Jump to content

Κόμπες ο Ντερλικοτής


Naroualis

Recommended Posts

Έχουμε μπει στην τελική ευθεία. Για όσους ρώτησαν για το Ζήση, ο όφις επιστρέφει και θα είναι μαζί μας ως το τέλος.

 

 

ΙΣΤ.

 

Μια σκιά μες τις σκιές.

 

Τετριμμένη έκφραση. Εντελώς αταίριαστη με κάποιον τόσο εξαιρετικό και εξέχοντα όσο ο Κόμπες ο Ντερλικοτής. Κι όμως δε θα μπορούσε τίποτε να περιγράψει καλύτερα τον τρόπο που ο κλέφτης διέσχιζε τους νυχτερινούς δρόμους του Ζουμζερί, γλιστρώντας αθόρυβα από την ταβέρνα της Ινολίκ προς τη Βόρεια Πύλη. Βέβαια αυτή η δουλειά ήταν πολύ εύκολη. Για να μπει την πρώτη φορά στο Ναό του Ρουμπινιού, το Ναό όπου ο θεός Ντεό-Νταό στέκει φύλακας του Ρουμπινιού μέχρι την επόμενη ενσάρκωση του Μπουβού-Καμπά, είχε εκτός από τον ήχο των βημάτων του να κρύψει και τον ήχο από τα χαϊμαλιά και τα φυλακτά που τον είχε φορτώσει ο Πετρεξού. Για να μην αναφερθεί κανείς ότι είχε να κρύψει και τη ντροπή του, κοτζάμ άντρας δύο μέτρα να φοράει ζακέτα γούνα αλεπού και να κυκλοφορεί νυχτιάτικα με τα σώβρακα. Τώρα, με τη γνώση ότι τα ξόρκια ήταν ξεθυμασμένα, δεν επέτρεψε στο μάγο να τον φορτώσει φυλαχτά ούτε να τον ντύσει σαν καρνάβαλο.

 

Σκιά μες στις σκιές. Απέφυγε τις παρόδους της αγοράς, απέφυγε όλα τα φουρνάρικα που ήξερε ότι υπήρχαν στα στενά, απέφυγε ακόμη και το σπίτι της Αουμπέ, της πόρνης από το Βορρά που διανυκτέρευε και ως εκ τούτου κόσμος πήγαινε κι ερχόταν με γρήγορο ρυθμό στην εγγύτητά του. Προσπέρασε χωρίς να σταθεί τη Λεόντειο Κρήνη και τον Κήπο των Ηρώων και χώθηκε, χωρίς να τον πάρει χαμπάρι η περίπολος της γερουσίας στο Πετρωμένο Άλσος.

 

Πολλές φορές ο Κόμπες είχε βρει το μπελά του με το Πετρωμένο Άλσος. Δεν ήταν μόνο ότι το μέρος ήταν γεμάτο με στρατιώτες της Γερουσίας της πόλης κι ότι ο Πετρεξού τον έβαζε να κάνει απίστευτα γελοία πράγματα με απίστευτα γελοίες αμφιέσεις. Ήταν η ίδια η φύση του Άλσους, ένα μέρος σκοτεινό, γεμάτο βουβά πνεύματα. Ό,τι πέθαινε μέσα στο Άλσος γινόταν πέτρα κι η ψυχή βουβαινόταν για πάντα, μακριά από κάθε νεκρική λήθη. Είχαν φροντίσει γι’ αυτό οι μάγοι κι οι γητευτές που έλεγχαν τις Πηγές της Μαγγανείας, ώστε να μη διαρρέουν τα μυστικά των Πηγών έξω από το Ζουμζερί.

 

Ο μιναρές του Ναού του Ρουμπινιού έλαμπε με τη γνωστή του κοκκινωπή λάμψη, χαρακτηριστικό σημείο και τουριστικό θέαμα του Ζουμζερί. Στάθηκε για λίγο, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τον Πετρεξού που υποτίθεται τον περίμενε για να βοηθήσει κρυμμένος στο άλσος του Ναού, σύμφωνα με τις οδηγίες του φιδιού Ζήση, αλλά δε μπόρεσε να ξεχωρίσει τη σιλουέτα του μάγου.

 

Δε δυσκολεύτηκε να μπει στο άλσος του Ναού, να βρει το παραπόρτι που οδηγούσε στις κατακόμβες και να μπει στα υπόγεια, φιλοδωρώντας όπως και την πρώτη φορά το φύλακα-ιερέα με μια γροθιά που μπορούσε να ρίξει αναίσθητο ακόμα και γκαμήλ. Είχε φροντίσει και πάλι να κρατάει μια μικρή δάδα, για να φωτίζει τα βήματά του.

 

Ήξερε το δρόμο. Προσπέρασε όλους τους κινδύνους που είχε ξανασυναντήσει: τον Καρακάν τον καταβροχθιστή, τη Ζούμπα το ευαίσθητο βαμπίρι, το σταφιδιασμένο πτώμα της Μυξοπάρθενης Πριγκίπισσας (κρατώντας προληπτικά τ’ αχαμνά του) και δυο-τρεις κατώτερους δαίμονες (δρακογεννήματα, γυμνοσαλιαγκοειδή και υβρίδια αλεπούς-κουκουβάγιας). Όλοι οι προαναφερθέντες λούφαζαν, ενθυμούμενοι την προηγούμενή τους συνάντηση με τον παράξενο Νότιο. Έφτασε χωρίς πολλές καθυστερήσεις στην πόρτα του θησαυροφυλακίου και μπήκε στο Δωμάτιο του Βωμού πολύ-πολύ προσεκτικά.

 

Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει πριν από δέκα μέρες. Το μικρό άδειο δωμάτιο, το σκοτάδι να παραμονεύει δυσοίωνα σε κάθε γωνιά, οι σβησμένες δάδες στους τοίχους, ο απλός πέτρινος βωμός, λιτός κι απέριττος και πάνω του το Ρουμπίνι, μεγάλο σαν κεφάλι παιδιού, να λάμπει κοκκινωπά. Ο Κόμπες στερέωσε τη δάδα του σε μια κόγχη και στάθηκε μπροστά στο βωμό με όλες του τις αισθήσεις σε επιφυλακή. Μπορεί ο Ντεό-Νταό να κοιμόταν, αλλά τίποτε δεν τον διαβεβαίωνε ότι δε θα ξυπνούσε πριν την ώρα του, να του χαλάσει τη δουλειά.

 

-Ζήση! έκανε σιγανά.

 

Από τα σκοτάδια πίσω από το βωμό υλοποιήθηκε το πελώριο φίδι. Τα πράσινα φωσφοριζέ μάτια του καρφώθηκαν στον κλέφτη εύθυμα.

 

-Α, δε μου αρέθει αυτό το ντύθιμο, είπε με την συριστική, τραβηχτή φωνή του. Θε κάνει κάπωθ άνοθτο. Θα βραθτό πθάρι χωρίθ λάδι, ένα πράμμα. Θε προτιμούθα με την άλλη αμφίεθη.

 

-Ναι, ναι, αλλά εγώ προτιμώ να ντύνομαι πιο αντρικά, εκνευρίστηκε ελαφρά ο Κόμπες. Να κάνουμε τη δουλειά μας και να φεύγω; Είμαι αλλεργικός στα υπόγεια και τους ναούς.

 

Το φίδι σάλεψε ανυπόμονα.

