DinoHajiyorgi Posted June 20, 2007 Share Posted June 20, 2007 (edited) 1. Βυθίστηκα σε ένα περίεργο και ολοζώντανο όνειρο. Το έζησα σαν μια συνεχόμενη πραγματικότητα, τέτοια που ήταν, σαν να είχα μια άλλη ζωή μέσα στον ύπνο μου. Στην αρχή όλα ήταν θαμπά, όπως συμβαίνει συχνά στα όνειρα, μετά σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται όλο και πιο ξεκάθαρα. Δυστυχώς δεν ήξερα πως ονειρευόμουν, είχα ξεχάσει ποιος πραγματικά ήμουν και ανέλαβα τον ρόλο της νέας μου ταυτότητας. Ένας βαθύς και σκοτεινός χειμώνας έπεσε πάνω στον κόσμο, θάφτηκε η φύση στο χιόνι και τον πάγο. Ήμουν ένα τέρας σε αυτόν τον κόσμο, ένας λύκος. Πείνα έκαιγε τα σωθικά μου, η οσμή του ζεστού αίματος τσουρούφλιζε τα ρουθούνια μου. Έψαχνα συνεχώς να ικανοποιώ το κενό μου στομάχι, κυνηγούσα ζώα και ανθρώπους, κατέστρεφα πόλεις, ερήμωνα πολιτισμούς. Άνθρωποι σε όλη την Γη ήξεραν για μένα και με έτρεμαν. Γύρω από τις φωτιές τις νύχτες εξιστορούσαν τις φρικαλεότητες που διέπραττα. Καθόμουν φορές στην ράχη του κόσμου και αφουγκραζόμουν τους ψίθυρους τους. Άφηνα τότε το τρομερό μου ουρλιαχτό και ένιωθα τις καρδιές τους να κομματιάζονται. Με έτρεφε και ο ίδιος τους ο φόβος. Λίγοι γενναίοι στάλθηκαν να με εξοντώσουν. Τους κατασπάραξα αλύπητα, άφησα τα αχνιστά τους κόκαλα εκτεθειμένα στο ύπαιθρο για να παραδειγματίζονται οι άλλοι. Μετά ακολούθησαν ολόκληροι απελπισμένοι στρατοί στους οποίους χάρισα ένδοξο φρικιαστικό θάνατο. Άδειαζαν οι πολιτείες στο άκουσμα του ερχομού μου. Άδειαζα ηπείρους. Με πλεούμενα και καραβάνια μετανάστευαν οι άνθρωποι για να γλιτώσουν μακριά μου. Νεκρά κουφάρια γέμιζαν την γη εκεί που κάποτε υπήρχε ζωή. Φορές επιθυμούσα να κατάφερναν κάποιοι να με σταματήσουν, είχα συνείδηση του τερατουργήματος που ήμουν. Ήταν όμως όλοι τους αδύναμοι μπροστά μου και αυτό με εξόργιζε περισσότερο. Ίσως όταν στο τέλος εξαφάνιζα κάθε ζωή από τον πλανήτη να ερχόταν και το δικό μου τέλος, να έσβηνα κι εγώ μαζί με όλα. Και ήρθε εκείνη η γκρίζα μέρα που ξύπνησα σε έναν έρημο πλανήτη. Η σιγή του με πλάκωσε, μου σύνθλιψε τα σωθικά. Διάβηκα τις ατελείωτες εκτάσεις ψάχνοντας να βρω μία ψυχή μάταια. Ούρλιαζα και είχα μόνο την ηχώ μου συντροφιά. Κι όμως, ήμουν σίγουρος πως κάποιος με παρακολουθούσε. Ο πλανήτης σταμάτησε ξαφνικά να γυρίζει στον άξονα του, σαν να έχασε το νόημα της λειτουργίας του. Άρχισε να γλιστράει το έδαφος κάτω από τις πατούσες μου, προσπάθησα απελπισμένα να καρφώσω τα νύχια μου στις σάρκες της γης αλλά όλα είχαν τελειώσει. Ο χώρος και ο χρόνος επιτέλους με ξερνούσαν. Και άρχισα να πέφτω μέσα στο αβυσσαλέο, παγερό σκοτάδι, σε έναν ταιριαστό, απύθμενο τάφο. 2. Τα μάτια μου ήταν ξαφνικά ανοιχτά, είχα ξυπνήσει. Δυνατά φώτα διαπερνούσαν το πηχτό σκοτάδι του βυθού και έκαιγαν πάνω στο κουφάρι μου. Ο σταθερός και εκνευριστικός βόμβος μιας μηχανής δονούσε το κεφάλι μου. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ αμέσως τι συνέβαινε, ποιος ήμουν ή που ήμουν, καθώς είχα μόλις εγκαταλείψει τον ονειρόκοσμο. Βρισκόμουν πάλι πίσω στην άλλη ζωή, παγιδευμένος ακόμα στον υγρό τάφο. Νεκρά πλαγκτόν αιωρούνταν πάνω στις αχτίδες που μου έκαιγαν τα μάτια. Ένιωθα ένα αφύσικο μυρμήγκιασμα, το νερό θα πρέπει να ήταν πολύ παγωμένο. Σήκωσα τα χέρια μου και πρόσεξα πως ήταν ελεύθερα. Δύο ισχνοί, σκουριασμένοι κρίκοι παρέμεναν στους καρπούς και διαλύθηκαν σαν χώμα μόλις τους άγγιξα. Έπιασα τα ρούχα μου και λιώσανε αμέσως σαν μια γλοιώδη μάζα. Τότε αναρωτήθηκα πόσος καιρός να είχε περάσει από την τελευταία στιγμή που είχα κλείσει τα βλέφαρα. Έστρεψα επιτέλους την προσοχή μου στην ενόχληση που με είχε βγάλει από τον ύπνο. Κρυμμένο πίσω από τους προβολείς του, το βαθυσκάφος σταμάτησε πάνω από το κεφάλι μου. Άκουγα τις μηχανές, τους έλικες και τις τροχαλίες του να μουρμουράνε μέσα στην κοιλιά του. Δύο μεταλλικές δαγκάνες εμφανίστηκαν μπροστά στα φώτα και χαμήλωσαν πάνω μου. Σήκωσα τα χέρια για να διευκολύνω τους χειριστές που με παρατηρούσαν πίσω από δύο μικρά φινιστρίνια. Με άρπαξαν από το στέρνο και τα πόδια και με ξεκόλλησαν από την λάσπη με ένα απότομο τίναγμα. Τα πόδια μου ήταν ακόμα παγιδευμένα στο τσιμέντο. Δεν είχε μείνει ούτε δείγμα από τον κάδο που το περιείχε. Μετά αρχίσαμε να αναδυόμαστε προς την επιφάνια. Είδα αμέσως πως το υποθαλάσσιο σκοτάδι δεν οφειλόταν στη νύχτα. Μεγάλα κομμάτια συμπαγή πάγου κάλυπταν τον ωκεανό. Ένα παγοθραυστικό περίμενε εκεί δίπλα σε ένα άνοιγμα στο οποίο άστραφτε το ασημί φως της ημέρας. Η τρύπα ήταν τόσο μεγάλη ώστε να χωράει το μικρό υποβρύχιο. Χιόνιζε. Ο ουρανός ήταν μουντός ενώ δεν υπήρχε ίχνος από σύννεφα. Οι δαγκάνες με σήκωσαν πάνω από την επιφάνεια του νερού και με επέδειξαν στους ανθρώπους που ήταν μαζεμένοι στο κατάστρωμα σαν να ήμουν το μεγάλο εύρημα, κάποιο βραβείο. Δεν μπορούσα να δω εκφράσεις, ήταν όλοι τους χωμένοι μέσα σε βαριά μπουφάν με γούνινες κουκούλες και προστατευτικά γυαλιά. Πολλοί όμως σήκωσαν τα χέρια τους και ζητωκραύγασαν ενώ άλλοι έκαναν τον σταυρό τους σκιαγμένοι. Ένας γερανός κατέβασε έναν κρίκο από τον οποίο κρατήθηκα. Το υποβρύχιο με απελευθέρωσε και αμέσως με μετέφεραν ανάμεσα τους, πάνω στο πλοίο. Πριν προλάβει να πει κανείς κάτι, εμφανίστηκε ένας άντρας με ένα μικρό κομπρεσέρ και με δύο χτυπήματα άνοιξε το τσιμέντο σαν αβγό αποκαλύπτοντας τις πατούσες μου. Ένας άλλος μου έδωσε μια μακριά ρόμπα για να σκεπαστώ. Δεν κρύωνα φυσικά αλλά το καλοδέχτηκα καθώς δεν ένοιωθα άνετα γυμνός μπροστά σε τόσους αγνώστους. Κοίταξα περίεργος γύρω μου, μια ατελείωτη παγωμένη ασπρίλα σκέπαζε τους τέσσερις ορίζοντες που κύκλωναν το πλοίο. Το σοκ της απότομης αφύπνισης εξαφανιζόταν απότομα κάτω από τις εκπληκτικές εκείνες περιστάσεις. Το μυαλό μου μπήκε αυτόματα σε εγρήγορση και κατακλυζόμουν από απορίες. Αν ήμουν ένα τυχαίο εύρημα τότε τι γύρευε σε αυτό ακριβώς το σημείο ένα παγοθραυστικό; Γιατί αν αυτό ήταν απλή τύχη τότε οι πιθανότητες πρέπει να ήταν υπερφυσικές. Πριν προλάβω να ρωτήσω οτιδήποτε ήρθε μπροστά μου ο αρχηγός της αποστολής και κατεβάζοντας την κουκούλα του μου χαμογέλασε εγκάρδια. Είχε κοντό γκρίζο μούσι και ζεστό βλέμμα. Θύμιζε κλασσικό καπετάνιο μιας άλλης εποχής. Μου συστήθηκε σαν Λουίζ Γκαρσία. «Πως αισθάνεστε;» με ρώτησε. «Ξέρετε ποιος είμαι;» τον αντιρώτησα. «Μα φυσικά.» «Πόσος καιρός πέρασε;» Ακολούθησε μια μικρή παύση που έμοιαζε να επιδράει στην διάθεση όλων των παρευρισκομένων. Περίμεναν την αντίδραση μου. «Εξακόσια πενήντα χρόνια.» Το άκουσμα του αριθμού με χτύπησε στο στομάχι και διαπέρασε σαν ίλιγγος τα εσώψυχα μου. «Πως ξέρατε που να με βρείτε;» «Ξέραμε από πάντα που βρίσκεστε.» Μου έδωσε την απάντηση με το ίδιο ζεστό χαμόγελο. Μπερδεύτηκα, δεν ήξερα ποια έπρεπε να είναι ακριβώς η επόμενη μου ερώτηση. «Τότε…» «Ήρθαμε γιατί ήταν πλέον καιρός.» «Μα ποιοι είστε;» Έκανε στην άκρη και μου έδειξε μια πόρτα. «Περάστε μέσα, θα απαντηθούν όλες σας οι ερωτήσεις σύντομα.» Το υποβρύχιο το σήκωναν ήδη προς το κατάστρωμα και το παγοθραυστικό έβαλε μπρος τις μηχανές του. Πρώτα έκανα ένα ζεστό μπάνιο, σε αληθινά καυτό νερό για να διώξω αιώνες θαλασσινής αλμύρας που την ένιωθα πολύ περισσότερο ψυχολογικά παρά αληθινά. Το δέρμα μου είχε παραμείνει στιλπνό και αναλλοίωτο. Γενικά είχα την εικόνα ανθρώπου που είχε ξυπνήσει ξεκούραστος μετά από λίγες ώρες καλού ύπνου. Ακόμα και τα μαλλιά μου, για κάποιο λόγο, δεν ήταν τραγικά μακριά, απλά θέλανε λίγη περιποίηση. Ενώ είμαι άτρωτος στην φωτιά και την ψύξη, μπορώ παρόλα αυτά να απολαύσω την θαλπωρή της ζέστης στην καρδιά του χειμώνα ή την γλυκιά δροσιά μέσα στην κάψα του καλοκαιριού. Ήμουν εξακόσια πενήντα χρόνια, ίσως και περισσότερα, μέσα σε τυραννική παγωνιά, σε ψύχος που έμοιαζε να είχε ποτίσει την αμαρτωλή μου ψυχή. Ήθελα να νιώσω επιτέλους λίγη ζέστη, να ξεπαγώσω και τις πιο δυσπρόσιτες γωνίες του εαυτού μου. Ζήτησα το νερό να είναι όσο πιο καυτό γίνεται και αντιλήφθηκα κάποιον προβληματισμό από μέρους τους. Δεν ήξερα εκείνη την στιγμή πως το παγοθραυστικό κινούνταν με τα τελευταία αποθέματα ενέργειας που του είχαν απομείνει και παρόλο που όλοι οι άντρες σε εκείνο το πλοίο είχαν να απολαύσουν ζεστό νερό για χρόνια, μου πραγματοποίησαν το βίτσιο. Φόρεσα καθαρά, στεγνά ρούχα και ήμουν έτοιμος να ζητήσω κάτι να φάω όταν αντιλήφθηκα πως οι μηχανές του πλοίου είχαν σιγήσει. Ο Γκαρσία ήρθε στην καμπίνα και μου έφερε ένα μπουφάν. «Ελάτε, θα συνεχίσουμε με ερπιστριοφώρα.» Το πλοίο είχε κάνει ένα σύντομο ταξίδι μέχρι την άκρη ενός παγετώνα που έρεε από την ενδοχώρα προς την θάλασσα, πενήντα μέτρα συσσωρευμένου πάγου πάνω από την επιφάνια της θάλασσας. Μια ξύλινη αποβάθρα είχε στηθεί στον πυθμένα του γκρεμού σαν προσωρινό λιμάνι. Αποβιβαστήκαμε όλοι, δεν έμεινε κανείς στο πλοίο το οποίο εγκαταλείφθηκε εκεί, «άχρηστο πλέον» όπως δήλωσε ο κύριος Γκαρσία. Επιβιβαστήκαμε σε τρία οχήματα και αφού σκαρφαλώσαμε μια σκαμμένη ανηφόρα μέσα από τον συμπαγή πάγο βρεθήκαμε στην επιφάνια του παγετώνα. Στην κορυφή εκείνης της ανηφόρας με ξάφνιασε το άγαλμα του Σωτήρα, ατένιζε ακόμα τον ατελείωτο χρόνο με τα χέρια του ορθάνοιχτα. Ήταν εκεί στο πόστο του, αμετακίνητος στην κορυφή του βουνού Κορκοβάντο, χαμένο τώρα κάτω από τον πάγο. Τα ερπιστριοφώρα παρέκαμψαν το γκρίζο άγαλμα και συνέχισαν την πορεία τους προς την ενδοχώρα. Μπορούσα να διακρίνω βουνοκορφές στον ορίζοντα αλλά ένιωθα κάπως χαμένος ως προς τον προσανατολισμό μου, τα πάντα έδειχναν τόσο αλλαγμένα, τόσο ξένα, ενώ τα είχα αφήσει όλα πίσω μου μόλις πριν μια μέρα. Ένιωσα έναν κόμπο στο στομάχι. Δεν μπορούσα να αγνοήσω την έννοια του Θεού μέσα σε εκείνο το σκηνικό. Είχε κατέβει στον κόσμο μια τεράστια γομολάστιχα και είχε σβήσει τα πάντα, κάθε χρώμα και πτυχή. Τι ειρωνεία να ζεις αθάνατος μέσα σε αυτό το κενό, μέσα στο τίποτα. Ίσως εκείνη την στιγμή ο κύριος Γκαρσία να διάβασε τις σκέψεις μου. «Τελειώνει,» είπε ξαφνικά, «Αυτή η εποχή βαδίζει πλέον προς το τέλος της. Σε λιγότερο από εκατό χρόνια θα φύγουν οι πάγοι. Ο άνθρωπος έχει μία και μοναδική τελευταία ευκαιρία.» «Μα τι έγινε, τι συνέβη;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ο πλανήτης. Η Γη αποφάσισε να υγιάνει τον εαυτό της.» Μετά τον παγετώνα ακολουθήσαμε μια κατηφορική πορεία μέσα σε αχανή χιονισμένα τοπία. Περάσαμε πολλά κτίρια, κάποια κορυφές παλιών πολυκατοικιών που ξεπρόβαλαν ερειπωμένα από το έδαφος. Υπήρχαν και άλλα πιο πρόσφατα κτίσματα, μια αρχιτεκτονική που δεν είχα ξαναδεί, ωοειδή στο σχήμα και στερεωμένα στο χιόνι με συρματόσχοινα, όλα τους όμως ήταν εγκαταλειμμένα. Φτάσαμε σε ένα φυσικό κοίλωμα, αρκετά προστατευμένο από τους δυνατούς ανέμους. Εκεί ήταν εγκατεστημένη μια προσωρινή βάση από τέντες. Με οδήγησαν στην κεντρική και μεγαλύτερη όπου έμεινα μόνος με τον κύριο Γκαρσία. Κάτω από μια κεντρική καπνοδόχο σε μια τρύπα στο έδαφος έκαιγαν κάρβουνα. Γύρω-γύρω ο χώρος ήταν καλυμμένος από φλοκάτες. Μου προσφέρθηκε ένα είδος τσάι και ψωμί τα οποία απόλαυσα σιωπηλός. Με έπνιγαν ένα σωρό ερωτήσεις αλλά φοβόμουν να τις ρωτήσω. Περίμενα να μιλήσει πρώτα ο οικοδεσπότης μου ο οποίος προς το παρόν με παρατηρούσε σκεφτικός. Είχε μια ηρεμία την οποία μου μετέδιδε μόνο με το βλέμμα του. Σύντομα ήμουν αρκετά ευδιάθετος και σχεδόν έτοιμος για ότι μου επιφυλασσόταν. Συνεχίζεται Edited July 11, 2008 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted June 22, 2007 Author Share Posted June 22, 2007 3. «Έρχεται μια νέα Άνοιξη. Ο άξονας του πλανήτη θα ξαναμπεί στη θέση του και οι πάγοι θα υποχωρήσουν, ο ήλιος θα ζεστάνει πάλι το χώμα και θα φυτρώσει ξανά το χορτάρι. Αυτό είναι ένα πολύ καλό νέο και ήθελα να το ξέρετε πριν από όλα τα άλλα.» «Θα γίνουν όλα όπως πριν;» Χαμογέλασε, αντιμέτωπος με την αφέλεια ενός παιδιού. «Όχι, ο άνθρωπος δεν θα βρει ποτέ ξανά αυτά που έχασε. Αληθινά όμως αυτό δεν είναι τόσο τραγικό. Ο κόσμος πρόκειται να ξυπνήσει σε μια παραμυθένια ουτοπία όπου θα έχει αρκετό χρόνο για να σώσει τον εαυτό του, να εξιλεωθεί.» «Είναι λοιπόν παντού έτσι;» Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Πέρα από μικροοργανισμούς οι ωκεανοί ήταν νεκροί. Κάθε θαλάσσιο θηλαστικό και ψάρι ήταν εξαφανισμένο. Το ίδιο είχε συμβεί και στα πτηνά και τα κτήνη της Γης. Υπήρχαν φήμες για ανθρώπους που διατηρούσαν κύτταρα ή και ζωντανά δείγματα σε κρυμμένα εργαστήρια αλλά ήταν μάλλον απλές φήμες. Δύσκολα έφταναν νέα από άλλες περιοχές. Οι μακρινές αποστάσεις ήταν δύσβατες και μάθαινες κάτι μόνο όταν συναντούσες κάποιον ταξιδιώτη που ερχόταν από αλλού. Κάποιες από αυτές τις ιστορίες ήταν τόσο απίστευτες που δεν ήξερες τι να πιστέψεις. Και με τις γενεές των ανθρώπων που γεννιόνταν και μεγάλωναν σε αυτά τα σκοτεινά χρόνια πολλά από όσα άκουγαν ήταν η νέα πραγματικότητα, η νέα τους αλήθεια. Ο μύθος είχε επιστρέψει και είχε εγκατασταθεί στην ράχη του κόσμου. Ο τρομερός λύκος ήταν εδώ. «Έχεις την εικόνα του παγκόσμιου χάρτη στον νου σου;» Δεν κατάλαβα αμέσως τι με ρωτούσε. «Αν σου ζητούσαν να ζωγραφίσεις τις ηπείρους και τις χώρες θα μπορούσες;» «Νομίζω πως ναι, κατά προσέγγιση φυσικά.» «Κατέχεις σημαντική γνώση. Όσο και αν σου φαίνεται περίεργο έχουν χαθεί πολλές τέτοιες βασικές πληροφορίες. Οι βιβλιοθήκες του κόσμου χάθηκαν κάτω από τους πάγους, ο πλανήτης δεν έχει δει ηλεκτρισμό τα τελευταία διακόσια χρόνια, και όσοι γνώριζαν κάτι πέθαναν μέσα στη βία της επιβίωσης πριν προλάβουν να τα σκαλίσουν στις πέτρες. Υπήρξαν θύλακες ανθρώπινων φυλών που ταμπουρώθηκαν πίσω από απόρθητα τείχη κρατώντας κάθε πολύτιμη γνώση για τον εαυτό τους, οι απόγονοι τους όμως δεν τα κατάφεραν εξίσου καλά και απομυζώντας κάθε πηγή ενέργειας που θα τους διατηρούσε στη ζωή κατέληξαν σήμερα να πεθαίνουν από διάφορες ασθένειες και κυρίως την ραδιενέργεια. Εμείς οι υπόλοιποι μείναμε να θάψουμε την μισή ανθρωπότητα και να επιβιώσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο που θα μας παρείχε ο κοινός νους. Το πετύχαμε πριν από εκατομμύρια χρόνια, θα το μαθαίναμε πάλι ξανά. Έχουμε βέβαια στην κατοχή μας κάποια σημαντικά αντικείμενα από το παρελθόν που τα φυλάμε σαν ιερά κειμήλια. Δεν ξέρουν όλοι την αρχή της λειτουργίας τους αλλά εφόσον λειτουργούν τα χρησιμοποιούν όποτε φανεί απαραίτητο. Αντικείμενα όπως οι μπαταρίες που ενεργοποίησαν το πλοίο και τα ερπιστριοφώρα που μας έφεραν εδώ.» «Μα πως ξέρατε που ήμουν; Πως ξέρατε ότι θα με βρείτε ζωντανό; Γιατί περιμένατε μέχρι σήμερα για να με βγάλετε;» Με κοίταξε χαμογελαστός, το βλέμμα του ζεστό και γνώριμο. «Ξέρουμε για σένα από την πρώτη μέρα που εμφανίστηκες. Τη μέρα που κέρδισες την αθανασία σου. Ήσουν μια μεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη για μας. Δεν είχαμε και δεν έχουμε καμία γνώση για την δύναμη που σου χάρισε την αιωνιότητα. Σύμφωνα με τους συμπαντικούς νόμους δεν είναι δυνατόν να υφίστασαι αλλά, να…υπάρχεις.» «Και ποιοι είσαστε εσείς;» «Άνθρωποι ταγμένοι στην εξερεύνηση και την απελευθέρωση της αληθινής πνευματικής φύσης του ανθρώπου. Μιας υπόστασης που εσύ είσαι ανίκανος ή αρνείσαι να αντιληφθείς. Πιο απλά, αναζητούμε και εμείς την αθανασία αλλά όχι για να την κάνουμε δεσμοφύλακα της σάρκας μας.» Ένιωσα περίεργα. «Μου λες πως με παρακολουθούσατε.» «Ναι.» «Και το ξέρατε όταν με φούνταραν στη θάλασσα, το πότε και το που;» «Ναι.» «Τότε ξέρετε πως είμαι εγκληματίας. Πως έχω διαπράξει φριχτές πράξεις. Γι αυτό με αφήσατε στο βυθό της θάλασσας;» «Πήρες κάποτε μια λάθος στροφή και απελευθέρωσες όλη σου την αρνητική φύση στον κόσμο, έγινες όντως ένας εγκληματίας. Υπήρχε ανάγκη να βιώσεις αυτόν τον ‘εγκλεισμό’ πριν απελευθερωθείς ξανά να διορθώσεις τα λάθη σου, τώρα που όσοι αδίκησες περπατούν ξανά στη γη. Όχι μόνο η ανθρωπότητα αλλά κι εσύ ο ίδιος έχεις μια τελευταία ευκαιρία να σώσεις τον εαυτό σου.» Ήμουν ανίκανος να νιώσω το κρύο που έπεφτε βαρύ πάνω σε εκείνη την τέντα, κι όμως, μια παγωνιά μου γράπωσε το στήθος εκείνη την στιγμή. Τον κοίταξα καλά στα μάτια. «Εσένα σε ξέρω; Πως όμως θα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο;» Αυτό που με συγκλόνισε στην συνέχεια ήταν περισσότερο το πόσο φυσιολογικά αποδεχτή μου ακούστηκε εκείνη την στιγμή η απάντηση του. «Είχαμε γνωριστεί σε μια άλλη ζωή φίλε μου. Τότε με λέγανε Ραφαέλ Σεβέιντρα.» Είναι μια περίεργη ανάμνηση, αλλά νομίζω το θυμάμαι καλά, ένιωσα έναν έντονο εσωτερικό πόνο. Μια άρνηση αναδύθηκε μέσα μου την ίδια στιγμή που πίστευα απόλυτα αυτό που μου έλεγε. Όταν ξεκίνησα αυτό το ταξίδι, ενθουσιασμένος από το νέο μου χάρισμα, είχα ίσως μια ελπίδα πως θα συναντιόμουν μια μέρα με το θείο. Οι πρώτες εμπειρίες με προσγείωσαν στις παλαιότερες αμφιβολίες της θνητής μου ζωής και σιγά-σιγά συμπέρανα πως η αθανασία μου, και η οντότητα που μου την πρόσφερε, ανήκαν στον απτό, τον αληθινό κόσμο, τον υλικό. Αυτό που μου ζητούσε να πιστέψω ο κύριος Γκαρσία εκείνη την στιγμή ήταν το αόρατο, το υπερφυσικό, το αναπόδεικτο που παρόλα αυτά ορίζει κάπως την υλική ζωή. Κατά κάποιον τρόπο όμως «ήξερα» πως ο κύριος Γκαρσία ήταν ο κύριος Σεβέιντρα. Μου περιέγραψε λεπτό προς λεπτό την συνάντηση μας στο Μάτσου-Πίτσου και αργότερα στη Νάζκα. Αν ήταν κάποιο καλοστημένο ψέμα, ο κύριος Σεβέιντρα θα πρέπει να είχε αφήσει κάποιο ημερολόγιο το οποίο είχε περάσει σε άλλους από γενεά σε γενεά, και προς τι; Να πείσουν εμένα για την μετεμψύχωση; Ο κύριος Γκαρσία μου επιφύλασσε και άλλη μίαν έκπληξη. «Εκείνη την μέρα στην πεδιάδα της Νάζκα, όταν απέτυχες να δεις, κόντεψα να σου πω την αλήθεια αλλά κατάφερα να συγκρατηθώ. Ήταν τόσο φανερό πως δεν ήσουν ακόμα έτοιμος. Εμείς οι δύο είχαμε συναντηθεί και πριν το Περού. Ήταν μια εποχή που πρωτοξεκινούσα κι εγώ το πεφωτισμένο μου ταξίδι. Γνωριστήκαμε στην Αίγυπτο, δούλεψες στην φελούκα μου, Χαμάντι ο ψαράς με φώναζαν τότε.» Και μου μίλησε με λεπτομέρειες για εκείνες τις αγαπημένες μέρες, με τις γιορτές και τις λύπες, τις κουβέντες κάτω από τον έναστρο ουρανό και τον αποχαιρετισμό στην προκυμαία. Έκλαψα χωρίς ντροπή σαν μωρό παιδί. Ίσως να ήταν η στιγμή που είχα πειστεί πως υπήρχε ακόμα ελπίδα για μένα, ελπίδα να συγχωρεθούν τα εγκλήματα μου. Ο κύριος Γκαρσία σηκώθηκε και είπε πως έπρεπε να πάει να φροντίσει τους άντρες του που ήταν εξουθενωμένοι. Σκέφτηκε πως ένα διάλειμμα θα μου έκανε καλό στο να χωνέψω όλες τις νέες πληροφορίες που με κατέκλυζαν. Όταν έμεινα μόνος ξάπλωσα στις φλοκάτες και αφουγκράστηκα τον παγερό άνεμο που λυσσομανούσε έξω. Με την φωτιά δίπλα μου να κροταλίζει αναλογίστηκα τις επιλογές μου. Ο κόσμος όπως τον ήξερα δεν υπήρχε πια. Είχαν χαθεί το Παρίσι και το Λονδίνο, ανύπαρκτη πλέον η χλιδή και οι ηδονές του υλικού κόσμου. Ήταν ο κόσμος πάνω στον οποίο είχα ευχηθεί την αθανασία μου. Τώρα ξαφνικά ήμουν αντιμέτωπος με τις ευθύνες μου. Ήταν ο μοναδικός δρόμος που είχα να πάρω. Ένιωσα μια ξαφνική νοσταλγία για το σπίτι μου, τόσο βαθιά και επώδυνη που βόγκηξα. Ποιο ήταν όμως το σπίτι μου; Που ήταν; Ο κύριος Γκαρσία είπε πως οι πάγοι έφευγαν, το χώμα στον κήπο όπου στεκόμουν κάποτε και αγνάντευα το πέλαγος, παρέα με το αγαπημένο μου σκυλί, θα ερχόταν ξανά στην επιφάνεια. Εκεί ήθελα να πάω, να κλείσω τον κύκλο που ξεκίνησα έστω βιαστικά, να γονατίσω και να φιλήσω εκείνο το χώμα, να ζητήσω συγχώρεση από τις μνήμες όσων είχα χάσει. Μόλις έβλεπα τον κύριο Γκαρσία ξανά αυτό θα του ζητούσα, να μου δείξει την κατεύθυνση για το σπίτι μου. Τίποτα λοιπόν δεν είχε τελειώσει, αν υπήρχε μια κάποια ελπίδα για μένα υπήρχε ελπίδα για όλους. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted June 25, 2007 Author Share Posted June 25, 2007 4. Μίλησα στον Γκαρσία και του εξέφρασα την επιθυμία μου. Συμφώνησε αμέσως και μου είπε πως εργάζονταν ήδη στην προετοιμασία της αναχώρησης μου. Μου φάνηκε πολύ περίεργο. Η αποστολή με το παγοθραυστικό και τα ερπιστριοφώρα, και κάτω από εκείνες τις συνθήκες μάλιστα, ήταν μια τεράστια επιχείρηση. Τώρα θα μου παρείχαν έναν οδηγό και μεταφορικό μέσο για να πάω όπου ήθελα. Για ποιο λόγο; Ποια ήταν η σπουδαιότητα μου; Τι ήμουν για εκείνους; «Ο καθένας μας πρέπει να εκτελέσει κάποιες πράξεις που του απαιτούνται σε αυτή τη ζωή πριν αναχωρήσει απ’αυτήν ολοκληρωμένος. Δεν ξέρω ποιο είναι το δικό σου έργο, αυτό θα το ανακαλύψεις μόνος σου, αλλά μέρος της δικής μας πορείας είναι να σε ελευθερώσουμε και να σου δείξουμε μια κατεύθυνση» ήταν η εξήγηση του. Στη συνέχεια ο Γκαρσία γύρισε και μου έδειξε έναν κοντό άντρα δίπλα σε μια σκηνή. «Ο Μανόλο θα είναι ο οδηγός σου. Θα ολοκληρώσει την δική του πορεία με αυτή εδώ την αποστολή.» Κύλησαν μια μεγάλη μεταλλική σφαίρα έξω από μια σπηλιά κοντά στην κατασκήνωση. Θα ήταν η καμπίνα του αερόστατου που θα με μετέφερε βόρεια. «Πριν είκοσι χρόνια θα σου έδειχνα βορειοανατολικά και σε μία ευθεία γραμμή θα διέσχιζες τον παγωμένο Ατλαντικό προς την Ιβηρική χερσόνησο. Οι πάγοι όμως άρχισαν να διασπόνται και τα κύματα έχουν επιστρέψει μαύρα και άγρια. Δεν είναι ασφαλές ούτε για τα πλεούμενα. Ο μόνος δρόμος τώρα είναι βορειοδυτικά. Πρέπει να περάσεις πρώτα στην Ασία μέσω Αλάσκας και Βερίγγειου Πορθμού. Εκεί οι πάγοι ακόμα κρατούν.» Είχα να διασχίσω μεγάλη απόσταση αλλά το μόνο που δεν είχα εναντίον μου ήταν κυρίως ο χρόνος. Δούλεψαν δύο μέρες ελέγχοντας όλα τα συστήματα πτήσης διεξοδικά. Το αερόστατο που θα μας κουβαλούσε φούσκωσε εντυπωσιακά και το διατήρησαν έτσι σηκωμένο εξαντλώντας τις φιάλες προπανίου σε ένα συνεχόμενο τεστ αντοχής. Το μπαλόνι ήταν τεράστιο και ασημί. Τεντωμένα συρματόσχοινα το κρατούσαν στη θέση του, η καμπίνα υπερυψωμένη μισό μέτρο από το χιόνι. Στην κορυφή της σφαίρας υπήρχαν δώδεκα φιάλες τοποθετημένες κυκλικά, σαν σφαίρες σε μύλο πιστολιού. Όποτε εξαντλούνταν η μία φιάλη, ο μύλος γυρνούσε για να διοχετεύσει τον καυστήρα με μία γεμάτη. Ένας ανεμοδείκτης προσαρμοσμένος έξω από ένα φινιστρίνι, ένα υψόμετρο και μία πυξίδα ήταν τα μοναδικά όργανα πλοήγησης που διαθέταμε. Τρόφιμα και νερό δεν πήραμε πολλά, εγώ σίγουρα δεν τα είχα ανάγκη. Με τα αποθέματα καυσίμων που κουβαλούσαμε υπήρχε ελάχιστος χώρος εκεί μέσα για μένα και τον Μανόλο. Ο οδηγός μου, ή μάλλον ο πλοηγός μου, ήταν λιγομίλητος και εσωστρεφής. Τον άκουσα να ανταλλάσσει κοφτές κουβέντες με άλλους στην κατασκήνωση αλλά δεν απεύθυνε ποτέ τον λόγο του σε μένα. Με απασχολούσαν πολλά εκείνη την στιγμή για να δώσω σημασία. «Μπορώ να σου πω πως εμείς οι δύο δεν πρόκειται να ξανασυναντηθούμε. Εδώ τερματίζει η γνωριμία μας.» Ο Γκαρσία άπλωσε το χέρι του και του το έσφιξα καθώς αποχαιρετιζόμαστε. Δεν ήξερα τι να του πω, λυπόμουν όμως που το άκουγα. Είχε υπάρξει φίλος μου και ας μην το είχα εκτιμήσει σε όλες τις εκφάνσεις του. Τώρα με την αναχώρηση μου θα έμενα πάλι μόνος, χωρίς κανέναν σε όλο τον κόσμο. «Δεν πρόκειται να σε ξεχάσω,» είπα κι εκείνος χαμογέλασε. «Θα είναι τιμή μου να με θυμούνται ακόμα τη μέρα που θα αλλάζει το σύμπαν τον μανδύα του.» Όλη η κατασκήνωση μαζεύτηκε να παρακολουθήσει την αναχώρηση και το κλίμα κάθε άλλο παρά ενθουσιασμό φανέρωνε. Υπήρχε κόπωση και μια ταυτόχρονη ανακούφιση στα πρόσωπα τους, σαν να τέλειωνε επιτέλους κάτι που περίμεναν χρόνια. Μαζεύτηκαν γύρω από τον Μανόλο και τον αποχαιρέτισαν ένας-ένας ψιθυρίζοντας του ο καθένας κάτι προσωπικό. Ένιωσα αμέσως πως ο Μανόλο δεν θα επέστρεφε ποτέ, το ταξίδι αυτό ήταν μονόδρομος για εκείνον, ήταν μια θυσία. Οι γάντζοι ελευθερώθηκαν και απογειωθήκαμε. Μόλις συναντήσαμε άνεμο ευνοϊκής κατεύθυνσης αφεθήκαμε στο κράτημα του και πλεύσαμε προς τον βορρά. Δεν θα ήταν όμως ήρεμο ταξίδι. Την επομένη της αναχώρησης μας πέσαμε σε μεγάλη καταιγίδα που μας έβγαλε από την πορεία μας. Δυνατοί άνεμοι και χαλάζι αποδείχτηκαν καθημερινά εμπόδια, μας έσπρωχναν συχνά προς άγριες βουνοκορφές, επίτηδες θαρρείς, σαν να ήθελαν συγκεκριμένα να μας σταματήσουν. Πολεμούσαμε αυτόν τον καιρό για μέρες. Ο Μανόλο ανέβασε το αερόστατο ψηλότερα ελπίζοντας έστω σε κάποια νηνεμία και σχεδόν τα κατάφερε αλλά το υψόμετρο του δυσκόλευε την αναπνοή. Η σφαίρα δεν διέθετε φιάλη οξυγόνου. Υποφέροντας στο κρύο και την αραιή ατμόσφαιρα έπεσε βαριά άρρωστος από την εξάντληση. Χρειάστηκε να μάθω βιαστικά πώς να χειρίζομαι την πλοήγηση και πώς να αλλάζω τις φιάλες προπανίου. Υπήρξαν και μέρες και νύχτες που όλα ήταν ήρεμα και ευνοϊκά. Όταν βγαίναμε από τα σύννεφα κοιτάζοντας από το φινιστρίνι πάλι δεν έβλεπα τίποτα. Το μουντό λευκό κυριαρχούσε παντού. Κάποιες φορές όμως μπορούσα να διακρίνω μαύρες κηλίδες θάλασσας, ίχνη του Ατλαντικού που είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει ξανά από τους πάγους, μαύρο και γυαλιστερό νερό που απλωνόταν στον κόσμο σαν τον ιστό μιας τεράστιας αράχνης. Ήταν φυσικά και οι νύχτες που έρχονταν με τον λαμπερό, έναστρο ουρανό να μας θυμίζουν βράδια από περασμένες εποχές. Το αερόστατο έμοιαζε να γλιστράει στο διάστημα, να λάμπει στο φως της σελήνης σαν δεύτερος δορυφόρος. Αναρωτήθηκα τι εντύπωση να δώσαμε σε όσους έτυχε να μας δουν να περνούμε, σίγουρα πρέπει να ήμασταν ορατοί μόνο τη νύχτα. Πόσοι εκεί κάτω θυμόντουσαν την πτήση του ανθρώπου, πόσοι θυμούνταν τα ίδια τα πουλιά; Είχε διασώσει κανείς τους ιστορίες από τα παλιά; Αντιλήφθηκα για πρώτη φορά πως εκτός από τον κύριο Γκαρσία και την ομάδα του, υπήρχε εκείνη την στιγμή από κάτω μου μια ανθρωπότητα εξωγήινη σε μένα, ένας ολόκληρος εξωγήινος πλανήτης χωρίς μνήμη. Ή μήπως ο εξωγήινος ήμουν εγώ; Μία εβδομάδα από την αναχώρηση μας ήμασταν πάνω από τις βουνοκορφές της Καραϊβικής. Είδα κάτω φωτιές και πυκνούς καπνούς. Είχα έντονη την περιέργεια να χαμηλώσουμε για να δούμε καλύτερα αλλά ο Μανόλο αρνήθηκε σθεναρά παρά την αδύναμη του κράση. Ήταν επικίνδυνα εκεί κάτω. Εκείνες οι φωτιές δεν ήταν για καλό είπε ο Μανόλο. Άνθρωποι πολεμούσαν και σκοτώνονταν. Ήταν μια άγρια εποχή, ο λύκος κατασπάραζε τον κόσμο λίγο πριν το τέλος του. Ο άνθρωπος συνέχιζε να πολεμάει τον συνάνθρωπο του και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Η ομάδα του κυρίου Γκαρσία, η πρώτη εικόνα αυτού του κόσμου στο ξύπνημα μου ήταν η μοναδική, λαμπρή εξαίρεση. Η ανθρωπότητα ζούσε ξανά στην εποχή των σπηλαίων. Δυστυχισμένες, πεινασμένες και αδίστακτες φυλές άφηναν πίσω τους την Αφρική και την Ευρώπη και διέσχιζαν όπως μπορούσαν τον επικίνδυνο Ατλαντικό, προς τις Αμερικές, εκεί που οι θρύλοι τους έλεγαν πως υπήρχε ο καλύτερος κόσμος. Φτάνοντας επιτέλους στη νέα γη, μετά από τις κακουχίες και τις στερήσεις που πέρασαν είχαν κερδίσει κάθε δικαίωμα να αρπάζουν τα πάντα με τη βία. Πολλοί από αυτούς τρέφονταν τώρα με ανθρώπινο κρέας. Προς το τέλος του ταξιδιού μας ο καιρός γλύκανε και για τρεις συνεχόμενες μέρες είχαμε ούριο άνεμο προς τον βορρά. Το υψόμετρο μας ήταν πλέον χαμηλό καθώς καίγαμε τα τελευταία μας αποθέματα καυσίμων. Κοίταζα κάθε τόσο από το φινιστρίνι και προσπαθούσα να φανταστώ το μέρος που θα προσγειωνόμασταν. Ο Μανόλο πέθαινε και αρνιόταν να βάλει πλέον τροφή στο στόμα του. Το μόνο είδος τροφής που είχαμε ήταν κάτι γκοφρέτες σοκολάτας και σε περιτύλιγμα που έγραφε Super Chock επάνω. Ο πλανήτης πρέπει να ήταν διάσπαρτος από εργοστάσια, αποθήκες και πολυκαταστήματα σκεπασμένα από χιόνι, διαθέσιμα σε όποιον ήξερε που να σκάψει. Υπέθεσα πως οι άγριοι αυτού του κόσμου δεν θα ήταν τυλιγμένοι σε αρκουδοτόμαρα, δεν υπήρχαν αρκούδες αιώνες τώρα. Πρέπει να φορούσαν μοντέρνα, ενισχυμένα μπουφάν σε διάφορες αποχρώσεις, η τελευταία λέξη της μόδας στο αυξανόμενο κρύο πριν την ξαφνική και ολοκληρωτική κατάρρευση του πολιτισμού. Μετά από μια ήσυχη νύχτα, είχε μόλις αρχίσει να χαράζει όταν το αερόστατο δέχτηκε ξαφνική επίθεση. Εκρήξεις συγκλόνισαν τη σφαίρα και το μπαλόνι δημιουργώντας φλεγόμενα ρήγματα. Ήταν θέμα χρόνου πριν τσακιστούμε στην βουνοπλαγιά που μας έκοβε την πορεία. Ένα από τα βλήματα τρύπησε την σφαίρα και έσκασε μέσα σκοτώνοντας ακαριαία τον Μανόλο. Από τα υπολείμματα πρόσεξα πως το βλήμα ήταν κατασκευασμένο από μπαμπού πασπαλισμένο με πυρίτιδα. Κατά έναν τρόπο μας έκαναν επίθεση με αυτοσχέδια πυροτεχνήματα. Ξεκόλλησα την πυξίδα από τα όργανα πλοήγησης και την ασφάλισα μέσα στο μπουφάν μου. Έσκυψα από την τρύπα στη σφαίρα και κοίταξα κάτω. Στους πρόποδες του βουνού υπήρχαν οχυρώσεις που προστάτευαν κάποιον οικισμό. Τα βλήματα εκτοξεύονταν από εκεί. Κάποια στιγμή το φλεγόμενο αερόστατο χτύπησε την βουνοπλαγιά και οι τελευταίες φιάλες προπανίου έσκασαν στέλνοντας τα κομμάτια της σφαίρας κι εμένα στον αέρα. Η έκρηξη είχε σαν αποτέλεσμα να αποκολληθεί όλη σχεδόν η πλαγιά και μια τεράστια χιονοστιβάδα κάλυψε όλον τον καταυλισμό στο λεπτό. Είδα όλο το σκηνικό ενώ ακόμα στροβιλιζόμουν στον αέρα με κατεύθυνση το έδαφος σαν άλλο πεφταστέρι. