Nihilio Posted October 3, 2006 Share Posted October 3, 2006 Όνομα Συγγραφέα: Είδος: ηρωική φαντασία τρόμου Βία; Ναι Σεξ; Ναι, άλλα όχι περιγραφικό Αριθμός Λέξεων: ; Αυτοτελής; Οχι. Το πρώτο από 4 μέρη Σχόλια: Επειδή δεν έχω κάνει έλεγχο στο κομμάτι αυτό μην επικεντρωθείτε σε τυχόν μικρολαθάκια στην ορθογραφία ή τη σύνταξη, θα τα φροντίσω μόλις κάνω κανονική διόρθωση. -------- Τα ποιήματα του Ιουλίου Κέστερ είναι πραγματικά μια ανεπανόρθωτη προσβολή προς την ίδια την τέχνη της ποίησης: μακάβριες, αποτροπιαστικές αγριότητες, απευθυνόμενες προς τα κατώτερα ένστικτα του ανθρώπου. Οι φυλλάδες με έργα του, που κατά καιρούς κυκλοφορούν και στην πόλη μας, θα έπρεπε να καταστρέφονται και οι εκδότες τους να φυλακίζονται χωρίς δεύτερη σκέψη, για το καλό όλων μας -Από άρθρο του "Πρωινού Ντελάλη" του Λάχαντρος 1 Λύκε, λύκε, πλάσμα ξένο Και για αίμα διψασμένο Μες στη νύχτα στο σκοτάδι Περιμένεις το ζαρκάδι Ο Ιούλιος Κέστερ μόλις είχε παραδώσει το τελευταίο έργο του στον εκδότη του και μετρούσε την αμοιβή του, που δεν ήταν καθόλου άσχημη, δεδομένου ότι με οχτώ στίχους που είχε γράψει θα μπορούσε να βγάλει άνετα την μισή εβδομάδα. Ας ήταν καλά η "Αλήθεια", που στο Σηματιανό φύλο της ήθελε να εκδίδει και από ένα ποίημα του για την τέρψη των αναγνωστών της και μάλιστα τον πλήρωνε παραπάνω από ικανοποιητικά για τον κόπο του αυτό. Η εβδομαδιαία αυτή έκδοση τον έκανε παράλληλα ένα είδος διασημότητας, όχι μόνο στην πόλη της Μετάρα, στην οποία και εκδιδόταν η εφημερίδα, αλλά και σε όλη τη γύρω περιοχή, έτσι είχε την ευκαιρία να συμπληρώνει το εισόδημά του με έμμετρες επιγραφές σε ταφόπλακες, διαφημίσεις, ερωτικές εξομολογήσεις εύπορων νεαρών και ανάγνωση ποιημάτων σε δημόσιες εκδηλώσεις, ενώ πρόσφατα είχε κλείσει μια συμφωνία για την έκδοση των καλύτερων ποιημάτων του σε μια σειρά από ποιητικές συλλογές που θα κυκλοφορούσαν σε όλο το βορειοανατολικό Άμορακ και ίσως έφταναν μέχρι και τις μεγάλες πόλης της Λαμόρκ. Δεν μπορούσε παρά να είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του και με την τέχνη του, αφού εξασφάλιζε ότι χρειαζόταν για να ζήσει μια ευχάριστη ζωή: χρήματα, την εκτίμηση των γύρω του και γυναικεία συντροφιά. Το τελευταίο του ειδύλλιο τον περίμενε εδώ και κάμποση ώρα και ήδη είχε αργήσει αρκετά. Ξεκίνησε λοιπόν να περπατάει βιαστικά προς τον καφενέ «Η ωραία θέα», τον τόπο συνάντησής τους. Οι φαρδιοί δρόμοι της ορεινής πόλης ήταν σχεδόν άδειοι, κάτι που χαροποιούσε ιδιαίτερα τον βιαστικό ποιητή, που, παρά τα εικοσιπέντε του χρόνια λαχάνιαζε και μόνο που περπατούσε γρήγορα. Πρέπει να ξαναρχίσω τους περιπάτους, σκέφτηκε, και να σταματήσω να καπνίζω τόσο. Η ανηφορική λεωφόρος έφτανε στο τέλος της και ο ξέπνοος άντρας έπρεπε να στρίψει αριστερά στον κάθετο δρόμο που οδηγούσε στον καφενέ στην άκρη της πλαγιάς. Το μάτι του έπεσε για μια στιγμή σε μια νεαρή κοπέλα, αναμφίβολα ένα από τα μπουμπούκια της καλής κοινωνίας, ξανθιά, γαλανομάτα, με ροδαλό δέρμα, στις αρχές της εφηβείας της, ένα από τα λουλούδια που θα προσπαθούσε να ‘μυρίσει’ στα επόμενα χρόνια. Ήδη, στίχοι που θα εξέφραζαν τον θαυμασμό του προς το πρόσωπό της άρχισαν να ανθίζουν στο μυαλό του, στίχοι τόσο ωραίοι που για λίγο έπαψε να προσέχει το περιβάλλον του. Ούτε που κατάλαβε πότε ο γέρος έπεσε πάνω του. Είχε μόλις στρίψει στην κάθετο, όταν ο κατάλευκος άντρας, τρεκλίζοντας και ασθμαίνοντας, συγκρούστηκε μαζί του. Ο Ιούλιος απλά πισωπάτησε έκπληκτος και λίγο ενοχλημένος που κάποιος διέκοψε τον ειρμό των σκέψεών του, ο ηλικιωμένος άντρας όμως σωριάστηκε στο έδαφος και παρέμεινε ακίνητος, βγάζοντας αφρούς από το στόμα του. Ο Ιούλιος, βλέποντάς τον πεσμένο ανάσκελά δεν μπόρεσε παρά να τον πλησιάσει και να σταθεί από πάνω του: ο άντρας ήταν σίγουρα πάνω από εξήντα, με λευκά ακούρευτα μαλλιά, κατάλευκο δέρμα, πιο άσπρο ακόμα και από το πολύ ανοιχτό δέρμα των ιθαγενών, με βαθιές ρυτίδες χαραγμένες στο γερασμένο πρόσωπό του. Τα ρούχα του ήταν παλιά και φθαρμένα. Δίπλα του ήταν πεσμένο το ραβδί του, ένα ίσιο κομμάτι ξύλο λίγο μακρύτερο από ενάμισι μέτρο. Από το στόμα του έτρεχαν αφροί, ενώ σπασμοί τάραζαν το ταλαιπωρημένο κορμί του. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο άντρας αυτός θα πέθαινε μέσα στη μέση του δρόμου. Ο Ιούλιος, συνεπαρμένος σχεδόν από το θέαμα, γονάτισε πάνω από τον άντρα και προσπάθησε να του ανασηκώσει το κεφάλι, όπως είχε μάθει ότι έπρεπε να κάνει σε παρόμοιες περιπτώσεις από τον γιατρό πατέρα του. Τότε το βλέμμα του συνάντησε το μάτι του γέρου. Ένα μάτι με γαλανή ίριδά, γραμμή σχεδόν που περιέβαλε τη διασταλμένη κόρη. Μια ίριδα που ξαφνικά αποκαλύφθηκε σε μια τελευταία συστολή, μια μηχανική κίνηση μιας ψυχής που έβλεπε τον Άγγελο του Θανάτου να έρχεται να την πάρει. Και έπειτα ο Ιούλιος έμεινε να κοιτάζει το γυάλινο βλέμμα του νεκρού άντρα. Η εικόνα του ματιού του άντρα συνέχιζε να στριφογυρνά στο μυαλό του Ιουλίου, καθώς έμπαινε στο πέτρινο κτήριο στο οποίο είχε κανονίσει να συναντηθεί με την Ισμέλλα Ντάρνιχ, την γοητευτική μικρότερη κόρη του μεγαλέμπορου γουναρικών Αλφρέδου Ντάρνιχ. Έσπρωξε την φαρδιά ξύλινη πόρτα και μπήκε μέσα βιαστικός: είχε αργήσει κοντά μισή ώρα και το γνώριζε πολύ καλά. Η Ισμέλλα θα ήταν έξαλλη μαζί του. Βαδίζοντας γρήγορα πάνω στο ξύλινο πάτωμα κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι, όπου περίμενε ότι θα συναντούσε την συνοδό του. «Μάταια θα βγεις,» του είπε η Γιούνα, η σερβιτόρα του μαγαζιού και κόρη του ιδιοκτήτη, «η λεγάμενη έφυγε πριν πέντε λεπτά.» Όχι ρε γαμώτο! Σκέφτηκε ο Ιούλιος σε ένα ξέσπασμα καθαρά πεζού, μη δημοσιεύσιμου λόγου. «Και είπε να μην κάνεις καν τον κόπο να της απολογηθείς,» συνέχισε η κοπέλα. «Και αν θες την γνώμη μου φαινόταν έξαλλη,» συμπλήρωσε. «Έναν καφέ. Σκέτο. Με μια γερή δόση κονιάκ,» παρήγγειλε ο Ιούλιος. «Τι έγινε;» τον ρώτησε η σερβιτόρα, «δεν νομίζω να σε πείραξε τόσο πολύ η απάντηση της πριγκίπισσας.» Ο Ιούλιος κοίταξε τα ανοιχτά γαλανά μάτια της κοπέλας. «Είδα έναν άντρα να πεθαίνει,» είπε ξέπνοα. «Ωχ,» απάντησε η Γιούνα, σφίγγοντας το χέρι του νεαρού ποιητή, «δεν το ήξερα ότι… μα καλά, τι έγινε;» Ο Ιούλιος της αφηγήθηκε. Τέσσερις ώρες αργότερα ο Ιούλιος κοιμόταν δίπλα στην Γιούνα. Υπήρχαν δύο ειδών οικογένειες ιθαγενών στο Άμορακ: αυτές που είχαν προσαρμοστεί στα έθιμα των αποίκων από την ανατολή, που οι γονείς παντρεύονταν και έκαναν παιδιά τα οποία με τη σειρά τους παντρεύονταν και έκαναν κι άλλα παιδιά, και αυτές που είχαν παραμείνει στα παλιά τους έθιμα, σύμφωνα με τα οποία κανείς δεν παντρευόταν με κανένα, απλά οι άνθρωποι ζευγάρωναν με όποιον επιθυμούσαν και τα παιδιά ήταν ευθύνη ενός από τους δύο γονείς. Η Γιούνα ανήκε στον δεύτερο τύπο οικογένειας και δεν ήταν η πρώτη φορά που πλάγιαζε με τον Ιούλιο. Γνωρίζονταν κοντά δέκα χρόνια και τουλάχιστον τα μισά από αυτά είχαν υπάρξει και εραστές, όταν κανένας από τους δύο δεν είχε στραμμένο το ενδιαφέρον του σε κάποιο άλλο ειδύλλιο. Ήταν εμφανίσιμη κοπέλα, με μακριά ξανθά μαλλιά, λίγο πιο σκούρα από το συνηθισμένο ξανθό της φυλής της, αλλά το κατάλευκο δέρμα της δεν επέτρεπε σε κανένα να την μπερδέψει με άποικο. Το πρόσωπό της ήταν στρογγυλό και το σώμα της καλοσχηματισμένο, αλλά δεν θα μπορούσε κανείς να την πει καλλονή, όπως για παράδειγμα τις δύο ετεροθαλείς αδερφές της που ήταν περιζήτητες. Κάτω από τα σκεπάσματα, το κορμί της αγκάλιαζε το κορμί του ποιητή. Ο λύκος περπατούσε στο δάσος. Κρυβόταν πίσω από θάμνους, περνούσε ανάμεσα στα δέντρα, οσμιζόταν τον αέρα, ακολουθούσε από απόσταση το θήραμα του. Ο Ιούλιος γύρισε στο άλλο του πλευρό. Το θήραμα στεκόταν δίπλα στο ποτάμι. Αμέριμνο έπινε νερό, αγνοώντας ότι ο κυνηγός το πλησίαζε. Οι βαριές πατούσες του χάιδευαν το αφράτο από τη βροχή έδαφος, όσο αυτός ερπόταν προς το παχύ ζαρκάδι. Ο Ιούλιος άλλαξε ξανά πλευρό, πλησιάζοντας ταυτόχρονα προς την μισοξύπνια Γιούνα. Ο κυνηγός ήταν πλέον κοντά στο θήραμα. Με ένα άλμα πήδηξε προς το μέρος του, χτυπώντας τον σβέρκο του με τις βαριές πατούσες του. Ο Ιούλιος πλησίασε το πρόσωπό του στον λαιμό της Γιούνα. Ο λύκος έχωσε τα δόντια του στον λαιμό του ζαρκαδιού. Ο Ιούλιος, ακόμα κοιμισμένος, δάγκωσε τον λαιμό της ερωμένης του. Ζεστό αίμα κύλησε από την κομμένη καρωτίδα του ζώου, αίμα που χύθηκε άφθονο στο χώμα, που έτρεξε καυτό στο λαιμό του λύκου. Η Γιούνα, ξυπνώντας από το δάγκωμα, έσπρωξε ξαφνιασμένη τον Ιούλιο. Ο λύκος κατάπιε λαίμαργα το κρέας που έκοψε με τα σουβλερά δόντια του με την πρώτη δαγκωματιά. Ο Ιούλιος ξύπνησε από το σπρώξιμο. «Άλλη φορά πρώτα θα με ξυπνάς και μετά θα αρχίζεις τα παιχνιδάκια,» του είπε τάχα αυστηρά η Γιούνα. «Τι…;» γρύλισε αγουροξυπνημένος ο άντρας. «Πρώτα θες παιχνιδάκια και μετά κάνεις τον ανήξερο;» είπε η Γιούνα. «Δεν περνάνε αυτά σε εμένα, κύριος.» Όμως ο Ιούλιος ήξερε πολύ καλά ότι δεν ήθελε παιχνιδάκια. Ένιωθε ακόμα στο στόμα του τη γεύση του αίματος, του αίματος στο στόμα του λύκου από το όνειρό του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienna Posted October 3, 2006 Share Posted October 3, 2006 Έι, αυτό μ' άρεσε. Μ' άρεσε γιατί δεν μπορώ να το τοποθετήσω σε μια εποχή στο μυαλό μου, δεν μπορώ να το βάλω σε κουτάκι με τη μία, έχεις φτιάξει κάτι δικό σου. Μ' άρεσαν και τα ονόματα, και το στιλ, και το κομμάτι με το όνειρο. Περιμένω συνέχεια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted October 3, 2006 Author Share Posted October 3, 2006 Ευχαριστώ Νιέννα, απλά γνώριζε ότι έχει άλλα 3 μέρη στα οποία μπαίνουν σταδιακά τα κουτάκια και οι άλλες τρεις στροφές του ποιήματος. Θα κάτσω να τις γράψω κούτσα κούτσα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Isis Posted October 3, 2006 Share Posted October 3, 2006 Πρόσεξε λίγο τη γλώσσα, χτένισέ τη. Απλούστατο (εώς και γελοίο) παράδειγμα: ξαφνικά περιγράφεις μια "ξανθιά". Μιλάς για μια κοπέλα της "καλής κοινωνίας", την αποκαλείς μπουμπούκι, ακούω το "ξανθιά" χωρίς άλλη περιγραφή ή λεπτομέρεις, για το στύλ της, το βάδισμά της, την αύρα της στο χώρο, και σκέφτομαι μια ρηχή χαζο-αμερικάνα. Περιέγραψέ τη λίγο πιο γλυκά, για να με κάνεις κι εμένα σαν αναγνώστη να δω τη διαφορά της και πως ξεχωρίζει από τις άλλες κοπέλες της κοινωνικής ζωής της εποχής. Δώσε λίγο ατμόσφαιρα μέσα από τις λέξεις. Μη μας τα λές όλα σα να γράφεις επεξηγήσεις, κάντο λίγο πιο μυστηριώδες. Εμπλούτισέ το. Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να είναι τουλάχιστον διπλάσιο σε μέγεθος χωρίς να γίνεται βαρετό ή να επαναλαμβάνεσαι. Έχεις μια ιδέα, δούλεψέ τη λίγο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted October 3, 2006 Author Share Posted October 3, 2006 Πρόσεξε λίγο τη γλώσσα, χτένισέ τη. Απλούστατο (εώς και γελοίο) παράδειγμα: ξαφνικά περιγράφεις μια "ξανθιά". Μιλάς για μια κοπέλα της "καλής κοινωνίας", την αποκαλείς μπουμπούκι, ακούω το "ξανθιά" χωρίς άλλη περιγραφή ή λεπτομέρεις, για το στύλ της, το βάδισμά της, την αύρα της στο χώρο, και σκέφτομαι μια ρηχή χαζο-αμερικάνα. Περιέγραψέ τη λίγο πιο γλυκά, για να με κάνεις κι εμένα σαν αναγνώστη να δω τη διαφορά της και πως ξεχωρίζει από τις άλλες κοπέλες της κοινωνικής ζωής της εποχής. Δώσε λίγο ατμόσφαιρα μέσα από τις λέξεις. Μη μας τα λές όλα σα να γράφεις επεξηγήσεις, κάντο λίγο πιο μυστηριώδες. Εμπλούτισέ το. Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να είναι τουλάχιστον διπλάσιο σε μέγεθος χωρίς να γίνεται βαρετό ή να επαναλαμβάνεσαι. Έχεις μια ιδέα, δούλεψέ τη λίγο. To αστείο είναι ότι είναι κάτι αντίστοιχο με αμερικάνα η κοπελιά, άρα μάλλον πετυχαίνω τον στόχο μου , και είναι εντελώς δευτερεύον πρόσωπο στην ιστορία, άρα η αναφορά εξυπηρετεί κάποιον άλλο σκοπό πέρα από το να την περιγράψω. Και έχει και συνέχεια, αυτό είναι μόνο η εισαγωγή. Θα είναι όλη η ιστορία τουλάχιστον τετραπλάσια σε μέγεθος, φτάνει να κάτσω να γράψω τα επόμενα τρία κεφάλαια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Isis Posted October 4, 2006 Share Posted October 4, 2006 Πουφ...Δεν πετυχαίνεις κανένα στόχο! Είσαι ενοχλητικά λιτός! Η κοπέλα ήταν ένας δευτερεύων χαρακτήρας κι ένα απλό παράδειγμα. Μην εστιάζεις στο παράδειγμα, θεώρησε το σχόλιό μου σα γενικότερη ένδειξη του τι εισπράττω! Μου δίνεις τελευταία την αίσθηση ότι γράφεις απλά για να παράγεις! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted October 4, 2006 Author Share Posted October 4, 2006 Μα πάντα γράφω για να "παράγω" ιστορίες. Αν περιμένεις από εμένα να ξεγυμνώσω τον εσωτερικό μου κόσμο σε ένα κείμενο ή να ψάξω να βρω τις μεγάλες αλήθειες του σύμπαντος, μάταια διαβάζεις τα όσα γράφω: γράφω ιστορίες που θα ήθελα να διαβάσω και όχι για να εκφραστώ. Για την ακρίβεια τα περισσότερα κείμενα αυτοέκφρασης τα βρίσκω αφόρητα βαρετά. ΥΓ: Πάντα χωρίς να θέλω να γίνω επιθετικός τα παραπάνω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
RaspK Posted October 4, 2006 Share Posted October 4, 2006 Αυτό που φοβάμαι πως εννοεί η Isis είναι ότι το κάνεις μεν αυτό, αλλά χωρίς να βάλεις ένα κομμάτι της ψυχής σου μέσα τους - και χωρίς κάτι τέτοιο, το κείμενο παραμένει άψυχο. Τα σα εκ των σων, υποθέτω... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted October 4, 2006 Share Posted October 4, 2006 Θα μπορούσε κάποιος να μου εξηγήσει επακριβώς τι σημαίνει ένα άψυχο κείμενο? Κατανοώ βέβαια τον υποκειμενισμό ενός αναγνώστη, εξ άλλου όλες οι απόψεις είναι υποκειμενικές, εκτός αν κάποιος κάνει μια κριτική/συγκριτική ανάλυση ενός βιβλίου, μια διατριβή ίσως, που και πάλι η αντικειμενικότητα αμφιβητείται. Θα ήθελα για μια ακόμα φορά να σας παραπέμψω στο τόπικ περί κριτικής και ειδικότερα στο ιδιαιτέρως καλογραμμένο σχόλιο του Vikar. http://community.sff.gr/index.php?showtopic=5109 Για μένα το κείμενο του Νιχίλιο είναι η αρχή μιας ιστορίας φαντασίας που δεν υποκρίνεται πως είναι κάτι περισσότερο ή λιγότερο από μια ιστορία φαντασίας, που εν δυνάμει θα διασκεδάσει τους αναγνώστες της. Δεν είναι ούτε προσωπική εξομολόγηση, ούτε ψυχόδραμα, ούτε φιλοσοφικό δοκίμιο υπό μορφή ιστορίας. Είναι ένα λογοτέχνημα, ένα πεζό κείμενο, μια διήγηση. Αν κάποιος θέλει να βρει βαθύτερα νοήματα ίσως να υπάρχουν, ίσως και όχι. Δεν είναι όμως αυτό το ζητούμενο άρα η σύγκριση του κειμένου του με τέτοιους όρους και τέτοια κριτήρια είναι άτοπη και πιθανά και άδικη, κατά τη δική μου γνώμη. Εννοείται φυσικά πως μια "σκληρή" κριτική ειναι θεμιτή, αλλά θα πρέπει να είναι μέσα στα πλαίσια του είδους της ιστορίας και όχι σε σύγκριση με κάτι που η ιστορία απλά *δεν* είναι. Δεν θα κρίνω τον Λουτσιάνο Παβαρόττι με τους όρους της Άντζελας Δημητρίου, ούτε και το ανάποδο φυσικά. :tongue: Εννοώ πως όταν διαβάζω μια ιστορία την κρίνω σύμφωνα με προσωπικά μου γούστα φυσικά. Αν δεν είναι του προσωπικού μου γούστου το είδος της ιστορίας, τότε είναι αρκετά πιθανό να μην τη διαβάσω γιατί δεν θα έχω να πω και τίποτα το επιβοηθητικό στο συγραφέα. Yποθέτοντας λοιπόν πως μου αρέσει κατ'αρχήν το είδος στο οποίο γράφει ο Nihilio και το στυλ στο οποίο γράφει, για να κρίνω την ιστορία του θα πρέπει να έχω αποφασίσει για το πόσο καλή ή κακή είναι σύμφωνη με κάμποσους παράγοντες. Όπως: Θέμα, πλοκή, χαρακτήρες, περιγραφές, γλώσσα/λεξιλόγιο, πρωτοτυπία, ρυθμός, αποκορυφώματα και "κοιλιές", κοσμοπλασία, ονόματα χαρακτήρων και τοπωνύμια (δικό μου κόλλημα αυτό), γενικότερη φιλοσοφία της ιστορίας και πιθανά και μηνύματα τα οποία εμπεριέχει, τεχνικά θέματα όπως ορθογραφία και παραγραφοποίηση, σύγκριση με άλλες ιστορίες του ίδιου συγγραφέα, σύγκριση σε μεγαλύτερο πλαίσιο με άλλους συγγραφείς κλπ κλπ κλπ. Όλα αυτά βέβαια δεν είναι μια λίστα στην οποία τσεκάρω και βαθμολογώ σαν να είμαι δάσκαλος σε σχολείο, τα περισσότερα γίνονται αυτόματα όσο διαβάζω την ιστορία. Και ναι, τελικά υπάρχει και η "γεύση" που μου αφήνει στο τέλος, αλλά αυτός είναι μόνο ένας παράγοντας. Μάλιστα προσωπικά κάνω και την εξής ερώτηση στον εαυτό μου όταν έχω τελειώσει την ανάγνωση: "Θα αγόραζα ένα βιβλίο που θα περιείχε αυτή την ιστορία, που θα *ήταν* αυτή η ιστορία?" Αν η απάντηση είναι ναι - και δεν είναι ούτε σπάνια, ούτε συνήθης η καταφατική απάντηση - τότε σημαίνει πως η ιστορία πραγματικά μου άρεσε!! Για την ιστορία του Nihilio τώρα. Καλά στοιχεία: Κοσμοπλασία, ονόματα, πλοκή, αποκορυφώματα, περιγραφές, characterization (το συγκεκριμένο σημείο με την ξανθιά μου άρεσε γιατί έδειξε σαφώς την οπτική γωνία του πρωταγωνιστή. Επιφανειακή και ρηχή η περιγραφή γιατί *έτσι έπρεπε να είναι* για το χαρακτήρα) Καλά στοιχεία τα οποία θα επιδέχονταν διορθώσεων: Γλώσσα και λεξιλόγιο καλό που θα μπορούσε όμως να ήταν πολύ πιο δυνατό και πλούσιο χωρίς αυτή την αισθηση καθημερινότητας που ναι μεν χρησιμοποιεί συχνά ο Nihilio σαν build up προς ένα αποκορύφωμα όπου η ψευδαίσθηση του "συνήθους και γνώριμου" αντικαθίσταται ξαφνικά από μια χαοτικότερη κατάσταση και από κει ξεκινά η ιστορία, αλλά την χρησιμοποιεί πολύ συχνά και μερικές φορές άκοπα, κάνοντας μερικά σημεία σε ιστορίες του να δίνουν την εντύπωση του "αυτό κάπου το έχω ξαναδιάβασει". Κακά στοιχεία τώρα: Εκτός από κάτι ψιλοτεχνικά που ήδη τα ξέρει και ο ίδιος δεν μπορώ να βρω κάτι κακό, κυρίως γιατί η ιστορία δεν είναι ολοκληρωμένη. Όταν την ολοκληρώσει θα μπορέσω σίγουρα να την κρίνω με όλους τους παραπάνω παράγοντες και μεταβλητές που ανέφερα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
RaspK Posted October 4, 2006 Share Posted October 4, 2006 (edited) Να σημειώσω πως δε μετέφερα την άποψή μου για το κείμενο, αλλά το τι πιστεύω ότι εννοούσε η Isis - μια φράση που θα έβαζα σε κάθε κείμενο που μοιάζει σε κάθε κείμενο που, ανεξαρτήτως τεχνικής αρτιότητας, δε δίνει τίποτα δικό του συγγραφέα. Συγγνώμη, αν μη τι άλλο, επειδή δεν έχω κρίνει ακόμα το κείμενο, περιμένοντας την ολοκλήρωσή του. Edited October 4, 2006 by RaspK FOG Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted October 4, 2006 Share Posted October 4, 2006 Δε μου αρεσε καθολου.Δεν ειχε συναισθημα,δεν ηταν η ρομαντικη ιστορια του καλου εκκεντρικου.Χα,αστειευομαι.Μου αρεσε,κι ας ειναι η τυπικη νιχιλιοιστορια. Περα απο το σχολιο,δεν εχω να κανω σημαντικη κριτικη πριν δω την πληρη ιστορια.Εκτος αν ειναι πολυ μεγαλη γιατι βαριεμαι ξερεις. Η ξανθια ειναι κομπαρσος μεχρι τωρα.Κι εξαλλου ειναι μια νεοεφηβη γκομενιτσα,σιγα τα ωα.Το σκηνικο με τον γερο δεν το καταλαβα.Επισης στο τελος μοιαζει απλα να χουζουρευει κι οχι να κοιμαται.Οποτε ειναι λιγο ξεκαρφωτα τα λογια σε πλαγια γραφη. Ενταξει το στυλ γραφης κτλ μια χαρα ειναι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Isis Posted October 4, 2006 Share Posted October 4, 2006 Εννοούσα ακριβώς αυτό που κατάλαβε ο RaspK. Για μένα, δηλαδή, δεν υπάρχει το προσωπικό στοιχείο του συγγραφέα στα κείμενά σου. Είναι flat και δε μπορώ να καταλάλω αν τα έγραψες εσύ η κάποιος άλλος. Κι ένα αντιπαράδειγμα: τα κείμενα του Μελδόκιου! Δεν έχουν ρομαντισμούς και ιστορίες από βραζιλιάνικη σαπουνόπερα, είναι πάντα λιτά στις περιγραφές αλλά πάντα μα πάντα με καθηλώνουν γιατί δεν είναι η απλή περιγραφή του συμβάντος αλλά και μια εκ των έσω προσέγγιση! Όλα αυτά όμως ισχύουν για μένα. Δε μπορώ να δω την ιστορία αντικειμενικά ίσως! Dain μου, εγώ απλά λέω τι θα περίμενα σαν αναγνώστης να δω για να μου αρέσει! Σε εμένα όμως, όχι σε όλο τον κόσμο! Άρα η άποψή μου είναι υποκειμενική κι ο Μιχάλης μπορεί κάλλιστα να πει "δε με νοιάζει αν αρέσει στη Στέλλα, εμένα μου αρέσει"! Δε θα διαφωνούσα ποτέ με αυτό! Δεν είμαι άδικη σε όσα λέω, απλά έχω άποψη ως αναγνώστης ως προς το να μη μου αρέσουν τα πάντα (όχι τα ζωάκια που είναι υπο προστασία, τα άλλα ) αλλά ορισμένα κείμενα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Υ.Γ. Έλα ρε Μιχ μεταξύ μας τώρα, σοβαρέψου! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted October 4, 2006 Share Posted October 4, 2006 Μπορεί να χαμουρεύεται με αυτόν τον τρόπο ένας λύκος; Μπορεί ο κύριος ποιητής (στην πυρά με τα γραπτά του!!!) να είναι ο ίδιος λύκος; Μπορεί να μου πει κανείς πότε θα βγούν τα άλλα τρία μέρη για να κάνω μια ολοκληρωμένη κριτική; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted October 4, 2006 Author Share Posted October 4, 2006 Σοβαρός είμαι Στέλλα. Ναι, κατάλαβα τη σύγκριση με τον Μελδόκιο, αλλά αυτός γράφει διαφορετικά από εμένα. Αν ήθελα να γράψω έτσι θα δεχόμουν την σύγκριση αυτή, όταν όμως συγκρίνεις πορτοκάλια με σοκολάτες, επειδή και τα δύο είναι φαγώσιμα, δεν βοηθάς. Ο Dain έχει δίκιο πχ όταν λέει για "άλλη μια από τα ίδια", επειδή αυτό ακριβώς συμβαίνει: ηρεμία πριν την καταιγίδα, κάτι που το χρησιμοποιώ υπερβολικά πολύ και που είναι στοιχείο του συγγραφικού στυλ μου. Αλλά το να αποζητάς μεταλογοτεχνικά στοιχεία σε ένα λογοτεχνικό κείμενο ("Είναι flat και δε μπορώ να καταλάλω αν τα έγραψες εσύ η κάποιος άλλος.") αυτομάτως οδηγεί κάπου αλλού. Δεν θέλεις πια να διαβάσεις την ιστορία, αλλά τον συγγραφέα, μια μεγάλη παγίδα στην οποία μπορεί να πέσει ο αναγνώστης και για την οποία θα μπορούσαμε να κάνουμε ξεχωριστό θέμα. Κοινώς εμένα διαβάζεις και το πώς γράφω, απλά όταν γράφω κλειδώνω το εγώ μου στην ντουλάπα και αφοσιώνομαι στο κείμενο, αφήνοντάς το που και που να μου ψιθυρίσει μερικά inside jokes τα οποία κρύβω επιμελώς ανάμεσα σε φαινομενικά άσχετα στοιχεία. Σοβαρά πάντα. Μπορεί να μου πει κανείς πότε θα βγούν τα άλλα τρία μέρη για να κάνω μια ολοκληρωμένη κριτική; Μόλις γραφούν. Μπορεί και την επόμενη εβδομάδα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