 

-Έχειθ την Ανάθα;

 

-Την Ανάσα την έχω. Κάτι άλλο μου λείπει.

 

-Τι;

 

-Εγγυήσεις.

 

-Τι εγγυήθειθ;

 

Ο κλέφτης κοίταξε τα νύχια του αριστερού του χεριού, δήθεν απορροφημένος από το θέαμα.

 

-Εγγυήσεις ότι αν σου τη δώσω, θα μου δώσεις κι εσύ το Ρουμπίνι.

 

Τα μάτια του φιδιού στένεψαν.

 

-Δε με πιθτεύεις;

 

-Φυσικά και σε πιστεύω, έκανε ο άντρας διπλωματικά. Όμως ήμουν έμπορος πριν γίνω κλέφτης κι έχω μάθει να ζητάω εγγυήσεις. Ένα μικρό μειονέκτημα του χαρακτήρα μου…

 

-Και θαν τι εγγυήθειθ θεθ;

 

Δεν είχε σταματήσει να κοιτάζει με άπειρη προσοχή τα νύχια του, μασώντας πού και πού κάποια παρωνυχίδα.

 

-Εσύ τι εγγυήσεις προσφέρεις;

 

Το τέρας έφερε το πελώριο κεφάλι του τόσο κοντά στο πρόσωπο του Κόμπες που η μαλακή χωρίς φολίδες μύτη ακούμπησε στην κοιλιά του.

 

-Έχω την εντύπωθη ότι παθ να με γελάθειθ, έκανε με μάτια που εξακολουθούσαν να είναι στενεμένα.

 

-Καθυστερούμε, είπε ο κλέφτης με δυσφορία. Λέγε: Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος ότι θα με αφήσεις να πάρω το Ρουμπίνι;

 

-Θου ορκίδομαι θτη δωή του γιου μου ότι θα το κάνω.

 

-Μπα; Έχεις και γιο; Πότε πρόλαβες να τον κάνεις;

 

-Πριν με δέθει ο Ντεό-Νταό, δούθα κοντά θτο ρουμάνι με τιθ άγριεθ ελιές, λίγεθ ώρεθ δρόμο από την Πύλη του Χαλκού τηθ Δρου. Η γυναίκα μου δεν είναι δράκαινα, είναι γυμνοθαλιαγκοειδέθ και το αυγό θέλει πολλούς αιώνες κλώθθημα. Αν υπολογίδω θωθτά όμωθ, αυτέθ τιθ μέρεθ πρέπει να σκάει μύτη ο μικρόθ.

 

Ο Κόμπες ένιωσε ένα παγωμένο χέρι να του σφίγγει την καρδιά. Τώρα καταλάβαινε γιατί τα μάτια του μωρού-τέρατος τού φαίνονταν γνωστά. Είχε πάρει –το χρυσό μου- τα μάτια του πατέρα του… Το γεγονός τον στενοχώρησε. Άλλο να σκοτώσεις ένα τερατάκι κι άλλο να σκοτώσεις το γιο του συνεργάτη σου, όσο τερατώδης κι αν είναι. «Έπρεπε να μου το είχες πει, Ζήση», σκέφτηκε, αλλά δεν ήταν ώρα για συγγνώμες. Διάλεξε τις επόμενες λέξεις του με άπειρη προσοχή.

 

-Το πατρικό φίλτρο είναι κάτι που θα μπορούσε κάποιος να εμπιστευτεί. Όμως όχι στη δική μου φυλή. Στο Νότο οι συγγενικοί δεσμοί κρατάνε μέχρι ν’ αρχίσει η εμπορική σεζόν. Δε διαλέγεις κάτι άλλο;

 

Το φίδι στένεψε κι άλλο τα μάτια του, αλλά δέχτηκε την πρόκληση.

 

-Ορκίδομαι θτο όνομα του Δρακοαφέντη. Μπορεί να είναι μπλε, αλλά είναι ο βαθιλιάθ κάθε ερπετού θτον κόδμο.

 

Ο Κόμπες πήρε ύφος προσποιητά έκπληκτο και κούνησε το κεφάλι του.

 

-Τσκ, τσκ, τσκ. Μα καλά, εμπιστεύεσαι κάποιον που έχει πάει με άλλο χρώμα δράκαινα;

 

Το φίδι δε μίλησε αμέσως. Φαίνεται ότι ζύγιζε τις γνώσεις του κλέφτη πάνω στο θέμα, γιατί όταν αποφάσισε να μιλήσει, το έκανε πολύ αργά και με άπειρη προσοχή.

 

-Μη με κρίνειθ από την εμφάνιθή μου. Μπορεί να μοιάδω με παιδικό παιχνίδι, αλλά είμαι έναθ από τουθ γιουθ του. Κι αυτή η ιθτορία με την κόκκινη δράκαινα είναι πθέμα. Ο πατέραθ είναι λίγο μουρντάρηθ κι έχει πάει με πολλά διαφορετικά θηλυκά όλων των ειδών, ακόμη και με μια δική θαθ γυναίκα, αλλά ποτέ δε θα απθηφούθε τουθ Αρχαίουθ Νόμουθ.

 

Άλλο ένα χέρι ακόμη πιο παγωμένο έσφιξε την καρδιά του Κόμπες. Όμως κάτω από την τρομάρα του υπήρχε και κάτι άλλο, ένα ακόμη συναίσθημα που αναγνώρισε σαν σεβασμό. Δεν υπήρχε τίποτε γελοίο σ’ έναν από τους γιους του βασιλιά των Δράκων και όλων των ερπετών, ακόμη κι αν αυτός έχει μικρά ηλίθια μάτια και ψευδίζει.

 

-Ώστε είσαι γιος του Δρακοαφέντη. Μάλιστα. Υπάρχει κάτι άλλο που έχεις ξεχάσει να μου πεις;

 

-Κοίτα, έκανε ο Ζήσης ανυπόμονα, ο Ντεό-Νταό μπορεί να κθυπνήθει ή μπορεί και να θυνεχίθει να κοιμάται. Να κθέρειθ ότι αν κθυπνήθει, δε θα τρέκθει να θε πιάθει, εφόθον είμαι εγώ εδώ. Θα προθπαθήθει να κάνει εμένα να θε κυνηγήθω. Όμωθ εγώ δε θα το κάνω. Τότε και μόνο τότε θα τρέκθει πίθω θου. Και πάλι μπορεί να θε κυνηγήθει μόνο μέχρι τον περίβολο του άλθουθ του Ναού. Μετά θα κάτθει να περιμένει τουθ ιερείθ να του το φέρουν πίθω. Και πίθτεπθέ με, θα το κάνουν. Μπορούν να το κάνουν.

 

-Το Ρουμπίνι δε θα μείνει στα χέρια μου πάνω από λίγες ώρες.

 

-Ωραία. Θα θτεναχωριόμουν ειλικρινά, αν κάποιοθ από τουθ ιερείθ θε κθεκοίλιαδε θτον ύπνο θου. Λοιπόν θου ορκίθτηκα θτο Δρακοαφέντη. Τι άλλο θεθ για να με πιθτέπθειθ;

 

-Τίποτα, έκανε ο Κόμπες και τράβηξε από την τσέπη του χιτώνα του το φιαλίδιο με την Ανάσα της Φραγκόκοτας.

 

Τα μικρά πράσινα μάτια του Ζήση γυάλισαν.

