Jump to content

Write off #5 (Rikochet vs mistseeker)


Βάρδος
 Share

Recommended Posts

edit 7/1/09: Ενδείξεις Poll Rikochet 6 Mistseeker 4

 

 

Πρόλογος

 

Ο νυχτερινός άνεμος σφύριζε, χαϊδεύοντας τους ψηλούς βράχους του χερσότοπου και περνώντας ανάμεσά τους, σηκώνοντας ξερό χώμα από το τραχύ, πετρώδες έδαφος και στέλνοντάς το στα μάτια του ταξιδιώτη, ο οποίος προσπαθούσε να προστατέψει το πρόσωπό του μέσα στην κουκούλα της κάπας του.

Επρόκειτο για μια φιγούρα μετρίου αναστήματος, που δε θα μπορούσε κανείς να καθορίσει το φύλο ή την ηλικία της, κοιτάζοντας το ντύσιμό της ή τον τρόπο που βάδιζε· γιατί φορούσε ρούχα τριμμένα από το ταξίδι και μπότες έτοιμες να διαλυθούν, ενώ το βήμα της ήταν, στην πραγματικότητα, μια σειρά από ακανόνιστα τρεκλίσματα. Ίσως ο ταξιδιώτης να έκρυβε κάποιο τραύμα μέσα στην κάπα του –αν και αίμα δε φαινόταν να τρέχει– ή ίσως, απλά, να είχε εξαντληθεί από τη μακρινή του πορεία.

Πάντως, δεν ήταν μόνος στην ερημιά που απλωνόταν ως τα πέρατα του ορίζοντα. Ένα πλάσμα τον ακολουθούσε, με τη μορφή του δυσδιάκριτη στο αχνό φεγγαρόφωτο της νύχτας. Θα μπορούσε να είναι τετράποδο, αλλά και δίποδο, επειδή, καθώς κινείτο, μια έτρεχε στα τέσσερα μια βάδιζε στα δύο. Όμως πάντα τα νύχια του γυάλιζαν, όπως επίσης και τα στενά του μάτια. Τι μπορεί να ήθελε από τον ταξιδιώτη, ο άνεμος δε γνώριζε· μα ήταν φανερό πως τον παρακολουθούσε σε κάθε του βήμα, χωρίς φανερή διάθεση να του επιτεθεί. Πιθανώς να περίμενε κάτι…

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

Φυγή στο Τίποτα

 

Ο νυχτερινός άνεμος σφύριζε, χαϊδεύοντας τους ψηλούς βράχους του χερσότοπου και περνώντας ανάμεσά τους, σηκώνοντας ξερό χώμα από το τραχύ, πετρώδες έδαφος και στέλνοντάς το στα μάτια του ταξιδιώτη, ο οποίος προσπαθούσε να προστατέψει το πρόσωπό του μέσα στην κουκούλα της κάπας του. Επρόκειτο για μια φιγούρα μετρίου αναστήματος, που δε θα μπορούσε κανείς να καθορίσει το φύλο ή την ηλικία της, κοιτάζοντας το ντύσιμό της ή τον τρόπο που βάδιζε• γιατί φορούσε ρούχα τριμμένα από το ταξίδι και μπότες έτοιμες να διαλυθούν, ενώ το βήμα της ήταν, στην πραγματικότητα, μια σειρά από ακανόνιστα τρεκλίσματα. Ίσως ο ταξιδιώτης να έκρυβε κάποιο τραύμα μέσα στην κάπα του –αν και αίμα δε φαινόταν να τρέχει– ή ίσως, απλά, να είχε εξαντληθεί από τη μακρινή του πορεία.

 

Πάντως, δεν ήταν μόνος στην ερημιά που απλωνόταν ως τα πέρατα του ορίζοντα. Ένα πλάσμα τον ακολουθούσε, με τη μορφή του δυσδιάκριτη στο αχνό φεγγαρόφωτο της νύχτας. Θα μπορούσε να είναι τετράποδο, αλλά και δίποδο, επειδή, καθώς κινείτο, μια έτρεχε στα τέσσερα μια βάδιζε στα δύο. Όμως πάντα τα νύχια του γυάλιζαν, όπως επίσης και τα στενά του μάτια. Τι μπορεί να ήθελε από τον ταξιδιώτη, ο άνεμος δε γνώριζε• μα ήταν φανερό πως τον παρακολουθούσε σε κάθε του βήμα, χωρίς φανερή διάθεση να του επιτεθεί. Πιθανώς να περίμενε κάτι.