RaspK Posted October 4, 2006 Share Posted October 4, 2006 Για να μην μπερδευόμαστε, άλλο πράγμα η μεταλογοτεχνία (metafiction) και τα μεταλογοτεχνικά στοιχεία με αυτό - μην τα μπερδεύουμε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted October 18, 2006 Author Share Posted October 18, 2006 (edited) Είδος: φαντασία Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:1726 (αυτό το κεφάλαιο) Αυτοτελής; Οχι, 2ο από τα 4 Σχόλια: 10 περίπου χρόνια πριν το Φλεγόμενο Στέμμα για όσους έχουν απορίες για θέματα συνέχειας ----------- 2 Λύκε, λύκε με άγρια μάτια Όπως τα περήφανα άτια Τριγυρνάς μες στα σοκάκια Ψάχνοντας μωρά παιδάκια Ο νεαρός άντρας δεν μπορούσε παρά να απολαμβάνει την θέα της ορεινής πόλης στην οποία τον έφερε το ταξίδι του. Μέχρι να φτάσει στον προορισμό του ανυπομονούσε να φτάσει στην διεύθυνση που του είχαν δώσει, τώρα όμως τα βήματά του είχαν γίνει αισθητά πιο αργά, καθώς τα μάτια του ταξίδευαν στην απέραντη πεδιάδα που απλωνόταν δυτικά του όρους Μάντλετ, μιας πεδιάδας που σύντομα θα ταξίδευε, έτσι ώστε να ολοκληρώσει το έργο για το οποίο είχε έρθει στην ήπειρο αυτή. Η Μετάρα ήταν μια προσωρινή στάση, έτσι ώστε να ερευνήσει κάποια υπόθεση που του ανατέθηκε από τον εδώ εκδότη του Ιερώνυμου. Με μια νωχελική κίνηση έβγαλε από το γκρίζο παλτό του το χαρτί με τη διεύθυνση του ατόμου που έψαχνε. Αλφρέδος Κέστερ, Ιατρός, Οδός Λάντρικ 25. Βρισκόταν στον σωστό δρόμο, τρία μόλις σπίτια πριν τον προορισμό του. Το σπίτι που έψαχνε ήταν ένα μικρό λευκό κτήριο, χτισμένο με πέτρα, απλό αλλά σίγουρα όχι φτωχικό, όπως εξάλλου και κανένα από τα σπίτια του δρόμου αυτού. Με την αυτοπεποίθηση που τον χαρακτήριζε διέσχισε γρήγορα την απόσταση και ένα λεπτό αργότερα χτυπούσε την πόρτα. Ο γιατρός Κέστερ άνοιξε την πόρτα του και αντίκρισε τον νεαρό άντρα να στέκεται στο κατώφλι του. Φαινόταν ένας αρκετά συμπαθής νεαρός, ήταν δεν ήταν είκοσι ετών, ντυμένος στα ολόγκριζα, καμπαρτίνα, παντελόνι, πουκάμισο, καπέλο και κρατώντας στο χέρι του μια επίσης γκρίζα βαλίτσα. «Χαίρετε,» του είπε ο γιατρός, «πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;» «Χαίρετε,» απάντησε ο νεαρός, «Με έστειλε ο κύριος Μάιζεν για να σας βοηθήσω με μια υπόθεση που σας απασχολεί.» Ο γιατρός Κέστερ απόρησε, βλέποντας τον νεαρό. Σίγουρα περίμενε ο βιβλιοπώλης του να του έστελνε κάποιον μεγαλύτερο. Πώς θα μπορούσε αυτός ο νεαρός να τον βοηθήσει; «Παρακαλώ πολύ, περάστε,» του είπε ο γιατρός, οδηγώντας τον στο καθιστικό του. Το τζάκι έκαιγε και η χαμηλή φωτιά του έσπαγε την ψύχρα του φθινοπωρινού απογεύματος. Ο ξένος έκατσε σε μια πολυθρόνα και ο γιατρός απέναντί του. «Θέλετε να πιείτε τίποτα, κύριε…;» ρώτησε ο γιατρός. «Μπρόντλεϋ. Αύγουστος Μπρόντλεϋ,» συστήθηκε ο νεαρός, «και λίγο νερό αρκεί.» «Μπρόντλεϋ ε;» αποκρίθηκε ο γιατρός Κέστερ εντυπωσιασμένος, «καμία σχέση με τον-» «Γιος του,» απάντησε ο Αύγουστος. «Τιμή μου που σας έχω στο σπίτι μου τότε κύριε Μπρόντλεϋ. Ο πατέρας σας είναι ένας εξαίρετος συγγραφέας, τα βιβλία του οποίου είναι διαφωτιστικότατα για τον κόσμο και… καταλαβαίνετε.» «Φυσικά,» αποκρίθηκε ο νεαρός, «δεν γνώριζα ότι είστε μελετητής.» «Έχω προσεγγίσει θεωρητικά μόνο το αντικείμενο. Για αυτό χρειάζομαι κάποιον με πιο… εφαρμοσμένη προσέγγιση.» Ο νεαρός του έριξε ένα πονηρό χαμόγελο. «Σας καταλαβαίνω,» του είπε, «θα μπορούσατε παρακαλώ να μου αναλύσετε το πρόβλημά που σας απασχολεί;» Ο γιατρός παρατήρησε προσεχτικά την έκφραση του νεαρού. Τριάντα χρόνια στο επάγγελμα του και κοντά άλλα τόσα πριν αρχίσει να το ασκεί του είχαν δώσει το ταλέντο να ζυγιάζει τους ανθρώπους. Και ο νεαρός που στεκόταν απέναντί του, του ενέπνεε αρκετή εμπιστοσύνη για να του αναθέσει την υπόθεση που τον απασχολούσε. Στα μάτια του έβλεπε εξυπνάδα και ίσως και πονηριά, αλλά μαζί και εντιμότητα. Πίστευε ότι θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Σιωπηλός, πήγε μέχρι την κουζίνα, έβγαλε από ένα ντουλάπι ένα από τα καλά κρυστάλλινα ποτήρια, το γέμισε με νερό από την κανάτα που βρισκόταν δίπλα στο νεροχύτη, γέμισε και το δικό του ποτήρι και του το έφερε. «Ξέρετε κύριε Μπρόντλεϋ,» είπε στο νεαρό πίνοντας μια γουλιά από το ποτήρι του, «πολύ φοβάμαι ότι ο γιος μου έχει καταληφθεί από κάποιο πνεύμα…» Και σαν θωρώ σε αγαπημένη, Σβήνω σαν τη σκιά την ώρα που χαράζει. Κι όταν το χέρι σου ακουμπώ, Λύκος που την αγνότητα κατασπαράζει. «Λοιπόν; Πώς σου φαίνεται;» ρώτησε ο Ιούλιος την Γιούνα. «Θες την αλήθεια;» τον ρώτησε εκείνη, πλένοντας ένα ποτήρι. «Τόσο χάλια, ε;» «Όχι,» του αποκρίθηκε η κοπέλα, «απλά πρέπει να ηρεμήσεις. Όλο για λύκους γράφεις.» «Δεν μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου,» της απάντησε ο άντρας, με τον πόνο χαραγμένο στο πρόσωπό του. «Δεν μπορείς να καταλάβεις πώς είναι.» «Αλήθεια,» τον ρώτησε, «αυτός που θα φέρει ο πατέρας σου θα μπορέσει να κάνει τίποτα;» «Κανένας τσαρλατάνος θα είναι,» απάντησε περιφρονητικά ο Ιούλιος, «κανένας γέρος ιθαγενής που θα μιλάει σε πνεύματα» «Και τι σε κάν-» ξεκίνησε να λέει θυμωμένα η Γιούνα, αλλά σταμάτησε. «Πελάτης,» του εξήγησε ψιθυριστά. Ο νεαρός που μπήκε στον καφενέ έβγαλε το παλτό του και το καπέλο του και έκατσε αμίλητος σε ένα τραπέζι. «Μισό λεπτό να πάω να πάρω παραγγελία στον ξένο» του είπε η Γιούνα σκύβοντας πάνω από τον πάγκο. «Πού το ξέρεις;» την ρώτησε ο Ιούλιος. «Αν ήταν ντόπιος θα τον είχα προσέξει,» του είπε εκείνη με ένα πονηρό χαμόγελο και τον άφησε να κοιτάζει τον τοίχο πίσω της, ενώ εκείνη πήγαινε να πάρει την παραγγελία. Μα καλά, τί του βρήκε, αναρωτήθηκε ο Ιούλιος, βλέποντας τον ξένο. Ήταν νεαρός, σίγουρα μικρότερός του, με καστανά μαλλιά, ηλιοκαμένο δέρμα, όχι ιδιαίτερα ψηλός και ούτε ιδιαίτερα γεροδεμένος, μάλλον λιγνό θα τον χαρακτήριζε. Όσο για τα ρούχα του, αυτά ήταν απλά και επιλεγμένα με εμφανέστατο 'γούστο' και 'φαντασία', έτσι γκρίζα που ήταν όλα τους. «Καλησπέρα σας κύριε,» είπε ευγενικά στον άντρα η Γιούνα, «τι θα πάρετε;» «Έναν καφέ,» απάντησε ο άντρας, με μια εμφανώς ξενική προφορά. «Αλήθεια,» συνέχισε, «ξέρετε πού μπορώ να βρω τον κύριο Ιούλιο Κέστερ; Έμαθα ότι συχνάζει εδώ.» «Εγώ είμαι αυτός που ψάχνετε, κύριε» του είπε αμέσως ο Ιούλιος και σηκώθηκε από το κάθισμά του. «Χαίρω πολύ,» απάντησε ο άντρας, «ονομάζομαι Αύγουστος Μπρόντλεϋ και θα ήθελα να σας μιλήσω για κάποιο θέμα που σας απασχολεί.» Το όνομα κάτι θύμιζε στον Ιούλιο, μάλλον κάποιον από τους συγγραφείς των περίεργων βιβλίων που διάβαζε ο πατέρας του, αλλά δεν έκατσε να το σκεφτεί περισσότερο. «Μιλήστε ελεύθερα,» είπε στον άντρα, «η Γιούνα γνωρίζει την υπόθεση μας.» «Χαίρω πολύ,» είπε ο Αύγουστος στη Γιούνα με μια ελαφρά υπόκλιση που εκείνη ανταπέδωσε με ένα ζεστό χαμόγελο. Ο Ιούλιος έκατσε στο τραπέζι του νεαρού και τον κοίταζε αμήχανα, περιμένοντάς τον άλλο άντρα να αρχίσει την συζήτηση. «Συζήτησα με τον πατέρα σας,» ξεκίνησε ο Αύγουστος, «και οφείλω να ομολογήσω ότι η περίπτωσή σας είναι ιδιότυπη, θα άξιζε όμως να μελετηθεί.» Ο Ιούλιος ένιωσε την ανάγκη να γελάσει, αλλά την τελευταία στιγμή συγκράτησε τον εαυτό του. Μα καλά, γιατί μιλάει σα να πρόκειται για επιστημονική έρευνα, αναρωτήθηκε. Αρκέστηκε μόνο να ρωτήσει πώς θα μπορούσε να βοηθήσει. «Πότε ξεκινήσατε να βλέπετε αυτά τα όνειρα;» ρώτησε ο άντρας. «Πριν από ένα μήνα περίπου,» απάντησε ο Ιούλιος. «Πόσο συχνά είχατε τα όνειρα αυτά;» «Αρχικά κάθε τρεις-τέσσερις ημέρες. Μέχρι πριν από δεκαπέντε ημέρες, οπότε και έγιναν σχεδόν καθημερινά.» «Το όνειρο με τον ξυλοκόπο ήταν πριν οχτώ μέρες, έτσι δεν είναι;» ξαναρώτησε ο Αύγουστος. «Μάλιστα,» απάντησε ο Ιούλιος, εξετάζοντας το πρόσωπο του συνομιλητή του. Φαινόταν πραγματικά προβληματισμένος. «Και είδατε τον λύκο να κόβει το χέρι του ξυλοκόπου;» «Ναι, ακριβώς όπως και στην πραγματικότητα,» απάντησε ο Ιούλιος, καθώς η θύμηση του έφερνε ανατριχίλες. Ακόμα δεν είχαν σβήσει από το μυαλό του ούτε οι εφιαλτικές εικόνες του ονείρου, ούτε η επιβεβαίωσή τους, βλέποντας το πρόσωπο από το όνειρό του να σφαδάζει με σάρκα και οστά στο ιατρείο του πατέρα του. «Καταλαβαίνω ότι το θέμα σας ταράζει,» του είπε ο Αύγουστος, «οπότε θα συζητήσουμε περισσότερο πάνω στο θέμα αργότερα, αφού κάνω πρώτα περαιτέρω έρευνα.» Εκείνη τη στιγμή έφτασε η Γιούνα με μια κούπα αχνιστό καφέ. Ο ξένος ήπιε μια γουλιά και σχολίασε: «Υπέροχος καφές. Ελπίζω να μου φτιάξετε αρκετό για να περάσω το βράδυ, παρακολουθώντας τον φίλο σας ενώ κοιμάται.» Και οι δύο συνομιλητές του τον κοίταξαν παραξενεμένοι και τον άφησαν στο τραπέζι του, ενώ επέστρεψαν στον πάγκο. «Αλήθεια, τι το ιδιαίτερο του βρίσκεις;» ψιθύρισε ο Ιούλιος στο αυτί της Γιούνα όταν έφτασαν εκεί. «Είναι ο τρόπος που περπατάει, το κόψιμό του. Ξέρεις ότι μου αρέσουν οι άντρες που έχουν ιστορίες. Εσύ μου αρέσεις επειδή τις γράφεις. Αυτός όμως… αυτός τις ζει.» Η Γιούνα άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου με μια κανάτα γεμάτη με ζεστό καφέ. Στο κέντρο του δωματίου ο Ιούλιος κοιμόταν πάνω σε ένα στρώμα, γύρω από το οποίο ήταν ζωγραφισμένα στο πάτωμα μια σειρά από σύμβολα, με κυρίαρχο έναν πελώριο κύκλο στο κέντρο του οποίου βρισκόταν. Στο πάτωμα, δίπλα στις τέσσερις γωνίες του στρώματος, έκαιγαν τέσσερα καντήλια, κάθε ένα και από ένα διαφορετικό μείγμα θυμιαμάτων και βοτάνων, ενώ και στους τέσσερις τοίχους είχε ζωγραφιστεί ένας