Jump to content

Write off #5 (Rikochet vs mistseeker)


Βάρδος
 Share

Recommended Posts

edit 7/1/09: Ενδείξεις Poll Rikochet 6 Mistseeker 4

 

 

Πρόλογος

 

Ο νυχτερινός άνεμος σφύριζε, χαϊδεύοντας τους ψηλούς βράχους του χερσότοπου και περνώντας ανάμεσά τους, σηκώνοντας ξερό χώμα από το τραχύ, πετρώδες έδαφος και στέλνοντάς το στα μάτια του ταξιδιώτη, ο οποίος προσπαθούσε να προστατέψει το πρόσωπό του μέσα στην κουκούλα της κάπας του.

Επρόκειτο για μια φιγούρα μετρίου αναστήματος, που δε θα μπορούσε κανείς να καθορίσει το φύλο ή την ηλικία της, κοιτάζοντας το ντύσιμό της ή τον τρόπο που βάδιζε· γιατί φορούσε ρούχα τριμμένα από το ταξίδι και μπότες έτοιμες να διαλυθούν, ενώ το βήμα της ήταν, στην πραγματικότητα, μια σειρά από ακανόνιστα τρεκλίσματα. Ίσως ο ταξιδιώτης να έκρυβε κάποιο τραύμα μέσα στην κάπα του –αν και αίμα δε φαινόταν να τρέχει– ή ίσως, απλά, να είχε εξαντληθεί από τη μακρινή του πορεία.

Πάντως, δεν ήταν μόνος στην ερημιά που απλωνόταν ως τα πέρατα του ορίζοντα. Ένα πλάσμα τον ακολουθούσε, με τη μορφή του δυσδιάκριτη στο αχνό φεγγαρόφωτο της νύχτας. Θα μπορούσε να είναι τετράποδο, αλλά και δίποδο, επειδή, καθώς κινείτο, μια έτρεχε στα τέσσερα μια βάδιζε στα δύο. Όμως πάντα τα νύχια του γυάλιζαν, όπως επίσης και τα στενά του μάτια. Τι μπορεί να ήθελε από τον ταξιδιώτη, ο άνεμος δε γνώριζε· μα ήταν φανερό πως τον παρακολουθούσε σε κάθε του βήμα, χωρίς φανερή διάθεση να του επιτεθεί. Πιθανώς να περίμενε κάτι…

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

Φυγή στο Τίποτα

 

Ο νυχτερινός άνεμος σφύριζε, χαϊδεύοντας τους ψηλούς βράχους του χερσότοπου και περνώντας ανάμεσά τους, σηκώνοντας ξερό χώμα από το τραχύ, πετρώδες έδαφος και στέλνοντάς το στα μάτια του ταξιδιώτη, ο οποίος προσπαθούσε να προστατέψει το πρόσωπό του μέσα στην κουκούλα της κάπας του. Επρόκειτο για μια φιγούρα μετρίου αναστήματος, που δε θα μπορούσε κανείς να καθορίσει το φύλο ή την ηλικία της, κοιτάζοντας το ντύσιμό της ή τον τρόπο που βάδιζε• γιατί φορούσε ρούχα τριμμένα από το ταξίδι και μπότες έτοιμες να διαλυθούν, ενώ το βήμα της ήταν, στην πραγματικότητα, μια σειρά από ακανόνιστα τρεκλίσματα. Ίσως ο ταξιδιώτης να έκρυβε κάποιο τραύμα μέσα στην κάπα του –αν και αίμα δε φαινόταν να τρέχει– ή ίσως, απλά, να είχε εξαντληθεί από τη μακρινή του πορεία.