 

Περιμένεις να εξαντληθώ, έτσι δεν είναι, τρισκατάρατο πλάσμα; σκέφτηκε ο ταξιδιώτης. Περιμένεις να χάσω το κουράγιο μου, για να’ρθεις να μου πάρεις αυτό που τόσο πολύ ποθείς…

 

Συνέχισε να περπατάει, κουτσαίνοντας και παραπατώντας, πονώντας σε κάθε του βήμα. Η κούραση της πορείας ήταν πια κάτι πέρα απ’αυτόν: Είχε πρωτοεμφανιστεί πριν από αρκετές ημέρες αλλά είχε γιγαντωθεί το βράδυ της προηγούμενης νύχτας, όταν είχε βιώσει τη μετατροπή της κόπωσής του σε πόνο, απέραντο πόνο που ξεκινούσε απ’τα λαγόνια του και τα πόδια του αλλά έφτανε κι άγγιζε κάθε σημείο του σώματός του. Τότε είχε πέσει στα γόνατα, κλαίγοντας βουβά, νομίζοντας πως είχε έρθει η ώρα του να πεθάνει δυο θανάτους: Το σωματικό λόγω της κόπωσής του κι άλλον ένα, τον τελικό, όταν ο διώκτης του θα διεκδικούσε απ’αυτόν την ψυχή που κάποτε είχε πουλήσει σ’έναν απ’αυτούς που κυνηγούσε.

 

Γιατί αυτό ήταν το τίμημα που έπρεπε τώρα να πληρώσει ο Έρεαν, κάποτε κυνηγός δαιμόνων, μα τώρα κυνηγημένος απ’τα θηράματά του.

 

Όμως είχε καταφέρει, για λίγο έστω, να νικήσει τις επιταγές του κορμιού του με τη δύναμη της θέλησής του και να συνεχίσει την απελπισμένη πορεία και διαφυγή του. Αλλά το γιατί περπατούσε, το που πήγαινε και το πώς τελικά θα ξέφευγε, ήταν ερωτήματα στα οποία οι γνώσεις του για τους εχθρούς του δεν είχαν να προσφέρουν απαντήσεις.

 

Ο κυνηγημένος κυνηγός κοντοστάθηκε για να πάρει δυνάμεις στην κορυφή ενός ελαφρά ανηφορικού λόφου που το μονοπάτι το οποίο ακολουθούσε διέσχιζε, κι έριξε μια ματιά πίσω του. Όχι πολύ μακριά του δυο χάντρες που έλαμπαν σε πορφυρή απόχρωση έπαιζαν πάνω-κάτω, πλησιάζοντας. Λίγες στιγμές μετά που τις διάκρινε, οι χάντρες σταμάτησαν, κι αναβόσβησαν μια δυο φορές.

 

Ο Έρεαν γνώριζε πως ο διώκτης του θα τον πλησίαζε πιο κοντά μόνο όταν θα έχανε τις αισθήσεις του∙ γιατί η Ευλογημένη Λεπίδα του κι η Σφραγίδα του Ψυχοπομπού -την οποία είχε σχεδιάσει στο μέτωπό του με ανεξίτηλο μελάνι από αίμα νεκρού, όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί στο δάσκαλό του, πριν από μερικές ημέρες- κρατούσαν το πλάσμα που τον κατεδίωκε μακριά και το πνεύμα του ασφαλές, μόνο όμως για όσο χρόνο είχε τις αισθήσεις του. Μα όταν θα τις έχανε, είτε απ’την κούραση, είτε απ’την έλλειψη ύπνου, είτε απ’τα τραύματα μιας μάχης, θα ταξίδευε στον κόσμο των πνευμάτων. Κι εκεί, ο διώκτης του είχε τα δικά του τεχνάσματα για ν’απλώσει χέρι στην ψυχή του και να διεκδικήσει όλα όσα ήταν ο Έρεαν.

 

Το ξεραμένο στόμα του προσπάθησε να φτύσει χρησιμοποιημένο σάλιο, αλλά ελάχιστες σταγόνες έφτασαν στο έδαφος. Ο άντρας έβηξε ξερά και προσπάθησε ν’αναπνεύσει πανικόβλητα, ακανόνιστα, χαοτικά. Ευχήθηκε να είχε πάρει περισσότερο νερό μαζί του –πάνω του-, όταν είχε μπεί στην κοκκινοχώματη ερημιά της Τζιχάα, γυρεύοντας το λημέρι του Κουλού Ερημίτη. Δε μπορούσε να είχε φανταστεί τότε, βέβαια, ότι θα έβρισκε αυτό τον Ερημίτη, -για πολλά χρόνια δάσκαλό του στη Δαιμονογνωσία- νεκρό, μισοφαγωμένο από το δαίμονα που τώρα τον κυνηγούσε. Ούτε μπορούσε να φανταστεί ότι θα έχανε το άλογό του κι όλες τις προμήθειές του απ’τα νύχια του πλάσματος, πριν προλάβει να χαράξει στο μέτωπό του με το μαχαίρι του τη Σφραγίδα του Ψυχοπομπού, όπως ο –πλέον νεκρός- μέντοράς του τον είχε διδάξει να κάνει σε στιγμές απόλυτου κινδύνου, όταν η ψυχή του θα ήταν το τίμημα της ήττας.

