white_unicorn Posted July 9, 2008 Share Posted July 9, 2008 (edited) Όνομα Συγγραφέα:Αθηνά - Βασιλική Β. (White Unicorn) Είδος: Urban Fantasy αλά Ελληνικά Βία; ελάχιστη Σεξ; Μπα Αριθμός Λέξεων: Αυτοτελής; Οχι. Μέρος 3ο Σχόλια: Περιμένω τα δικά σας.... ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο – Φαντασία και Πραγματικότητα (Σαββάτο Κυριακή) Το ορφανοτροφείο είναι λίγα μέτρα μακριά από την πλατεία, πέντε λεπτά αφού έφυγα από το σπίτι βρέθηκα στην αυλή όπου έπαιζαν τα κορίτσια που μεγαλώνουν στο ορφανοτροφείο, στην φροντίδα των ιερέων. Λίγα χρόνια πριν ήμουν και εγώ ένα από αυτά, ήταν ωραία τότε, στα ξέγνοιαστα χρόνια της αθωότητας. Το να τα σκέφτομαι δεν βοηθούσε, ο πατέρας - Ευγένιος με περίμενε στην είσοδο του κτιρίου, "Καλημέρα. Όλα καλά;" η ερώτηση μου ήταν ρητορική, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και χαμογέλασε, "Καλώς την! Έλα πάμε στο γραφείο μου." Στο γραφείο του δεν είχε αλλάξει τίποτα, όλα ήταν όπως τα θυμόμουν από τότε που ήμουν παιδί. "Λοιπόν, σε άκουω. Τι έγινε;" η ερώτηση του όπως πάντα, κατευθείαν στο θέμα. Του είπα περιεκτικά τι είχε γίνει, δεν αντέδρασε όπως περίμενα, αν και ποτέ δεν είχα καταφέρει να μαντέψω τις αντιδράσεις του. Όταν του είπα για την παρουσία του Φίλιππου στο μυαλό μου με κοίταξε, τα γκριζογάλανα μάτια του, όπως και το πρόσωπο του εξέπεμπαν την ηρεμία που ένιωθε, "Δηλαδή, είναι σαν εσένα, έχει ένα ψυχικό χάρισμα!" το είπε σαν κάτι φυσιολογικό, μόνο που δεν είναι καθόλου φυσιολογικό να έχεις κάποιον άλλο μέσα στο μυαλό σου. "Όχι, δεν είναι απλά ψιονικός! Δεν μπορεί να έχει απλά κάποιο χάρισμα! Η δύναμη που ένιωσα, δεν μπορεί να προερχόταν από άνθρωπο. Όση δύναμη και αν διαθέτει κάποιος, δεν μπορεί να κανείς να επηρεάσει έτσι την σκέψη κάποιου άλλου. Δεν μπορεί να είναι άνθρωπος όποιος έχει τόση δύναμη!". Δεν απάντησε και συνέχισα, περιέγραψα όσο πιο συνοπτικά μπορούσα τον εφιάλτη που είχα εκείνο το πρωινό - αφήνοντας απ' έξω την δική μου 'λαχτάρα' - και κατάλαβα πως δεν είχα και τόσο άδικο που φοβόμουν. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που τον είδα να αντιδρά με αυτόν τον τρόπο. Τραβήχτηκε κρατώντας σφιχτά τον ασημένιο του σταυρό, ζητούσε βοήθεια, αλλά δεν ήμουν σίγουρη αν ο Θεός του μπορούσε να βοηθήσει. Δεν ήθελα να τον διακόψω, ρωτούσα τον εαυτό μου προσπαθώντας να απαντήσω, "Ποίος μπορεί να τα κάνει όλα αυτά; Πως;" Ένιωσα την ζεστή του παλάμη στον αυχένα μου, η φωνή του ήρεμη, κατευναστική, "Βασιλική μου, έχεις ήδη καταλάβει, έχεις βρει τις απαντήσεις σου. Όμως, φοβάμαι ότι δεν θα τις πιστέψεις αν δεν τις ακούσεις από κάποιον άλλο. Θα σου πω λοιπόν, τι ακριβώς είναι." Έμεινα να τον κοιτάζω ενώ η αλήθεια που ήδη ήξερα έπαιρνε σχήμα μέσα μου. "Δηλαδή... Όχι, αποκλείεται! Δεν μπορεί να υπάρχουν Βρυκόλακες! Μπορεί;" Δεν το πίστευα και όμως ήταν η μοναδική εξήγηση. "Κι όμως ναι. Και γίνεται και υπάρχουν! Αν και προσπαθούν σκληρά να πείσουν τους πάντες ότι δεν υπάρχουν. Καλύπτουν τα ίχνη τους, δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη. Είναι σχεδόν ακατόρθωτο να βρεις αποδείξεις για την ύπαρξη τους, αλλά ακόμα και αν τις βρεις, κανείς δεν θα σε πιστέψει!" Έμεινα σιωπηλή για αρκετή ώρα. Η αλήθεια πολλές φορές φαντάζει πιο ψεύτικη και από το μεγαλύτερο ψέμα. Δεν ήταν εύκολο να πιστέψω πως όσα νόμιζα για μύθους ήταν αληθινά. Ενώ προσπαθούσα να καταλάβω όσα είχα ακούσει μια απλή ερώτηση σχηματίστηκε μέσα μου, ένα μεγάλο <Γιατί;>. "Γιατί όμως; Γιατί να κάνει γνωστή την παρουσία του σε μένα;" η απάντηση στο ερώτημα δεν δόθηκε, τουλάχιστον όχι μια απάντηση στην οποία να μπορώ να στηριχτώ. "Αυτό μόνο ο ίδιος μπορεί να στο πει.", αυτό το ήξερα ήδη, μια 'ελπίδα' όμως έκανε την εμφάνιση της. Αν ήταν 'ζωντανοί' θα μπορούσαν και να πεθάνουν, "Και, πως τους ξεφορτώνεσαι; Δεν ζουν για πάντα. Σωστά;" Αυτό θα μου έλειπε, να είναι και αθάνατοι. Με κοίταξε σχεδόν απελπισμένα, κάτι που ποτέ δεν περίμενα να δω στα μάτια του. "Έχεις δίκιο, δεν