 

Πάντως, δεν ήταν μόνος στην ερημιά που απλωνόταν ως τα πέρατα του ορίζοντα. Ένα πλάσμα τον ακολουθούσε, με τη μορφή του δυσδιάκριτη στο αχνό φεγγαρόφωτο της νύχτας. Θα μπορούσε να είναι τετράποδο, αλλά και δίποδο, επειδή, καθώς κινείτο, μια έτρεχε στα τέσσερα μια βάδιζε στα δύο. Όμως πάντα τα νύχια του γυάλιζαν, όπως επίσης και τα στενά του μάτια. Τι μπορεί να ήθελε από τον ταξιδιώτη, ο άνεμος δε γνώριζε• μα ήταν φανερό πως τον παρακολουθούσε σε κάθε του βήμα, χωρίς φανερή διάθεση να του επιτεθεί. Πιθανώς να περίμενε κάτι.

 

Περιμένεις να εξαντληθώ, έτσι δεν είναι, τρισκατάρατο πλάσμα; σκέφτηκε ο ταξιδιώτης. Περιμένεις να χάσω το κουράγιο μου, για να’ρθεις να μου πάρεις αυτό που τόσο πολύ ποθείς…

 

Συνέχισε να περπατάει, κουτσαίνοντας και παραπατώντας, πονώντας σε κάθε του βήμα. Η κούραση της πορείας ήταν πια κάτι πέρα απ’αυτόν: Είχε πρωτοεμφανιστεί πριν από αρκετές ημέρες αλλά είχε γιγαντωθεί το βράδυ της προηγούμενης νύχτας, όταν είχε βιώσει τη μετατροπή της κόπωσής του σε πόνο, απέραντο πόνο που ξεκινούσε απ’τα λαγόνια του και τα πόδια του αλλά έφτανε κι άγγιζε κάθε σημείο του σώματός του. Τότε είχε πέσει στα γόνατα, κλαίγοντας βουβά, νομίζοντας πως είχε έρθει η ώρα του να πεθάνει δυο θανάτους: Το σωματικό λόγω της κόπωσής του κι άλλον ένα, τον τελικό, όταν ο διώκτης του θα διεκδικούσε απ’αυτόν την ψυχή που κάποτε είχε πουλήσει σ’έναν απ’αυτούς που κυνηγούσε.

 

Γιατί αυτό ήταν το τίμημα που έπρεπε τώρα να πληρώσει ο Έρεαν, κάποτε κυνηγός δαιμόνων, μα τώρα κυνηγημένος απ’τα θηράματά του.

 

Όμως είχε καταφέρει, για λίγο έστω, να νικήσει τις επιταγές του κορμιού του με τη δύναμη της θέλησής του και να συνεχίσει την απελπισμένη πορεία και διαφυγή του. Αλλά το γιατί περπατούσε, το που πήγαινε και το πώς τελικά θα ξέφευγε, ήταν ερωτήματα στα οποία οι γνώσεις του για τους εχθρούς του δεν είχαν να προσφέρουν απαντήσεις.

 

Ο κυνηγημένος κυνηγός κοντοστάθηκε για να πάρει δυνάμεις στην κορυφή ενός ελαφρά ανηφορικού λόφου που το μονοπάτι το οποίο ακολουθούσε διέσχιζε, κι έριξε μια ματιά πίσω του. Όχι πολύ μακριά του δυο χάντρες που έλαμπαν σε πορφυρή απόχρωση έπαιζαν πάνω-κάτω, πλησιάζοντας. Λίγες στιγμές μετά που τις διάκρινε, οι χάντρες σταμάτησαν, κι αναβόσβησαν μια δυο φορές.

 

Ο Έρεαν γνώριζε πως ο διώκτης του θα τον πλησίαζε πιο κοντά μόνο όταν θα έχανε τις αισθήσεις του∙ γιατί η Ευλογημένη Λεπίδα του κι η Σφραγίδα του Ψυχοπομπού -την οποία είχε σχεδιάσει στο μέτωπό του με ανεξίτηλο μελάνι από αίμα νεκρού, όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί στο δάσκαλό του, πριν από μερικές ημέρες- κρατούσαν το πλάσμα που τον κατεδίωκε μακριά και το πνεύμα του ασφαλές, μόνο όμως για όσο χρόνο είχε τις αισθήσεις του. Μα όταν θα τις έχανε, είτε απ’την κούραση, είτε απ’την έλλειψη ύπνου, είτε απ’τα τραύματα μιας μάχης, θα ταξίδευε στον κόσμο των πνευμάτων. Κι εκεί, ο διώκτης του είχε τα δικά του τεχνάσματα για ν’απλώσει χέρι στην ψυχή του και να διεκδικήσει όλα όσα ήταν ο Έρεαν.

