Nienor Posted July 15, 2008 Share Posted July 15, 2008 (edited) edit 7/1/09: ένδειξη Poll Cesar_cy 2 Dinosxanthi 10 Πρόλογος ________________________________________________________________________________ Άνοιξε τα μάτια του αργά. Στην αρχή δε μπορούσε να ξεχωρίσει σχήματα και χρώματα. Μια θολούρα έβλεπε μονάχα και μύριζε γιασεμί. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα μαλακό στρώμα -για πόσο καιρό, δε μπορούσε να γνωρίζει- μα δεν μπορούσε να κουνήσει τα άκρα του. Δεν ένοιωθε κάποιο σκοινί να σφίγγει τα χέρια ή τα πόδια του, ούτε κάποιο άλλο βαρύ αντικείμενο να τον κρατάει καθηλωμένο στο στρώμα, μα ούτε και πονούσε πουθενά. Και καθώς κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει, μπόρεσε με δυσκολία να διακρίνει απέναντί του μια γυναικεία φιγούρα, που σιγομουρμούριζε καθισμένη σε μια κουνιστή πολυθρόνα. ________________________________________________________________________________ Έχετε στη διάθεσή σας μία εβδομάδα. Δε μπορείτε να ποστάρετε νωρίτερα από τις πέντε μέρες και η ιστορία δε μπορεί να ξεπερνά τις 2500 λέξεις. Ελπίζω τα πληκτρολόγιά σας να είναι ακονισμένα και ελπίζω επίσης να σας αρέσει ο πρόλογος σας Καλή συγγραφή Υ.Γ. Εννοείται πως δεν ψηφίζουμε πριν να ανεβάσουν τα παιδιά και τις δύο ιστορίες ναι? Edited January 7, 2009 by Nienor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
cesar_cy Posted July 21, 2008 Share Posted July 21, 2008 Σε μια καλύτερη γη Μια νέα γη Άνοιξε τα μάτια του αργά. Στην αρχή δε μπορούσε να ξεχωρίσει σχήματα και χρώματα. Μια θολούρα έβλεπε μονάχα και μύριζε γιασεμί. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα μαλακό στρώμα -για πόσο καιρό, δε μπορούσε να γνωρίζει- μα δεν μπορούσε να κουνήσει τα άκρα του. Δεν ένοιωθε κάποιο σκοινί να σφίγγει τα χέρια ή τα πόδια του, ούτε κάποιο άλλο βαρύ αντικείμενο να τον κρατάει καθηλωμένο στο στρώμα, μα ούτε και πονούσε πουθενά. Και καθώς κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει, μπόρεσε με δυσκολία να διακρίνει απέναντί του μια γυναικεία φιγούρα, που σιγομουρμούριζε καθισμένη σε μια κουνιστή πολυθρόνα. «Που είναι ;Πες μου που το κρύβετε» είπε η γυναίκα, που καθόταν στην κουνιστή καρέκλα, τραυλίζοντας νευρικά «Που είναι; Πες μου αμέσως.» ξανά τραύλισε .Ο άντρας πείσμωσε και δεν απαντούσε στις ερωτήσεις της γυναίκας .Η γυναίκα αναστέναζε νευριασμένα , σηκώστηκε και περπατούσε στο δωμάτιο .Ο άντρας στο κρεβάτι βρήκε τις αισθήσεις του . Η όραση του επανήρθε αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί ένιωθε τα πόδια του μουδιασμένα και τα πνευμόνια του ανάπνεαν με δυσκολία .«Δεν θα σου απαντήσω όσα βασανιστήρια και αν μου κάνετε .Εγώ δεν προδίδω τα πιστεύω μου σαν κάποιες άλλες που κουνιούνται για να κερδίσουν την δύναμη της εξουσίας» είπε ο άντρας με δυσκολία γιατί πολλά από τα δόντια του λείπουν από την θέση τους «Σκάσε !Αν πεις ακόμα μια λέξη θα διατάξω να σε εκτελέσουν» είπε η γυναίκα και με ένα χαστούκι χτύπησε το μάγουλο του άντρα .Ο άντρας γέλασε «Φοβάσαι την αλήθεια .Φοβάσαι να παραδεχτείς ότι έχεις αυτά που έχεις επειδή παραπλάνησες ένα γέρο ξεμωραμένο άντρα» .Αυτή ξανάκατσε στην πολυθρόνα της .«Τώρα να σηκωστώ και θα δεις τη θα πάθεις» είπε ο άντρας και αυτή αποκρίθηκε «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα .Σου βάλαμε μια ένεση που αδυνατίζει τα άκρα και για ένα εικοσιτετράωρο δεν μπορείς να κουνηθείς» .Ο άντρας κατσούφιασε μόλις άκουσε την άκουσε αλλά δεν τον πολύ ένοιαξε .«Που είναι το C3-PO; Που είναι η βάση σας;» ξαναρώτησε η γυναίκα «Παραδέξου το Ντάλμεν ,της νύχτες δεν κοιμάσαι από τον φόβο της επίθεσης του C3-PO» «Ναι λοιπόν το παραδέχομαι ,φοβάμαι μήπως και μου επιτεθείτε με το κλεμμένο όπλο μου. Σκουλήκια μου κλέψατε το όπλο» «Ας πρόσεχες λοιπόν να μην το έχανες .Οι δικοί μου ακόμα γελάνε με την ηλιθιότητα σας .Ήταν σαν να κλέβαμε παγωτό από ένα μωρό οχτώ χρονών» Η γυναίκα περπατούσε και ξεφυσούσε νευρικά .«Αν μου πεις που βρίσκετε το όπλο θα σε κάνω υπαρχηγό και θα μπορούμε να …» η γυναίκα σταμάτησε δεν μπόρεσε να προφέρει την λέξη «Παντρευτούμε» ολοκλήρωσε «Εγώ δεν πουλώ την πατρίδα ,εσύ με πρόσδεσες και δεν θα σου το συγχωρήσω ποτέ» είπε ο άντρας ήρεμα .Η γυναίκα τον κόντεψε , κόντεψε το κεφάλι της στο κεφάλι του «Γιατί αγάπη μου δεν με θες πια» είπε προκλητικά .Ο άντρας εκνευρισμένος από τα λόγια της μαζεύει όσο σάλιο είχε μείνει στο στεγνό του στόμα και της φτύνει μέσα στα μάτια «Φτου σου ,πρόστυχη γυναίκα .Ευτυχώς δεν μου πήρατε και το σάλιο» ο άντρας γελούσε τόσο δυνατά που το γέλιο του αντηχούσε σε όλο το δωμάτιο .Η γυναίκα νόμισε πως έχασε τα λογικά του .«Καλά λοιπόν δεν θα ασχοληθώ κι άλλο μαζί σου» και άνοιξε την πόρτα και η γυναίκα έφυγε .