synodoiporos Posted July 2, 2007 Share Posted July 2, 2007 Όνομα Συγγραφέα: Δημήτρης Αργασταράς Είδος: φαντασίας, μάλλον.. Βία; :tongue: Σεξ; :tongue: Αριθμός Λέξεων: :tongue: Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: :tongue: Στο Νησί. ΜΕ ΦΟΥΣΚΩΜΕΝΟ ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ και λίγο ζαλισμένο ακόμη το κεφάλι στεκόμουν γονατιστός στην άκρη της μικρής βάρκας που ταλανιζόταν ελαφρώς καθώς διέσχιζε το γαλάζιο μπροστά μας. Και ώρες ολόκληρες τίποτα άλλο δεν αντίκριζαν τα μάτια μου πέρα από την απαλή θάλασσα, τον γαλανό ουρανό και τον ήλιο, ακριβώς από πάνω μας, να εξακοντίζει τις κάθετες ακτίνες του στην γαλάζια επιφάνεια και να αποκαλύπτει, καθαρά και διάφανα, τον μυστηριώδη κόσμο του βυθού της, σκοτεινό, βαθυγάλανο, απόμακρο. Ώρες ολόκληρες, μέχρι να διακρίνουμε επιτέλους την μεγάλη κίτρινη αμμουδιά… Όμως μόλις έλαμψε το βλέμμα μου, άκουσα τον αναστεναγμό του βαρκάρη. Επιφυλακτικός και ανήσυχος καθ’ όλη την διάρκεια της διαδρομής, έκπληκτος που πράγματι βρήκαμε το νησί, το μόνο που δέχτηκε ήταν να παραπλεύσει και κατόπιν, το συντομότερο, να φύγει. Λες και η άξαφνη ηρεμία, η γαλήνη που απόπνεε αυτός ο γήινος πλεούμενος παράδεισος να του ξυπνούσε φόβους κι εφιάλτες καλά απωθημένους κι άγνωστους. Βιάζονταν λοιπόν φανερά να γυρίσει πίσω, στο θορυβώδες λιμάνι της αφετηρίας μας κι εκεί να ξαναβρεί την ασφάλεια, μες στο ποικιλόμορφο ανθρωπομάνι του μόλου. Αρνήθηκε να ρίξει την άγκυρα και μου έκανε νόημα να κατέβω. Όμως κι εγώ ήμουν άλλο τόσο ξαφνιασμένος. Η θέα του νησιού με είχε ταράξει, γιατί παρόλο που πολλές φορές την είχα πλάσει στην φαντασία μου, τώρα που είχα το αληθινό της όραμα μπροστά μου γούρλωνα τα μάτια για να το πιστέψω. Κατέβηκα από την βάρκα δίχως να αποχαιρετήσω τον βαρκάρη. Εκείνος, μόλις τσέπωσε το μικρό πουγκί που του είχα τάξει, γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε το κουπί. Απόμεινα έτσι στην παραλία, να ακούω για στερνή φορά το θόρυβο που έκαναν τα κουπιά καθώς απομακρύνονταν η βάρκα κι ακόμη το κύμα να χτυπά αφρίζοντας στους βράχους. Γύρω μου απλώνονταν το κοραλλένιο νησί με την απέραντη κίτρινη αμμουδιά του και τα ψηλά πελώρια δένδρα που έκρυβαν, σα φράκτης, σα τοίχος φυσικός, το εσωτερικό του νησιού. *** ‘‘Αυτό είναι καθαρή τρέλα’’ είχε μουρμουρίσει ο συνταξιδιώτης μου ‘‘να ξεκινήσει κανείς, έτσι ξαφνικά, εξαιτίας μίας φανταχτερής ιστορίας που του διηγήθηκαν, να ξεκινήσει για να φτάσει στην άκρη του κόσμου… Γιατί; Ποιός ο λόγος; Και να πληρώνει μάλιστα για αυτό, να πληρώνει αδρά! Πουφ, ανοησίες!’’ Είχα αγνοήσει τότε τα λόγια του, μα αφού έκανα μερικά βήματα στην αμμουδιά, συνειδητοποίησα πως πράγματι είχα μείνει πλέον ολομόναχος, με μόνο τα φυσικά στοιχεία να σαλεύουν γύρω μου. Τότε κατάλαβα πόσο ριψοκίνδυνο ήταν το εγχείρημά μου. Και προσπάθησα να ξαναφέρω στο νου μου την χθεσινοβραδινή σκηνή στην ταβέρνα του μόλου, να ξαναζωντανέψω την ιστορία που μου διηγήθηκε εκείνος ο…ο φαινομενικά μεθυσμένος απόμαχος θαλασσόλυκος…αν θυμάμαι καλά το όνομά του ο ψαρα-Αντώνης…προσπάθησα να θυμηθώ κάτι που ν’ άξιζε τον κόπο. Μα όλα ήταν τόσο θολά… Θυμάμαι μονάχα πως πετάχτηκα όρθιος, ενθουσιασμένος, πέταξα πέρα το ποτήρι μου και περήφανα δήλωσα πως θα περνούσα όλη την νύχτα στον μόλο, πλάι στην θάλασσα, περιμένοντας να ξημερώσει, και τότε να βρω βαρκάρη που θα με περάσει στο νησί. Τότε όλα τα κεφάλια ταράχθηκαν, ένα μουρμουρητό σηκώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλο το μαγαζί. Σίγουρα θα θαύμαζαν το μεγάλο μου θάρρος. Βαδίζοντας προς την έξοδο, ο ταβερνιάρης με άρπαξε από το μανίκι, το χρυσό του δόντι ανεβοκατέβαινε και γυάλιζε καθώς μιλούσε: ‘‘Πού πας τρελέ; Κάτσε εδώ! Η μαντάμ-Βικτορία έχει ζεστό δωμάτιο, έχει σόμπα με καυσόξυλα για όλη την νύχτα και βγάζει τις καλτσοδέτες της με ένα εντυπωσιακό χορευτικό. Πού πας;’’ *** Το νησί δεν φαινόταν πολύ μεγάλο. Το κύκλωνε ολόγυρα αυτή η κίτρινη λεπτόκοκκη αμμουδιά, μα όσο προχωρούσες προς το εσωτερικό του η βλάστηση πύκνωνε. Σίγουρα, άμα μπορούσες να το δεις από ψηλά, θα έμοιαζε με χρυσό δαχτυλίδι που ’χει στο κέντρο του, πολύτιμη πέτρα, ένα καταπράσινο ρουμπίνι. Έπρεπε να παραμερώ συνεχώς πράσινα φύλλα, παράξενα άγνωστα φυτά, φουντωτούς θάμνους με σουβλερά αγκάθια για να προχωρώ και ενώ τίποτα ζωντανό δεν έβλεπα τριγύρω είχα ωστόσο την αίσθηση πως κάτι κινούνταν πίσω από τις φυλλωσιές, πως κάτι ανάπνεε και με παρακολουθούσε. Γρήγορα ένιωσα ολόκληρο το δάσος να αναπνέει σα πελώριο ζωντανό οργανισμό. Σα να ήταν κάποιου τεράστιου θηρίου η καρδιά που παλλόταν και εγώ βάδιζα ατρόμητος, αργά αλλά σταθερά, στο κέντρο αυτής της καρδιάς. Μετά από ώρες πεζοπορίας είχα πλέον κουραστεί. Ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπό μου, στις πλάτες, σε όλο μου το σώμα και είχε μουσκέψει τα ρούχα μου. Τα μπράτσα μου είχαν πληγωθεί από τις μυτερές άκρες των φύλλων, που με μαστίγωναν εκδικητικά καθώς τα προσπερνούσα. Η αναπνοή έβγαινε πια δύσκολα, βασανιστικά, από το στήθος, το στόμα μου. Η ζέστη και η υγρασία με είχαν καταβάλει και τώρα με έπνιγαν. Γίνονταν σταδιακά όλο και πιο έντονη η ανάγκη, το αίσθημα, πως έπρεπε ν’ ανασάνω, ν’ ανασάνω, να… Τέλος, καθώς έκανα την κίνηση, την ίδια πάλι κίνηση, να παραμερίσω ότι βρισκόταν