 

Το ξεραμένο στόμα του προσπάθησε να φτύσει χρησιμοποιημένο σάλιο, αλλά ελάχιστες σταγόνες έφτασαν στο έδαφος. Ο άντρας έβηξε ξερά και προσπάθησε ν’αναπνεύσει πανικόβλητα, ακανόνιστα, χαοτικά. Ευχήθηκε να είχε πάρει περισσότερο νερό μαζί του –πάνω του-, όταν είχε μπεί στην κοκκινοχώματη ερημιά της Τζιχάα, γυρεύοντας το λημέρι του Κουλού Ερημίτη. Δε μπορούσε να είχε φανταστεί τότε, βέβαια, ότι θα έβρισκε αυτό τον Ερημίτη, -για πολλά χρόνια δάσκαλό του στη Δαιμονογνωσία- νεκρό, μισοφαγωμένο από το δαίμονα που τώρα τον κυνηγούσε. Ούτε μπορούσε να φανταστεί ότι θα έχανε το άλογό του κι όλες τις προμήθειές του απ’τα νύχια του πλάσματος, πριν προλάβει να χαράξει στο μέτωπό του με το μαχαίρι του τη Σφραγίδα του Ψυχοπομπού, όπως ο –πλέον νεκρός- μέντοράς του τον είχε διδάξει να κάνει σε στιγμές απόλυτου κινδύνου, όταν η ψυχή του θα ήταν το τίμημα της ήττας.

 

Κι έτσι τώρα, με το μέτωπό του χαραγμένο, διψασμένος, πεινασμένος, κουρασμένος και πληγωμένος, ο Έρεαν της Τάξης των Δαιμονοκυνηγών γονάτισε για δεύτερη –κι ίσως τελευταία- φορά. Τράβηξε την Ευλογημένη Λεπίδα και προσπάθησε να στηριχθεί, αλλά οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν με πιο γρήγορους ρυθμούς απ’όσο η θέλησή του μπορούσε να ανακόψει∙ το απλό, ατσάλινο σπαθί έπεσε στο έδαφος σηκώνοντας χώμα που έπεσε στα σύμβολα στη λεπίδα του. Κι ο άντρας έχασε τις αισθήσεις του καθώς σωριάστηκε με τη σειρά του δίπλα στ’όπλο του.

 

Ένα χαμόγελο πιο σατανικό κι απ’την πιο διαβολική γκριμάτσα μιας Εφιαλτοπερπατήστρας Μάγισσας σχηματίστηκε στο πρόσωπο του τέρατος καθώς φως του χλωμού φεγγαριού άστραψε πάνω στα κοφτερά δόντια του. Με αργά βήματα, ο Χνεώθ, ο Ψυχοφάγος, πλησίασε το θήραμά του.

 

Ο Χνεώθ σκέφτηκε πόσο τυχερός ήταν σ’αυτή του την επιδρομή στις κρυψώνες των διωκτών της σέκτας του: Όχι μόνο είχε κατορθώσει να εντοπίσει και να σκοτώσει τον Κουλό Ερημίτη, διεκδικώντας την ψυχή του στο όνομα των αφεντάδων του, αλλά τώρα ήταν έτοιμος ν’αποτελειώσει και το εκτελεστικό όργανό του, τον Έρεαν. Ο δαίμονας σηκώθηκε στα πίσω του πόδια και ούρλιαξε θριαμβευτικά τη νικητήρια ιαχή του, απλώνοντας τα χέρια του προς τον ουρανό για να ευχαριστήσει τη Σελήνη για όσα του είχε δώσει: Ένα μακρόσυρτο «Ιαααααααα» αντήχησε στους χωματόλοφους της Ερημιάς της Τζιχάα.