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted June 27, 2007 Author Share Posted June 27, 2007 5. Καρφώθηκα σαν σφαίρα σε σκληρό χιόνι χωρίς να χάσω τις αισθήσεις μου. Βάλθηκα αμέσως να σκάβω και να «κολυμπώ» προς την επιφάνεια. Άκουγα φωνές και ένιωθα μια κάποια κίνηση στο έδαφος γύρω μου και δεν ήθελα να πιαστώ ανέτοιμος σε οποιαδήποτε κατάσταση. Δεν πρόλαβα. Μόλις κατάφερα να συρθώ στην επιφάνεια βρέθηκα στην εισαγωγή μεγάλης περιπέτειας. Δεν ήμουν προετοιμασμένος για τίποτα από όσα αντίκρισα. Ο οικισμός στους πρόποδες του βουνού είχε ισοπεδωθεί από χιόνι και βράχια. Εξείχαν κάποιοι πύργοι που εκείνη την στιγμή φλέγονταν. Είδα μια στρατιά από ρακένδυτους να κάνουν επίθεση προς τις κατεστραμμένες οχυρώσεις, να σκάβουν στα χιόνια και να πλιατσικολογούν. Δεν πρόλαβα καλά να τα αντιληφθώ όλα αυτά όταν άγριο ουρλιαχτό και μανιασμένο χνώτο με βρήκε στον σβέρκο. Δυνατό χτύπημα κτηνώδους πατούσας με πέταξε πέρα σαν πάνινη κούκλα. Γύρισα να αντικρίσω ένα τέρας που ήμουν σίγουρος δεν ανήκε στην εποχή μου. Αρκούδα λευκή, μεγάλη σαν ελέφαντας, με μυτερή καμπούρα και δύο επικίνδυνους χαυλιόδοντες ορμούσε αγριεμένη καταπάνω μου. Πρόλαβα να δω το κολάρο που είχε στον λαιμό, και την σπασμένη αλυσίδα, πριν με αρπάξει στα σαγόνια της να με ταρακουνάει, επιχειρώντας να με διαμελίσει. Πέρα από τον ρουχισμό μου δεν μπορούσε να κομματιάσει τίποτα άλλο, ήμουν όμως έρμαιο της, παγιδευμένος στην ζωώδη βία της που με τίναζε και με έσκαγε πάνω στον πάγο. Άκουσα ένα δύο κρότους, σαν από πυροβολισμούς, και ξαφνικά καθόμουν στο χιόνι ελεύθερος. Η αρκούδα ήταν νεκρή, πέρα όμως από τα βλήματα που την είχαν βρει στο κεφάλι τότε μόνο πρόσεξα πως υπήρχαν ακόντια και βέλη καρφωμένα στην πλάτη της. Με κύκλωσαν γρήγορα οι σωτήρες μου και διαπίστωσα γιατί μου είχαν δώσει την εντύπωση ρακένδυτων. Πολλοί φορούσαν μπαλωμένα μπουφάν, οι περισσότεροι όμως, προς έκπληξη μου, ήταν καλυμμένοι με τομάρια και γούνες. Μου λύθηκε η απορία αμέσως όταν δέκα από αυτούς έπεσαν πάνω στην νεκρή αρκούδα και άρχισαν να την διαμελίζουν σε γούνα και κρέας. Εκείνο το κτήνος ήταν ένας σκέτος σκελετός μέσα σε είκοσι λεπτά. Η διάθεση τους προς το άτομο μου κάθε άλλο παρά φιλική ήταν. Ανάμεσα τους ήταν μια ψηλή αμαζόνα, ντυμένη με αρκουδοτόμαρο, οπλισμένη με τουφέκι. Μου έριξε μια ματιά όλο περιφρόνηση και με πυροβόλησε χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Το βόλι με βρήκε στο μέτωπο και ενστικτωδώς το κεφάλι μου γύρισε στη μια πλευρά. Όταν την ξανακοίταξα γεμάτος απορία και οργή η έκφραση της άλλαξε σε πανικόβλητη και ούρλιαξε προς τους άλλους. «Ακινητοποιήστε τον! Γρήγορα!» Ήρθαν καταπάνω μου, με τα αιχμηρά τους ακόντια παρατεταμένα, σαν απελπισμένοι. Σήκωσα τα χέρια μου για να τους καθησυχάσω αλλά δύο από αυτούς ήρθαν αθόρυβα από πίσω και πέρασαν θηλιές στο λαιμό μου, θηλιές που κουμάνταραν με χοντρές βέργες. Έπεσαν πάνω μου, με ακινητοποίησαν στο έδαφος και με έψαξαν. Ένας βρήκε την πυξίδα και την έδωσε στην αμαζόνα. Μου δέσανε χέρια και πόδια και στη συνέχεια σηκώνοντας με στους ώμους τους αποχώρησαν ομαδικά από εκείνο το σημείο καταστροφής. Όπως κατάλαβα αυτή η ομάδα δεν ανήκε στον οικισμό που είχε αφανιστεί στην χιονοστιβάδα. Μπορούσα μόνο να ελπίζω πως είχα καταλήξει στην πιο διαλλακτική από τις δύο αυτές, βάρβαρες φυλές. Ο καιρός παρέμεινε ήρεμος πέραν μιας ελαφριάς χιονόπτωσης και μετά από μιας ώρας ποδαρόδρομο σε μια άγονη και παγωμένη έκταση φτάσαμε στον καταυλισμό τους. Υπήρχαν στέγες που ξεπρόβαλαν από το χιόνι, εκεί είχαν ανοίξει εισόδους που τις φρουρούσαν, προσβάσεις στις φωλιές τους κάτω από το έδαφος. Σαν τα μυρμήγκια. Ήταν ένας κόσμος με σκαμμένους διαδρόμους από πάγο και αίθουσες, δωμάτια από μπετόν, κουφάρια διαμερισμάτων, γραφείων, γκαράζ και πολυκαταστημάτων. Κάπου βαθιά, στα χαμηλότερα στρώματα έκαιγαν φούρνοι που διοχέτευαν μια κάποια ανεκτή θερμοκρασία μέσα στα θαμμένα αυτά κτίρια. Με έσυραν και με πέταξαν μέσα σε ένα αρκετά μεγάλο δωμάτιο και με άφησαν εκεί μόνο μου για αρκετό καιρό, με μια φρουρά στην πόρτα να με προσέχει. Μια μικρή αυτοσχέδια λάμπα, που δεν μπορούσα να μαντέψω τι έκαιγε, μου πρόσφερε αρκετή φωταγωγία για να δω που βρισκόμουν. Εκείνο το δωμάτιο μου προξένησε μεγάλη έκπληξη. Πρώτα ήταν τα βαλσαμωμένα ζώα, κυρίως πτηνά, που κοσμούσαν σχεδόν ασφυκτικά τον χώρο. Ήταν μια μακάβρια συλλογή που προφανώς είχε μαζευτεί από άλλες, σκόρπιες τοποθεσίες και η κατάσταση των εκθεμάτων δεν ήταν τόσο καλή. Τα περισσότερα μαδούσαν και κατέρρεαν στις βάσεις τους τραυματισμένα κυρίως από τον χρόνο. Το δεύτερο εκπληκτικό στοιχείο του δωματίου ήταν η βιβλιοθήκη που γέμιζε τους τοίχους γύρω-γύρω, ράφια γεμάτα κυρίως με περιοδικά μόδας, μαγειρικής και παιδικές εγκυκλοπαίδειες με έμφαση στην εικονογράφηση. Και όλες οι σελίδες αυτών των εντύπων ήταν πλαστικοποιημένες, ένας λόγος που μάλλον είχε διατηρήσει όλο αυτό το υλικό μέσα στους αιώνες. Μη έχοντας να κάνω τίποτα άλλο, κάθισα να ξεφυλλίσω αυτά τα «βιβλία», ίχνη μιας άλλης ανθρωπότητας, για να περάσω την ώρα μου. Εδώ θα κάνω μια αναγκαία παρένθεση στη διήγηση μου για να σας πληροφορήσω από τώρα όλα όσα θα μάθαινα εγώ αργότερα σιγά-σιγά ή μαζεμένα για το που βρισκόμουν και ποιοι με είχαν αιχμαλωτίσει. Θα σας βοηθήσει νομίζω στην εξιστόρηση που θα επακολουθήσει να μάθετε νωρίς για τους Σαβάνους και τα Ιερά Θηλυκά. Οι Σαβάνοι ήταν μια φυλή που επιβίωνε μέχρι και πριν από πενήντα χρόνια στην ανατολική ακτή των πρώην Ηνωμένων Πολιτειών με θέα το συγκλονιστικά αχανές και παγωμένο Ατλαντικό. Σαν φυλή δεν είχαν καμία αίσθηση ταυτότητας ή ιστορικής μνήμης. Δεν είχε μείνει πλέον κανείς να μιλήσει για το παρελθόν. Ήταν ομάδες ανθρώπων που βρέθηκαν μαζί στην ανάγκη και σχημάτισαν μια κολεκτίβα που ένιωθε βαθιά την ανάγκη για επιβίωση. Η περιοχή τους ήταν πυκνή σε δάση, έστω και νεκρών στην πλειοψηφία τους δέντρων που οι κορμοί τους όμως παρείχαν επαρκή ξυλεία για καλύβες και θέρμανση. Είχαν αναπτύξει διάφορες δεισιδαιμονίες σχετικά με τον στερεοποιημένο ωκεανό, τον πρόσεχαν με επιφύλαξη και δεν τολμούσαν να βαδίσουν ούτε ένα βήμα πάνω του. Έμεναν προσηλωμένοι στην δική τους πλευρά του κόσμου να αντλούν την επιβίωση τους από το δάσος και την γη, που είχαν μάθει να σκάβουν για να ξεθάβουν το χώμα για καλλιέργειες. Τις γνώσεις για τις βασικές αυτές μεθόδους επιβίωσης τις κατείχε μια κάστα γυναικών, γνώσεις που περνούσαν από μάνα σε κόρη, και χωρίς να χρειάζεται να επιβληθούν αυτές οι γυναίκες, τα Ιερά Θηλυκά, ήταν η άρχουσα τάξη της φυλής. Και ανάμεσα τους υπήρχε πάντα κάποια που ήταν προικισμένη με ειδικές δυνάμεις, που την καθιστούσαν ιερότερη όλων, μια ηγέτης που όλη η φυλή ήταν ταγμένη να προστατεύει πάση θυσία. Την στιγμή της αιχμαλωσίας μου, αυτή η ηγέτιδα ήταν η Σάρα. Όπως η μητέρα και η γιαγιά της, η Σάρα είχε την ικανότητα να βρίσκεται σε μια μοναδική, μαγική θα έλεγε κανείς επαφή με τη γη και την φύση. Υποδείκνυε στον λαό της που να σκάβουν για ορυκτά, για καρπούς και ιαματικές ρίζες, πότε να φυτεύουν, πότε προμηνύονταν καταιγίδες, αλλά εντόπιζε και αρχαία κτίρια θαμμένα στον πάγο που αποτελούσαν πλούσια κοιτάσματα χρήσιμου πλιάτσικου. Κανείς τους δεν γνώριζε γραφή ή ανάγνωση, η ιερή όμως κάστα συνήθιζε να συλλέγει οτιδήποτε με τα περίεργα σύμβολα του παρελθόντος και τα μελετούσε ευλαβικά. Λένε πως η μελέτη οδηγούσε τις ηγέτιδες σε μια περισυλλογή και σε όνειρα που αποκάλυπταν την σημασία τους. Κάθε τόσο κατέφθαναν στα μέρη τους ομάδες ταλαιπωρημένων ανθρώπων, νομάδες χωρίς προορισμό και δυνατότητα επιβίωσης. Δεν έδιωχναν κανέναν, όλοι ήταν ευπρόσδεκτοι στους Σαβάνους. Ήταν τακτική επιβίωσης γιατί τα μωρά που κατάφερναν να φτάσουν στην ενηλικίωση ήταν πολύ λίγα και η φυλή είχε πάντα ανάγκη από νέο αίμα. Οι πρόσφυγες αυτοί όμως, εκτός από την μοίρα τους κουβαλούσαν και νέα από άλλες, απομακρυσμένες περιοχές, νέα δυσοίωνα και τρομακτικά. Η Ιερή Κάστα διαισθανόταν πως έρχονταν δύσκολοι και επικίνδυνοι καιροί, πως η τωρινή τους ισορροπία δεν θα κρατούσε για πάντα. Υπήρχαν ειδήσεις για ανείπωτους τρόμους που έφταναν στη γη από ανατολικά, από το λευκό χάος του παγωμένου ωκεανού, άγριες φυλές κανιβάλων που επιτίθονταν στους καταυλισμούς για να απαγάγουν τις γυναίκες και να σφάξουν όλους τους υπόλοιπους. Και έλεγαν πως αυτά τα κτήνη δεν ήταν σκόρπιες και ανεξάρτητες ομάδες. Τους έστελνε κατά κύματα ο Μεγάλος Λύκος, ήταν οι ανιχνευτές του και πως σύντομα θα ακολουθούσε κι Εκείνος, μαζί με όλον του τον φριχτό στρατό. Οι φήμες από τα δυτικά δεν ήταν καλύτερες. Από εκεί έρχονταν ιστορίες ενός τρελού αυτοκράτορα, ενός παντοδύναμου μάγου, ηγέτη ενός πανουκλιασμένου στρατού αντρών και τεράτων, που προστατευμένος στο αδιαπέραστο κάστρο του έστελνε ομάδες προς κάθε κατεύθυνση για αναζήτηση υγιών θηραμάτων. Είχαν γεμίσει τις αχανείς παγωμένες εκτάσεις με φυλάκια και από εκεί επιχειρούσαν επιδρομές σε κάθε απροστάτευτη ή ευάλωτη κοινότητα για να γεμίζουν τα μπουντρούμια του μάγου-αυτοκράτορα τους με νέους σκλάβους. Όταν η Σάρα ήταν δεκαπέντε χρονών είχε πάει με την γιαγιά της στο δάσος σε αναζήτηση ιαματικών ριζών. Είχαν μαζί τους δύο άντρες σκαφείς οι οποίοι έσκαβαν στο χιόνι ή έσπαγαν τον πάγο ανάλογα το σημείο που τους υποδείκνυαν οι γυναίκες. Εκεί συνάντησαν αναπάντεχα έναν τρόμο που κανείς τους δεν είχε φανταστεί μέχρι τότε. Μια τερατόμορφα μεταλλαγμένη πολική αρκούδα όρμησε στην μικρή ομάδα, σκότωσε την γιαγιά της Σάρας τραυματίζοντας και την ίδια. Οι δύο σκαφείς έδωσαν γενναία μάχη και παρόλο που ο ένας υπέκυψε στα τραύματα του, ο άλλος κατάφερε να αποτελειώσει το ζώο με το αιχμηρό του φτυάρι. Όσον καιρό η Σάρα ανάρρωνε από τα τραύματα της είχαν κάνει την εμφάνιση τους στα δάση και άλλα τερατόμορφα κτήνη, αρκούδες και λύκοι. Υπήρχαν πολλοί στους Σαβάνους που δεν έβλεπαν αυτά τα ζώα για πρώτη φορά, τα ήξεραν από τα δυτικά που είχαν έρθει. Αυτά τα πλάσματα ήταν προπομποί του Μεγάλου Μάγου. Η νέα αυτή εμπειρία άλλαξε τη φυλή, την έκανε καχύποπτη και επιφυλακτική. Οπλίστηκαν καλύτερα, εκπαιδεύτηκαν αποτελεσματικά και σύντομα είχαν και κάστα κυνηγών. Κυνηγούσαν και καθάριζαν τα δάση εφοδιάζοντας για πρώτη φορά τα σπιτικά τους με γούνες και κρέας. Στα είκοσι της η Σάρα έχασε την μητέρα της στην πρώτη τρομερή επίθεση κανιβάλων από τα ανατολικά. Η μάχη ήταν τρομακτική και οι Σαβάνοι είχαν πολλές απώλειες αλλά οι στρατιές του Λύκου δεν κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν καμία γυναίκα. Η μητέρα της Σάρας έπεσε μαχόμενη, παίρνοντας μαζί της στον θάνατο τέσσερις από τους επιτιθέμενους. Η Σάρα βρέθηκε ξαφνικά να ηγείται τόσο νέα όλη της την φυλή. Παρά το γεγονός πως κάθε τους πάθημα γινόταν καλό μάθημα και ήταν κάτι παραπάνω από προετοιμασμένοι στις επιθέσεις που ακολούθησαν, γινόταν επίπονα φανερό πως κάτι έπρεπε να αλλάξει, έπρεπε να απαλλαγούν από αυτό το κακό, έπρεπε να βρουν την παλιά, απλή τους ζωή. Μια νύχτα η Σάρα είδε ένα όνειρο. Της παρουσιάστηκε μια φωτεινή παρουσία και την ορμήνεψε να πάρει τον λαό της και να μεταναστεύσει δυτικά, όπου θα συναντούσε έναν μοναδικό άνθρωπο, κάποιον που θα άλλαζε συγκλονιστικά την πορεία των Σαβάνων αλλά και της ανθρωπότητας. Ανακοίνωσε την απόφαση της και ενώ προξένησε μεγάλη αναστάτωση, δεν μπορούσε να την αμφισβητήσει κανείς. Μόνο η ενωμένη φυλή μπορούσε να επιβιώσει, δεν τολμούσε να διαφοροποιηθεί κανείς τους, ούτε καν αυτοί που είχαν εγκαταλείψει την φοβερή δύση. Ετοιμάστηκαν καλά, ξεκίνησε πρώτα μια μεγάλη ομάδα ανιχνευτών και σύντομα μετά ακολούθησαν όλοι οι υπόλοιποι. Εκεί που κάποτε ζούσαν χιλιάδες δεν έμεινε κανένα ίχνος καταυλισμού. Οι τελευταίοι του καραβανιού είχαν το εντατικό καθήκον να σβήνουν κάθε ίχνος της πορείας τους. Κατάφεραν να φτάσουν μέχρι το σημείο που βρισκόμασταν τώρα, την γεωγραφική θέση της αρχαίας πόλης της Ατλάντα. Εδώ είχε στηθεί ένα από έσχατα φυλάκια του αυτοκράτορα-μάγου. Στρατιώτες εφοδιασμένοι με τουφέκια πυρίτιδας έπεσαν πάνω στους Σαβάνους και υπερίσχυσαν πάνω τους εύκολα. Η Σάρα κατάλαβε την ματαιότητα κάθε αντίστασης και διέταξε τον λαό της να παραδοθεί για να σώσει ζωές. Ο Διοικητής του φυλακίου, ο Σαμ Μάστερ, βρέθηκε σε μια απρόοπτη κατάσταση. Εκπλήρωσε με μιας τον σκοπό που είχε σταλεί σε αυτή την άκρη της χώρας, κρατούσε με το παραπάνω όλα όσα του είχε ζητήσει ο αυτοκράτορας του. Χιλιάδες και υγιέστατους αιχμαλώτους. Σχεδόν δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί τόσο κόσμο, από την φύλαξη μέχρι την αποστολή τους πίσω στο Σεντ Λούις, την έδρα της αυτοκρατορίας. Έπρεπε πρώτα να στείλει μήνυμα στον κύριο του και να αναμένει ενισχύσεις και οδηγίες. Τα πάντα άλλαξαν όταν του έφεραν την Σάρα. Οι Σαβάνοι δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τα πληγιασμένα χαρακτηριστικά των δυναστών τους, γεμάτοι εξανθήματα και πυώδες σπυριά, όσο μπορούσαν και οι στρατιώτες του αυτοκράτορα να μην γοητευτούν από την ροδαλή και λεία επιδερμίδα των αιχμαλώτων τους. Ο Σαμ Μάστερ έπεσε στην γοητεία της και η Σάρα κέρδισε κάποια προνόμια για τον λαό της. Οι Σαβάνοι κατασκήνωσαν έξω από τα όρια του φυλακίου του Μάστερ, επιτηρούμενοι χαλαρά, με την υπόσχεση της ηγέτιδας τους να μην επιχειρήσει να το σκάσει κανείς. Πολλοί ανάμεσα στον λαό της αμφισβητούσαν τις επιλογές της αλλά δεν είχαν την διάθεση να μην την υπακούσουν. Η Σάρα ήταν εξίσου μπερδεμένη. Θυμούμενη το προφητικό όνειρο, και άγουρη στις στροφές της μοίρας, αναρωτιόταν αν ο Σαμ Μάστερ ήταν ο άντρας για τον οποίο την είχε μιλήσει η οπτασία. Σιγά-σιγά ο θαυμασμός και η έλξη ανάμεσα στους δύο ηγέτες άρχισε να γίνετε αμοιβαία. Εκείνη έδειχνε γοητευμένη από την περίεργη, τεχνολογική γνώση της νέας φυλής, γνώση που ο Μάστερ δεν είχε καμία διάθεση να μοιραστεί μαζί της. Κυρίως αυτά που κατείχε ο στρατός στο φυλάκιο ήταν γεννήτριες, φιάλες πεπιεσμένων αερίων, και μια κάστα σιδεράδων και οπλοποιών που κατασκεύαζε σφαίρες και επιδιόρθωνε τουφέκια. Είχαν και τεράστια κλουβιά στα οποία διατηρούσαν εκπαιδευμένους λύκους και αρκούδες, τερατόμορφα αποτελέσματα επιλεκτικών γενετικών πειραμάτων. Ο ίδιος ο Μάστερ όμως ενδιαφερόταν πολύ, και ήθελε να εκμεταλλευτεί, τις γνώσεις αλλά και την μαγεία της Σάρας. Όταν εκείνη εντόπισε το θαμμένο, τεράστιο συγκρότημα πολυκαταστημάτων που μετέτρεψαν σε υπόγειο κατάλυμα για τους αιχμάλωτους Σαβάνους, ο Σαμ Μάστερ επέμενε να καθυστερεί την αποστολή μηνύματος προς τον αυτοκράτορα του. Συνέχιζε να καλεί την Σάρα στο φρούριο του ενώ ταυτόχρονα έδινε την εντύπωση πως παραχωρούσε περισσότερα προνόμια στους αιχμαλώτους. Οι Σαβάνοι ένιωθαν όμως φριχτή καταπίεση και επιμέρους εξαναγκασμούς, ενώ η ηγέτιδα τους έδειχνε να περνάει περισσότερο τον καιρό της στο πλευρό του δυνάστη τους παρά μαζί τους. Όταν τελικά η Σάρα έμεινε έγκυος, δόθηκε το έναυσμα της εξέγερσης. Σκότωσαν τους λιγοστούς φρουρούς και επιχείρησαν μαζική έξοδο. Δεν είχαν όμως καμία ελπίδα. Οι δυνάστες τους πρόλαβαν, τους χτύπησαν άγρια και τους έσυραν βάναυσα πίσω στην υπόγεια τους φυλακή. Ο Σαμ Μάστερ έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο τιμωρώντας παραδειγματικά πολλούς αθώους Σαβάνους. Αηδιασμένη, η Σάρα επέστρεψε στους δικούς της ανθρώπους και γονατίζοντας καταγής ζήτησε την συγχώρεση τους. Φυσικά και την δέχτηκαν πίσω. Ο Σαμ Μάστερ αύξησε ασφυκτικά την επιτήρηση των κρατουμένων και περίμενε σαν το γεράκι την γέννηση του παιδιού του. Η Σάρα δεν θα του επέτρεπε ποτέ να απλώσει τα χέρια του στο παιδί, που σε όνειρο της είχε αποκαλυφθεί πως θα ήταν αγόρι. Είχε εννέα μήνες να εξασκήσει και να προετοιμάσει τον λαό της σωστά για μια αληθινή επανάσταση. Με διαλογισμό, στρατηγικό σχεδιασμό και υπομονετικό πλιάτσικο για την κατασκευή όπλων, όταν την έπιασαν οι πόνοι του τοκετού, ο στρατός της ήταν έτοιμος. Εξουδετέρωσαν γρήγορα την φρουρά και στην συνέχεια, αντί να δραπετεύσουν, σύρθηκαν αθόρυβα μέσα στη νύχτα προς το φυλάκιο του Μάστερ. Δεν θα είχαν όμως την ευκαιρία να αποδείξουν την μαχητική τους ικανότητα. Είχε αρχίσει να ξημερώνει όταν κύκλωσαν τον εχθρικό οικισμό και τότε ξεπήδησε από τα σύννεφα το δικό μου αερόστατο. Το αντιλήφθηκαν τότε από το φυλάκιο και άρχισαν να ρίχνουν. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted June 30, 2007 Author Share Posted June 30, 2007 6. Η Σάρα γέννησε έναν γιο όπως το είχε προβλέψει. Ήταν η πρώτη απόγονος της οικογένειας της που έφερνε στον κόσμο αρσενικό παιδί. Δεν του έδωσε αμέσως όνομα καθώς περίμενε να της αποκαλυφθεί με κάποιον ξεχωριστό τρόπο. Από την πρώτη στιγμή το μωρό μπήκε στην στενή παρακολούθηση μητέρας και ιερών θηλυκών για τυχόν σημάδια ή ίχνη ασθένειας που το παιδί μπορεί να είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Ήταν μια επιτήρηση και αγωνία που θα το ακολουθούσε μέχρι την ενηλικίωση του. Και καθώς ήταν πλέον σίγουρη πως ο μοιραίος άντρας που ήταν να συναντήσει, αυτός που θα άλλαζε την μοίρα της ανθρωπότητας ήταν το μωρό που κρατούσε στα χέρια της, την πληροφόρησαν για μένα. Όταν με πυροβόλησε εκείνη η ψηλή αμαζόνα το έκανε γιατί νόμιζε πως ήμουν άντρας του Μάστερ. Εντωμεταξύ όμως είχαν μαζευτεί κι άλλες μαρτυρίες, υπήρχαν αρκετοί που με είχαν δει να πέφτω από το φλεγόμενο άρμα, το αερόστατο. Ήμουν κάποιος ο οποίος είχε φτάσει ιπτάμενος, είχα καταστρέψει με ένα χτύπημα το φυλάκιο του αυτοκράτορα, και ήμουν άτρωτος στην επίθεση μιας μεταλλαγμένης αρκούδας ή το βλήμα ενός πυροβόλου όπλου. Τρεις μέρες τώρα φυλακισμένος χωρίς φαγητό και νερό στο δωμάτιο των ταριχευμένων δεν έδειχνα ίχνη κοπώσεως. Οι περιγραφές άναψαν την περιέργεια της Σάρας, αισθανόταν όμως πολλή αδύναμη να σηκωθεί και να έρθει να με δει η ίδια. Αυτό το κατάφερε πέντε μέρες αργότερα. Ορμήνεψε όμως τους δικούς της να μου δώσουν φαγητό. Συνέχισαν να με κρατούν στον ίδιο χώρο, μακριά από τα βλέμματα της φυλής, και η αμαζόνα μου έφερνε δύο φορές την ημέρα ένα ταψί με το φαγητό μου. Κυρίως βραστές ρίζες, πότε-πότε χυλό με κρέας (σίγουρα από τα τέρατα που κυνηγούσαν στα δάση), φρούτα που δεν αναγνώριζα και νερό, ή γλυκούς χυμούς. Άσχετα με την ζωή που ζούσαν οι Σαβάνοι δεν τρώγανε κακόμοιρα. Τα φαγητά τους ήταν νόστιμα. Είχαν αλάτι και πολλά καρυκεύματα, μάλλον μέρος της γνώσης των Ιερών Θηλυκών. Όταν ήρθε να με δει η Σάρα ξαφνιάστηκε που με βρήκε να διαβάζω ένα από τα παιδικά παραμύθια της βιβλιοθήκης. «Τι βλέπεις εκεί;» ήταν η πρώτη της ερώτηση προς εμένα. Εκείνη την στιγμή δεν γνώριζα ποια ήταν, υπέθεσα όμως πως ήταν σημαίνον πρόσωπο αφού της επέτρεπαν να μπει και να μου μιλήσει. «Διάβαζα ένα παραμύθι, μια ιστορία για μικρά παιδιά» είπα αμήχανα. «Διάβαζες;» Με κοίταξε όλο απορία. Άνοιξα το βιβλίο και της έδειξα το κείμενο. «Ναι…διάβαζα την ιστορία…Εσείς δεν ξέρετε γράμματα;» Ήταν η πρώτη φορά που η Σάρα άκουσε την λέξη «γράμματα» και πως αυτή αποδίδονταν στα μυστηριώδη σύμβολα που την γοήτευαν μια ζωή. Μέσα σε πέντε λεπτά, χρησιμοποιώντας το σπασμένο πόδι ενός κορακιού, που δεν ήταν αληθινό αλλά φτιαγμένο από μολύβι, της έγραψα στον τοίχο το αγγλικό αλφάβητο, της διαχώρισα τα φωνήεντα από τα σύμφωνα και βάζοντας κάποια γράμματα στη σειρά έγραψα τη λέξη «γάτα». Μετά της έδειξα και μία, βαλσαμωμένη. Με κοίταζε με γουρλωμένα τα μάτια. «Πως τα γνωρίζεις όλα αυτά;» με ρώτησε. «Έρχομαι από πολύ μακριά» της είπα, «Έχουμε κι εκεί βιβλία σαν κι αυτά, πιο σημαντικά βιβλία όμως, και οι παλιοί θυμούνται καλύτερα και μας τα διδάσκουν. Με στείλανε εδώ να δω αν υπάρχουν άλλοι σαν κι εμάς.» Ήταν το καλύτερο που μπορούσα να σκαρφιστώ. «Και είναι αλήθεια πως τίποτα δεν μπορεί να σε βλάψει;» «Αυτό δεν είμαι σε θέση να το αποκαλύψω» είπα, χρησιμοποιώντας την λέξη «αποκαλύψω» τελείως τυχαία, μην γνωρίζοντας ακόμα τις ιερές της ιδιότητες. Έπιασε όμως και βγήκα επιτέλους μέσα από εκείνο το δωμάτιο, παρουσιάστηκα στους υπόλοιπους, στο πλευρό της Σάρας, σα νέο και εξέχον μέλος της φυλής. Έγινα δεκτός με καχυποψία, καθώς το πρόσφατο σφάλμα της Σάρας ήταν ακόμα νωπό στις συνειδήσεις τους. Αυτό ευτυχώς θα άλλαζε γρήγορα. Η Σάρα πρώτα διάλεξε δέκα γυναίκες, τις πιο εύστροφες από τα Ιερά Θηλυκά. Αυτές, κι η ίδια, έγιναν οι πρώτες μου μαθήτριες. Μέσα σε έναν μήνα μπορούσαν να διαβάζουν όλα τα βιβλία που είχαν αλλά ήταν ικανές και να γράφουν. Στη συνέχεια ανέλαβα δέκα νέες μαθήτριες ενώ οι προηγούμενες πήραν δέκα νέους δικούς τους μαθητές η κάθε μία και κάπως έτσι συνεχίστηκε μέχρι να εξαπλωθεί η νέα γνώση σε όλη την φυλή. Η Σάρα βάλθηκε να δημιουργήσει και ένα νέο μέσο γραφικής ύλης, παράγοντας ένα είδος μελάνης και φύλλα από φλοιούς δέντρων. Με ρωτούσαν συνέχεια και εγώ τους έλεγα όλα όσα μπορούσα να θυμηθώ, για τον παλιό καιρό, την ζωή τότε, στις ζεστές εποχές και τα εύφορα κλίματα, τις χώρες με τα έθιμα και τις συνήθειες των ανθρώπων, τα ζώα της ξηράς και της θάλασσας, την ιστορία του κόσμου με τις κατακτήσεις και τα επιτεύγματα, αλλά τα σφάλματα και τις συγκρούσεις. Με άκουγαν αχόρταγα και τα έγραφαν για να τα διαβάσουν και άλλοι. Είχα κερδίσει πλέον τον σεβασμό και την φιλία τους. Χωρίς να το ξέρω κάποιες γυναίκες που γύρευαν ταίρι πλησίασαν την Σάρα και ρώτησαν για μένα. Εκείνη μου μετέφερε τις προτάσεις και περίμενε την απάντηση μου. Η Σάρα ήταν όμορφη γυναίκα αλλά δεν πρόδιδε το παραμικρό ερωτικό ενδιαφέρον προς το άτομο μου, κυρίως γιατί δεν με θεωρούσε άνθρωπο αλλά μια σεβαστή οντότητα. Ο μόνος πλέον άντρας στην ζωή της ήταν ο γιος της. Εγώ με την σειρά μου ρώτησα όσο διακριτικά μπορούσα για την ψηλή αμαζόνα που με είχε πυροβολήσει. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και τόνισα στην Σάρα πως με κανέναν τρόπο δεν επιθυμούσα να επιβληθώ πάνω της ακόμα κι αν ήταν ελεύθερη από σύντροφο. Ζητούσα μια απλή γνωριμία για να εξερευνήσω ποια είναι και πως αισθάνεται. Η Σάρα δέχτηκε τις οδηγίες μου αλλά της άναψα την περιέργεια. Στην εποχή που ζούσαμε το ζευγάρωμα γινόταν με σκοπό την αναπαραγωγή, οι δύο γονείς σίγουρα άρεσαν ο ένας τον άλλον, φρόντιζαν και το παιδί τους μέχρι να ενηλικιωθεί, αλλά μετά ήταν ελεύθεροι να βρουν άλλο ταίρι αν αυτό επιθυμούσαν. Ήταν και θέμα επιβίωσης της ανθρωπότητας τα πολλαπλά ζευγαρώματα. Εξήγησα στην Σάρα όλες της παλιές ρομαντικές και ερωτικές συνήθειες των ανθρώπων, τα συναισθήματα της αιώνιας αγάπης, του πόθου, της αντιζηλίας και της ζήλιας, και αυτό έγινε πλέον το αγαπημένο θέμα συζήτησης στα ομαδικά γεύματα. Μου ζητούσαν συνέχεια να τους λέω ιστορίες αγάπης από την αρχαία Γη και διηγούμουν όσα ήξερα από ιστορία, νουβέλες, τηλεοπτικές σειρές και σινεμά. Σύντομα κατάφερα να προκαλέσω και δάκρυα συγκίνησης σε πολλές ακροάτριες στη διήγηση κάποιου ρομάντζου δεύτερης διαλογής. Σαν αποτέλεσμα, ζευγάρια που είχαν τεκνοποιήσει πάνω από ένα παιδί μαζί, άρχισαν να δίνουν όρκους πίστης ο ένας στον άλλον, ένα δέσιμο που επισημοποιούσαν ζητώντας την ευλογία μου, ή της Σάρας. Στην αρχή, όταν παραδέχτηκα πως ήμουν στείρος, κάθε ενδιαφέρον από γυναίκα της φυλής αποσύρθηκε αυτόματα. Κανονικά, δεδομένων των συνθηκών, δεν έπρεπε να το πάρω προσωπικά. Ήμουν όμως κατάλοιπο της εποχής μου και μπορώ να πω πως με τσίμπησε άσχημα. Όπως όμως άρχισαν να αλλάζουν ορισμένα πράγματα, μου ήρθε είδηση από την αμαζόνα, πως δεχόταν να με συναντήσει. Την έλεγαν Έλζμπεθ, ανήκε στην κάστα των κυνηγών, είχε κάνει δύο παιδιά με δύο διαφορετικούς άντρες, είχαν όμως χάσει την ζωή τους σε πολύ μικρή ηλικία. Πίστευε πως ήταν καταραμένη και δεν ήθελε να επαναλάβει εκείνη την οδύνη. Έβρισκε το ενδιαφέρον μου για εκείνη περίεργο και ήθελε να εξερευνήσει το γιατί με σκεφτόταν κι εκείνη. Όλα αυτά όμως εκ των υστέρων. Με το που μπήκα στο κατάλυμα της, στρωμένο με γούνες, γδύθηκε αμέσως και απαίτησε να κάνω το ίδιο. Μετά, κάνοντας κύκλους γύρω μου κοιτάζοντας και ψαχουλεύοντας με εξέτασε να δει πόσο φυσιολογικός ήμουν. Ικανοποιημένη με έσπρωξε πάνω στις γούνες και έπεσε πάνω μου για να ζευγαρώσει. Δεν άργησα να αντιληφθώ πως ενώ δεν έλειπε η τρυφερότητα και η αγάπη ανάμεσα στους Σαβάνους, αγνοούσαν ή είχαν απολέσει πολλά στοιχεία της σεξουαλικής πρακτικής. Κυρίως όμως, αγνοούσαν το φιλί στο στόμα. Μυρίζονταν, ακουμπούσαν τα μάγουλα μεταξύ τους αλλά δεν φιλιόνταν. Η Έλζμπεθ ήταν δυνατή και επιθετική, ήξερα όμως πως με φοβόταν γιατί πίστευε κι εκείνη πως ήμουν υπερφυσική οντότητα. Κατάφερα λοιπόν να την τιθασέψω, να την επιβάλλω να με υπακούσει και της είπα πως ήταν αναγκαίο να της αποκαλύψω κάποια μυστικά σχετικά με την χημεία του σώματος. Βάλθηκα λοιπόν να της μάθω πώς να φιλάει στο στόμα, και άλλα τινά προκαταρκτικών που είχαν χαθεί στην λήθη του χρόνου. Πριν πεντακόσια χρόνια η αμαζόνα μου θα ήταν σούπερ μοντέλο στον κόσμο της μόδας, θα ήταν τότε πέραν του δικού μου κόσμου και των δυνατοτήτων μου, και να που τώρα όχι μόνο την είχα στα χέρια μου να την χαρώ όπως την ήθελα αλλά κατάφερα και να της προσφέρω πρωτόγνωρες για εκείνη απολαύσεις. Καθώς μείναμε ξαπλωμένοι αργότερα να κοιταζόμαστε, το σκληρό της ύφος είχε εξαφανιστεί και με κοίταζε γλυκά, παραδομένη. Ήταν ίσως η πρώτη φορά από την στιγμή που ξύπνησα σε αυτόν τον καταργημένο κόσμο που η απελπισία με εγκατέλειψε και ένιωσα μια κάποια ελπίδα, μια δύναμη να σαλεύει μέσα μου. Ένιωθα και ερωτευμένος. Υπήρξαν όμως εκπλήξεις. Η Έλζμπεθ άρχισε να μιλάει στους άλλους για τις νέες, ερωτικές μας πρακτικές και δεν άργησε να κουβαλάει στο δωμάτιο μας άλλες γυναίκες της φυλής για να τις δείξω. Χρειάστηκε κάποιο διάστημα να καταργήσω πολλά από τα προσωπικά μου ταμπού και να δεχτώ την νέα κατάσταση των πραγμάτων για να μπορέσω, ποιος, εγώ, να δείξω στην ανθρωπότητα την απόλαυση στο σεξ. Παράλογο και πέρα για πέρα αστείο. Παρά την αναγκαία σκληρότητα της φύσης που μας τριγύριζε, ο άνθρωπος, απαλλαγμένος από την χριστιανο-ιουδαϊκή ηθική, ήταν για άλλη μια φορά αθώος. Ήταν και ο κύριος λόγος που απέφευγα συστηματικά να τους μιλώ για τις θρησκείες, ή να αναφέρω ιστορίες από την παλιά ή καινή Διαθήκη. Χαμένος αρκετά στην ευτυχία της νέας μου ζωής, ζήσαμε σε εκείνον τον τόπο απαλλαγμένοι από οποιαδήποτε ενόχληση για δύο χρόνια. Η κοινότητα μας ενισχύθηκε και επεκτάθηκε και στα ερείπια του παλιού φυλακίου που ήταν τώρα το δικό μας αμυντικό φρούριο. Η Σάρα με το μωρό, εγώ, η Έλζμπεθ και όλη η κάστα των κυνηγών εγκατασταθήκαμε εκεί για να επιβλέπουμε την ασφάλεια της φυλής. Δεν είχαμε εχθρούς και κινδύνους πέραν των άγριων μεταλλαγμένων ζώων που όμως δεν μπορούσαν να μας βλάψουν. Πολλές φορές, σε στιγμές περισυλλογής αναρωτιόμουν για την παρούσα μου ζωή και ήμουν σίγουρος πως αυτό δεν ήταν ο σκοπός για τον οποίο είχα έρθει εδώ. Με περίμενε μια πορεία που οδηγούσε Βορειοδυτικά, προς την Ρωσική Σιβηρία, άρα τι έκαμνα εδώ πέρα; Ποια ήταν η σχέση μου με αυτούς τους ανθρώπους; Ήταν μοιραίο να τους αφήσω πίσω μου και να συνεχίσω μόνος; Η απάντηση στα ερωτήματα μου δεν θα αργούσε να έρθει. Είδαμε ξαφνικά μια μέρα πυκνούς καπνούς να υψώνονται μακριά στον ορίζοντα. Σε λίγες εβδομάδες φτάσανε στα μέρη μας ορδές προσφύγων, κατατρεγμένων και απελπισμένων ανθρώπων. Κάποιοι ανακουφίστηκαν που μας βρήκαν. Άλλοι, οι περισσότεροι, με τον θάνατο στο βλέμμα τους, δεν σταμάτησαν καν, συνέχισαν την φυγή τους προς τα δυτικά. Οι μισοί από αυτούς είχαν την ελπίδα να δηλώσουν υποταγή στον Μάγο-Αυτοκράτορα για να έχουν την προστασία του. Ο Μεγάλος Λύκος είχε αποβιβαστεί στην ανατολική ακτή και δεν άφηνε τίποτα όρθιο στο πέρασμα του. Η θέση μας ήταν ξαφνικά επισφαλής και τρωτή. Η Σάρα ζήτησε να με δει ιδιωτικά. Μου έδειξε την πυξίδα μου, αυτή που μου είχαν αρπάξει πριν δύο χρόνια όταν αιχμαλωτίστηκα, και με ρώτησε για την σημασία της. Η ίδια ήδη ήξερε τι ήταν. Είχε δυνατή αίσθηση του προσανατολισμού μέσα της και είχε καταλάβει πως το κόκκινο βέλος έδειχνε πάντα τον βορρά. Της εξήγησα πως μεγάλοι μάγοι μου είχαν προφητέψει πως η εποχή των πάγων έφτανε στο τέλος τους. Η γη θα γινόταν πάλι πράσινη, ο ήλιος θα έκαιγε πάλι ζεστός στα κεφάλια μας. Είχα σταλεί για να ακολουθήσω ένα μακρύ μονοπάτι που οδηγούσε βορειοδυτικά αλλά, παραδέχτηκα, δεν είχα καταλάβει πως ήμουν εντεταλμένος να οδηγήσω ολόκληρο λαό μαζί μου. Της είπα πως τώρα θα υπάκουα την δική της απόφαση, όποια και να ήταν αυτή. «Όχι» μου είπε δίνοντας μου την πυξίδα, «Εσύ θα μας δείξεις τον δρόμο. Αυτή είναι η απόφαση μου.» Η γλυκιά μου Φεν, η κινέζα σύζυγος μου, μου είχε πει πως θα ερχόταν η μέρα που θα αποδεχόμουν την μοίρα μου, αυτό που ήμουν, θα ερχόμουν στα φανερά και θα αναλάμβανα μεγάλες ευθύνες, θα χάραζα μεγάλη πορεία. Αυτή εκεί ήταν η στιγμή, τόσους αιώνες αργότερα και ήταν η πρώτη φορά στην αθάνατη μου ζωή που τρομοκρατημένος ένιωσα την πνευματική στήριξη μιας ανώτερης, θεϊκής καθοδήγησης. Θα άρχιζα πλέον να προσεύχομαι συχνά για εσωτερική ισορροπία και δύναμη. Πέρα από την ευθύνη ήμουν επιρρεπής να παρασυρθώ και στο σκοτάδι από την ξαφνική εξουσία. Ο κύριος Λουίζ Γκαρσία είχε στρώσει για μένα την απόλυτα ειρωνική φάρσα. Η σωτηρία ενός λαού ήταν η λύτρωση μου από τα εγκλήματα που είχα διαπράξει. Μαζί με την Σάρα ανακοινώσαμε στους Σαβάνους πως ήταν καιρός να μετακινηθούμε. Χρειάστηκαν δύο εβδομάδες, με το χνώτο του Μεγάλου Λύκου στην πλάτη μας, για να αναχωρήσουμε και να αφήσουμε πίσω μας όλα όσα είχαμε χτίσει σε δύο χρόνια. Κάψαμε και σβήσαμε εκεί στην Ατλάντα όποιο ίχνος μας θα πρόδιδε ποιοι και πόσοι ήμασταν, και κυριότερο, προς τα πού είχαμε φύγει. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 3, 2007 Author Share Posted July 3, 2007 7. Η πορεία μας αποδείχτηκε αργή και βασανιστική. Νομίζεις και σχεδόν τρία χρόνια προστατευμένης ακινησίας είχαν αλλάξει τις αντοχές των Σαβάνων. Ένα πρόβλημα ήταν πως για πρώτη φορά υπήρχαν πολλά παιδιά στη φυλή, τα περισσότερα μωρά. Αυτά κυρίως κινδύνευαν από τις καιρικές συνθήκες που ήταν απρόβλεπτες. Δεν υπήρχαν εποχικοί κύκλοι και οι τρομερές χιονοθύελλες ήταν μία από τις πολλές απειλές που είχαμε να αντιμετωπίζουμε σε καθημερινή βάση. Και όσο πιο δυτικά κινούμασταν τόσο χειρότερα μας χτυπούσε ο καιρός. Ήταν πολύ σπάνιο να πέσουμε πάνω σε φυσικό καταφύγιο. Τα δάση που συναντούσαμε ήταν μεγαλύτερα, σκοτεινότερα, τρομακτικότερα. Μέρα και νύχτα μας συγκλόνιζαν οι κραυγές και τα ουρλιαχτά από αθέατα τέρατα, φριχτές εικόνες στην φαντασία μας. Στην επίθεση του καιρού οι σκαφτιάδες άνοιγαν τρύπες στο έδαφος και με τις φορητές σκηνές είχαμε άμεσα προσωρινά καταφύγια που θάβονταν σε χρόνο λεπτών κάτω από το πυκνό χιόνι. Μετά από μία ή περισσότερες μέρες ξεπροβάλαμε με κόπο σαν τα μυρμήγκια μετά την νεροποντή, να μετριόμαστε όλο αγωνία μήπως και ξέμενε κανείς θαμμένος στο χιόνι. Υπήρξαν φορές που χάθηκαν κάποιοι τραγικά με αυτόν τον τρόπο. Στα άγρια θηρία ευτυχώς αποδεικνυόμασταν πολλοί πιο αποτελεσματικοί. Η Σάρα προσπαθούσε όσο μπορούσε να διαισθανθεί μια κάποια ευοίωνη κατεύθυνση, ή να νιώσει κάποιο θαμμένο κτίσμα που θα μας χρησίμευε, αλλά οι δυνάμεις της ήταν εξασθενημένες, σαν να της τις ρουφούσε ο γιος της που την απασχολούσε τώρα σε καθημερινή βάση. Ο Αρθούρος, αυτό το όνομα του είχε δώσει μετά από μια εξιστόρηση μου για τον μυθικό βασιλιά. Μακάρι να μπορούσα να κάνω κι εγώ κάτι, περισσότερα από το να κοιτάζω την πυξίδα και να δείχνω καθημερινά την κατεύθυνση. Το κρύο δεν με επηρέαζε, φορούσα όμως γούνες για τα προσχήματα. Μπορεί να είχα στην μνήμη μου την εικόνα του χάρτη των πρώην Ηνωμένων Πολιτειών, δεν θυμόμουν όμως με τίποτα την κατάταξη εκείνων των πολιτειών. Ήξερα πως το μέρος από το οποίο είχαμε ξεκινήσει ήταν η Ατλάντα από διάφορες πινακίδες που είχα διαβάσει στο πολυκατάστημα που διαμέναμε. Υπήρχαν φορές που συναντούσαμε τσιμεντένιους στύλους που κάποτε στήριζαν οδικές πινακίδες, χαμένες τώρα στη φθορά του χιονιού και του χρόνου. Η Σάρα μου είχε πει πως ήξερε από τον Μάστερ πως η έδρα του αυτοκράτορα ήταν στο Σεντ Λούις. Δυστυχώς δεν είχα ιδέα προς τα πού έπεφτε αυτό σε σχέση με την Ατλάντα ή την πορεία μας. Πολύ πιθανό να κατευθυνόμασταν ακριβώς προς τα εκεί. Μόνο πολλά χρόνια αργότερα, όταν ανακάλυψα άθικτο έναν από τους τελευταίους παλιούς χάρτες, ψηλαφώντας πάνω στις αρχαίες ονομασίες κατάφερα να αναπαραστήσω κατά προσέγγιση την περιπετειώδη εκείνη πορεία όπως σας την διηγούμαι τώρα. Είχαμε και άλλες, καινούργιες και δυσάρεστες εκπλήξεις. Όποτε πέφταμε πάνω σε κάποιο μοναχικό κατάλυμα κάποιου ερημίτη ή κάποιας φαμίλιας, ή σε οργανωμένο οικισμό κάποιας ομάδας, αμέσως αντιμετωπιζόμασταν σαν καταπατητές και εισβολείς. Αντίθετα με τους Σαβάνους οι υπόλοιπες φυλές κατείχαν άλλους κώδικες εδαφικής ακεραιότητας. Με πρωτόγονα ή ημιπρωτόγονα όπλα, μας είχαν ριχτεί πρώτοι προκαλώντας πολλές αθώες απώλειες ανάμεσα μας. Ήταν η στιγμή που έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Οι Σαβάνοι και η ασφάλεια τους ήταν πλέον η ευθύνη μου. Δεν είχαμε καμία βλέψη να πάρουμε την γη κανενός, θα σκληραίναμε όμως την στάση μας και αλίμονο σε όποιον μας έβγαινε εμπόδιο. Ενισχύθηκε η εμπροσθοφυλακή, στην οποία επικεφαλής τέθηκα ο ίδιος. Μπορούσα άφοβα να τραβήξω τα πρώτα πυρά για να ζυγιάσουμε τις προθέσεις αυτών που μας έκλειναν τον δρόμο. Στην συνέχεια κάναμε επίθεση μέχρι τελικής εξόντωσης κάθε αντίστασης. Ήταν συχνό φαινόμενο όσοι επιβίωναν το πέρασμα μας να προστίθενται στο δυναμικό μας, ανίκανοι χωρίς τους πολεμιστές τους να παραμείνουν στο παλιό λημέρι και να επιβιώσουν μόνοι τους. Θα ήθελα να ζητήσω συγνώμη για να κάνω μια παρένθεση εδώ και να σας πληροφορήσω πως η Έλζμπεθ δεν ήταν πλέον σύζυγος μου. Κάποιον καιρό πριν φύγουμε από την Ατλάντα, στην νέα ασφάλεια που είχε αποκτήσει η ζωή μας, ένιωσε ξαφνικά την κατανοητή ανάγκη να κάνει δικό της παιδί. Μου το ανακοίνωσε κάνοντας φανερές τις προθέσεις της να ψάξει άλλον σύντροφο. Δεν μπορώ να πω πως αντέδρασα με τον καλύτερο τρόπο. Ένιωσα προδομένος, απατημένος, και εξοργισμένος την έδιωξα. Όταν λίγο πριν ξεκινήσει η πορεία η Έλζμπεθ γέννησε μια κόρη, πήγα στην σκηνή για να την συγχαρώ και να της ζητήσω συγνώμη. Η σκληρή μου αμαζόνα έλαμπε από ευτυχία. Το νεογέννητο της ήταν ένα από τα πολλά μικρά που οι συνθήκες που θα ακολουθούσαν θα τα έθεταν σε σκληρές δοκιμασίες. Γι αυτόν τον λόγο όλα τα μωρά και οι οικογένειες τους είχαν οργανωθεί στο μέσον του καραβανιού, με δυνατή προστασία από κάθε πλευρά. Αυτή η ομάδα ήταν η πιο σημαντική στους Σαβάνους και αυτή φροντιζόταν σχολαστικά από την αρχή μέχρι το τέλος της ημέρας. Η Σάρα και τα Ιερά Θηλυκά ήταν τοποθετημένες ανάμεσα τους, έτοιμες να επέμβουν σε κάθε τραυματισμό ή αρρώστια. Μετά από δύο μήνες βασανιστικής πορείας φτάσαμε στον παγωμένο Μισισιπή. Δεν υπήρχε κανείς μας που μπορούσε να ξέρει το όνομα του ποταμού αλλά στις όχθες του υπήρχαν οβελίσκοι με σκαλισμένα βέλη που σημάδευαν τον βορρά. Είχαμε ανάμεσα μας ανθρώπους που ήξεραν πως τα σημάδια έδειχναν προς το Σεντ Λούις, την έδρα της Αυτοκρατορίας. Και πόσο κοντά ήταν αυτή η έδρα; Πώς να το υπολογίσει κανείς μην γνωρίζοντας την παρούσα μας θέση; Και μόνο η άγνοια ήταν αρκετή για να κάνει πολλούς από μας νευρικούς. Φυσικά και ενισχύσαμε τις δυνάμεις φρούρησης. Αλλά τα πράγματα δυστυχώς δεν ήταν ξεκάθαρα στο ποια θα έπρεπε να είναι η άμεση επόμενη τακτική μας. Υπήρχε μεγάλη διαφορά απόψεων μέσα στη φυλή. Μιλώ δυστυχώς για τους Σαβάνους αλλά θα ήταν πιο ειλικρινές να παραδεχτώ πως μόνο οι μισοί από μας ήταν, σε σχέση με τον συνολικό μας πληθυσμό, ακόμα η φυλή που είχε ξεκινήσει από τις όχθες του Ατλαντικού, κάτω από την ηγεσία της Σάρας. Οι μετανάστες και οι άλλοι που είχαν προσκολληθεί στο καραβάνι μας για λόγους επιβίωσης, δεν είχαν τον καιρό ή τις γόνιμες συνθήκες για να συνδεθούν με τον πνευματισμό εκείνον που έδενε την πρώτη ομάδα. Σαν αποτέλεσμα, οι καινούργιοι δεν ένιωθαν κανένα δέος προς τα ιερά θηλυκά, αμφισβητούσαν κάθε γνώμη της Σάρας, και περισσότερο περίμεναν την δική μου απόφαση πριν εκδηλώσουν την οποιαδήποτε δυσαρέσκεια. Προσπαθούσα πάντα να γεφυρώνω την απόσταση των δύο πλευρών, αλλά γύρω μου είχε σχηματιστεί μια φρουρά από πρόσφυγες που ενώ ο σκοπός της ήταν το μοίρασμα καθηκόντων και ευθυνών για να δεθεί η φυλή, είχε καταλήξει πρόσφορο έδαφος για ανυπακοή και ανταρσία. Υπήρχαν πολλοί λοιπόν που είχαν κουραστεί από αυτή την επώδυνη μετακίνηση. Υπήρχε η γνώμη αλλαγής πορείας προς το Σεντ Λούις, προς υποταγή στον Αυτοκράτορα. Πόσο άσχημη θα μπορούσε να είναι η σκλαβιά όταν θα αποκτούσαμε στέγη, τροφή, θέρμανση και άλλα φημολογούμενα θαυμαστά σε αντίθεση με την ζωή που υπομέναμε τώρα; Και μπορώ να πω πως εκείνη η φαρδιά και λεία, στέρεα παγωμένη επιφάνεια του ποταμού προσέφερε μια δελεαστικά εύκολη πορεία προς τον μεγάλο πειρασμό του βορρά. Και δεν ήταν λίγοι οι Σαβάνοι που πείθονταν τώρα από αυτές τις κουβέντες, πολύ περισσότερο καθώς έβλεπαν την αδυναμία της Σάρας και των Ιερών Θηλυκών να επιβληθούν. Όσο διαρκούσε αυτός ο αναβρασμός, το καραβάνι στρατοπέδευσε στις όχθες του ποταμού και περίμενε. Η αλήθεια είναι πως όλοι περίμεναν την δική μου απόφαση, μια δύναμη στην οποία ακόμα αντιστεκόμουν, κυρίως γιατί ήξερα πως η αποδοχή της περιέκλειε κινδύνους. Βαθιά μέσα μου δεν ήμουν ακόμα ο μπαμπούλας του Ρίο; Ο εγκληματίας; Ο φονιάς αθώων; Είχα μια συνάντηση με την Σάρα. Δεν την είχα δει ποτέ πριν τόσο τρομοκρατημένη. Είχε δει επιτέλους σημαδιακά όνειρα, δυσοίωνα, γεμάτα κινδύνους που απειλούσαν το μέλλον του γιου της. «Να φύγουμε Άφθαρτε, να φύγουμε τώρα» είπε. Της ζήτησα να βγει μαζί μου στη συνέλευση της φυλής και να κάνει εκείνη την ανακοίνωση. Μετά εγώ δήλωσα απλά πως συμφωνώ μαζί της. Δώσαμε τρεις μέρες διορία για να ετοιμαστούν όλοι πριν την έναρξη της νέας πορείας προς τα δυτικά, όλο δυτικά πριν επιχειρήσουμε στροφή στον βορρά. Το ξημέρωμα της παραμονής της αποχώρησης, ξυπνήσαμε σε έναν καταυλισμό που είχε χάσει τουλάχιστο τον μισό του αριθμό. Στα μισά της νύχτας είχε τεθεί σε εφαρμογή συνεννοημένη λιποταξία προς το Σεντ Λούις, από το ποτάμι. Είχαν ακολουθήσει και πολλές μητέρες με τα παιδιά τους. Η πρώτη αντίδραση της Σάρας ήταν να τρέξουμε στο κατόπι τους, να τους προφτάσουμε και να τους πείσουμε να γυρίσουν. Υπήρχαν Σαβάνοι ανάμεσα τους, αγαπημένα πρόσωπα. Η Έλζμπεθ ήταν ακόμα μαζί μας, δεν είχε ξεχάσει την καταπίεση του Μάστερ και των αντρών του. Εγώ διαφώνησα. Αν τους ακολουθούσαμε θα θέταμε και τους εαυτούς μας στον κίνδυνο προς τον οποίο βάδιζαν οι άλλοι. Αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν να φύγουμε αμέσως. Δεν ξέρω πόσο μακριά ήταν το Σεντ Λούις ή πόσο γρήγορα θα αιχμαλωτίζονταν οι αποστάτες. Μόλις όμως γινόταν το τελευταίο ο Αυτοκράτορας θα μάθαινε για τους υπόλοιπους, για μένα, τα ιερά θηλυκά, τον Αρθούρο και τα μωρά…Θα εξαπέλυε τον στρατό του να μας βρει. Τότε συμφώνησαν μαζί μου και χωρίς άλλη καθυστέρηση σηκωθήκαμε όσοι είχαμε απομείνει και φύγαμε. Μόλις δύο μέρες πορείας μετά αντιληφθήκαμε πως η θέση μας ήταν επικίνδυνα ευάλωτη. Συναντήσαμε, αυτή τη φορά όχι παγωμένο ποτάμι, αλλά ένα πλέγμα από οδικές αρτηρίες. Και σε ορισμένα σημεία του παγωμένου εδάφους υπήρχαν σημάδια. Σημάδια από τροχούς. Όπως έδειχναν τα στοιχεία, το κέντρο της αυτοκρατορίας διέθετε επιτεύγματα που ο υπόλοιπος πλανήτης είχε ξεχάσει. Που σήμαινε πως μόλις μάθαιναν για μας θα είχαν τρόπο να μας προλάβουν εύκολα. Έπρεπε λοιπόν να αυξήσουμε την ταχύτητα διαφυγής μας. Αραιώνοντας εμπροσθοφυλακή και οπισθοφυλακή για να διευρύνουμε τον κύκλο επιτήρησης αποφασίσαμε να εκμεταλλευτούμε τους δρόμους εκείνους που οδηγούσαν δυτικά. Είχαμε συνέχεια τον νου μας προς «άλλους» και ομάδες ανιχνευτών μας ακολουθούσαν το καραβάνι από τους λόφους και τα δάση ψάχνοντας καταλύματα, κρυψώνες και εναλλακτικές πορείες διαφυγής. Η φυγή κράτησε μόλις τρεις εβδομάδες. Μετά έπεσαν πάνω μας σαν τα αρπακτικά, δεν είχαμε καμία πιθανότητα να υπερισχύσουμε. Μας παρακολουθούσαν και μας μελετούσαν για μέρες χωρίς να το ξέρουμε. Και δεν επιτέθηκαν ένα βράδυ για να μας πιάσουν στον ύπνο αλλά στη διάρκεια μιας ολοκάθαρης μέρας, όταν είχαμε να δούμε καταιγίδα πάνω από εβδομάδα και τα πνεύματα μας ήταν κάπως χαλαρωμένα. Είχαν στηθεί αρκετά μπροστά μας, καμουφλαρισμένοι, περίμεναν να έρθουμε εμείς και να πέσουμε στην παγίδα τους. Πετάχτηκαν μέσα από το χιόνι, από τις πέτρες και τα δέντρα, πάνοπλοι και οργανωμένοι, με την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα γνωρίσματα της δύναμης τους. Ναι, τους είχα ξανασυναντήσει αυτούς, κάπου χίλια χρόνια πριν στο Ιράκ. Ήταν καταδρομείς σε λευκές στολές, αληθινοί στρατιώτες, κάποιοι σε έλκηθρα που τα έσερναν μεταλλαγμένες αρκούδες, άλλοι στις πλάτες τεράστιων μαμούθ χωρίς προβοσκίδες. Οι πρώτες ριπές σκότωσαν πολλούς από τους Σαβάνους προστάτες. Άλλοι ποδοπατήθηκαν και κατασπαράχτηκαν από τα θηρία. Η αντίσταση μας κόστισε κάποιες ζωές και σε εκείνους αλλά αυτό ήταν λάθος όπως κατάφερα να αντιληφθώ, αλλά πολύ αργά. Μέσα στον πανικό και τις κραυγές πρόσεξα πως φέρονταν οι στρατιώτες σε αυτούς που αφόπλιζαν. Ο κάθε υγιείς αιχμάλωτος τους ήταν πολύ περισσότερο πολύτιμος ζωντανός και ακέραιος. Υπερτερούσαν σε αριθμό και δύναμη πυρός, δεν υπήρχε περίπτωση να τους νικήσουμε. Άρχισα να διατάζω τους Σαβάνους να πετάξουν τα όπλα και να παραδοθούν αλλά δεν μπορούσαν να με ακούσουν όλοι. Όσο κρατούσα το δικό μου τουφέκι κανείς δεν πλησίαζε να με πιάσει, μόνο με πυροβολούσαν. Κρατούσα λοιπόν επίτηδες το όπλο και έτρεχα από την εμπροσθοφυλακή στην οπισθοφυλακή, δεχόμενος πυρά, για μπορέσω να ακουστώ από όσους περισσότερους ήταν δυνατόν να παραδοθούν. Στο τέλος τα κατάφερα, μείναμε με τα χέρια σηκωμένοι και ζωντανοί μπροστά στον άρπαγα εχθρό, αλλά το τίμημα ήταν πια μεγάλο. Είχαμε χάσει πολλά αγαπημένα πρόσωπα, ανάμεσα τους και την Έλζμπεθ. Η αμαζόνα μου είχε βγει πρώτη στη μάχη με έντονο το κίνητρο να προστατέψει το μωρό της αλλά και τα μωρά των άλλων. Το ότι είχε καταφέρει να αδειάσει δύο ολόκληρα έλκηθρα από δαύτους πριν την σκοτώσουν δεν με ικανοποιούσε καθόλου. Στεκόμουν για άλλη μια φορά αθάνατος και ανήμπορος μέσα σε μια σφαγή, με ανείπωτο πόνο να μου καίει τα σωθικά και δάκρυα στα μάτια. Μας μάζεψαν και μας στοίχισαν πάνω στο οδόστρωμα με κοφτές και επιτακτικές παραγγελίες. Στην συνέχεια ήρθαν μαμούθ που έσερναν κάρα στα οποία φόρτωσαν τις γυναίκες και τα μωρά. Οι άντρες μπήκαν στη σειρά πίσω από τα κάρα για να ακολουθήσουν με τα πόδια. Είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τον εχθρό και συμπέρανα πως όλοι τους έδειχναν άρρωστοι. Τα κορμιά τους ήταν καλυμμένα με μπουφάν, κράνη και μάσκες του σκι, αλλά όλο και κάποιος ξεσκέπαζε το πρόσωπο του για να ανασάνει ή τύχαινε να μην φοράει γάντια. Το δέρμα τους ήταν γεμάτο σπυριά, πληγές και μελανώματα. Σε λίγο ακούστηκε ένας ήχος που αναστάτωσε όλους τους Σαβάνους. Ήταν ήχος γνώριμος σε μένα, κι όμως κατάφερε να με ξαφνιάσει. Εμφανίστηκε μία μοτοσικλέτα που έσερνε ένα κουβούκλιο και που ήρθε και φρέναρε μπροστά μας σηκώνοντας πολύ σαματά και καυσαέριο. Ο οδηγός είχε το πληγιασμένο του πρόσωπο ακάλυπτο και η στολή του είχε εμβλήματα που δεν αναγνώριζα. Από το κουβούκλιο κατέβηκε ένας άντρας που και μόνο το διστακτικό του βήμα πρόδιδε πως δεν ήταν δικός τους. Φορούσε μάσκα του σκι αλλά μάντεψα πως ήταν ένας από αυτούς που είχαν αποσκιρτήσει από την ομάδα μας πριν βδομάδες. «Ποιος είναι;» ρώτησε επιτακτικά ο βαθμοφόρος. Ο μασκοφόρος αιχμάλωτος σήκωσε το χέρι του και έδειξε εμένα. Αμέσως, με ένα μικρό νόημα του βαθμοφόρου, με σπρώξανε και με κλείδωσαν μέσα στο κουβούκλιο. Ο οδηγός ξανακαβάλησε την μηχανή και ξεκίνησε χωρίς άλλη κουβέντα. Αφήσαμε πίσω μας το καραβάνι με τους αιχμαλώτους και πήραμε τον δρόμο προς τον βορρά, ευθεία για το Σεντ Λούις. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 10, 2007 Author Share Posted July 10, 2007 8. Το ταξίδι με την μοτοσικλέτα κράτησε πέντε μέρες. Διασχίσαμε μεγάλη απόσταση σε καλοστρωμένο, ελάχιστα χιονισμένο οδόστρωμα, χωρίς άλλη κίνηση και δυσκολίες. Κάθε τόσο συναντούσαμε μικρά φυλάκια όπου ο οδηγός σταματούσε για να γεμίσει το ντεπόζιτο ή να κάνει ένα διάλειμμα να ξεκουραστεί. Οι αποστάσεις έδειχναν να ήταν υπολογισμένες γιατί κάθε φορά όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει συναντούσαμε και μεγαλύτερα στρατόπεδα όπου σταματούσε για τον βραδινό του ύπνο. Δεν ξέρω τι του είχαν πει για μένα αλλά από την στιγμή που με κλείδωσε στην κλούβα και μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας δεν ασχολήθηκε καθόλου μαζί μου. Ούτε για να μου δώσει τροφή και νερό αλλά ούτε και για να μου προσφέρει κατάλυμα για ύπνο. Έμενα όλο το βράδυ κλειδωμένος στην κλούβα έξω στο χιόνι. Ή δεν τους ένοιαζε αν θα πέθαινα ή είχαν μάθει για μένα από την πρώτη ομάδα που είχαν αιχμαλωτίσει. Παραδιδόμουν λοιπόν κι εγώ στον ύπνο μέχρι να ξημερώσει, για να μην σκάσω από την ανία. Όσο πλησιάζαμε στο Σεντ Λούις το τοπίο άρχισε να αλλάζει γύρω μας, άρχισε να ζωντανεύει. Πρώτα συναντήσαμε ερείπια, κτίρια κατεστραμμένα όχι από τον χρόνο αλλά σε κάποιες βίαιες συγκρούσεις του παρελθόντος. Μετά είδα πολλά από τα μαμούθ να βόσκουν σε πλαγιές κάτω από την επιτήρηση φρουρών. Περάσαμε νεκροταφεία αυτοκινήτων όπου εκατοντάδες στρατευμένοι πλιατσικολόγοι γέμιζαν κάρα που τα έσερναν μεταλλαγμένες αρκούδες. Είδαμε αυτά τα καραβάνια να διασχίζουν μπρος-πίσω την διαδρομή που ακολουθούσαμε εμείς τώρα. Είδα ατελείωτα στρέμματα με κατασκευές και στις δύο πλευρές του δρόμου, κτίρια από λαμαρίνες που θύμιζαν θερμοκήπια. Και όσο πιο πολλά ενεργά κτίρια συναντούσαμε τόσο πλήθαιναν και τα φουγάρα και οι καμινάδες. Όλος ο ορατός ορίζοντας ήταν γεμάτος με στήλες καπνού που ανέβαιναν να στηρίξουν θαρρείς έναν τεράστιο μαύρο ουρανό. Και ευθεία μπροστά, στον προορισμό μας, εκεί η καπνιά ήταν χειρότερα πυκνή. Την τελευταία μέρα πύκνωσαν οι κάθετοι οδοί, τα κτίρια και τα οχήματα γύρω μας, κάποια μηχανοκίνητα, τα περισσότερα κάρα που έσερνε κάποιο μεταλλαγμένο είδος. Πριν μπούμε στο ίδιο το Σεντ Λούις διασχίσαμε μια τεράστια επίπεδη έκταση που με παραξένεψε μέχρι που πρόσεξα τους μαρμάρινους σταυρούς και ταφόπλακες που προεξείχαν από το χιόνι. Μνήματα που θα ‘πρεπε να κάλυπταν αιώνες νεκρών. Σταματήσαμε σε πολλά φυλάκια ελέγχου και οδοφράγματα όπου ο οδηγός μου αναγκαζόταν να προσκομίζει ένα είδος διαβατηρίου για να περάσει τον έλεγχο. Αντιλαμβανόμουν πόσο σφιχτά δομημένη ήταν αυτή η νέα αυτοκρατορία και ίσως η ύπαρξη μιας κάποιας γραφειοκρατίας ήταν απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία του τέρατος που είχα αντικρίσει μέχρι στιγμής. Αγνοούσα τελείως ποιος ήταν ο άντρας πίσω από το προσωπείο του αυτοκράτορα, μόνο φήμες είχαμε ακούσει, όλες σχετικές με την τρέλα του. Βεβαιώθηκα γι αυτό όταν φτάσαμε στα όρια του Σεντ Λούις. Ένα πλήθος ανθρώπων δούλευαν στην κατασκευή ενός τεράστιου τοίχους που μάλλον κύκλωνε ολόκληρη την πόλη. Το μεγαλύτερο τμήμα έδειχνε τελειωμένο, ειδικά γύρο από την μεγάλη πύλη που έπρεπε να περάσουμε. Ο Αυτοκράτορας του παγωμένου αυτού κόσμου δεν θα είχε τίποτα να ζηλέψει από το μεγαλείο της Βαβυλώνας. Ο έλεγχος για την είσοδο μας δεν κράτησε περισσότερο από τις άλλες φορές. Πίσω από τα τείχη υπήρχε μια ζωντανή πόλη με παλιά και νέα κτίρια, πλήθος κατοίκων που γέμιζαν τους δρόμους, πολυάσχολοι και βιαστικοί, τίποτα ασυνήθιστο αν δεν θυμόσουν πως αυτός δεν ήταν ο εικοστός αιώνας και πως ο υπόλοιπος πλανήτης ήταν βυθισμένος στους πάγους. Και πάλι όμως δεν ήταν μια συνηθισμένη πόλη. Οι άνθρωποι έδειχναν δανεικοί, σαν κομπάρσοι από λάθος έργο, έδιναν στο τοπίο μια σκοτεινή, μεσαιωνική χροιά. Ήμουν σίγουρος πως οι δρόμοι και τα οικοδομικά τετράγωνα που έβλεπα ήταν αυτά ακριβώς της δικής μου εποχής, χωρίς πολλές νέες προσθήκες από την εποχή που πρωτοάρχισε να πέφτει η θερμοκρασία. Παρατήρησα πως δεν υπήρχαν τζάμια σε πολλά παράθυρα. Όσα κουφώματα δεν έχασκαν κενά ήταν κλεισμένα με παντζούρια ή τέντες. Η διαρκής κίνηση και μηχανική του εσώκλειστου αυτού μέρους κρατούσε θαρρείς το χιόνι έξω από το Σεντ Λούις. Έκανε κρύο, όλοι κυκλοφορούσαν τυλιγμένοι σε ζεστά ρούχα, οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια όμως ήταν καθαρά από το λευκό πέπλο, γεμάτα όμως από λάσπες, βρομόνερα και σκουπίδια. Σύννεφα ατμού αναδύονταν ασταμάτητα από καταπακτές στο οδόστρωμα. Υπήρχαν πάρκα, είδα χορτάρι αλλά και δέντρα. Δεν είδα όμως πουθενά παιδιά, μόνο ενήλικες με εμφανής πληγές στα εκτεθειμένα σημεία του σώματος τους. Πήραμε έναν δρόμο που ακολουθούσε παράλληλα το μεγάλο, παγωμένο ποτάμι και τότε πρόσεξα τα δύο τεράστια κέρατα που εξείχαν αντικριστά στον ορίζοντα. Μου πείρε λίγο να θυμηθώ το πιο χαρακτηριστικό αξιοθέατο του Σεντ Λούις, την Αψίδα της Διόδου προς τη Δύση, την κορυφή της τώρα καταστραμμένη, ποιος ξέρει εδώ και πόσα χρόνια. Αμέσως μετά πρόσεξα το παλάτι, δέσποζε μεγάλο και επιβλητικό στην όχθη του ποταμού, θύμιζε περισσότερο καθεδρικό ναό και ήμουν σίγουρος πως αυτό ήταν κάποτε. Στην στέγη, ένας τεράστιος πράσινος τρούλος λαμπίριζε εντυπωσιακά στις ανταύγειες της ημέρας. Μπροστά στην είσοδο, στη βάση των σκαλοπατιών, υψωνόταν μια πέτρινη βάση πάνω στην οποία δέσποζε χάλκινο άγαλμα κάποιου έφιππου, γενειοφόρου βασιλιά. Το όνομα από κάτω στη βάση ήταν ξυσμένο και χαμένο από την μνήμη. Ο μοτοσικλετιστής φρέναρε σε ένα σημείο που του υπέδειξε ένας φρουρός, προσκόμισε τα χαρτιά του και έφυγε μόνος του, ανέβηκε τα σκαλοπάτια του παλατιού προς τις ψηλές, χάλκινες του πύλες. Μετά από καμιά ώρα κατέβηκε μια φρουρά από έξι άτομα. Με ξεκλείδωσαν, μου φόρεσαν χειροπέδες και με έσπρωξαν να τους ακολουθήσω μέσα στο παλάτι. Πίσω από τις χάλκινες πύλες ήταν μια τεράστια σάλα, με ψηφιδωτό πάτωμα και κίονες γύρω-γύρω να στηρίζουν τον τεράστιο τρούλο. Η μορφή του Παντοκράτορα ευλογούσε από εκεί μια μεγάλη συνάθροιση ανθρώπων που έδειχναν να περιμένουν κάτι. Η καλύτερη παρομοίωση που σκέφτηκα ήταν πως έμοιαζαν μουζίκους που είχαν έρθει να ζητήσουν ακρόαση από τον τσάρο. Η φρουροί με έσπρωξαν σε μια γωνία και περιμέναμε κι εμείς εκεί. Μπροστά σε όλους εμάς τους ικέτες, το πάτωμα ανέβαινε τέσσερις σκάλες σε μια δεύτερη βαθμίδα και εκεί δέσποζαν τέσσερα μεγάλα αγάλματα, τέσσερα φτερωτά άλογα που τα κρατούσαν από τα γκέμια ακαθόριστες γρανιτένιες φιγούρες, τα χαρακτηριστικά τους αλλοιωμένα επίτηδες ή από τον χρόνο. Ανάμεσα από τα αγάλματα ξεπρόβαλε ένας άντρας με μακριά μαλλιά και σπασμωδικά τικ στο κατάλευκο του πρόσωπο. Κούνησε επιδεικτικά ένα μαντίλι πάνω από το κεφάλι του και όλοι σηκώθηκαν όρθιοι. Ήταν κάποιος που όλοι αποκαλούσαν σαν Μαρκήσιο, άλλο όνομα δεν είχε. «Θάρρος!» φώναξε με μια δυνατή, θηλυπρεπή φωνή. «Θάρρος!» αποκρίθηκαν ικέτες και φρουροί. «Όραμα!» «Όραμα!» «Θυσία!» «Θυσία!» «Πίστη!» «Πίστη!» «Υποδεχτείτε τον Μεγαλειότατο!» Ικέτες και φρουροί άρχιζαν να ζητωκραυγάζουν. Δεν το πίστευα αυτό. Ήταν σαν μια παρωδία, μια κακογραμμένη παράσταση. Για να συμβεί όμως αυτό θα έπρεπε να υπάρχει και μέσο σύγκρισης. Αμφέβαλα αν αυτοί οι άνθρωποι είχαν δει ποτέ στην ζωή τους καλογραμμένο έργο. Πως όμως είχε καταντήσει σε αυτό; Σε αυτή την κωμωδία, που ήταν όμως τόσο αληθινή και άρα επικίνδυνη; Και βγήκε ο αυτοκράτορας επί σκηνής. Ο Γουίλιαμ. Οι επευφημίες σταμάτησαν και έπεσε απόλυτη ησυχία. Ο άντρας ήταν σχετικά νέος, στα σαράντα περίπου, με ένα λιτό, λινό κιμονό, και ένα περιποιημένο κοντό μούσι. Πρέπει να φορούσε μακιγιάζ, μπορούσα να δω ξεκάθαρα τα χαρακτηριστικά του από την απόσταση που μας χώριζε σε εκείνη την απέραντη αίθουσα. Θύμιζε κακό του βωβού κινηματογράφου. Ήταν όμως ήρεμος και χαλαρός, σίγουρος της δύναμης του. Μιλούσε απαλά και ξεκάθαρα και η ακουστική του χώρου τόνιζε την κάθε του λέξη. Είχε κι αυτός μια ελαφριά χλομάδα και κανένα σημάδι στο καθαρό του δέρμα. «Με πληροφόρησαν πως επέστρεψε η αντιπροσωπία μας από τις Καλιφόρνιες» είπε. Πέντε άντρες σε αρκουδοτόμαρα προχώρησαν μπροστά, έσκυψαν σε βαθιά υπόκλιση και μετά μίλησε ο ένας από αυτούς. «Εδώ είμαστε άρχοντα μου!» «Λέγε.» «Δεν φέρνω καλά νέα άρχοντα μου. Οι δυτικές φυλές είναι διασπασμένες και αδύνατες αλλά αρνούνται να αναγνωρίσουν την κυριαρχία σου. Υπήρξαν αλαζόνες και επιθετικοί, μας εκδίωξαν βίαια και στοίχισαν τη ζωή σε πολλούς από μας. Είδαμε όμως τα δέντρα άρχοντα μου…» Ο άντρας έκανε ένα βήμα προς τον Γουίλιαμ, γονάτισε, ακούμπησε το μέτωπο του στο μωσαϊκό, ξανασηκώθηκε και τον πλησίασε, αυτή τη φορά κρατώντας προς τον αυτοκράτορα κάτι, που ήμουν σίγουρος πως ήταν ένα πορτοκάλι. Ο Γουίλιαμ το πήρε, το μύρισε και μετά το σήκωσε για να το δουν όλοι. Οι ικέτες και οι φρουροί άρχισαν να ζητωκραυγάζουν. Ο Γουίλιαμ χαμογελούσε. «Αντίθετα, πιστό μου τέκνο, έχεις φέρει πολύ καλά νέα. Οι Καλιφόρνιες είναι διασπασμένες και αδύνατες. Και έχουν τα δέντρα. Η ύβρεις τους δεν μπορούν να μας αγγίξουν. Σύντομα, πολύ σύντομα, ό,τι έχουν, ό,τι κρατούν εγωιστικά για τους εαυτούς τους…θα είναι όλων μας!» Ζητωκραυγές. Έδωσε το πορτοκάλι στον Μαρκήσιο και γύρισε το βλέμμα του αόριστα προς το πλήθος. «Λένε πως μου έφεραν αυτόν που λέγεται Άφθαρτος.» Οι φρουροί με έσπρωξαν και με οδήγησαν μπροστά στον Γουίλιαμ. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Έμοιαζε με ιερέα που περίμενε να ακούσει την εξομολόγηση ενός αμαρτωλού. Αυτό για μένα σήμαινε πως δεν είχα ιδέα τι είχε στον νου του αυτός ο άνθρωπος. «Εσύ είσαι ο Άφθαρτος;» με ρώτησε. «Εγώ είμαι» απάντησα. Ομολογώ πως μήνες ηγεσίας ενός πλήθους ανθρώπων είχε χαρίσει και σε μένα έναν αέρα σιγουριάς. Ο Γουίλιαμ άπλωσε το χέρι του σε έναν φρουρό και πήρε το πιστόλι του. «Για να δούμε.» Χωρίς δισταγμό το γύρισε προς το μέρος μου και πυροβόλησε. Δεν πόνεσα, το βλήμα όμως με κλώτσησε δυνατά. Την πρώτη σφαίρα την έφαγα στον λαιμό, την δεύτερη στην παλάμη, καθώς σήκωσα από ένστικτο το χέρι, και όλες τις υπόλοιπες στο πρόσωπο. Έχασα την ισορροπία μου και έπεσα κάτω. Ξανασηκώθηκα ακολουθούμενος από έντονο μουρμουρητό πίσω μου. Το πρόσωπο του Γουίλιαμ λαμποκοπούσε και ξέσπασε σε γέλια. «Λαμπρά! Υπέροχα! Ο Άφθαρτος!» Ζητωκραυγές. «Πηγαίνετε τον εκεί που είπαμε.» Μέσα σε μια φασαρία χειροκροτημάτων και επευφημιών με πήραν και φύγαμε από το παλάτι. Με οδήγησαν πίσω από το κτίριο σε μια είσοδο υπόγειου σιδηρόδρομου και κατεβήκαμε τις σκάλες. Υπήρχε ηλεκτρικός φωτισμός εδώ αλλά όπως διαπίστωσα το δίκτυο δεν χρησιμοποιούνταν από τον γενικό πληθυσμό. Είδα μόνο στρατιώτες, φρουρούς, αξιωματούχους και πολλούς εργάτες σε προστατευτικές κίτρινες στολές που χειρίζονταν τεράστιες γεννήτριες, σκόρπιες σε όλο το υπέδαφος της πόλης. Ένα πέπλο ζέστης αναδύονταν από σωλήνες ατμού που ακολουθούσαν όλες τις διακλαδώσεις των αρχαίων αυτών τούνελ. Επιβιβαστήκαμε σε έναν συρμό, όπως συνέβαινε αιώνες πριν, και μετά από μια διαδρομή που διάρκεσε δέκα λεπτά κατέβηκα με τους φρουρούς μου σε έναν φαινομενικά ήρεμο και έρημο σταθμό. Ακολουθήσαμε έναν μακρύ διάδρομο, βαμμένο με ένα εμετικά πράσινο χρώμα και φτάσαμε σε ένα τεράστιο ιατρικό εργαστήριο. Εδώ με περίμενε ο Γιατρός και οι ακόλουθοι του, όλοι με λευκές ποδιές. Με ανέλαβαν εκείνοι, με έγδυσαν και ετοιμάστηκαν να μου πάρουν δείγματα αίματος. Είχαν φέρει ένα καροτσάκι με πολλά άδεια βαζάκια. Δεν άργησαν να καταλάβουν πως δεν υπήρχε βελόνα που μπορούσε να με τρυπήσει ή νυστέρι που μπορούσε να με κόψει. «Γέμισε αυτό» μου είπε κάποιος και μου έδωσε ένα κυπελάκι. «Να το γεμίσω;» είπα απορημένος. «Ούρα» μου διευκρίνισαν. «Δεν έχω. Ποτέ. Δεν ουρώ καθόλου» δήλωσα και κοιτάχτηκαν περίεργοι. Χάρηκαν όμως σύντομα όταν διαπίστωσαν πως μπορούσαν να μου κόψουν τα μαλλιά. Με ξύρισαν γουλί και γέμισαν τα βαζάκια με τις τρίχες μου. Θα ήθελα να σας εξηγήσω πως ο Γιατρός, που ούτε αυτός είχε άλλο όνομα, και όλοι του οι βοηθοί δεν είχαν σπουδάσει την ιατρική ή οποιαδήποτε άλλη επιστήμη. Ήταν μάγοι ζουλού σχετικά αναβαθμισμένοι λόγω του εξοπλισμού που είχαν στα χέρια τους και τίποτα άλλο. Όλα όσα ήξεραν, όλα όσα ήταν ικανοί να πράξουν και να κατορθώσουν, τα είχαν διδαχτεί από τους προκατόχους τους. Έτσι είχαν ταξιδεύσει οι περισσότερες από τις αρχικές γνώσεις από γενεά σε γενεά, φιλτραρισμένες από τον χρόνο και την εκάστοτε ανικανότητα των μεταγενεστέρων. Όλο και κάτι είχε χαθεί στην πορεία αν και πρέπει να παραδεχτώ το Σεντ Λούις ήταν ένα μεγάλο κατόρθωμα σε σχέση με την πτώση του μέχρι τότε πολιτισμού. Υπήρχε όμως κάτι το οποίο δεν έπρεπε να το ξεχάσω και είχε να κάνει με τα λόγια του κυρίου Γκαρσία. Ο άνθρωπος χρειαζόταν μια δεύτερη ευκαιρία όταν θα έφευγε ο χειμώνας, και τίποτα από όσα έβλεπα εδώ γύρω μου δεν ανήκε σε εκείνο το ουτοπικό μέλλον της ανθρωπότητας. Η ελπίδα ανήκε στους Σαβάνους, στη Σάρα, στον Αρθούρο, σε όλα μας τα παιδιά. Με ακινητοποίησαν σε μια οδοντιατρική καρέκλα και ο Γιατρός άρχισε να μελετάει με ένα μικροσκόπιο τα μάτια μου. «Εξαίρετοι χρωματισμοί,» είπε, «Δεν νομίζω πως έχω ξαναδεί τόσο ζωηρό φάσμα. Είστε υγιέστατος.» «Ευχαριστώ.» Άφησε το εργαλείο και γύρισε να με κοιτάξει. Πρώτη φορά έβλεπα έναν από αυτούς από τόσο κοντά. Μπορεί να μην είχε πληγές ή σπυριά στο πρόσωπο του, ήταν όμως μια αρρωστημένη εικόνα που δυσκολευόμουν να κοιτάζω χωρίς να νιώθω μια κάποια απέχθεια. Δεν φορούσε πούδρα ή άλλο μακιγιάζ, και συμπέρανα πως μάλλον το ίδιο ίσχυε και για τον αυτοκράτορα. Το δέρμα του ήταν λευκό και ρυτιδιασμένο σαν ακατέργαστη ζύμη, η περιφέρεια των ματιών του και τα χείλη του μελανά, τα ούλα του μαυριδερά. Μπορούσα να διακρίνω τρύπες από βελόνες στα μάγουλα του. «Ποιοι σε έφτιαξαν;» με ρώτησε με ένα άκρως σοβαρό, δηλητηριώδες βλέμμα. Η ίριδα των ματιών του ήταν κατάμαυρη. Το μυαλό μου έτρεξε να βρει μια απάντηση. «Οι Κινέζοι» απάντησα. «Οι κινέζοι;» είπε κατσουφιάζοντας. Γύρισε και κοίταξε έναν από τους βοηθούς του που μας άκουγε έκπληκτος. Ο βοηθός ήταν εμφανέστατα κινέζος. «Οι Κινέζοι στην Κίνα» πρόσθεσα χαμογελώντας, «Είναι μια μεγάλη χώρα πέρα από τις Καλιφόρνιες, πέρα από τον μεγάλο δυτικό ωκεανό.» «Έρχεσαι από τόσο μακριά;» «Δεν έχεις ιδέα από πόσο μακριά έρχομαι.» Εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα ο Μαρκήσιος. Είχε μια ξινισμένη έκφραση και κρατούσε το μαντίλι πάνω από τη μύτη και το στόμα του. Μάλλον δεν του άρεσε το «ιατρικό» περιβάλλον. Στάθηκε δίπλα στον Γιατρό παρατηρώντας με ψυχρά. «Λοιπόν γιατρέ; Ποια είναι η γνώμη σας;» «Είναι υγιής. Δεν είμαι σίγουρος για την νοημοσύνη του.» «Λίγο μας νοιάζει. Καλά νέα λοιπόν. Μας έρχονται αναφορές πως οι νέοι αιχμάλωτοι βρίθουν από υγιέστατα δείγματα. Γόνιμοι άντρες, γόνιμες γυναίκες, και παιδιά γιατρέ! Παιδιά!» «Υπάρχει λοιπόν ελπίδα για την αυτοκρατορία…» «Και για τον αυτοκράτορα. Υπάρχει κατάθεση πως ένα από τα θηλυκά έφερε στον κόσμο παιδί του Σαμ Μάστερ!» «Του Σαμ Μάστερ!» Ο Γιατρός σηκώθηκε αναστατωμένος. «Μα ο Σαμ Μάστερ ήταν στείρος!» «Μμ, ναι, θυμάμαι την διάγνωση σου. Την θυμάται και ο αυτοκράτορας. Γι αυτό και ζήτησε να σε δει.» «Καταλαβαίνω…», γύρισε και κοίταξε εμένα. «Κι αυτός;» «Παρέδωσε τον στη φρουρά του. Έχουν τις διαταγές τους.» Φωνάξανε την συνοδεία μου και με πήραν από εκεί. Το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος. Ανησυχούσα βαθύτατα για την Σάρα και το παιδί της. Ήταν ατυχές που αυτά τα φρικιά είχαν μάθει για τον πατέρα του Αρθούρου. Οπωσδήποτε δεν της επιφυλασσόταν κάτι καλό. Μήπως τους υπόλοιπους Σαβάνους; Ποια θα ήταν η δική τους τύχη; Ανεβήκαμε στην επιφάνεια από άλλη είσοδο και εκεί με περίμενε άλλο ένα κουβούκλιο προσκολλημένο σε μια μοτοσικλέτα. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 16, 2007 Author Share Posted July 16, 2007 9. Με βάλανε φυλακή. Το κτίριο είχε επιβιώσει μέσα στους αιώνες, συνεχίζοντας να παρέχει το έργο για το οποίο είχε κτιστεί από τότε, ένα επιβλητικό φρούριο από γκρίζα πέτρα. Η εντύπωση όμως που έδινε απ’έξω ήταν παραπλανητική. Όπως ανακάλυψα, και τα πιο χαλαρά μέτρα προστασίας ήταν αρκετά για να κρατούν εκείνους τους φουκαράδες μέσα στα μελαγχολικά του τείχη. Κανείς τους δεν ήθελε να δραπετεύσει, μόνο να πεθάνουν ήσυχα και γρήγορα, ένα άπιαστο όνειρο δυστυχώς. Με πέρασαν πρώτα από τον διευθυντή τον φυλακών, έναν αξιωματικό του στρατού, και εδώ είχα μια κάπως οδυνηρή εμπειρία. Του έκανα μικρή εντύπωση, ούτε που με κοίταξε, εξέτασε τα χαρτιά με τις διαταγές και είπε στον δεσμοφύλακα να με βολέψει κάπου. Φαίνεται πως τον είχαμε διακόψει πάνω στο γεύμα και αυτό που είχε στο πιάτο μπροστά του δεν μπορούσε να μην τραβήξει την έκπληκτη προσοχή μου. Η μεγαλύτερη ζουμερή μπριζόλα που νόμιζα πως δεν θα ξαναδώ, με μια συνοδεία από μικρές, στρογγυλές καλοψημένες πατάτες και ένα ψηλό, θαμπό ποτήρι γεμάτο…μπύρα; Η μυρωδιά του κρέατος γαργάλισε τα ρουθούνια μου και το στόμα μου γέμισε σάλιο. Λίγο με ενδιέφερε εκείνη την στιγμή από πιο εργαστήριο είχε ξεπηδήσει το ζώο στο οποίο ανήκε εκείνη η μπριζόλα. Μόλις ο φρουρός μ’έσπρωξε στην πλάτη άκουσα το στομάχι μου να γουργουρίζει λαίμαργα. Οι εικόνες που ακολούθησαν με συνέφεραν κάπως. Νέα μεταλλικά κουφώματα και κάγκελα κοσμούσαν τις γκρίζες πέτρες, σημάδι πως η τέχνη της σιδηρουργίας εφαρμοζόταν ακόμα σωστά. Αυτοί όμως οι έγκλειστοι άνθρωποι δεν είχαν ανάγκη τα κάγκελα για να τους κρατούν μέσα. Ήταν όλοι τους άρρωστοι, σε χειρότερο χάλι από τους έξω, και πέθαιναν οικτρά. Τις είχα ξαναδεί αυτές τις εικόνες, στην Κίνα, σε θύματα ραδιενέργειας. Θολά, κενά βλέμματα, καμία διάθεση για ζωή, να αφήνουν αίμα και δέρμα όπου καθόντουσαν κι ακουμπούσαν. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί τύχαινε οι φυλακισμένοι αυτοί εγκληματίες να φέρουν τόσο πιο έντονα τα σημάδια της αρρώστιας που ταλαιπωρούσε ολόκληρο τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας. Οι πόρτες στα κελιά έχασκαν ανοιχτές, ελάχιστοι όμως έκαναν βόλτα στον περίβολο. Οι περισσότεροι κρατούμενοι καθόντουσαν στα κρεβάτια τους, δίπλα στα μαγκάλια που τους κρατούσαν ζεστούς. Ο δεσμοφύλακας μου έδειξε ένα κελί και έφυγε, δεν έμεινε καν να σιγουρευτεί πως θα έμπαινα μέσα. Είχα άλλους τρεις συγκρατούμενους μαζί μου, ούτε σε αυτούς έκανα κάποια εντύπωση. Φορούσα ακόμα τα αρκουδοτόμαρα που μου είχε ράψει η Έλζμπεθ, και στις σκιές έδειχνα κι εγώ άλλος ένας πολίτης της αυτοκρατορίας. Στα κάτω κρεβάτια ήταν ξαπλωμένοι δύο άντρες με ελάχιστες τούφες στο κεφάλι, σπυριά και κακάδια σε όλο το πρόσωπο. Στο ένα από τα επάνω κρεβάτια ήταν ένας νεαρός με καπνισμένο πρόσωπο, κάποιες πληγές αλλά όχι τόσο άσχημα. Βολεύτηκα όπως μπορούσα απέναντι του. Δεν σήκωσε το βλέμμα του για να με κοιτάξει. Ξαφνικά οι δύο από κάτω άρχισαν να βήχουν και να ξερνάνε μαζί. Ο νεαρός χώθηκε βαθύτερα στον εαυτό του κάνοντας μια γκριμάτσα φρίκης. «Γιατί είναι άρρωστοι όλοι εδώ μέσα;» τον ρώτησα. Με κοίταξε έκπληκτος σαν να ξύπνησε από κάποιο όνειρο. «Όλοι είμαστε άρρωστοι» είπε μετά από σκέψη. «Εσύ δεν δείχνεις τόσο άρρωστος» συνέχισα. «Είμαι καινούργιος εδώ, σαν κι εσένα. Εμβολιάστηκα πριν δύο εβδομάδες…Θα με κρατήσει μέχρι το τέλος του μήνα…Μετά…η ίδια μοίρα μας περιμένει και τους δυό μας…Εσύ πότε εμβολιάστηκες τελευταία;» Κατάλαβα τότε πως οι άρρωστοι πολίτες της αυτοκρατορίας λάβαιναν μια κάποια θεραπευτική αγωγή που στερούνταν οι φυλακισμένοι παραβάτες του νόμου. «Δεν είμαι πολίτης. Αιχμαλωτίστηκα στο ύπαιθρο» του απάντησα. Αυτή τη φορά με κοίταξε πιο εξεταστικά. «Και γιατί σε πέταξαν εδώ; Αν είσαι υγιείς είσαι πολύτιμος. Τι έκανες;» «Τίποτα…ακόμα. Εσύ γιατί είσαι εδώ;» «Μαύρη αγορά…δύο χρόνια…αν επιβιώσω.» Εκείνη την στιγμή ακούστηκε ένα τσίγκινο κροτάλισμα και ακολούθησε μια αναταραχή στα κελιά. Ο νεαρός πήδηξε κάτω, έβγαλε τέσσερα κύπελλα από ένα ράφι και στάθηκε στην πόρτα του κελιού. Απ’έξω πέρασε μια καντίνα, ένα καζάνι που άχνιζε σε τροχούς. Ένας το έσπρωχνε και ένας γέμιζε τα κύπελλα με την κουτάλα του. Ο νεαρός έδωσε τα δύο συσσίτια στα κάτω κρεβάτια, το ένα σε μένα και ανέβηκε μετά πάλι στη θέση του για να φάει. Οι άντρες στα κάτω κρεβάτια δεν κουνήθηκαν, δεν είχαν καμία όρεξη για φαγητό. Πρόσεξα πως ελάχιστοι ξεμυτούσανε και από τα άλλα κελιά κρατώντας πάνω από ένα κύπελλο για το μερτικό των υπολοίπων, εκείνων που δεν είχαν το χάλι να σταθούν όρθιοι. Ευχαρίστησα τον νεαρό μου συγκρατούμενο αλλά δεν μου έδωσε σημασία. Χρησιμοποιούσε δύο δάχτυλα για να φάει λαίμαργα το φαγητό του. Κοίταξα κάτω στο κύπελλο μου εξερευνώντας το περιεχόμενο του με τα δικά μου δάχτυλα. Ένιωσα αηδία. Ήταν λίπος. Σκέτο, λιωμένο, αηδιαστικό λίπος που άρχιζε να πήζει γρήγορα στο κρύο. Κατέβηκα από το κρεβάτι και έβγαλα τις γούνες μου, την ζακέτα, την φανέλα, τα παπούτσια και το παντελόνι και έμεινα μόνο με το μποξεράκι που είχα βρει σε κάποιο από τα θαμμένα καταστήματα της Ατλάντας. Δεν κρύωνα καθόλου. Θα μπορούσα να στέκομαι σε μια ηλιόλουστη παραλία της Μπόρα-Μπόρα. Οι συγκρατούμενοι μου γούρλωσαν τα μάτια τους, μην έχοντας δει ποτέ στην δική τους ζωή ένα υγιή ανθρώπινο σώμα. Ήταν καιρός να δώσω κι εγώ την παράσταση μου σε αυτό το κακόγουστο έργο στο οποίο ήμουν εγκλωβισμένος. Βγήκα στον περίβολο και κατευθύνθηκα προς την αψίδα της εισόδου της πτέρυγας. Από πάνω ήταν τα γραφεία των δεσμοφυλάκων. Κρατούσα ακόμα το κύπελλο με το γεύμα μου. Άρχισαν να βγαίνουν κι άλλοι από τα γύρω κελιά και να με ακολουθούν όλο περιέργεια. Στάθηκα κάτω από την αψίδα και εκσφενδόνισα το κύπελλο στο παράθυρο των φρουρών σπάζοντας το τζάμι. Αν είχα καταλάβει καλά, η υαλουργική ήταν χαμένη τέχνη, κι εκτός αν έβρισκαν τζάμι για αντικατάσταση, οι φρουροί θα είχαν πρόβλημα με το κρύο. Πετάχτηκαν έξω στο μπαλκόνι τους και με κοίταξαν, ακόμα πιο ξαφνιασμένοι με την γύμνια μου. «Αυτή η αηδία δεν τρώγεται» φώναξα, «δεν είναι φαγητό ούτε για κτήνη! Δεν είμαστε κτήνη! Είμαστε άνθρωποι!» Τους γύρισα την πλάτη και επέστρεψα το ίδιο αργά στο κελί μου. Το ένστικτο μου βγήκε αληθινό. Οι λίγες εκείνες μελοδραματικές ατάκες που πέταξα δεν είχαν ακουστεί ποτέ σε αυτόν τον νέο πλανήτη. Πέρασαν πολλοί από το κελί μου για να με κοιτάξουν, να με περιεργαστούν και να ικανοποιήσουν την περιέργεια τους. Άλλοι κουτσαίνοντας, άλλοι στα τέσσερα, ερχόντουσαν και ρωτούσαν ποιος ήμουν, από πού είχα έρθει; Τους είπα όσα θα μπορούσαν να καταλάβουν και με την σειρά μου πήρα πληροφορίες από εκείνους. Έμαθα πολύ περισσότερα από τον νεαρό μου συγκάτοικο που παρακινούμενος από την περιέργεια του για μένα δεν είχε κανένα ενδοιασμό να μοιραστεί μαζί μου όσα γνώριζε. Ο Αυτοκράτορας Γουίλιαμ ήταν ο τρίτος στη σειρά, όχι εγγονός του πρώτου αλλά δεύτερος στη σειρά κλώνος του. Πριν από τον Γουίλιαμ είχαν υπάρξει τρεις κατά σειρά κλωνοποιήσεις του Αυτοκράτορα Άλφρεντ, και πιο πριν ήταν η εποχή των τελευταίων προέδρων για τους οποίους τίποτα δεν ήταν πλέον γνωστό. Στην εποχή της μετάβασης η αντρική στειρότητα είχε φτάσει σε εφιαλτικά επίπεδα. Οι γυναίκες γονιμοποιούνταν πλέον στα εργαστήρια με το αντρικό DNA αλλά το εκάστοτε παιδί κλώνος γεννιόταν με όλο και ασθενέστερο ανοσοποιητικό σύστημα. Ο Αυτοκράτορας Άλφρεντ ο τέταρτος δεν μπορούσε να παράγει άλλο αντίγραφο του, όλα τα μωρά γεννιόνταν ασθενικά και αποβίωναν μέσα στον μήνα. Αναγκάστηκε τότε να υιοθετήσει και έτσι ο επόμενος διάδοχος ήταν ο Γουίλιαμ. Τώρα, ο Τρίτος, είχε το ίδιο πρόβλημα με τον προκάτοχο του. Μόνο που η κατάσταση είχα χειροτερέψει περισσότερο. Οι γυναίκες ήταν το ίδιο άκαρπες με τους άντρες, και όσες μπορούσαν, έφερναν στον κόσμο νεκρά μωρά. Ο πληθυσμός τους έπεφτε σταθερά και η αυτοκρατορία βασιζόταν στους αιχμαλώτους της επικράτειας για να ανανεώσει το αίμα της. Μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα του Γιατρού και αναλογίστηκα την μοίρα των Σαβάνων γυναικών στα χέρια του. Δεν νομίζω πως εκείνο το τέρας θα συγκινούνταν με τον φυσικό τρόπο τεκνοποίησης για το οποίο ήταν ικανές. Θα τις αντιμετώπιζε σαν τίποτα περισσότερο από μηχανές αναπαραγωγής για τις προσωπικές του πρακτικές. Το πρόβλημα φυσικά της ηγεσίας ήταν το πρόβλημα που βασάνιζε τους πάντες. Όλοι τους έπασχαν από γενετικό εκφυλισμό και σε κάποιο βαθμό από έκθεση σε θανατηφόρα ακτινοβολία. Οι πάντες εμβολιάζονταν μια φορά τον μήνα, μια καθ’όλα αναγκαία αγωγή για την επιβίωση τους. Αυτό ίσως να ήταν η πιο φανερή εξαγορά της υπακοής και πίστης των υποτελών προς τον ηγέτη τους, αν διάλεγε κανείς να το δει κυνικά. Κατά τα άλλα, ένας πολίτης της αυτοκρατορίας ζούσε σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, με καλή, πλούσια σε θερμίδες τροφή και άπλετη θέρμανση. Και φυσικά κανείς δεν ήξερε την πηγή της ενέργειας που παρείχε το τελευταίο εκείνο αγαθό. Είχαν κληρονομήσει τις γεννήτριες και οι γνώσεις των χειριστών σταματούσε στους μοχλούς και τα κατάλληλα κουμπιά που λειτουργούσαν το σύστημα. Αν ήταν όπως υποψιαζόμουν πυρηνική ενέργεια δεν ξέρω πως συνέχιζε ανεξάντλητη μέσα στους αιώνες ή πως το σύστημα χειριζόταν τα απόβλητα. Πολύ πιθανό αυτό να το είχαν φροντίσει οι τελευταίοι γνώστες, εκείνοι που είχαν δει το τέλος να πλησιάζει. Σε αντίκρισμα των αγαθών, ο πολίτης συνείσφερε με τον κάθε δυνατό τρόπο στην λειτουργία της κοινωνίας του σαν ενεργό μέλος του δυναμικού της. Ο νεαρός συγκάτοικος μου, ο Τζακ, δεν μπόρεσε να καταταχτεί στον στρατό γιατί το δεξί του μάτι έπασχε από μυωπία. Αναγκαστικά έγινε βοηθός του πατέρα του, μεταλλουργοσυλλέκτης, ένας κλάδος μεγάλης σημασίας σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Ανήκε στην τάξη των καραβανιών που είχα προσέξει στον δρόμο για το Σεντ Λούις, αυτούς που ξέθαβαν κομμάτια από το παρελθόν και τα έσερναν στα καμίνια για λιώσιμο και τήξη για νέες χρησιμότητες. Ανήσυχος από την φύση του, είχε γλιστρήσει στα μονοπάτια της μαύρης αγοράς, ένα επιμέρους χαρακτηριστικό όλων των επαγγελμάτων πλιατσικολογίας. Ήταν σαν παράδοση. Τον είχαν συλλάβει γιατί προσπαθούσε να μετακινήσει το εμβόλιο στο σύστημα των φυλακών. Το έπραττε όμως χωρίς κέρδος, γιατί πίστευε πως η πράξη του ήταν σωστή. Αν όμως ομολογούσε πως παρέβη τον νόμο για ιδεολογικούς λόγους θα καταδικαζόταν αυτόματα σε θάνατο για προδοσία. Με την ομολογία του πως διέπραξε μαύρη αγορά για οικονομικό όφελος είχε εισπράξει την ποινή των δύο χρόνων. Την άλλη μέρα στάθηκαν άλλοι φυλακισμένοι κάτω από την αψίδα και πέταξαν τα κύπελλα τους με το λίπος στα παράθυρα των φρουρών. «Είμαστε άνθρωποι! Όχι ζώα!» φώναξαν. Το ίδιο σκηνικό συνεχίστηκε και τις επόμενες δύο εβδομάδες, με τις διαμαρτυρόμενες φωνές να πολλαπλασιάζονται. Κάποιοι, στα τελευταία τους, υποβασταζόμενοι από άλλους, ήταν εκεί και το φώναζαν με όλη την τελευταία δύναμη που τους είχε απομείνει. Προστέθηκαν ένα-δύο κεφτέδες μέσα σε εκείνο το γλοιώδες λίπος αλλά οι φωνές δεν σίγησαν. Δεν επρόκειτο για το φαγητό αλλά για την ανάγκη μιας τελευταίας αξιοπρέπειας πριν τον θάνατο. Δεν ήξερα τι να περιμένω, το νέο όμως διαδόθηκε και ήρθαν ένα πρωί να με πάρουν. Προσπάθησαν να με αναγκάσουν να φορέσω τα αρκουδοτόμαρα μου αλλά αντιστάθηκα με πείσμα. Στο τέλος με πήραν με το μποξεράκι και ξυπόλητο και με οδήγησαν στο παλάτι για άλλη μια ακρόαση. «Θάρρος! Όραμα! Θυσία! Πίστη!» Η αίθουσα ήταν γεμάτη από ικέτες όπως και την προηγούμενη φορά. Από τα σκαλοπάτια του παλατιού μέχρι και την μεγάλη αίθουσα, η γύμνια μου δεν έπαψε να τραβάει τα έκπληκτα βλέμματα των «αμερικανών». Μετά τα γνωστά θεατρικά ο Αυτοκράτορας Γουίλιαμ έκανε την εμφάνιση του. Πρώτα άκουσε τα πρακτικά της κατασκευής μιας επέκτασης αγωγών προς το κοντινότερο φυλάκιο εκτός των τειχών. Μετά διαβάστηκαν αναφορές για την διακοπή επικοινωνίας με ορισμένα απομακρυσμένα ανατολικά φυλάκια και την ανάγκη συστάσεως εξερευνητικών αποστολών προς τα εκεί. Ακολούθησε μια αντιπαράθεση με μια αντιπροσωπία εργολάβων για το αναγκαίο εργατικό δυναμικό που απαιτούνταν για την αποπεράτωση του νότιου τείχους της πόλης σε ένα μήνα. Όταν τέλειωσε κι αυτό, ο Μαρκήσιος κάτι ψιθύρισε στο αφτί του Γουίλιαμ κι εκείνος κοίταξε επιτέλους προς την κατεύθυνση μας. Έκανε ένα νεύμα στους φρουρούς που με έσπρωξαν ενώπιον του. Μειδίασε στο παρουσιαστικό μου αλλά επέλεξε να με απαλλάξει από κάποιο συγκεκριμένο σχόλιο. «Μου λένε πως προξενείς φασαρίες Άφθαρτε. Πως δείχνεις έλλειψη σεβασμού προς την φιλοξενία μου. Γιατί; Σου φέρθηκα μήπως σκληρά; Σου προξένησαν οι άντρες μου πόνο ή ενόχληση; Είναι ικανό οτιδήποτε να σου προκαλέσει πόνο ή ενόχληση;» «Ίσως είμαι άφθαρτος, μεγαλειότατε, αλλά δεν διαθέτω την στιβαρή σας εξουσία, είμαι άνθρωπος, και σαν άνθρωπος νιώθω έντονη ενόχληση στον πόνο των συνανθρώπων μου. Οι υπήκοοι σας υποφέρουν.» «Με αποκαλείς άκαρδο λοιπόν; Εμένα που η καθημερινή μου έγνοια είναι η άνεση και οι ασφάλεια των αγαπημένων μου πολιτών;» «Οι έγκλειστοι σας στο σωφρονιστικό σας σύστημα πεθαίνουν βασανιστικά γιατί τους αρνείστε εμβολιασμό!» Το σχόλιο μου προκάλεσε από τους ικέτες μια αρνητική οχλοβοή σε βάρος μου. Ο Γουίλιαμ σήκωσε το χέρι του και τους σταμάτησε. Με κοίταξε στα μάτια. «Το εμβόλιο είναι το πιο πολύτιμο και σπάνιο αγαθό της αυτοκρατορίας. Θέλεις να το ξοδεύουμε σε ανθρώπους που δεν το δικαιούνται; Σε ανθρώπους που αγνόησαν τους νόμους, αψήφησαν τους θεσμούς, κλότσησαν αχάριστα όλα όσα τους προσέφερε η κοινωνία που επιχείρησαν να βλάψουν;!» «Τότε άρχοντα μου εκτέλεσε τους όλους τώρα. Βγάλ’τους από εκείνη την κόλαση και σκότωσε τους αμέσως. Γιατί το ψέμα του εγκλεισμού τους είναι τόσο σκληρό και απάνθρωπο που δεν αξίζει σε κανέναν εγκληματία. Στη φυλακή υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πάρει την ποινή των ισοβίων, ή του εγκλεισμού για δύο μήνες ή δύο χρόνια ή δέκα χρόνια. Ποινές ανάλογες των παραπτωμάτων τους. Κι όμως, στην πραγματικότητα έχουν καταδικαστεί όλοι σε θάνατο ασχέτως του εγκλήματος τους. Πεθαίνουν αβοήθητοι από την αρρώστια όσο μικρό και να ήταν το λάθος τους. Θάρρος, όραμα, θυσία, πίστη φωνάζετε εδώ μέσα…που είναι όμως ο οίκτος, η ευσπλαχνία; Αν έχετε απολέσει το έλεος με ποια ελπίδα μπορείτε να ατενίζετε το μέλλον; Ποιος θα λυπηθεί εσάς όταν έρθει η ώρα;» Όταν τελείωσα επικράτησε μια μουδιασμένη ησυχία στο πλήθος. Το είδα στο βλέμμα του Γουίλιαμ που εκείνη την στιγμή κοίταζε τους ικέτες πίσω μου και τους ψυχολογούσε. Τους είχε χάσει. Δεν ξέρω αν τους είχα κερδίσει εγώ, είχα σπείρει όμως την αμφιβολία. «Έχεις δυνατά επιχειρήματα, και πάθος, Άφθαρτε, για κάποιον που μόλις μας ήρθε από τον έξω κόσμο. Ακροβατείς επικίνδυνα κοντά στην προδοσία αλλά λόγω της άγνοιας σου θα είμαι επιεικής και θα αναλογιστώ το παράπονο σου.» Οι ικέτες χειροκρότησαν τον ηγέτη τους. Ο Γουίλιαμ κάτι ψιθύρισε στον Μαρκήσιο και εκείνος με την σειρά του έκανε νόημα στον επικεφαλής των φρουρών μου. Εμένα με έσπρωξαν προς την έξοδο, πρόσεξα όμως το γαλήνιο, δυσανάγνωστο πρόσωπο του αυτοκράτορα όπως με παρατηρούσε αινιγματικά την στιγμή που με οδηγούσαν έξω από την αίθουσα. Έξω από το παλάτι με κλείδωσαν άλλη μια φορά μέσα στο κουβούκλιο της μοτοσικλέτας. Είδα από το καγκελωτό παραθυράκι τον Μαρκήσιο να μιλάει στον επικεφαλή των φρουρών δίνοντας του προφανώς ξεκάθαρες οδηγίες για την περίπτωση μου. Σε λίγο ξεκινούσαμε, μια πομπή με τρεις μοτοσικλέτες, με μένα στη μέση. Και σίγουρα δεν πήραμε την κατεύθυνση προς τις φυλακές. Διασχίζοντας μια κεντρική οδό της πόλης περάσαμε ένα μεγάλο καραβάνι και σχεδόν έχασα την ψυχραιμία μου. Η πομπή των Σαβάνων αιχμαλώτων, τα κάρα με τις γυναίκες και τους πεζούς άντρες από πίσω εξουθενωμένους, μόλις είχε εισέλθει στο Σεντ Λούις. Κραύγασα αλλά δεν νομίζω πως κανείς τους ήταν σε θέση να με ακούσει. Καλύτερα. Σε τι θα βοηθούσε; Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι αυτούς. Μέχρι εκείνη την στιγμή απλώς ανησυχούσα, οι άνθρωποι μου όμως τώρα ήταν εδώ και ξεκινούσε και η αγωνία μου για την τύχη τους. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι επιφύλασσε η μοίρα και για μένα και κατά πόσο θα ήμουν ικανός να κάνω κάτι, οτιδήποτε. Τα κτίρια γύρω μας άρχισαν να αραιώνουν, περάσαμε ερείπια και χαλάσματα μέχρι που φτάσαμε στο δυτικό τείχος της πόλης. Διασχίσαμε την πύλη και ανοιχτήκαμε σε ένα ατελείωτο, χιονισμένο ύπαιθρο χωρίς ίχνος δέντρου μέχρι τον ορίζοντα. Κάποιο μισάωρο αργότερα σταματήσαμε και με τράβηξαν από το κουβούκλιο. Χιόνιζε ελαφρά. Στεκόμασταν σε έναν παγωμένο χωματόδρομο και γύρω μας υπήρχαν χωράφια γεμάτα κυκλικά πεζούλια με μεταλλικές καταπακτές στο κέντρο τους. Ήταν υπόγεια σιλό που κάποτε στέγαζαν πυρηνικούς πυραύλους, θανατηφόρες κεφαλές με στόχους πέραν των δύο τεράστιων ωκεανών. Το κάθε ένα από αυτά τα πεζούλια καθόταν πάνω σε ράγιες που τώρα ήταν θαμμένες και λιωμένες κάτω από το παγωμένο χώμα. Στην ακμή τους γλιστρούσαν στην άκρη για να αποκαλύψουν το πηγάδι απ’ όπου εκτοξευόταν εκείνος ο τρόμος. Βαδίσαμε ανάμεσα τους μέχρι που σταθήκαμε σε ένα από αυτά, μάλλον τυχαία. Ο ένας φρουρός γύρισε τους σκουριασμένους μοχλούς και άνοιξε την καταπακτή. Το άνοιγμα ήταν αρκετά μεγάλο αλλά δεν μπορούσες να δεις τίποτα μέσα. Ένα φοβερό και απειλητικό σκοτάδι επικρατούσε μέσα σε εκείνη την τρύπα. Περίμενα να μου λύσουν πρώτα τις χειροπέδες αλλά ένιωσα ξαφνικά ένα βίαιο σπρώξιμο από δύο στρατιώτες που με πήραν από τις μασχάλες και με πέταξαν αμέσως μέσα. Νομίζω πως ούρλιαξα, ίσως και να ούρλιαξα μέσα στο κεφάλι μου. Ο στιγμιαίος φόβος μου είχε πάρει την μιλιά. Το πέσιμο δεν κράτησε πολύ, όσο μια ανάσα πριν σκάσω πάνω στο τσιμέντο. Για μια στιγμή κοίταξα σαστισμένος γύρω μου. Το άνοιγμα της καταπακτής ήταν ψηλά από πάνω, στο μέγεθος ενός μικρού φεγγαριού και το φως που έφτανε εδώ κάτω ήταν ελάχιστο. Το εσωτερικό του σιλό ήταν από λείο τσιμέντο, και ο πάτος είχε θραύσματα από πέτρες, φύλλα σκουριάς από μεταλλικές κατασκευές και έναν ανθρώπινο σκελετό στην άκρη. Από όσα πρόλαβα να δω δεν υπήρχε κανένας τρόπος να σκαρφαλώσω προς την καταπακτή. Στα μισά του σιλό υπήρχε μια πόρτα αλλά η μεταλλική βάση και η σκάλα που οδηγούσαν σε εκείνη είχαν λιώσει εδώ και αιώνες. Χρειαζόμουν φτερά για να φτάσω και ως εκεί. Κοίταξα πάνω, στο μικρό άνοιγμα και πρόσεξα την αχνή φιγούρα ενός φρουρού. Άφησα μια κραυγή για να με ακούσει αλλά δεν έδειξε να αντιδράει ή δεν μπορούσα εγώ να δω την αντίδραση του. Και ξαφνικά έκλεισαν την καταπακτή και με κατάπιε το σκοτάδι. Αυτή ήταν λοιπόν η λύση του αυτοκράτορα για μένα. Με έθαψε ζωντανό, και μάντεψα πως δεν ήμουν ο πρώτος που κατέληγε εδώ. Έκανα τον κύκλο του πάτου άπειρες φορές, δεν υπήρχε έξοδος ή τρόπος για να σκαρφαλώσω στην κορυφή. Ήμουν παγιδευμένος, αιχμάλωτος της μοίρας μου. Σκέφτηκα τους Σαβάνους και ένιωσα ένα τσίμπημα στο στήθος. Ήμουν τρωτός και ευάλωτος όσο υπήρχαν άτομα για τα οποία νοιαζόμουν. Και αυτό δεν ήταν κάτι που έπρεπε να αποφεύγω, αντίθετα, νομίζω πως ο κύριος Γκαρσία ήθελε να το επιδιώξω. Τώρα όμως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Ποια θα ήταν η επόμενη μου κίνηση; Κάθισα μέσα στο σκοτάδι και το σκέφτηκα, ένας συλλογισμός που έμοιαζε περισσότερο με προσευχή. Η απάντηση στην οποία κατέληξα ήταν να δείξω υπομονή και πίστη στον χρόνο. Όλο και κάτι θα λειτουργούσε προς το μέρος μου. Ξάπλωσα καταγής και έκλεισα τα μάτια μου. Παραδόθηκα στον ύπνο αναμένοντας και το πιο ανεπαίσθητο σημάδι που θα με ξυπνούσε. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 2, 2007 Author Share Posted August 2, 2007 10. «Άφθαρτε!» «Τον βλέπεις;» «Όχι…» «Ξαναφώναξε…Πρέπει να είναι η σωστή καταπακτή.» Το μικρό φεγγάρι είχε επιστρέψει στον ουρανό του σιλό μου. Κάποιοι εκεί πάνω φώναζαν το όνομα μου. «Είναι άραγε ζωντανός;» ρώτησε κάποιος. Σηκώθηκα όρθιος, καθάρισα τον λαιμό μου και φώναξα πως ναι, ήμουν ζωντανός. Αμέσως ρίχτηκε κάτω σχοινί με μια θηλιά στην άκρη. Μου φώναξαν οδηγίες να βάλω το πόδι μου στην θηλιά και να κρατηθώ γερά από το σχοινί. Εκεί ψηλά ακούστηκε ένα γνώριμο ουρλιαχτό. Οι σωτήρες μου είχαν φέρει και ένα μαμούθ. Δεν μπορούσα να μαντέψω τι συνέβαινε και όταν βρέθηκα πάλι στην επιφάνεια με περίμεναν πολλές εκπλήξεις. Είχαν περάσει έξι μήνες από την στιγμή που με είχαν πετάξει κάτω. Τα πρόσωπα που αντίκριζα τώρα ήταν ο Τζακ, δύο από τους φρουρούς που με είχαν φέρει εδώ εξαρχής, κάποιοι που μου ήταν άγνωστοι, τέσσερις από τους αντάρτες της απόσχισης και πέντε πολύ γνώριμα πρόσωπα, Σαβάνοι φίλοι, που η θέα τους μου έδωσε μεγάλη χαρά. Αγκαλιάστηκα συγκινημένος με τους τελευταίους αλλά οι πάντες εκεί έδειχναν χαρούμενοι που με έβλεπαν ζωντανό. Κοιτάχτηκα με τον Τζακ που μου έδωσε το πανωφόρι με τα αρκουδοτόμαρα της Έλζμπεθ. Ήταν όμορφη η αίσθηση του να το ξαναφορέσω. «Τελικά βγήκες ζωντανός» του είπα. «Χάρη σε σένα. Το εμβόλιο διανέμεται τώρα και στις φυλακές» ήταν η απόκριση του. Αυτό είχε συμβεί λοιπόν. Είχα αρχίσει ένα κίνημα, ένα κίνημα που ολοένα μεγάλωνε στο Σεντ Λούις. Εκείνη την στιγμή αντίκριζα μια μικρή ομάδα εκπροσώπων των πιστών του Άφθαρτου. Δεν είχα σκοπό να διαψεύσω την πίστη κανενός. Αντίθετα έπρεπε να βρω τρόπο να το εκμεταλλευτώ προς όφελος των Σαβάνων. Προχωρώντας προς τα έλκηθρα μας είδα κατάμαυρους καπνούς στον ορίζοντα, η πυκνότητα τους ήταν εντονότερη από ποτέ. «Τι είναι αυτό; Τι συμβαίνει;» Θα μπαίναμε πάλι στην πόλη από την δυτική πύλη, έπρεπε όμως να περιμένουμε να νυχτώσει. Ένας δικός μας θα είχε βάρδια τότε, αλλά θα είχαν χαλαρώσει και οι επιθέσεις. Είχε φτάσει ο Λύκος στα τείχη του Σεντ Λούις, ρήμαζε το ύπαιθρο και πολιορκούσε την πόλη με ξύλινους πύργους, καταπέλτες και κριούς. Ήταν ένας φριχτός, αμέτρητος στρατός και υπήρχαν φήμες πως η ουρά του συνέχιζε ακόμα να περνάει τον μεγάλο ανατολικό ωκεανό. «Θέλουμε να μας βοηθήσεις Άφθαρτε, να μας λυτρώσεις» είπαν οι πιστοί μου. «Πρώτα να μπούμε στην πόλη, να μαζευτούμε σε κάποιο καταφύγιο…και θα σας πω.» Όταν νύχτωνε οι επιθέσεις τους χαλάρωναν. Μέχρι όμως να σκοτεινιάσει τελείως οι καταπέλτες συνέχιζαν τις βολές τους. Ήταν ένα εντυπωσιακό θέαμα να βλέπεις τα φλεγόμενα εκείνα βλήματα να διασχίζουν τον βραδινό ουρανό. Πετούσαν πάνω από το ψηλό τοίχος και έσκαγαν πάνω στις οροφές των πλησιέστερων κτιρίων. Αυτό που αντίκριζα ήταν σίγουρα μια ξεχασμένη εικόνα από την ανθρώπινη αρχαιότητα, η πολιορκία μιας πόλης από εχθρικό στρατό. Η πόλη απαντούσε με αυτοσχέδια πυροτεχνήματα, σαν αυτά με τα οποία είχαν καταρρίψει το αερόστατο μου στην Ατλάντα. Είχαν πρόβλημα στο σημάδι τους, πετύχαιναν όμως αρκετούς πύργους και καταπέλτες για να δείξουν στους εισβολείς πως δεν ήταν εύκολη λεία. Βγήκαμε στα ανοιχτά, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, και σχεδόν στα τυφλά διασχίσαμε την επίφοβη απόσταση προς την δυτική πύλη. Οι δικοί μας ήταν στο πόστο τους και συνεννοημένα μας έβαλαν γρήγορα μέσα. Στο τέλος μαζευτήκαμε σε ένα καλοσυντηρημένο κτίριο στο κέντρο της πόλης, ένα συνηθισμένο μέρος χωρίς τίποτα το ύποπτο εξωτερικά για να τραβάει την προσοχή. Ένοπλοι άντρες φρουρούσαν τις εισόδους από μέσα, περισσότεροι ένοπλοι στις σκάλες και τους διαδρόμους. Ακόμα πιο πολλοί μας περίμεναν στον πέμπτο όροφο, έναν χώρο που κάποτε πρέπει να στέγαζε γραφεία. Με τα διαχωριστικά κουβούκλια απόντα, ολόκληρος ο όροφος ήταν μια τεράστια, ενιαία σάλα. Οι πιο πολλοί από αυτούς άκουγαν για μένα επί έξι μήνες και τώρα με έβλεπαν για πρώτη φορά. Δεν ξέρω τι εντύπωση μπορεί να τους προξενούσα. Σίγουρα δεν ήμουν δραματικά εντυπωσιακός σαν τον Αυτοκράτορα τους. Είχα ρωτήσει τον Ίλαϊ, έναν από τους Σαβάνους, να μου πει για τους άλλους. Τα νέα δεν ήταν καλά. Είχαν να δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους από την μέρα που είχαν έρθει στην πόλη. Τους χώρισαν αμέσως και συνέχισαν να τους επιβεβαιώνουν πως οι γυναίκες χαίρονταν της καλύτερης δυνατόν μεταχείρισης. Ο Κομπ, ένας στρατιώτης, ήξερε που φυλάσσονταν οι Σαβάνες γυναίκες, ήταν ένα από τα υπόγεια και άδυτα άντρα του Γιατρού στο οποίο μόνο λίγοι και εκλεκτοί είχαν πρόσβαση. Κανείς από τους παρόντες πιστούς δεν ανήκε στους λίγους και εκλεκτούς και άρα κανείς τους δεν τις είχε δει ξανά μετά την άφιξη τους. Οι Σαβάνοι άντρες πέρασαν από ένα σωρό ιατρικά τεστ, τους πήραν δείγματα από κάθε τμήμα της ανατομίας τους που μπορεί κανείς να φανταστεί, και εκτός από λίγους που κράτησαν για πρόσθετα πειράματα, οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι προστέθηκαν στο εργατικό δυναμικό της πόλης. Ο Ίλαϊ άνοιξε την ζακέτα του και μου έδειξε τα εξανθήματα στο στήθος. Είχαν αρχίσει ήδη να παρουσιάζουν ίχνη από την ντόπια αρρώστια. Στάθηκα πάνω σε έναν μικρό πάγκο για να με βλέπουν και να με ακούν όλοι. «Οι Σαβάνοι είναι ο λαός μου. Αυτό το ξέρετε τώρα. Είχαμε μια πορεία προς τα δυτικά που διακόπηκε βίαια. Ακολουθούμε μια υπόσχεση…μια προφητεία. Έρχεται μια καλύτερη εποχή για τον άνθρωπο. Ο μακρύς χειμώνας πρόκειται να τελειώσει και η γη θα αναπνεύσει ξανά, ο ήλιος θα ζεστάνει το χώμα και θα πρασινίσει η φύση. Ο τόπος που μας έχει οριστεί να ζήσουμε αυτή την υπόσχεση δεν είναι εδώ, είναι μακριά, είναι πέρα από τον δυτικό ωκεανό, και προς τα εκεί πρέπει να πάμε. Βοηθήστε με να ελευθερώσω τον λαό μου και είστε όλοι ευπρόσδεκτοι να έρθετε μαζί μας.» «Μα εδώ είμαστε ασφαλείς, προστατευμένοι! Το εμβόλιο για να επιβιώσουμε είναι εδώ. Πως θα τα καταφέρουμε μακριά από το Σεντ Λούις;» «Λυπάμαι που σας το λέω, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σας εδώ. Μπορείτε να πάρετε μαζί σας όσα εμβόλια μπορείτε να μεταφέρετε, αλλά δεν σας έχω εγγυήσεις για την ζωή εκεί έξω. Σας λέω όμως την εξής αλήθεια. Ο λόγος, ή αιτία από την οποία αρρωσταίνετε και πεθαίνετε είναι επίσης εδώ, σε αυτά τα χώματα, σε αυτή τη γη. Έχετε μεγαλύτερες ελπίδες αν φύγετε μακριά από αυτή την πόλη, ίσως όχι όλοι σας, κάποιοι όμως μπορεί μια μέρα να μην έχετε ανάγκη ούτε το εμβόλιο. Πρέπει να σας υπενθυμίσω πως ο Λύκος είναι έξω από τα τείχη σας και είναι θέμα χρόνου πριν καταφέρει να τα γκρεμίσει; Ίσως έχετε μια κάποια οπλική ισχύ εναντίον του, δεν έχετε όμως καμία πείρα στο είδος της μάχης που σας έφερε στην πόρτα σας. Τώρα είναι απασχολημένος με τα γύρω φυλάκια αλλά μόλις τελειώσει με αυτά και αντιληφθεί πως δεν έχει χορτάσει ακόμα, θα πέσει με λύσσα στην πόλη και δεν θα αφήσει κανέναν ζωντανό. Διαδώστε αυτά που σας είπα, μιλάτε μόνο σε αυτούς που εμπιστεύεστε, ετοιμαστείτε για μια ομαδική έξοδο, πρέπει όμως να μαζευτούν όλοι οι Σαβάνοι, και κυρίως όλες οι γυναίκες και όλα τα παιδιά.» Πρώτα όμως έπρεπε να έρθω σε επαφή με την Σάρα, κατόρθωμα καθόλου εφικτό. Ζήτησα από τους πιστούς μου να κάνουν ό,τι μπορούν, να μου βρουν με οποιονδήποτε τρόπο μία πρόσβαση. Μετά, καθώς ξημέρωνε, ανεβήκαμε στην ταράτσα να δούμε την κατάσταση στα τείχη. Τα σημεία εκείνα όπου οι κατασκευές δεν είχαν αποπερατωθεί ακόμα τραβούσαν και τα περισσότερα πυρά των πολιορκητών. Εκεί ήταν επικεντρωμένη και η ισχυρότερη άμυνα. Βλέπαμε καθώς χάραζε τους πολιορκημένους να στήνουν ξανά τις σκαλωσιές, εκεί που οι χθεσινές βολές κάπνιζαν ακόμα. Οι πολιορκητικές μηχανές μόλις που διακρίνονταν πίσω από τα δέντρα στον ορίζοντα. Στην παρέα μου ήταν κυρίως οι Σαβάνοι σύντροφοι μου και ο Τζακ. «Οι επιθέσεις τους είναι τεμπέλικες» είπα, «Δεν βιάζονται να κατακτήσουν την πόλη. Έχουν απομονώσει ένα σωρό φυλάκια στην περιφέρεια και έχουν στην διάθεση τους άφθονο πλιάτσικο εκεί έξω να τους κρατάει χορτασμένους για μήνες. Εδώ με μας απλώς παίζουν.» Η απογοήτευση μου τους παραξένεψε. «Εμείς δεν έχουμε μήνες. Για να μπορέσουμε να φύγουμε μαζικά χωρίς να μας εμποδίσει η κρατική μηχανή…πρέπει να το κάνουμε μέσα στο απόλυτο χάος, όταν δεν θα νοιάζεται κανείς για μας. Ο Λύκος πρέπει να πέσει με ό,τι διαθέτει πάνω στα τείχη, να τα ρίξει κάτω και να μπει μέσα. Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση μπορούμε να διασχίσουμε ανεμπόδιστοι την δυτική πύλη, μαζί με όλο τον κόσμο που θα τρέχει για να σωθεί μαζί μας.» Πρόσεξα τον Τζακ που σκοτείνιασε. «Θα προδώσουμε την πόλη;» με ρώτησε αναστατωμένος. «Η πόλη έχει χαθεί ήδη. Θα δώσουμε στους κατοίκους της μια ελπίδα για το μέλλον. Πιστεύεις πως υπάρχει περίπτωση ο αυτοκράτορας να μας αφήσει να φύγουμε αν το ζητήσουμε; Ειδικά τώρα;» Ο Τζακ χαμήλωσε το βλέμμα του. «Εδώ και τώρα, αυτή είναι η στιγμή της μεγάλης απόφασης. Πρέπει να διαλέξουμε τον δρόμο μας.» Κοίταξα ανήσυχος πέρα από τα τείχη και μετά τους συντρόφους μου. «Δεν είμαι κάποιος μεγάλος πολέμαρχος. Δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου αυτό. Θα μαζέψουμε όλους τους Σαβάνους μαχητές, και όσους από τους ντόπιους είναι στο πλευρό μας, και είναι απαραίτητο να εξοπλιστούμε καλά.» «Θα χτυπήσουμε τους δικούς μας; Στα τείχη;» Ο Τζακ ακουγόταν ακόμα πιο απελπισμένος. Τον καθησύχασα. «Όχι. Πρέπει όμως να βρούμε τρόπο να μπαινοβγαίνουμε από το ανατολικό τείχος. Ο Λύκος λεηλατεί τα περίχωρα και δεν βιάζεται για το Σεντ Λούις. Πρέπει να του αλλάξουμε την γνώμη. Αν του ξεκινήσουμε ένα αντάρτικο, από εδώ μέσα, έτσι ώστε να ξέρει ποιος τον πονάει, τότε ίσως κατορθώσουμε αυτό που θέλουμε.» Στις μέρες που ακολούθησαν έκανα αρκετές βόλτες στο κέντρο της πόλης. Ο Τζακ μου είχε πει πως πολλοί από τους πιστούς είχαν απογοητευτεί από τα λόγια μου. Σχεδόν κανείς τους δεν ήθελε να φύγει. Είχα αρχίσει να βλέπω την λογική στην σκέψη τους. Το Σεντ Λούις δεν είχε δεχτεί ποτέ επίθεση στα τείχη του και ποτέ από μια τόσο τρομερή απειλή, κι όμως, κοίταζα τους κατοίκους γύρω μου και έλειπε η οποιαδήποτε ανησυχία στα πρόσωπα τους. Σαν να επρόκειτο για κάποια αψιμαχία που διαδραματιζόταν σε κάποια άλλη, μακρινή χώρα. Αποκομμένη από το ύπαιθρο, η πόλη είχε χάσει πρόσβαση σε βιοτεχνίες, καλλιέργειες και κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις πρώτων αναγκών, αλλά πουθενά δεν παρατηρούνταν κάποια έλλειψη. Οι αποθήκες της αυτοκρατορίας ήταν γεμάτες και οι προμήθειες διανέμονταν στον πληθυσμό σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Ο αμερικανός υπήκοος εδώ ήταν ασφαλής, ζεσταμένος, χορτασμένος, νανουρισμένος στη δύναμη που υποσχόταν ο αυτοκράτορας του. Διαισθάνθηκα πως θα είχαμε πρόβλημα και ζήτησα από τον Τζακ να αλλάζουμε κάθε τόσο κατάλυμα, σε μέρη που θα ξέραμε λίγοι, γιατί πολύ πιθανό να χάναμε αρκετούς πιστούς από το ποίμνιο μας. Σε λίγες μέρες μου είπαν πως είχε βρεθεί μια άκρη για τη Σάρα. Είχαν εντοπίσει στις κουζίνες του αυτοκράτορα τον εντεταλμένο που της παρέδιδε καθημερινά το φαγητό της. Μπορούσα να πάρω την θέση του, έπρεπε όμως να δολοφονήσουν αυτόν που θα αντικαθιστούσα. «Δεν μπορούμε να τον κρατήσουμε ζωντανό;» «Για πόσον καιρό; Θα αναλάβεις όλες τις βάρδιες του; Μετά θα αρχίσουν να τον αναζητούν και καλύτερα να τον βρουν νεκρό παρά να συνεχίσει μια έρευνα που θα γεννήσει μεγαλύτερες υποψίες.» Μου έπεφτε βαρύ να προκαλέσω έτσι τον θάνατο κάποιου που δεν με είχε βλάψει σε τίποτα. «Μην τον σκοτώσετε. Είναι σημαντικό. Ας καταφέρω να δω την Σάρα και βλέπουμε.» «Όπως επιθυμείς Άφθαρτε.» Τρεις φρουροί των ανακτόρων μου έφεραν την στολή μου. Μαύρα λουστρίνια, μαύρο παντελόνι με λευκές ρίγες στο πλάϊ, ένα γκρίζο κοστούμι, με επωμίδες, που κούμπωνε με τεράστιες χρυσές πόρπες και ένα ασημί κράνος με λουρί που έπιανε σφιχτά το πηγούνι μου. Με εξαίρεση το κράνος, έμοιαζα με πορτιέρη πρωτοκλασάτου ξενοδοχείου. Μου κρέμασαν στο στήθος την ταυτότητα ειδικής πρόσβασης και με συνόδεψαν σε μια αποβάθρα του μετρό. Όταν έφτασε ο συρμός μου έδειξαν το βαγόνι που ήταν μόνο για μένα και άλλους με τις ανάλογες ταυτότητες. «Κατεβαίνετε όλοι στο ίδιο σημείο, δεν ξέρουμε που. Ακολούθα τους υπόλοιπους και παρουσιάσου στις κουζίνες.» Στην αρχή αισθανόμουν αρκετά νευρικός αλλά κατά την διάρκεια της διαδρομής χαλάρωσα κάπως. Κανείς δεν μου έδινε σημασία. Κανείς δεν πρόσεχε κανέναν άλλον εκεί μέσα. Όλα τα ασημένια κράνη έδειχναν φορτωμένα με βαριές έγνοιες, τα προνόμια τελικά δεν ήταν ελαφριά υπόθεση για τους προνομιούχους. Όταν άδειασε ο υπόλοιπος συρμός και αφήσαμε πίσω και τον τερματικό σταθμό, μπήκαμε σε ένα τούνελ που κατέληξε σε μια αποβάθρα γεμάτη φρουρούς που όμοιους τους δεν είχα ξαναδεί. Φορούσαν μεταλλική θωράκιση και ήταν οπλισμένοι σαν αστακοί. Μας έλεγξαν έναν-έναν αλλά δεν τους ένοιαζαν τα πρόσωπα μας, κοίταζαν μόνο την ταυτότητα στο στήθος. «Προνόμιο;» γρύλισε ο αστακός χωρίς να με κοιτάξει. «Κουζίνες» απάντησα. «Από κει» έκανε ο αστακός και με έσπρωξε. Είχαν απαντήσει κι άλλοι «κουζίνες» και φρόντισα να μείνω κολλημένος στην πλάτη τους μην τυχόν και χαθώ. Οι κουζίνες ήταν εντυπωσιακές. Πράγματι ήταν αντάξιες ξενοδοχείου πλήρων αστέρων, ή έστω, ανακτόρων. Σειρά οι φούρνοι με τα καζάνια, φορτωμένες με κρέατα οι σχάρες, και στη μέση ατέλειωτοι πάγκοι με λαχανικά και φρούτα όπου δεκάδες σεφ επέβλεπαν στρατιές προσωπικού, όλοι ενδεδυμένοι με ποδιές, γάντια, σκουφάκια και προστατευτικές μάσκες προσώπου. Από την μέρα που με ελευθέρωσαν από το σιλό, είχα πλέον την τύχη να απολαμβάνω την συνηθισμένη γαστρονομία του Σεντ Λούις, πιθανά το τελευταίο μέρος στον πλανήτη που οι κάτοικοι του έτρωγαν τόσο νόστιμες και χορταστικές θερμίδες. Το κρέας κυριαρχούσε στα πιάτα του λαού, με πατάτες και γογγύλια δεύτερα στην κατανάλωση, με φρούτα και λαχανικά σαν πιο σπάνιο είδος να κοσμούν κυρίως τα τραπέζια των ανακτόρων. Όλο όμως και κάποιο πλεόνασμα από το παλάτι κατέληγε σε εκλεκτά καταστήματα με αλμυρά τιμολόγια. Το κρέας όμως ήταν η λαϊκή αμβροσία, διαθέσιμο στους πάντες. Μαμούθ ή αρκούδα, τα φιλέτα ήταν μαλακά, ζουμερά και νοστιμότατα. Η μπύρα που συνήθιζαν να πίνουν ήταν ποτό μη αλκοολούχο, είχε όμως τη γεύση της μπύρας που θυμόμουν, σε αντίθεση με το κόλα, ένα δημοφιλές αλλά φριχτό κατ’εμένα αναψυκτικό που πρέπει να είχε διπλάσια καφεΐνη και ζάχαρη που μπορούσε να αντέξει φυσιολογικός άνθρωπος. Ακολούθησα τους υπόλοιπους εντεταλμένους στο τέλος της κουζίνας και σταθήκαμε σε έναν τοίχο που ήταν στοιχειοθετημένες κάρτες με ονοματεπώνυμα. Είδα τους άλλους να διαλέγουν κάρτες στις οποίες πρέπει να ήταν ανατεθειμένοι και ψάχνοντας κι εγώ με κάποια αμφιβολία να με κατατρώει, είδα το όνομα «Σάρα Σμιθ». Ήταν η μόνη Σάρα στον τοίχο και αυτή πήρα ελπίζοντας προς το καλύτερο. Παρουσίασα την κάρτα σε έναν σεφ ο οποίος μαζί με το προσωπικό του σε δέκα λεπτά μου είχαν έτοιμο ένα τρόλεϊ φορτωμένο με όλων των ειδών τα εδέσματα. Μου έδωσαν και ένα κλειδί στο οποίο ήταν προσαρμοσμένη μια πλακέτα με τον αριθμό 306. Βγήκα με τα άλλα τρόλεϊ από τις κουζίνες σε έναν ήσυχο διάδρομο με πολύχρωμη μοκέτα και ταπετσαρία. Σταθήκαμε μπροστά σε μια σειρά από πόρτες ασανσέρ και πατήσαμε τα κουμπιά κλήσης. Τώρα πια είχα καταλάβει το σύστημα. Σαν τον παλιό καιρό. Τρίτος όροφος, δωμάτιο 306. Στην αρχή δεν την αναγνώρισα. Ξαφνιάστηκε κι εκείνη που με είδε με την στολή αλλά έτρεξε να με αγκαλιάσει χαρούμενη. Δίπλα της στο κρεβάτι καθόταν και ο Αρθούρος. Η Σάρα είχε παχύνει. Φορούσε μια μεταξωτή νυχτικιά και φάνταζε ροδαλή και καλοζωισμένη. «Οι πρώτες μέρες ήταν φριχτές. Στην αρχή μας είχαν όλες μαζί, τρέμαμε για το τι θα μας έκαναν. Μετά μας χώρισαν κι εγώ πέρασα με το παιδί από ένα σωρό φριχτές εξετάσεις. Δεν μας έλεγαν κουβέντα για τους άντρες, ρωτούσα και για σένα αλλά τίποτα. Μετά όμως όλα άλλαξαν. Ο Γουίλιαμ μου τα εξήγησε όλα. Ήταν όλα απαραίτητα για το καλό μας.» «Ο Γουίλιαμ;» «Δεν το έχεις μάθει ακόμα; Δεν το έχουν ανακοινώσει; Σε μια δημόσια τελετή ο αυτοκράτορας θα με κηρύξει σύζυγο του…και τον Αρθούρο διάδοχο του!» Αυτά τα νέα δεν τα περίμενα. Έμεινα άφωνος. Αυτή ήταν λοιπόν η λύση του Γιατρού στο πρόβλημα της διαδοχής. Υπήρχαν όμως κι άλλα. Μου έδειξε την κοιλιά της. «Έχω βαρύνει, το ξέρω, αλλά είμαι έγκυος!» «Είναι του αυτοκράτορα;» «Νομίζω. Δεν ξέρω. Δεν έχω συνευρεθεί μαζί του, ούτε με άλλον άντρα. Τις πρώτες όμως μέρες, εκείνοι οι γιατροί κάτι μου έκαναν. Έβαλαν το σπέρμα του πατέρα στο κέντρο μου. Αυτό νομίζω πως μου έκαναν.» Κάθισα βαρύς καθώς πάσχιζα να τα χωνέψω όλα. Ο Αρθούρος κατέβηκε από το κρεβάτι και έκανε προσεκτικά βηματάκια προς το τρόλεϊ που είχα φέρει. Ήξερε τι γύρευε. Ξεσκέπασε ένα σκεύος και έχωσε τα δάχτυλα του στην μαρμελάδα που περιείχε. «Νεκνίνι» τσίριξε χαρούμενα γλύφοντας το χέρι του. Προφανώς εννοούσε «νεκταρίνι». «Σάρα» είπα σα χαμένος, «Πρέπει να φύγουμε. Οι Σαβάνοι πρέπει να συνεχίσουμε το ταξίδι μας…» «Μα όχι, εδώ έχουμε όλα όσα χρειαζόμαστε. Δεν πρόκειται να υποβάλλω ξανά το παιδί μου, εμένα ή κάποιον άλλο στις ταλαιπωρίες που περάσαμε τους τελευταίους δύο μήνες εκεί έξω! Βρήκαμε επιτέλους τον τόπο που θα μας προσφέρει όλα όσα χρειαζόμαστε.» «Σάρα, το ξέρεις πως ο Λύκος είναι έξω από τα τείχη της πόλης; Και κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά; Είναι ζήτημα χρόνου πριν καταρρεύσουν όλα.» «Όχι, κάνεις λάθος Άφθαρτε. Κανείς δεν μπορεί να μας βλάψει εδώ. Ο Γουίλιαμ έχει μεγαλύτερη δύναμη, θα συντρίψει τον Λύκο σύντομα. Ο Αρθούρος θα γίνει αυτοκράτορας μια μέρα και θα ξεκινήσει μια νέα εποχή για τους Σαβάνους. Εδώ, αυτός είναι ο τόπος για τον οποίο μας είπες. Ο Γουίλιαμ είναι ο άνθρωπος που έμελλε να συναντήσω, αυτός που θα αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας!» Δεν μπορούσε να μην προσέξω τον πανικό στον τόνο της φωνής της. Δεν της άρεσε ο τρόπος που αντιδρούσα και έπρεπε να με πείσει. Να με πείσει, αλλιώς…αλλιώς τι; Της χαμογέλασα καθησυχαστικά με τα εντόσθια μου ανάκατα. Δεν ήταν της ώρας να της αλλάξω γνώμη. Η Σάρα ήταν χαμένη, πλανεμένη βολικά στην θαλπωρή της αυτοκρατορίας. Τσιμπήσαμε μαζί κάποιους μεζέδες και μιλήσαμε για άλλα πράγματα, κυρίως με ρωτούσε εκείνη για τον έξω κόσμο. Κάποια στιγμή πήρα το παιδί στην αγκαλιά μου και πρόσεξα το σημάδι στο μπράτσο του. Είχαν αρχίσει ήδη να εμβολιάζουν το παιδί, φαντάστηκα το ίδιο και για την μητέρα του. Της ζήτησα σαν χάρη να μην πει τίποτα σε κανέναν για την συνάντηση μας και πως θα επέστρεφα σύντομα να την ξαναδώ. Όταν ξαναγύρισα στην κουζίνα ανακάλυψα φυσικά πως η βάρδια μου δεν είχε τελειώσει. Είχα να παραδώσω άλλα τριάντα περίπου τρόλεϊ με φαγητά. Με χαρά μου ανακάλυψα πως ήταν όλα για Σαβάνες γυναίκες, η κάθε μία αποκλεισμένη στην δική της σουίτα. Όσες είχαν παιδιά τα είχαν μαζί τους, και ναι, ήταν όλες έγκυες με τεχνική γονιμοποίηση. Χάρηκαν όλες που με είδανε και είχα μαζί τους μια αρκετά εποικοδομητική συζήτηση. Ένα μικρό ποσοστό είχε αρχίζει να εθίζεται σε αυτή τη νέα χλιδή, αλλά στην πλειοψηφία τους, οι περισσότερες συμπολεμίστριες της Έλζμπεθ, ήταν ανήσυχες και έτοιμες προς απόδραση. Το γεγονός πως στερούνταν τους άντρες τους που αγαπούσαν ήταν ένα ισχυρό κίνητρο. Έφυγα από εκεί με το ηθικό μου αναπτερωμένο αν και μου είχε στοιχίσει η συμπεριφορά της Σάρας. Γύρισα στο καινούργιο μας κρησφύγετο και αρνήθηκα να πω τίποτα στον οποιονδήποτε. Ήθελα να σκεφτώ καλά όλα τα νέα δεδομένα πριν αποφασίσω την επόμενη μου κίνηση. Οι Σαβάνοι είχαν ήδη αρχίσει να οργανώνονται, να σχεδιάζουν την άμεση τους συγκέντρωση στην δυτική πύλη όταν θα ερχόταν η μέρα για την έξοδο. Κάποιοι που δούλευαν σε εντός των τειχών εκτροφεία ετοίμαζαν να σύρουν και κοπάδια μαμούθ στο καραβάνι μας, μάλλον είχαν αρχίσει να γλυκαίνονται στις ντόπιες μπριζόλες. Χρειαζόταν όμως και ανάλογη προετοιμασία για την απελευθέρωση των γυναικών. Από την πλευρά των αμερικανών δεν είδα πολλά αποτελέσματα, η συλλογή των όπλων καθυστερούσε. Ήταν έτοιμοι να ανατρέψουν τον Γουίλιαμ, όχι όμως να εγκαταλείψουν την πόλη τους. Βγήκα σε ένα μπαλκόνι γιατί όσο κι αν ακούγεται παράξενο αισθανόμουν την ανάγκη να αναπνεύσω. Το άγχος δεν είχα προβλέψει να το εξαλείψω από την αθανασία μου και αυτό που φοβόμουν από πάντα το είχα αποκτήσει τώρα. Ήμουν υπεύθυνος, και άρα συνδεδεμένος με την άγνοια και την βλακεία πολλών ανθρώπων. Άλλοτε θα σηκωνόμουν να φύγω, να συνεχίσω τον δρόμο μου μόνος, κι όποιος ήθελε ας έκανε ό,τι νόμιζε σωστό για τον εαυτό του. Τώρα όμως με βάραινε το χρέος. Και έπρεπε να πάρω αποφάσεις γρήγορα. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 17, 2007 Author Share Posted August 17, 2007 11. Αναζήτησα την θαλπωρή ενός φυσιολογικού, σύντομου ύπνου και όταν ξύπνησα ήμουν φορτισμένος με μια ανανεωμένη αποφασιστικότητα. Από την στιγμή που είχε ξεκινήσει το νέο μου ταξίδι είχα να διεκπεραιώσω μια αποστολή. Είχα δύο εμπόδια. Δύο ηγέτες, ηγέτες αντρών που όριζαν τα δικά τους πεπρωμένα στις πλάτες χιλιάδων και άρα όριζαν την ιστορία. Αν ήθελα να πετύχω τους στόχους μου έπρεπε να γίνω κι εγώ ένας ηγέτης. Συναντήθηκα με τον Ίλαϊ και του έδωσα οδηγίες να συνεχίσουν να οργανώνονται. Όταν ο Λύκος πραγματοποιούσε την μεγάλη του επίθεση στην πόλη έπρεπε να κάνουν την έξοδο τους από την δυτική πύλη και να μην περιμένουν κανέναν, ούτε τις Σαβάνες γυναίκες. Εκείνες θα ήταν δική μου φροντίδα. Μετά ζήτησα από τους ντόπιους πιστούς να μου βρουν πρόσβαση στο ανατολικό τοίχος, ψηλά στις επάλξεις. Το καταφέραμε εύκολα και βρέθηκα εκεί το ίδιο βράδυ με έναν μόνο δικό μας αξιωματικό. Η νύχτα ήταν ήσυχη και οι ετοιμότητα των στρατιωτών χαλαρωμένη καθώς δεν είχε εκδηλωθεί κάποια επίθεση τις τελευταίες τρεις μέρες. Η μόνη εξήγηση που έδωσα στους δικούς μου ήταν πως ήθελα να κατασκοπεύσω και να εκτιμήσω τον αντίπαλο μας πριν ξεκινήσουμε το αντάρτικο. Τους συνέστησα να συνεχίσουν να μαζεύουν όπλα και να ετοιμάζονται, χωρίς να με νοιάζει αν είχαν σκοπό να υπακούσουν ή όχι. Μόλις σιγουρευτήκαμε πως δεν μας πρόσεχε κανείς αποχαιρέτησα τον αξιωματικό και πήδηξα από τις επάλξεις, δώδεκα μέτρα κάτω στο χιόνι. Έξω από τα τείχη του Σεντ Λούις είχα μόνο τον έναστρο ουρανό και την αχνή ανταύγεια της πόλης πάνω στο χιόνι να μου δείχνει τον δρόμο. Τα πρώτα βήματα αποδείχτηκαν δύσκολα καθώς έπρεπε να δρασκελίσω μέσα στο σκοτάδι πέτρες, πρόσφατα ανοιγμένους κρατήρες και ξύλινα συντρίμμια από πύργους και καταπέλτες. Μετά το έδαφος ομαλοποιήθηκε κάπως και συνέχισα ευκολότερα αποφεύγοντας κάθε συστάδα δέντρων που μπορεί να έκρυβε κάποιον κίνδυνο. Ήμουν σίγουρος πως στις γούνες της Έλζμπεθ και ενάντια στο χιόνι θα ήμουν αρκετά αόρατος. Συνέχισα να περπατώ για ώρες μέχρι την πρώτη λάμψη της αυγής χωρίς να συναντήσω κανέναν εχθρό. Στο πρώτο φως όμως είχα αρχίσει να ξεχωρίζω αυτά που είχε αφήσει πίσω του ο Λύκος. Κατεστραμμένα θερμοκήπια και αποθήκες, καμένα οχήματα και φυλάκια, γκρεμισμένους στάβλους και λεηλατημένα μαντριά. Τα πτώματα των στρατιωτών της αυτοκρατορίας ήταν διάσπαρτα στο ύπαιθρο. Παγωμένα σε βίαιες, αφύσικες στάσεις έδιναν μια οικτρή εικόνα, όχι όμως τον εφιάλτη που φοβόμουν. Κανείς τους δεν είχε σημάδια κακοποίησης, βασανισμού, γδαρσίματος ή τεμαχισμού που να παραπέμπει στον κανιβαλισμό, σύμφωνα με τον θρύλο που προβάδιζε του εχθρού. Το αίνιγμα με απασχόλησε για λίγο, όμως πολύ σύντομα έφτασα σε δύο στήλες φτιαγμένες από ανθρώπινα κόκαλα, τοποθετημένες στο χιόνι σαν να όριζαν κάποια πύλη, ένα πέρασμα σε άλλο βασίλειο. Ήταν ταυτόχρονα και μια αρκετά δυνατή προειδοποίηση προς γενναίους αλλά και ηλίθιους. Μόλις ένα χιλιόμετρο μετά είδα από απόσταση να εμφανίζεται μια ομάδα αντρών. Ξάπλωσα πίσω από μια συστάδα θάμνων χωμένος όσο πιο βαθιά μπορούσα στο χιόνι. Έμεινε εκεί και τους παρακολουθούσα να με πλησιάζουν. Ήταν πέντε, οι τέσσερις είχαν τον ένα στη μέση και τον οδηγούσαν κάπου. Όλοι τους φορούσαν μαύρα, τριχωτά τομάρια. Ο άντρας στη μέση έδειχνε να βαδίζει με δυσκολία καθώς έτρεμε σπασμωδικά. Οι συμπεριφορά των τεσσάρων όμως δεν ήταν βάναυση, αντίθετα έμοιαζαν να νοιάζονται για τον άρρωστο, προσπαθούσαν όσο μπορούσαν να τον στηρίξουν. Κάποια στιγμή στάθηκαν σε ένα μικρό, φυσικό βαθούλωμα, όχι πολύ μακριά από την κρυψώνα μου. Οι τέσσερις γύρισαν την πλάτη τους στον άρρωστο και έμοιαζαν να αφουγκράζονται τη φύση. Ο τρεμάμενος άντρας, χωρίς στήριξη πλέον, έπεσε πάνω στο χιόνι και ανακάθισε όσο καλύτερα μπορούσε. Έμεινε εκεί βουβός να κοιτάζει τους συντρόφους του, ανίκανος να συγκρατήσει το τρέμουλο του. Εκείνοι γύρισαν να τον κοιτάξουν όταν ένας από αυτούς φανέρωσε ένα τσεκούρι με μια περίεργη, κυρτή και μυτερή μύτη. Το σήκωσε χωρίς κουβέντα και το κατέβασε στο κεφάλι του πεσμένου άντρα. Το θύμα δεν έκανε καμία κίνηση για να αποφύγει το χτύπημα. Μόλις ο εκτελεστής τράβηξε το όπλο ο άλλος έπεσε νεκρός ποτίζοντας το χιόνι κατακόκκινο με το κεφάλι του. Οι τέσσερις άντρες ξεκίνησαν με βαρύ βήμα και τράβηξαν προς το σημείο από το οποίο είχαν έρθει. Χρειάστηκε να περάσει μισή ώρα μέχρι να χαθούν στον ορίζοντα αλλά δεν γύρισαν να κοιτάξουν πίσω ούτε μία φορά. Βγήκα πίσω από τους θάμνους και πλησίασα τον νεκρό. Δεν έδειχνε πολύ γέρος αλλά είχε μακριά μαλλιά και γένια με λευκές αποχρώσεις, πρόσωπο γεμάτο ουλές και τατουάζ, το στόμα γεμάτο ακονισμένα κίτρινα δόντια. Ναι, ανήκε στη στρατιά του Λύκου όπως και οι άλλοι. Δεν μπορούσα να βγάλω ακόμα κάποιο συμπέρασμα αλλά ήταν καιρός να πάρω την μεγάλη απόφαση. Η στολή του άντρα ήταν κατασκευασμένη από τομάρια και τρίχες ανθρώπων αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Έβγαλα τις γούνες μου και φόρεσα τα δέρματα του νεκρού. Δεν υπήρχε τρόπος ούτε να γεμίσω ουλές το πρόσωπο μου ούτε να μεγαλώσω γενειάδα. Τα μαλλιά μου είχαν μακρύνει αρκετά και έλπιζα να έφταναν για να περάσω σαν ένας από αυτούς. Λέγανε πως ήταν αμέτρητοι, ίσως να μην γνωρίζονταν όλοι μεταξύ τους τόσο καλά. Παίρνοντας το απόφαση κατευθύνθηκα προς τον ορίζοντα που είχαν ακολουθήσει οι άλλοι. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν συνάντησα κάποιες σκόρπιες ομάδες σε μια πλαγιά. Μερικοί είχαν ανάψει φωτιές και κρατούσαν σκοπιά ενώ άλλοι ήταν απασχολημένοι να κόβουν δέντρα και να τραβούν τους κορμούς προς το ύψωμα. Ευτυχώς, όπως πρόσεξα, πολλοί ήταν αμούστακοι. Δεν τους προκάλεσα κάποια υποψία. Αντίθετα με φώναξαν να βοηθήσω με τα δέντρα. Κάποιοι τα έσπρωχναν και άλλοι τα τραβούσαν. Μου πέρασαν μια θηλιά στον ώμο και βρέθηκα με άλλους τέσσερις να τραβάμε μαζί έναν κορμό. Μου είχαν απευθυνθεί στα γαλλικά αλλά άκουσα και κάποιους άλλους να μιλούν γερμανικά. Όταν φτάσαμε στην κορυφή αντίκρισα ένα εκπληκτικό θέαμα. Το έδαφος έπαιρνε μια ξαφνική κατηφορική κλίση και κατέληγε σε ένα τεράστιο πλάτωμα. Πρώτος προορισμός από κάτω μας ήταν στοίβες κομμένων δέντρων και μια στρατιά ξυλουργών απασχολημένοι να κατασκευάζουν φράχτες, κάρα και πολιορκητικές μηχανές. Στη συνέχεια, μέχρι εκεί που μπορούσε να φτάσει το μάτι, έβλεπα καλύβες, αμέτρητες, πανέμορφες, κουκλίστικες καλύβες, σε όλα τα μεγέθη, για όλες τις λειτουργίες. Η κάθε μία τους είχε από μία πλινθόκτιστη καμινάδα που κάπνιζε ενάντια στο σούρουπο. Εκτός από μία πόρτα δεν είχαν καθόλου παράθυρα. Έβλεπα φωτιές, περιφραγμένα μαντριά με μαμούθ, κλουβιά με αιχμαλώτους, στέγαστρα με πέτρινους φούρνους πάνω στα οποία κόχλαζαν τεράστια τσουκάλια. Και πέρα στα γύρω υψώματα, έβλεπα φάλαγγες με άντρες οπλισμένους με τσεκούρια, ακόντια και βέλη να καταφθάνουν συνέχεια, να μαζεύονται στα ξέφωτα που αναγείρονταν νέα καταλύματα. Μπορώ να πω πως αυτή την εικόνα μπορούσα να την θαυμάσω πραγματικά. Άσχετα με την βαρβαρότητα τους είχαν τουλάχιστο κάποιον πολιτισμό όχι δανεισμένο αλλά δικό τους και μπορούσαν να τον εφαρμόσουν οπουδήποτε. Αφού παραδώσαμε τα δέντρα ακολούθησα τους νέους μου συντρόφους σε μια από τις μεγάλες καλύβες. Είχε τρεις μεγάλες ορθάνοιχτες πόρτες μέσα από τις οποίες αναδύονταν ζέστη, τσίκνα και καπνιά. Μπήκαμε μέσα και διαλέξαμε ένα από τα πολλά και γεμάτα τραπέζια. Μας πλησίασαν γυναίκες, οι οποίες ήταν ντυμένες ακριβώς σαν τους άντρες, και μας έδωσαν γαβάθες με φαγητό και ποτήρια γεμάτα χιόνι και αίμα. Το φαγητό ήταν κυρίως σούπα με χόρτα, γογγύλια και λίγο κρέας, λιγότερο κρέας από όσο θα περίμενα. Αναρωτιόμουν φυσικά αν ήμουν έτοιμος να καταλήξω στον κανιβαλισμό όταν ένας από τους λυκάνθρωπους άρχισε να κάνει φασαρία. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να βαράει το ποτήρι του πάνω στο τραπέζι. «Φτάνει πια με τα νερομπλούτσια, τα χόρτα και τα τετράποδα! Πότε θα φάμε επιτέλους σαν άντρες του Λύκου!» φώναξε. Αρκετοί στην τραπεζαρία ανταποκρίθηκαν θετικά στην διαμαρτυρία χτυπώντας τα δικά τους ποτήρια. Τότε πρόσεξα για πρώτη φορά πως δεν είχαν όλοι ακονισμένα τα δόντια τους. Μία από τις μαγείρισσες του πέταξε ένα γογγύλι στο κεφάλι. «Να, πάρε να χορτάσεις!» του φώναξε, «Μήπως βρεις και την υγεία σου!!» Πολλοί γέλασαν και επικρότησαν την απάντηση της. Ένας άλλος, «παραδοσιακός» λυκάνθρωπος, σηκώθηκε και απευθύνθηκε στον πρώτο. «Αυτός ο τόπος είναι γεμάτος από ακάθαρτους! Δεν βρίσκεις έναν αντίπαλο άξιο για να βυθίσεις τα δόντια σου στην καρδιά του! Το λέμε ή δεν το λέμε καιρό τώρα πως ήταν λάθος να αφήσουμε τα εδάφη μας, να έρθουμε σε αυτόν τον καταραμένο τόπο;!» Ξεσηκώθηκε κι άλλο βουητό, με κάποιους να επικροτούν, άλλους να αποδοκιμάζουν. Ήταν και πολλοί που συνέχιζαν να τρώνε ατάραχοι, σαν να τα είχαν ακούσει όλα αυτά ξανά. Σηκώθηκε ένας γέρος που τα μόνα του σημάδια στο πρόσωπο ήταν οι φυσικές του ρυτίδες. Του έλειπαν αρκετά δόντια. «Δεν υπήρχε τίποτα εκεί πίσω για κανέναν μας. Θα καταλήγαμε μόνο να κατασπαράζουμε ο ένας τον άλλον. Όποιος παλικαράς πιστεύει πως μπορεί να ορίσει την μοίρα μας καλύτερα από τον ηγέτη μας, ξέρετε όλοι που είναι η καλύβα του. Θα σηκώσει το Κραλ και σήμερα το βράδυ…Άντε να το διεκδικήσετε!» Αυτό ηρέμισε λίγο τα πνεύματα. Κατάφερα να αδειάσω και την γαβάθα μου, αν και το φαγητό δεν είχε καμία νοστιμιά. Πρέπει να αγνοούσαν το αλάτι και τα καρυκεύματα. Τουλάχιστο το κρέας ανήκε σε μαμούθ που το δοκίμαζα βραστό για πρώτη φορά. Στην συνέχεια οι γυναίκες ήρθαν να μαζέψουν τα σκεύη και άφησαν στην θέση τους φύλλα δέντρων και κάποια φυτά που έμοιαζαν πολύ με θάμνους κάνναβης. Νωχελικά, οι χορτασμένοι άντρες άρχισαν να φτιάχνουν αυτοσχέδια τσιγάρα και να τα καπνίζουν. Δεν ήμουν ανίδεος σε κάτι τέτοιο, μου θύμισε άλλες εποχές, και έφτιαξα ένα τσιγάρο για τον εαυτό μου αν και δεν μπορούσα να επηρεαστώ από το ναρκωτικό. Ακολούθησαν πιο ψύχραιμες κουβέντες πάνω στην φασαρία που είχε προηγηθεί αλλά και σε θέματα καθημερινής ανάγκης του καταυλισμού. Άκουγα για να μαθαίνω. Δεν ήταν όλοι τους κανίβαλοι. Μόνο μία παραδοσιακή κάστα εξ αυτών, πολεμιστές που απάρτιζαν έναν στενό κύκλο γύρω από τον ηγέτη τους. Δεν ήταν κάποια θρησκευτική ανάγκη ή κώδικας, αλλά μέρος εκφοβισμού των αντιπάλων και η δημιουργία θρύλων για το όνομα τους, ιδέα του ηγέτη, του Λύκου αυτοπροσώπως. Σε κάποια ηλικία, όλοι όσοι ανήκαν στην εκλεκτή κάστα εκδήλωναν μια περίεργη αρρώστια, που εμένα μου ακουγόταν σαν σπογγώδη εγκεφαλοπάθια, η γνωστή στην εποχή μου σαν νόσος των τρελών αγελάδων. Είχε πλήξει τότε βοοειδή που τα έτρεφαν με σάρκες άλλων βοοειδών, αλλά ήταν ασθένεια που είχε παρατηρηθεί και σε κανιβάλους της Νέας Γουινέας. Ακόμα και αυτοί οι άνθρωποι όμως, όσοι κάθονταν εκεί γύρω μου στο τραπέζι, διαισθάνονταν με κάποια υγιή σιγουριά πως η αρρώστια των εκλεκτών συνδέονταν κάπως με τον κανιβαλισμό. Έτσι πήρα την απάντηση μου για την μοίρα του ανθρώπου του οποίου τα τομάρια φορούσα. Είχα γίνει μάρτυρας σε μια τελετή «απόσυρσης» ενός πληγμένου συμπολεμιστή. Κάποια στιγμή ήχησε ένα βούκινο και σηκωθήκαμε όλοι να βγούμε έξω. Όλος ο καταυλισμός βρισκόταν σε κίνηση. Προχωρούσαμε προς το άλλο άκρο του οικισμού. Μάντεψα σωστά πως ετοιμάζονταν σύναξη στο κατάλυμα του Λύκου. Ήμουν πολύ περίεργος να συναντήσω το αντίπαλο δέος του Αυτοκράτορα Γουίλιαμ. Το κατάλυμα του Λύκου ήταν μια τεράστια, ξύλινη στέγη σε μέγεθος τέντας τσίρκου. Μπροστά στην είσοδο του, που την κάλυπταν ψάθινα πλεκτά, είχε στηθεί μια μεγάλη, τετράγωνη πίστα. Μπροστά σε αυτή τη σκηνή μαζευτήκαμε, με τα βούκινα να συνεχίζουν να καλούν τους λυκάνθρωπους. Τεράστιοι πυρσοί καρφωμένοι στο χιόνι τόνιζαν δραματικά την στιγμή με τις φλόγες τους. Δύο άντρες παραμέρισαν τις ψάθες και ένας πανύψηλος βίκινγκ με μια πλούσια, μαύρη γενειάδα ανέβηκε στη σκηνή κρατώντας ένα χρυσό τσεκούρι. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο ουλές και τατουάζ και τα δόντια του ακονισμένα μυτερά. «Χάραλντ! Χάραλντ!» άρχισε να επευφημεί το πλήθος. Βάδισε την περιφέρεια της πίστας με μια πανίσχυρη σιγουριά, αφήνοντας τους να δοξάζουν το όνομα του για αρκετά λεπτά. Το βλέμμα του, αν και αθέατο κάτω από τα πυκνά του φρύδια, εξέπεμπε μια βάναυση βία. Έδειχνε τεράστιος και υπολογίσιμος, ένας ηγέτης που δεν είχε ανάγκη από κανέναν στρατιώτη για να επιβληθεί. Πίσω του ανέβηκαν στη σκηνή άλλοι τέσσερις άντρες που είχαν επίσης μια κάποια αρχοντική θα έλεγα χροιά. Ο Χάραλντ σήκωσε το ελεύθερο του χέρι και σίγησε το πλήθος. Η διάλεκτος με την οποία απευθύνθηκε στον λαό του ήταν ένα κράμα γερμανικών και γαλλικών. «Αδέλφια, και σήμερα είμαστε χιλιάδες πιο δυνατοί. Ο Χάλντορ και η στρατιά του είναι μαζί μας!» Έδειξε έναν από τους τέσσερις και το κοινό τον ζητωκραύγασε. «Και ο Σίμουντ! Και ο Θόρβαλντ με τους μανιακούς του! Πέρασαν όλοι το βόρειο πέρασμα από τις Νήσους Χάϊλαντ και ήρθαν να ενωθούν μαζί μας!» «Χάλντορ! Σίμουντ! Θόρβαλντ!» βρυχήθηκε το πλήθος. «Αλλά και ο πολυμήχανος Σίγκβατ, που επέλεξε την παλιά διαδρομή, μέσα από τις Στήλες! Σέρνοντας πλεούμενα πάνω στον πάγο, καλύπτοντας μαύρα, άγρια νερά γεμάτα παγίδες, κατέφθασε στις Αμερικές χωρίς να χάσει ούτε έναν από τους άντρες του!» Νέες επευφημίες. «Υψώστε την κραυγή σας» τους παρότρυνε κοιτάζοντας τα γεμάτα υψώματα που περιέκλειαν το σκηνικό. Και σηκώθηκε τέτοιο βουητό που όμοιο του δεν είχα ξανακούσει. Έμοιαζε να κραυγάζει η ίδια η γη καθώς ένιωθα το έδαφος να δονείται κάτω από τα πόδια μου. Τους άφησε να εκτονωθούν με αυτόν τον τρόπο για λίγο ακόμα. Μετά, σήκωσε το χρυσό τσεκούρι πάνω από το κεφάλι του και έπεσε απότομη, απόλυτη ησυχία. «Εδώ είναι το Κραλ!» φώναξε και η φωνή του αντήχησε περίεργα μέχρι τους λόφους καθώς την δήλωση του δεν ακολούθησε ούτε μία κραυγή. Νομίζεις και όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους. Ο Χάραλντ πήγε στη γωνία της πίστας και κάρφωσε το τσεκούρι σε έναν κορμό που προεξείχε εκεί. Έκανε μερικά βήματα πίσω και ύψωσε πάλι την φωνή του. «Υπάρχει ένας ή περισσότεροι ανάμεσα σας αυτό το βράδυ που διεκδικούν το Κραλ;!» Συνέχισε να επικρατεί απόλυτη ησυχία. Ο Χάραλντ έκανε την ερώτηση άλλες δύο φορές. Κανένας δεν τολμούσε να κάνει μια κίνηση, ούτε να βήξει ή να καθαρίσει τον λαιμό του. Ο Χάραλντ ξαναπήρε το τσεκούρι και ένιωσα αναστεναγμούς ανακούφισης γύρω μου. «Μια αιματοβαμμένη αυγή για όλους!» είπε τέλος πριν επιστρέψει μόνος στο κατάλυμα του. Οι τέσσερις αρχηγοί κατέβηκαν από την πίστα και σκορπίστηκαν στα τάγματα τους. Το πλήθος άρχισε να αραιώνει. Ο καθένας πήγαινε να κοιμηθεί ή να βρει καταφύγιο όπου ήθελε. Κανείς δεν είχε μόνιμη, προκαθορισμένη στέγη. Υπήρχαν στέγαστρα για ύπνο όπως υπήρχαν και για φαγητό. Συνέχισα να τριγυρνώ και να παρατηρώ τον κόσμο, να ακούω τις συζητήσεις και να μαθαίνω όσα προλάβαινα για τις συνήθειες τους. Η τελετουργία του Κραλ διεξαγόταν συχνά και ο οποιοσδήποτε, αρχηγός φυλής ή απλός πολεμιστής, είχε δικαίωμα να το διεκδικήσει μονομαχώντας με τον Χάραλντ για την ηγεσία όλων. Τα τελευταία χρόνια δεν το είχε τολμήσει κανείς, υπήρχαν μόνο ιστορίες για αυτούς που είχαν δοκιμάσει στην αρχή, όταν η παντοδυναμία του Λύκου ήταν καινούργια. Τα κρανία τους τώρα κοσμούσαν τον θρόνο του Χάραλντ. Στο κλουβί των αιχμαλώτων ήταν κλεισμένες μόνο γυναίκες, στρατευμένες πολεμίστριες της αυτοκρατορίας. Δεν τις φέρονταν άσχημα, σίγουρα όμως τις φοβούνταν. Πέρα από τα σημάδια στο δέρμα τους, αυτές οι γυναίκες τώρα πέθαιναν στερημένες του εμβολιασμού τους. Ό,τι σχέδια είχαν αρχικά γι αυτές θα πρέπει να εγκαταλείφτηκαν γρήγορα. Οι ίδιοι όμως δεν πρέπει να είχαν πρόβλημα αναπαραγωγής. Τους έβλεπα να ζευγαρώνουν εδώ κι εκεί σαν τα ζώα, δεν ήταν και τόσο σεμνοί, ενώ παιδιά όλων των ηλικιών κυκλοφορούσαν ελεύθερα στον καταυλισμό. Σε ένα περιφραγμένο μαντρί είχαν κλεισμένα αρκετά ζωντανά μαμούθ και άκουσα για λίγο τους προβληματισμούς αυτών που τα είχαν αναλάβει. Όλα τα ζώα ήταν θηλυκά. Αν δεν ζευγάρωναν μεταξύ τους αυτή η κτηνοτροφία δεν θα κρατούσε πολύ, όχι με τον ρυθμό που οι λυκάνθρωποι μάθαιναν να αγαπούν το νέο κρέας. Έδιναν παραγγελίες στις πρωινές περιπόλους να εντοπίσουν αρσενικά. Υποψιάστηκα πως μάλλον δεν υπήρχε τέτοιο ζώο, πως μάλλον αναπαράγονταν με κλωνοποίηση. Αυτό θα ερχόταν δυσάρεστο και στους δικούς μου Σαβάνους που έλπιζαν να πάρουν μαζί τους ολόκληρα κοπάδια. Σε ένα άλλο μαντρί υπήρχαν σωροί από πλιάτσικο που αποτελούσαν μυστήριο στους εισβολής. Γεννήτριες, δοχεία με ορυκτέλαιο, μοτοσικλέτες, υφάσματα, μεταλλικά σκεύη και φυσικά πολλά-πολλά όπλα. Ήταν αστείο να τους βλέπεις να προσπαθούν να μαντέψουν πως λειτουργεί ένα τουφέκι ενθυμούμενοι όσο καλύτερα μπορούσαν πως είδαν να το χειρίζεται ο εχθρός. Μια-δυό φορές το πέτυχαν, και έχοντας έναν σύντροφο τους στην άκρη της κάνης, ευτυχώς όμως το όπλο, όπως και τα περισσότερα, ήταν άδειο. Είχαν κουτιά ολόκληρα με σφαίρες αλλά δεν ήξεραν πώς να συνδυάσουν το ένα με το άλλο. Για κάποιον λόγο δεν είχαν σκεφτεί ακόμα να ανακρίνουν κάποιον αιχμάλωτο. Εδώ με τσάκωσε ένα κάρο που μάζευε άντρες και έτσι, με το φως της αυγής, βρέθηκα στην πρώτη μου αποστολή μαζί με δέκα άλλους λυκάνθρωπους. Κάποιος που πρόσεξε πως ήμουν άοπλος μου έδωσε το μαχαίρι του. Τα κάρα έγιναν είκοσι και μετά από λίγο τραχύ έδαφος καταλήξαμε σε έναν από τους πολλούς στρωμένους δρόμους της αυτοκρατορίας. Καλύψαμε μια τεράστια απόσταση γεμάτη χωράφια και χαλάσματα, κατακλεισμένα από άλλους πλιατσικολόγους του Λύκου. Σε λίγο είδαμε καπνούς στον ορίζοντα και σε μία ώρα περίπου ήμασταν στην πηγή τους. Ήταν ένα οχυρωμένο διυλιστήριο που αντιστεκόταν ακόμα στον κατακτητή. Μπορούσα να δω τον μεταλλικό πύργο και το τρυπάνι σε πλήρη λειτουργία πίσω από τις επάλξεις. Χαμηλά στο βόρειο τείχος, σχεδόν καλυμμένο από το χιόνι, ξεκινούσε ένας αγωγός που διέσχιζε όλη την ύπαιθρο με κατεύθυνση φυσικά το Σεντ Λούις. Οι λυκάνθρωποι δεν μπορούσαν να μαντέψουν την σημασία του για να το γκρεμίσουν. Έκαναν τυφλές, αυτοκτονικές επιθέσεις ενάντια στα τείχη που επιχειρούσαν να σκαρφαλώσουν με σκάλες ή ανεβαίνοντας στις πλάτες των συμπολεμιστών τους. Είχαν στήσει τρεις μικρούς καταπέλτες και έβαλαν το οχυρό με πέτρες και φλεγόμενα βλήματα. Η αντίσταση των πολιορκημένων όμως κρατούσε καλά. Στη βάση των τειχών ήταν σωρός οι νεκροί λύκοι. Κατεβήκαμε από τα κάρα και πήραμε αμέσως εντολή να ριχτούμε στα τείχη. Ακολούθησα το παράδειγμα των άλλων και βγάζοντας κραυγές, με μόνο ένα μαχαίρι, συμμετείχα στην έφοδο. Πρέπει να με βρήκαν δέκα βόλια πριν φτάσω στο οχυρό. Πολλοί πέσανε νεκροί γύρω μου. Οι άντρες άρχισαν να σκαρφαλώνουν ο ένας στην πλάτη του άλλου δημιουργώντας μια ανθρώπινη σκαλωσιά. Από πίσω οι δικοί μας έστελναν βροχή τα βέλη για να μας καλύψουν. Στο τέλος έμεινα μόνο εγώ για να σκαρφαλώσω προς τις επάλξεις. Μόλις το επιχείρησα ξαφνιάστηκα για το πόσο γερά κρατιόνταν οι συμπολεμιστές μου. Ήταν σαν να σκαρφάλωνα σε πέτρες. Έφτασα στις επάλξεις αλαλάζοντας, με τις σφαίρες να με χτυπούν σαν το χαλάζι. Πρόλαβα να δω το πανικόβλητο βλέμμα των στρατιωτών που αντιλαμβάνονταν πως δεν μπορούσαν να με σταματήσουν. Όρμησα στην πρώτη εγκοπή της πέτρας και ο στρατιώτης πήγε να με χτυπήσει με το κοντάκι του. Έκανα στο πλάι να το αποφύγω και το άρπαξα γερά. Τραβώντας το τουφέκι το πήρα από το χέρι του και χάνοντας ταυτόχρονα την ισορροπία μου έπεσα έξω από τα τείχη. Ακούστηκε ένα βούκινο και όλοι οι λυκάνθρωποι άρχισαν να τρέχουν πίσω προς τους καταπέλτες. Σηκώνοντας το τουφέκι που είχα αρπάξει, άρχισα να υποχωρώ πυροβολώντας προς τις επάλξεις, χωρίς όμως να χτυπώ κανέναν. Όταν έμεινα από σφαίρες γύρισα κι εγώ τροχάδην. Όλοι με επευφημούσαν και με συνέχαιραν για την αντρεία μου, αλλά και για την ευφυΐα μου να χρησιμοποιήσω αποτελεσματικά όπλο του εχθρού. Η μέρα συνεχίστηκε με παρόμοιες τακτικές, σε αρκετές από αυτές κουβάλησα πίσω τραυματισμένους συμπολεμιστές. Κάποια στιγμή ένα χτύπημα από καταπέλτη προκάλεσε φωτιά στο διυλιστήριο και καθίσαμε όλοι να επευφημούμε παρακολουθώντας τις απεγνωσμένες προσπάθειες κατάσβεσης πίσω από τα τείχη. Καθώς άρχισε να σουρουπώνει έφτασαν κι άλλα κάρα που έφεραν κι άλλους άντρες και πυρομαχικά για τους καταπέλτες. Φορτώσαμε στη συνέχεια τους τραυματίες και ανεβήκαμε οι υπόλοιποι οι πρωινοί, όσοι είχαμε απομείνει, για την επιστροφή στη βάση. Είχα καταφέρει να διακριθώ στη μάχη χωρίς ευτυχώς να αφαιρέσω ανθρώπινη ζωή. Ήταν κάτι το οποίο δεν θα μπορούσα να αποφεύγω για πολύ. Ήταν απαραίτητο για τα σχέδια μου να σκοτώσω αναγκαστικά ένα πολύ συγκεκριμένο άτομο. Όταν φτάσαμε στον καταυλισμό επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Όλοι έτρεχαν προς το κατάλυμα του Χάραλντ. Ο Σίγκβατ είχε προκαλέσει τον Μεγάλο Λύκο σε μονομαχία. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 25, 2007 Author Share Posted August 25, 2007 12. Είχε μαζευτεί τεράστιο πλήθος γύρω από την πίστα και κατέφταναν ακόμα περισσότεροι. Επικρατούσε αναβρασμός καθώς οι άντρες των δύο ηγετών είχαν παραταχτεί αντικριστά και ήταν έτοιμοι να αρπαχτούν σε άγριο αιματοκύλισμα. Ο Χάραλντ και ο Σίγκβατ ήταν ήδη πάνω στα δύο άκρα της πίστας και αγνοούσαν επιδεικτικά ο ένας την παρουσία του άλλου. Το Κραλ ήταν καρφωμένο στον κορμό του. Ο Σίγκβατ κοιτούσε νευρικά μια τους άντρες του, μια τους άλλους αρχηγούς που μαζεύονταν στις πρώτες γραμμές. Ο Χάραλντ αγνάντευε τον ορίζοντα, πέρα στους λόφους, εκεί που η γη συναντούσε τον βραδινό ουρανό. Τότε πρόσεξα ένα μικρό τρέμουλο στο αριστερό του χέρι. Είχε λοιπόν και ο Λύκος την ασθένεια; Ήμουν πολύ περίεργος για την έκβαση αυτής της αναπάντεχης εξέλιξης που ίσως να ανακάτωνε τα δικά μου σχέδια. Ο Σίγκβατ ξεκρέμασε δύο τσεκούρια από την ζώνη του και τα σήκωσε επιδεικτικά προς στη λαοθάλασσα. Ξεσηκώθηκαν ζητωκραυγές ανάμικτες με ασθενέστερες αποδοκιμασίες. Οι εκλεκτοί του Χάραλντ ήταν άγρια αλλά περιορισμένη κάστα. Ήταν φανερό πως στον γενικό πληθυσμό των λυκανθρώπων ο ίδιος ο Λύκος δεν ήταν τόσο δημοφιλής. Κυρίως τον φοβούνταν και τώρα χαίρονταν που κάποιος του είχε υψώσει το ανάστημα του. Το είδα στο βλέμμα του Χάραλντ, όπως γύρισε και κοίταξε το πλήθος. Ήταν αναγνώριση. Του τέλους. Δεν του στέρησε όμως ούτε πόντο από την θωριά του. Πανύψηλος και τρομερός πήγε και πήρε το Κραλ στο χέρι του, γύρισε κοίταξε τον Σίγκβατ και βουβάθηκε το σύμπαν. «Σκύλε Σίγκβατ, εδώ είναι το Κραλ. Έλα πάρ’το.» Δεν φώναξε την πρόκληση του, τον άκουσε όμως και ο τελευταίος λυκάνθρωπος στους λόφους. Με έναν εντυπωσιακό βρυχηθμό ο Σίγκβατ όρμησε πάνω στον Χάραλντ και άρχισε η σύγκρουση. Δεν υπήρχαν επευφημίες, παροτρύνσεις ή σχολιασμοί από το κοινό. Παρακολουθούσαν όλοι βουβοί σαν να ήθελαν να κρίνουν τους μαχόμενους και από κάθε κραυγή ή λαχάνιασμα που έβγαζαν. Δεν ήμουν κάποιος ευαίσθητος στη βία, την είχα ασκήσει δυστυχώς κάποτε κι εγώ, εκείνη όμως η μονομαχία με τάραξε με την επιδεξιότητα, τη σφοδρότητα και τη μανία της. Ήμουν μάρτυρας σε είδος μάχης που δεν είχα ξαναδεί. Είχα δει τους λυκάνθρωπους να ορμούν αγριεμένοι σε αμερικανούς στρατιώτες, εκεί όμως ήταν τσεκούρι εναντίον πυροβόλου. Εδώ έβλεπα δύο όμοιους να εφαρμόζουν την μαεστρία τους ο ένας ενάντια στον άλλον. Δεν είχα ούτε την τεχνική ούτε την μυϊκή δύναμη να βγω νικητής σε τέτοια αντιπαράθεση, όχι σαν κοινός θνητός τουλάχιστο. Το χρυσό Κραλ συγκρουόταν ηχηρά με τα δύο μαύρα τσεκούρια, γούνες και μπράτσα είχαν σκιστεί και ματώσει αλλά η ορμή των μονομάχων δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Οι βάρβαρες, χοντρές λεπίδες συνέχισαν να κάνουν ζημιά, ρίχνονταν όμως και κλοτσιές, αγκωνιές, μέχρι και δαγκωνιές. Τα πρόσωπα τους έρεαν τώρα κατακόκκινα. Τίναζαν τα μουσκεμένα τους μαλλιά και ράντιζαν τους θεατές με το αίμα τους. Οι κραυγές τους άρχισαν να γίνονται μουγκρητά και βογκητά χωρίς όμως να λυγίζει κανένας. Και το τέλος ήρθε ξαφνικά και ένδοξα. Πάνω σε μια κίνηση, μια μανούβρα, η πρώτη τσεκουριά πέρασε αναπάντεχα την άμυνα και βρήκε τον Χάραλντ στον αυχένα. Το Κραλ έφυγε από το ξαφνιασμένο χέρι του και αναπήδησε στη πίστα. Ο Λύκος τραντάχτηκε και έπεσε ζαλισμένος στο ένα γόνατο. Χωρίς να χάσει την ευκαιρία ο Σίγκβατ κατέβασε το δεύτερο τσεκούρι στο κεφάλι του αντιπάλου του, χωρίζοντας το μέτωπο του στα δύο. Ο γίγαντας σωριάστηκε με έναν εκκωφαντικό κρότο κάτω. Μια ανάσα, και μετά, ξεσηκώθηκαν οι κραυγές της νίκης. Φώναζαν όμως μόνο οι άντρες του Σίγκβατ. Το υπόλοιπο στρατόπεδο είχε μουδιάσει. Οι εκλεκτοί του Λύκου έβριζαν και απειλούσαν χωρίς να γίνονται ακουστοί. Οι άλλοι αρχηγοί προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τους δικούς τους μην ξεσπάσει μακελειό. Με το Κραλ σηκωμένο στα χέρια του, ο Σίγκβατ έκαμνε τον κύκλο της πίστας για να τον δουν όλοι. Κάποιοι εκλεκτοί έτρεξαν δίπλα στον Χάραλντ, τον σήκωσαν στους ώμους τους και τον πήραν βιαστικά μέσα στο μεγάλο κατάλυμα. Σήκωσαν και τον Σίγκβατ στους ώμους τους οι δικοί του και ξεκίνησαν να τον γυρίσουν σε όλο τον καταυλισμό. Πρόσεξα πολλούς που είχαν αρχίσει να αποχωρούν βουβά και ακολούθησα αυτούς. Διάλεξα έναν ασπρομάλλη που έδειχνε να κουβαλάει πολλούς χειμώνες και κόλλησα δίπλα του για να τον ρωτήσω τι θα επακολουθούσε. Αυτό το βράδυ θα ήταν ένα ξέφρενο πανηγύρι και αύριο, όταν θα ανακοινώνονταν ο θάνατος του Χάραλντ, ο Σίγκβατ θα ανακήρυσσε τον εαυτό του νέο Λύκο. Καθίσαμε μπροστά σε μια υπαίθρια φωτιά μαζί με άλλους. Οι επευφημίες ακούγονταν ξεκάθαρα από την άλλη άκρη του καταυλισμού. Όλοι γύρω μου κοίταζαν πένθιμα τις φλόγες. «Δεν βλέπω να χαίρεσαι γέρο» είπα. «Χαίρεσαι εσύ;» ανταπόδωσε και όλοι γύρισαν το βλέμμα τους πάνω μου. Αναγνώρισα κάποιους από τους συμπολεμιστές μου εκείνης της μέρας. Μάλλον είχε έρθει η στιγμή να παίξω τον ρόλο μου. «Όχι, δεν χαίρομαι» απάντησα, «Αλλά δεν άκουσα κανέναν από εσάς να κραυγάζει για τον αρχηγό του εκεί πίσω.» Κάποιοι κατέβασαν το κεφάλι τους. Συμφωνούσαν μαζί μου. Το ίδιο και ο γερό-λυκος. «Ο Χάραλντ ήταν τύραννος. Έκανε και το λάθος να μας φέρει σε αυτόν τον τόπο. Χρειαζόταν κάποιον να του υπενθυμίσει τα πρώτα, τα καλά τα χρόνια. Ήταν δύσκολα και τότε, αλλά ήμασταν ενωμένοι. Εμείς ενωμένοι κι εκείνος θεός. Έπεσε όμως χαμηλά και είδαμε τα σφάλματα του. Αυτό το τέλος όμως δεν του ταίριαζε. Τώρα μπήκαμε σε έναν νέο χειμώνα. Τώρα που έγινε το κακό δεν θα έχουν τελειωμό τα δεινά μας. Τον Χάραλντ τον φοβούνταν όλοι. Ποιος φοβάται τον Σίγκβατ; Όλοι θα διεκδικούν τώρα το Κραλ και δεν θα έχουμε έναν ηγέτη που να κρατάει πάνω από ένα φεγγάρι. Θα σπάσουμε σε φατρίες, θα πολεμάμε ο ένας τον άλλο, θα φάμε τις ίδιες μας τις σάρκες.» Όλοι όσοι κάθονταν γύρω από την φωτιά, και όσοι άλλοι είχαν μαζευτεί πάνω από τα κεφάλια μας, επιβεβαίωσαν και επικρότησαν τα λόγια του ηλικιωμένου. Δεν ρώτησα τίποτα άλλο. Περίμενα απλώς να ξημερώσει για να αρχίσω να ετοιμάζομαι. Τελικά η νέα τροπή των πραγμάτων μου είχε έρθει γάντι. Τώρα περισσότερο από ποτέ μπορούσα να υλοποιήσω τον στόχο μου, αρκεί να προετοιμαζόμουν σωστά. Στην ζώνη μου είχα ακόμα περασμένο το μαχαίρι που μου είχαν δώσει στην πρωινή μάχη. Ήταν παραπάνω από αρκετό για να γίνω μέχρι αύριο το βράδυ ο νέος Λύκος. Έκανα βόλτες σε όλον τον καταυλισμό για να μπορέσω να ψυχολογήσω όσο μπορούσα την πλειοψηφία. Η κάστα του Χάραλντ είχε απομονωθεί στο νεκροκρέβατο του ηγέτη της. Ο βασικός κορμός των λυκανθρώπων περίμενε βουβά τις εξελίξεις και ήταν μόνο ο στρατός του Σίγκβατ που ξεσήκωνε όλον αυτό τον σαματά. Μασούσαν φύλλα κάνναβης ή τα έβραζαν και έπιναν το ζουμί μαζί με κάποιο απόσταγμα που τους έδινε μια ξέφρενη ζάλη. Οι άντρες των Χάλντορ, Σίμουντ και Θόρβαλντ συμμετείχαν στο πανηγύρι αλλά υπήρχε κάτι άλλο στο βλέμμα τους. Υπήρχε ζήλια. Δεν είχα αμφιβολία πως θα θέλανε την νίκη για τον εαυτό τους. Ο Σίγκβατ είχε τολμήσει πρώτος και δυστυχώς για εκείνους είχε κατακτήσει το ακατόρθωτο, είχε κυριεύσει τον μύθο. Μόλις ξημέρωνε άρχισα να ψάχνω τα υλικά εκείνα που θα μου εξασφάλιζαν την νίκη. Κατευθύνθηκα στην μάντρα με τα λάφυρα όταν έπεσα πάνω σε μια περίεργη σκηνή. Ο γενικός πληθυσμός εκείνων των ανθρώπων φορούσε ρούχα από δέρματα ανθρώπων αλλά και καλύμματα από πλεγμένα χόρτα. Υπήρχαν πολλοί που φορούσαν τομάρια μεταλλαγμένων αρκούδων, από τους νέους κυνηγότοπους που συνάντησαν σε αυτή την ήπειρο. Είδα λοιπόν νεαρό πολεμιστή να φοράει μια υπέροχη κοκκινότριχη στολή, από τέλεια στρωμένη και ραμμένη γούνα μαμούθ. Είχαν μαζευτεί πολλοί γύρω του, κάποιοι τον θαύμαζαν, οι περισσότεροι τον πείραζαν. Άπλωσα το χέρι μου όπως και άλλοι και βύθισα τα δάχτυλα μου σε εκείνο το μαλακό και πυκνό ρούχο. Τον ρώτησα και με έστειλε στον Χάνσεν, έναν βυρσοδέψη δίπλα στα σφαγεία του καταυλισμού. Δέρματα μαμούθ κρέμονταν στη σειρά πάνω σε έναν μακρύ φράχτη. Κάποιες γυναίκες ήταν απασχολημένες να πλένουν τα τομάρια μέσα σε σκαμμένους νερόλακκους ενώ άλλες να τα χτενίζουν ακατάπαυστα με ξύλινες βούρτσες. Ο Χάνσεν μελετούσε τα δέρματα και διάλεγε κάποια από αυτά για τον πάγκο του. Εκεί, αυτός και οι βοηθοί του έκοβαν και έραβαν τα κομμάτια σε ένα ταιριαστό σύνολο. Έπιασα για να ελέγξω την πυκνότητα εκείνης της γούνας και ήξερα πως ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν. «Θέλω μια στολή απ’αυτό» είπα στον Χάνσεν. «Θα πρέπει να περιμένεις. Είναι πολλοί στη σειρά» είπε χαμογελώντας πίσω από την πλούσια του γενειάδα. «Τη θέλω πριν βραδιάσει» είπα με ξεκάθαρη, σταθερή φωνή. Με κοίταξε περίεργα. Για κάποιον που «έντυνε» τους λυκάνθρωπους, σίγουρα θα διέθετε διαφορετικό μάτι. Με μετρούσε και μάλλον δεν του έβγαινα για δικός τους, παρά τα άψογα μου γερμανικά. Δεν το σχολίασε όμως. Στάθηκε μπροστά μου και σταύρωσε τα χέρια του ψηλά στο στήθος. «Και τι έχεις να μου δώσεις για μια τέτοια εξυπηρέτηση; Τι έχεις να ανταλλάξεις που δεν το έχουν άλλοι;» Εδώ λοιπόν ξεκινούσε. Ή τώρα ή ποτέ. «Την εύνοια μου. Δεν πρόκειται να αφήσω το Κραλ στα χέρια του άτιμου Σίγκβατ. Στο όνομα του Χάραλντ, απόψε θα διεκδικήσω την ηγεσία των λύκων. Και θέλω αυτή τη στολή» είπα δείχνοντας την γούνα στον πάγκο. Με άκουσαν όλοι όσοι ήταν εκεί και δεν γέλασε κανένας. Έμειναν να με κοιτούν βουβαμένοι, σαν να αναρωτιόντουσαν αν ήμουν τρελός. Εκείνη την στιγμή άρχισαν να καταφθάνουν κραυγές από το κεντρικό στρατόπεδο. Ο Χάραλντ ήταν νεκρός. «Αυτή είναι η ευκαιρία μας άνθρωπε. Δεν θέλεις καθυστερείς άλλο» συμπλήρωσα. «Θα έφτιαχνα τομάρι για τρελό που πάει να χάσει το τομάρι του; Είσαι τρελός» είπε στο τέλος ο Χάνσεν και ήξερα από τον τόνο της φωνής του πως είχε δεχτεί την προσφορά μου. Το μόνο που μου απόμεινε τώρα ήταν να βρω αυτό που έψαχνα μέσα στο πλιάτσικο της φυλής. Μετά, ήταν θέμα πόσο σύντομα θα ανέβαινε ξανά στη πίστα ο Σίγκβατ για να ανακηρυχθεί ηγέτης. Από την στιγμή που έκανα τις προθέσεις μου φανερές σε μια ομάδα ανθρώπων, απέκτησα μπουλούκι που με ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινα. Αυτό δεν με ενοχλούσε καθώς αμφέβαλα αν θα καταλάβαιναν τίποτα από τις πράξεις μου. Εκείνο που με εξέπληξε ήταν η εχεμύθεια των ακολούθων μου. Κανείς δεν είχε σκοπό να διαδώσει τις προθέσεις μου στον υπόλοιπο καταυλισμό, σαν να ήταν το δικό μας, κοινό μυστικό. Κάποια στιγμή γύρισα και τους κοίταξα. Γιατί όχι; Θα τους βάφτιζα «πρώτους» και θα ήταν οι πρώτοι μου στρατιώτες. Οι οιωνοί έδειχναν να είναι με το μέρος μου. Η φωτιά βάφτιζε τις δραματικές καταστάσεις και όπως σουρούπωσε, άναψαν πάλι οι πυρσοί και φώτισαν ξανά την πίστα της ηγεσίας. Ήχησε και το βούκινο καλώντας τον λαό στη γιορτή. Το αίμα του Χάραλντ πάνω στο ξύλο ήταν ακόμα εκεί, γυάλιζε πηχτό και υγρό. Έφτασα στη σύναξη φορώντας την καινούργια μου γούνα. Συμπεριλάμβανε μπότες, παντελόνι, μακρυμάνικο πανωφόρι, κάπα και έναν σκούφο. Έδειχνα διπλάσιος σε μέγεθος και πρέπει να παραδεχτώ εκτός τόπου και φυλής. Παρά τις δραματικές καταστάσεις που όριζαν την ώρα, τράβηξα πολλά έκπληκτα βλέμματα και μερικά κοροϊδευτικά σχόλια. Αυτό που παραξένεψε όμως περισσότερο τον κόσμο ήταν ο αριθμός των αντρών που με ακολουθούσαν. Ανάμεσα τους ήταν και ο Χάνσεν. Ο Σίγκβατ ανέβηκε στην πίστα κρατώντας το Κραλ. Το σήκωσε για να το δουν όλοι και οι άντρες του ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. «Ο Χάραλντ είναι νεκρός!» φώναξε, «Μια νέα αυγή έρχεται για τους λύκους! Εγώ ο Σίγκβατ είμαι ο Νέος Λύκος! Με αμφισβητεί κανείς;!» Έπεσε απόλυτη σιγή. Οι άντρες του Σίγκβατ κοίταξαν προς τους υπόλοιπους λυκάνθρωπους με απειλητικές διαθέσεις. Η τελετή φαινόταν να βαδίζει ταχύτατα και δεν έπρεπε να καθυστερώ άλλο. Έτρεξα στα πλαϊνά σκαλοπάτια και τα δρασκέλισα βιαστικά για να βρεθώ απέναντι από τον έκπληκτο αντίπαλο μου. «Ποιος είσαι εσύ;» γρύλισε εξοργισμένος. Είχα υπάρξει ηγέτης χειρότερων δαιμόνων, πάνω σε εκείνη την πίστα όμως, με τα χιλιάδες πρόσωπα από κάτω να με κοιτούν, ένιωσα ένα αναπάντεχο τρακ. Σαν πρωτόβγαλτος ηθοποιός. Είχα προβάρει λόγια που έπρεπε να παραδώσω. «Στο όνομα του Χάραλντ, διεκδικώ το Κραλ!» ούρλιαξα. «Δεν σεβάστηκες την φιλοξενία του Μεγάλου Λύκου ούτε μια μέρα προδότη! Δεν σου αξίζει ούτε μία μέρα να είσαι Λύκος! Σκύλος ήσουν σκύλος θα μείνεις!» συμπλήρωσα ευχόμενος να ήξεραν ή να θυμόντουσαν τους σκύλους. Επικράτησε μια περίεργη αμηχανία. Η πρόκληση μου δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Οι μισοί με κοίταζαν μην μπορώντας να πιστέψουν τα αφτιά τους, οι άλλοι μισοί περίμεναν βουβοί τις εξελίξεις. Τράβηξα το μαχαίρι μου και άρχισα να φωνάζω προς το κοινό. «Χάραλντ! Χάραλντ!» Αυτό τους ξύπνησε. Όλοι εκείνοι που χθες είχαν αφήσει τον Λύκο ξεκρέμαστο, άρχισαν τώρα να φωνάζουν για εκείνον. «Χάραλντ! Χάραλντ! Χάραλντ!» Πρόσεξα πως η εκλεκτή κάστα του Χάραλντ φώναζε επίσης. Τους είχα με το μέρος μου. Ο μισός μου θρίαμβος ήταν ολοκληρωμένος. Ο Σίγκβατ σήκωσε το Κραλ, ξεκρέμασε από την ζώνη του και ένα δεύτερο τσεκούρι. «Έλα λοιπόν να το πάρεις σκουλήκι» γρύλισε εναντίον μου. Οι άντρες του άρχισαν να ουρλιάζουν απειλές εναντίον μου και ήταν τέτοια πλέον η φασαρία που δεν ξεχώριζα ούτε λέξη. Έκανα ένα βήμα πίσω, άπλωσα το ελεύθερο μου χέρι και άρπαξα έναν από τους πυρσούς στην γωνία της πίστας. Τον κατέβασα και ακούμπησα την φλόγα του στο μπατζάκι μου. Όλη μου η στολή ήταν μουλιασμένη στο καύσιμο που χρησιμοποιούσε η αυτοκρατορία στις γεννήτριες της. Οι λυκάνθρωποι είχαν ευτυχώς αρκετά μπιντόνια στην κατοχή τους. Άρπαξα αμέσως φωτιά, από τις μπότες μέχρι τον σκούφο. Οι κραυγές του κοινού κόπηκαν μαχαίρι και στις φλόγες και την καπνιά έχασα την οπτική μου. Κράτησα όμως την τελευταία εικόνα του Σίγκβατ στον νου μου πριν ριχτώ πάνω του ουρλιάζοντας. Η κίνηση μου καθάρισε για λίγο το οπτικό μου πεδίο και είδα τον αντίπαλο να οπισθοχωρεί πανικόβλητο κατεβάζοντας τα τσεκούρια του εναντίον μου. Οι λεπίδες βρήκαν μόνο αέρα, εκείνος έχασε τον βηματισμό του και έπεσε κάτω φαρδύς πλατύς με την ράχη. Ρίχτηκα αμέσως από πάνω και τον κάρφωσα στο στήθος, στοχεύοντας την καρδιά του. Σηκώθηκα πάλι όρθιος, ακόμα φλεγόμενος, με το Κραλ στο χέρι μου. Ο Σίγκβατ άφηνε τον επιθανάτιο του ρόγχο με το μαχαίρι μου ακόμα καρφωμένο στο στήθος του. Κάπνιζε ολόκληρος, καψαλισμένος, αφήνοντας μια πικρή μυρωδιά καμένου αίματος. Κανείς δεν τολμούσε να ανεβεί πάνω στην πίστα, ούτε οι άντρες του για να σταθούν στο πλευρό του. Σήκωσα το χρυσό τσεκούρι και φώναξα. «Στο όνομα του Χάραλντ και τον νόμο του Λύκου, διεκδικώ αυτή την ηγεσία!» Ο Θόρβαλντ, ένας από τους άλλους αρχηγούς, πετάχτηκε μέσα από το πλήθος και εκσφενδόνισε ένα ακόντιο εναντίον μου. Εκείνο αναπήδησε αναποτελεσματικά στο στέρνο μου. Άπλωσα το χέρι μου προς έναν από τους «πρώτους» που ήταν μαζεμένοι μπροστά στην πίστα και όπως είχαμε συνεννοηθεί, μου πέταξα ένα περίστροφο. Το έπιασα στον αέρα και γυρνώντας προς τον Θόρβαλντ τον ξάπλωσα νεκρό με μια βολή. Επίσης, όπως τους είχα ορμηνέψει, οι Πρώτοι έτρεξαν πάνω στην πίστα και με πλαισίωσαν κρατώντας τουφέκια. Μία ώρα σε ένα ξέφωτο έξω από τον καταυλισμό ήταν αρκετή για να τους δείξω τα πιο βασικά στο τράβηγμα της σκανδάλης. Άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα ξαφνιάζοντας κι άλλο τους λυκάνθρωπους. Η φωτιά πάνω μου είχε κατακάψει όλη μου την γούνα. Εκτός από κάποια μπαλώματα που φλέγονταν ακόμα, ήμουν πλέον καλυμμένος με μια τέφρα που κοκκίνιζε και αναβόσβηνε στο ελαφρό αεράκι. Είχα μαυρίσει από την κάπνα αλλά δεν είχα ίχνος από έγκαυμα πάνω μου. Έδειχνα τρομερός και υπερφυσικός εκείνη την στιγμή. «Ποιος είναι μαζί μου;!!» φώναξα και άρχισε να επευφημεί όλη η σιωπηλή πλειοψηφία. Οι άλλοι αρχηγοί κράτησαν το στόμα τους κλειστό, είδα την ήττα στο βλέμμα τους. «Ποιος είναι μαζί μου;!!» ξαναφώναξα κορώνοντας την μανία των λύκων. Το είχα κατορθώσει. Ήμουν ηγέτης. «Ωραία!» συνέχισα, «Ας πάρουμε λοιπόν αυτή τη καταραμένη πόλη και ας φύγουμε απ’εδώ!!!» Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 11, 2007 Author Share Posted September 11, 2007 13. Την αυγή της τρίτης μέρας της ηγεσίας μου ξεκίνησε η επίθεση στην ανατολική πύλη του Σεντ Λούις. Ο λόγος μου ήταν νόμος και θεϊκή εντολή για χιλιάδες. Τρεις καταπέλτες βγήκαν στα φανερά και άρχισαν να βάλλουν κατά της πύλης και του τείχους γύρω από αυτήν. Θα εστιάζαμε όλη μας τη δύναμη σε ένα συγκεκριμένο σημείο μέχρι να ανοίγαμε μια έστω ελάχιστη δίοδο. Δεν χρειαζόμασταν τίποτα άλλο. Ξεκινήσαμε ήπια για να μην αφυπνίσουμε την προσοχή των υπερασπιστών. Έπρεπε να δείχνει μία από τις πολλές άσκοπες επιδείξεις βίας που συνήθιζαν οι λύκοι μέχρι τότε. Περισσότεροι καταπέλτες άρχιζαν να ξεπροβάλλουν στην διάρκεια της ημέρας και δύο πύργοι, στον οποίο δεύτερο ήμασταν εγώ και η ομάδα μου, οπλισμένοι με πυροβόλα όπλα. Δεν είχαμε σκοπό να τα χρησιμοποιήσουμε παρά μόνο αφού πέφταμε πάνω στις επάλξεις. Από τον πύργο συντόνιζα και την όλη επιχείρηση. Πίσω από τις γραμμές των δέντρων που έκρυβαν τον περισσότερο ορίζοντα στους πολιορκημένους, ανέμεναν οι λύκοι, όλοι οι λύκοι, για το καθοριστικό σύνθημα της τελικής επίθεσης. Τα πρώτα βλήματα έκαναν αρκετές ζημιές στα τείχη, η πύλη όμως συνέχισε να κρατεί καλά. Μόλις ένιωσα τον άνεμο να μας ευνοεί, έδωσα πρώτα την διαταγή να εφορμήσει ο πολιορκητικός κριός. Η κατασκευή ήταν εξοπλισμένη με στέγη που είχε επενδυθεί με πόρτες και καπό αυτοκινήτων. Με δεύτερη εντολή μου οι καταπέλτες άρχισαν να εκτοξεύουν φλεγόμενα λάστιχα αυτοκινήτων πίσω από τα τείχη. Και όπως το φαντάστηκα, μαύρος καπνός έπνιξε τις επάλξεις πάνω και γύρω από τον στόχο μας. Ο κριός είχε φτάσει ήδη εκεί και υπό την πρόσθετη προστασία της θωρακισμένης στέγης οι χειριστές του άρχισαν να προσκολλούν στο ξύλο όλο το εμπρηστικό μας υλικό. Εντωμεταξύ οι πύργοι, δεχόμενοι καταιγισμό από σφαίρες, σπρώχνονταν όλο και κοντύτερα στα τείχη. Ούρλιαζα μέσα στην φασαρία στους δικούς μου να δείξουν θάρρος για να τους αποτρέψω τον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν τα τουφέκια τους νωρίτερα. Η επί του εδάφους φρουρά μας κάλυπτε όσο καλύτερα μπορούσε με δόρατα και βέλη. Η πύλη είχε ήδη αρπάξει φωτιά και ο κριός την σφυροκοπούσε ανελέητα. Από όσο μπορούσα να διακρίνω μέσα από τους καπνούς, οι αμερικάνοι δεν είχαν αντιληφθεί ακόμα την σοβαρότητα της επίθεσης. Από τα άλλα σημεία του τείχους που παρέμεναν ήσυχα, αυτό θα πρέπει να φάνταζε σαν ένα μικρό, ασήμαντο επεισόδιο. Μόλις οι βάσεις των πύργων συνάντησαν το τείχος, ξέραμε πως η αναμονή είχε τελειώσει και ήταν η ώρα της αλήθειας. Οι περισσότεροι της φρουράς μου ήταν συμπολεμιστές που είχα βοηθήσει στην επίθεση στο φυλάκιο πέντε μόλις μέρες πριν. Τώρα θα διαπίστωνα αν η υπακοή στον ηγέτη τους εφαρμοζόταν και με την απαιτούμενη πειθαρχία που χρειαζόταν για να πετύχω αυτό που ήθελα. «Να θυμάστε όσα σας είπα!» φώναξα και οι γέφυρες έπεσαν πάνω στις επάλξεις. Ορμήσαμε μέσα στον καπνό πυροβολώντας όποιον μας αντιστεκόταν. Ήμουν σίγουρος πως δεν θα μπορούσε να με αναγνωρίσει κανείς μέσα στα μαύρα μου τομάρια. Ακόμα κι αν έβγαζα τον μαλλιαρό μου σκούφο, από σκαλπ μεταλλαγμένης αρκούδας, πάλι δεν θα ήξεραν ποιος ήμουν. Η μονομαχία μου για την αρχηγεία με είχε αφήσει χωρίς ούτε ένα έγκαυμα αλλά και άτριχο, το κεφάλι μου ήταν τελείως φαλακρό από μαλλί και φρύδια. Αντί για τατουάζ, που δεν θα έπιανε ποτέ, είχα έναν από τους καλλιτέχνες να ζωγραφίσει με σκέτο χρώμα τα τρομακτικά σχέδια που κάλυπταν τώρα το πρόσωπο μου. Οι λύκοι από τον πρώτο πύργο μας άνοιξαν τον δρόμο με τσεκούρια και ρόπαλα και πριν καλά το καταλάβουμε βρεθήκαμε αναπάντεχα στην εσωτερική πλευρά της πύλης. Αυτή η νέα εξέλιξη πανικόβαλλε τους αμερικάνους που ομολογώ πολέμησαν με περισσή γενναιότητα, μέχρι τον τελευταίο, στην υπεράσπιση εκείνου του σημείου. Δεν το αναλογίστηκα πάνω στην έξαψη της μάχης παρά πολύ αργότερα, όταν είχαν τελειώσει όλα, αλλά αφαίρεσα ζωές καθώς εκείνη την στιγμή ανησυχούσα για την ασφάλεια και την νίκη των λυκανθρώπων μου. Ήμουν ένας άνθρωπος που έπαιζε σκάκι ενάντια στον εαυτό του, αποζητώντας μια έκβαση που θα ήταν για το γενικότερο καλό όλων. Δεν θα χυνόταν παραπάνω αίμα από όσο ήταν να χυθεί με ή χωρίς την συμβολή μου, αυτή όμως η εσπευσμένη σύγκρουση θα έφερνε ένα τέλος που θα έσωζε πολύ περισσότερες ζωές. Αυτή τουλάχιστον ήταν η πρόθεση μου. Όπου να’ναι θα ξεκινούσε ένας μαζικός συναγερμός και δεν είχα καιρό για να μετριάσω την βία ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Κόψαμε τις μπάρες από μέσα και η φλεγόμενη πύλη άνοιξε και κατέρρευσε πάνω στους τεράστιους μεντεσέδες της. Εκτόξευσα προς τον ουρανό μία από τις σαΐτες που χρησιμοποιούσαν οι υπερασπιστές κατά των πολιορκητικών πύργων. Ήταν το σινιάλο που περίμεναν οι δικοί μας πίσω από τα δέντρα. Λυπήθηκα που δεν ήμουν πάνω στις επάλξεις για να δω εκείνο το μοναδικό όπως το φανταζόμουν θέαμα, άκουσα όμως τον βρυχηθμό. Σαν να βγήκε από τα σαγόνια ενός, μοναδικού, γιγάντιου τέρατος, η κραυγή των χιλιάδων λύκων αντήχησε όπως ξεχύθηκαν ασταμάτητοι πλέον προς την ανατολική είσοδο. Οι σειρήνες άρχισαν να ηχούν εκείνη τη στιγμή πάνω από την πόλη αλλά μέχρι να συντονισθεί η εσωτερική άμυνα, ήξερα πως θα ήταν πλέον αργά, ο Λύκος θα ήταν ήδη μέσα στο Σεντ Λούις. Ευχήθηκα μόνο ο Ίλαϊ και οι Σαβάνοι άντρες να μην αργούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη από την δυτική πύλη. Είχαν λάβει όλοι από χθες τις οδηγίες τους. Δεν είχα καιρό να περιμένω εκεί. Έκανα νόημα στην φρουρά μου και πήραμε έναν κεντρικό δρόμο, τριάντα από μας με τα τουφέκια, και μια εμπροσθοφυλακή των είκοσι με τσεκούρια και μαχαίρια. Υπήρχε αρκετός άοπλος κόσμος στους δρόμους που μόλις μας έβλεπαν έτρεχαν πανικόβλητοι να φύγουν. Οι άντρες μου τους αγνόησαν υπάκουα, υπήρξαν όμως συμπλοκές με μεμονωμένους στρατιώτες που ξεφύτρωναν από πόρτες και σοκάκια. Βρήκαμε γρήγορα αυτό που έψαχνα. Μια είσοδο που οδηγούσε στον υπόγειο σιδηρόδρομο. Όσο και να ακούγεται παράδοξο, θα χρησιμοποιούσαμε το μετρό. Έδειξα τον δρόμο στους δικούς μου και όρμησα κάτω πρώτος. Όπως ήλπιζα, παρά τον συναγερμό, οι συρμοί ήταν ακόμα σε λειτουργία. Ήταν ο γρηγορότερος τρόπος να μετακινούν στρατιώτες στην πόλη και δεν θα μάντευαν ποτέ πως θα το εκμεταλλεύονταν οι λύκοι. Πέσαμε πάνω σε δύο διμοιρίες που έβγαιναν εκείνη την στιγμή από ένα τρένο. Η μάχη που ξέσπασε στις αποβάθρες ήταν λυσσαλέα και εδώ οι λύκοι υστερούσαν αρκετά. Είχαν σκιαχτεί ήδη από την υπόγεια τοποθεσία και τους ήχους που έβγαζε ο χώρος και τα τρένα. Και ενώ κρατούσαν πυροβόλα όπλα, ορμούσαν στους στρατιώτες χρησιμοποιώντας τα τουφέκια σαν ρόπαλα. Η έκπληξη και ο φόβος των αμερικάνων στη θέα των λυκανθρώπων ήταν ένα από τα δικά μας πλεονεκτήματα. Και το γεγονός πως ήμουν άτρωτος φυσικά. Κατάφερα από μόνος μου, ασταμάτητος, να εξουδετερώσω τους περισσότερους στρατιώτες σώζοντας όσους περισσότερους από τους άντρες μου μπορούσα . Η απώλειες μας όμως ήταν τραγικές. Όταν τελείωσε η σύγκρουση είχαμε μείνει είκοσι. Ο οδηγός ενός συρμού πιάστηκε ζωντανός και εξαναγκάστηκε εύκολα να μας μεταφέρει στον πέραν του τερματικού σταθμό, εκεί που θα κρίνονταν όλη μου η προσπάθεια. Έβαλα όλον μου τον θεατρινισμό να εμψυχώσω τους άντρες μου για την μάχη που μας περίμενε στο τέλος της γραμμής. Ήταν σχεδόν αστείο να βλέπεις αυτούς τους άγριους πολεμιστές να κοιτούν γύρω τους σαν χαμένοι, ίσως και τρομοκρατημένοι, σίγουροι πως είχαν καταλήξει στο στομάχι ενός τερατώδους φιδιού. Μόλις μπήκαμε στο τελευταίο τούνελ ανοίξαμε τις πόρτες πριν φτάσουμε στην αποβάθρα. Όλη η θωρακισμένη φρουρά ήταν εκεί, κανείς τους όμως δεν περίμενε αυτό που όρμησε πάνω τους από το τρένο. Ανταποκριθήκαμε σε αυτή τη μάχη πολύ καλύτερα από την προηγούμενη. Τους εξουδετερώσαμε όλους χωρίς να σκοτωθεί κανένας μας. Η δίνη της μάχης, η οσμή του αίματος, η νίκη, επανέφερε ένα νέο θάρρος στους δικούς μου. Τους υπενθύμισα πως δεν σκοτώνουμε αμάχους γιατί αυτό απαιτεί το ξόρκι του τόπου, για νίκη και δόξα, και εξορμήσαμε στις κουζίνες. Οι μάγειροι και το υπόλοιπο προσωπικό παραδόθηκαν αμέσως, πολλοί έπεσαν στα γόνατα εκλιπαρώντας για την ζωή τους. Υπήρξε και μία αναπάντεχη έκπληξη. Ο Γιατρός και ο Μαρκήσιος βρίσκονταν εκείνη την στιγμή στις κουζίνες. «Αυτούς τους δύο!» φώναξα, «Πιάστε τους!» Ο Μαρκήσιος έκανε το σφάλμα να αρπάξει ένα κουζινομάχαιρο και να ριχτεί στον πλησιέστερο λύκο. Παρά τις ενστάσεις μου, δικαιολογημένα ίσως, ο δικός μου έσφαξε τον Μαρκήσιο σβέλτα και με περισσή ικανοποίηση. Ο Γιατρός όμως, φέρθηκε σοφότερα και βρέθηκε να είναι ο πρώτος και πιο σημαντικός μου αιχμάλωτος. Στην συνέχεια έπρεπε να πραγματοποιήσω το πιο ευαίσθητο και παρακινδυνευμένο κομμάτι του σχεδίου μου. Μπήκα πρώτος στο δωμάτιο της Σάρας. Φυσικά δεν με αναγνώρισε και έβαλε τις φωνές. Είχε ακούσει τις σειρήνες και είχε μαντέψει τι σήμαιναν. Αντίκριζε τώρα μπροστά της έναν από τους φονιάδες της μητέρας της. Άρπαξε ένα μαχαίρι από το τραπέζι της και σήκωσε τον Αρθούρο στην αγκαλιά της έτοιμη να κόψει τον λαιμό του παιδιού παρά να το παραδώσει στα τέρατα. «Σάρα! Στάσου! Εγώ είμαι!» της φώναξα. Με κοίταξε έκπληκτη και μούδιασε. Με είχε καταλάβει ευτυχώς. Δεν είχα όμως χρόνο να της εξηγήσω ή να διαπραγματευτώ μαζί της. Όρμησα και της πήρα το μαχαίρι και το παιδί. Αμέσως μπήκαν μέσα οι άντρες μου και έπεσαν πάνω της όπως τους είχα ορμηνέψει. Εκείνη αντιστάθηκε λυσσαλέα αλλά ήταν προσεκτικοί να μην