μπροστά μου για να περάσω, ένιωσα τον άδειο αγέρα. Έπεσα ελεύθερα, βαριά, ανάσκελα και το πηχτό χώμα, η λεπτή σκόνη μπήκε στα ρουθούνια μου. Γύρισα με κόπο το κεφάλι κι αντίκρισα καθαρά πλέον, όχι ανάμεσα από τα πυκνά φύλλα των δένδρων αλλά καθαρά, τον φωτεινό δίσκο του ήλιου. Τα μέλη του σώματός μου λύθηκαν, το στήθος μου ανεβοκατέβαινε γοργά καθώς μύριζα τον καθαρό αγέρα και τότε, κάτι παράξενο συνέβη, άρχισα να γελώ, τραντάζοντας όλο μου το κορμί, σα τρελός, σα να ’χασα τα λογικά μου. Ύστερα ηρέμησα μα δεν σηκώθηκα, έμεινα για ώρα πολύ εκεί, έκλεισα τα μάτια και με πήρε ο ύπνος, ένας ύπνος βαθύς και ζεστός και νομίζω πως ονειρεύτηκα… *** Όταν σηκώθηκα ο ήλιος έγερνε στον ουρανό κι ο ορίζοντας είχε ένα απαλό ρόδινο χρώμα. Περιπλάνησα την ματιά μου, περιεργάστηκα το καινούριο τοπίο. Ήταν λοιπόν αληθινό! Και υπέροχο, πράγματι υπέροχο! Υπήρχε πράγματι ένας βράχος που ανάβλυζε νερό, τρεχούμενο, δροσερό νερό. Υπήρχε το βάθρο, το υψηλό βάθρο, όπως μου το είχαν διηγηθεί, κι επάνω του καθόταν πράγματι, στραβοπόδη, με τα χέρια πλεγμένα στο στήθος, με τα μάτια μισόκλειστα, σα να τα διαπερνούσε μια απαλή ομίχλη, με το στόμα σε ένα ελαφρό μειδίαμα, καθόταν Εκείνος. Με αργά βήματα, με κομμένη την ανάσα, τρέμοντας πλησίασα το βάθρο, πλησίασα Εκείνον. Τέντωσα το κορμί μου όσο μπορούσα, καθάρισα τον λαιμό μου για να ακουστώ καλά, έλεγξα την φωνή μου. Ήταν λοιπόν η σημαντική στιγμή κι έπρεπε να είμαι έτοιμος. -Δάσκαλε, είπα τρέμοντας, κάτοχε της σοφίας, γνώστη της αρχής και του τέλους, μεγάλε αγωνιστή και αναχωρητή του κόσμου ετούτου, εξουσιαστή της ολότητας, των πάντων… ορίστε Ήρθα! Μου είπαν πως θα σε βρω εδώ και ήρθα! Πες μου τώρα σε παρακαλώ, ω! Κυβερνήτη ορατών κι αοράτων, πες μου σε παρακαλώ, ποιό είναι το μεγάλο μυστικό; Τί πραγματικά αξίζει; Ποιά είναι η αλήθεια; Σταμάτησα με φωνή τρεμάμενη. Μια τρικυμία διαπέρασε τα μάτια του. Άνοιξε ελαφρά τους οφθαλμούς του. Χαμήλωσε νομίζω το κεφάλι και για λίγο με κοίταξε… Κι έμεινε έτσι, σιωπηλός. Δεν σάλεψαν τα χείλη του, τίποτα δεν είπε, μιλιά δεν έβγαλε, άχνα δεν ακούστηκε. Σιωπηλός μονάχα κι ήσυχος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
synodoiporos Posted July 2, 2007 Author Share Posted July 2, 2007 Ακούω σχόλια, κριτικές και... φτυαριές... Όσο περισσότεροι, τόσο καλύτερα... Come on... