Θα μπορούσε άνετα να μπει στις ιστορίες Φαντασίας ή Τρόμου.

Γενικά, αν δεν υπήρχε η λέξη "σαδίστας" (σαδιστής είναι) θα μου είχε κάνει τρομερή εντήπωση, δεδομένου του ότι είσαι αρχάριος.

Παρουσιάζεις ωραία τις σκέψεις και αρκετά καλά δομημένα την ιστορία, αν και μου άφησε την εντύπωση ότι κάτι έλειπε, χωρίς όμως να μπορώ να προσδιορίσω το τί. Είναι όμως αρκετά καλή δουλειά.

Link to comment
Share on other sites

Κι εγω για το σαδιστας εχω μια ενσταση.Χτυπα καπως ασχημα.

 

Επισης εχεις ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ παραγραφους.Βεβαια κι ο Λαβκραφτ ειχε αλλα εκει ψιλοδικαιολογουνταν.Εσυ θα μπορουσες να τις χωρισεις μια χαρα.

 

Ναι,ειναι καλη δουλεια,οκ.Αλλα δεν ξερω...βρισκω το υφος κουραστικο.Ισως φταινε καποιες μικρες προτασεις οπου επαναλαμβανονται οι ιδιες λεξεις-φρασεις για να δοθει εμφαση.

Επισης ενταξει,το πιανουμε το νοημα αλλα αν λες τα ιδια και τα ιδια με αλλα λογια καπου θα βαρεθει ο αναγνωστης.

 

Τουλαχιστον βγαζει ενα "κοσμικο" στοιχειο οπως μου αρεσει να λεω που το θεωρω καλο.

Link to comment
Share on other sites

Αν θέλετε μεταφέρετέ το (όπου πιστεύετε πως ταιριάζει καλύτερα). Όσο για τις παραγράφους νομίζω πως οι νοηματικές ενότητες είναι αυτές οπότε δε μπορώ να το χωρίσω σε μικρότερες.

 

Μια παράκληση, αν μπορεί κάποιος mod (ή admin) να κάνει μια επεξεργασία, στην τρίτη σειρά από το τέλος "Σαν και εμένα είσαι;" να σβήσει το κόμμα που έχει μετά και (κυρίως) στην προτελευταία σειρά μετά το "Γιατί σκέφτομαι" η τελεία να γίνει ερωτηματικό.

Link to comment
Share on other sites

Οι διορθωσεις εγιναν.

 

Παντως αυτο με τις παραγραφους...ελα τωρα που δεν μπορεις!Οι παραγραφοι μπορουν να σπαζουν πιο ευκολα απο οτι ενωνονται.Και εδω εχεις υπερβολικα μεγαλες.Σε συνδυασμο με το οτι ειναι βαρυ κειμενο,ο αναγνωστης αγκομαχα σαν βαρυφορτωμενο παπακι που ανεβαινει βουνο.

Σκεψου οτι οι 20 σειρες εδω ειναι...πανω απο 40 σε χαρτι ετσι;Εχεις δει πολλα βιβλια να το κανουν αυτο;Προσωπικα μονο το "Η περιπτωση του Τσαρλς Ντεξτερ Γουορντ" μου ερχεται στο μυαλο αλλα ειναι διαφορετικη περιπτωση.Βιβλιο με σχεδον καθολου διαλογο δεν μοιαζει και πολυ με λογοτεχνια,ε?

Η παραγραφος δεν ειναι μονο νοηματικη ενοτητα.Ειναι και για να δινει αερα στο κειμενο.

Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Δεν ξέρω πως μου είχε ξεφύγει αυτό εδώ. Είναι πολύ όμορφη ιστορία. Άκρως ανατριχαστική θα έλεγα :)

 

Εκτός από εκείνη τη λεξούλα την άσχημη, θα ήθελε λίγη ακόμη προσοχή στα επίθετα. Σίγουρα η παραγραφοποίηση ... δεν είναι παραγραφοποίηση. Τα χωρίσματα δηλαδή υπάρχουν μόνο για να μην σκάσει το παπάκι πριν να φτάσει την κορυφή του λόφου :p Οι παράγραφοι είναι ένα μόνο από τα εργαλεία σου. Όμως κάνουν πολλές δουλειές ταυτόχρονα. Μία είναι πως δίνουν αέρα στο κείμενο όπως λέει κι ο Heiron επάνω. Μία άλλη (και πολύ βασική) είναι ότι σου πλάθουν το ρυθμό του κειμένου. Όσο μικρές και να είναι οι φράσεις σου δεν το τρέχουν το κείμενο αν δεν τις ακολουθούν οι παράγραφοι. Πολλές μικρές φράσεις μέσα σε μία τεράστια παράγραφο δίνουν την αίσθηση παραλληρήματος (αυτό το ξέρεις καλά ;) ) Μεγάλες φράσεις σε μικρές παραγράφους κυλάνε σαν φθινοπωρινός χείμαρρος. Παίξε αν θες λιγάκι με αυτά, δες τα οπτικά και διάβαζε τα με διαφορετικούς τρόπους.

 

Επίσης, τα πρόσωπα. "Εσύ"(το "εγώ" του κειμένου, ναι?) είσαι ο παντογνώστης και ο άλλος είναι ο άλλος που το ζει. Δύο χαρακτήρες τελικά (όπως καταλήγει κι αφηγητής είναι χαρακτήρας). Πρέπει να τους παίζεις και τους δύο γράφοντας. Αλλιώς να τα λέει ο ένας αλλιώς ο άλλος. Ειδικά όταν έχεις έναν αφηγητή κι έναν ήρωα.

 

Ακόμη, αυτό που του "λείπει" υποθέτω πως είναι το γεγονός πως στους τελευταίους μονολόγους το τραβάς λιγάκι παραπάνω από όσο χρειάζεται κι έτσι η κορύφωση του κειμένου γίνεται πολύ νωρίς. Θα μπορούσες να κάνεις λίγη οικονομία σε κάποια σημεία, όμως, εντάξει, δε θεωρώ πως είναι απόλυτα αντικειμενικό αυτό εδώ που σου λέω οπότε δε θα το αναλύσω παραπάνω.

 

Από άποψη δομής είναι ότι καλύτερο δικό σου έχω διαβάσει μέχρι στιγμής. Έχει πίσω του υποθέτω πολύ περισσότερη δουλειά από τα άλλα και του φαίνεται. Επίσης, είναι γραμμένο σε ένα ύφος που επειδή δεν έχω καλύτερη λέξη για αυτό αυτή τη στιγμή θα το πω λυρικό. Ξεκινάς με αυτό, το κρατάς και το τραβάς αρκετά στους μονολόγούς του και τελικά το φτάνεις στο τέλος πολύ πολύ ωραία. Δε σου ξεφεύγει πουθενά πέρα από τα κάποια επίθετα που είναι σε θέσεις που δε θα έπρεπε. Είναι γενικότερα μια καλή δουλειά.

 

 

Υ.Γ. Ελπίζω πως δε σε έχω κουράσει σήμερα (από χτες τελοσπάντων) είχα διάθεση και μου αρέσουν οι ιδέες σου. :)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..