 

Το δαιμονικό πλάσμα έσκυψε πάνω απ’τον ετοιμοθάνατο, αναίσθητο άνθρωπο και περιεργάστηκε τον αέρα πάνω απ’τη χαραγμένη σπείρα στο μέτωπό του. Το σύμβολο αυτό έκανε το Χνεώθ να νοιώθει άσχημα, αν και δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει: Εξέπεμπε αύρα η οποία δεν ήταν ποτισμένη με την ευωδία του Κακού ή τη βρώμα του Καλού∙ παρόλ’αυτά όμως, δρούσε αποτρεπτικά γι’αυτόν: Τον εμπόδιζε να φτάσει στην Ψυχή του θύματός του και να πιεί απ’αυτήν: Το πηγάδι της ψυχής του Έρεαν ήταν γι’αυτόν ένα άδειο, σκοτεινό δωμάτιο, κι όχι μια πλημμύρα από εικόνες, ήχους σκέψεις και συναισθήματα που τόσο αδηφάγα θα κατάπινε.

 

Θα το ξεπεράσω, όμως, σκέφτηκε ο Χνεώθ. Και νομίζω πως θα το κάνω με πολύ ταιριαστό τρόπο, συμπλήρωσε στον εαυτό του και χαμογέλασε.

 

Έπιασε με προσοχή την Ευλογημένη Λεπίδα απ’τη λαβή της. Τα σύμβολα στη λάμα έλαμπαν σε χρυσή απόχρωση και τον ενοχλούσαν πολύ, προκαλώντας του πόνο και μόνο που τα κοίταζε. Με τρεμάμενο το μπροστινό χέρι-πόδι του, ο δαίμονας άρχισε να γδέρνει το μέτωπο του Έρεαν, προσπαθώντας ν’αφαιρέσει τη Σφραγίδα που είχε χαραχτεί. Πολύ αίμα έτρεξε απ’το μέτωπο του άντρα και χύθηκε στο έδαφος, βάφοντας το κόκκινο χώμα ακόμα πιο κόκκινο.

 

«Δεν πρέπει να το κάνεις αυτό,» άκουσε μια φωνή πίσω του, κάπου μακριά.

 

Πετώντας μακριά τη Λεπίδα, ο Χνεώθ γύρισε απότομα προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή της φωνής. Γρύλλισε αγριεμένα και γύμνωσε τα δόντια του: Η μεγάλη διχαλωτή γλώσσα του βγήκε απ’το στόμα του και μαστίγωσε τον αέρα μπροστά του, δημιουργώντας ανατριχιαστικές ριπές ήχου.

 

«Μάζεψε τη γλώσσα σου, δαίμονα, γιατί δε σε φοβάμαι,» είπε η φωνή και μια ανθρώπινη μορφή ξεχώρισε μες στη σκοτεινιά της νύχτας, ανεβαίνοντας το χωματόλοφο. Ήταν ένας άντρας που φορούσε κι αυτός, όπως ο Έρεαν, ταξιδιωτικά ρούχα, ταλαιπωρημένα, αλλά πρακτικά, λειτουργικά. Το παρουσιαστικό του, έτσι όπως ο Χνεώθ τον παρατήρησε, ήταν μάλλον νεανικό, με αδιάφορη κατατομή.

 

Φύγε, σκέφτηκε ο Χνεώθ, γνωρίζοντας πως ο άγνωστος ταξιδιώτης επρόκειτο να τον ακούσει με τ’αυτιά του μυαλού του. Ότι συμβαίνει εδώ δεν είναι δική σου υπόθεση. Φύγε και θα γλιτώσεις τουλάχιστο τη δική σου ζωή!

 

«Ίσα ίσα που είναι απόλυτα δική μου υπόθεση!» αντιμίλησε η φιγούρα. «Αυτός ο άνθρωπος ζήτησε την προστασία μου, αφού φοράει το σύμβολό μου! Μείνε μακριά του αλλιώς θα υποστείς τις συνέπειες!»