Ο άντρας την άκουσε να λέει στους στρατιώτες της «Σε ένα οκτάωρο εκτελέστε τον» . Το άκουσμα τον λέξεων αυτών έκαναν τον άντρα να ανατριχιάσει .Φοβόταν για τη ζωή του .Δεν άντεχε να ξέρει πως σε λίγο θα γινόταν σκόνη και θρύψαλά που θα τα έπαιρνε ο αγέρας ανούσια .Το δωμάτιο όπου βρισκόταν ήταν μεγάλο με λίγα έπιπλά, με τεράστια παράθυρα και ένα ρολόι καρφωμένο πάνω στον τοίχο .Στην μέση υπήρχε ένας καναπές και μια κουνιστή πολυθρόνα .Στην μια άκρια του δωματίου υπήρχε μια μεγάλη μηχανή που βογκούσε και στην άλλη βρισκόταν το κρεβάτι του άντρα .Ένα ποτάμι από ιδρώτα κυλούσε από το αυλακωμένο πρόσωπο του βασανισμένου .Οι σκέψεις τον βασάνιζαν .Ένιωθε το κεφάλι του βαρύ ασήκωτο .Έτρεμε στην ιδέα πως μετά από οκτώ θα έπαιζε χαρτιά με τον Αϊ Πέτρο .Τουλάχιστον ήξερε πως οι σύμμαχοι του επαναστάτες είχαν την δύναμη στα χέρια τους , είχαν το C3-PO το πιο δυνατό και αποτελεσματικό όπλο .Το C3-PO δεν ήταν και πολύ μεγάλο και ούτε έριχνε σφαίρες μάλλον έριχνε μια παράξενη πράσινη μικρούλα γλίτσα που όταν ερχόταν σε επαφή με τον αγέρα φούσκωνε σαν κέικ και γινόταν τεράστιο ίσα με ένα ουρανοξύστη και ύστερα έκανε ένα μπα και τα πάντα κοντά του διαλύονταν . Όπως σκεφτόταν τη ζωή του παρατήρησε έξω από το μεγάλο παράθυρο .Αυτό που είδε ήταν η θλιβερή κατάντια της γης .Το δωμάτιο βρισκόταν πάνω σε ένα μεγάλο λόφο .Από το παράθυρο έβλεπες τις ξεραμένες πλαγιές του χλωμού λόφου .Το χώμα που πατούσε όταν ήταν μικρός τώρα είναι σαν τον άμμο ,κίτρινο ,χλωμό κανένα δέντρο δεν φυτρώνει πάνω του .Για όλα αυτά έφταιγε ο ίδιος και οι όμοιοι του που αλληλοσκοτώνονται .Η γη δεν ποτίζετε πια από δροσερό νερό αλλά από ρουκέτες ,χειροβομβίδες ,πυραύλους, σφαίρες και από το αίμα των στρατιωτών .Όλοι οι άνθρωποι παρατάχθηκαν σε δύο στρατόπεδα η τάχα κυβέρνηση και ο λαός .Όλα ξεκίνησαν με την κρίση του πετρελαίου , το πετρέλαιο λιγόστευε έτσι περίπου το 2012 ξεκίνησαν οι πόλεμοι για αυτό .Μετά από μια δεκαετία σφαγής για το πετρέλαιο ήρθε το πρόβλημα του πόσιμου νερού γιατί από την μόλυνση το νερό χαλούσε και δεν μπορούσες ούτε να το μυρίσεις .Έτσι οι άνθρωποι βασανισμένοι από αυτά τα δύο κακά παρατάχτηκαν σε δύο στρατόπεδα : ο πλούσιος μισθοφορικός στρατός της κυβέρνησης και ο φτωχός λαός των κρατών .Η τάχα κυβέρνηση είχε ως αρχηγό τον Τζόναθουν ένα γέρο πολιτικό και ο λαός τον Φέρδεν ένα νέο πατριώτη πολιτικό όπου τώρα βρίσκετε στο κρεβάτι του δωματίου .Ο Τζόναθουν σκοτώθηκε σε μια σύγκρουση και τον διαδέχτηκε η μνηστή του Ντάλμεν .Για να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατο του Τζόναθουν και την κλοπή του C3-PO οι μισθοφόροι απήγαγαν τον Φέρδεν .Έτσι η γη μας έχει ένα νέο πρόσωπο πιο θλιβερό . Αυτά σκεφτόταν και πέρασαν δύο ώρες .Του έμεναν πριν πεθάνει ακόμα έξι βασανίστηκες ώρες .Όσο πιο πολύ το σκεφτόταν τόσο πιο πολύς ιδρώτας χυνόταν από το πρόσωπο του .Ένας ήχος τον έκανε να φοβηθεί ακόμα περισσότερο ,η πόρτα .Η μεταλλική πόρτα άνοιξε με κρότο δύο μισθοφόροι μπήκαν .Ο άντρας τους έβλεπε και του κόπηκε η ανάσα δεν μπορούσε να πάρει τον βρόμικο αέρα από το μπαρούτι στα πνευμόνια του .Ο ένας φρουρός τον κόντεψε και έβγαλε το άσπρο κράνος από το κεφάλι του .Το κεφάλι ήταν μακρουλό και τα μαλλιά του ήταν μαύρα κοντά και το πρόσωπο του άσπρο .Φαινόταν οικείο το πρόσωπο στον μελλοθάνατο άντρα .«Αρχηγέ ήρθαμε να σε σώσουμε από τα χέρια των μισθοφόρων» με αυτά τα λόγια ο ένα μεγάλο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του βασανισμένου «Είσαι εσύ Χαντμέλ ;» ρώτησε «Ναι αρχηγέ εγώ είμαι» τώρα το χαμόγελο ξεκινούσε από το ένα αυτί και τέλειωνε στο άλλο «Ποιος είναι ο άλλος ;» ο Χαντμέλ δεν πρόλαβε να απαντήσει και ο άλλος είπε «Είμαι ο μεγάλος αδερφός σου» . Για λίγο οι δύο τους έβλεπαν τον χώρο και από πού μπορούσαν να βγουν .«Μην ψάχνετε για έξοδο γιατί η μοναδική είναι η πόρτα ,οι κάμερες δεν μπορούν να καταγράψουν ήχο αλλά βλέπουν τα πάντα» .Ο Φέρδεν προσπάθησε να σηκώσει το κορμί και τα πόδια αλλά η ένεση που του κάνανε ήταν δυνατή .«Κατάλαβα δεν μπορείς να περπατήσεις σου μπήξανε ένεση» είπε ο μεγάλος αδερφός «Καλά λοιπόν αυτή εδώ το ξέρουν ότι είσαι παράλυτος για όσο κρατά η ένεση , έτσι θα σε πάρουμε στους ώμους» «Και που θα πάμε;» «Ένα ελικόπτερο μας περιμένει κρυμμένο λίγο έξω από το στρατόπεδο» «Ας ξεκινήσουμε λοιπόν να μην χάνουμε χρόνο .Τον πήρε ο μεγάλος του αδερφός πάνω στην πλάτη του και άνοιξαν την πόρτα . Στο εχθρικό στρατόπεδο επικρατούσε ησυχία και μονάχα μερικοί ήταν έξω από τα κελιά τους .Όσοι ρωτούσαν που πήγαιναν έλεγαν ότι πάει για εκτέλεση .Ο άντρας ψιθύρισε στο αυτή του μεγάλου αδερφού του «Ντάνιελ πως ξέρατε που ήμουν και πως ξέρετε ποιοι διάδρομοι είναι οι σωστή ;» «Πάνω σου υπήρχε ένα μικροτσίπ ανιχνεύσεις και έτσι σε βρήκαμε , ακολουθούμε τους διαδρόμου όπως ήρθαμε» .