πολύπλοκος συνδιασμός από τρίγωνα. Και σε μια καρέκλα στη γωνία καθόταν ο νεαρός μάγος (γιατί όσους ευφημισμούς κι αν είχαν χρησιμοποιήσει όλο το απόγευμα, ο Αύγουστος στην πραγματικότητα παρέμενε μάγος) παρακολουθούσε τον φίλο της να αναπνέει βαριά, βυθισμένος στον ύπνο που του προκάλεσε το φάρμακο που του έδωσε να πιει ο γιατρός πατέρας του. «Πώς είναι;» ρώτησε τον Αύγουστο, που ακίνητος παρακολουθούσε τον κύκλο. «Μέχρι στιγμής καλά,» αποκρίθηκε εκείνος, δίχως όμως να τραβήξει το βλέμμα του από την κοιμισμένη μορφή. «Ευχαριστώ για τον καφέ, άσ’ τον δίπλα μου και πήγαινε να κοιμηθείς.» Η Γιούνα έκανε αυτό που της είπε και βγήκε από το δωμάτιο εκνευρισμένη. Την ενοχλούσε αφάνταστα να την αγνοούν, ιδίως με τον τρόπο που το έκανε ο νεαρός πριν λίγο. Θα μπορούσε τουλάχιστον να είχε τραβήξει το βλέμμα του από τον κύκλο για μια στιγμή για να την ευχαριστήσει. Για μια στιγμή σκέφτηκε να βροντήξει την πόρτα πίσω της. Όμως συγκράτησε την παρόρμησή της αυτή, ακούγοντας τον Ιούλιο να μουρμουρίζει κάτι στον ύπνο του. Το σοκάκι ήταν υγρό, κρύο, αφιλόξενο. Ο Κυνηγός βάδιζε αγέρωχος στο βασίλειο του Εχθρού, ενώ κανείς δεν τον ενοχλούσε. Ο αέρας ήταν αποπνιχτικά γεμάτος με το άρωμα των θηραμάτων του, κι ας μην υπήρχε κανένα από αυτά στο διάβα του. Είχε γευτεί το αίμα τους πρόσφατα και ήξερε ότι ήθελε κι άλλο, ότι είχε φτιαχτεί για την γλυκεία γεύση του, για το τρυφερό κρέας από το οποίο αυτό προήλθε. Ναι, ένιωθε την ανάγκη να γεμίσει το στομάχι του με το κρέας του εχθρού. Ένιωθε το σάλιο να γεμίζει το στόμα του κάνοντας την προσμονή του ακόμα πιο έντονη. Στην επόμενη στροφή το άρωμα του εχθρού χτύπησε τα ρουθούνια του ακόμα πιο έντονα και ήξερε το γιατί: στο έδαφος, έξω από μια από τις ξύλινες φωλιές που έφτιαχνε ο εχθρός, δίπλα ακριβώς στην είσοδό της, ένας από αυτούς ήταν ξαπλωμένος. Η μάλλον ένα από τα μικρά κουτάβια του εχθρού, μόνο και ανυπεράσπιστο στον κρύο αέρα της νύχτας, με το ροδαλό, άτριχο δέρμα του εχθρού να έχει πάρει ένα μελανό χρώμα. Ο κυνηγός το πλησίασε και με τη μουσούδα του το κούνησε. Το κουτάβι άρχισε να αλυχτάει, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον κυνηγό να το αρπάξει με τα δόντια του και να χαθεί όσο πιο γρήγορα γινόταν, πριν τα αλυχτίσματα ξυπνήσουν την υπόλοιπη αγέλη των εχθρών. Edited October 18, 2006 by Nihilio Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted October 18, 2006 Share Posted October 18, 2006 Οκ, μπορώ επίσημα να πώ ότι μόλις το καφρίλεψες κατα μονάδα Μπρόντλει. Περιμένω την συνέχεια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienna Posted October 18, 2006 Share Posted October 18, 2006 (edited) Ah, it's getting better, a lot better. Μ' αρέσει αυτό, μ' αρέσει το setting, έχει αυτή την βικτωριανότητα. :tongue: [Έχεις κάτι λάθη στη στίξη, δες το λίγο.] Edited October 18, 2006 by Nienna Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted October 24, 2006 Share Posted October 24, 2006 (edited) Ένα έχω να σου πω, έπεσα να κοιμηθώ και έβλεπα λύκους να μου δαγκώνουνε το λαρύγγι κι όταν άνοιγα τα μάτια μου είχανε φύγει. Βάζε μια προειδοποίηση ρε παιδάκι μου, ένα κάτι να λέει «Επικίνδυνο υλικό, μην το διαβάσετε βράδυ!» όπως έλεγαν οι ανατριχίλες ένα πράγμα. Τέλοσπάντων, πέρα από την πλάκα, είναι μια ιστορία με τα όλα της. Γραμμένη όπως ακριβώς την περίμενα από σένα, δυνατή, με μυστήριο ανάμεικτο με παραφυσικό τρόμο, σωστές δόσεις από κάθε συστατικό, και αυτή τη φορά έναν περίεργο λυκάνθρωπο που έρχεται να συμπληρώσει τη συλλογή με τα τέρατά σου. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι τα ονόματά σου πλέον έχουν αρχίσει να μου αρέσουν (ελπίζω θυμάσαι πόσο τα μισούσα) κι ότι χάρηκα πολύ που στο 2ο κεφάλαιο μπήκε κι ο Αύγουστος στο παιχνίδι. Ελπίζω πως τον επόμενο ήρωα δε θα τον λένε Ιούνιο (για να τελειώνουμε με τους καλοκαιρινούς να πιάσουμε τους χειμωνιάτικους) έτσι? Ο Αύγουστος Μπρόντλεϋ είναι ο ίδιος Αύγουστος, ναι? Απλά λιγάκι μεγαλύτερος και λιγάκι πιο σοφός. Μάλιστα εκεί που λέει ο Ιούλιος «Καμία σχέση με...», μα να έχω ακριβώς την ίδια απορία!? Και προς στιγμήν δεν είχα καταλάβει, νόμιζα πως είναι ο Αύγουστος ο γιος του άλλου Αύγουστου, αλλά μετά βρήκα κι εκείνο για το βιβλίο και διαλευκάνθηκαν όλα. Έχει αρχίσει να μου αρέσει πολύ αυτός ο ήρωας. Επί του θέματος έχω να σου πω πως μέχρι και τα μισά του τρίτου κεφαλαίου πάει εξαιρετικά καλά. Αλλάζεις κεφάλαια με εξαιρετική χάρη, όπως άλλωστε κάνεις γενικά, μας τραβάς από τη μύτη να συνεχίσουμε να διαβάζουμε και μας φρικάρεις επαρκώς. Από τη μέση του τρίτου και μετά, αν και δε μπορώ να σου πω ακόμα και πολλά από άποψη δομής, το τρενάρεις λιγάκι το θέμα με το μυστήριο και μας βγάζεις λίγο από την πλοκή. Αν σκοπεύεις να την κάνεις αρκετά μεγάλη μπορεί να είναι μια χαρά, όμως αν σκοπεύεις να τη λήξεις στο επόμενο κεφάλαιο (όπως έχεις ήδη πει) νομίζω είναι αρκετούτσικο, του κάνει λίγο κοιλιά, κι ίσως και να θέλει κάτι ανάμεσα για να συνεχίσουμε να μην αναπνέουμε όπως συμβαίνει με τα προηγούμενα. Όπως σου έχω ξαναπεί και στο φλεγόμενο στέμμα, περιμένω με αγωνία εκείνη την παράγραφο όπου η περιγραφή η δικιά σου θα υπερισχύσει της φαντασίας μου. Αυτό είναι και το μόνο μειονέκτημα που βρίσκω γενικά στον συγκεκριμένο κόσμο, το ότι δε «βλέπω» τα μέρη ενώ διαισθάνομαι πως εσύ τα έχεις δει από τις περιγραφές. Πάμε για το επόμενο. edit: "Σχόλια: 10 περίπου χρόνια πριν το Φλεγόμενο Στέμμα για όσους έχουν απορίες για θέματα συνέχειας" τώρα το είδα αυτό. μα δε μπορεί, είναι πιο μεγάλος, ξέρει καλύτερα Edited October 24, 2006 by Nienor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted October 24, 2006 Author Share Posted October 24, 2006 Με τιμάς με την κριτική σου. Μερικές απαντήσεις: Ελπίζω πως τον επόμενο ήρωα δε θα τον λένε Ιούνιο (για να τελειώνουμε με τους καλοκαιρινούς να πιάσουμε τους χειμωνιάτικους) έτσι? Γιούνα ;) Ο Αύγουστος Μπρόντλεϋ είναι ο ίδιος Αύγουστος, ναι? Απλά λιγάκι μεγαλύτερος και λιγάκι πιο σοφός. Μάλιστα εκεί που λέει ο Ιούλιος «Καμία σχέση με...», μα να έχω ακριβώς την ίδια απορία!? Και προς στιγμήν δεν είχα καταλάβει, νόμιζα πως είναι ο Αύγουστος ο γιος του άλλου Αύγουστου, αλλά μετά βρήκα κι εκείνο για το βιβλίο και διαλευκάνθηκαν όλα. Έχει αρχίσει να μου αρέσει πολύ αυτός ο ήρωας. 10 χρόνια μικρότερος είναι και αρκετά πιο ψαρωμένος. Για αυτό είναι και μαζεμένος και πάει by the book. Ο γνωστός είναι ο θετός πατέρας του, ο Ιερώνυμος Μπρόντλεϋ. Όπως σου έχω ξαναπεί και στο φλεγόμενο στέμμα, περιμένω με αγωνία εκείνη την παράγραφο όπου η περιγραφή η δικιά σου θα υπερισχύσει της φαντασίας μου. Αυτό είναι και το μόνο μειονέκτημα που βρίσκω γενικά στον συγκεκριμένο κόσμο, το ότι δε «βλέπω» τα μέρη ενώ διαισθάνομαι πως εσύ τα έχεις δει από τις περιγραφές. Καταλαβαίνω τι λες, απλά δεν μπορώ να περιγράψω ως Μιχάλης τον κόσμο. Τον βλέπω σαν μια "κάμερα" που κυκλοφορεί μέσα σε αυτόν. Αν αρχίσω να εξηγώ τις διαφορές και τις ομοιότητες θα χάσει πολύ το κείμενο. Πχ δεν μπορώ να πω: "ουσιαστικά οι ηθαγενείς είναι ινδιάνοι, απλά έχουν όλοι κατάλευκο δέρμα", ούτε "σκεφτείτε Ν. Αγγλία του 1700" ;) Απλά έτσι μου βγαίνει η αφήγηση και ίσως παραξενεύει κόσμο που νομίζει κάτι άλλο... Πάμε για το επόμενο. Φυσικά. Εξάλλου έχεις διαβάσει το μισό τρίτο κεφάλαιο και σύντομα όλα θα αρχίσουν να εξηγούνται σχετικά με τον λυκάνθρωπο και τα όνειρα (και ίσως η όλη σκηνή στο βιβλιοπωλείο να έπρεπε να βγει, δεν είμαι ακόμα σίγουρος αν έχει νόημα όπως μου βγαίνει η συνέχεια...) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted October 30, 2006 Author Share Posted October 30, 2006 Είδος: ηρωική φαντασία, τρόμος Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:2833 Αυτοτελής; Όχι, 3ο μέρος (από τα 4) Σχόλια: Ναι, είναι όσο τα δύο πρώτα μαζί, αλλά υπομονή, το τελευταίο θα βγει μικρότερο. 3 Λύκε λύκε γιος σου είμαι Και στα πόδια εμπρός σου κείμαι Κτήνος στην καρδιά ανθρώπου Φόβητρο αυτού του τόπου «Δηλαδή αν κατάλαβα καλά ένας λύκος κατέβηκε ως εδώ και άρπαξε το μωρό;» ρώτησε ο χοντρός αστυνόμος την υπεύθυνη του ορφανοτροφείου. «Μάλιστα, κύριε αστυνόμε,» του απάντησε η ψηλόλιγνη γυναίκα, φανερά αναστατωμένη. «Δεν είναι σπάνιο βλέπετε να αφήνει κάποιος ένα ανεπιθύμητο μωρό στα σκαλοπάτια μας». «Και το χθεσινό μωρό δεν το καταλάβατε ότι ήταν στα σκαλοπάτια σας;» ρώτησε ο αστυνόμος, ενώ ο ξερακιανός συνάδελφός του προσπαθούσε να συγκρατήσει τους περίεργους που είχαν κατακλύσει τη σκηνή του εγκλήματος. «Μόνο όταν άρχισε να κλαίει, αλλά τότε ήταν ήδη αργά,» απάντησε κατάχλομη η γυναίκα. «Και τι κάνατε μόλις ακούσατε το κλάμα;» ρώτησε ο αστυνόμος, μελετώντας ταυτόχρονα με σπουδή τις σημειώσεις του. «Έτρεξα στην πόρτα να δω τι γίνεται, και είδα το Τέρας.» «Το Τέρας;» απόρησε ο αστυνόμος. «Το Τέρας;» άρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους οι περαστικοί. «Ναι, το Τέρας,» απάντησε η γυναίκα. «Στο όνομα του Δημιουργού κύριε αστυνόμε, ήταν ένας λύκος μεγάλος σαν άνθρωπος.» Στο άκουσμα όλων αυτών το πλήθος άρχισε να ψιθυρίζει ακατάπαυστα. «Είναι δαίμονας σας λέω,» είπε ένας κοντόχοντρος μεσήλικας. «Σκοτεινή μαγεία,» μουρμούρισε μια γριά. «Ένα θηρίο από τα βουνά είναι, μην είστε δεισιδαίμονες,» είπε δυνατά ένας ψηλός άντρας με γυαλιά. «Πρέπει να φωνάξουμε έναν κυνηγό μαγισσών,» είπαν δύο-τρία άτομα και οι πιο πολλοί φάνηκαν να συμφωνούν. «Εσείς τι νομίζετε κύριε Μπρόντλεϋ;» ρώτησε ο Ιούλιος, περπατώντας πάνω-κάτω και καπνίζοντας νευρικά την πίπα του. Ο μάγος, με το βλέμμα του καρφωμένο στο σημείο που βρισκόταν το μωρό, απάντησε μόνο με ένα «όχι τώρα, σε λίγο.» «Μα-» πήγε να διαμαρτυρηθεί ο ποιητής, αλλά ο Αύγουστος τον έκοψε. «Πρέπει να είμαστε προσεχτικοί,» του είπε και συνέχισε να κοιτάει τον δρόμο. «Μα, μπορεί-» «Δεν μπορεί, αυτό σας το διαβεβαιώνω, και αυτό κάνει την υπόθεσή μας ακόμα πιο μπερδεμένη.» Δέκα λεπτά αργότερα βρίσκονταν σε ένα γωνιακό τραπέζι στην ‘Ωραία θέα’ και, σκυμμένοι πάνω από μια κούπα καφέ ο καθένας, μιλούσαν χαμηλόφωνα. «Σας το λέω, είδα ακριβώς εκείνο το δρόμο μέσα από τα μάτια του πλάσματος. Το είδα να αρπάζει το μωρό και να το κουβαλάει μακριά. Το ένιωθα να κινείται μέσα στα δόντια μου- του. Στα δόντια του ήθελα να πω.» Ο Ιούλιος ήταν