ζουν για πάντα. Μπορούν να σκοτωθούν, αλλά δεν είναι εύκολο. Ακόμα και αν προσπαθείς απλά να τους αποφύγεις θα βρεις μεγάλες δυσκολίες, όταν βάλουν κάτι ως στόχο δεν το αφήνουν. Αυτός που συνάντησες χτες δεν είναι απλός Βρυκόλακας. Έχουν ένα περίπλοκο σύστημα ιεραρχίας, οι δυνάμεις που μου περιέγραψες υπάρχουν μόνο στους ανώτερους. Ο συγκεκριμένος είναι αρχι - Βρυκόλακας και χτες, έμαθε απλά τα όρια σου. Από εδώ και στο εξής..." Σταμάτησε, ήξερα τι ήθελε να πει και έπρεπε να μάθω. "Το θέμα είναι αυτό ακριβώς! Αν δεν μπορώ να τον αποφύγω, πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος για να προστατευθώ. Πως μπορώ να προστατευθώ;" η απάντηση του ήταν αυθόρμητη, δεν την σκέφτηκε καν, λες και την είχε ήδη έτοιμη από την αρχή της κουβέντας. "Φόρα τον βαφτιστικό σου σταυρό, ίσως να μπορεί να σε προστατεύσει. Προσπάθησε να προσευχηθείς, ο Κύριος ίσως να σου δείξει τον δρόμο, και συγκεντρώσου σε κάτι ώστε να μην τον κοιτάξεις στα μάτια. Τα μάτια όπως ξέρεις είναι καθρέφτες της ψυχής. Εκείνος, αν είναι τόσο δυνατός όπως λες, μπορεί να σε υποτάξει. Μπορεί να σε κάνει δική του μέσα από τα μάτια του. Μην τον κοιτάξεις στα μάτια. Τουλάχιστον όχι όσο δεν είσαι απόλυτα σίγουρη για το τι θέλει." Το να μην τον κοιτάξω στα μάτια ήταν κάτι που ήδη προσπαθούσα, η τελευταία του φράση, όμως, δεν με καθησύχασε, λες και ήξερε κάτι που δεν μου έλεγε. Σαν να ήξερε ήδη τον Φίλιππο. Δεν τον ρώτησα, ήξερα καλύτερα από το να προσπαθήσω να τον κάνω να μου πει κάτι που δεν ήθελε. Σηκώθηκα να φύγω, αλλά με σταμάτησε με την επόμενη φράση του. "Βασιλική, πρόσεχε. Προσπάθησε να καταλάβεις τι θέλει αλλά προσπάθησε να μην τον εκνευρίσεις. Δεν ξέρεις πως μπορεί να αντιδράσει, μπορεί να συγκρατηθεί. Όμως, δεν θέλω να φανταστώ καν τι μπορεί να γίνει αν εκνευριστεί, ίσως το πληρώσεις πολύ ακριβά. Πρόσεχε και, μην μας επισκεφτείς όσο δεν είσαι σίγουρη για το τι θέλει. Θα θέσεις εμάς αλλά και τον εαυτό σου σε κίνδυνο." Κατέβασα το κεφάλι, ένιωθα σαν αδέσποτο που μόλις το είχαν διώξει από το μοναδικό σπίτι που ήξερε ότι θα μπορούσε να περιμένει λίγο φαΐ και μια στέγη. Ήξερα όμως πως είχε δίκιο. "Θα προσπαθήσω να συγκρατήσω τις αντιδράσεις μου. Είστε σίγουρος όμως πως δεν σας έβαλα ήδη σε κίνδυνο;" Χαμογέλασε γλυκά, "Απολύτως. Είμαστε ασφαλείς για τώρα. Θα περιμένω τηλεφώνημα σου αύριο για ότι νεότερο. Α! πάρε και αυτόν τον αγιασμό, ίσως σε βοηθήσει." Μου έδωσε το μικρό μπουκάλι που είχε κοντά του και έφυγα. Στον δρόμο για το σπίτι δεν σκεφτόμουν τίποτα πέρα από την αποκάλυψη πως, όσα νόμιζα ότι υπήρχαν μόνο στην φαντασία μας είχαν μπει στην ζωή μου και στην ζωή όσων αγαπούσα. <Γιατί;>, αυτό το γιατί έμοιαζε με την ερώτηση για το νόημα της ζωής. Λες και η απάντηση του θα απαντούσε και στο <Τι κάνουμε εδώ, γιατί ήρθαμε και που πάμε>. Κι όμως, ήταν ένα απλό <Γιατί διάλεξε εμένα;>. Την απάντηση θα την αναζητούσα το ίδιο βράδυ από τον μοναδικό 'άνθρωπο' που μπορούσε να την δώσει. Έφτασα στην πολυκατοικία μου λίγο μετά τις 13:00 και αρκετά πιο ήρεμη. Η ηρεμία όμως δεν κράτησε. Στο χαλάκι της πόρτας μου ένα μπουκέτο με 12 κατάλευκα τριαντάφυλλα. Στο διαμέρισμα έβαλα τα λουλούδια σε ένα βάζο και τα άφησα στην κουζίνα. Η κάρτα ήταν κιτρινισμένη από τον χρόνο, γραμμένη με κόκκινο μελάνι και καλλιγραφικά γράμματα, "Η πρόσκληση για απόψε είναι για ένα άτομο, για σένα. Θα είμαι εκεί στις 23:00. Μην με κάνεις να περιμένω. Φ." <Για ένα άτομο!