 

Κι έτσι τώρα, με το μέτωπό του χαραγμένο, διψασμένος, πεινασμένος, κουρασμένος και πληγωμένος, ο Έρεαν της Τάξης των Δαιμονοκυνηγών γονάτισε για δεύτερη –κι ίσως τελευταία- φορά. Τράβηξε την Ευλογημένη Λεπίδα και προσπάθησε να στηριχθεί, αλλά οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν με πιο γρήγορους ρυθμούς απ’όσο η θέλησή του μπορούσε να ανακόψει∙ το απλό, ατσάλινο σπαθί έπεσε στο έδαφος σηκώνοντας χώμα που έπεσε στα σύμβολα στη λεπίδα του. Κι ο άντρας έχασε τις αισθήσεις του καθώς σωριάστηκε με τη σειρά του δίπλα στ’όπλο του.

 

Ένα χαμόγελο πιο σατανικό κι απ’την πιο διαβολική γκριμάτσα μιας Εφιαλτοπερπατήστρας Μάγισσας σχηματίστηκε στο πρόσωπο του τέρατος καθώς φως του χλωμού φεγγαριού άστραψε πάνω στα κοφτερά δόντια του. Με αργά βήματα, ο Χνεώθ, ο Ψυχοφάγος, πλησίασε το θήραμά του.

 

Ο Χνεώθ σκέφτηκε πόσο τυχερός ήταν σ’αυτή του την επιδρομή στις κρυψώνες των διωκτών της σέκτας του: Όχι μόνο είχε κατορθώσει να εντοπίσει και να σκοτώσει τον Κουλό Ερημίτη, διεκδικώντας την ψυχή του στο όνομα των αφεντάδων του, αλλά τώρα ήταν έτοιμος ν’αποτελειώσει και το εκτελεστικό όργανό του, τον Έρεαν. Ο δαίμονας σηκώθηκε στα πίσω του πόδια και ούρλιαξε θριαμβευτικά τη νικητήρια ιαχή του, απλώνοντας τα χέρια του προς τον ουρανό για να ευχαριστήσει τη Σελήνη για όσα του είχε δώσει: Ένα μακρόσυρτο «Ιαααααααα» αντήχησε στους χωματόλοφους της Ερημιάς της Τζιχάα.

 

Το δαιμονικό πλάσμα έσκυψε πάνω απ’τον ετοιμοθάνατο, αναίσθητο άνθρωπο και περιεργάστηκε τον αέρα πάνω απ’τη χαραγμένη σπείρα στο μέτωπό του. Το σύμβολο αυτό έκανε το Χνεώθ να νοιώθει άσχημα, αν και δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει: Εξέπεμπε αύρα η οποία δεν ήταν ποτισμένη με την ευωδία του Κακού ή τη βρώμα του Καλού∙ παρόλ’αυτά όμως, δρούσε αποτρεπτικά γι’αυτόν: Τον εμπόδιζε να φτάσει στην Ψυχή του θύματός του και να πιεί απ’αυτήν: Το πηγάδι της ψυχής του Έρεαν ήταν γι’αυτόν ένα άδειο, σκοτεινό δωμάτιο, κι όχι μια πλημμύρα από εικόνες, ήχους σκέψεις και συναισθήματα που τόσο αδηφάγα θα κατάπινε.

 

Θα το ξεπεράσω, όμως, σκέφτηκε ο Χνεώθ. Και νομίζω πως θα το κάνω με πολύ ταιριαστό τρόπο, συμπλήρωσε στον εαυτό του και χαμογέλασε.

 

Έπιασε με προσοχή την Ευλογημένη Λεπίδα απ’τη λαβή της. Τα σύμβολα στη λάμα έλαμπαν σε χρυσή απόχρωση και τον ενοχλούσαν πολύ, προκαλώντας του πόνο και μόνο που τα κοίταζε. Με τρεμάμενο το μπροστινό χέρι-πόδι του, ο δαίμονας άρχισε να γδέρνει το μέτωπο του Έρεαν, προσπαθώντας ν’αφαιρέσει τη Σφραγίδα που είχε χαραχτεί. Πολύ αίμα έτρεξε απ’το μέτωπο του άντρα και χύθηκε στο έδαφος, βάφοντας το κόκκινο χώμα ακόμα πιο κόκκινο.

 

«Δεν πρέπει να το κάνεις αυτό,» άκουσε μια φωνή πίσω του, κάπου μακριά.

 

Πετώντας μακριά τη Λεπίδα, ο Χνεώθ γύρισε απότομα προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή της φωνής. Γρύλλισε αγριεμένα και γύμνωσε τα δόντια του: Η μεγάλη διχαλωτή γλώσσα του βγήκε απ’το στόμα του και μαστίγωσε τον αέρα μπροστά του, δημιουργώντας ανατριχιαστικές ριπές ήχου.

 

«Μάζεψε τη γλώσσα σου, δαίμονα, γιατί δε σε φοβάμαι,» είπε η φωνή και μια ανθρώπινη μορφή ξεχώρισε μες στη σκοτεινιά της νύχτας, ανεβαίνοντας το χωματόλοφο. Ήταν ένας άντρας που φορούσε κι αυτός, όπως ο Έρεαν, ταξιδιωτικά ρούχα, ταλαιπωρημένα, αλλά πρακτικά, λειτουργικά. Το παρουσιαστικό του, έτσι όπως ο Χνεώθ τον παρατήρησε, ήταν μάλλον νεανικό, με αδιάφορη κατατομή.