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 2, 2007 Share Posted July 2, 2007 OK, ενδιαφέρον. Μου άρεσε. Μου κράτησε την προσοχή από την αρχή μέχρι το τέλος. Θέλει όμως κάτι. Κάτι ακόμα. Όχι στην ιστορία και στην πλοκή αν αυτό θέλεις να πεις και μόνο. Θέλει κάτι που να λέει "αυτό ήταν όλο". Τώρα δείχνει σαν να χάθηκε μια παράγραφος ή έστω η τελευταία πρόταση. Δεν έχεις πραγματικά την αίσθηση πως ο σοφός δεν πρόκειτε να απαντήσει ποτέ. Πρόσθετα, όσο σκέφτεται κανείς αυτό που διάβασε αναρωτιέται. Γιατί φοβόντουσαν να έρθουν οι άλλοι; Γιατί μοιάζει να έχει καταφέρει να έχει έρθει μόνο αυτός ο ένας, στο πιο εύκολα προσβάσιμο σημείο της Γης; Μη μου πεις πως ο κόσμος αποφεύγει το νησί μην και πληγωθούν στις φυλλωσιές! Τώρα αν η εξήγηση είναι φιλοσοφική, του τύπου δεν έρχετε κανείς γιατί κυρίως φοβούνται τον εαυτό τους, ε αυτό δεν επικοινωνείται στο γραπτό. Αυτά από μένα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Dune Posted July 2, 2007 Share Posted July 2, 2007 ΝΟμίζω ότι έχει πολλά παράδοξα η ιστορία σου 1. Ο κάθε ένας μπορεί να πάει στο νησί του Θεού αρκεί να πληρώσει ένα πουγκί λεφτά 2. Το ανακοινώνει στο καφενείο λές και θα πάει στη Μύκονο 3. Το νησί στην άκρη του κόσμου είναι τόσο κοντά πόυ μπορείς να πάς με κουπιά (εκτός και άν είχε για βαρκάρη το σουπερμαν οπότε τί διαολο φοβόταν τέτοιος βαρκάρης;) 4. Οταν πάς εκεί δεν σου συμβαίνει τίποτα πέραν του να πέσεις ενα σκάμα από άμμο; 5. Και τέλος, τί ήθελε να πεί ο Μεγάλος με τη σιωπή του; Η σιωπή είναι σιωπή. Είτε δηλαδή, συγγνώμη που το λέω, η ερώτηση του φάνηκε του Μεγάλου εντελώς ανάξια να την απαντήσει είτε, δεν ήξερε τί να απαντήσει. Το οποίο είναι ακόμη πιο τρομερό απο το προηγούμενο σαν επιχειρημα του διηγήματος. Αυτο που πραγματικά με μπέρδεψε, αφού η εκδρομή είναι μία κοινή εκδρομή που μπορεί να κάνει ο κάθε ένας και η γνώμη του Μεγάλου ανύπαρκτη, που αποσκοπεί το ίδιο το διήγημα; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Namris Posted July 3, 2007 Share Posted July 3, 2007 Μου άρεσε πολύ. Νομίζω πως όλο αυτό το ταξίδι στο νησί είναι καθαρά αλληγορικό. Δεν έχει να κάνει τόσο με ταξίδι σε κάποιο εξωτικό νησάκι, όσο με εσωτερική αναζήτηση. Ο Εκείνος στο τέλος μου βγάζει μια Ζεν κατάσταση, άσχετα σε ποιόν ακριβώς τομέα είναι δάσκαλος. Δεν έχει τίποτα να πει, γιατί ο δρόμος που θα ακολουθήσει ο ταξιδιώτης από την στιγμή εκείνη, δεν έχει να κάνει με τον κόσμο και την πραγματικότητα γύρω του. Στην ουσία, το πραγματικό ταξίδι του ταξιδιώτη εκείνη την στιγμή ξεκινά. Οι υπόλοιποι δεν ένιωθαν φόβο για το νησί, ούτε και για Εκείνον (όποιος και να είναι, ότι και να πρεσβεύει), αλλά για το ταξίδι που θα έπρεπε να ξεκινήσουν μόλις θα τον συναντούσαν. Και επειδή πιθανότητα έχω αμολήσει ένα τόνο βλακείες, μπορείτε να ξεκινήσετε το λιθοβολισμό μου με τις ευλογίες μου. Θα συμφωνήσω πάντως με τα προηγούμενα σχόλια, γιατί ενώ έχω την αίσθηση ότι υπάρχει πολύ περιεχόμενο που θέλεις να δώσεις, δεν το βγάζεις προς τα έξω. Εκτός αν σκόπιμα το κρατάς κρυφό. Αν δεν το κρατάς σκόμιμα κρυφό, τότε θα έλεγα ότι έχεις παραλήψει ένα στάδιο. Έγραψες μεν το διήγημα με το πάθος και την πένα ενός ποιητή, δεν το διάβασες όμως στην συνέχεια με το μάτι ενός αναγνώστη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