 

-Μόλιθ θου πω, πάρε το Ρουμπίνι και τρέχα όθο πιο γρήγορα μπορείθ. Να θυμάθαι ότι ο Ντεό-Νταό δε μπορεί να βγει από τον περίβολο του Ναού. Αν φτάθειθ θτο Πετρωμένο Άλθοθ πριν θε προλάβει, θα είθαι αθφαλήθ. Από το Ντεό-Νταό, όχι από τουθ ιερείθ ή τουθ θτρατιώτεθ τηθ γερουθίαθ…

 

-Κατάλαβα. Είμαι προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο.

 

-Έτοιμοθ;

 

Ο κλέφτης ακούμπησε το φιαλίδιο από ροζ και βυσσινί γυαλί πάνω στο βωμό, άπλωσε το δεξί του χέρι πάνω από το Ρουμπίνι κι ετοιμάστηκε να τρέξει. Τα μάτια του φιδιού γυάλισαν. Άνοιξε το στόμα του, έβγαλε μια μακρυά διχαλωτή γλώσσα, την τύλιξε γύρω από το φιαλίδιο και με ένα ανεπαίσθητα γουργουριστό ήχο το κατάπιε.

 

Μονομιάς, όλες οι δάδες λαμπάδιασαν, φτύνοντας τεράστιες φλόγες, που έγλυψαν το ταβάνι του δωματίου. Ο Κόμπες ένιωσε μια πελώρια λαχτάρα να πισωπατήσει, αλλά δεν το έκανε, πίεσε τον εαυτό του να κρατήσει τη σωστή στάση.

 

Το φίδι Ζήσης άρχισε ν’ αλλάζει, τυλιγμένο σε μια θαμπή ομίχλη, δημιουργημένη από το πουθενά. Τα μάτια του πήραν το χρώμα του σμαραγδιού, το δέρμα του άρχισε να βγάζει φολίδες, η μουσούδα του έγινε μυτερή, όμοια με τη μουσούδα ενός κανονικού φιδιού. Έβγαλε μια απίστευτη κραυγή, κάτι σα βογκητό ηδονής πολλαπλασιασμένο επί εκατό. Στο στόμα του φάνηκαν να φυτρώνουν μικρά, σκουροπράσινα δόντια, σαν τα δόντια του γιου του, μόνο που αντί για εξακόσια ή δυο χιλιάδες αυτά πρέπει να ήταν πάνω από δέκα χιλιάδες, ένα ολόκληρο δάσος από κοφτερά απειλητικά καρφιά, που μπορούσαν να μασήσουν και σίδερα. Μια απαράδεκτη μπόχα θειαφιού γέμισε το χώρο.

 

Οι δάδες φώτιζαν τώρα όλο το δωμάτιο και πίσω από το βωμό, ακουμπισμένος απαλά πάνω στις κουλούρες του σώματος του φιδιού που άλλαζαν σχήμα και χρώμα, φάνηκε ο ίδιος ο Ντεό-Νταό, ο Φύλακας του Ρουμπινιού. Ο κλέφτης δεν είχε ξαναδεί τόσο τέλειο αντρικό σώμα ποτέ στη ζωή του, ούτε καν όταν είχε πάρει μέρος στους γυμνικούς αγώνες για την κηδεία του Στουλ-Μαρσάκ, στο Σογκούλ. Ο θεός ήταν δυο φορές ψηλότερος από τον Κόμπες και κοιμόταν μακάρια, γυρισμένος με το πρόσωπο προς το Ρουμπίνι, ένα πρόσωπο όπου είχε στραγγίξει όλη η ομορφιά των θεών. Το φίδι άνοιξε το νέο, οδοντωτό στόμα του και φύσηξε μια θειούχα ανάσα πάνω του.

Link to comment
Share on other sites

ΙΖ.

 

Ο Ντεό-Νταό άνοιξε τα μάτια του μετά από μερικούς αιώνες ξεκούραστου ύπνου, γεμάτου ωραία όνειρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, απολαμβάνοντας την ευωδιά του θειαφιού –διότι ως γνωστόν, οι θεοί-Φύλακες απολαμβάνουν όσο τίποτε στον κόσμο το θειάφι. Τανύστηκε, χασμουρήθηκε χαριτωμένα και έριξε ένα βλέμμα γύρω του, σίγουρος ότι θα δει τον ίδιο το Μπουβού-Καμπά ενσαρκωμένο, να τον ελευθερώνει από την υποχρέωση να φυλάει το κωλο-ρουμπίνι. Κι αντί γι’ αυτό τι είδε ο δυστυχής;

 

Το φίδι Ζήσης είχε πια μεταμορφωθεί σ’ αυτό που ήταν πριν από την αιχμαλωσία του: σε έναν υπέροχο μπλε μεταλλιζέ δράκο με σχιστά σμαραγδένια μάτια που πετούσαν φλόγες. Οι φολίδες του κροτάλισαν ανατριχιαστικά πάνω στις πέτρες των τοίχων, καθώς το πελώριο κορμί σάλεψε, αφήνοντας τον αγουροξυπνημένο θεό να πατήσει κάτω. Ο Ντεό-Νταό ανησύχησε. Στο μυαλό του ήρθε η αιχμαλωσία του δράκου κι ο λόγος για τον οποίο τον είχε αιχμαλωτίσει.

 

-Ποιος επιβουλεύεται το Ρουμπίνι; Έκανε ο θεός με σπηλαιώδη φωνή. Πού είναι ο χίλιες φορές γεννημένος Μπουβού-Καμπά;

 

Πριν ο δράκος απαντήσει, η προσοχή του θεού έπεσε πάνω στο λιπόσαρκο θνητό, που περίμενε σε μια κωμική στάση μπροστά στο βωμό, με το ένα χέρι απλωμένο προς το Ρουμπίνι. Το μυταράδικο πλασματάκι –στα μάτια του Ντεό-Νταό, αφού για άνθρωπος ήταν αρκετά ψηλός και γεροδεμένος- τον κοιτούσε στα μάτια, έτοιμο να κάνει κάτι μάλλον ανόητο. Ο Κόμπες δεν τόλμησε να σαλέψει ούτε βλέφαρο, δεν είναι να παίζεις με τον πιο αιμοβόρο και άσπλαχνο κάτοικο του Παλατιού των Αθανάτων.

 

Τότε ο δράκος μίλησε. Η φωνή του ήταν το ίδιο σπηλαιώδης με του θεού, αλλά είχε επιπλέον μια συριστική, μεταλλική χροιά, σα σπαθί που σέρνεται πάνω σε σπαθί. Το ψεύδισμα είχε εξαφανιστεί.

 

-Τώρα, Κόμπες!

 

Ο κλέφτης δεν περίμενε να του το πουν δεύτερη φορά, Με ταχύτητα που το μάτι δε μπορούσε να συλλάβει, άρπαξε το Ρουμπίνι, άρπαξε και μια δάδα κι άρχισε να τρέχει προς τον έξω κόσμο. Πίσω του η νέα φωνή του Ζήση κουδούνιζε στα τοιχώματα του δωματίου.

 

-Οι μέρες της αιχμαλωσίας μου τελείωσαν, Ντεό-Νταό. Μείνε μόνος σου Φύλακας του Ρουμπινιού. Στην κοιλιά μου χωνεύει η Ανάσα της Φραγκόκοτας κι όλες μου οι δυνάμεις έχουν επιστρέψει. Σ’ αφήνω στη μιζέρια σου και φεύγω παίρνοντας γι’ αποζημίωση το Ρουμπίνι, για τους αιώνες που με κράτησες μακρυά από το κλώσσημα του γιου μου.