 

Φύγε, σκέφτηκε ο Χνεώθ, γνωρίζοντας πως ο άγνωστος ταξιδιώτης επρόκειτο να τον ακούσει με τ’αυτιά του μυαλού του. Ότι συμβαίνει εδώ δεν είναι δική σου υπόθεση. Φύγε και θα γλιτώσεις τουλάχιστο τη δική σου ζωή!

 

«Ίσα ίσα που είναι απόλυτα δική μου υπόθεση!» αντιμίλησε η φιγούρα. «Αυτός ο άνθρωπος ζήτησε την προστασία μου, αφού φοράει το σύμβολό μου! Μείνε μακριά του αλλιώς θα υποστείς τις συνέπειες!»

 

Το πρόσωπο του Χνεώθ παραμορφώθηκε από θυμό και τα κόκκινα μάτια του στένεψαν μέσα στις κόγχες τους. Χωρίς να σκεφτεί κάτι άλλο, συσπειρώθηκε και μετά εκτινάχθηκε προς τον άγνωστο άντρα.

 

Με μια ευέλικτη κίνηση ο άντρας απέφυγε το δαίμονα, που προσγειώθηκε στα πόδια του. Οι δύο φιγούρες στάθηκαν η μια απέναντι στην άλλη κι αλληλοζυγιάστηκαν. Μετά ο Χνεώθ ρουθούνισε αγριεμένα στημένος στα τέσσερα άκρα του κι επιτέθηκε πάλι. Ο άντρας, χωρίς να δειλιάσει, έριξε ένα γρήγορο χτύπημα με το ραβδί του στο πρόσωπο του πλάσματος που οπισθοχώρησε τρεκλίζοντας, πιάνοντας με τα μπροστινά άκρα του το σημείο όπου είχε δεχτεί το χτύπημα.

 

«Στο είπα πως θα υποστείς τις συνέπειες,» είπε ο άντρας, χωρίς να χαλαρώσει την άμυνά του. «Δε μ’ενδιαφέρει να σου κάνω κακό, αλλά θα το κάνω, αν χρειαστεί,» πρόσθεσε.

 

Ποιος είσαι; σκέφτηκε ο Χνεώθ. Τι είσαι; Δε μπορώ να μυριστώ την ψυχή σου, είπε μετά με τη φωνή του μυαλού του.

 

«Εσύ δε με γνωρίζεις, μα εγώ ξέρω τ’αφεντικά σου! Όλους τους!» απάντησε ο ταξιδιώτης. «Και ξέρω κι αρκετούς απ’τους υπηρέτες τους, όπως εσένα!» συμπλήρωσε. «Τη ψυχή μου δε μπορείς να τη μυριστείς, γιατί δεν υπάρχει! Είμαι άδειος, κενός. Είμαι ο Ψυχοπομπός της Λήθης!»

 

Σ’έχω ακούσει, στις ιστορίες των τρελόγερων που κατοικούν εδώ, μίλησε το μυαλό του πλάσματος. Λένε πως παίρνεις τις ψυχές των απελπισμένων και τις πάς εκεί που κανείς δε μπορεί να τις πειράξει…

 

«Έτσι είναι! Εκεί που ούτε Άγγελοι Κυρίου, σαν τους εχθρούς σου, ούτε Έμποροι Ψυχών, όπως ο αφέντης σου, μπορούν ν’απλώσουν χέρι πάνω τους!»

 

Αυτός εδώ δεν είναι και κανένας άγιος, άνθρωπε! φώναξε το μυαλό του Χνεώθ. Οι Δαιμονοκυνηγοί πουλάνε τις ψυχές τους στους δασκάλους τους, για ν’αποκτήσουν τη γνώση που χρειάζεται για να μας πολεμήσουν! Και δε θες να μάθεις τι θυσίες κάνουν για να προστατεύονται απ’τις δυνάμεις μας…

 

«Δε μ’ενδιαφέρουν οι αμαρτίες του, ακόμη κι αν είναι οι μεγαλύτερες όλων. Δεν είμαι κριτής και δε θα τον κρίνω. Ζήτησε να βυθιστεί στη Λήθη, χαράζοντας τη Σπείρα της Κενότητας στο μέτωπό του. Και θα τον βοηθήσω να το κάνει, προστατεύοντάς τον από την εκδίκηση του Καλού και του Κακού, αν αυτές τον κυνηγάνε!» απάντησε ο Ψυχοπομπός. «Είμαι το μεσαίο μονοπάτι!» συμπλήρωσε.

 

Θα το σβήσω αυτό το μονοπάτι, ψιθύρισε στη γλώσσα του Αχέροντα ο δαίμονας και σηκώθηκε όρθιος, έτοιμος να επιτεθεί.

 

«Δε νομίζω πως θα το καταφέρεις!» απάντησε ο άντρας. «Έχω αντιμετωπίσει και δυνατότερα πλάσματα από’σένα!»

Ο Χνεώθ όρμησε.