> θα πήγαινα μόνη, δεν ήμουν διατεθειμένη να βάλω και κάποιον άλλο σε κίνδυνο, δεν υπήρχε επιλογή. Θυμήθηκα το τηλεφώνημα και πάτησα το κουμπί του τηλεφωνητή, η φωνή της Ίρις γέμισε το σαλόνι, "Ακόμα δεν ξύπνησες; Πάρε με μόλις το ακούσεις. Θέλω να σου πω." ήταν χαρούμενη, τους τελευταίους 6 μήνες ήταν μόνη και ο Ερρίκος ήταν ότι έψαχνε. Σχημάτισα τον αριθμό της και απάντησε στο δεύτερο χτύπημα. "Καλημέρα. Μόλις πήρα το μήνυμα σου. Τι έγινε;" Περίμενα να ακούσω μια μικρή περίληψη για τα όσα έγιναν το προηγούμενο βράδυ, αντί για αυτό όμως είχα μια ακόμα πρόσκληση, "¨Πολλά! Αλλά για να στα πω όλα είναι καλύτερα να πάμε για φαγητό. Δεν ξέρω για σένα αλλά εγώ πεινάω σαν λύκος! Λοιπόν; Σε 15' στην πλατεία είναι καλά;" Ήμουν κουρασμένη, ήθελα να κοιμηθώ αλλά το στομάχι μου διαμαρτύρονταν έντονα. "Εντάξει! Θα σε βρω εκεί." της απάντησα τελικά και κλείσαμε το τηλέφωνο. Δεν πρόλαβα να κάνω ούτε βήμα προς την κρεβατοκάμαρα, για να αλλάξω, όταν άκουσα το θυροτηλέφωνο. Κάποιος μου είχε στείλει ένα δέμα, κατέβηκα στην είσοδο και το πήρα. Ανέβηκα ξανά στον 3ο όροφο, στο διαμέρισμα μου και κάθισα στον καναπέ. Το δέμα περιείχε βιβλία, δεν είχε αποστολέα αλλά αυτό δεν με εμπόδισε να καταλάβω αμέσως Ποίος τα είχε στείλει, τα τέσσερα βιβλία ήταν στα αγγλικά και αρκετά παλιά. Όλα είχαν ένα συγκεκριμένο θέμα, τους Βρυκόλακες. Το 'Ντράκιουλα' του Στόκερ ήταν το πιο φθαρμένο, μάλλον ήταν από τις πρώτες εκδόσεις. Τα υπόλοιπα πιο σύγχρονα, αλλά και πάλι πρώτης έκδοσης, ήταν η 'Συνέντευξη με τον Βρυκόλακα' και το 'Βαμπίρ Λεστάτ' από την Αν Ράις και το 'Σάλεμ'ς Λότ' του Κίνγκ. Άρχισα να ξεφυλλίζω τον Ντράκιουλα, προσέχοντας να μην το καταστρέψω, όταν είδα την κάρτα. Πανομοιότυπη με την προηγούμενη, εκτός από το μήνυμα. "Η φαντασία στην υπηρεσία της αλήθειας... Η πρωινή σου επίσκεψη πρέπει να σε διαφώτισε. Το βράδυ έλα μόνη. Μην ανησυχείς, όλοι είναι ασφαλείς. Για την ώρα! Ελπίζω να σου αρέσει το διάβασμα. Μην με κάνεις να περιμένω μετά τις 23:00! Φ." Έπρεπε να καταλάβω τι ακριβώς ήθελε, δεν μπορούσα κοίταξα τις σελίδες, ήταν το σημείο που ο κόμης έκανε δική του την Μίνα. Δεν ήθελα καν να σκεφτώ την σημασία της επιλογής του. Τα άλλα βιβλία δεν περιείχαν τίποτα πέρα από τις καθορισμένες σελίδες. Δεν προλάβαινα να σκεφτώ τίποτα, έπρεπε να βιαστώ αν δεν ήθελα να στήσω την Ίρις. Άλλαξα γρήγορα T-shirt και έτρεξα προς την πλατεία όπου ήδη με περίμενε η Ίρις. Καθίσαμε σε ένα από τα πολλά μικρά ταβερνάκια της πλατείας και παραγγείλαμε μια ποικιλία και δυο μπίρες. "Λοιπόν; Τι έγινε χθες όταν φύγαμε εμείς;" Δεν περίμενα να ξεκινήσει έτσι η συζήτηση αλλά προσπάθησα να απαντήσω ήρεμα, "Τίποτα, απλά μιλήσαμε για λίγο, και έφυγα. Εσείς πως περάσατε; Δεν περίμενα να ξυπνήσεις έτσι νωρίς!" ήλπιζα να μείνει στις ερωτήσεις μου, η τύχη όμως έπαιζε παιχνίδια. "Τελειώσαμε σχετικά νωρίς! Η αλήθεια είναι πως, έχουμε ραντεβού απόψε! Ο Ερρίκος μου το ζήτησε, πριν με καληνυχτίσει. Θα δούμε, όμως για πες μου εσύ! Δεν πιστεύω να έφυγες αμέσως μετά από εμάς;! Εμείς φύγαμε για να μιλήσετε εσείς! Μη μου πεις πως δεν έδειξε ενδιαφέρον γιατί φαινόταν από χιλιόμετρα!" δεν είμαι καλή στα ψέματα, έτσι προτίμησα την μισή αλήθεια, "Δεν έφυγα αμέσως, μιλήσαμε! Αλλά, δεν νομίζω πως..." Με κοίταξε και τα γκρίζα μάτια της έμοιαζαν με φουρτουνιασμένη θάλασσα, "Μην μου πεις πάλι πως δεν είσαι έτοιμη για σχέση! Έχουν περάσει πάνω από 4 μήνες από τον χωρισμό σου με τον... άντε να μην πω! Πρέπει να προχωρήσεις, δεν γίνεται να μένεις κολλημένη στο παρελθόν! Πίστεψε με πως είναι η καλύτερη θεραπεία!" Όλα αυτά τα είχα ξανακούσει τουλάχιστον 5 φορές τους 2 προηγούμενους μήνες και μέχρι εκείνη την στιγμή είχα καταφέρει να αντικρούσω τα επιχειρήματα της, εκείνο το μεσημέρι όμως κάτι είχε αλλάξει. "Ήθελα να σου πω πως δεν νομίζω ότι ο Φίλιππος ενδιαφέρεται για σχέση! Μια γνωριμία είναι, δεν θα γίνει τίποτα." Ως ένα σημείο το ήλπιζα, ένα μέρος όμως του εαυτού μου ήθελε όσο τίποτα να επαληθευθεί η Ίρις. Η αντίδραση της ήταν αναμενόμενη, το πονηρό της χαμόγελο έδειχνε τι σκεφτόταν, "Εγώ πάλι νομίζω πως ισχύει ακριβώς το αντίθετο! Δεν είδες πως σε κοίταζε χτες; Για σένα ήρθε στο τραπέζι μας, τα γενέθλια μου ήταν μόνο η κάλυψη! Δεν μου λες τώρα, κανονίσατε να ξαναβρεθείτε; Μην μου πεις ότι του έριξες χυλόπιτα γιατί δεν θα σου ξαναμιλήσω!" Χαμογέλασα με την απειλή της, "Δεν τον απέρριψα! Θα πάω ξανά από εκεί απόψε. Μου το ζήτησε χτες." Η Ίρις πανηγύριζε, εγώ από την άλλη ήμουν διχασμένη. Ο 'πόλεμος' μέσα μου συνεχιζόταν και δεν