ταραγμένος, κάτωχρος, φοβισμένος και του έλειπε ύπνος. Ο Αύγουστος απέναντί του ήταν σε κάπως καλύτερη κατάσταση, αλλά σίγουρα κι αυτός κουρασμένος από το βράδυ που πέρασε άγρυπνος. «Ακούστε κύριε Κέστερ, δύο πιθανά σενάρια είχα στο μυαλό μου. Είτε ότι κάτι μπαίνει μέσα σας και σας οδηγεί να συμπεριφέρεστε ως λύκος, κάτι που απορρίπτεται αφού δεν κινηθήκατε στιγμή χθες, είτε ότι κάτι είναι μέσα σας και βγαίνει τα βράδια για να επιτεθεί σε ζώα και ανθρώπους, κάτι που επίσης απορρίπτεται, επειδή δεν πρόσεξα κάποια πνευματική παρουσία στον κύκλο.» «Άρα τι μου συμβαίνει;» ρώτησε ο Ιούλιος. «Αυτό είναι το πρόβλημα, δε γνωρίζω. Θα πρέπει να καταφύγω σε τοπικές πηγές μήπως και καταλάβω κάτι.» «Μα τον άγιο Ντάργκον!» καταράστηκε ο Ιούλιος, αλλά ο Αύγουστος τον διέκοψε. «Δε θα το πήγαινα τόσο μακριά. Τα βιβλιοπωλεία της πόλης θα έψαχνα.» «Δηλαδή θα μπορούσατε να απευθυνθείτε στον τοπικό Άγιο;» ρώτησε με δέος τον μάγο. «Φυσικά,» απάντησε αδιάφορα εκείνος, «αλλά χρειάζεται ολόκληρο τελετουργικό και συχνά οι Άγιοι τρέφουν ψευδαισθήσεις μεγαλείου και είναι μπελάς το να σου κάνουν κάποια χάρη.» Ο Ιούλιος είχε μείνει άφωνος. «Δηλαδή μου λέτε ότι μπορείτε να μιλήσετε με έναν Άγιο;» είπε τελικά έκπληκτος. «Το έχω κάνει μερικές φορές τα τελευταία χρόνια, αλλά καμία φορά δεν ήταν για καλό.» «Κάποια στιγμή, όταν με το καλό όλα αυτά τελειώσουν, θα μου τα διηγηθείτε,» είπε τελικά ο Ιούλιος. «Ξέρετε μήπως βιβλιοπωλεία που να πουλάνε βιβλία για το απόκρυφο;» τον ρώτησε ο μάγος, επιστρέφοντας στο θέμα τους. «Όχι από όσο ξέρω, κανένα από τα τρία βιβλιοπωλεία της πόλης μας δεν έχει τέτοια βιβλία,» διαμαρτυρήθηκε ο Ιούλιος. «Πάντα υπάρχει ένα βιβλιοπωλείο που να πουλάει τέτοια βιβλία σε κάθε πόλη,» του απάντησε ο μάγος, «πρέπει μόνο να το βρούμε.» «Γεια σας,» είπε με ένα πλατύ χαμόγελο ο Αύγουστος στον νεαρό βιβλιοπώλη, «θα ήθελα το βιβλίο ‘Περί ανόμοιων…’», παίρνοντας μια γκριμάτσα δυσφορίας, προσπαθώντας να θυμηθεί τον τίτλο. «’Περί ανόμοιων σχημάτων’ μήπως; Δυστυχώς δεν το έχουμε, ούτε το είχαμε ποτέ.» απάντησε ο νεαρός. «Βασικά έψαχνα κάτι γύρω από τις θρησκείες των ιθαγενών.» Ο βιβλιοπώλης έκανε να απλώσει το χέρι του σε ένα ράφι με ιστορικά βιβλία. «Εννοούσα κάτι πιο… εμβαθυμένο,» του είπε ο Αύγουστος. «Τι ακριβώς ζητάτε κύριε;» του απάντησε εκνευρισμένος ο υπάλληλος. «Από όσο ξέρω δεν υπάρχει ούτε καν η λέξη με την οποία περιγράφετε αυτό που ζητάτε, πόσο μάλλον το ίδιο.» «Εννοώ κάποια από τα βιβλία που έχετε για τους… ιδιαίτερους πελάτες σας.» του απάντησε ο μάγος. «Μα δεν έχουμε ιδιαίτερους πελάτες,» απάντησε έντονα ο βιβλιοπώλης. «Θα ήθελα να ήξερα τι υπονοείτε κύριε;» «Υπονοώ ότι κανένας κανονικός βιβλιοπώλης δε θα ήξερε το ‘περί ανόμοιων σχημάτων’ του Ιερώνυμου Μπρόντλεϋ. Τουλάχιστον όχι οι δύο συνάδελφοί σας που επισκέφτηκα πριν λίγο.» «Είστε…» ρώτησε έντρομος ο υπάλληλος. «Όχι, δεν είμαι ένας τσαρλατάνος που κυνηγάει δαιμονικά πνεύματα και μάγους, είμαι ένας μελετητής του απόκρυφου και επαγγελματίας εξορκιστής.» «Και πως θα μπορούσα να σας βοηθήσω κύριε…;» «Μπρόντλεϋ, Αύγουστος Μπρόντλεϋ» συστήθηκε ο Αύγουστος, «και θα ήθελα κάτι σχετικό με Σάνιρλιχτ.» «Σάνιρλιχτ;» απόρησε ο βιβλιοπώλης, «δεν έχουμε κάτι τέτοιο, μόνο κάτι αναφορές στο βιβλίο που ζητήσατε.» «Γαμώτο!» είπε μέσα από τα δόντια του ο Αύγουστος, αλλά φρόντισε να πάρει αμέσως την ψύχραιμη έκφρασή του και να ρωτήσει, «γνωρίζετε τουλάχιστον κάποιον που θα μπορούσε να μας μιλήσει για το θέμα;» «Μόνο ο γέρο-Τίλριν θα σας έλεγε κάτι, αλλά δεν μιλάει εύκολα σε ‘χρωματιστά πρόσωπα’, όπως αποκαλεί τους αποίκους.» «Αυτό μπορούμε να το φροντίσουμε εμείς,» απάντησε ο Αύγουστος, «ευχαριστούμε πολύ.» Βγαίνοντας ο Ιούλιος, που είχε μείνει αμίλητος καθ όλη τη διάρκεια της συζήτησης τον ρώτησε «μα πως το κατάλαβες ότι είχε τα βιβλία που ζήταγες;» «Με το κλασικό κόλπο: τον αναγκάζεις να πει τον τίτλο ενός βιβλίο που σίγουρα ξέρει αν ασχολείται με το αντικείμενο.» Επιστρέφοντας στην ‘Ωραία θέα’ για τον απογευματινό καφέ τους βρήκαν έναν αστυνόμο να τους περιμένει. «Κύριε Κέστερ,» είπε μόλις τους είδε, «θα ήθελα να σας μιλήσω για λίγο.» Ο Ιούλιος ένιωσε τα γόνατά του να τρέμουν και κόντεψε να λιποθυμήσει, αλλά ο Αύγουστος, ψύχραιμος, του άρπαξε το χέρι συνεφέρνοντας τον. «Τι… Τι θα θέλατε;» ρώτησε τον αστυνόμο ξέπνοα. «Αφορά μια καθαρά τυπική υπόθεση, καταλαβαίνετε νομίζω;» του απάντησε εκείνος, «Δε θα σας απασχολήσω πολύ. Απλά πριν ένα μήνα περίπου ήρθατε σε επαφή με έναν άντρα που πέθανε κάτω από άγνωστες συνθήκες και θα θέλαμε να γνωρίζουμε αν έχετε τίποτα ενοχλήσεις έκτοτε.» Ο Ιούλιος έμεινε για λίγη ώρα αμίλητος, σκεπτικός, και τελικά απάντησε πως όχι, όλα πήγαιναν μια χαρά με την υγεία του και ευχαρίστησε τον αστυνομικό για το ενδιαφέρον. «Τι είναι Σάνιρλιχτ,» ρώτησε τον Αύγουστο, αφού έκατσαν στο γνωστό γωνιακό τραπέζι τους. «Είναι ένας μύθος. Κάποιοι ιερείς των ιθαγενών ένωναν πνεύματα ζώων με αυτούς για να αποκτήσουν τη δύναμή τους. Πολλές φορές τα πνεύματα περνούσαν στους απογόνους τους και, σπάνια, κέρδιζαν τον έλεγχο και τους οδηγούσαν σε κτηνώδεις συμπεριφορές. Πιστεύω ότι κάτι τέτοιο αντιμετωπίζουμε εδώ.» «Και γιατί βλέπω μέσα από τα μάτια ενός τέτοιου ανθρώπου;» αναρωτήθηκε ο Ιούλιος. «Αυτό ακόμα δε μπορώ να το καταλάβω,» παραδέχτηκε ο Αύγουστος. «Αλήθεια, ο αστυνόμος τι σας ήθελε;» «Είχε πεθάνει ένας άντρας στο δρόμο, μπροστά μου, και ανησυχούσε μήπως είχε κάτι μεταδοτικό, οπότε με ρώτησε αν είχα περίεργα συμπτώματα.» «Πρέπει να ήταν τρομαχτικό θέαμα,» παρατήρησε ο Αύγουστος. «Πράγματι,» είπε ο Ιούλιος, «να καταλάβετε πόσο τρομαχτικό ήταν, αρχικά νόμιζα ότι τα όνειρα ήταν από την ταραχή του θεάματος αυτού.» Στη συνέχεια σήκωσε την κούπα του να πιει τον καφέ του, όταν ξαφνικά σταμάτησε και είδε τον Αύγουστο να τον κοιτάει περίεργα. «Μα πως δε το είχα σκεφτεί πιο νωρίς!» είπε μεγαλόφωνα, χτυπώντας την κούπα του καφέ του στο τραπέζι, «τα όνειρα άρχισαν την ημέρα που είδα το γέρο να πεθαίνει.» «Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί να σχετίζεται ο θάνατος του γέρου με την υπόθεση,» είπε ο γιατρός Κέστερ εξετάζοντας τα χαρτιά της νεκροψίας. «Φαίνεται ότι η καρδιά του σταμάτησε, τίποτα περισσότερο.» «Είναι λογικό να σταματήσει η καρδιά κάποιου έτσι απλά;» ρώτησε ο Αύγουστος. «Για κάποιον άντρα ενενηντατριών χρόνων ναι,» απάντησε ο γιατρός, προχωρώντας πάνω κάτω στο γραφείο του, «αλλά συνήθως σταματάει ήρεμα, ενώ το θύμα κοιμάται, όχι τόσο βίαια.» «Δηλαδή λες ότι δέχτηκε επίθεση;» ρώτησε ο Ιούλιος, καθισμένος στην πολυθρόνα του, ανάμεσα στον μάγο και τον Ριχάρδο, τον σκελετό που είχε κρεμασμένο ο πατέρας του στον τοίχο. «Θα έλεγα ότι πέθανε από συγκίνηση. Υπερβολική συγκίνηση. Σαν κάτι να του προκάλεσε τόσο έντονα συναισθήματα που έκανε την καρδιά του να σπάσει.» «Αυτό ακούγεται ενδιαφέρον,» μονολόγησε σκεφτικός ο Αύγουστος. «Ενδιαφέρον!» τινάχτηκε από τη θέση του ο Ιούλιος ανήσυχος. «Τι εννοείτε όταν λέτε ενδιαφέρον;» «Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας,» τον καθησύχασε ο Αύγουστος, «απλά νιώθω ότι κι αυτό είναι ένα κομμάτι που κολλάει τέλεια κάπου στο παζλ της υπόθεσής μας.» «Τι πιστεύετε ότι συμβαίνει εδώ κύριε Μπρόντλεϋ;» ρώτησε ο γιατρός, «τι συμβαίνει στον γιο μου;» «Ακούστε κύριε Κέστερ,» απάντησε ο Αύγουστος, ενώ σηκώθηκε από τη θέση του και στάθηκε απέναντι από τον επίσης όρθιο γιατρό, «ο γιος σας για κάποιον περίεργο λόγο βλέπει μέσα από τα μάτια ενός λυκανθρώπου. Αυτό γνωρίζω ως τώρα. Το γιατί μου παραμένει άγνωστο.» «Θα μπορούσε να είναι κάποιο είδος μαγείας;» ρώτησε ο γιατρός. «Θα μπορούσε, αλλά το βρίσκω αμφίβολο. Δεν υπάρχει μαγική ενέργεια γύρω από τον γιο σας. Εκτός κι αν πρόκειται για κάποια πολύ καλοπλεγμένη μαγεία, πράγμα που το βρίσκω λίγο δύσκολο να συμβαίνει, καθώς απαιτεί κάτι περισσότερο από έναν πανίσχυρο μάγο ώστε να είναι τόσο επιμελώς κρυμμένη.» «Πάντως έχουμε σιγουρευτεί ότι δεν είμαι ο λυκάνθρωπος που ψάχνουμε,» είπε αβέβαια ο Ιούλιος. «Φυσικά,» απάντησε ο μάγος, «έπιασα την αντήχηση του πλάσματος που αναζητάμε και δεν έχει καμία απολύτως με την δική σας.» «Αντήχηση;» απόρησε ο Ιούλιος. «Ναι,» του εξήγησε ο πατέρας του, «κάθε άτομο εκλύει μια αύρα είτε αδύναμη, είτε ισχυρή. Όταν αυτή η αύρα εκφαίνεται πολύ ισχυρά αφήνει στον περιβάλλοντα χώρο ένα μέρος της ‘αίσθησής’ της. Αυτό ονομάζεται αντήχηση. Σωστά δε τα λέω κύριε Μπρόντλεϋ;» «Σωστότατα, κύριε Κέστερ. Οι πιο ευαίσθητοι δέκτες μπορούν να νιώσουν αντηχήσεις και ίσως και να τις αναλύσουν, αν πραγματικά είναι καλοί. Οι καλύτεροι κυνηγοί μαγισσών και Ιεροεξεταστές είναι σε θέση να το κάνουν.» Εκείνη τη στιγμή η Γιούνα άνοιξε την πόρτα. «Συγνώμη αν διακόπτω, αλλά κατάφερα και βρήκα τον γιο του νεκρού. Δέχτηκε να σας μιλήσει.» Μισή ώρα αργότερα οι τρεις νέοι προχωρούσαν μέσα από τα στενά σοκάκια της πόλης, κατευθυνόμενοι προς τον λόφο του Χάλμιτ, μια από τις πιο φτωχές συνοικίες της Μετάρα, ψάχνοντας να βρουν τη διεύθυνση που τους είχε δοθεί. Μόλις την προηγούμενη μέρα ο Αύγουστος θαύμαζε την ομορφιά της πόλης. Τώρα όμως, καθώς τριγυρνούσε στους στενούς δρόμους, ανάμεσα στις μισοκατεστραμένες ξύλινες καλύβες που φιλοξενούσαν τις κατώτερες τάξεις η χθεσινή ομορφιά έμοιαζε μια μακρινή ανάμνηση. Το σούρουπο έπεφτε και ο κόσμος επέστρεφε στα σπίτια του, έτσι ώστε στο δρόμο τους να συναντούν κάθε λογής άτομο, από τίμιους εργαζόμενους μέχρι ζητιάνους, μεθυσμένους και πόρνες. Μετά από αρκετό περπάτημα και ερωτήσεις σε άλλους περαστικούς έφτασαν στη διεύθυνση που ζητούσαν, ένα μικρό ξύλινο σπίτι σε λίγο καλύτερη κατάσταση από τα διπλανά του. Χτύπησαν την πόρτα και μια γυναίκα γύρω στα σαράντα τους άνοιξε την πόρτα και τους οδήγησε μέσα από ένα ακατάστατο καθιστικό, στο οποίο έπαιζαν φωνάζοντας δύο παιδιά, σε ένα από τα πίσω δωμάτια, όπου ένας γέρος καθόταν κατάχαμα σε ένα χαλί, καπνίζοντας ατάραχος την πίπα του. «Πατέρα,» του είπε η γυναίκα, «οι κύριοι από εδώ ήρθαν να σας μιλήσουν.» «Χαίρετε,» του είπε ο Ιούλιος, «ονομάζομαι Ιούλιος Κέστερ και από εδώ ο…». Η φωνή του κόπηκε όταν παρατήρησε ότι ο γέρος αδιαφορούσε για τα λόγια του και τους εξέταζε προσεκτικά. «Καθίστε,» τους είπε τελικά, δείχνοντάς τους τα χαλιά που ήταν στρωμένα στο πάτωμα, σχηματίζοντας