 

-Το Ρουμπίνι! Το Ρουμπίνι! Ηλίθιε δράκε, το Ρουμπίνι!

 

-Δεν έπρεπε να παίξεις μαζί μου, Ντεό-Νταό. Τώρα πληρώνεις για τη βλακεία σου να με αιχμαλωτίσεις.

 

-Το Ρουμπίνι! Ανάθεμα το μούλικό σου! Καλά έκανε το ανθρωπάκι και το σκότωσε!

 

Εκεί επάνω ο Κόμπες έβαλε στα πόδια του φτερά. Είχε ξεχάσει ότι ο Ντεό-Νταό ήταν ο θεός της Μοίρας των Παιδιών και σαν τέτοιος θα ήξερε τη μοίρα του μικρού τέρατος στο ρουμάνι με τις άγριες ελιές. Κι επειδή άλλο να τα βάζεις μ’ έναν κοιμισμένο θεό κι άλλο να έχεις σκοτώσει το μοναχοπαίδι ενός δράκου, πήρε μια βαθιά ανάσα κι ανέπτυξε ιλιγγιώδεις ταχύτητες.

 

Οι φωνές πίσω του μειώθηκαν σε ένταση για λίγο κι ύστερα ένας βρυχηθμός καμπάνισε στις κατακόμβες κάνοντας την σκόνη αιώνων να τρανταχτεί στους έρημους διαδρόμους. Μια στριγκλιά, μακρόσυρτη και πονεμένη τρύπησε τ’ αυτιά του κλέφτη, δίνοντάς του δύναμη να τρέξει ακόμη γρηγορότερα.

 

-Πώς τη βγάζουμε καθαρή, Βυζβόρουν; Διαμαρτυρήθηκε χαμηλοφώνως.

 

Λίγο ακόμη ήθελε να βγει από τις κατακόμβες, όταν άκουσε πίσω του τη μεταλλική κλαγγή. Οι φολίδες του δράκου χτυπούσαν πάνω στα τοιχώματα των διαδρόμων, καθώς το γιγάντιο ερπετό γλυστρούσε μανιασμένο να προλάβει το φονιά του παιδιού του. Ακόμη κι αν έβγαινε έξω από τον περίβολο του Ναού, όπου υποτίθεται ότι τον περίμενε ο Πετρεξού, ο Κόμπες δεν ήξερε πώς θα μπορούσε να γλιτώσει από τα δόντια του δράκου. Κι ο Ζήσης πλησίαζε, ουρλιάζοντας και σκούζοντας, με το χαιρέκακο γέλιο του Ντεό-Νταό να κουδουνίζει στο βάθος, ένα γέλιο που δε σήμαινε πολλά, αλλά οπωσδήποτε δε βοηθούσε στην εκτόνωση της κρίσης.

 

Ο Κόμπες πετάχτηκε από την πόρτα του υπογείου χωρίς καμμία προφύλαξη και με τον ίδιο τρόπο διέσχισε τον περίβολο του Ναού. Μη μπορώντας παρά να εμπιστευτεί το μάγο του, χώθηκε στο άλσος του Ναού, ουρλιάζοντας στην περίπολο των ιερέων που πήγε να του κόψει το δρόμο:

 

-Δράκος! Δράκος!

 

Μια πρασινωπή λάμψη έκανε την εμφάνισή της ανάμεσα στα δέντρα του Άλσους. Ώστε ο Πετρεξού ήταν εκεί. Δεν έμεινε να δει τι θα συνέβαινε, άλλωστε από τον Ντεό-Νταό δεν είχε κανένα φόβο πια. Με το δράκο όμως πώς θα τα έβγαζε πέρα; «Στο Πετρωμένο Άλσος!» άκουσε τον Πετρεξού να ουρλιάζει. Από τον ήχο της φωνής κατάλαβε ότι ο μάγος έτρεχε, πιθανότατα να ξεφύγει από την περίπολο των ιερέων ή από το δράκο που φρούμαζε, κροταλίζοντας τις φολίδες του και χτυπώντας την ουρά του στα δέντρα.

 

Ο Κόμπες κατάλαβε τι προσπαθούσε να του πει ο Πετρεξού. Στο Πετρωμένο Άλσος ίσως είχε μια ελπίδα να σωθεί, οι Πηγές της Μαγγανείας είναι σα ναρκωτικό για τους δράκους. Χώθηκε ανάμεσα στα απολιθωμένα δέντρα αγνοώντας τις κραυγές της περιπόλου της Γερουσίας, στην αρχή προειδοποιητικές, μετά τρόμου, καθώς ο Ζήσης ξερνούσε τη θειούχα του ανάσα προς πάσα κατεύθυνση. Οι μεταλλικοί θόρυβοι άρχισαν πάλι να έρχονται, το σώμα του δράκου χτυπούσε στους πετρωμένους κορμούς των δέντρων τσακίζοντας τα κλαδιά τους. Λίθινοι γδούποι μπλέκονταν με το στριγκό ουρλιαχτό του.

 

Ο κλέφτης έφτασε στην καρδιά του Άλσους, μπροστά τις Λίθινες Κρήνες της Μαγγανείας κι εκεί σταμάτησε. Γύρισε προς τη μεριά του διώκτη του και κάρφωσε τα πόδια του στο έδαφος. Ο δράκος εμφανίστηκε ανάμεσα στις πέτρες και σταμάτησε κι αυτός. Το μπλε μεταλλιζέ κορμί του αντιφέγγιζε το κόκκινο φως του Ναού του Ρουμπινιού κι έστελνε μελιτζανί αστραπές να καθρεφτίζονται στους απολιθωμένους κορμούς. Ανάσαινε λαχανιαστά, αλλά δεν ήταν από την προσπάθεια. Ο Κόμπες κατάλαβε ότι ο Ζήσης έκλαιγε, με το φοβερό κλάμμα ενός δράκου. Και σε ένα μικρό, απόμακρο δωματιάκι του μυαλού του η αίσθησή του του υπερφυσικού κουδούνιζε περίεργα, λες κι ήταν μια τραγική στιγμή ενός αγαπημένου προσώπου κι όχι μια ευκαιρία να γίνει ένα κομψότατο πτώμα.

 

-Ο γιος μου! Βρόντηξε η μεταλλική φωνή. Ο γιος μου! Ανθρωπάκι, σκότωσες το γιο μου! Το μωρό μου, που μόλις είχε σκάσει από το αυγό του! Κι η συντρόφισσά μου; Τη σκότωσες κι αυτή; Άθλιο πλάσμα! Εγώ σε έστειλα να με ελευθερώσεις κι εσύ σκότωσες το γιο μου!

 

-Δεν το ήξερα, έκανε ο κλέφτης με ένοχη ειλικρίνεια. Σου ορκίζομαι στην τιμή μου ότι δεν το ήξερα. Το μωρό σου πήγε να με κολατσίσει, τι έπρεπε να κάνω;

 

-Τιμή! Φρούμαξε ο δράκος. Ανθρώπινη τιμή! Τολμάς να μιλάς για τιμή μπροστά μου, ανθρωπάριο; Μπροστά στον απόγονο των Μεγάλων Δράκων; Στο γιο του ίδιου του Δρακοαφέντη;

 

-Σε βοήθησα να ελευθερωθείς, Ζήση. Μην το ξεχνάς.