υποχωρούσε κανείς. Οι δύο δυνάμεις ήταν ισόπαλες, με την λογική να νικάει στα σημεία. "Είδες; Σου το είπα εγώ! Λοιπόν, είμαι σίγουρη ότι απόψε θα γίνεται ζευγάρι! Κοίταξε να βάλεις κάτι ωραίο, και πρόσεξε να μην τον απορρίψεις γιατί θα έχεις να κάνεις με μένα! Αν δεν υπήρχε ο Ερρίκος... ίσως να τον διεκδικούσα και εγώ." Εκεί γέλασα, ο Ερρίκος ήταν ακριβώς στο στυλ που έψαχνε η Ίρις, μελαχρινός με σταρένια επιδερμίδα και μεγάλα μαύρα μάτια. ο Φίλιππος από την άλλη ήταν υπερβολικά λευκός, λόγω και της ιδιαιτερότητας του, "Νόμιζα πως το στυλ σου ήταν οι μελαχρινοί!". <όπως και το δικό μου> "Αυτό όμως δεν με εμποδίζει να λεω την αλήθεια! Ο Φίλιππος είναι, τουλάχιστον εντυπωσιακός. Ποία δεν θα ήθελε να είναι μαζί του;" Είχε δίκιο, αν δεν ήξερες το μυστικό του δεν θα μπορούσες να του αρνηθείς τίποτα. "Ε, τότε πρέπει να ευχαριστώ την τύχη που σου έστειλε τον Ερρίκο, έτσι;" Το σχόλιο μου είχε το αποτέλεσμα που ήθελα, το θέμα έφυγε από τον Φίλιππο. Συνεχίσαμε την συζήτηση με διάφορα ευτράπελα από το γραφείο. Φύγαμε λίγο μετά τις 15:00 και αποφασίσαμε να πάμε από το σπίτι μου για καφέ. "Πότε παίρνεις άδεια;" με ρώτησε ενώ καθόμασταν στο σαλόνι μου και ακούγαμε την 'Ασημένια σφίγγα' από Υπόγεια Ρεύματα, "Την Τρίτη. 20 ολόκληρες μέρες χωρίς γραφείο!" της απάντησα χαμογελώντας, ήταν αλήθεια πως χρειαζόμουν ξεκούραση. "Την Τρίτη, και εγώ την Τετάρτη. Τι λες πάμε κανένα ταξίδι; για 5-6 μερούλες!" Ήθελα να πω ναι, ήξερα όμως πως δεν θα μπορούσα να φύγω, κάτι θα με κρατούσε πίσω. "Θα δούμε. Θυμάσαι την τελευταία φορά που προγραμματίσαμε εκδρομή; Δεν καταφέραμε να φύγουμε ούτε από την πόλη! Άσε να πάρουμε πρώτα την άδεια και... βλέπουμε για το επόμενο Σαββατοκύριακο!" Δεν είχε αντιρρήσεις, η προηγούμενη απόδραση ματαιώθηκε πριν καν προγραμματιστεί λόγω ανάκλησης αδειών. Στις 17:00 έφυγε η Ίρις και έμεινα να διαβάζω την 'Συνέντευξη' της Ράις ξαπλωμένη στον καναπέ, ο ήρωας της εξιστορούσε την αναγέννηση του και εγώ σκεφτόμουν την σημασία της φράσης, "Η φαντασία στην υπηρεσία της αλήθειας..." Ποίος από τους δύο συγγραφείς άραγε ήξερε; Ποίος έγραψε έστω και ένα μικρό κομμάτι αλήθειας; Η Ράις έγραφε πως δεν επηρεάζονται από θρησκευτικά σύμβολα ή αντικείμενα και την μυρωδιά του σκόρδου. Ο Στόκερ, από την άλλη, πως φοβούνται τους σταυρούς. Αν φυσικά εκείνος που κρατάει τον σταυρό πιστεύει στην δύναμη του, συμπλήρωσα εγώ και άφησα τον Μορφέα να με πάρει, παρασύροντας με σε ένα ακόμα ταξίδι γεμάτο όνειρα. Όνειρα επηρεασμένα από τα βιβλία που διάβαζα αλλά και με έναν εφιάλτη από τον οποίο ξύπνησα τρομοκρατημένη και ιδρωμένη λίγο πριν το ρολόι δείξει 21:00. Είχα 1:30 ώρα για ετοιμαστώ και να φύγω. Μπήκα στο ντους, το ζεστό νερό με χαλάρωσε ενώ θυμόμουν τον εφιάλτη, ήταν υπερβολικά ζωντανός... Βρέθηκα σε ένα στενό, πολύ κοντά στο μπαρ του Φίλιππου, το φεγγάρι φώτιζε τους τοίχους των κτιρίων δεξιά και αριστερά. Κάποιος ερχόταν προς το μέρος μου, δεν ήξερα αν ήθελα να τον δω. Ήξερα τι θα γινόταν, δεν ήθελα να γίνει αλλά δεν ήθελα και να το αποφύγω. Κάτι μέσα μου το καλούσε, ο φόβος όμως ήταν πιο δυνατός από το κάλεσμα. Άρχισα να τρέχω προς την αντίθετη κατεύθυνση, ο τοίχος του αδιεξόδου με σταμάτησε. Η ανάγκη, αν αυτό που ένιωθα ήταν ανάγκη, υπερίσχυσε και γύρισα για να αντιμετωπίσω αυτό που θα γινόταν. Δευτερόλεπτα αργότερα είδα τον Φίλιππο να έρχεται προς το μέρος μου, η Σελήνη φώτιζε το πρόσωπο του, το ίδιο αλαζονικό χαμόγελο, τα ίδια ανεξιχνίαστα γαλάζια μάτια. Φορούσε την ίδια κατάμαυρη κάπα, ήταν ανοιχτή στο στήθος αφήνοντας το ασημένιο φως του φεγγαριού να αποκαλύψει κόκκινους λεκέδες στο κατάλευκο πουκάμισο. Κατάλαβα ότι ήταν αίμα μόλις ένιωσα το υγρό να τρέχει από τον λαιμό μου. Έπρεπε να νιώσω την πληγή, τα δάχτυλα μου άγγιξαν δύο μικρές οπές, ένα παχύρρευστο υγρό. Η επόμενη σκηνή με άφησε σοκαρισμένη, τρομοκρατημένη και ανίκανη να αντιδράσω. Δυο μυτεροί κυνόδοντες τρυπούσαν τον λαιμό μου, αλλά δεν ένιωθα πόνο. Ο Φίλιππος με άφησε ένα λεπτό