έναν κύκλο. Οι δύο άντρες και η κοπέλα έκατσαν κατάχαμα, όπως τους ζήτησε ο οικοδεσπότης τους, ο οποίος τους πρότεινε την πίπα του. «Καπνίστε,» τους είπε. Πρώτη κάπνισε η Γιούνα, συνηθισμένη στα έθιμα φιλοξενίας των φυλών, μετά ο Αύγουστος, που ξερόβηξε λίγο, και τελευταίος ο Ιούλιος, που δεν μπόρεσε παρά να προσέξει το βαρύ άρωμα τον βοτάνων που είχαν αναμειχθεί με τον καπνό. Όταν τελείωσαν ο γέρος τους μίλησε. «Χαίρομαι που έχω απέναντί μου έναν που μιλάει με τους Θεούς και έναν ευλογημένο με το Μάτι του Άνιμαρα.» «Το μάτι του ποιου;» ρώτησε ο Αύγουστος. «Τι ακριβώς ευλογία έχει δοθεί στον Ιούλιο και από ποιο θεό;» «Εσύ που μιλάς με τους Θεούς έχεις μεγάλη σοφία για την ηλικία σου,» του είπε ο γέρος. «Μάθε λοιπόν ότι το Μεγάλο και Δίκαιο Γεράκι των Ουρανών, που τα βλέπει όλα από ψηλά, ο Άνιμαρα, ευλόγησε όλες τις φυλές με ένα δώρο. Το δώρο να βλέπουν το κακό πριν αυτό έρθει και να προειδοποιούν τη φυλή για αυτό. Το δώρο αυτό το είχε ο πατέρας μου, και το δώρο αυτό πέρασε στον φίλο σας.» «Μα δεν είμαι μέλος της φυλής!» διαμαρτυρήθηκε ο Ιούλιος. «Η φυλή του πατέρα μου ήταν πλέον η πόλη αυτή,» του απάντησε ο γέρος. Όλοι έμειναν βουβοί. «Μήπως γνωρίζετε από το τι πέθανε ο πατέρας σας;» τον ρώτησε τελικά η Γιούνα, γνωρίζοντας καλύτερα το πώς έπρεπε να εκφραστεί. «Ο πατέρας μου εδώ και αρκετό καιρό έβλεπε ένα μεγάλο κακό να πλησιάζει. Ένα κακό τόσο μεγάλο που το Μάτι τον έκανε να έχει εφιαλτικά οράματα. Φοβόταν συνέχεια ότι η καρδιά του, αδύναμη καθώς ήταν από τα χρόνια και τους αγώνες, δε θα άντεχε, όπως και τελικά έγινε.» «Και γιατί το Χάρισμα πέρασε σε εμένα;» ρώτησε ο Ιούλιος. Επειδή τον κοίταζα στα μάτια ενώ πέθαινε, του απάντησε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του. «Αυτό δε το γνωρίζω,» του απάντησε ο γέρος, «όμως αυτό που ξέρω είναι ότι στους ώμους σου έχεις ένα βαρύ φορτίο.» «Ο πατέρας σας γνώριζε τι ήταν το κακό που ερχόταν;» ρώτησε ο Αύγουστος. «Μα και βέβαια,» απάντησε ο γέρος, «και νομίζω ότι το ξέρετε κι εσείς: ένας Σάνιρλιχτ, ένα από τα παιδιά του Λύκου» «Γνωρίζετε μήπως ποιος θα μπορούσε να ήταν;» ρώτησε ο Αύγουστος. «Ένα παιδί από φυλή του Λύκου. Ξένος. Υπήρχαν κάπου πεντακόσιες φυλές του Λύκου στις γύρω περιοχές και σε όλη τη χώρα γύρω στις τρεις χιλιάδες. Το να βρούμε ποιος από τους Σάνιρλιχτ τους πέθανε και τους επόμενους στην γενιά είναι αδύνατο.» «Τους επόμενους στη γενιά;» ρώτησε ο Ιούλιος. «Ναι,» απάντησε ο γέρος. «Οι ιερείς τα παλιά χρόνια έδεναν πνεύματα από ζώα στο αίμα τους. Όταν πέθαιναν το πνεύμα πέρναγε στον αμέσως επόμενο ζωντανό απόγονό τους, ανάλογα με το πώς το όριζε η φυλή. Έτσι στις μάχες, όταν ο Λύκος σκοτωνόταν, κάποιος άλλος έπαιρνε τη θέση του.» «Και δεν μπορεί να το ελέγξει;» αναρωτήθηκε η Γιούνα. «Παλιά οι ιερείς μπορούσαν να ελέγξουν τον Λύκο. Αλλά οι ιερείς έχουν ξεχάσει τη Τέχνη τους και ο Λύκος είναι ελεύθερος.» «Και δεν μπορούμε να τον σκοτώσουμε,» συνέχισε ο Αύγουστος, «επειδή το πνεύμα θα περάσει σε κάποιον άλλο και ο κύκλος θα συνεχιστεί. Πώς γίνεται να λύσουμε το πνεύμα;» ρώτησε τον γέρο. «Για να δέσει ο ιερέας στο αίμα του το πνεύμα έπρεπε να σκοτώσει το ζώο με ένα όπλο από το μέταλλο του. Έπειτα με το αίμα του ζωγράφιζε ένα σύμβολο στο σώμα του και το έδενε. Για να ελευθερώσεις το ζώο πρέπει να κόψεις το σημάδι με ένα μαχαίρι από το μέταλλό του και μετά να το διώξεις από μέσα του.» «Το μέταλλο του λύκου είναι ασήμι;» ρώτησε ο Αύγουστος, ανοίγοντας το βαλιτσάκι που κουβαλούσε μαζί του και ελέγχοντας τα τρία μαχαίρια που είχε μέσα σε αυτό. «Ναι,» του απάντησε ο γέρος. «Καλή σας τύχη και οι Θεοί μαζί σας,» τους είπε, «επειδή είστε οι μόνοι που μπορείτε να σώσετε τη φυλή από την απειλή.» Οι τρεις τους σηκώθηκαν. «Σας ευχαριστούμε πολύ,» του είπε η Γιούνα. «Εγώ σας ευχαριστώ,» απάντησε ο γέρος, κοιτάζοντας τον Ιούλιο. «Και ειδικά εσένα νεαρέ, σου είμαι ευγνώμων. Πέρασα όλη μου τη ζωή με τον φόβο ότι εγώ θα ήμουν αυτός που θα φορτωνόταν το βάρος που συνοδεύει το Μάτι. Με απάλλαξες από ένα τεράστιο φορτίο και μου επέτρεψες να ζήσω τα τελευταία χρόνια μου με γαλήνη. Αλλά να ξέρεις ότι σου δόθηκε ένα ταλέντο και έχεις την υποχρέωση με αυτό να προειδοποιήσεις την φυλή για το κακό που ενεδρεύει.» Ο Ιούλιος, ο Αύγουστος και η Γιούνα περπατούσαν μόνοι τους στους έρημους πλέον δρόμους αμίλητοι και βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Ο Ιούλιος ειδικά ήταν ο πιο ταραγμένος από όλους, τόσο που έτρεμε ολόκληρος, προσπαθώντας μάταια να καταφέρει να ανάψει την πίπα του. «Νιώθω σαν κάποιος να μας ακολουθεί,» είπε ξεψυχισμένα η Γιούνα. «Κι εγώ,» αποκρίθηκε ο Αύγουστος, πιο ψύχραιμα όμως. «Θα είναι κάποιο από τα αποβράσματα που κυκλοφορούν στους δρόμους τέτοιες ώρες,» είπε ο Ιούλιος, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι κάτι τέτοιο ήταν πραγματικά και όχι κάποιος αιμοβόρος λύκος. Τόση ήταν η ταραχή του στην ιδέα και μόνο, που η πίπα του έπεσε στον πλακόστρωτό δρόμο. Έσκυψε να τη μαζέψει, ενώ οι δύο σύντροφοί του συνέχισαν να περπατούν. Τους πήρε πάνω από ένα λεπτό να προσέξουν ότι ο Ιούλιος δεν τους ακολουθούσε. Όταν πια το αντιλήφθηκαν γύρισαν και τον είδαν να έχει παγώσει σκυμμένος στο σημείο που του είχε πέσει η πίπα, με το βλέμμα του καρφωμένο στο δρόμο. «Αυτόν τον δρόμο τον έχω ξαναδεί πολλές φορές,» είπε τρέμοντας. Και συμπλήρωσε, «στα όνειρά μου.» Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
trillian Posted October 30, 2006 Share Posted October 30, 2006 ¨Ολα καλά βρε Μιχάλη μου, αλλά...είναι δυνατόν ο τύπος αυτός να τα ήξερε ολα αυτά και να μην τους είχε ψάξει νωρίτερα απο μόνος του; Εφόσον ήξερε ότι το μάτι δεν πηγε σε αυτον, κάποιος άλλος θα πρεπει να το πηρε...Κι επισης, εφόσον ο γιατρός λέει ότι ο γέρος πεθανε απο καρδιά, γιατι να τον ρωτουν οι αστυνομικοί αν είναι καλα, αν κολλησε κάτι; Δηλ, νομίζω ότι θες κάτι άλλο ώστε να συναντηθούν αυτοι οι 3, και να μας δωθεί η εξήγηση. Θα μου φαινόταν πιο "συνεπες" αν, στη σκηνή που ανακαλύπτουν το μωρό, ο γιος του γέρου είναι εκεί, τους ακουει, και καταλαβαίνει ότι αυτοι ειναι που ψάχνει - και τους αφηνει πχ μνμ να τον βρουν στο σπιτι του (ώστε να καταλήξεις πάλι στο δρόμο το βραδυ, οπως το έχεις και τώρα). Γιατί έτσι όπως είναι, καθυστερείται η εξήγηση και μετά φαινεται πολύ απότομη... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tec-goblin Posted November 24, 2006 Share Posted November 24, 2006 Για το 1: "Ένα μάτι με γαλανή ίριδά" νόμιζώ ότι έχεί πολλόύς τόνούς "Όχι ρε γαμώτο! Σκέφτηκε ο Ιούλιος σε ένα ξέσπασμα καθαρά πεζού, μη δημοσιεύσιμου λόγου." ΛΟΛΟΛΟΛ Για το 2: "Τριγυρνάς μες στα σοκάκια Ψάχνοντας μωρά παιδάκια" ΧΟΧΟΧΟΧΟ ΛΟΛ, ο Δράκος της Μετάρα, τα έκανε Μαντάρα "Μα καλά, γιατί μιλάει σα να πρόκειται για επιστημονική έρευνα, αναρωτήθηκε." - θα προτιμούσα ερωτηματικό αντί για κόμμα "«Καταλαβαίνω ότι το θέμα σας ταράζει,» " - τόνος στο σας ;) Μού αρέσει η χρήση "σκυλίσιων" όρων και ερμηνειών από το λύκο. 3: Εξαιρετικά ravenloft-like τρόπος προσέγγισης - πρώτα εξετάζουμε τα συνηθίσμένα/καταγεγραμμένα σενάρια υπερφυσικού, μετά ερευνουμε τις τοπικές πηγές και φήμες. "«Πάντα υπάρχει ένα βιβλιοπωλείο που να πουλάει τέτοια βιβλία σε κάθε πόλη,»" - πάντα και κάθε, κάπως υπερβολική έμφαση "«Αυτό μπορούμε να το φροντίσουμε εμείς,» απάντησε ο Αύγουστος, «ευχαριστούμε πολύ.» Βγαίνοντας ο Ιούλιος, που είχε μείνει αμίλητος καθ όλη τη διάρκεια της συζήτησης τον ρώτησε «μα πως το κατάλαβες ότι είχε τα βιβλία που ζήταγες;» «Με το κλασικό κόλπο: τον αναγκάζεις να πει τον τίτλο ενός βιβλίο που σίγουρα ξέρει αν ασχολείται με το αντικείμενο.»" Η επεξήγηση δεν χρειαζόταν, το καταλαβαίνουμε νομίζω΄ηδη. Επίσης μού κάνει εντύπωση το ότι ο βιβλιοπώλης δεν κέρδισε τίποτα από τη διαδικασία. "«Φυσικά,» απάντησε ο μάγος, «έπιασα την αντήχηση του πλάσματος που αναζητάμε και δεν έχει καμία απολύτως με την δική σας.»" καμία απολύτως σχέση νομίζω "«Η φυλή του πατέρα μου ήταν πλέον η πόλη αυτή,» του απάντησε ο γέρος." - ενδιαφέρον. Πολύ δύσκολη σύνταξη αλλά με κάνει να κοντοσταθώ να το ξαναδιαβάσω σε ένα σημείο όπου πρέπει να κοντοσταθώ. Πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή. Νομίζω ότι γράφεις fantasy noir κύριε ;). Και μ'αρέσει. Όσο για τη λιτότητα, δεν με ενόχλησε καθόλου. Ίσα ίσα, μιλάμε για πράγματα φθηνά στην επιφάνεια (ο ποιητής δανδής, η ξανθιά ερωμένη) που έχουν hints κάτι βαθύτερου, και δουλεύει. Ίσως απλά διαβάζω πολύ eberron ;). Το τρίτο κεφάλαιο, πάντως, είναι ίσως το λιγότερο δυνατό - με την έννοια ότι όλες σχεδόν τις πληροφορίες τις έχει ένα άτομο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted December 9, 2006 Author Share Posted December 9, 2006 (edited) Είδος: ηρωική φαντασία/τρόμοςΒία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 3473 Αυτοτελής; Οχι, μέρος 4ο (και τελευταίο) --- 4 Λύκοι λύκοι πνεύματ' άγρια Που ποθούν ανθρώπου σάρκα Ζουν βαθιά μες στην καρδιά μου Και στοιχειώνουν τα όνειρά μου «Από ότι θυμάμαι, στο όνειρο είχα δει μια κόκκινη πόρτα.» είπε ο Ιούλιος. Ο Αύγουστος εξέτασε με προσοχή τον δρόμο. «Μπορείτε να το βρείτε από την αίσθηση του πλάσματος;» τον ρώτησε η Γιούνα. «Είναι αδύνατον,» της απάντησε ο Αύγουστος, «υπάρχει μεν η αντήχησή του στο περιβάλλον, αλλά είναι δύσκολο να εξακριβώσω από πού ακριβώς προέρχεται. Αν έβλεπα ένα μόνο ύποπτο ίσως τον αναγνώριζα, αλλά ούτε σε πλήθος δε θα μπορούσα να ‘πιάσω’ μια αντήχηση.» «Άρα τι κάνουμε;» τους διέκοψε ο Ιούλιος. «Ψάχνουμε την κόκκινη πόρτα,» απάντησε ο Αύγουστος. Σύντομα τριγυρνούσαν στα στενά κακοφωτισμένα σοκάκια ψάχνοντας τις πόρτες. «Αυτή είναι!» αναφώνησε ο Ιούλιος στο έβδομο τετράγωνο που έψαξαν. Η πόρτα ήταν ξύλινη, βαμμένη σε ένα βαθύ κόκκινο και κολλημένη σε ένα παράταιρα κιτρινωπό σπίτι. Ο Ιούλιος, σκυμμένος στο ύψος που υπέθετε ότι ήταν το κεφάλι του λύκου άρχισε να τριγυρνά στο δρόμο, αντικρίζοντάς την, ώσπου τελικά βρήκε μια γνώριμη οπτική γωνία ενώ στεκόταν έξω από την πόρτα ενός ξύλινου χαμόσπιτου. «Από εδώ μέσα βγαίνει,» κατέληξε. «Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε η Γιούνα. «Ναι. Τώρα μένει στον Αύγουστο να εξακριβώσει αν ο ένοικος είναι πράγματι αυτός που ψάχνουμε.» «Και πώς θα γίνει αυτό;» ρώτησε η Γιούνα. «Με ποιον