 

Το πρόσωπο του Χνεώθ παραμορφώθηκε από θυμό και τα κόκκινα μάτια του στένεψαν μέσα στις κόγχες τους. Χωρίς να σκεφτεί κάτι άλλο, συσπειρώθηκε και μετά εκτινάχθηκε προς τον άγνωστο άντρα.

 

Με μια ευέλικτη κίνηση ο άντρας απέφυγε το δαίμονα, που προσγειώθηκε στα πόδια του. Οι δύο φιγούρες στάθηκαν η μια απέναντι στην άλλη κι αλληλοζυγιάστηκαν. Μετά ο Χνεώθ ρουθούνισε αγριεμένα στημένος στα τέσσερα άκρα του κι επιτέθηκε πάλι. Ο άντρας, χωρίς να δειλιάσει, έριξε ένα γρήγορο χτύπημα με το ραβδί του στο πρόσωπο του πλάσματος που οπισθοχώρησε τρεκλίζοντας, πιάνοντας με τα μπροστινά άκρα του το σημείο όπου είχε δεχτεί το χτύπημα.

 

«Στο είπα πως θα υποστείς τις συνέπειες,» είπε ο άντρας, χωρίς να χαλαρώσει την άμυνά του. «Δε μ’ενδιαφέρει να σου κάνω κακό, αλλά θα το κάνω, αν χρειαστεί,» πρόσθεσε.

 

Ποιος είσαι; σκέφτηκε ο Χνεώθ. Τι είσαι; Δε μπορώ να μυριστώ την ψυχή σου, είπε μετά με τη φωνή του μυαλού του.

 

«Εσύ δε με γνωρίζεις, μα εγώ ξέρω τ’αφεντικά σου! Όλους τους!» απάντησε ο ταξιδιώτης. «Και ξέρω κι αρκετούς απ’τους υπηρέτες τους, όπως εσένα!» συμπλήρωσε. «Τη ψυχή μου δε μπορείς να τη μυριστείς, γιατί δεν υπάρχει! Είμαι άδειος, κενός. Είμαι ο Ψυχοπομπός της Λήθης!»

 

Σ’έχω ακούσει, στις ιστορίες των τρελόγερων που κατοικούν εδώ, μίλησε το μυαλό του πλάσματος. Λένε πως παίρνεις τις ψυχές των απελπισμένων και τις πάς εκεί που κανείς δε μπορεί να τις πειράξει…

 

«Έτσι είναι! Εκεί που ούτε Άγγελοι Κυρίου, σαν τους εχθρούς σου, ούτε Έμποροι Ψυχών, όπως ο αφέντης σου, μπορούν ν’απλώσουν χέρι πάνω τους!»

 

Αυτός εδώ δεν είναι και κανένας άγιος, άνθρωπε! φώναξε το μυαλό του Χνεώθ. Οι Δαιμονοκυνηγοί πουλάνε τις ψυχές τους στους δασκάλους τους, για ν’αποκτήσουν τη γνώση που χρειάζεται για να μας πολεμήσουν! Και δε θες να μάθεις τι θυσίες κάνουν για να προστατεύονται απ’τις δυνάμεις μας…

 

«Δε μ’ενδιαφέρουν οι αμαρτίες του, ακόμη κι αν είναι οι μεγαλύτερες όλων. Δεν είμαι κριτής και δε θα τον κρίνω. Ζήτησε να βυθιστεί στη Λήθη, χαράζοντας τη Σπείρα της Κενότητας στο μέτωπό του. Και θα τον βοηθήσω να το κάνει, προστατεύοντάς τον από την εκδίκηση του Καλού και του Κακού, αν αυτές τον κυνηγάνε!» απάντησε ο Ψυχοπομπός. «Είμαι το μεσαίο μονοπάτι!» συμπλήρωσε.

 

Θα το σβήσω αυτό το μονοπάτι, ψιθύρισε στη γλώσσα του Αχέροντα ο δαίμονας και σηκώθηκε όρθιος, έτοιμος να επιτεθεί.