μετά, με κοίταζε με το ίδιο χαμόγελο, με την ίδια ανεξιχνίαστη έκφραση στο ρόδινο, πλέον, πρόσωπο. "Ήξερα πως δεν θα αντιδρούσες. Είναι γλυκό το φιλί του θανάτου." Ξαναβρήκα τη φωνή μου και ένα απλό "Γιατί;" πήρε σχεδόν μορφή. Γέλασε δυνατά, "Γιατί; Γιατί είσαι η μοναδική που μπορεί να το αποφύγει. Πιάσε ξανά την πληγή." Δίστασα και το επανέλαβε, "Κάντο! Πιάσε τον λαιμό σου εκεί που είναι η πληγή!" Το έκανα, δεν υπήρχε τίποτα. Το πουκάμισο του ήταν και πάλι κατάλευκο. "Έλα απόψε. Θα σε περιμένω." Η απάντηση μου ήταν έκπληξη ακόμα και για μένα, "Δεν θα έρθω." Τα όνειρα είναι ένας πολύ παράξενος κόσμος, πολλές φορές δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την πραγματικότητα από την φαντασία. Τώρα όμως ξέρω, εκείνη η απάντηση ήταν από την πραγματικότητα. Δεν μπορούσα να παραδοθώ έτσι απλά άνευ όρων. Το γέλιο του με χτύπησε σαν παγωμένος αέρας αλλά το πρόσωπο μου μάλλον έδειξε πολύ καλύτερα ότι δεν αστειευόμουν. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου είδα την Μάριον να έρχεται προς το μέρος μας, έκανα ένα βήμα προς τα πίσω, σταμάτησα νιώθοντας τον κρύο, υγρό τοίχο στην γυμνή μου πλάτη. Κοίταξα το σώμα μου, φορούσα ένα αραχνοΰφαντο κατάμαυρο νυχτικό, κάτι που ποτέ δεν είχα φορέσει στην πραγματικότητα. Το βλέμμα μου έπεσε στα γυμνά πόδια της Μάριον, έμοιαζε μαγεμένη μέσα στο κατάλευκο φόρεμα που αγκάλιαζε το σώμα της. Τα καστανά της μάτια ακτινοβολούσαν ενώ τα μακριά ξανθά μαλλιά της 'έπαιζαν' με τον αέρα. Στάθηκε ακριβώς δίπλα του, ήταν απέναντι μου αλλά έμοιαζε να μην ξέρει ότι ήμουν εκεί. Τον είδα να τρέφεται από εκείνη και δεν μπορούσα να αντιδράσω. Όταν σταμάτησε με κοίταξε χαμογελώντας, "Η φίλη σου είναι υπάκουη, εσύ όμως είσαι η ιδανική. Μην με κάνεις να σε περιμένω απόψε! Δεν θες να πληρώσουν άλλοι για τα λάθη σου. Σωστά;" Κατάφερα να απαντήσω σχεδόν κλαίγοντας "Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό! Δεν την ξέρεις καν! Άφησε την, θα είμαι εκεί!" Το χαμόγελο του έγινε ακόμα πιο αλαζονικό, "Μπορώ, αλλά δεν το κάνω! Κοίτα καλύτερα γλυκιά μου! Δεν πείραξα τίποτα πάνω της!" Ξανακοίταξα τον λαιμό της και νόμιζα πως είχα παραισθήσεις. Δεν υπήρχαν σημάδια, δεν υπήρχε αίμα, ήταν όπως πριν. "Θα σε περιμένω με αγωνία."... εκεί ξύπνησα σχεδόν κλαίγοντας. Η πρώτη μου παρόρμηση ήταν να τηλεφωνήσω στην Μάριον, αλλά κατάφερα να συγκρατηθώ. Τι θα την ρωτούσα; "Είσαι σίγουρη ότι δεν σε δάγκωσε Βρυκόλακας;" Έπρεπε να ηρεμίσω και να σκεφτώ λογικά. Βγαίνοντας από το ντους δοκίμασα να της τηλεφωνήσω, δεν ήταν στο σπίτι, θα έπρεπε να περιμένω μέχρι την επόμενη μέρα για να σταματήσω να ανησυχώ. Έκανα ένα σάντουιτς και ετοιμάστηκα για να φύγω, ήταν ήδη 22:15 όταν έφυγα από το σπίτι. Χωρίς μακιγιάζ, με το καθημερινό μου τζιν, τα μαύρα Nike μου και ένα μαύρο μπλουζάκι που έκρυβε τον σταυρό μου. Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος όταν έφτασα στο μπαρ λίγο μετά τις 22:30. Κάθισα σε ένα από τα σκαμπό, μακριά από την είσοδο και το γκρουπ. Όταν ήρθε κοντά μου ο μπάρμαν για να παραγγείλω αναγνώρισα τον Λευτέρη, γνωριζόμασταν από το γυμνάσιο και είχαμε χαθεί για καιρό όμως πάντα είχαμε μια διαφορετική σχέση. Δεν με ρώτησε τι θα πάρω, έφερε ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι, "Πες πως έχει βότκα μέσα!" το ύφος του μου θύμισε τον παλιό καλό καιρό. Τότε που κάναμε φάρσες στα άλλα παιδιά και στους καθηγητές. Με περνάει μόλις μερικούς μήνες αλλά πάντα με είχε σαν την μικρή του αδελφή. Πάντα με πρόσεχε και όταν χαθήκαμε, στο Λύκειο, ήταν σαν να έχασα τον μοναδικό άνθρωπο που ένοιωθα τόσο κοντά μου. Είναι ένα από τα καλύτερα παιδιά που έχω γνωρίσει μέχρι τώρα. Δεν τον ρώτησα αν ήξερε ότι ένα από τα αφεντικά του ήταν Βρυκόλακας. Όταν με ρώτησε για τον λόγο που βρέθηκα εκεί χωρίς παρέα, είπα ότι μου άρεσε ο χώρος. Ίσως να ήξερε τον πραγματικό λόγο, όμως ο Λευτέρης είναι από τα άτομα που σκέφτονται πολύ πριν μιλήσουν. Το να πει οτιδήποτε για τον Φίλιππο, εκεί ή οπουδήποτε αλλού, ήξερε όπως ήξερα και εγώ πως θα έθετε πολλούς ανθρώπους σε κίνδυνο. Οι Βρυκόλακες δεν θέλουν να γίνουν γνωστοί. Η ύπαρξη τους πρέπει να παραμείνει ότι ήταν πάντα, ένας απλός μεσαιωνικός μύθος. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα πριν εξαφανιστεί στην άλλη άκρη του μπαρ, το Σάββατο άλλωστε είναι βραδιά εξόδου για όλους. Λίγο πριν τις 23:00 ένιωσα την παρουσία του στον χώρο. Δεν γύρισα να τον κοιτάξω, ήξερα πως ήταν κοντά μου και συνέχισα να σιγοτραγουδάω το People are Strange. Όταν τελείωσε γύρισα προς το μέρος του, είχε καθίσει ήδη δίπλα μου, το χαμόγελο του ήταν ήδη εκεί, αλαζονικό. "Καλησπέρα." του είπα, δεν ήθελα να τον εκνευρίσω. Ο κόμπος στο στομάχι μου λες και είχε αποκτήσει βάρος. "Χαίρομαι που ήρθες." η αντίδραση μου βρήκε τον δρόμο της χωρίς καν να το σκεφτώ. "Μετά από τόσα σημειώματα και απειλές, υπήρχε περίπτωση να μην έρθω;". Το χαμόγελο του έχασε κάτι από την αλαζονεία του. Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, "Δεν ήταν απειλές." ακούστηκε σχεδόν μετανιωμένος. "Τότε, τι ακριβώς ήταν; Σκηνές από κάποια ταινία που σχεδιάζετε να σκηνοθετήσετε;" ήξερα πως είχε πειραχτεί. Προσπάθησε σκληρά να μην ακουστεί απειλητικός, δεν το κατάφερε απόλυτα, "Έπρεπε να σε δω. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να είμαι κάπως πιο σίγουρος ότι θα έρθεις. Και, σε παρακαλώ, μίλα μου στον ενικό!" Δεν απάντησα αμέσως, για αρκετά λεπτά υπήρχε μόνο ο ήχος της κιθάρας, η εισαγωγή το επόμενου κομματιού Temple of the King, και οι σκόρπιες κουβέντες από τους υπόλοιπους θαμώνες. "Θα προσπαθήσω. Λοιπόν, είμαι εδώ και νομίζω πως θέλατε, πως ήθελες να μιλήσουμε. Τι έχουμε να πούμε;" Χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά, "Πάντα τόσο γρήγορα μπαίνεις στο θέμα; Έτσι χάνεις όλη την χαρά της συζήτησης!" Ήθελα να πω πως η συζήτηση μαζί του μου ήταν αδιάφορη όμως κρατήθηκα. "Ναι, το έχω αυτό το ελάττωμα. Λοιπόν; Τι έχουμε να συζητήσουμε; Δεν νομίζω πως έχουμε και τίποτα κοινό." Η φωνή του είχε αποκτήσει ένα παιχνίδισμα που μου φάνηκε γνωστό. Δεν κατάφερα να διακρίνω αν και που το είχα ξανακούσει. "Έχουμε περισσότερα κοινά από όσα θέλεις να παραδεχτείς. Αλλά, πες μου, τι ακριβώς σου είπε ο 'προστάτης' σου για μένα; Είμαι πολύ περίεργος να μάθω πόσα σου αποκάλυψε." Η απάντηση του με βρήκε απροετοίμαστη όμως δεν έχασα το θάρρος, ούτε το θράσος μου. "Τι σε κάνει να πιστεύεις πως κάποιος μου είπε για σένα; Υπάρχουν τρόποι να μάθει κανείς για το 'είδος' σου χωρίς να ρωτήσει κανέναν." Ήξερα πως ο πατέρας - Ευγένιος μου είχε αποκρύψει πολλά. Η απορία μου ήταν, πως το ήξερε ο Φίλιππος. Μια απορία που δεν είχα το θάρρος να ξεστομίσω ακόμα. "Αλήθεια;" ένα ίχνος ειρωνείας στην φωνή του ήταν αρκετό για να νιώσω τον φόβο να παίρνει τα ηνία, "Από που μπορείς να μάθεις για το 'είδος' μου, όπως το αποκάλεσες, εκτός από εμένα ή από κάποιον που είχε σχέσεις με εμένα;" Η καλύτερη άμυνα λένε είναι η επίθεση, ίσως κατά βάση να ισχύει αλλά η συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η εξαίρεση. Προσπάθησα να επιτεθώ αλλά η τελευταία του φράση με σταμάτησε, το υπονοούμενο ήταν προφανές: ο πατέρας - Ευγένιος είχε σχέσεις με τον Φίλιππο, το προσπέρασα, δεν μπορούσα να πω κάτι για αυτό και έμεινα στην πρώτη ερώτηση του. "Υπάρχουν αρκετά βιβλία, εκτός από αυτά που έστειλες. Παρεμπιπτόντως, ευχαριστώ αλλά δεν ήταν ανάγκη!" Ένα γουργούρισμα είχε κάνει την εμφάνιση του, μου θύμισε ένα γατάκι που φιλοξενούσαμε στο ορφανοτροφείο όταν ήμουν γύρω στα 10, γουργούριζε όταν το χαϊδεύαμε αλλά και όταν ήθελε χάδια. "Χαίρομαι που σου άρεσαν. Άρχισες να τα διαβάζεις ελπίζω." Ο εφιάλτης με την Μάριον ήρθε στην σκέψη μου και η απάντηση μου είχε περισσότερη επιθετικότητα από όση ήθελα, "Ναι, άρχισα, μόνο που πίστευα πως η χτεσινή μου υπόσχεση ήταν αρκετή. Η τελευταία προειδοποίηση δεν χρειαζόταν, ακόμα και ένα απλό σημείωμα θα έκανε την ίδια δουλειά!" Το χαμόγελο του δεν είχε ίχνος αλαζονείας, η επίθεση μου μάλλον είχε βρει τον στόχο της, "Ίσως να το παράκανα λίγο. Δεν ήμουν σίγουρος όμως ότι η κάρτα μου θα έφερνε το αποτέλεσμα που ήθελα. 