τρόπο θα μπούμε μέσα;» «Μπορούμε πάντα να τον βγάλουμε έξω,» απάντησε αινιγματικά ο Αύγουστος. «Αλήθεια;» ρώτησε η κοπέλα, «και πώς θα γίνει αυτό;» «Μια κοπέλα μπορεί να ανοίξει κάθε πόρτα,» απάντησε ο Αύγουστος, «ειδικά μια μόνη και φοβισμένη κοπέλα που έχει χαθεί.» «Ούτε να το σκέφτεστε!» διαμαρτυρήθηκε η κοπέλα. Τρία λεπτά αργότερα μια φουρκισμένη Γιούνα, χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού. Από ένα στενό πιο κάτω ο Αύγουστος και ο Ιούλιος την παρακολουθούσαν. Το κόλπο είχε στηθεί: η Γιούνα, παριστάνοντας τη φοβισμένη δεσποινίδα σε απόγνωση, θα ζητούσε από όποιον της άνοιγε την πόρτα οδηγίες για το πώς να πάει σπίτι της, ενώ ο Αύγουστος θα εξέταζε την αύρα του. Αν πράγματι ήταν αυτός που έψαχναν θα τον αιφνιδίαζαν, θα τον αναισθητοποιούσαν και θα έκαναν τον εξορκισμό. Η πόρτα άνοιξε απότομα στο τρίτο χτύπημα και ένας βλοσυρός άντρας βγήκε στο κατώφλι. «Τι θέλεις;» μούγκρισε στη Γιούνα, η οποία πισωπάτησε αιφνιδιασμένη. «Με συγ.. συγχωρείτε κύριε,» τραύλισε, «αλλά έχω χαθεί και θα ήθελα να ξέρω πώς θα φτάσω στην οδό Λάντροπ.» Ο άντρας, ψηλός, γεροδεμένος, με κατάλευκο δέρμα και επίσης λευκά μαλλιά την κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια και χαμογέλασε. Το βλέμμα του, πρόσεξε η Γιούνα, ήταν πραγματικά έντονο, τα μάτια του έκαιγαν με άγρια κακία, τρομάζοντας την κοπέλα. «Αν θες πέρνα μέσα,» της είπε ο άντρας με ένα στραβό χαμόγελο. «Όχι, ευχαριστώ, απλά οδηγίες θα ήθελα,» του απάντησε η Γιούνα. «Έλα μέσα και θα στις δώσω,» της απάντησε επίμονα ο άντρας. «Αυτός είναι!» σφύριξε ο Αύγουστος στο αυτί του Ιουλίου. Ο νεαρός ποιητής έκανε να τιναχτεί από τη θέση του, αλλά ο μάγος τον σταμάτησε. Αντίθετα κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο και άρχισε να κινείται παράλληλα με αυτόν, κρυμμένος μέσα στις σκιές. «Μα σας λέω, δεν θέλω να έρθω μέσα!» είπε οργισμένη η Γιούνα. «Αν δεν είστε πρόθυμος να βοηθήσετε καλύτερα να φύγω.» «Δε θα πας πουθενά,» έκανε ο άντρας, αρπάζοντας το χέρι της. Η Γιούνα προσπάθησε να αντισταθεί, αλλά μάταια. Ο άντρας ήταν πιο δυνατός. Σηκώνοντας το βλέμμα της κοίταξε το πρόσωπο του άντρα και παράλυσε από τον φόβο της, βλέποντας σε αυτό το Κτήνος να την κοιτάζει. Ο άντρας συνέχισε να τραβάει προς τα μέσα την κοπέλα, όταν ξαφνικά σταμάτησε, ύψωσε το βλέμμα του και κοίταξε προς το μέρος που βρισκόταν ο Αύγουστος. «Ποιος είναι εκεί!» φώναξε, ενώ η Γιούνα ένιωθε το χέρι του να αλλάζει, να μεγαλώνει, να αποκτά μια πιο άγρια υφή, ένιωθε τα νύχια του να μακραίνουν και να γδέρνουν το χέρι της στο σημείο από όπου την κρατούσε. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά η κραυγή της πνίγηκε μέσα στο λαιμό της και ο κόσμος άρχισε να θολώνει γύρω της. Ο Αύγουστος όμως ήταν και πιο ψύχραιμος και πιο γρήγορος. Με τρία μεγάλα βήματα διέσχισε την απόσταση που τον χώριζε από τον άντρα και, πριν αυτός προλάβει να αντιδράσει, τον χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού με τη λαβή του μαχαιριού του, ρίχνοντάς τον αναίσθητο. Δίχως να χάσει στιγμή άρπαξε τον λιπόθυμο άντρα από τα χέρια και άρχισε να τον σέρνει προς τα μέσα, ενώ ο Ιούλιος, έχοντας τρέξει ως το σημείο που βρίσκονταν οι υπόλοιποι κρατούσε στα χέρια του την ημιλιπόθυμη Γιούνα. Όταν η Γιούνα συνήλθε, καθόταν σε μια καρέκλα στο εσωτερικό ενός ακατάστατου δωματίου. Μπροστά της ο Ιούλιος και ο Αύγουστος στέκονταν όρθιοι, πάνω από ένα δεμένο άντρα, ο οποίος βρισκόταν μέσα σε έναν κύκλο ζωγραφισμένο με κιμωλία. «Το τελετουργικό είναι δύσκολο,» είπε ο Αύγουστος, «πρέπει να βγάλω έξω το πνεύμα και να κόψω το ‘νήμα’ που το ενώνει με τον άντρα. Θα μας πάρει ώρα.» «Τι μπορώ να κάνω εγώ κύριε Μπρόντλεϋ;» τον ρώτησε ο ποιητής. «Κλείδωσε καλά την πόρτα,» του απάντησε ο μάγος. «Και προσευχήσου να πετύχουμε…» Με τα λόγια αυτά γονάτισε πάνω από τον άντρα και τον έρανε με μια σκόνη που έβγαλε από το τσαντάκι του. Ύστερα άναψε δύο κεριά, τοποθετημένα αντιδιαμετρικά ως προς τον κύκλο το ένα από το άλλο, και έκατσε έξω από αυτόν, μουρμουρίζοντας φράσεις σε μια γλώσσα που η Γιούνα δεν είχε ξανακούσει. Κάθε λίγο και λιγάκι σταματούσε και έραινε τον άντρα με κάποια από τις σκόνες του ή έριχνε κάποιο μυρωδικό στη φλόγα των κεριών. Σύντομα ο αέρας είχε γεμίσει με ένα βαρύ, γλυκό, μεθυστικό άρωμα καθώς οι φλόγες γέμιζαν τον αέρα με τον πυκνό καπνό που έβγαζαν. Και τότε οι φλόγες άρχισαν να τρεμοπαίζουν και μια σκοτεινή παρουσία έκανε την κοπέλα να ανατριχιάσει. Ο Αύγουστος σταμάτησε τον ψαλμό του, σηκώθηκε, έσφιξε στο χέρι του το μαχαίρι του και ετοιμάστηκε να προχωρήσει μέσα στον κύκλο. «Στη θέση σου άθλιο σκουλήκι δε θα το έκανα αυτό,» ακούστηκε να λέει κάποιος από τις σκιές και τα λόγια του ακολούθησε ο ήχος ενός πιστολιού που όπλιζε. Ο Ιούλιος, ο Αύγουστος και η Γιούνα ήταν σφιχτά δεμένοι σε τρεις καρέκλες που ο δεσμοφύλακάς τους κατάφερε να βρει. Ο Ιούλιος ακόμα προσπαθούσε να συνέλθει από το χτύπημα που είχε φάει στο κεφάλι από τον κυνηγό μαγισσών που στεκόταν απέναντί τους, ενώ πήγαινε να κλειδώσει την πόρτα, ο Αύγουστος κοιτούσε βλοσυρός τον κυνηγό μαγισσών και η Γιούνα με τρόμο έβλεπε τον άντρα στον κύκλο να ανασαλεύει. «Τελικά έπρεπε να το φανταστώ ότι πίσω από τα εγκλήματα βρίσκονταν τρεις μάγοι, ένας που φέρει ένα καταραμένο όνομα,» είπε κοιτάζοντας τον Αύγουστο, «ένας διεφθαρμένος καλλιτέχνης, εθισμένος στην ακόλαστη και τρυφιλή ζωή,» είπε δείχνοντας τον Ιούλιο, «και μια άθεη πόρνη. Κατάλαβα ότι είστε ύποπτοι όταν σας είδα στη σκηνή του χθεσινού εγκλήματός σας και σας ακολούθησα από μακριά. Και να που σας πιάνω να προσπαθείτε να θυσιάσετε έναν κακόμοιρο άντρα, παρασυρμένο από τα θέλγητρα της πλανεύτρας εδώ,» αναφώνησε δείχνοντας τη Γιούνα, «στους σκοτεινούς θεούς σας. Ας είναι καλά η μεγαλοφυία του Ανδρέα Μπόριμ που θα σώσει τη ζωή του από τη μοχθηρή μηχανορραφία που στήσατε. Τι έχετε να πείτε για όλα αυτά;» «Ότι είσαι ένας ηλίθιος τσαρλατάνος,» του απάντησε ο Αύγουστος με χαρακτηριστική αταραξία. «Ο οποιοσδήποτε σοβαρός κυνηγός μαγισσών θα αναγνώριζε ότι έκανα το τελετουργικό του Διαχωρισμού ακριβώς όπως περιγράφεται στο Ιερατικό Εγχειρίδιο του Δεύτερου Προφήτη.» «Ψέματα!» αναφώνησε ο Ανδρέας Μπόριμ, τινάζοντας επιδεικτικά τα χέρια του προς το ταβάνι, σα σε μια σιωπηλή ικεσία προς τον Δημιουργό να τον προστατέψει από τη διαβολή του μάγου. «Τα ψέματά σου, γέννημα των Λάκων, δε θα θολώσουν την κρίση μου. Θα λογοδοτήσεις για τα εγκλήματά σου και θα τιμωρηθείς όσο βασανιστικά σου αρμόζει για αυτά.» Και χωρίς να χάσει καιρό μπήκε στον κύκλο και άρχισε να λύνει τα δεσμά του άντρα, που είχε συνέλθει. «Μην είσαι βλάκας!» του φώναξε ο Αύγουστος, «Αυτός που λύνεις είναι ο υπεύθυνος για το φόνο. Τον έχει καταλάβει το πνεύμα ενός λύκου.» «Ανοησίες!» είπε ο κυνηγός, λύνοντας και τον τελευταίο κόμπο που έδενε τον αιχμάλωτο. «Τα ψέματά σου δεν πρόκειται να σε σώσουν, άθλιε μάγε, ούτε εσένα ούτε τους δύο ανόητους που παραπλάνησες στα ανόσια εγκλήματά σου!» Ο Ανδρέας Μπόριμ είχε πλέον γυρίσει την πλάτη του στον άντρα και κοίταζε τον Αύγουστο στα μάτια, ενώ πίσω του ο άντρας σηκωνόταν. Δεν ήταν όμως ο άντρας που είχε λύσει. Ελεύθερος πλέον ο λύκος είχε επιστρέψει στο κορμί του, αλλάζοντάς το σε μια παρωδία ανθρώπου: σκούρες τρίχες είχαν καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του κορμιού του, το πρόσωπό του είχε επιμηκυνθεί και το στόμα του ήταν γεμάτο σουβλερά δόντια, ενώ τα δάκτυλά του τελείωναν σε γαμψα κοφτερά νύχια. «Κοίτα πίσω σου!» φώναξε τρομοκρατημένη στον κυνηγό μαγισσών η Γιούνα, ήταν όμως αργά. Με μια γρήγορη κίνηση το πλάσμα είχε ρίξει κατάχαμα τον άντρα και ξέσκιζε τη σάρκα του, τερματίζοντας οδυνηρά τη ζωή του. Και ενώ το αποτρόπαιο θέαμα συνεχιζόταν ο Αύγουστος προσπαθούσε να λυθεί από τα δεσμά του. Είχε προνοήσει να γεμίσει τα πνευμόνια του με αέρα όταν ο κυνηγός μαγισσών τον έδενε, και τώρα, απαλλαγμένος από αυτόν, είχε χαλαρώσει αρκετά τα δεσμά του για να έχει μια σχετική ελευθερία κινήσεων, την οποία και αξιοποιούσε ώστε να λυθεί εντελώς. Η πλάτη του ίσιωσε αφήνοντας τις δύο γύρες του σκοινιού που έδεναν τους ώμους του να πέσουν χαμηλά, στο στήθος του. Στη συνέχεια σήκωσε αργά πρώτα τον αριστερό και μετά τον δεξί ώμο, περνώντας έτσι τα δεσμά του κάτω από τους αγκώνες του. Από εκεί και πέρα το να λυθεί ήταν αρκετά πιο απλό. Σηκώνοντας τα χέρια του κατάφερε να βγάλει και τους δεμένους καρπούς του από το σκοινί και τέλος να καταφέρει να ρίξει την καρέκλα του και να συρθεί έξω από τα δεσμά που τον κρατούσαν πάνω της. Όσο ο Λύκος συνέχιζε το γεύμα του ο μάγος πρόλαβε να φτάσει μέχρι το σημείο που είχε πέσει το μαχαίρι του και να το σηκώσει στα δυο του χέρια και με προσοχή να κόψει τα δεσμά του. Προσπαθώντας να μείνει όσο το δυνατόν πιο έξω από το οπτικό πεδίο του Λύκου σύρθηκε πάλι πίσω από τις καρέκλες των δύο συντρόφων του και να κόψει τα δεσμά τους. "Κινηθείτε αργά," τους είπε, "και να ελπίζετε ότι δε θα σας δει." Ο Ιούλιος και η Γιούνα έκαναν αυτό που ο σύντροφός τους τους είπε, προσπαθώντας να συρθούν προς την πόρτα όσο πιο ήσυχα μπορούσαν. Όμως δεν τα κατάφεραν. Είχαν δεν είχαν απομακρυνθεί μισό μέτρο από τις καρέκλες τους όταν το πλάσμα σήκωσε το κεφάλι του και οσφρήστηκε τον αέρα. Πάνω στην πείνα του ούτε που είχε προσέξει τα άλλα τρία θύματα του που τον περίμεναν δεμένα για να γευτεί τη σάρκα τους. Τώρα όμως τα ρουθούνια του έπιαναν την οσμή τους, τον ιδρώτα τους, το φόβο μέσα στις καρδιές τους και ήξερε ότι προσπαθούσαν να του ξεφύγουν. Με ένα σάλτο όρμησε προς το μέρος τους και με τρία ακόμα μεγάλα βήματα έκοβε το δρόμο τους προς την έξοδο, παγιδεύοντάς τους σε μια γωνία. Ο Αύγουστος, προσπαθώντας να μη χάσει την ψυχραιμία του, πρόσεξε ένα πεσμένο ξύλινο δοκάρι λίγο πιο πέρα, ένα λεπτό κυλινδρικό κομμάτι ξύλο που κάποτε πρέπει να βρισκόταν στο ταβάνι, αλλά ο καιρός, η υγρασία ή τα ζωύφια είχαν ρίξει κάτω. Ανεξάρτητα με την προέλευσή του, ήταν ένα αρκετά αποτελεσματικό αυτοσχέδιο όπλο, ειδικά για κάποιον που επί δέκα ολόκληρα χρόνια είχε εκπαιδευτεί στη χρήση της λόγχης, έστω και για καθαρά τυπικούς λόγους. Με μια σβέλτη κίνηση άρπαξε το κοντάρι αυτό και κάρφωσε τη μια πλευρά του προς το μέρος που στεκόταν ο Λύκος. Βρισκόταν πολύ μακριά