 

-Δεν το ξεχνάω! Αλλά ο γιος μου είναι νεκρός! Δεν έχει νόημα η ελευθερία μου πια! Για ένα κόκκινο γυαλάκι σκότωσες το γιο μου, το μοναδικό μου γιο, σκότωσες τη συντρόφισσά μου!

 

Ο κλέφτης δεν καταλάβαινε γιατί δε φοβόταν. Σε άλλες περιπτώσεις θα είχε ήδη βάλει το χέρι του μπροστά στ’ αχαμνά του, ακολουθώντας τις πατρικές συμβουλές και θα ‘χε αρχίσει να βρίζει το Βυζβόρουν χυδαιότατα. Όμως η θέα της δυστυχισμένης αξιοπρέπειας του δράκου χτυπούσε μέσα του ένα συναίσθημα που ξεπερνούσε τον σεβασμό και άγγιζε την κατανόηση. Κι αυτό ήταν περίεργο, γιατί τι κατανόηση θα μπορούσε να έχει ένας κλέφτης από τις βάρβαρες φυλές του Νότου για έναν υπερφυσικό πατέρα που έχει μόλις χάσει το παιδί του;

 

-Τη συντρόφισσά σου δεν την πείραξα, είπε με αφύσικη συστολή. Τη σκότωσε μια παράξενη γυναίκα. Τη λένε Νταραντάε και κάποια ηχοφαντάσματα την είπαν ιπτάμενη έρπουσα.

 

Ο δράκος βουβάθηκε ξαφνικά. Έμεινε ακίνητος χωρίς να σαλεύει ούτε την ουρά του. Μόνο τα τεράστια ρουθούνια του έπαιζαν, δίνοντας στη θλίψη του μια νότα σχεδόν παιδική.

 

-Νταραντάε… έκανε σα χαμένος. Ώστε είναι αλήθεια. Ώστε έχουμε τόσο σκληρή μοίρα, ανθρωπάκι, τόσο σκληρή… Μοίρα που έχει προφητευτεί εδώ και αιώνες, από όντα πολύ ανώτερά μας…

 

Ανάμεσα στα δέντρα ηχούσαν βήματα, η περίπολος είχε βρει τον Πετρεξού κι έρχονταν σε βοήθεια του Κόμπες. Αυτό δεν ήταν και πολύ καλό, ένας κλέφτης με το Ρουμπίνι του Ντεό-Νταό στα χέρια να πέσει στις τρυφερές περιποιήσεις της περιπόλου. Αλλά ο Κόμπες δεν είχε και πολλές επιλογές. Περίμενε στωικά, μπροστά στο δράκο που θρηνούσε βουβά, ψελλίζοντας πράγματα που θα μπορούσαν να τον βάλουν σε σκέψεις.

 

-Κόμπες… έκανε ο δράκος. Ναι, Κόμπες. Έπρεπε να το καταλάβω, έπρεπε να θυμηθώ, αλλά δε θυμήθηκα. Κι αυτή ήταν η τιμωρία μου, να χάσω την οικογένειά μου από το χέρι σου κι απ’ το χέρι της έρπουσας. Δε μένει τίποτε άλλο να γίνει λοιπόν. Δε μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Εσύ όμως μπορείς, ανθρωπάκι. Μόνο εσύ μπορείς και μόνο εσύ θα ήθελα να μπορείς…

 

Σηκώθηκε στα πίσω πόδια του, ξεδιπλώνοντας το ερπετίσιο του κορμί, απλώνοντας τα μπλε μεταλλιζέ φτερά του, ανοίγοντας τα χέρια του με τα τεράστια γαμψώνυχα. «Ήρθε το τέλος;» αναρωτήθηκε ο Κόμπες και τα μάτια του πετάρισαν, περιμένοντας αντρίκια το μοιραίο. Αλλά ο δράκος είχε άλλη γνώμη, μια τελευταία έκπληξη περίμενε τον κλέφτη, ένα καθήκον σκληρότερο απ’ αυτά που είχε αναλάβει κατά καιρούς.

 

-Σκότωσέ με, ανθρωπάκι. Μ’ αυτό το σπαθί που σκότωσες το γιο μου, σκότωσε κι εμένα. Δε γίνεται να ζήσω, χωρίς να σε σκοτώσω, κι αν το κάνω τότε δεν υπάρχει σωτηρία για μένα. Σκότωσέ με και μη ρωτήσεις τίποτε, θα μάθεις όταν έρθει ο καιρός. Μόνο μια χάρη σου ζητώ, σκότωσέ με. Κι όταν γίνει ό,τι πρέπει να γίνει, θυμήσου το Ζήση, τη συντρόφισσά του και το γιο του, που πέθαναν από το χέρι σου. Και να κουβαλάς τη μνήμη τους για φυλακτό, γιατί αν ζητήσεις τη βοήθειά τους, θα την έχεις…

 

Τα βήματα της περιπόλου ακούγονταν τώρα πεντακάθαρα κι η λάμψη από κάποιο ξόρκι που ετοίμαζε ο Πετρεξού είχε αρχίσει να δυναμώνει, κάποιο ξόρκι αφανισμού, που θα έστελνε το δράκο εκεί που πάνε οι δράκοι όταν πεθαίνουν. Ο Κόμπες τράβηξε το σπαθί του κάπως διστακτικά, ήθελε να ρωτήσει το Ζήση τι εννοούσε με τα αινιγματικά του λόγια σχετικά με το πεπρωμένο, ήθελε να μάθει γιατί είχε τόσο περίεργα συναισθήματα γι’ αυτόν, αλλά σεβάστηκε την επιλογή του δράκου, σεβάστηκε τον πόνο και την παράδοσή του σε έναν κατώτερο αντίπαλο, φοβήθηκε κι ότι η περίπολος θα τον έπιανε χωρίς να υπάρχει λόγος να μπερδευτούν τόσο τα πράγματα. Με μια απαλή κίνηση κάρφωσε το σπαθί του στο θώρακα του τρομερού του αντιπάλου.

 

-Αντίο, δράκε Ζήση. Θα ανταμωθούμε εκεί που ανταμώνουν οι γενναίοι.

 

Το πελώριο ερπετό άνοιξε το στόμα του σε κάτι που έμοιαζε με θλιμμένο χαμόγελο, καθώς σωριαζόταν μ’ ένα μεταλλικό γδούπο στο χώμα. «Εκεί που ανταμώνουν οι γενναίοι…» ήταν οι τελευταίες του λέξεις, ποτισμένες με την οσμή του θειαφιού. Ύστερα, μ’ έναν ήχο που θύμιζε κατολίσθηση, το τρομερό κορμί πέτρωσε κι ο Κόμπες είχε μπροστά του ένα δράκο από γαλαζωπό ασβεστόλιθο, λουσμένο στο κοκκινωπό φως του Ναού του Ρουμπινιού, με δυο λαμπερά σμαράγδια στη θέση των ματιών.