synodoiporos Posted July 3, 2007 Author Share Posted July 3, 2007 Ευχαριστώ όσους απαντήσανε μέχρι στιγμής. Η ιστορία είναι περισσότερο αλληγορική παρά ρεαλιστική ή, καλύτερα, κινείται μεταξύ ρεαλιστικών και αλληγορικών στοιχείων. (Να κάνω ένα γενικότερο σχόλιο εδώ : δεν είναι παράδοξο ότι μιλάμε για φανταστική λογοτεχνία και την ίδια στιγμή την εννοούμε άκρως ρεαλιστικά... :tongue: Θέλουμε δηλαδή μία φανταστική λογοτεχνία που να είναι.. "χοντροειδώς" ρεαλιστική ; ) Απ' ότι κατάλαβα εκεί που εντοπίστηκε κυρίως το πρόβλημα ήταν η ("φαινομενική") ευκολία του ταξιδιού και γιατί τελικά το κάνει μόνο ο ήρωας και όχι κι όλοι οι άλλοι... Νομίζω πως το αντιμετωπίζω αυτό μέσα στο κείμενο με δύο τρόπους. Πρώτα εδώ : "Και προσπάθησα να ξαναφέρω στο νου μου την χθεσινοβραδινή σκηνή στην ταβέρνα του μόλου, να ξαναζωντανέψω την ιστορία που μου διηγήθηκε εκείνος ο…ο φαινομενικά μεθυσμένος απόμαχος θαλασσόλυκος…αν θυμάμαι καλά το όνομά του ο ψαρα-Αντώνης…", δηλαδή ο ήρωας άκουσε απλώς μία ιστορία από έναν μεθυσμένο ψαρά ένα βράδυ σε μία ταβέρνα, και πίστεψε αυτός ο ήρωας ότι η ιστορία ήταν αληθινή κι ότι ο "φαινομενικά μεθυσμένος απόμαχος θαλασσόλυκος" (πιάνεται την κρυφή ειρωνία ; ) - πιστεύει λοιπόν αυτός ο ήρωας ότι - του λέει την αλήθεια, μόνο αυτός το πιστεύει, οι άλλοι δεν ξέρουμε αν την πιστεύουν ή... μήπως υπονοείται κι αυτό ("Τότε όλα τα κεφάλια ταράχθηκαν, ένα μουρμουρητό σηκώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλο το μαγαζί. Σίγουρα θα θαύμαζαν το μεγάλο μου θάρρος" - κι εδώ μια κρυφή ειρωνία υπάρχει) Κι έπειτα εδώ : ‘‘Πού πας τρελέ; Κάτσε εδώ! Η μαντάμ-Βικτορία έχει ζεστό δωμάτιο, έχει σόμπα με καυσόξυλα για όλη την νύχτα και βγάζει τις καλτσοδέτες της με ένα εντυπωσιακό χορευτικό. Πού πας;’’ Δηλαδή ο ήρωας δεν προτίμησε την μαντάμ-Βικτωρία με το ζεστό δωμάτιο, αλλά προτίμησε όλη την άλλη δοκιμασία. Εμείς τί θα διαλέγαμε : το ταξίδι ή την "μανταμ-Βικτωρία" ; Ξέρω τί θα απαντούσαμε, αγαπημένοι μου sci-fi, το ταξίδι φυσικά, το ταξίδι.. χαχα... Μα θα το επιλέγαμε στ' αλήθεια ; ε ; τί λέτε ; Και γιατί άλλωστε ; Αφού εκεί "Οταν πάς εκεί δεν σου συμβαίνει τίποτα πέραν του να πέσεις ενα σκάμα από άμμο", όπως λέει ο φίλος Dune... Λοιπόν, είναι πράγματι τόσο εύκολο ; Κατανοώ βέβαια όλες τις παρατηρήσεις. Μάλλον φταίει ότι το ύφος μου είναι κάπως ελλειπτικό και λιτό - αυτό που λέει ο φίλος Namris : "Έγραψες μεν το διήγημα με το πάθος και την πένα ενός ποιητή, δεν το διάβασες όμως στην συνέχεια με το μάτι ενός αναγνώστη". Ίσως η καρδιά ενός ποιητή, ευαισθήτη πάντα, να τα πιάνει αμέσως αυτά τα πράγματα και να ικανοποιείται γεμίζοντας αισθήματα, ενώ το αδηφάγο μάτι του αναγνώστη ζητάει περισσότερα και πιο εντυπωσιακά... Πάντως, η ιστορία θα μπορούσε σίγουρα να γραφτεί και με άλλους τρόπους και καλύτερους ενδεχομένως. Απλά, αυτός ήταν ο δικός μου τρόπος την δεδομένη στιγμή. Με ενδιαφέρει και αυτό που λέει ο DinoHajiyorgi πως φαίνεται κάτι να λείπει, μια τελευταία πρόταση ή μια παράγραφο. Ίσως να είναι το αισθήματα που δημιουργείται από αυτά που είπαμε παραπάνω. Ίσως να είναι και κάτι συμπληρωματικό, που χρειάζεται. Οπότε, DinoHajiyorgi θα σου ζητούσα, αν μπορείς, να επανέλθεις σε αυτό και να προσπαθήσεις ίσως να το συμπληρώσεις και εσύ, για να δω (σαν ένα παράδειγμα δηλαδή) τί θα μπορούσε να είναι αυτό που θα το έκανε να φαίνεται πιο ολοκληρωμένο. Αυτά. Γενικά, χάρηκα που είπατε πως το βρήκατε ενδιαφέρον - αν και κάποιες παρατηρήσεις με έκαναν να μελαγχολήσω λίγο, σαν να είμαι εξωγήινος, μόνος στον κόσμο μου... Μάλλον πολλά έγραψα. Ελπίζω να μην παρεξηγηθεί το ύφος μου σε ορισμένα σημεία. Απλώς μ' αρέσει να τα συζητάμε και να θίγουμε κάποια πράγματα. 'Αλλωστε όλοι εδώ μάλλον θέλουμε να μάθουμε περισσότερα.. Ευχαριστώ και πάλι. Και θα περιμένω κριτικές και άλλων... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Innerspaceman Posted September 2, 2009 Share Posted September 2, 2009 (edited) Σε γενικές γραμμές μου άρεσε πολύ αυτή η ιστορία σου Δημήτρη. Ήταν απολαυστική. Έχει επίσης, αυτήν την αίσθηση του μυστηρίου που δέν μπορεί να μπει εύκολα σε λέξεις, που αφήνει κάποιο ακαθόριστο μεταφυσικό υπονοούμενο να πλανάται στην ατμόσφαιρα και σε κυριεύει, μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης. Αυτό, είναι δίκοπο μαχαίρι βέβαια, αλλά νομίζω ότι σε αυτήν την περίπτωση, αυτής της ιστορίας σου, τα κατάφερες σχετικά καλά, άν και πιστεύω ότι θα μπορούσες και ακόμα καλύτερα. Για να είμαι ειλικρινής στα πρώτα δευτερόλεπτα μετά την ανάγνωση της δέν ήξερα άν την λάτρευα ή αν την μισούσα. Τελικά νομίζω συνέβη κάτι το ενδιάμεσο με κυρίαρχο το πρώτο. Άν και καλή σαν σύλληψη, ιδέα και τελείωμα, νιώθω όμως ότι της λείπει αυτό το "κάτι" που θα την μεταμόρφωνε απο απλά μια αρκετά καλή ιστορία σε κάτι που θα πείς αυτό το : Ουάου! Αυτό που ξεφεύγει... Ένιωσα ότι ήσουν πολύ κοντά, το άγγιξες, αλλά