Πέρασε ένα τέταρτο μέσα από τους δρόμους του στρατοπέδου .Ώσπου ο συναγερμός ήχησε . «Ο κρατούμενος δραπετεύει γρήγορα βρείτε τον» φώναζαν τα μεγάφωνα και στο στρατόπεδο επικρατούσε χάος .«Τι κάνουμε τώρα ;» «Να πάρε αυτήν τη στολή φόρεσε την» ο μεγάλος αδερφός τον κατέβασε και τον έβαλε σε μια γωνιά και του έδωσε μια μισθοφορική στολή .«Δεν μπορώ να την φορέσω , τα πόδια και τα χέρια μου είναι παράλυτα» «Την κάτσαμε» είπε ο Χαντμέλ και ο μεγάλος αδερφός προσπάθησε να του την φορέσει .Για ένα δεκάλεπτο περνούσαν στρατιώτες από μπροστά τους και δεν τους έβλεπαν .Κρύφτηκαν καλά αλλά δεν μπορούσαν να μείνουν εκεί. Ο Φέρδεν προσπάθησε να περπατήσει αι τα κουτσό κατάφερνε. Περπατούσαν αργά για να μπορεί να τους ακολουθεί ο Φέρδεν .Πάντα προσπαθούσαν να φερόντουσαν φυσιολογικά ασχέτος αν ένα ολόκληρο στρατόπεδο τους έψαχνε .Οι στρατιώτες τρέχανε σαν τα παλαβά μέσα στους διαδρόμους και ούρλιαζαν .Πολλές φορές κάποιος στρατιώτης τους ρωτούσε αν βρήκαν κάτι ή αν έπεσε στην αντίληψη τους κάτι παράξενο , όμως αυτοί πάντα έλεγαν ότι δεν είδαν τίποτα . Μετά από πολύωρο περπάτημα σταμάτησαν έξω από μια πόρτα κοίταξαν καλά γύρω τους και όταν δεν τους έβλεπε κανένας μπήκαν μέσα στην πόρτα .Η πόρτα οδηγούσε σε μια μικρή αποθήκη με ένα σπασμένο παράθυρο .Πήδησαν έξω από το παράθυρο και βρέθηκαν στην περιφραγμένη αυλή του στρατοπέδου .Σύρθηκαν για λίγη ώρα και βρήκαν μια τρύπα στον ηλεκτροφόρο φράκτη. Πέρασαν έξω αλλά για κακή τους τύχη ένας φρουρός τους είδε και φώναξε για βοήθεια .Η επίδραση της ένεσης έφυγε και ο Φέρδεν τώρα μπορούσε να τρέξει για να σωθεί από τους κυνηγούς του .Ολόκληρος ο στρατός τους κυνηγούσε .Σφαίρες σφυρούσαν δίπλα από τα αυτιά τους .Έφτασαν στο ελικόπτερο μπήκαν μέσα και έφυγαν .Οι εχθροί έστειλαν και αυτοί ελικόπτερα αλλά άργησαν πολύ γιατί είχαν ήδη χαθεί κατά πολύ από το πεδίο όρασης τους Την νύχτα της ίδιας ημέρας η τηλεόραση κυριεύθηκε από την λαϊκή οργάνωση .Όλα τα κανάλια έδειχναν τον Ιούλιο Φέρδεν κουστουμαρισμένο να μονολογεί μπροστά στην κάμερα : «Γήινη άνθρωποι σας καλό σήμερα να έρθετε όλη σε μια παράταξη στην παράταξη που αγαπά τον πλανήτη μας .Απόψε ζητώ την ειρήνη να βασιλεύει στον πλανήτη μας , ζητώ να ενωθούμε όλοι μαζί και να νοιαστούμε για το καλό των παιδιών .Διερωτηθήκατε ποτέ τη πλανήτη θα τους δώσετε ;Τα δικά σας παιδιά δεν φταίνε σε τίποτα αν οι γονείς τους μολύνουν και καταστρέφουν τον πλανήτη γη .Αυτή την στιγμή που μιλάμε η γη μας δεινοπαθεί , αυτή την στιγμή που μιλάμε η γη μας έχει αλλάξει όψη , η γη μας αργοπεθαίνει σιγά σιγά και για αυτό φταίμε εμείς .Η γη μας ποτίζετε καθημερινός όχι από βροχή αλλά από αίμα .Η πρασινάδα χάθηκε από τον πλανήτη μας .Αυτός ο πόλεμος δεν έπρεπε να ξεκινήσει και εγώ νιώθω υπευθύνως για αυτόν το πόλεμο .Τι και αν βρήκαμε κάποιες δυσκολίες ; Τι και αν κάποια σοβαρά προβλήματα μας χτυπούνε την πόρτα ; Για αυτά φταίμε εμείς αλλά ενωμένη μπορούμε να τα λύσουμε και να κάνουμε την γη ένα παράδεισο .Η έλλειψη πόσιμου νερού και η καταστροφή από το πετρέλαιο είναι δικά μας λάθη και μαζί θα τα διορθώσουμε .Όλοι μαζί ας ενωθούμε και ας καλυτερέψουμε την όψη του πλανήτη μας» αυτά έλεγε παθιασμένα μέσα στην ομιλία του . Δεν ξέρω αν ο πόλεμος σταμάτησε , αν τα προβλήματα λύθηκαν και αν η γη μας επανήλθε .Αυτό θα το μάθουμε όταν θα έρθει η σειρά μας να επιλέξουμε τι να κάνουμε . Θα συνεχίσουμε τον πόλεμο ώσπου κάποια από τις δύο πλευρές πεθάνει ή θα ενωθούμε και θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που μαστίζουν την γη μας .Σίγουρα εμείς διαλέγουμε και θα πρέπει να κάνουμε ότι θεωρεί ο καθένας σωστό και δίκαιο αλλά από τις δύο επιλογές η σωστή είναι να αγαπήσουμε την γη και να την σεβαστούμε .Η γη είναι στα χέρια μας ας την ομορφύνουμε Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted July 21, 2008 Author Share Posted July 21, 2008 Ωπ... Να ο πρώτος. Ντίνος τι γίνεται? γράφουμε? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted July 21, 2008 Share Posted July 21, 2008 Όπως είπα, το ταιμινγκ δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο μιας και έπεσε στην εβδομάδα της ορκομωσίας μου. Όπως και να'χει έχω γράψει περίπου το μισό, ως άυριο το πρωί θα το έχω ανεβάσει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted July 21, 2008 Author Share Posted July 21, 2008 Ε, δεν το είπα για να σε αγχώσω... Απλά έκανα μια νύξη για να μας δηλώσεις τι κάνεις. Και δύο μέρες να σου πάρει και τρεις, πάλι εντός της προθεσμίας σου να είσαι Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted July 21, 2008 Share Posted July 21, 2008 Τι ωραία να σου δίνουν κίνητρο να γράψεις... Εντέλει, το τελειωσα σήμερα, όταν η έμπνευση έρχεται δεν πρέπει να σταματάει. Ιδου λοιπόν η δική μου προσπάθεια. Περιμένουμε με ενδιαφέρον τις γνώμες σας. ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΤΕΙ ΕΝΑΣ ΟΓΔΟΝΤΑΧΡΟΝΟΣ; Άνοιξε τα μάτια του αργά. Στην αρχή δε μπορούσε να ξεχωρίσει σχήματα και χρώματα. Μια θολούρα έβλεπε μονάχα και μύριζε γιασεμί. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα μαλακό στρώμα -για πόσο καιρό, δε μπορούσε να γνωρίζει- μα δεν μπορούσε να κουνήσει τα άκρα του. Δεν ένοιωθε κάποιο σκοινί να σφίγγει τα χέρια ή τα πόδια του, ούτε κάποιο άλλο βαρύ αντικείμενο να τον κρατάει καθηλωμένο στο στρώμα, μα ούτε και πονούσε πουθενά. Και καθώς κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει, μπόρεσε με δυσκολία να διακρίνει απέναντί του μια γυναικεία φιγούρα, που σιγομουρμούριζε καθισμένη σε μια κουνιστή πολυθρόνα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπάθησε να ηρεμήσει. Πάλεψε μέσα στους διαδρόμους του μυαλού του. Τα μουρμουρητά της γυναίκας έγιναν πιο καθαρά. Ήταν στίχοι τραγουδιών αλλά τώρα είχαν πάψει. Τώρα μιλούσε σ’αυτόν. Είσαι ο Αρτέμης Μπαλογιάννης. Ναι, αυτό του ακουγόταν σωστό. Είσαι καθηγητής Αστικού Δικαίου. Κι αυτό ήταν αληθινό. Είσαι για άλλη μια μέρα ζωντανός. ‘Και τι ημέρα.’ Είπε και αναστέναξε. Κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Αυτά τα δευτερόλεπτα αγωνίας και ανημποριάς, τον έκαναν να τρέμει παρά την ευχάριστη ζέστη του μεγάλου δωματίου του. Αυτό το μυαλό που τον είχε φτάσει ως εδώ, τώρα τον πρόδιδε. Κορόιδευε τις προσπάθειες του. Δεν ήταν δεμένος. Όχι τουλάχιστον από κάποιο υλικό που τον κρατούσε κάτω. Οι αλυσίδες του δεν ήταν χειροπιαστές. Ήταν φτιαγμένες από γηρατειά και ήταν πιο δυνατές από οποιοδήποτε μέταλλο αυτής της γης. Και κάθε μέρα, βάραιναν περισσότερο. Πήρε τα γυαλιά του από το κομοδίνο δίπλα του και ο κόσμος επανήλθε μπροστά από τα γέρικα μάτια του. Γύρισε προς την γυναίκα. Πρόλαβε να την δει να βγαίνει από το δωμάτιο σαν ίσκιος, συνεχίζοντας να μουρμουρίζει. ‘Δεν έχεις ένα φιλί για τον γέρο άντρα σου;’ Είπε και στην έλλειψη απάντησης, ανάσανε τεντώνοντας τα γέρικα άκρα του. Τα ελατήρια του μεγάλου κρεβατιού έσκουξαν όσο και οι κλειδώσεις του καθώς ανακάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Η μεγάλη ξύλινη βιβλιοθήκη δέσποζε μπροστά του. Εκατοντάδες βιβλία το ένα δίπλα και πάνω στο άλλο. Αρκετά από αυτά είχαν το όνομα του επάνω τους. ‘Τι μέρα.’ Επανέλαβε και ένα μισό χαμόγελο σε μαβί χείλη έσπασε κάτω από το δασύτριχο άσπρο μουστάκι του. ‘Τα ογδοηκοστά μου γενέθλια.’ Κοίταξε το κρεβάτι του και σκέφτηκε μήπως μπορεί να ξεκλέψει λίγα λεπτά από την πραγματικότητα. ‘Μπαμπά σηκώθηκες; Ήρθαν τα εγγόνια σου!’ Η φωνή της κόρης του. Το ίδιο γλυκιά και ευχάριστη στα πενήντα της, η φωνή μιας τραγουδίστριας. Τα θολά μάτια βούρκωσαν στον ήχο της. Την αγαπούσε τόσο πολύ. Όσο και την μητέρα της. ‘Κατεβαίνω σε λίγα λεπτά κορίτσι μου.’ ‘Μην αργήσεις. Τα εγγόνια σου, σου έχουν φέρει δώρα από το Τόκιο.’ Τα εγγόνια του. Είχε να τα δει τρια χρόνια. Του είχαν λείψει αφάνταστα μαζί με την κόρη του που τον είχε ευλογήσει με τον τιμητικό τίτλο «παππούς». Τον ένιωθε πολύ πιο σημαντικό και βαρύ από το Δρ. Αρτέμης Μπαλογιάννης, καθηγητής Αστικού Δικαίου σε τόσα πανεπιστήμια του κόσμου. Ένιωθε καλά. Η αγωνία του ξυπνήματος είχε χαθεί. Όχι, όχι χαθεί. Είχε κάτσει πίσω στο σκοτεινό κομμάτι, σαν άτακτος μαθητής σε τιμωρία. Η γυναίκα του πάντα βοηθούσε. Τους τελευταίους μήνες ήταν πάντοτε εκεί. Να του θυμίζει το όνομα του, την ιδιότητα του. Την ζωή που το γέρικο μυαλό προσπαθούσε να συγκρατήσει, μάταια, σαν χέρια που κρατούσαν στάχτη στον δυνατό αέρα. Τέρμα ο ύπνος, σκέφτηκε περνώντας το χέρι του μέσα από τα αραιά άσπρα μαλλιά που του είχαν απομείνει. Σηκώθηκε και άνοιξε την ντουλάπα με τα ρούχα του. Ένα σκούρο κοστούμι τον περίμενε μαζί με ένα πουκάμισο, καθαρά εσώρουχα και κάλτσες. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκεί μέσα, ούτε καν μια κρεμάστρα. ‘Μπαμπά το πρωινό σου είναι έτοιμο και η Βανέσα έφερε και την τούρτα σου. Θα σβήσεις τα κεριά τώρα το πρωί για να ξεκινήσουμε.’ Να ξεκινήσουνε... Για που; Ο άτακτος μαθητής κορόιδευε τον γέρο καθηγητή. Για που γέρο μου; Ξεκούτιανες καλά καλά.Σήμερα είναι το τεστ. Η φωνή της γυναίκας του ηχούσε ακόμη γλυκιά. Τον κοίταζε από την πόρτα του δωματίου. Το τεστ; ‘Μην βιάζεσαι παππού, είναι και πολλά τα κεριά.’ Ακούστηκε η φωνή της εγγονής του. Αυτό τον έκανε να γελάσει, ένα ξερό γέλιο σαν χαρτόνι που σκιζόταν. Τις άκουγε να γελάνε και να συζητούν μεταξύ τους, ατμόσφαιρα που είχε λείψει από αυτό το σπίτι. Γύρισε ξανά στην γυναίκα του. ‘Μην χαλάς την φωνή σου με τέτοια σχόλια καρδιά μου. Τραγούδησε μου κάτι.’ Αυτή τον κοίταξε και κούνησε το κεφάλι της. Γύρισε ξανά και έφυγε. ‘ Εντάξει λοιπόν. Ορίστε το καλό του να έχεις παντρευτεί μια υψίφωνο.’