 

Άνθρωπος και δαίμονας έγιναν ένα κουβάρι που κυλίστηκε στο χώμα. Νύχια έσκισαν ρούχα και δέρμα και δόντια δάγκωσαν- μαγεμένα ραβδιά έλαμψαν απόκοσμα κάτω απ’το φεγγαρόφως, καίγοντας ανίερη σάρκα.

 

Ο Χνεώθ υποχώρησε, με το σώμα του ακόμη να καπνίζει στα σημεία όπου ο Ψυχοπομπός τον είχε χτυπήσει με το ραβδί του. Ο νεαρός άντρας υποχώρησε κι αυτός, μ’αίμα να τρέχει από μικρές πληγές σε διάφορα σημεία όπου τα νύχια και τα δόντια του δαίμονα είχαν χτυπήσει.

 

«Λήθη, προστρέχω σ’εσένα και ζητώ τη βοήθειά σου,» επικαλέστηκε ο νεαρός άντρας και το ραβδί του φώτισε όλο το λόφο με γαλάζια λάμψη, αστράφτοντας εκτυφλωτικά. «Φύγε κι εσύ Χνεώθ Ψυχοφάγε! Θα παραμείνεις πεινασμένος απόψε!»

 

Χίλιες ψυχές νεκρών να τρώνε τη δικιά σου ζωντανή για μια αιωνιότητα, καταράστηκε από μέσα του ο δαίμονας κι απομακρύνθηκε παραπατώντας, τρίβοντας τις πολλές πληγές του.

 

Η λάμψη της Ράβδου του Ψυχοποιμένα έσβησε σιγά σιγά κι ο Ψυχοπομπός πλησίασε τον Έρεαν, που ανέπνεε ακόμη, αν κι ελάχιστα. Η ψυχή του ετοιμαζόταν να φτερουγίσει.

 

Ο νεαρός άντρας γονάτισε πάνω απ’το Δαιμονοκυνηγό και γαλάζια φλόγα εμφανίστηκε στα μάτια του, καθώς άγγιξε με το δάχτυλό του τη χαραγμένη σπείρα. Το σύμβολο έλαμψε κι αυτό για μια στιγμή και μετά έσβησε. Το στήθος του Δαιμονοκυνηγού σταμάτησε να κινείται, καθώς η ζωή του σ’αυτό τον κόσμο τέλειωσε.

 

«Σου χαρίζω μόνο ασφάλεια μέσα στη λησμονιά σου, μέχρι η Ύπαρξη να βαρεθεί να σε ψάχνει,» ψιθύρισε ο Ψυχοπομπός και σηκώθηκε όρθιος. «Σου χαρίζω γαλήνη πέρα απ’το Καλό και το Κακό,» συμπλήρωσε το μονόλογό του. Και μετά άρχισε να σκάβει τον τάφο του Έρεαν, που κάποτε ανήκε στον Κόσμο, αλλά τώρα ανήκε στο Πουθενά.

 

ΤΕΛΟΣ

Edited by mistseeker
Link to comment
Share on other sites

Ο νυχτερινός άνεμος σφύριζε, χαϊδεύοντας τους ψηλούς βράχους του χερσότοπου και περνώντας ανάμεσά τους, σηκώνοντας ξερό χώμα από το τραχύ, πετρώδες έδαφος και στέλνοντάς το στα μάτια του ταξιδιώτη, ο οποίος προσπαθούσε να προστατέψει το πρόσωπό του μέσα στην κουκούλα της κάπας του.

Επρόκειτο για μια φιγούρα μετρίου αναστήματος, που δε θα μπορούσε κανείς να καθορίσει το φύλο ή την ηλικία της, κοιτάζοντας το ντύσιμό της ή τον τρόπο που βάδιζε•, γιατί φορούσε ρούχα τριμμένα από το ταξίδι και μπότες έτοιμες να διαλυθούν, ενώ το βήμα της ήταν, στην πραγματικότητα, μια σειρά από ακανόνιστα τρεκλίσματα. Ίσως ο ταξιδιώτης να έκρυβε κάποιο τραύμα μέσα στην κάπα του -αν και αίμα δε φαινόταν να τρέχει- ή ίσως, απλά, να είχε εξαντληθεί από τη μακρινή του πορεία.

 

Πάντως, δεν ήταν μόνος στην ερημιά που απλωνόταν ως τα πέρατα του ορίζοντα. Ένα πλάσμα τον ακολουθούσε, με τη μορφή του δυσδιάκριτη στο αχνό φεγγαρόφωτο της νύχτας. Θα μπορούσε να είναι τετράποδο, αλλά και δίποδο, επειδή, καθώς κινείτο, μια έτρεχε στα τέσσερα μια βάδιζε στα δύο. Όμως πάντα τα νύχια του γυάλιζαν, όπως επίσης και τα στενά του μάτια. Τι μπορεί να ήθελε από τον ταξιδιώτη, ο άνεμος δε γνώριζε• μα ήταν φανερό πως τον παρακολουθούσε σε κάθε του βήμα, χωρίς φανερή διάθεση να του επιτεθεί. Πιθανώς να περίμενε κάτι…

 

Υπήρχαν πολλές αιτίες που θα μπορούσαν να κάνουν έναν άνθρωπο να τρεκλίζει -- κούραση μετά απο κοπιαστική δουλειά, κάποιο δηλητήριο που μόλις άρχιζε να επιδρά, ίσως και μια νύχτα πνιγμένη στο πιοτό. Τίποτα απ'όλα αυτά όμως δεν ίσχυαν πάνω στον συγκεκριμένο άντρα. Όχι, η αιτία ήταν κάτι που ο ίδιος -ένας απλός στρατιώτης- δεν μπορούσε να κατανοήσει.