για να τον χτυπήσει, όμως το ένστικτο του κτήνους ανάγκασε τον Λύκο να πισωπατήσει, αφήνοντας χώρο στον μάγο να κάνει ένα βήμα εμπρός. Ο Λύκος έκανε να ορμήσει, ένα δεύτερο χτύπημα όμως τον ανάγκασε να σταματήσει, καθώς αυτή τη φορά η άκρη του ξύλου τον χτύπησε στη μουσούδα. Γρυλίζοντας αγριεμένος έκανε ένα πλάγιο βήμα και όρμησε ξανά προς το μέρος του μάγου, όμως για άλλη μια φορά το κοντάρι βρισκόταν μπροστά στα μάτια του. Ο αντίπαλός του μάλιστα, ακολουθούμενος από τους δύο άλλους ανθρώπους που κρύβονταν από πίσω του, προσπαθούσε με πλάγια βήματα να βρεθεί στα πλευρά του. Όχι, αντιλήφθηκε το πλάσμα, δεν προσπαθεί να βρεθεί στα πλευρά μου, προσπαθεί να ξεφύγει. Με μια γρήγορη κίνηση έκανε να ορμήσει ξανά προς τους τρεις ανθρώπους και ξανά το κοντάρι ήρθε προς το μέρος του. Αυτή τη φορά όμως το πλάσμα το περίμενε. Με μια γοργή κίνηση ύψωσε το πόδι του και χτύπησε το όπλο προς το πλάι, ορμώντας ταυτόχρονα προς τον άνθρωπο που το κρατούσε, ο οποίος μάταια προσπαθούσε να το τραβήξει στη θέση του για να αντεπιτεθεί. Με δύο γοργά βήματα το πλάσμα διέσχισε την απόσταση που τους χώριζε και όρμησε να τον ξεσκίσει. Αλλά τα χρόνια εκπαίδευσης του Αύγουστου πίσω στο Τάγμα της Λόγχης τον είχαν διδάξει καλά για το πως να αντιδρά. Με μια αστραπιαία κίνηση κατάφερε και χτύπησε ξώφαλτσα στο πρόσωπο τον αντίπαλό του με το πίσω μέρος του κονταριού. Το πλάσμα αντιστάθηκε, βάζοντας στον ώμο του όλη την κτηνώδη δύναμή του και σπάζοντας στα δύο το ξύλο. Ο Αύγουστος χάνοντας την ψυχραιμία του απάντησε καρφώνοντας το σπασμένο άκρο στο σώμα του πλάσματος. Ο Λύκος ούρλιαξε από πόνο και με τα μπροστά του πόδια προσπάθησε να χτυπήσει τον γκριζοντυμένο άντρα που τον τραυμάτισε, ο αντίπαλός του όμως ήταν αρκετά γρήγορος και απέφυγε τα χτυπήματα. Τώρα κρατούσε μόνο ένα μαχαίρι και στο πρόσωπό του καθρεπτιζόταν ο φόβος, καθώς ήξερε ότι ήταν νεκρός. "Φύγετε γρήγορα," είπε στους συντρόφους του, αυτοί όμως είχαν πετρώσει από τον φόβο. Η κοπέλα ήταν νέα, η οσμή της θελκτικότατη, θα την έτρωγε τελευταία. Πρώτος θα πέθαινε αυτός που τον είχε τραυματίσει. Θα τον ακολουθούσε ο άλλος άντρας, αυτός που είχε κουλουριαστεί πίσω του φοβισμένος. Μπορούσε να δει τον τρόμο του στο πρόσωπό του. Στο βλέμμα του. Το βλέμμα του Ιουλίου συνάντησε αυτό του Πλάσματος. Για μια στιγμή ένιωσε τον τρόμο που έκρυβαν τα φλογισμένα μάτια του κτήνους, την τρέλα μέσα τους. Και την επόμενη ένιωσε να βυθίζεται σε αυτά. Στο μυαλό του χαοτικές εικόνες άρχισαν να σχηματίζονται και να εξαφανίζονται ξανά, σα σύννεφα καπνού που παρασύρει ο αέρας. Το κόκκινο του αίματος το διαδεχόταν το μαύρο της νύχτας και μετά το ασήμι και έπειτα ένα συνοθύλευμα των χρωμάτων αυτών σε ένα χαοτικό συνοθύλευμα αναμνήσεων. Και πάντα μια σκηνή παρεμβαλλόταν τακτικά στις αναμνήσεις αυτές, ένα ασημένιο σημάδι που έλαμπε στην πλάτη του κτήνους. Ο Ιούλιος είχε παγώσει στη θέση του, όπως στη θέση αυτή είχε παγώσει και το πλάσμα. Ο Αύγουστος δεν έχασε την ευκαιρία, αντίθετα κινήθηκε γρήγορα πίσω από το πλάσμα και με τη λαβή του μαχαιριού του χτύπησε τον λύκο στο πίσω μέρος του λαιμού. Το χτύπημα ήταν δυνατό και πάνω στη βάση του κρανίου του, ζαλίζοντας τον λυκάνθρωπο και σπάζοντας την οπτική επαφή του με τον ποιητή. Κάποιος άλλος ίσως αποφάσιζε ότι πιο συνετό θα ήταν να τρέξει μακριά, ο Αύγουστος όμως γνώριζε ότι μόνη ελπίδα του ήταν να τελειώσει εδώ και τώρα τον εξορκισμό, όσο το πλάσμα θα ήταν αδύναμο. Για αυτό, αρπάζοντας ένα από τα κομμένα σκοινιά το πέρασε γύρω από το λαιμό του Λύκου και άρχιζε να το σφίγγει πριν ο αντίπαλός του προλάβει να συνέλθει. Με απότομες κινήσεις τον έσυρε προς τον κύκλο, ενώ ο λύκος προσπαθούσε να αναπνεύσει και έβαζε τα μπροστά πόδια του κάτω από το σκοινί θέλοντας να το κόψει με τα νύχια του, καταφέρνοντας να κοπεί ο ίδιος παρά να λύσει τα δεσμά του. Αντιστεκόταν στη λαβή με όλη την κτηνώδη δύναμή του, που ακόμα και ζαλισμένος και ασφυκτιώντας, ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Αλλά και ο Αύγουστος δεν το έβαζε κάτω και ότι έχανε σε δύναμη το αναπλήρωνε σε μια ισχυρή θέληση και χρόνια εξάσκησης που του επέτρεπαν να συγκεντρώνει όλη του την ενέργεια στην προσπάθειά του να νικήσει τον αντίπαλό του. Τελικά όμως το ένστικτο έδειξε να υπερισχύει της θέλησης. Με μια απότομη κίνηση το σώμα του Λύκου χτύπησε τον Αύγουστο με τόση δύναμη που το σκοινί έσπασε και ο μάγος πετάχτηκε ένα μέτρο πίσω, πέφτοντας μέσα στο κέντρο του κύκλου χτυπώντας πρώτα με τον ώμο του, που με έναν δυνατό κρακ βγήκε από τη θέση του, και έπειτα κυλώντας και πέφτοντας με την πλάτη του στο κέντρο του κύκλου, ενώ δευτερόλεπτα αργότερα το πλάσμα βρέθηκε από πάνω του, βυθίζοντας τα νύχια του βαθιά μέσα στη σάρκα του. Ο Ιούλιος παρατηρούσε όλη τη σκηνή σα χαμένος, το ίδιο και η Γιούνα δίπλα του. Μόνο όταν ο νεαρός ποιητής είδε τον μάγο να καταπλακώνεται από τον Λύκο ξύπνησε από το λήθαργό του και συνειδητοποίησε τι είχε δει στο όραμά του. "Αύγουστε," φώναξε στον μάγο "χαμηλά στην πλάτη του." Ο μάγος έβγαλε ένα βογκητό, καθώς το αίμα του χυνόταν από τις πληγές του, ενώ κάτω από την ανάσα του έψαλε κάτι και άπλωσε το γερό χέρι του στο πρόσωπο του λύκου. Ο Ιούλιος είδε μια λάμψη να περιβάλει τον κύκλο και από το κορμί του πλάσματος να σηκώνεται μια λαμπερή ομίχλη, κάνοντάς το να σταματήσει να κινείται. Ο μάγος από κάτω του κινήθηκε με κόπο στο πλάι και με το γερό χέρι του άρπαξε το πεσμένο μαχαίρι του και έπιασε κάτι λίγο πιο πάνω από το σημείο που ο ποιητής είχε δει το σημάδι στην πλάτη του λύκου, συνεχίζοντας πάντα να ψάλει. Τέλος με μια απότομη κίνηση το πέρασε πάνω στην πλάτη του Λύκου, χαράζοντας το δέρμα του στο κάτω μέρος της πλάτης του, από όπου ένα ασημένιο φως έλαμπε. Ένα ρίγος διαπέρασε το μυώδες κορμί του πλάσματος καθώς η ομίχλη που σηκωνόταν από πάνω του άρχισε να διαλύεται και οι μύες του κορμιού του άρχισαν να ξεφουσκώνουν, μέχρι που στο έδαφος σωριάστηκε ο γυμνός άντρας που είχαν δει να ανοίγει την πόρτα. Δίπλα του είχε πέσει ο Αύγουστος αιμορραγώντας. Ο Ιούλιος και η Γιούνα έτρεξαν από πάνω τους, η Γιούνα αρπάζοντας ένα πεταμένο πουκάμισο και πιέζοντας τις νυχιές πάνω στο κορμί του Αύγουστου, ο Ιούλιος πάνω από τον άντρα και μέτρησε το σφυγμό του: ήταν νεκρός. Λίγο πιο πέρα, πεταμένο σε ένα τοίχο, το ξεσκισμένο κουφάρι του Ανδρέας Μπόριμ συμπλήρωνε την αιματοβαμμένη σκηνή. "Βοήθησέ με να τον μεταφέρουμε," είπε η Γιούνα στον Ιούλιο, δείχνοντάς του τον Αύγουστο. "Αν τον δει γιατρός ίσως και να τα καταφέρει." Τις επόμενες μέρες η υπόθεση του Λύκου είχε γίνει το πρώτο θέμα σε όλες τις συζητήσεις. Πρώτα ένα μωρό έπεσε θύμα της δίψας του για αίμα, μετά ένας κυνηγός μαγισσών νεκρός δίπλα σε έναν γυμνό άντρα που κειτόταν μέσα στη μέση ενός τελετουργικού κύκλου. Οι πρώτες φήμες μιλούσαν για σκοτεινή μαγεία και δαίμονες που καλούσαν οι ιθαγενείς, όταν όμως ειδικός απεσταλμένος του Επισκόπου ήρθε και μελέτησε την σκηνή του εγκλήματος αποφάνθηκε ότι ο κύκλος ήταν κύκλος εξορκισμού και ότι εξορκιστής και θύμα έπεσαν θύμα του δαίμονα. Όταν ο Αύγουστος, ακόμα εξαντλημένος από τη μάχη του, με τον αριστερό ώμο του βγαλμένο και μερικά επιφανειακά κοψίματα στα πλευρά, διάβασε την είδηση στην εφημερίδα έδειξε μια φανερή ανησυχία και περίμενε από στιγμή σε στιγμή κάποιος κυνηγός μαγισσών να έρθει να τον βρει. Κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ, κάτι που σήμαινε είτε ότι δεν είχαν βρει τα ίχνη του είτε ότι απλά τον αγνόησαν ή τέλος ότι θεώρησαν τα όσα έκανε ένα θαύμα από τον Δημιουργό. Ας ήταν καλά ο Ιούλιος και η Γιούνα, με τη βοήθεια ενός αμαξά που πέτυχαν στο δρόμο, που τον μετέφεραν όσο πιο γρήγορά μπορούσαν στον πατέρα του πρώτου, αλλιώς ίσως να βρισκόταν τώρα μπροστά στον Κάλαχραντ για να δικαστεί η ψυχή του. Το σίγουρο ήταν πάντως ότι τώρα πια είχε όλο τον χρόνο να κάτσει να αναρρώσει και να επωφεληθεί της φτωχής μεν σε βιβλία αλλά όχι κακής σε επιλογές βιβλιοθήκης του γιατρού Κέστερ, ο οποίος τον φρόντιζε καθόλη τη διάρκεια της ανάρρωσής του. Μια εβδομάδα είχε περάσει από την επεισοδιακή εκείνη νύχτα, που λίγο έλειψε να τους στοιχίσει τη ζωή, και ο Ιούλιος, καθισμένος στη γνωστή θέση του στον πάγκο της "Ωραίας θέας" έγραφε νευρικός στο σημειωματάριό του το ποίημα της εβδομάδας για την "Αλήθεια". Βρισκόταν ήδη στην τρίτη του προσπάθεια και ένιωθε ότι οι ρίμες που παλιότερα του έβγαιναν τόσο άνετα δεν μπορούσαν πλέον να τον ικανοποιήσουν. Έγραφε άλλο ένα από τα ερωτικά ποιήματα του, που αναφερόταν σε λουλούδια, όμως για κάποιο λόγο το αποτέλεσμα του φαινόταν ξένο, άψυχο. Έσκισε για άλλη μια φορά το χαρτί στο οποίο έγραφε, το τσαλάκωσε νευριασμένος και κοίταξε τη Γιούνα που σέβριρε δύο πελάτες μερικά τραπέζια πιο πέρα. Η κοπέλα γύρισε και του χαμογέλασε. Παρά τα όσα είχαν περάσει εκείνο το βράδυ μπορούσαν ακόμα να προσποιούνται ότι η ζωή τους κυλούσε φυσιολογικά, κάτι που είχε πολύ μεγάλη σημασία για εκείνον. Γιατί όλα σε εμένα; αναστέναξε σιωπηλά και ετοιμάστηκε να δοκιμάσει να γράψει κάτι άλλο, όταν, σαν επιφάνεια, στο μυαλό του ήρθαν τα λόγια του γέρου που του μίλησε για το χάρισμά του. Το δώρο να βλέπουν το κακό πριν αυτό έρθει και να προειδοποιούν τη φυλή για αυτό, του είχε πει και τώρα καταλάβαινε πλήρως το νόημά του. Με ένα στραβό χαμόγελο πήρε πάλι το μολύβι του και έγραψε στο χαρτί την πρώτη στροφή της νέας του καριέρας: Λύκε λύκε πλάσμα ξένο και για αίμα διψασμένο μες στη νύχτα στο σκοτάδι περιμένεις το ζαρκάδι. Edited December 9, 2006 by Nihilio Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
The Blackcloak Posted December 9, 2006 Share Posted December 9, 2006 (edited) Τώρα το τελείωσα. Είναι καλό, δε βλέπω κάποια χτυπητά λάθη (αν και μπορεί να υπάρχουν). Η μάχη είναι αρκετά περιγραφικά δοσμένη και με σωστές δόσεις επιτυχιών, αποτυχιών και "από οφθαλμού πνεύματος". Ο κυνηγός μαγισσών προσθέτει χιούμορ και τα δημοσιεύματα των εφημερίδων μου θύμησαν το τέλος του Cujo του King που διάβασα πρόσφατα, δηλ. αρκετά καλά για κλείσιμο ιστορίας. Το σχόλιο στο τέλος για την κακή ποίηση του Ιούλιου προσθέτει άλλη μια καλή χιουμοριστική πινελιά. Well written. Edited December 10, 2006 by The Blackcloak Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.