'Προειδοποίηση', έχεις έναν πολύ καλό τρόπο να επιλέγεις τις λέξεις που θες να τονίσεις. Έχεις δίκιο πάντως, δεν ήταν απειλή. Απλή προειδοποίηση ήταν και, χαίρομαι που έγινα κατανοητός." Ήταν η σειρά μου να χαμογελάσω. Η ειρωνεία μου ακόμα πιο εμφανής. Δεν προσπάθησα να την καλύψω, όσο και αν φοβόμουν. "Γίνεσαι απόλυτα κατανοητός και με τα πιο απλά μέσα. Μοιάζεις με τα ταχύρυθμα τμήματα εκμάθησης υπολογιστών. Βέβαια και εγώ προσπαθώ να μην χρειάζομαι επεξηγήσεις για ότι αφορά τις ζωές άλλων." Η επίθεση έγινε αντιληπτή, αν και προσπάθησα πολύ για να την καλύψω. "Με κολακεύεις! Δεν χρειάζεται όμως τόση επιθετικότητα. Η φίλη σου είναι ασφαλής, δεν έγινε τίποτα." Το πρόσωπο μου ίσως έδειχνε ακριβώς πως ένιωθα γιατί η επόμενη φράση του ήταν εντελώς αναπάντεχη, "Με συγχωρείς, κάποιες φορές δεν ξέρω πότε πρέπει να σταματήσω." Η απάντηση μου ξάφνιασε ακόμα και μένα, "Τότε πρέπει να εφαρμόσεις κάποιο νέο σύστημα." Γέλασε, η ανάγκη μου να φύγω από εκεί ήταν πιο δυνατή από οποιαδήποτε άλλη επιθυμία. Η συζήτηση που είχα με την Ίρις ήρθε ξανά στην σκέψη μου, έπρεπε να μάθω τι ακριβώς ήθελε. Το 'Poison' ξεκινούσε και εγώ έκανα την ερώτηση που ήλπιζα πως θα τελείωνε την όλη συζήτηση. "Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;" "Φυσικά!" μάζεψα όσο κουράγιο είχα και, "Τι ακριβώς θες από μένα;" Χαμογέλασε, οι κυνόδοντες άφαντοι, "Βιάζεσαι, αλλά θα σου πω. Θέλω να σε γνωρίσω, να καταλάβω πως σκέφτεσαι. Θέλω, να μου χαρίσεις την παρέα σου για τώρα, και ίσως αργότερα την φιλία σου." Ένιωθα την φωνή του να με υπνωτίζει, χρειάστηκα όση θέληση και λογική είχα για να μην τον αφήσω να με παρασύρει. Έσφιξα την γροθιά μου νιώθοντας τα νύχια να σκάβουν το δέρμα της παλάμης μου για ακόμα μια φορά. "Θέλεις την παρέα μου. Ωραία, και αν συμφωνήσω; Τι επακόλουθα θα έχει;" Χρειαζόμουν χρόνο, και η επεξηγήσεις θα μου τον έδιναν. "Επακόλουθα; Τίποτα! Η ελεύθερη βούληση είναι δικαίωμα σου. Αν δεν θες κάτι, απλά το αρνείσαι." Η ιστορία της Εύας ήρθε στη σκέψη μου, το μήλο φαινόταν νόστιμο, η τιμωρία όμως ήταν σκληρή. Και εκείνη είχε το δικαίωμα της επιλογής, όπως και εγώ. ¨Ένα φως άστραψε στο ομιχλώδες τοπίο της σκέψης μου και αποφάσισα να παίξω ότι είχα. "Αν είναι να σου χαρίσω την παρέα μου, θέλω και εγώ κάτι σαν αντάλλαγμα." Δεν μίλησε και συνέχισα, "Την απόλυτη ασφάλεια των ανθρώπων που γνωρίζω. Είτε ήρθαν, είτε όχι, σε επαφή μαζί σου. Ακόμα και αν εγώ αρνηθώ κάτι, εκείνοι θα μείνουν ασφαλείς! Απλά να ξέρεις πως, αν κινδυνεύσει κάποιος, εκτός από εμένα, δεν υπάρχει τίποτα που να με κρατάει. Να είσαι σίγουρος πως αυτός που θα το έχει προκαλέσει , δεν θα γλιτώσει!" Χαμογέλασε, ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, σαν να είχε μόλις πάρει κάποιο δώρο χωρίς να το περιμένει. "Την έχεις! Εσύ και όσοί γνωρίζεις θα είναι ασφαλείς!" Σε αυτό το σημείο, ήξερα πως είχα πέσει σε παγίδα. Το ζήτημα ήταν ότι δεν ήξερα, δεν μπορούσα να δω την παγίδα. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ακριβώς πως νιώθει ένα παγιδευμένο ζώο μέσα στο σκοτάδι. Τα σίδερα της παγίδας ήταν αόρατα αλλά πέρα για πέρα υπαρκτά. "Λοιπόν; Συμφωνούμε;" Η μοναδική επιλογή ήταν να συμφωνήσω. Το να αρνηθώ δεν θα με βοηθούσε να ξεφύγω, ήμουν ήδη βαθιά στην φυλακή του. "Σύμφωνοι." είπα και άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος του, πήρε την παλάμη μου στα χέρια του και έσκυψε, έσφιξα το άλλο μου χέρι για να κρατήσω σταθερή την αναπνοή μου και να μην τραβήξω το χέρι μου όπως ήθελα, ένιωσα την ζεστή του ανάσα στο κέντρο της παλάμης μου, τα βελούδινα χείλη του στα 4 μισοφέγγαρα, κόκκινα ακόμα, που λίγη ώρα πριν είχαν σχηματιστεί από την πίεση των νυχιών μου. Μόλις άφησε το χέρι μου, κατέβηκα όσο μπορούσα πιο σταθερά από το σκαμπό, ήμουν έτοιμη να πω "Καληνύχτα!", 'όταν ένιωσα τον πόνο στο μπράτσο μου. Με