 

Ο κλέφτης δε στάθηκε περισσότερο. Η περίπολος πλησίαζε και δεν είχε όρεξη να δίνει εξηγήσεις. άρχισε να τρέχει πάλι, έχοντας στο μυαλό του τα λόγια του δράκου και κάτι ενοχλητικό σα θεϊκό χαχάνισμα. Ο Ντεό-Νταό δεν είχε θυμώσει, το Ρουμπίνι θα ξαναγύριζε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο Δωμάτιο του Βωμού. Αλλά τρία πλάσματα που δεν είχαν φταίξει σε τίποτα είχαν πεθάνει εξ αιτίας του, τρία πλάσματα που είχαν μια απίστευτη αξιοπρέπεια και συναισθήματα απολύτως ανθρώπινα. «Καταραμένη γυναίκα,» σκέφτηκε καθώς γλιστρούσε, σκιά μες τις σκιές, στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης.

 

Μόνο που δεν ήξερε αν έβριζε τη Μέρσα, τη μαιτρέσσα του Πετρεξού, την αιτία γι’ αυτήν την περιπέτεια ή την ονειρική Νταραντάε. Γιατί είχε την παράλογη πεποίθηση ότι η ιπτάμενη έρπουσα, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό, ήταν ο πραγματικός αίτιος κάθε κακού.

Link to comment
Share on other sites

Θα ακούσεις τον λαό και το κοινό σου. Θέλουμε τον Ζήση πίσω, και χωρίς το ψεύδισμα δε λέει.

Link to comment
Share on other sites

Κι όταν γίνει ό,τι πρέπει να γίνει, θυμήσου το Ζήση, τη συντρόφισσά του και το γιο του, που πέθαναν από το χέρι σου. Και να κουβαλάς τη μνήμη τους για φυλακτό, γιατί αν ζητήσεις τη βοήθειά τους, θα την έχεις

 

Καλά μου παιδιά, πρέπει πρώτον να συμφιλιωθείτε με το θάνατο και δεύτερον ν' αφήσετε την ιστορία να γραφτεί όπως πρέπει. Άλλωστε αυτό είναι μόνο το πρώτο επεισόδιο. Δεν εννοω ν' αφήσω τον Κόμπες πριν μου δώσει τουλάχιστον ακόμη έντεκα επεισόδια. Ήδη το δεύτερο έχει 10.000 λέξεις και πάμε για τις 30.000. Είπαμε: υπομονή. άλλωστε ο ίδιος ο Ζήσης περίμενε τόσους αιώνες μέχρι να σκάσει το αυγό του γιού του. Δε μπορείτε να τον απογοητεύσετε με βιασύνες...

Link to comment
Share on other sites

ΙΗ.

 

Όλο το Ζουμζερί έμαθε μέσα σε ελάχιστη ώρα τα γεγονότα του Πετρωμένου Άλσους. Όχι βέβαια όπως έγιναν στην πραγματικότητα, αλλά όπως κατάφερε να τα μπουρδουκλώσει ο Πετρεξού, όταν ρωτήθηκε από τους άντρες της περιπόλου τι ήθελε εκείνη την ώρα της νύχτας κοντά στο Ναό του Ρουμπινιού. Όταν ξεμπέρδεψε με τις ανακρίσεις, το ίδιο πρωί, πήγε στην ταβέρνα της Ινολίκ. Ο Κόμπες είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας στην ταβερνιάρισσα το Ρουμπίνι κι ένα μήνυμα για το μάγο.

 

«Πηγαίνω το δράκο εκεί που ανήκει,» έλεγε το μήνυμα. Ο Πετρεξού παραξενεύτηκε, αλλά δε ρώτησε ποτέ πού και τι πήγε να κάνει ο συνεργάτης του. Μόνο το ίδιο απόγευμα πήγε να επισκεφθεί τον πετρωμένο δράκο κι είδε ότι από το ασβεστολιθικό κορμί έλειπαν τα δυο πράσινα πετράδια των ματιών. Και θυμήθηκε κάτι που ο κλέφτης δε θα μπορούσε να ξέρει, ότι η ψυχή ενός δράκου κρυσταλλώνεται μετά το θάνατό του στα πετράδια των ματιών του. Αλλά επειδή ένας μάγος ξέρει πάντα περισσότερα απ’ όσα λέει, δε μίλησε γι’ αυτό σε κανέναν, παρά μόνο μετά από πολύ καιρό, όταν τα γεγονότα του είπαν να το κάνει.

 

Φήμες ήρθαν από τη Θαγγηλεία μετά από έξι μέρες. Είχαν δει τον Κόμπες να περνάει από το μαγαζί του Πικολίνου και ν’ αγοράζει ένα φτυάρι. Κάποιοι που δούλευαν στα χωράφια τον είχαν δει να μπαίνει στο ρουμάνι με τις άγριες ελιές και να βγαίνει το ίδιο βράδυ, σκονισμένος κι ελεεινός. Άνθρωποι που τον είχαν ξανασυναντήσει έλεγαν ότι είχε στα μάτια του μια σοβαρότητα πρωτοφανή για το αλέγκρο του χαρακτήρα του, σα να ‘χε μόλις γυρίσει από κηδεία.

 

Γύρισε δέκα μέρες μετά την απολίθωση του δράκου Ζήση, πάνω σ’ ένα κλεμμένο γκαμήλ. Μπήκε στην ταβέρνα της Ινολίκ χωρίς να σπάσει την πόρτα και χωρίς την κραυγή του της ταβέρνας. Ζήτησε κρασί και γαλέτα με χαμηλή φωνή και δεν πρόσβαλε τον Μπόρτου. Όταν το ίδιο βράδυ, η ταβερνιάρισσα ανέβηκε στο δωμάτιό του να δει αν είναι καλά, εκείνος δεν έβγαλε μιλιά ούτε άπλωσε χέρι πάνω της, μόνο κοιμήθηκε με το κεφάλι του στο στήθος της, σαν παιδί που έχει μόλις χάσει την αθωότητά του. Κι επειδή η Ινολίκ ήταν γυναίκα με κατανόηση δεν ρώτησε τίποτε, ούτε ανέφερε ποτέ ξανά εκείνη τη βραδιά.

 

Λίγες μέρες αργότερα ο Πετρεξού ξαναβρέθηκε με τον Κόμπες μπροστά σ’ ένα τραπέζι. Φορούσε ρούχα πένθιμα κι είχε στα χέρια του ένα κομμάτι περγαμηνής. Ο κλέφτης δεν τον κοίταξε καν, αλλά ο Πετρεξού ήξερε τι περίμενε ο άλλος ν’ ακούσει.

 

-Κάτι βρήκα σ’ ένα υπόγειο της Βιβλιοθήκης, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο τι εννοεί. Πρέπει να κάνεις όμως λίγη υπομονή. Έχε μου εμπιστοσύνη. Θα βρούμε ποια είναι. Όσο και να πάρει, θα βρούμε ποια είναι.

 

-Και τότε…

 

Αλλά ο Κόμπες δεν θέλησε να γίνει πιο σαφής.

 

 

 

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ

 

ΕΠΟΜΕΝΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ: ΤΟ ΒΕΛΑΝΙΔΩΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΟΤΡΥΠΑΝΟ

 

Ποιος είναι ο τύπος από το Βορρά με το τατουάζ του Μεγάλου Μάγιστρου; Ποιο είναι το φύλο του μπαμπούλα Βόο-Γόο-Δόο; Γιατί η Ινολίκ μυρίζει ροδάκινο, ακόμη κι αν είναι πάνω από την ψησταριά όλη μέρα; Θα σταματήσει να μιλάει το Εκατέλι; Και τι ρόλο βαράει το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο;

 

Realease date: 1/6/2007 (ή και νωρίτερα...)