 

«Δε νομίζω πως θα το καταφέρεις!» απάντησε ο άντρας. «Έχω αντιμετωπίσει και δυνατότερα πλάσματα από’σένα!»

Ο Χνεώθ όρμησε.

 

Άνθρωπος και δαίμονας έγιναν ένα κουβάρι που κυλίστηκε στο χώμα. Νύχια έσκισαν ρούχα και δέρμα και δόντια δάγκωσαν- μαγεμένα ραβδιά έλαμψαν απόκοσμα κάτω απ’το φεγγαρόφως, καίγοντας ανίερη σάρκα.

 

Ο Χνεώθ υποχώρησε, με το σώμα του ακόμη να καπνίζει στα σημεία όπου ο Ψυχοπομπός τον είχε χτυπήσει με το ραβδί του. Ο νεαρός άντρας υποχώρησε κι αυτός, μ’αίμα να τρέχει από μικρές πληγές σε διάφορα σημεία όπου τα νύχια και τα δόντια του δαίμονα είχαν χτυπήσει.

 

«Λήθη, προστρέχω σ’εσένα και ζητώ τη βοήθειά σου,» επικαλέστηκε ο νεαρός άντρας και το ραβδί του φώτισε όλο το λόφο με γαλάζια λάμψη, αστράφτοντας εκτυφλωτικά. «Φύγε κι εσύ Χνεώθ Ψυχοφάγε! Θα παραμείνεις πεινασμένος απόψε!»

 

Χίλιες ψυχές νεκρών να τρώνε τη δικιά σου ζωντανή για μια αιωνιότητα, καταράστηκε από μέσα του ο δαίμονας κι απομακρύνθηκε παραπατώντας, τρίβοντας τις πολλές πληγές του.

 

Η λάμψη της Ράβδου του Ψυχοποιμένα έσβησε σιγά σιγά κι ο Ψυχοπομπός πλησίασε τον Έρεαν, που ανέπνεε ακόμη, αν κι ελάχιστα. Η ψυχή του ετοιμαζόταν να φτερουγίσει.

 

Ο νεαρός άντρας γονάτισε πάνω απ’το Δαιμονοκυνηγό και γαλάζια φλόγα εμφανίστηκε στα μάτια του, καθώς άγγιξε με το δάχτυλό του τη χαραγμένη σπείρα. Το σύμβολο έλαμψε κι αυτό για μια στιγμή και μετά έσβησε. Το στήθος του Δαιμονοκυνηγού σταμάτησε να κινείται, καθώς η ζωή του σ’αυτό τον κόσμο τέλειωσε.

 

«Σου χαρίζω μόνο ασφάλεια μέσα στη λησμονιά σου, μέχρι η Ύπαρξη να βαρεθεί να σε ψάχνει,» ψιθύρισε ο Ψυχοπομπός και σηκώθηκε όρθιος. «Σου χαρίζω γαλήνη πέρα απ’το Καλό και το Κακό,» συμπλήρωσε το μονόλογό του. Και μετά άρχισε να σκάβει τον τάφο του Έρεαν, που κάποτε ανήκε στον Κόσμο, αλλά τώρα ανήκε στο Πουθενά.

 

ΤΕΛΟΣ

Edited by mistseeker
Link to comment
Share on other sites

Και οι δύο ήταν πολύ καλές. Επομένως, για να πω την αλήθεια, έστριψα ένα νόμισμα για να αποφασίσω.

 

Xaos rulez.

Link to comment
Share on other sites

Και οι δύο ιστορίες ήταν πάρα πολύ καλές. Στην ιστορία του Ρίκο ο αναγνώστης έπρεπε να φανταστεί κάποια πράγματα. Αντίθετα η ιστορία του Μιστ ήταν πιο...περιπέτεια. Πάντως ήταν δύσκολη η απόφαση. Μπράβο παιδιά. Εμπρός τώρα για το επόμενο ράιτ οφ, το οποίο ελπίζω να είναι το δικό μου με τον Μαυροκούκουλο, ε; :whistling:

Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα changed the title to Write off #5 (Rikochet vs mistseeker)

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..