κρατούσε, η παλάμη του παγωμένη, στο πρόσωπο του δεν υπήρχε πλέον ίχνος αλαζονείας. Δεν μπορούσα να αντιδράσω, ο φόβος με είχε παραλύσει, η τύχη όμως ήταν μαζί μου, τουλάχιστον εκείνο το βράδυ. Ο Λευτέρης ήρθε κοντά μας, μάλλον είχε δει όσα είχαν γίνει, "Κύριε Φίλιππε; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την Βίκυ;" ένιωσα τον Φίλιππο να χαλαρώνει, γύρισε προς τον Λευτέρη και η φωνή του ήταν εντελώς φυσιολογική. "Τίποτα! Όλα είναι εντάξει. Γνωρίζεστε ήδη με την Βασιλική; Τι ευχάριστη έκπληξη!" Ο Λευτέρης δεν μπορούσε να πει κάτι άλλο, "Ναι, από το σχολείο. Και τώρα με συγχωρείτε. Βίκυ, θα τα πούμε. Καληνύχτα!" Το μπράτσο μου με πονούσε, αλλά ήξερα πως δεν θα με άγγιζε ξανά, όχι εκείνο το βράδυ τουλάχιστον. Ψιθύρισα μια καληνύχτα στον Λευτέρη ενώ μέσα μου τον ευγνωμονούσα. Ο φόβος είχε δώσει την θέση του στην οργή, "Νόμιζα πως μόλις κάναμε μια συμφωνία, τόσο λίγο κρατάνε οι συμφωνίες και οι υποσχέσεις σου;" Δεν κάθισα στο σκαμπό, ήθελα να φύγω και θα έφευγα. Η φωνή του έδινε την αίσθηση πληγωμένου αγοριού. "Με συγχωρείς, παραφέρθηκα. Δεν το ήθελα και δεν θα ξανασυμβεί." Το ήλπιζα και το ευχόμουν, "Το ελπίζω, γιατί δεν θα έχω πάντα την βοήθεια του Λευτέρη! Τώρα με συγχωρείς, αλλά πρέπει να φύγω." Είχε ήδη κατεβεί από το σκαμπό του, "Να σε συνοδεύσω;" Προσπάθησα σκληρά να μην ακουστώ επιθετική, "Ευχαριστώ, αλλά όχι. Θέλω να περπατήσω, μόνη μου." Η απάντηση μου τον βρήκε απροετοίμαστο, "Όπως θες, μπορώ όμως να σε περιμένω αύριο; ¨Έχουμε πολλά ακόμα να πούμε." Δεν ξέρω γιατί είπα ναι, έμοιαζε σαν να μην είχα μιλήσει εγώ αλλά ήξερα πως είχα συμφωνήσει και πάλι. Ήθελα να τον ξαναδώ, όμως οι εφιάλτες έπρεπε να τελειώσουν. "Θα έρθω, αν μου υποσχεθείς κάτι." ήμουν σίγουρη ότι δεν περίμενε καμία τέτοια 'απαίτηση' "Τι;" "Να σταματήσεις τα ταξίδια στον ύπνο μου. Μπορείς να φύγεις από τα όνειρα μου;" Δεν απάντησε για μερικά λεπτά, δεν περίμενα να δεχτεί έτσι εύκολα. "Θα προσπαθήσω, αν κάνεις και εσύ κάτι για μένα." δεν ρώτησα τι, περίμενα απλά να συνεχίσει, "Σταμάτα να δείχνεις πόσο πολύ φοβάσαι. Ο σταυρός σου δεν κάνει τίποτα άλλο πέρα από το να δείχνει πόσο πολύ φοβάσαι. Εμένα δεν με πειράζει, διασκεδάζω, άλλοι όμως..." Δεν ήθελα να ρωτήσω ποίους εννοούσε, θα μάθαινα όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. Πολύ πιο σύντομα από όσο περίμενε ο Φίλιππος, από όσο ήθελα εγώ. "Εντάξει." είπα απλά. Γύρισα να φύγω, δεν με σταμάτησε όπως περίμενα. Η φωνή του στο μυαλό μου σαν δροσερό ρυάκι μέσα στο δάσος, "Θα σε περιμένω αύριο γλυκιά μου πριγκίπισσα." Έφυγα όσο πιο σταθερά μπορούσα, χωρίς να γυρίσω πίσω αν και ήξερα πως με παρακολουθούσε. Edited July 9, 2008 by white_unicorn Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted August 2, 2008 Share Posted August 2, 2008 Ενδιαφέρουσα και η συνέχεια, προωθεί καλά το μύθο και δίνει λίγο ακόμα βάθος στους χαρακτήρες. Αυτό που όμως με προβλημάτισε ήταν η μορφοποίηση του κειμένου που με μπέρδεψε, κυρίως στους διαλόγους. Είθισται κάθε φορά που αλλάζει ομιλητής να αλλάζει και η παράγραφος, ώστε ο αναγνώστης να μη χάνεται. Εδώ έχουμε παραγράφουτς που ο ομιλητής αλλάζει 6-7 φορές, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να ψιλοχάνεται. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
white_unicorn Posted August 3, 2008 Author Share Posted August 3, 2008 Ενδιαφέρουσα και η συνέχεια, προωθεί καλά το μύθο και δίνει λίγο ακόμα βάθος στους χαρακτήρες.Αυτό που όμως με προβλημάτισε ήταν η μορφοποίηση του κειμένου που με μπέρδεψε, κυρίως στους διαλόγους. Είθισται κάθε φορά που αλλάζει ομιλητής να αλλάζει και η παράγραφος, ώστε ο αναγνώστης να μη χάνεται. Εδώ έχουμε παραγράφουτς που ο ομιλητής αλλάζει 6-7 φορές, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να ψιλοχάνεται. well, thank you sir for reading.... Η μορφοποίηση θέλει δουλειά.... όπως και το κείμενο.... Και πάλι ευχχαριστώ για το σχόλιο... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.