Edited by naroualis
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Μόλις το τελείωσα. Μού άνοιξε την όρεξη για φάντασυ. Ξεκινάω και το δεύτερο. Σίγουρα δεν είναι του γούστου μου, αλλά είναι τόσο καλό που παρ' όλα αυτά θέλω να συνεχίσω να το διαβάζω. Ως γραφή είναι επαγγελματική δουλειά και η φαντασία και οι πικάντικες λεπτομέρειες δημιουργούν ένα συνεχές ενδιαφέρον. Στις στιγμές δράσης χάρηκα σα μικρό παιδί. :thmbup:

Edited by darky
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Είχα διαβάσει τα πρώτα τρία κεφάλαια του Κόμπες όταν είχαν γραφτεί Ευθυμία, και θυμάμαι πως σου είχα πει ιδιωτικά πως μου άρεσε πάρα πολύ η ιστορία.

Ξεκίνησα να τη διαβάζω πάλι σήμερα, και θα κάνω εκτενές σχόλιο όταν την τελειώσω, όμως ήθελα εδώ να σου πω το εξής. Εννοείται πως η ιστορία πρέπει να εκδωθεί κάπου, κάποια στιγμή σύντομα. Όμως επιτέλους, Ω ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ένας "κάφρος" χαρακτήρας που να είναι αληθινά αστείος, αληθοφανής και όχι χιλιοχρησιμοποιημένη καρικατούρα, που να έχει αληθινή αιτία ύπαρξης πέρα από την "καφρίλα", σε μια ιστορία τοποθετημένη σε ένα κόσμο ιδιαίτερο και ψαγμένο και πιστευτό (όπως είναι ο Δισκόκοσμος του Πράτσετ παρά την επιστημονικά αδύνατη πιθανότητα να υπάρχει), και όχι απλά ένας μπερντές για τον στερεότυπο "κάφρο" πρωταγωνιστή. Ναι, ο Κόμπες είναι κάφρος, αλλά κάφρος που μπορώ ακόμα και να τον συμπαθώ!

Η ιστορία βέβαια είναι τυπική φάντασυ, αλλά δεν έχει σημασία το "τυπικό". Εξ άλλου μέσα σε όλη την παράνοια που έχεις βάλει, πρέπει μερικά πράγματα να είναι στερεότυπα ή έστω πεζά (δηλαδή άμεσα αναγνωρίσιμα και συνηθισμένα) για να υπάρχει αντίβαρο στο χιούμορ και την ακραία, μπορώ να πω, παρανοικότητα που νιώθει κανείς από τις πρώτες γραμμές της ιστορίας σου.

Μάλιστα το πόσο καλός χαρακτήρας είναι ο Κόμπες, και πόση οικονομία έχεις κάνει μαρτυρώντας για άλλη μια φορά τη δύναμη της γραφής σου, είναι ίσως το πιο σύντομο και περιεκτικό characterisation που έχω δει ποτέ μου σε ιστορία.

Ο Κόμπες λέει: "Φαγιά! Βυζιά!"

Kαι δεν θα υπάρχει ούτε ένας αναγνώστης που να μην ξέρει ξεκάθαρα μέσα από δύο μόνο λεξούλες, ποιος είναι ο Κόμπες, και πιθανά, προς τα που θα κινηθεί! Καταπληκτικό!

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ και τους δυο σας για τα σχόλια, αν και περίμενα να μου πείτε μεριές-μεριές που χάσκει το κείμενο, άλλωστε γι'αυτό δεν είναι η Βιβλιοθήκη;

 

Darky, αν και έσβησες όπως βλέπω το σχόλιο για τον Χώναν, δε μπορείς να φανταστείς πόσο με κολακεύεις! Μεγαλώνοντας θες να γίνεσαι έμπνευση για τους άλλους γύρω σου, κι αν ο Κόμπες το κατάφερε αυτό είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή μου, που μου έφαγε (και μου τρώει) τόσο χρόνο από τη ζωή μου κι από τους υπόλοιπους ήρωές μου. Οι στιγμές δράσης που λες ότι ευχαριστήθηκες είναι πάντα το μεγάλο μου άγχος. Ποτέ δεν ξέρω αν είναι αρκετά κατατοπιστικές ή αν τις περνάω γρήγορα-γρήγορα, γιατί ακριβώς αισθάνομαι ότι δε θα τα καταφέρω μαζί τους. Επιφυλλάσσομαι στο τρίτο μέρος που τελειώνει σε 15 περίπου μέρες να είναι και πιο μεγάλες και πιο χορταστικές.

 

Dain, υπάρχει μια λακουβίτσα στο θέμα της καφρίλας. Όσο κάφρος κι αν φαίνεται ο Κόμπες, στην πραγματικότητα υπάρχουν κι άλλα επίπεδα στο χαρακτήρα του. Δε λέω ότι δεν είναι κατά βάση κάφρος, αλλά να, υπάρχει και το θέμα με τον πατέρα του, το θέμα της φιλίας του με τον Πετρεξού, το θέμα της σχέσης του με την Ινολκ και άλλα γεγονότα, που μέχρι το τέλος θα αποδειχτούν πολύ σημαντικότερα. Έχω προσπαθήσει πάρα πολύ να τον κάνω κάφρο, για δύο κυρίως λόγους: ο ένας είναι ότι στο τέλος θέλω να κάνω μια ανατροπή που και πιστευτή αλλά και απίστευτη να είναι. Κι ο δεύτερος είναι ότι μέχρι τώρα δεν είχα ποτε δημιουργήσει έναν τέτοιο χαρακτήρα κι είναι πολύ σημαντική αυτή η πρόκληση για μένα.

 

Αλλά όπως κι ο Ζήσης αποδεκνύεται στο τέλος κάτι περισσότερο από μια καρικατούρα δράκου, έτσι κι οι περισσότεροι χαρακτηρες, τη εξαιρέσει του Μπόρτου, θα έχουν ένα τελικό twist στη συμπεριφορά τους και στη χρησιμότητά τους στο κείμενο. Ελπίζω να επιζήσω άλλα δύο χρόνια για να μπορέσω να γράψω και τις 10 ή 12 περιπέτειες του Κόμπες που έχω στο μυαλό μου, για να ολοκληρωθεί η ιστορία του με τη Νταραντάε. Κι ύστερα θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, θα ήθελα να διηγηθώ και την ιστορία του ως τη στιγμή που συναντάει το Ζήση κι ίσως και το τι γίνεται μετά την εκπλήρωση του πεπρωμένου του. Πρόβλεπεται άθλος και δεν ξέρω πότε θα τα φτύσω, αλλά με τα καλά σας λόγια παίρνω θάρρος και συνεχίζω.

 

Απλά σας ευχαριστώ. Όλους.

 

Κι ένα υστερόγραφο, που μου αρέσουν τόσο όσο και στην Faia (δε σε ξέχασα Οξιά μου, το ψάχνω για να απαντήσω στο pm σου): Για όποιον με πιστεύει Pratchett άρχισα να διαβάζω όταν είχα ήδη τελειώσει το πρώτο επεισόδιο.

Link to comment
Share on other sites

Στην πραγματικότητα το σχόλιο για τον Πράτσετ ήταν τυχαίο, μια που έχει κάνει έναν "απίθανο" κόσμο πιστευτό. Δεν υπονόησα ούτε πως αντέγραψες, ούτε πως εμπνεύστηκες από τον Πράτσετ.

 

Είμαι σίγουρος πως ο Κόμπες εξελίσσεται μετά, εξ άλλου σου είπα πως είναι πιστευτός χαρακτήρας και όχι καρικατούρα "κάφρου", αν και κάφρος στη συμπεριφορά. Οι δύο λέξεις "Φαγιά, Βυζιά" σίγουρα λένε πολλά για το "χαρακτήρα" του Κόμπες, και έτσι ξέρει όπως είπα ο αναγνώστης ποιος είναι ο Κόμπες - ως τη φάση εκείνη τουλάχιστον - αλλά δε λέει τα πάντα για τον Κόμπες σαν χαρακτήρα. Είναι όμως ένα ξεκίνημα με έναν σαφέστατο πρωταγωνιστή.

 

Για όσα πιθανά νομίζω πως "πάσχει" η ιστορία σου (αν πάσχει) θα σου πω όταν τελειώσω την ανάγνωση.

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

Καμμία μομφή στην αναφορά στον Πράτσετ. Απλά το άκουσα κι από αλλού, τη σύγκριση εννοώ, και με κολάκεψε!

 

(Αυτό που κολακεύομαι εύκολα, είναι σοβαρό γιατρέ μου;) ;Ρ

Link to comment
Share on other sites

(Μουσική από το Also Sprach Zarathustra)

 

ΗΤΑΝ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ! Η ΜΩΒ ΧΑΡΑΚΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ΕΙΧΕ ΣΗΜΑΔΕΨΕΙ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΣΕΛΗΝΗ!

 

ΤΟΝ ΕΙΧΑΝ ΧΛΕΥΑΣΕΙ! ΤΟΝ ΕΙΧΑΝ ΞΕΓΕΛΑΣΕΙ! ΤΟΝ ΕΙΧΑΝ ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΕΙ! ΤΟΝ ΕΙΧΑΝ ΤΣΑΚΙΣΕΙ! ΤΟΝ ΕΙΧΑΝ ΚΕΡΑΤΩΣΕΙ!

 

ΤΩΡΑ ΗΤΑΝ Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ, ΚΑΙ ΘΑ ΠΛΗΡΩΝΑΝ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ!

 

ΜΠΟΡΤΟΥ Ο ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ

Link to comment
Share on other sites

^OMG η εκδίκηση του Μπορτου.

 

<paranoia mode off>

 

nar δεν ηθελα τελικά να κάνω το συσχετισμό γιατί ο Χώναν όπως και να το κάνουμε είναι καθίκι του σατανά.

 

Αντίθετα ο Κόμπες είναι ωραίος τύπος, έξω καρδιά, σα μια μίξη μάουζερ και φάφρντ με πιο πολύ από το δέφτερο. Κάφρος kaffir σημαίνει κάτι παραπλήσιο του βάρβαρος/αγροίκος. Αλλά κατά βάθος είναι καλό παιδί και συμπαθέστατος ο κιαρατάς.

 

<paranoia mode on>

 

Και έχει και μεγάλη... μύτη αν με πιανετε... :PPPPPPPP

Edited by darky
Link to comment
Share on other sites

Στο θέμα με τη ... μύτη έχεις απόλυτο δίκιο. Και μετά το τρίτο επεισόδειο δε θα έχει να το λέει μόνο η Ινολίκ ή η θεά των γουρουνιών. Θα 'χει να το λέει κι ο Πετρεξού...

Link to comment
Share on other sites

(...)

Και έχει και μεγάλη... μύτη αν με πιανετε... :PPPPPPPP

 

Mα, παιδάκι, από την πρώτη στιγμή, από το γεγονός και μόνο ότι φοράει βρωμιλί σωβρακάκι φαίνεται ότι έχει μεγάλη... μύτη (κι εσείς μύτη το λέτε, ε;)

Link to comment
Share on other sites

Κι ένα μεζεδάκι από το τέταρτο -to come- επεισόδιο:

 

Ο Κόμπες (Κ) μονομαχεί μ' ένα τύπο (Τ) του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι η μύτη του Πινόκιο. Κατά τη διάρκεια της μονομαχίας γίνεται η εξής στιχομυθία:

 

Κ.: Θα σε φάω λάχανο, ρε!

Τ.: Λάχανο τουρσί ή λάχανο ντολμάδες;

Κ.: Λάχανο με μυτόγκα καπαμά!

Τ.: Μυτόγκα; Ποιον είπες μυτόγκα ρε; Δεν κοιτάς τα χάλια σου λέω γω;

Κ.: Θες να σου δείξω τη μύτη μου; Αλλά μη μου πεις μετά ότι σε τρόμαξα...

 

 

Κι ο νοών νοήτω (κι ο νοών τω ανοήτω...)

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Κατάφερα πριν λίγες μέρες να εκσυγχρονήσω το χάρτη του κόσμου του Κόμπες. Έχει βέβαια πολλές ασάφειες. Παραδείγματος χάρην η απόσταση ανάμεσα στο Χάρατς και το Τσβάρος είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που φαίνεται να έχουν. Ο χάρτης είναι έτσι φτιαγμένος ώστε να μοιάζει με απόσταση πέντε ή έξι ημερών ταξίδι (κρίνοντας από την απόσταση μεταξύ Ζουμζερί και Θαγγηλείας) ενώ στην πραγματικότητα χρειάζεται περίπου ένας μήνας ίσως και περισσότερο. Enjoy.

 

post-532-1188295757_thumb.jpg

Link to comment
Share on other sites

Αναρωτιέμαι. Αναρωτιέμαι αν ο Κόμπες καταλήξη χωρίς να έχει τα δύο πράγματα που μοιάζει να θέλει μέχρι τώρα, γιατί θα κάνει το σωστό.

Link to comment
Share on other sites

Ποια δυο πράγματα εννοείς (για να σκεφτώ αν θα τα έχει ή όχι);

Link to comment
Share on other sites

Ε, όχι. Αυτό δεν το θέλει ούτε ο θεός. Ο κανένας θεός, όχι μόνο ο Βυζβόρουν.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 year later...

Δεν θα σταθώ στο πόσο όμορφα πέρασα. Θα πω μόνο ότι ο Κόμπες είναι ένας από τους πιο σκληρούς και συνάμα πιο γλυκούς ήρωες του φανταστικού. Με κατορθώματα αλλά και συνήθειες που πολλοί από εμάς σίγουρα ζηλεύουν. Ειδικά εκείνη η Νταραντάε με συγκλονίζει συθέμελα. Πολύ θα ήθελα να έχω την εύνοια της. Η αχαλίνωτη φαντασία που χαρακτηρίζει τούτο εδώ το έπος, είθε να μην σε εγκαταλείψει ποτέ.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 year later...

Ευθυμία, παραιτούμαι! Σπάω το πληκτρολόγιό μου! Πώς να τολμήσω εγώ, μετά απ' αυτό, να ξαναγράψω, τουλάχιστον φάντασυ; Καταπληκτικό, πάρα πολλή πλάκα, πολύ καλογραμμένο, ο κόσμος καλοφτιαγμένος και με πλούσια φαντασία που ξέρεις να τη χρησιμοποιείς στις σωστές δόσεις! Μπράβον !! :first: :first: :first: :first:

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..