 

Δεν είχε καταλάβει τι συνέβη τότε που μπήκε σ'εκείνη την απομονωμένη σπηλιά. Το μόνο που θυμόταν ήταν... χρώματα. Πολλά και περίεργα χρώματα, και ύστερα πόνος. Μεγάλος πόνος.

 

Ένα πράγμα ήξερε: Έπρεπε να φτάσει στην Πρώτη Πληγή, τα ερείπια που κάποτε ήταν ναός αφιερωμένος στα Πνεύματα.

 

Πριν απο την είσοδο του σ'εκείνη την τρισκατάρατη σπηλιά δεν γνώριζε τίποτα για τον εν λόγω ναό, ούτε για την ύπαρξη του, ούτε για το που βρισκόταν. Το τελευταίο του έγινε γνωστό αμέσως μόλις συνήλθε απο τα πρόσφατα συμβάντα, σαν κάποιος να είχε χαράξει ένα χάρτη στο μυαλό του, και να είχε σημείωσει ειδικά αυτή την τοποθεσία.

 

Δεν ήξερε γιατι έπρεπε να πάει εκεί, όμως θα πρέπει να ήταν κάτι μεγάλης σημασίας, γιατι δεν μπορούσε να σταματήσει. Απλώς περπατούσε, δίχως σταματημό, χωρίς να κουράζεται.

 

Απο τη στιγμή που ξεκίνησε το ταξίδι ένιωθε σαν κάτι να έχει αλλάξει μέσα του... σαν κάτι να του λείπει. Κι'όμως, ό,τι κι'αν ήταν αυτό που του έλλειπε, δεν είχε αφήσει πίσω του κενό. Είχε αντικατασταθεί με κάτι άλλο, το οποίο μέρα με τη μέρα έκανε την νοσταλγία για... αυτό που του έλειπε διαρκώς μεγαλύτερη.

 

Είχε την ελπίδα οτι μόλις έφτανε στην Πρώτη Πληγή θα το έβρισκε, ό,τι κι'αν ήταν αυτό. Το γεγονός αυτό όμως τον ενοχλούσε, τον έκανε να νιώθει όλο και πιό αδύναμος.

 

Ώρες-ώρες είχε την υποψία πως τον... κατάπινε απο μέσα του. Ήλπιζε πως αυτό το πράγμα θα έφευγε μόλις ο ίδιος έφτανε στον ναό. Μετά απο κάμποσες ακόμα ώρες μπόρεσε να διακρίνει μεγάλους ογκόλιθους στον ορίζοντα, και μόλις έπεσε η ματιά του επάνω τους, ήξερε οτι η Πρώτη Πληγή ήταν πιο κοντά απο ποτέ.

 

Με ανανεωμένη την ελπίδα συνέχισε, χωρίς να δίνει σημασία στο γεγονός οτι οι μπότες του ήταν πλέον μισοδιαλυμένες, παρα μόνο κοιτάζοντας τον μεγάλο ασημένιο δίσκο που τον έλουζε με ένα σχεδόν απόκοσμο φώς.

 

Δεν θα έχει καταλάβει τίποτα ο ηλίθιος, αυτό είναι σίγουρο, αναλογίστηκε το πλάσμα που -κρατώντας πάντα μια απόσταση- ακολουθούσε τον μοναχικό ταξιδιώτη.

 

Χάρη στις έμφυτες ικανότητες του κατάφερνε να κρύβεται απο την ματιά του θνητού -- ικανότητες που ακόμα και ο πιο αδύναμος Εφιάλτης διέθετε. Η ώρα έχει φτάσει, γι'αυτό είμαι σίγουρος, σκέφτηκε.

 

Ναι, η ώρα πράγματι είχε φτάσει. Η ώρα που οι Εφιάλτες θα μπορούσαν -επιτέλους!- να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις δυνάμεις τους, και να εξαπλωθούν στον κόσμο. Παιδιά του Σκότους, ζούσαν -αν μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς ζωή αυτό που περνάμε- μέσα στο Σκότος, και κάθε μέρος οπου το Σκότος είχε επιρροή.

 

Είτε ήταν το υποσυνείδητο ενός εγκληματία, είτε οι ερεβώδεις σκιές ενός υπογείου, είτε ένα αχανές και σκοτεινό τοπίo όπως αυτό εδώ, οι Εφιάλτες υπήρχαν. Η ίδια τους η ύπαρξη βασιζόταν στο Σκότος, και, κατανοώντας τη φύση τους, υπήρχε δυνατότητα η δύναμη τους να φτάσει σε επικίνδυνα -για τους θνητούς- επίπεδα.