την πληγώσουν. Την έριξαν στο κρεβάτι και της έδεσαν τα χέρια. «Τι έκανες Άφθαρτε;! Τι γυρεύεις με αυτά τα τέρατα;! Τρελάθηκες;!» ούρλιαζε χωρίς να λαβαίνει απάντηση. Άκουσα κραυγές από τα άλλα δωμάτια και έτρεξα να αποτρέψω κι εκεί κάποιο κακό. Μέσα σε λίγα λεπτά είχαμε ελευθερώσει όλες τις Σαβάνες μαζί με τα παιδιά τους. Αρκετά σοκαρισμένες στο να βρεθούν σε κλοιό λύκων, δέχτηκαν αυτό το περίεργο κομμάτι της ελευθερίας τους χάρη στην δική μου κυρίως καθησυχαστική παρουσία. Η Σάρα με αποκάλεσε αρκετές φορές «Προδότη» πριν καταρρεύσει σε μια βουβή αφασία που με ανησύχησε πολύ. Εντωμεταξύ οι άντρες μου έδειχναν έκπληκτοι από την χλιδή που επικρατούσε γύρω τους. Τα χαλιά, τα μεταξωτά σεντόνια, οι πορφυρές κουρτίνες, οι ζωγραφιστές πορσελάνες και τα λαμπρά ασημικά έμοιαζαν να ανοίγουν έναν νέο κόσμο στα μάτια τους. Τους επέτρεψα να γεμίσουν τις τσέπες τους με ό,τι μπορούσαν, τους εξήγησα όμως πως σύντομα όλα αυτά θα ήταν δικά τους. Βγήκαμε από το ξενοδοχείο από την είσοδο εδάφους μαχόμενοι ενάντια σε άλλη μια φρουρά, με τις γυναίκες καλά προστατευμένες πίσω μας. Παρ’όλα αυτά, αν και σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, πολλές από αυτές άρπαξαν τουφέκια από σκοτωμένους στρατιώτες και συμμετείχαν ενεργά στις συγκρούσεις σαν αληθινές αμαζόνες. Ήμουν σίγουρος πως ο αυτοκράτορας θα έστελνε κι άλλους για να διαφυλάξουν τις πολύτιμες του Σαβάνες, γι αυτό και έπρεπε να βιαστούμε να απομακρυνθούμε από εκεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Πήραμε τους δρόμους προς την δυτική πύλη, μια αρκετά μεγάλη απόσταση δεδομένου πως δεν βλέπαμε κάποιο όχημα γύρω μας. Σύντομα αντιλήφθηκα πως ούτε κάποιο μεταφορικό μέσο δεν θα βοηθούσε. Ήταν νωρίς το απόγευμα, ο απόηχος του πολέμου βρυχιόταν πάνω από τις στέγες και μπορούσε ο καθένας να δει πως η ανατολική πλευρά της πόλης είχε παραδοθεί στις φλόγες. Οι δρόμοι που διασχίζαμε είχαν καλυφθεί από πανικόβλητους κατοίκους που έτρεχαν να βρουν καταφύγιο ή έξοδο προς τις άλλες πύλες. Κανείς δεν μας πρόσεχε, μοιάζαμε να ήμαστε ίδια περίπτωση με όλους. Σχεδόν κανένας τους δεν είχε δει από κοντά τον εχθρό για να ξέρουν με τι έμοιαζε. Αυτή η πανικόβλητη λαοθάλασσα μας πρόσφερε αναπάντεχη κάλυψη αλλά ταυτόχρονα μας μείωνε αισθητά και τον χρόνο διαφυγής. Στην δυτική πύλη τα πράγματα δεν ήταν καθόλου όπως έλπιζα. Ο αυτοκράτορας είχε διατάξει να μην επιτραπεί η έξοδος από τα τείχη σε κανέναν. Ήθελε τον πληθυσμό της πόλης διαθέσιμο και μάχιμο εντός. Η φρουρά της πύλης αντιμετώπιζε σφοδρή εξέγερση και συγκρούονταν αιματηρά με τους ίδιους τους πολίτες. Εγκλωβισμένοι και αμέτοχοι στην μια άκρη ήταν το καραβάνι των Σαβάνων που παρακολουθούσαν μην ξέροντας τι να κάνουν. Η άφιξη μας έφερε μια νέα μετατροπή στην ισορροπία των δυνάμεων. Έδωσα δύο διαταγές για επίθεση. Η πρώτη έστειλε τους λιγοστούς μου λύκους πάνω στην φρουρά της πύλης. Η δεύτερη αφύπνισε την μαχητικότητα των Σαβάνων που σχεδόν κόντευαν να ξεχάσουν πως υπήρξαν πολεμιστές. Οι πολίτες, ενθαρρυμένοι από την διπλή υποστήριξη, προστέθηκαν στον αριθμό μας. Ευτυχώς οι στρατιώτες παραδόθηκαν αμέσως και το συμβάν έληξε χωρίς άσκοπους σκοτωμούς. Ο Ίλαϊ και οι Σαβάνοι έμειναν έκπληκτοι με το παρουσιαστικό μου αλλά δεν ασχολήθηκαν μαζί μου για πολύ. Η επανασύνδεση με τις συζύγους τους ήταν ενθουσιώδης και συγκινητική. Έδωσα αμέσως την κραυγή για την έξοδο. Τα πράγματα εξελίσσονταν ραγδαία και δεν είχαμε καιρό για χάσιμο. Μέχρι να σχεδιάσουμε τα περαιτέρω έπρεπε να στρατοπεδεύσουμε κάπου με ασφάλεια, όσο πιο μακριά γινόταν από την πόλη. Πρώτοι βαδίσαμε εγώ με τους λυκάνθρωπους, ακολούθησαν οι Σαβάνοι, όλοι οι Σαβάνοι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, και προς έκπληξη μας, οι φυγάδες πολίτες του Σεντ Λούις κόλλησαν στο κατόπι μας. Περίμενα να σκορπίσουν στους πέντε ανέμους ή να διαχωρίσουν την διαδρομή τους από την δική μας, άνθρωποι όμως σε ανάγκη μιας καθοδήγησης, μπήκαν έτσι κάτω από την ηγεσία μου χωρίς να τους το ζητήσω. Και είμαι σίγουρος πως δεν είχαν ιδέα ποιος ήμουν. Είχε αρχίσει πλέον να σκοτεινιάζει και η θέα της πόλης είχε χαθεί από πίσω μας όταν διαλέξαμε ένα ξέφωτο για να στήσουμε σκηνές. Όρισα φρουρές Σαβάνων στην περίμετρο και ετοιμαστήκαμε να περάσουμε μια δύσκολη νύχτα. Οι περισσότεροι το είχαν βάλει στα πόδια χωρίς να πάρουν μαζί τους καμία προμήθεια. Θα έπρεπε να μοιράσουμε ό,τι είχαμε μέχρι την λύση της κατάστασης. Πολύς κόσμος ήταν τρομαγμένος και κυκλοφορούσα ανάμεσα τους καθησυχάζοντας τους. Η πόλη δεν ήταν ορατή, ακούγαμε όμως τους ήχους της μάχης, συνεχιζόμενους πυροβολισμούς και εκρήξεις. Πίσω από τη γραμμή του ορίζοντα η νύχτα φεγγοβολούσε από τις φωτιές που έκαιγαν μέσα από τα τείχη. Πήγα να ελέγξω ξανά τις γυναίκες. Ήταν όλες καλά, είχαν μαζί τους και τον Αρθούρο που επιτέλους είχε ηρεμίσει από το κλάμα που είχε ρίξει όλη μέρα. Κάποιες φρόντιζαν και την Σάρα που παρέμενε μουδιασμένη και αμίλητη. Της απευθύνθηκα αλλά αρνήθηκε και να με κοιτάξει. Δεν ένιωσα και τόσο άσχημα. Έβλεπα τους άλλους και δεν πίστευα πως τα είχα καταφέρει. Είχα όμως αρκετό δρόμο για να το τελειώσω όλο αυτό. Τα χαράματα έφτασαν στον καταυλισμό ο Τζακ και κάποιοι από τους πιστούς, είχαν μαντέψει σωστά που θα μας έβρισκαν. Ήταν όλοι τους αναστατωμένοι γι αυτό που είχαν αφήσει πίσω τους. Οι μάχες διεξάγονταν δρόμο-δρόμο, σπίτι-σπίτι, οι απώλειες ήταν μεγάλες, και η πόλη γκρεμίζονταν κομμάτι-κομμάτι. «Κάνε κάτι. Αν μπορείς κάνε κάτι» είπε ο Τζακ απελπισμένα. «Φίλοι μου» τους είπα, «μην ανησυχείτε. Δεν θα εγκαταλείψω κανέναν σας. Θα πάμε τώρα πίσω και θα σταματήσουμε τον πόλεμο. Είναι ώρα για ειρήνη.» Αφήσαμε τους Σαβάνους και τους πρόσφυγες εκεί, λύκοι και πιστοί μαζί πήραμε τον δρόμο του γυρισμού, πίσω στο Σεντ Λούις. Με τους λυκάνθρωπους το ζήτημα ήταν εύκολο. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν να εμφανιστώ μπροστά τους, να υψώσω το Κραλ και να ανακοινώσω το τέλος των εχθροπραξιών. Θα σταματούσαν να σκοτώνουν πολίτες ή όσους παραδίδονταν και δεν θα πυρπολούσαν άλλα κτίρια. Έπρεπε όμως να συνεχίσουν να είναι ετοιμοπόλεμοι γιατί ο εχθρός δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ήξερα πως με τους αμερικάνους το ζήτημα ήταν πιο πολύπλοκο. Έπρεπε να πειστούν να παραδοθούν άνευ όρων αλλά και με διαβεβαίωση της ασφάλειας τους. Έστειλα τον Τζακ και όσους πιστούς είχαν διοικητικές θέσεις να μαζέψουν όσους στρατιώτες μπορούσαν, στρατιώτες που θα παρέβαιναν τις εντολές του αυτοκράτορα και που θα μας βοηθούσαν να αφοπλιστεί η πόλη. Και οι σποραδικές μάχες συνεχίστηκαν μανιωδώς καθώς οι εμπόλεμοι στρατιώτες δεν έλεγαν να το βάλουν κάτω. Συνέχιζαν να χρησιμοποιούν το μετρό και τους υπονόμους για να μας πλήττουν σε κάθε ευκαιρία. Με την βοήθεια κάποιων πιστών κάναμε έφοδο σε έναν κομβικό υπόγειο σταθμό και από εκεί αχρηστεύσαμε ένα μεγάλο τμήμα του δικτύου διακόπτοντας την τροφοδοσία. Θα χρειαζόταν να το επαναλάβουμε σε άλλα δύο σημεία για να κερδίσουμε πλήρη έλεγχο των υπόγειων συγκοινωνιών. Μας πήρε δύο μέρες αντιμέτωπους με πεισματική αντίσταση που στοίχισε απώλειες σε όλες τις πλευρές μέχρι να το πετύχουμε. Την τρίτη μέρα είχαμε όλη την πόλη δική μας, στρατό και πολίτες παραδομένους, με μόνο σημείο αντίστασης το παλάτι με την ιδιωτική φρουρά και τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Περικυκλώσαμε το παλάτι σε απόσταση ασφαλείας και στήσαμε φράχτες και οδοφράγματα. Υπήρχαν τέσσερις υπόγειες διαβάσεις που το συνέδεαν με τον έξω κόσμο, τις κλείσαμε και αυτές. Προχώρησα άοπλος ως τα σκαλοπάτια του καθεδρικού ναού ενώ δέχτηκα αρκετές βολές από τα τουφέκια τους. Ύψωσα την φωνή μου ελπίζοντας σε ένα τέλος σε αυτή την παράσταση. «Είμαι ο Άφθαρτος! Είμαι ο ηγέτης των Σαβάνων! Επικεφαλής Λύκος των λυκανθρώπων! Προσφέρω τέλος στην διαμάχη και ειρήνη! Η αντίσταση σας είναι μάταιη! Η πόλη είναι δική μας! Δεν έχουμε σκοπό να σας κάνουμε κακό! Καταθέστε τα όπλα σας!» Σήκωσα ένα κουτί που κρατούσα, το είχα προμηθευτεί από τον Γιατρό. «Σας έφερα το εμβόλιο!» Μία από τις χάλκινες πύλες άνοιξε και βγήκε ένας λοχίας, με την κάνη του σηκωμένη πάνω μου. «Έλα μέσα Άφθαρτε» είπε περιφρονητικά. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια προς το μέρος του και του παρέδωσα το κουτί. Φαινόταν όντως εξαντλημένος, περισσότερο από την ασθένεια παρά από τις μάχες. Με έσπρωξε μέσα. Βρέθηκα στην γνωστή αίθουσα ακροάσεων, τώρα ήταν γεμάτη ράντζα με τραυματίες και κάποιους φοβισμένους πολίτες. Είδα ανάμεσα τους πολλούς από το αρχικό μου καραβάνι, αντάρτες της απόσχισης, οι περισσότεροι άρρωστοι τώρα. Κοίταζαν με τρόμο την νέα μου εμφάνιση. «Δεν θα κάνουμε κακό σε κανέναν σας» τους ανακοίνωσα. «Βούλωσε το» γρύλισε αγριεμένος ο λοχίας πριν μοιράσει το εμβόλιο στους άντρες του. Προφανώς δεν είχα φέρει αρκετό για όλους, δεν είχαμε ιδέα πόσοι είχαν βρει καταφύγιο εκεί μέσα. Τέσσερις φαντάροι κουβάλησαν ένα ράντζο μέσα στην αίθουσα. Πάνω του καθόταν ο Γουίλιαμ, τραυματισμένος στο πόδι. Φορούσε στολή φαντάρου, σαν τους άντρες του. Πολεμούσε λοιπόν κι εκείνος δίπλα τους. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα έναν κάποιο σεβασμό προς το άτομο του. Τον άφησαν μπροστά μου και δεν έδειξε να ενοχλείτε που βρισκόταν τόσο χαμηλά απέναντι μου. Μου χαμογέλασε. «Λοιπόν Άφθαρτε. Ηγέτη των Σαβάνων και Πρώτε Λύκε των λυκανθρώπων. Ήρθες να γίνεις και Αυτοκράτορας στην πόλη μου; Έμαθα πως πούλησες αυτόν τον τελευταίο μεγάλο πολιτισμό των ανθρώπων σε ένα τσούρμο άγριους κανίβαλους; Και νιώθεις υπερήφανος γι αυτό; Γι αυτό ήρθες να μας δείξεις το μπόι σου σήμερα;» «Όχι Γουίλιαμ, να σου κλέψω τον θρόνο ή την πόλη δεν ήταν ποτέ στα σχέδια μου. Δεν λες να το παραδεχτείς αλλά εδώ δεν είσαι αυτοκράτορας ενός πολιτισμού αλλά ενός νεκροταφείου. Αυτά τα εμβόλια απλώς καθυστερούν το αναπόφευκτο. Πεθαίνετε όλοι αργά και βασανιστικά. Αλλά κι αν αυτή είναι η επιλογή σας, αρπάζεται από όπου βρείτε ζωντανούς, υγιείς ανθρώπους και τους φέρνεται να σβήσουν εδώ στην παρακμή σας. Κι αυτό δεν είναι δικαίωμα σας!» «Έχουμε δικαίωμα στην επιβίωση!» «Το ίδιο και εμείς! Δεχτήκαμε την μόνη διέξοδο που μας επέτρεψες και βγήκαμε νικητές. Λυπάμαι που δεν σ’αρέσει.» «Και μπορείς να συγκρίνεις αυτό που είχαμε εδώ με αυτό εκεί έξω; Με αυτά τα τέρατα;» «Κρύβουν πολλές εκπλήξεις αυτά τα τέρατα Γουίλιαμ. Έχουν ταλέντα που εσείς έχετε ξεχάσει. Δημιουργούν πολιτισμούς, δεν ζουν από το πτώμα ληγμένων. Και οι γυναίκες τους γενούν φυσιολογικά, υγιέστατα μωρά. Υπάρχει περισσότερη ελπίδα για την ανθρωπότητα σε εκείνο το τσούρμο από ότι σε δέκα πόλεις με την κατάντια του Σεντ Λούις. Και θα αλλάξουν συνήθειες γρήγορα, σαν αρχηγός τους θα το φροντίσω αυτό. Η μάχη τέλειωσε Γουίλιαμ. Η αντίσταση σου εδώ είναι μάταιη. Ας δώσουμε ένα τέλος.» Όλοι εκεί μέσα κρέμονταν από τα χείλη του. Έδειχνε κουρασμένος. «Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη» είπε, «Από ηγέτη σε ηγέτη. Εδώ στο υπόγειο είναι θαμμένοι οι αυτοκράτορες που προηγήθηκαν του θρόνου μου. Θέλω μια αυτοκρατορική κηδεία και την θέση μου δίπλα τους. Να μην διασυρθεί το όνομα μου στις επόμενες γενεές.» Το είδα στο βλέμμα του, τον κατάλαβα πολύ καλά. Ήταν ένας υπερήφανος αυτοκράτορας, δεν είχε άλλη έξοδο για τον εαυτό του. Πόσες φορές δεν είχα ποθήσει την ίδια διαφυγή ο ίδιος. «Ναι, το υπόσχομαι. Σου δίνω τον ιερότερο μου όρκο.» «Πήγαινε λοιπόν Άφθαρτε. Οι άντρες μου θα καταθέσουν τα όπλα τους στα πόδια σου σύντομα.» Κατέβηκα τις σκάλες του παλατιού και γύρισα στις γραμμές μας ευχόμενος να είχα πάρει τις σωστές αποφάσεις, ευχόμενος οι εξελίξεις στο μέλλον να δικαίωναν κάποτε τις πράξεις μου. Έμενε μόνο να υπογράψω και τον επίλογο αυτής της ιστορίας. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 13, 2007 Author Share Posted September 13, 2007 14. Η κηδεία του Αυτοκράτορα Γουίλιαμ ήταν μεγαλοπρεπής. Μπορώ να παραδεχτώ την αμαρτία μου, δεν είχα δώσει ποτέ μεγάλη σημασία του τι σήμαινε εκείνος ο ηγέτης στους υποτακτικούς του. Τον είχα κρίνει καθαρά υποκειμενικά. Το πένθος που κάλυψε την πόλη φανέρωσε την αγάπη των κατοίκων προς το πρόσωπο του. Επί τρεις μέρες ο πληθυσμός του Σεντ Λούις παρέλαυνε από το παλάτι σε ένα εντυπωσιακό προσκύνημα προς την εκθεμένη σωρό. Ο θρήνος ήταν εμφανής σε κάθε βλέμμα, ένα απελπισμένο μείγμα από φόβο και αβεβαιότητα για το μέλλον. Στην σκιά των λύκων η ήττα τους φάνταζε βιβλική, το τέλος της ζωής όπως την γνώριζαν. Παραδέχομαι πως δεν υπήρξα δίκαιος. Ο Γουίλιαμ δεν ήταν ο δημιουργός και αίτιος του τρόπου ζωής που αρρώσταινε τον γενικό πληθυσμό ή των πρακτικών που χειριζόταν. Τα είχε κληρονομήσει από άλλους και τα διατηρούσε μην γνωρίζοντας κανέναν εναλλακτικό δρόμο. Και πέραν κάποιων θεατρινισμών δεν είχε υπάρξει τυραννικός και παράφρων σαν τόσους ηγέτες της δικής μου εποχής. Εκεί, στα σκαλοπάτια του παλατιού με όλους τους κατοίκους στα πόδια μου, με τους αμερικάνους, τους λυκάνθρωπους και τους Σαβάνους διαθέσιμο ακροατήριο, σηκώθηκα να παραδώσω τον λόγο μου. Θα έπρεπε να είμαι το ίδιο θεατρίνος για να γίνω πιστευτός σε αυτά τα παιδιά του νέου κόσμου. «Ένα νεκρικό πέπλο έχει καλύψει όλη την Γη, ένας αιώνιος χειμώνας έχει φωλιάσει στις ψυχές σας. Αυτή η είναι η μόνη αλήθεια που γνωρίζετε. Είναι η μόνη αλήθεια που γνώρισαν οι πατεράδες σας και οι πατεράδες των πατεράδων σας. Νομίζετε πως πενθείτε σήμερα ενώ στην πραγματικότητα πενθούσατε όλη σας τη ζωή. Είστε ανίκανοι να νιώσετε ελπίδα γιατί κανείς ποτέ δεν σας έδειξε έναν καλύτερο δρόμο. Γιατί υπάρχει αυτός ο δρόμος, υπάρχει ελπίδα και γι αυτή θέλω να σας μιλήσω. Με αποκαλέσατε Άφθαρτο. Αυτό είμαι. Έχω ζήσει εκατοντάδες χρόνια. Θυμάμαι εποχές που κανείς σας δεν θα μπορούσε ούτε να ονειρευτεί. Όταν ο ήλιος έκαιγε ζεστός ψηλά, όταν τη γη την κάλυπτε πράσινο χορτάρι και οι παγωμένοι ωκεανοί ήταν γαλανά νερά, και οι θάλασσες ήταν γεμάτες υδρόβια ζώα, οι αιθέρες γεμάτοι πτηνά, τα δάση και οι εύφορες κοιλάδες κάθε λογής κτήνη. Και υπήρχαν πόλεις σαν το Σεντ Λούις παντού, μεγαλύτερες πόλεις, και στις δύο άκρες του ωκεανού. Ακόμα και τα παγωμένα χώματα που εγκατέλειψαν οι λυκάνθρωποι κάποτε τα είχαν όλα αυτά. Οι άνθρωποι που ζούσαν τότε…δεν διέφεραν από εσάς. Ήταν το ίδιο άγριοι, βίαιοι και αλαζόνες. Έκαιγαν και μόλυναν τους βιότοπους τους και φυσικά διεξήγαγαν τρομερούς, καταστροφικούς πολέμους. Μέχρι που η ίδια η Γη αποφάσισε να δώσει ένα τέλος, να τιμωρήσει παραδειγματικά την ανθρωπότητα. Γύρισε την πλάτη της στον ήλιο και πάγωσε τα πάντα. Και μέσα στους πάγους και τα χιόνια μεγάλωσαν οι πατεράδες σας και κοιτάξτε τώρα τους εαυτούς σας. Σας έμαθε ποτέ κανείς τα σφάλματα τους; Κατανοείτε τα σφάλματα που πράττετε οι ίδιοι; Συνεχίζετε να φοβάστε, να μισείτε και να αλληλοσκοτώνεστε. Σας λέω εδώ σήμερα αυτό που αποκαλύφθηκε σε μένα. Αυτός ο χειμώνας βαδίζει προς το τέλος του. Ο ήλιος θα ζεστάνει ξανά, οι πεδιάδες θα ξυπνήσουν, το νερό θα ελευθερωθεί, θα μας δώσουν όλους μια τελευταία ευκαιρία να ξεκινήσουμε μια νέα ζωή. Είναι όμως η τελευταία ευκαιρία. Ιερό μας καθήκον είναι να φέρουμε νέα ζωή στο καινούργιο αυτό ξεκίνημα και όχι να την αφαιρούμε. Να γεννάμε παιδιά και όχι να σκοτώνουμε. Αλλιώς θα έρθει κι εκείνη η μέρα που δεν θα μείνει κανένας ζωντανός, κανένας να θυμάται πως υπήρξε μια πόλη που την έλεγαν Σεντ Λούις, πως υπήρξε ένας Γουίλιαμ ή ένας Χάραλντ! Μου δόθηκε λοιπόν μια οδηγία. Έχω να ακολουθήσω έναν δρόμο και θα σας τον δείξω αυτόν τον δρόμο. Προορισμός μου είναι ένας τόπος πολύ μακριά από εδώ, ένας τόπος όπου η ανθρωπότητα μπορεί να κάνει μια νέα αρχή με ανανεωμένη ελπίδα. Εκεί θα μας βρει η νέα Άνοιξη, όσους από εσάς επιθυμήσουν να με ακολουθήσουν. Το δηλώνω σε όλους, Σαβάνους, λύκους και αμερικάνους, δεν πρόκειται να εξαναγκάσω κανέναν να έρθει μαζί μου. Είστε όλοι ελεύθεροι να αποφασίσετε. Πρέπει όμως να ξέρετε πως το Σεντ Λούις είναι ένας τόπος που είναι ποτισμένος με τις αμαρτίες του παρελθόντος. Το χώμα εδώ είναι μολυσμένο γι αυτό και αρρωσταίνετε, γι αυτό χρειάζεστε το εμβόλιο για να μένετε ζωντανοί, γι αυτό και όποιος ζει εδώ δεν μπορεί να φέρει στον κόσμο παιδιά. Δεν σας έχω εγγυήσεις. Η πορεία μου είναι μεγάλη και σκληρή. Μπορεί να κουβαλήσουμε αρκετά εμβόλια μαζί μας και πάλι όμως δεν θα φτάσουν. Κάποιοι από σας μετά από καιρό μπορεί να μην χρειάζεστε καν τα εμβόλια αλλά ούτε και αυτό δεν σας το υπόσχομαι. Είναι πιθανό κανείς από εσάς να μη δει την Άνοιξη που σας έταξα. Αλλά θα είναι ένα σίγουρο δώρο προς τα παιδιά σας. Η απόφαση είναι πάντα δική σας. Λύκοι! Σφύζετε από αγριάδα, θάρρος και υγεία! Υπάρχουν πολλά που μπορείτε να μάθετε από τους αμερικάνους. Πολλά μπορείτε να τους τα διδάξετε εσείς. Ποια είναι εκείνα τα καλά στοιχεία που μπορείτε να ανταλλάξετε υπάρχουν αρκετοί σοφοί και από τις δύο πλευρές για να σας καθοδηγήσουν ορθά. Ο κανιβαλισμός δεν είναι ένα από αυτά! Ήταν μια μέθοδος του Χάραλντ για να σκορπάει τον τρόμο στους εχθρούς του και στο τέλος τον βρήκε κι εκείνον η αρρώστια των λύκων, έτσι δεν είναι; Πόσους γενναίους συντρόφους σας δεν ξαποστείλατε με μια τσεκουριά στο κεφάλι επειδή κουβαλούσαν το κακό που τους έτρεμε το κορμί;! Αν δεν το ξέρατε σας το λέω τώρα εγώ! Απαγορεύω στους λυκάνθρωπους να τρων ανθρώπινο κρέας! Είναι ο νόμος μου!» Προς ανακούφιση μου, οι λύκοι επικρότησαν με μία κραυγή. Σήκωσα το Κραλ και έδειξα τον Σίμουντ με αυτό, έναν από τους αρχηγούς. «Σίμουντ! Έλα εδώ!» Με πλησίασε υπερήφανος και απορημένος. Του έτεινα το χρυσό τσεκούρι. «Κράτα το.» Το πήρε διστακτικά και κοίταξε νευρικά τον όχλο. Έβαλα το χέρι μου πάνω σε μια σπασμένη κολώνα από μάρμαρο δίπλα στα σκαλοπάτια. «Κόψε μου το χέρι!» φώναξα για να ακούσουν όλοι. Ο Σίμουντ έκανε πίσω μυρίζοντας παγίδα. «Χτύπα! Δεν θα σε πειράξει κανείς!» φώναξα πάλι. Έδειξε πάλι διστακτικός αλλά παίρνοντας το απόφαση, και με φόρα, κατέβασε την λεπίδα στο μπράτσο μου. Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από το πλήθος. Το τσεκούρι αναπήδησε χωρίς να αφήσει ούτε γρατσουνιά. Σήκωσα το χέρι μου να το δουν όλοι και ξέσπασαν επευφημίες. Μόλις καταλάγιασε ο θόρυβος κοίταξα πάλι τον Σίμουντ. «Πιστεύεις Σίμουντ πως χρειάζομαι αυτό το τσεκούρι για να είμαι ο ηγέτης Λύκος;! Απάντησε!» Ο Σίμουντ κοίταξε το τσεκούρι και ψέλλισε «όχι». Γύρισα στους λυκάνθρωπους. «Χρειάζομαι το Κραλ για να είμαι ο Λύκος;!» τους ρώτησα. «Όχι!» απάντησαν με μία κραυγή. «Είμαι και θα είμαι Λύκος πάντα! Θα είμαι Λύκος μέχρι τη μέρα που θα φύγει από την ζωή και ο τελευταίος από εσάς! Το Κραλ δεν θέλω ούτε να το ξαναδώ. Δώστε το στους πιστούς του Χάραλντ για να θυμούνται τον αγαπημένο τους αρχηγό. Γιατί κι εσείς λύκοι μου είστε ελεύθεροι. Μονιάστε και υπακούστε στους νόμους μου για το καλό σας και δεν είναι υποχρεωμένος κανένας σας να με ακολουθήσει. Ας εναποθέσουμε τώρα τον αυτοκράτορα μας στην κρύπτη του και ας ζει αιώνια στις μνήμες όσων τον αγάπησαν.» Πήγα να δω την Σάρα για να της πω πως εννοούσα όλα όσα είχα πει. Εάν το επιθυμούσε μπορούσε να μείνει στο Σεντ Λούις. «Όχι Άφθαρτε. Μου στέρησες όλους τους λόγους που θα είχα για να μείνω. Τώρα σε ακολουθώ, και να ξέρεις, θα σε καταριέμαι μέχρι τη μέρα που θα πεθάνω.» Έδωσα εντολή στον Τζακ και τον Ίλαϊ να συντονίσουν την οργάνωση της εξόδου που θα πραγματοποιούσαμε εντός ολίγων ημερών. Χρειαζόμασταν κάποιες μέρες μέχρι να κατασταλάξουν καλά οι προσφερόμενες επιλογές στην συνείδηση του πληθυσμού πριν ξεκινήσει η πορεία. Έπρεπε να μαζευτούν προμήθειες και υπήρχε και ένας σχεδιασμός να κρατηθεί μια συγκοινωνιακή επαφή με το Σεντ Λούις καθώς θα απομακρυνόμασταν από την πόλη. Το οδικό δίκτυο της αυτοκρατορίας δεν εκτεινόταν αρκετά δυτικά, είχαμε όμως πρόθεση να επικοινωνούμε με όσους θα αφήναμε πίσω μας, έστω κι αν ιδρύαμε ένα είδος ταχυδρομείου. Στην συνέχεια πήγα να δω τον Γιατρό. Σαν κατασκευαστής του εμβολίου, ήταν μέχρις στιγμής η μοναδική ηγετική φιγούρα που θα αφήναμε επικεφαλής στο Σεντ Λούις. Ήταν πιο συνεσταλμένος στον χαρακτήρα του από αυτό που θυμόμουν. Με φοβόταν κι εγώ εξακολουθούσα να μην τον εμπιστεύομαι. «Θα συνεχίζεις να παράγεις το εμβόλιο;» τον ρώτησα. «Ναι άρχοντα μου» είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα του. «Και δεν θα αμελήσεις να προμηθεύεις κι εμάς για όσον καιρό διατηρούμε επαφή;» «Μα φυσικά.» «Όπως καταλαβαίνεις, θα σε αφήσω λίγο-πολύ σαν διοικητή εδώ στο Σεντ Λούις. Θέλω να φροντίσεις ώστε η ζωή να βρει τον παλιό της ρυθμό αλλά και να ρυθμίσεις τα πράγματα έτσι ώστε όσοι επιλέξουν να μείνουν πίσω…όλοι όσοι επιλέξουν να μείνουν, θα έχουν ισάξια μεταχείριση και προστασία. Θα αφήσω αρκετούς λύκους πίσω για κάθε ενδεχόμενο.» «Ναι άρχοντα μου.» «Τώρα θέλω να σε ρωτήσω κάτι άλλο. Οι Σαβάνες γυναίκες είναι έγκυες με κλώνους του Γουίλιαμ. Υπάρχει κάποια πιθανότητα, οποιαδήποτε πιθανότητα, να τεθεί στο μέλλον ζήτημα διαδοχής; Τίποτα φανατισμένοι που ίσως αποφασίσουν να αναβιώσουν την αυτοκρατορία θέτοντας σε κίνδυνο τις Σαβάνες γυναίκες;» Με κοίταξε κατάματα, με ένα αμήχανο βλέμμα. «Άρχοντα μου…η κατάσταση του αυτοκράτορα, η υγεία του, ήταν αδύνατο να δημιουργήσουμε κλώνους από εκείνον. Τα έμβρυα δεν θα επιβίωναν τον πρώτο μήνα της κύησης. Τα μωρά…είναι δικά σας…» Είχα ζητήσει από το λευκό φως να μην είμαι ικανός να κάνω παιδιά. Είχα ζητήσει τα μαλλιά της κεφαλής μου να είναι το μόνο τρωτό μου σημείο, κι αυτό γιατί μου άρεσε τόσο να πηγαίνω στον κουρέα. Και μου είχαν κόψει αρκετές τρίχες στην αιχμαλωσία για να έχουν στη διάθεση τους το dna μου. Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Το είχαν πετύχει αιώνες πριν στην Κίνα από το σάλιο μου. Εκείνοι οι κλώνοι πέθαιναν ανεξήγητα στα εικοσιδύο τους χρόνια. Πόσο θα ζούσαν τα παιδιά που θα γεννούσαν οι Σαβάνες; Όλα αυτά τα παιδιά που θα κουβαλούσαν το πρόσωπο μου, και που πολύ πιθανό να ήταν πιο ανθεκτικά στις κακουχίες που μας περίμεναν; Πως θα το εξηγούσα αυτό στους Σαβάνους; Θα περίμενα την κατάλληλη στιγμή, όπως παλιά, όταν θα μαζευόμασταν πάλι γύρω από μια φωτιά ένα βράδυ, και θα τους έλεγα την αλήθεια. Μετά θα ήταν στο χέρι τους να αποφασίσουν. Θεωρούσαν ακόμα την Σάρα κεφαλή των Ιερών Θηλυκών και της φυλής τους. Πολλοί περίμεναν μια μέρα ο Αρθούρος να διαδεχθεί την μητέρα του στην ηγεσία. Παρά τον ρόλο που είχα αναλάβει δεν θα έπρεπε να ξεχάσω ποτέ την πραγματική μου θέση. Ο Αρθούρος θα ήταν μια μέρα πρωταγωνιστής της ιστορίας των Σαβάνων, με μένα Μέρλιν στο πλευρό του πρίγκιπα. Με διάφορες καθυστερήσεις, είκοσι μέρες μετά την κηδεία του αυτοκράτορα Γουίλιαμ, ξεκίνησε η μεγάλη έξοδος του Σεντ Λούις. Προορισμός μας ήταν ο Βερίγγειος Πορθμός και μετά η νέα Γη της Επαγγελίας, η Σιβηρία. Κανένας Σαβάνος δεν έμεινε πίσω. Επέστρεψαν μάλιστα στους κόλπους μας όλοι όσοι είχαν αποσχισθεί πριν την αιχμαλωσία. Εκτός μιας φρουράς λύκων που έμεινε στην πόλη, όλοι οι υπόλοιποι προστέθηκαν στην πομπή μας. Ο Τζακ και αρκετοί από τους αρχικούς πιστούς μου, συμπλήρωναν τον αριθμό μας. Σχημάτιζαν όμως την μικρότερη μας μερίδα. Στην πλειοψηφία τους, οι αμερικάνοι διάλεξαν να παραμείνουν στην πόλη τους. Το αν θα διάλεγαν μια τακτική ειρήνης ή θα ξανάρχιζαν τις παλιές τους εχθρικές συνήθειες αυτό ήταν στο χέρι τους και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι αυτό. Είχαμε συνάψει συνθήκη και αυτή είχαμε σκοπό να διατηρήσουμε εμείς από την δική μας πλευρά. Είχαμε κάρα που τα τραβούσαν μαμούθ και έλκηθρα με αρκούδες, αλλά όσον καιρό διασχίζαμε στρωμένους δρόμους χρησιμοποιούσαμε μοτοσικλέτες και οχήματα σαν εμπροσθοφυλακή και συγκοινωνία με την πόλη. Είχαμε και αγέλες από τα μαλλιαρά παχύδερμα, κάτι που δεν θα κρατούσε πολύ καθώς όλα τα ζώα ήταν θηλυκά. Είχα βάλει τον γιατρό να γονιμοποιήσει κάποια από αυτά, οι ελπίδες όμως γεννήσουν αρσενικά ήταν μηδαμινή. Κανείς μας δεν μπορούσε να το φανταστεί καθώς το ζούσαμε, ούτε καν εγώ που θα έπρεπε να ξέρω καλύτερα, αλλά από εκείνη την στιγμή θα ξεκινούσε μια μέρα ένα από τα τελευταία ιερά κείμενα της ανθρωπότητας, ένα κείμενο που θα γραφόταν διακόσια χρόνια μετά το καθεαυτό γεγονός. Και όλοι εμείς που πρωταγωνιστούσαμε σε αυτή την έξοδο θα γινόμασταν ήρωες φανταστικών διηγήσεων και είδωλα επερχόμενων θρησκειών, με αντικρουόμενες δοξασίες, ανάλογες με την ταύτιση των μελλοντικών πιστών με κάποιον από εμάς. Αυτό όμως ήταν να συμβεί πολύ μακριά από τον χρόνο και τον τόπο που διασχίζαμε τώρα, γεμάτοι ελπίδα, φόβο, αμφιβολίες και επιφυλάξεις. Τα είχαμε όλα εκτός από την σιγουριά. Ήταν όμως μια πορεία που καθόριζε εμένα και αυτό που ήμουν, ίσως για πρώτη φορά στην αθάνατη ζωή μου, όπως το είχε προβλέψει και η αγαπημένη μου Φεν. Σύντομα μας χτύπησε μια χιονοθύελλα και μας υπενθύμισε τις κακουχίες που μας περίμεναν. Αυτή τη φορά όμως έβλεπα φως μπροστά μου αντί σκοτάδι. Κι αυτό έκανε όλη την διαφορά. Τέλος Τρίτου Μέρους Τέλος Πρώτου Βιβλίου Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.