ταυτόχρονα να είσαι και μακριά. Ίσως σε αυτό το τελευταίο να ευθύνεται στο γεγονός ότι η ιστορία σου φαίνεται να είναι λίγο βιαστική, ότι δέν τις έδωσες πολύ χρόνο ή αρκετή μελέτη και προσοχή στις λεπτομέρειες ή χρόνο μέσα σου να αναπτυχθούν και ωριμάσουν κάποια στοιχεία της (τουλάχιστον αυτή την εντύπωση εμένα μου έδωσες). Μήν ξεχνάς ότι, οι λεπτομέρειες είναι όμως, σε ένα συγγραφικό κείμενο, που κάνουν, την πολυπόθητη διαφορά! Νομίζω, ότι εκεί έχασες αρκετούς σημαντικούς "πόντους". Όπως και να έχει, κατά την γνώμη μου, επαναλαμβάνω, ότι ήταν μια πάρα μα πάρα πολύ καλή προσπάθεια που αφήνει πολλές υποσχέσεις για τα συγγραφικά σου πονήματα στο μέλλον! Σου εύχομαι την επόμενη φορά να μπορέσεις να φτάσεις αυτό το "κάτι" παραπάνω, που θα κάνει τις ιστορίες σου να εκτοξευθούν στα Ουράνια! Edited September 2, 2009 by Innerspaceman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
synodoiporos Posted September 2, 2009 Author Share Posted September 2, 2009 Ευχαριστώ πολύ για την ανάγνωση και τα καλά σου λόγια, Νίκο. Αυτή η ιστορία είχε γραφτεί πριν από πολλά χρόνια, πρέπει να ήμουν μαθητής λυκείου ακόμη. Τώρα, καθώς την διαβάζω κι εγώ, μπορώ να διακρίνω εκείνα τα σημεία της που παραξενεύουν τον αναγνώστη ή του αφήνουν αυτήν την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Ίσως το πιο πετυχημένο σχόλιο ήταν του Namris : ''"Έγραψες μεν το διήγημα με το πάθος και την πένα ενός ποιητή, δεν το διάβασες όμως στην συνέχεια με το μάτι ενός αναγνώστη", κι όπως είχα απαντήσει τότε : ''η ιστορία θα μπορούσε σίγουρα να γραφτεί και με άλλους τρόπους και καλύτερους ενδεχομένως. Απλά, αυτός ήταν ο δικός μου τρόπος την δεδομένη στιγμή''. Λοιπόν, διάβασα πρόσφατα κάτι που γράφει ο Στήβεν Κίνγκ, λέει πως τα μικρά διηγήματα πηγάζουν από μία αίσθηση πίστης και γράφονται σε ένα ξέσπασμα πίστης κι ενθουσιασμού, είναι εκείνη ''η πράξη πίστης που μεταβάλλει μια πεποίθηση της στιγμής σε ένα πραγματικό αντίκειμενο''. Βέβαια, στην συνέχεια λέει ο Κίνγκ πως αυτό το άλμα πίστης γίνεται όλο και πιο δύσκολο στα κατοπινά χρόνια, όσο μεγαλώνει κανείς, και το μόνο που του μένει να κάνει είναι να γράφει μυθιστορήματα με.. μερικές χιλιάδες σελίδες το καθένα. Υποθέτω πως γι' αυτό μου αρέσουν αυτές οι μικρές ιστοριούλες μου ακόμη, επειδή είναι γραμμένες σε μία στιγμή πίστης και πάθους, ''εκ του περισσεύματος της καρδίας'', κι ας μην πατούν τόσο στέρεα στο έδαφος κι ας στερούνται της τέλειας τεχνικής. Ευχαριστώ και πάλι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adinol Doy Posted September 2, 2009 Share Posted September 2, 2009 Γι' ἄλλη μιὰ φορά, Συνοδοιπόρε, βρίσκομαι ἐνώπιον ἑνὸς ποιητικοῦ κειμένου. Καὶ γι' ἄλλη μιὰ φορὰ καταφέρνεις νὰ μὲ ἐκπλήξεις μὲ τὴν ὡριμότητα τοῦ ὕφους (μὰ πραγματικὰ ἔγραψες αὐτὸ τὸ κείμενο λυκειόπαις ὦν; ). Θὰ τὸ πῶ ξεκάθαρα, λοιπόν, ὅτι ναί, σὲ γενικὲς γραμμὲς μοῦ ἄρεσε πολὺ τὸ κείμενό σου. Ναί, μὲ κράτησε σὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ δὲν κουράστηκα οὔτε στιγμή. Ἔγραψα, ὅμως, "σὲ γενικὲς γραμμές". Γιατὶ τὸ κείμενό σου δὲν χάνει τόσο σὲ ἀληθοφάνεια, ὅπως ἔγραψαν ἄλλοι (τί εἴδους ἀληθοφάνεια ψάχνουμε σὲ ἕνα ποίημα; ) ὅσο στὸ νὰ ἐντοπίσεις τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ γραπτοῦ σου. Τὸ θέμα τῆς ἀλήθειας - μὲ τὴν φιλοσοφικὴ ἢ μεταφυσικὴ ἑρμηνεία - σὲ ἀπασχολεῖ γενικά (θυμᾶμαι ἀκόμα ἐκεῖνο τὸ διήγημά σου ποὺ δημοσίευσες πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο περίπου) καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι γιὰ σένα παίζει σπουδαῖο ρόλο. Κι ἐπειδὴ δὲν τὴν ἔχεις βρεῖ ἀκόμη τὴν Ἀλήθεια, δὲν ἔχεις ἐξάγει κάποιο προσωπικό σου συμπέρασμα, ὁπότε στριμώχνεις τὴν κατάληξη τῆς ἱστορίας σου σ' ἕνα ἐπιφανειακὸ (ἢ ἴσως κι εὔκολο) ψευδο-φιλοσοφικὸ ἀπόφθεγμα. Φυσικά, εἶναι λογικὸ νὰ συμβαίνει αὐτό. Ποιός ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἔχει καταλήξει στὴν Ἀλήθεια; Ἀλλὰ πᾶμε μακρυά... Τὸ κείμενό σου ἔχει τεράστιο δυναμικό. Ξέρεις νὰ χειρίζεσαι ἄψογα τὸν λόγο, ξέρεις νὰ χτίζεις τὴν ποιητικὴ προσέγγιση τοῦ πεζοῦ ποιήματος - πράγματα φανερά, δηλαδή. Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεσαι εἶναι νὰ ἐξερευνήσεις σὲ βάθος τὴν φιλοσοφική σου θεώρηση τῶν πραγμάτων καὶ νὰ μᾶς τὴν δώσεις σὰν κάτι μοναδικό. Ἀλλὰ σ' αὐτὸ τὸ ἐγχείρημα - τὸ νὰ γράψεις ἕνα φιλοσοφικὸ ποίημα σὲ πεζὴ μορφή - δὲν μπορεῖ νὰ σὲ βοηθήσει κανένας ὁμότεχνός σου, κανένας κριτικὸς ἀναγνώστης. Εἶναι, ὅπως καλὰ θὰ τὸ ξέρεις, μιὰ ἀπόλυτα μοναχικὴ διαδικασία. Κατὰ τ' ἄλλα, δέξου τὰ συγχαρητήριά μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
synodoiporos Posted September 3, 2009 Author Share Posted September 3, 2009 (edited) Αχ, πώς να απαντήσω σε αυτά σου τα λόγια, Παναγιώτη. Για ακόμη μία φορά αποδεικνύεσαι ένας ευγενής (gentleman) της λογοτεχνίας. Θέλω να πιστεύω πως τελευταία έχω προσθέσει στην γραφή μου και την ωριμότητα του πεζού ύφους, όχι μόνο του ποιητικού (αν μπορούμε να το πούμε έτσι). Λοιπόν, πάνω που αναρωτιόμουν πού είχες χαθεί, αλλά μάλον η απουσία σου από το forum οφειλόταν στις καλοκαιρινές διακοπές. Keep in touch, σύντομα θα χρειαστώ την γνώμη σου και σε κάτι πιο horror. Edited September 3, 2009 by synodoiporos Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.