 

Όμως αυτό ποτέ δεν είχε συμβεί ως τώρα -- οι δυνάμεις τους περιορίζονταν κυρίως στο να κρύβονται και να ξεγελούν τους θνητούς. Μπορούσαν να γίνονται ένα με το σκοτάδι, να τρυπώνουν στις πιο αμαρτωλές και σκοτεινές σκέψεις κάποιου και να βρίσκουν καταφύγιο εκεί, ή ακόμα και να εισέρχονται στις σκιές των θνητών, δημιουργώντας καρικατούρες και φρικωδίες και τρομάζοντας τους.

 

Όλα αυτά, ο συγκεκριμένος Εφιάλτης τα θεωρούσε γελοία. Μα τώρα είχε νιώσει το Κάλεσμα, το είχε νιώσει απο τη στιγμή που αυτός εδώ ο θνητός είχε μπει στη σπηλιά. Αχ και νά 'ξερε τι ήταν αυτό που αντιμετώπισε μέσα στη σπηλιά. Σίγουρα τα πόδια του δεν θα τον κράταγαν απ'το φόβο.

 

Δεν ήταν και λίγο να αντιμετωπίσεις την ίδια την Κόρη του Χάους, και μάλιστα να μπει μέσα σου! Αυτό ήταν κάτι το αδιανόητο, που ο Εφιάλτης δεν μπορούσε να καταλάβει.

 

Πως μπόρεσε η θνητή του σάρκα να αντέξει τέτοια ισχύ; Δεν τον ένοιαζε και πάρα πολύ βέβαια. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν το αποτέλεσμα -- η εξάπλωση των Εφιαλτών. Ω, ναι.Το έχουμε συμφωνήσει. Εκείνη θα μας αφήσει να ταξιδέψουμε μέσω Αυτής, και εμείς θα τη βοηθήσουμε να εξαπλωθεί σε όλη την Ύπαρξη. Με τη βοήθεια Αυτής το ταξίδι μας θα είναι πιο εύκολο, και οι δυνάμεις μας δεν θα έχουν φραγμό. Ω ναι, αυτή θα είναι μια επεισοδιακή νύχτα...

 

Δεν άντεχε άλλο. Η οντότητα μέσα του –τώρα πια ήταν σίγουρος ότι μέσα του υπήρχε κάτι ζωντανό- με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε τον απομυζούσε όλο και πιο πολύ. Τώρα πια ήξερε ότι μόνο ένα πράγμα θα τον γλύτωνε από τα μαρτύριο του: Ο θάνατος. Και, τώρα που τον είχε αποδεχτεί, τον αποζητούσε με κάθε του ανάσα, με κάθε του βήμα, με κάθε χτύπο της καρδιάς του.

 

Ο δρόμος του είχε μετατραπεί σε μια ατέλειωτη πορεία προς το Τέλος, εκεί οπου τα πάντα θα τέλειωναν για αυτόν, και το φορτίο δεν θα ήταν πια δικό του. Διαισθανόταν πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε μόλις αυτός θα έφτανε στο ναό, και παρατήρησε πως ακόμα και η συμπεριφορά της φύσης είχε αλλάξει˙ έπρεπε να έχει ξημερώσει εδώ και ώρες.

 

Έφτασε προς τα ερείπια, τα οποία έδιναν την εντύπωση πως ήταν τόσο παλαιά, που κι’ο Χρόνος ακόμα τα είχε ξεχάσει. Ογκόλιθοι μισοχωμένοι στο έδαφος, λεπτές στήλες με σύμβολα χαραγμένα επάνω τους, πέτρινα καρφιά που εξείχαν, απειλητικά σχεδόν, από το χέρσο έδαφος. Η ψύχρα έδωσε τη θέση της στην άπνοια, καθώς ο άντρας κατευθύνθηκε παραπατώντας μέχρι το κέντρο των ερειπίων.

 

Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε, και ο ταξιδιώτης ένιωσε τη μεγάλη δύναμη που επρόκειτο να απελευθερωθεί. Τα σύμβολα στις πέτρες ξάφνου απέκτησαν ζωή˙ άρχισαν να λικνίζονται και να τρεμοπαίζουν πάνω στην πέτρα, περικυκλωμένα από μια απόκοσμη λάμψη.

 

Για μια στιγμή, ο άντρας πάγωσε στη θέση του. Ύστερα, νιώθοντας ένα κύμα ενέργειας να προσπαθεί να βρεί δίοδο για να βγεί μέσα από το σώμα του, τεντώθηκε ολόκληρος. Σπασμοί διέτρεξαν όλο το κορμί του, και σε κάθε τράνταγμα ένιωθε και ένα κόκκαλο του να θρυμματίζεται. Δεν είχε ξανανιώσει τέτοιο πόνο.

 

Αισθανόταν σαν να είχε τοποθετηθεί στη σιδερένια αγκάλη μιας μέγγενης, που τον διέλυε σιγά-σιγά. Ένιωσε να καίγεται. Μύρισε την καμμένη σάρκα του. Ούρλιαξε.

 

Ο Εφιάλτης χαμογέλασε ευχαριστημένος. Είδε τα ερείπια να πυρώνουν, είδε τον άντρα τεντώνεται, να καίγεται, το σώμα του να διαλύεται. Και τώρα, το καλύτερο.

 

Το έδαφος τραντάχτηκε, σημαίνοντας τον ερχομό των ομόφυλων του. Ο χερσότοπος πλημμύρισε από δεκάδες, χιλιάδες Εφιάλτες. Όλοι τους είχαν πάρει την μορφή του Ζώου του Σκότους: Μισοί θηρία, μισοί καθαρό σκοτάδι, αυτή ήταν η δυνατότερη μορφή που μπορούσαν να πάρουν προς το παρόν.

 

Το πλήθος συγκεντρώθηκε γύρω από το ναό, που τώρα πια ήταν τυλιγμένος σε εξώκοσμες φλόγες. Γρυλίσματα, ο ήχος νυχιών που ξύνεται στο χώμα, αλλόκοτες φωνές σε γλώσσες πρωτάκουστες και το διαρκές υπόκωφο βουητό που συνόδευε την ισχυρή παρουσία του Σκότους σε ένα μέρος, συνέθεταν μια εφιαλτική μελωδία που έκανε ακόμα και τον αέρα να ανατριχιάσει, και να πάψει να «χαϊδεύει» το συγκεκριμένο μέρος με απαλές ριπές ψύχρας.

 

Τότε, αναπάντεχα, η φωτιά έσβησε, αφήνοντας στη θέση της στάχτη, και καψαλισμένα ερείπια. Οι Εφιάλτες ήξεραν ότι η ώρα είχε φτάσει. Ένας-ένας στην αρχή, και ύστερα όλοι μαζί, ορμούσαν προς το κέντρο των ερειπίων, απ’όπου εκτινάσσονταν στον αέρα από ένα πολύχρωμο συντριβάνι, και εξαφανίζονταν.

 

Χιλιάδες σκιές γέμισαν τον ουρανό τότε, και όσο ξαφνικά είχαν εμφανιστεί, έτσι εξαφανίστηκαν. Κάτι δεν πάει καλά, συλλογίστηκε ο Εφιάλτης, βλέποντας πως ανάμεσα στους ομόφυλους του είχε δημιουργηθεί αναταραχή. Οργισμένες φωνές έφτασαν στα αυτιά του: «Μας πρόδωσε! Αυτή μας πρόδωσε! Καταραμένη να είναι!» ούρλιαζε κάποιος, καθώς χανόταν μέσα στον κυκεώνα χρωμάτων του Συντριβανιού.

 

Τότε, ο Εφιάλτης κατάλαβε. Μας αφήνει να ταξιδέψουμε μέσα της, αλλα δεν μας αφήνει να βγούμε. Τι άλλο θα μπορούσαμε να περιμένουμε από την Κόρη του Χάους; Όσο δυνατοί κι’αν γίνουμε, δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτα, παρα μόνο μέσω Αυτής. Αλλα πώς;

 

Τα μάτια του στράφηκαν προς τις στάχτες του ταξιδιώτη. Δεν ήξερε αν ήθελε να γελάσει, ή να κλάψει. Αυτό που ήξερε όμως, ήταν ότι δεν θα ακολουθούσε τους άλλους. Όχι, δεν θα παραδινόταν σε Αυτήν.

 

Χαμένος μέσα στις σκέψεις του, δεν κατάλαβε ότι ήταν πια μόνος. Το συντριβάνι είχε εξαφανιστεί. Το μόνο που έμεινε ήταν… στάχτες. Καθώς και διάσκορπες λακούβες γεμάτες με νερό. Ώστε έβρεξε; Δεν καταλάβαμε τίποτα…

 

Την ώρα που προσπερνούσε μια λακούβα, κοίταξε την αντανάκλαση του. Παραπάτησε σαστισμένος και τρομαγμένος συνάμα, καθώς αντίκρυσε το είδωλο του, τη μορφή ενός θνητού. Τη μορφή ενός ανθρώπου.

Edited by Rikochet
Link to comment
Share on other sites

Και οι δύο ήταν πολύ καλές. Επομένως, για να πω την αλήθεια, έστριψα ένα νόμισμα για να αποφασίσω.

 

Xaos rulez.

Link to comment
Share on other sites

Και οι δύο ιστορίες ήταν πάρα πολύ καλές. Στην ιστορία του Ρίκο ο αναγνώστης έπρεπε να φανταστεί κάποια πράγματα. Αντίθετα η ιστορία του Μιστ ήταν πιο...περιπέτεια. Πάντως ήταν δύσκολη η απόφαση. Μπράβο παιδιά. Εμπρός τώρα για το επόμενο ράιτ οφ, το οποίο ελπίζω να είναι το δικό μου με τον Μαυροκούκουλο, ε; :whistling:

Link to comment
Share on other sites

  • Ghost changed the title to Write off #5 (Rikochet vs mistseeker)

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..