΄Είπε και έστριψε ένα ασημένιο κουμπί στο εντοιχισμένο στέρεο σύστημα του ορόφου. Η φωνή της, ή μάλλον η φωνή μιας εικοσάχρονης κοπέλας, άρχισε να ακούγεται, συντροφιά με μερικές νότες πιάνου, από τα ηχεία του δωματίου και του διαδρόμου. «Morituri te salutant…» «Οι Μελοθάνατοι σε Χαιρετούν...» Τα γέλια και οι ομιλίες διακόπηκαν, σαν άκουσαν την φωνή της Κυρίας του σπιτιού. Ο καθηγητής βγήκε από το δωμάτιο του και μπήκε στο μπάνιο. «...thesauri audacia...» τραγούδησε ψιθυριστά μαζί της. Η φωνή του ήταν σπασμένη, αλλά συνέχιζε να χαμογελάει. «...Να έχεις κουράγιο...» του τραγουδούσε μέσα από τα ηχεία του σπιτιού τους. Έπιασε ένα παλιό ξυράφι και άρχισε να ακονίζει την στομωμένη άκρη του. ‘Αυτό τραγουδούσες όταν σε πρωτοείδα. Το πρόσωπο σου με σκότωσε. Η φωνή σου με ξαναζωντάνεψε. Δεν περίμενα ποτέ να συναντήσω κάτι τόσο όμορφο σ’αυτή την Γη. Το θυμάσαι;’ Η γυναίκα είχε έρθει ξανά δίπλα του. Την κοίταζε από τον καθρέφτη να κουνάει καταφατικά το κεφάλι της. ‘Είχα ανατριχιάσει. Μόνο όταν είδα τις σταγόνες που σημάδευαν το χαρτί στα χέρια μου, κατάλαβα ότι κυλούσαν από τα μάτια μου.’ Είπε και είδε άλλη μια τέτοια σταγόνα να σημαδεύει το ξυράφι, ένα διάφανο πετράδι πάνω στο παγωμένο μέταλλο. Μου τα επαναλαμβάνεις κάθε ημέρα. Κι αυτό είναι που έχει σημασία. Ότι τα θυμάσαι εσύ γλυκέ μου. Η φωνή της είχε σημαδευτεί από τα χρόνια αλλά οποιοσδήποτε θα αναγνώριζε την φωνή της γυναίκας που έρρεε από τα ηχεία. ‘Άλλοι λένε προσευχές κάθε πρωί. Εγώ κολυμπάω στο ποτάμι του μυαλού μου, ελπίζοντας να θυμάμαι ότι μπορώ. Οι δικές μου προσευχές είναι οι στιγμές μας. Ελπίζοντας ότι θα είσαι δίπλα μου να με βοηθάς να τις επαναφέρω μπροστά.’ Θυμάσαι τι μου πρωτοείπες; Τι είπες όταν μιλήσαμε για πρώτη φορά; Ο Αρτέμης έφερε την λεπίδα στο ζαρωμένο λαιμό. Την κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη να περιμένει. Πίεσε τον εαυτό του. Προσπάθησε να κολυμπήσει κόντρα στο ρέυμα. ‘Ένας άγγελος. Μια ημισέληνος. Ένα ποτήρι σαμπάνια. Και μια μυρωδιά γιασεμιού.’ Αυτή χαμογέλασε. Όταν γέλαγε, γινόταν ξανά μια νέα κοπέλα. Τα χρόνια έφευγαν από πάνω της σαν την πάχνη στα φύλλα που την διώχνει ο ήλιος. Κοίτα έξω. Και προσπάθησε κι άλλο. Ο Αρτέμης άφησε το ξυράφι στον νιπτήρα. Γύρισε προς την άλλη πλευρά, προς το παράθυρο του μπάνιου. Τι βλέπεις; Είδε έναν κήπο γεμάτο άσπρα λουλούδια. Ανθισμένα κατα μήκος της αυλής, αγκάλιαζαν τα μεγάλα δέντρα, τα κάγκελα του φράχτη και το μικρό κιόσκι στην μέση του. Ευωδίαζαν όλο τον κήπο και το σπίτι καθώς κάθε άνθος ξεδίπλωνε τα πέντε πέταλα του. Υπήρχαν μερικά κλουβιά πουλιών σε διάφορα σημεία του κήπου. Ήταν άδεια. ‘Βλέπω τον κήπο που σου πρωτομίλησα. Σου είπα ότι το μόνο που με κρατούσε από το να γονατίσω μπροστά σου με ευλάβεια ήταν τα λευκά φτερά που έλειπαν από την πλάτη σου. Έτσι αντί αυτού σου φίλησα το χέρι.’ Τι ημέρα ήταν; ‘Ξανά, ήταν τα γενέθλια μου. Πέρασαν πενήντα πέντε χρόνια ακριβώς.’ Αναστέναξε. ‘Αλλά δεν ήταν ημέρα. Ήταν νύχτα. Ο πατέρας μου είχε καλέσει την οικογένεια σου στο σπίτι. Δεν σε ήξερα ως τότε. Αλλά απο εκείνη την ευλογημένη στιγμή δεν ξανάφυγες ποτέ από το μυαλό μου. Ούτε και τώρα που...’ ‘Μπαμπά! Πρέπει να κατέβεις.’ Τα λόγια της κόρης του από τον κάτω όροφο τον επέστρεφαν στο σήμερα. Ο Αρτέμης κοντοστάθηκε, η φωνή σταμάτησε στον λαιμό του. Ξανασήκωσε όμως το κεφάλι του, και την κοίταξε να στέκεται στην άκρη της ματιάς του, φευγαλέα σαν ψευδαίσθηση. Κι εγώ σου είχα πει ότι με λίγη ακόμη σαμπάνια, ίσως και να τα έβλεπες. ‘Η σαμπάνια στο νεανικό στομάχι μου δεν ήταν τίποτα. Το πρόσωπο σου με χτύπησε δυνατότερα από οποιοδήποτε ποτό.’ ‘Μπαμπά, είναι ώρα.’ Η φωνή τώρα ήταν πιο μονότονη. ‘Μπαμπά, είναι ώρα.’ Σχεδόν, μηχανική. ‘Μπαμπά, είναι ώρα.’ ‘Εντάξει κόρη μου. Δεν θα πέσει η κυβέρνηση με την αργοπορία ενός γεράκου. Μακάρι αυτό το σιχαμερό καθετώς να έπεφτε από κάτι τέτοιο.’ ‘ΑΡΚΕΤΑ ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΟΡΟΪΔΙΑ! ΔΟΚΤΩΡΑ, ΚΑΤΕΒΕΙΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΚΑΤΩ.’ Η φωνή ήταν αντρική. Η ξαφνική παρουσία της δεν του προκάλεσε έκπληξη. Είχε ξυπνήσει τώρα. ‘Θα περιμένετε να ξυριστώ. Είναι τα γενέθλια μου σήμερα, και κανείς δεν μπορεί να με αποτρέψει από το να δείχνω ωραίος για αυτή την ημέρα.’ Η φωνή του ήταν σταθερή και αγέρωχη, όπως άξιζε σε έναν Καθηγητή. Ένα σούσουρο από ανδρικές φωνές άρχισε να ακούγεται από κάτω. Φωνές διαφωνίας γέμισαν το αρχοντικό μα ο Αρτέμης δεν έδωσε σημασία. ‘Ναι. Άλλη μια μέρα ζωντανός.’ Είπε. Γύρισε ξανά τον διακόπτη της μουσικής. Ρίχνοντας μια ματιά στην σιωπηλή φιγούρα της γυναίκας του μέσα από τον καθρέφτη, της έκλεισε φευγαλέα το μάτι. Αυτή έγνεψε και έστριψε για να φύγει, αφήνοντας την λυπημένη φωνή της να μιλάει για εκείνη. Κάθε πρωί, το αρχοντικό τους γέμιζε μ’αυτήν την φωνή. Είκοσι χρόνια τώρα. Καθώς ξύριζε το γέρικο πρόσωπο μπροστά στον μεγαλοπρεπή καθρέφτη, το υγρό κρύσταλλο που γέμιζε τους διαδρόμους έπνιξε την φασαρία του κάτω ορόφου. Όποιοι κι αν ήταν κάτω, τώρα άκουγαν προσηλωμένοι, το τραγούδι της. Θα πρέπει να κατέβεις τώρα Δεν γύρισε να την κοιτάξει. Έριξε μια τελευταια ματιά στον κήπο έξω από το παράθυρο. ‘Θα έρθεις μαζί μου;’ Την ρώτησε και τώρα η φωνή του ακουγόταν φοβισμένη, σαν μικρού παιδιού που μιλάει στον φύλακα αγγελό του. Ούτε ο θάνατος δεν με κράτησε μακριά από το πλευρό σου αγάπη μου. Άφησε το ξυράφι και σκούπισε το πρόσωπο του, μαζί με τα δάκρυα που μαζεύονταν στα γέρικα μάτια του. Έγνεψε αόριστα και με μια κίνηση χτύπησε ένα κουμπι δίπλα στο παράθυρο. Τα ανθισμένα λουλούδια χάθηκαν, ο φράχτης έμοιαζε να σκουριάζει και να σπάει μέσα σε εκατοστά του δευτερολέπτου. Το μικρό κιόσκι γκρεμίστηκε. Η ψηφιακή εικόνα μπροστά στα μάτια του έσβησε δίνοντας την θέση της στο πραγματικό παράθυρο, στον πραγματικό κήπο, του σήμερα. Είχε ρημάξει εδώ και χρόνια. Το μόνο ίδιο ήταν τα άδεια κλουβιά, σκουριασμένα κι αυτά, απομεινάρια περασμένων καιρών. Το τραγούδι ήταν μεγάλο. Στα τελευταία λόγια του, ο Δόκτωρ Αρτέμης Μπαλογιάννης έκανε την εμφάνιση του κατεβαίνοντας αργά αλλά σταθερά τις σκάλες του σπιτιού του. Υπήρχαν δέκα άτομα στο δωμάτιο. Έξι στρατιώτες με μάσκες που κάλυπταν τα πρόσωπα τους, ένας σαραντάρης με επίσημη στρατιωτική ενδυμασία και τρία νεαρά παιδιά, δύο κοπέλες και ένα αγόρι, λίγο πάνω από τα είκοσι χρόνια. Οι φωνές της κόρης και των εγγονών του ακούγονταν ακόμη, χαμηλόφωνα, αλλά δεν μπορούσε να τις δει. ‘Κύριε Νέστορ, περιμένατε τρία χρόνια, δεν μπορείτε να δωρίσετε ούτε λίγες στιγμές χαράς παραπάνω σε έναν ηλικιωμένο λοιπόν;’ Ο άντρας με την επίσημη ενδυμασία τον κοίταξε με βλοσυρό ύφος και έβγαλε ένα χαρτί από την καμπαρντίνα του. ‘Είστε ο Δρ. Αρτέμης Μπαλογιάννης, γεννηθείς στις 9 Αυγούστου 2082;’ ‘Προφανώς.’ Είπε αυτός απλά κοιτώντας την γυναίκα του να τον παρατηρεί από την άκρη της σκάλας. Του έδινε δύναμη. Μια από τις φοιτήτριες του έδωσε ένα φλυτζάνι τσάι που μοσχομύριζε γιασεμί. Αυτός της χαμογέλασε ευγενικά και αυτή έπνιξε ένα αναφιλητό. ‘Με βάση τον Αστικό Νόμο Υ111 περι Παγκόσμιου Υπερπληθυσμού, η κυβέρνηση σας επιβάλλει σε τεστ νοητικής ισχύος για να αποδείξετε την δυνατότητα του μυαλού σας και τουτέστιν, του άτομου σας να προσφέρει στην κοινωνία. Έαν επιτύχετε...’ ‘Κύριε Νέστορ, με προσβάλετε. Εκτός του ότι μου τον έχετε ήδη διαβάσει αυτοπροσώπως τρεις φορές τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, γνώριζετε πολύ καλά ότι πολεμάω αυτόν τον ειδεχθή νόμο εδώ και είκοσι τέσσερα χρόνια από την θέση μου. Σε πολλές χώρες, ήδη σκέφτονται την αναθεώρηση του. Κάποιες προχώρησαν σε μεταρύθμιση. Είναι δυστυχές που η δικιά μας δεν είναι μια απο αυτές.’ ‘Κύριε καθηγητά. Είμαι αναγκασμένος να σας τον διαβάσω γι’αυτό θα κάνετε ησυχία. Εαν επιτύχετε στο τέστ θα σας δωθεί άλλο ένα έτος ζωής έως το επόμενο τέστ. Έαν αποτύχετε, θα θανατωθείτε ανώδυνα ώστε άλλοι, νεότεροι και πιο ικανοί να πάρουν την θέση σας στον κόσμο μας. Είναι το χρέος σας στην ανθρωπότητα, να κάνετε χώρο σ’αυτούς που μπορούν να τον αξιοποιήσουν καλύτερα από εσάς.’ Ο καθηγητής δεν απάντησε. Κοίταξε τους τρείς νέους δίπλα του, τρεις από τους χιλιάδες φοιτητές που είχαν ανοίξει τα αυτιά και τα μυαλά τους στο δικό του. ‘Αν αυτό το σκουλήκι έχει δίκιο, είναι δικιά σας δουλειά αυτή, έτσι παιδιά;’ Η μια από τις δύο κοπέλες έκλαιγε φανερά, στην αγκαλιά ενός αγοριού, που προσπαθούσε να την παρηγορήσει παρά και τα δικά του σιωπηλά δάκρυα. Σαν νοσηρό αστείο, ακούστηκε απο μακριά η φωνή της κόρης του να ξεσπάει σε γέλια. Ο στρατιωτικός νευριασμένος, γύρισε και τους κοίταξε. ‘Κάποιος να τερματίσει τώρα αυτό το ανέκδοτο. Αμέσως!’ Η μια από τις τρείς κοπέλες έκλεισε τον φορητό υπολογιστή μπροστά της και οι φωνές χάθηκαν από τα ηχεία δίπλα τους. ‘Τι μπορούν να σας δώσουν λίγες ψεύτικες φωνές, κύριε Μπαλογιάννη; Πόση χαρά μπορείτε να πάρετε κοροϊδεύοντας τον εαυτό σας με μπουκαλάκια που βρωμάνε γιασεμί;’ Ο καθηγητής κάθισε αναπαυτικά στο τραπέζι και τον ζύγισε με το βλέμμα του. ‘Περισσότερη από όση μπορείτε να καταλάβετε εσείς κύριε Νέστορ. Ίσως το καταλάβετε αν φτάσετε την ηλικία μου. Αν και γνωρίζοντας το καθεστώς που πρεσβεύετε, πιθανότατα να μην καταφέρετε να δείτε τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός γέροντα. Ένας στρατιωτικός όπως εσείς, ένα τσιράκι πιο σωστά, δίχως προοπτικές προαγωγής, δεν έχει περισσότερη χρήση από τα σαραντα έξι χρόνια. Το ξέρετε καλύτερα από μένα.’ Ο άντρας έσφιξε τις γροθιές του. Οι έξι στρατιώτες από πίσω του σήκωσαν ελαφρά τα όργανα εξουδετέρωσης που κράδαιναν. ‘Μπορείς να πεις στους δήμιους που κουβάλησες ότι τα όπλα τους δεν θα τους χρησιμεύσουν. Δεν σκοπεύω να κάνω φασαρία κι απορώ με τον φόβο που δείχνετε μπροστά σε έναν ογδοντάχρονο. Αλλιώς γιατί τους φέρατε.’ Ο άντρας έδειξε να ηρεμεί, με αρκετή προσπάθεια πάντως, και ανασκουμπώθηκε λέγοντας: ‘Είναι η τυπική διαδικασία κύριε καθηγητά. Μην νιώθετε πολύτιμος από την παρουσία τους. Έχετε δύο ώρες από τώρα. Αξιοποιήστε τες γιατί μπορεί να είναι και οι τελευταίες σας.’ Δεν τον τίμησε με κάποια απάντηση. Κοίταξε τα χαρτιά μπροστά του και παρά την δύναμη που έβγαζε, τώρα έβλεπε τις γραμμές να κυματίζουν μπροστά στα μάτια του. Ο μαθητής τον περιγελούσε ανοιχτά. ‘ΠΕΡΙΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ ΠΟΥ ΚΑΝΑΤΕ...ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΕ ΕΝΑ ΡΟΛΟΙ...ΟΝΟΜΑΣΤΕ ΟΣΕΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΠΟΥ ΝΑ ΞΕΚΙΝΟΥΝ ΜΕ «Τ»...ΒΑΛΤΕ ΣΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΤΑ ΣΧΗΜΑΤΑ... Η φωνή του άντρα τον διέκοψε από τις σκέψεις του. ‘Θα έπρεπε να νιώθετε τυχερός. Ελάχιστα επαγγέλματα επιτρέπουν σε άτομα τόσο μεγάλης ηλικίας να συνεχίζουν να ζούνε. Ένας εργάτης πρέπει να περάσει τα τεστ από τα σαράντα του χρόνια.’ ‘ Ή μια μουσικός ας πούμε; Πολύ δύσκολο να περάσεις το πρώτο τέστ. Και ακόμη κι αν το περάσεις, το δεύτερο είναι πια βέβαιο ότι...’ Το μολύβι κάτω από το χέρι του καθηγητή έσπασε. Ο στρατιωτικός άφησε ένα μικρό μοχθηρό γέλιο να ξεφύγει από τα χείλια του. ‘Μήπως σας τάραξα, δόκτωρα;’ Αυτός τον κοίταξε, ένα βλέμμα που φυλάκιζε ήλιους στις κόρες των ματιών, μα δίχως να του απευθυνθεί, ζήτησε ένα νέο μολύβι από τον φοιτητή του. Αυτός υπάκουσε αμέσως. Ερωτήσεις επί ερωτήσεων του επιτίθονταν. Η ώρα κυλούσε και τώρα καταλάβαινε ότι δεν ήταν πια ικανός να τα καταφέρει. Ίσως αν το πρόβλημα στο μυαλό του δεν ήταν τόσο σοβαρό... Την προηγούμενη φορά ήταν λίγο πιο εύκολο, ε; ‘Αυτό είναι αλήθεια καρδιά μου. Αλλά ακόμη κι έτσι... Μπορώ να τα βγάλω πέρα.’ Η ώρα τελειώνει ‘Είναι πάρα πολλές οι ώρες που πέρασαν για εμένα. Αν αυτή είναι η τελευταία,’ ανασήκωσε τους ώμους, ‘έχω ζήσει και πολύ καλύτερες.’ ‘Μα σε ποιόν μιλάτε;’ Του είπε ο Νέστορ. ‘Στην γυναίκα μου. Σας ενοχλεί κι αυτό;’ Ο άντρας σήκωσε τα χέρια μα ένα χαμόγελο είχε σχηματιστεί καθώς φώναξε. ‘Είναι τρελός! Ο παλιόγερος το έχει χάσει εντελώς! Για ποια γυναίκα μιλάτε κύριε Μπαλογιάννη;;’ ‘Μια έχω κύριε Νέστορ, σ’αυτήν μιλάω.’ Είπε και σηκώθηκε από το γραπτό του. ‘Μα η γυναίκα σας έχει εξουδετερωθεί εδώ και είκοσι χρόνια! Το έχετε χάσει εντελώς και προφανώς δεν είστε σε θέση να περάσετε το τεστ!’ Οι στρατιώτες λες και περίμεναν το σήμα του άντρα, κινήθηκαν προς τον καθηγητή. Αυτός άφησε το μολύβι στο μισοτελειωμένο γραπτό και δεν αντιστάθηκε. Μόνο κοίταξε την γυναίκα του να μουρμουρίζει καθισμένη στην καρέκλα απέναντι τους. Ψιθύριζε τους στίχους του τραγουδιού που τον είχε μαγέψει. Τον κοίταζε κατάματα και του χαμογελούσε μαζί. «Morituri Te Salutant…» Οι Μελοθάνατοι σε Χαιρετούν Ξαναγύρισε στον στρατιωτικό καθώς τώρα τον οδηγούσαν έξω και σταμάτησε μπροστά του. ‘Τι ονειρεύεστε τα βράδια κύριε Νέστορ;’ Αυτός τον κοίταξε εμβρόντητος από την αναπάντεχη ερώτηση. Πριν προλάβει να απαντήσει τίποτα, ο καθηγητής συνέχισε. ‘Θέλετε να μάθετε τι ονειρεύεται ένας ογδοντάχρονος;’ ‘Η ικανότητα του μυαλού μας κύριε Νέστορ, δεν μετριέται από τα ηλίθια τεστ σας. Μετριέται από την ικανότητα μας να ονειρευόμαστε, με τα μάτια ανοιχτά ή κλειστα. Ακόμη κι ένα πληγωμένο μυαλό μπορεί να σε ταξιδέψει σε ευωδιαστούς κήπους με έναν άγγελο να σε κρατάει αγκαλιά. Εσείς δεν θα το μάθετε ποτέ.’ ‘...thesauri audacia...’ συνέχισε η γυναίκα του. Αυτός απλά γύρισε προς το μέρος της καθώς τον έβγαζαν έξω και είδε τα λευκά φτερά της να ανοίγουν διάπλατα. Να έχεις κουράγιο ‘Έχω άγαπη μου. Έχω αυτό που μου δίνεις εσύ. Σε περιμένω.’ ΤΕΛΟΣ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
white_unicorn Posted July 21, 2008 Share Posted July 21, 2008 Cesar_cy, δεν ξέρω πως τα κατάφερες αλλά με μπέρδεψες... λίγο η αναφορά ονομάτων τόσο σποραδικά που να ξεχνάω ποιός είναι ποιός, λίγο το οτί μπερδεύτηκα και μόνη μου με την γυναικεία παρουσία που στο μυαλό μου τουλάχιστον ήταν σχετικά γερασμένη.... θα μπορούσε να γίνει καλύτερο. είχε λεπτομέρειες που δεν βοηθούσαν και δεν αναπτύχθηκαν λεπτομέρειες όπως το κυνήγι στο τέλος, το πόσο εύκολα απέβαλε ο οργανισμός του το παραλητικό υγρό ενώ λεπτά πριν πάλευε για να φορέσει την στολή.... Καλή η ιδέα, απλά μου φάνηκε οτί ήθελε λίγη παραπάνω δουλειά. Dinosxanthi, η ιστορία μου άρεσε, ο τρόπος που ο αναγνώστης ανακαλύπτει τι ακριβώς συμβαίνει αφήνει πολλά στην φαντασία. Δεν έχω κάτι παραπάνω να πω, απλά με τράβηξε.... τα τεχνικά τα αφήνω σε όσους έχουν περισσότερη εμπειρία... Μπράβο και στους δυό σας... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted July 22, 2008 Share Posted July 22, 2008 cesar_cy : Πολύ όμορφη και δυνατή ιδέα. Με μεγάλη χαρά διαπιστώνω ότι νέοι άνθρωποι προβληματίζονται σοβαρά για το μέλλον του πλανήτη. Η ανησυχία σου με αγγίζει πάρα πολύ και η αγωνία σου κατακλύζει το διήγημα. Στην γραφή όμως υπάρχουν κάποια συντακτικά προβλήματα και ορισμένα ορθογραφικά λάθη. Δεν είμαι από εκείνους που στέκονται στην ορθογραφία αλλά σε αρκετές περιπτώσεις με έβγαλες από την διήγηση για να καταφέρω να καταλάβω π.χ. ότι το «όλη» έπρεπε να είναι «όλοι» και ότι το «σας καλό» έπρεπε να είναι «σας καλώ». Αυτό είναι κάτι που πρέπει να προσέξεις γιατί είναι κρίμα να χάνεις πόντους έτσι. Στους χαρακτήρες και τα ονόματα είμαι εντάξει αφού από ότι κατάλαβα ο Φέρδεν είναι ο αρχηγός του λαϊκού στρατού, ο Ντάνιελ ο αδερφός του, ο Χαντμέλ ένας συναγωνιστής, ο Τζόναθουν ο αρχηγός του κυβερνητικού στρατού και η Ντάλμεν η μνηστή του. Σε γενικές γραμμές η ιστορία σου μου άρεσε και περισσότερο τα μηνύματα της. Πιστεύω ότι είσαι σε καλό δρόμο, συνέχισε έτσι. Dinosxanthi : Και εσύ είχες μια πολύ καλή ιδέα που την υποστήριξες σχεδόν άψογα. Το διήγημα είναι καλογραμμένο και ευανάγνωστο. Τα δυο τρία μικρολαθάκια απλώς φανερώνουν την τρομαχτική πίεση του χρόνου. Ολόκληρη η ιστορία ευωδιάζει γιασεμί και η γραφή σε κάνει να αισθανθείς σε όλη της την μεγαλοπρέπεια την αγάπη που πλημμυρίζει τον ήρωα. Πολύ καλή δουλειά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted July 22, 2008 Author Share Posted July 22, 2008 Έχετε αρχίσει ήδη, αλλά να το πω και επισήμως Η ψηφοφορία έχει αρχίσει και μπορείτε να σχολιάζετε τα διηγήματα ταυτόχρονα και να μας λέτε τι ψηφίσατε αν θέλετε και γιατί. Θα λήξει την Τρίτη 29 του μήνα τα μεσάνυχτα και φυσικά μετά το τόπικ θα μείνει ανοιχτό για να μπορούν να διαβάσουν και να αξιολογήσουν κι όσοι δεν το κάνουν ως τότε. Καλή ανάγνωση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
cesar_cy Posted July 22, 2008 Share Posted July 22, 2008 Μέχρι στιγμής οι ψήφοι είναι 3 και τα σχόλια για τις ιστορίες είναι 2 .Θα παρακαλούσα αυτό που δεν σχολίασε να το κάνει γιατί θέλω να μάθω την γνώμη του που είναι αρκετά σημαντική για την βελτίωση μου σαν συνγραφέας . Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted July 22, 2008 Share Posted July 22, 2008 (edited) Μέχρι στιγμής οι ψήφοι είναι 3 και τα σχόλια για τις ιστορίες είναι 2 .Θα παρακαλούσα αυτό που δεν σχολίασε να το κάνει γιατί θέλω να μάθω την γνώμη του που είναι αρκετά σημαντική για την βελτίωση μου σαν συνγραφέας . +1 Edited July 23, 2008 by Dinosxanthi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mariposa Posted July 23, 2008 Share Posted July 23, 2008 Καταρχάς να δώσω συγχαρητήρια και στους δύο για τις ιστορίες σας και να σχολιάσω τον καθένα ξεχωριστά. cesar_cy: Μου αρέσει (όχι μόνο σε αυτή την ιστορία σου αλλά σε όλες όσες έχεις γράψει) ο ενθουσιασμό σου και το πάθος σου. Μακάρι να τα έχεις για πάντα. Η ιστορία ήταν πολύ καλή ως ιδέα (αν και έτσι όπως πάμε μόνο sff δεν την βλέπω, μάλλον το μέλλον μας είναι) αλλά θέλει λίγο παραπάνω προσοχή στην υλοποίησή της. Η γλώσσα σου να είναι απλή αλλά νομίζω σε μερικά διηγήματα καλό θα ήταν να αποφεύγουμε να γράφουμε όπως μιλάμε. Οι διάλογοι θα ήταν πιο ωραίο να ξεχωρίζουν από το σώμα του κειμένου. Πρόσεξε πολύ την ορθογραφία σου (που μάλλον είναι βιασύνης). Αποσυντονίζει τον αναγνώστη. Και ένας κανόνας του γραψίματος: πρόταση - τελεία - κενό. Η τελεία είναι κολλημένη στην τελευταία λέξη της πρότασης και μετά το κενό. Το ίδιο ισχύει για όλα τα σημεία στίξης. Ελπίζω (γιατί το αντίθετο δεν θα το ήθελα καθόλου) να μην σε πτόησα. Συνέχισε με τον ίδιο ενθουσιασμό. Dinosxanthi: Μου άρεσε πάρα πολύ το κείμενο. Παρόλο που ήταν sff ιστορία φαινόταν απίστευτα αληθοφανής. Η πρόταση "Ούτε ο θάνατος δεν με κράτησε μακριά από το πλευρό σου αγάπη μου" με συγκλόνισε (δεν θέλω σχόλια για αυτό, μην σκέφτεστε αυτό που σκέφτεστε). Δεν έχω να πω τίποτα άλλο. / οφφ τοπικ: Συγχαρητήρια για το πτυχίο σου και καλή συνέχεια σε ό,τι κάνεις Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Skyhunter Posted July 24, 2008 Share Posted July 24, 2008 Κατ' αρχην, να δωσω συγχαρητηρια και στους δυο σας. Χαιρομαι γιατι αποδεικνυεται περιτρανα πως ο νους εχει απειρα μονοπατια, καθενα απο τα οποια εχει τη δικη του ομορφια. Ειμαι στη δυσαρεστη θεση να ψηφισω. Το θετω ετσι, γιατι δε θεωρω η συγκριση κειμενων μπορει να ειναι ευκολη η δικαιη. Το προιον συγγραφης δε ζυγιζεται οπως οι ντοματες. Αντιθετως, καθε κειμενο μπορει να αξιολογηθει με βαση τις εμπειριες μας και την ψυχολογια μας την ωρα που το διαβαζουμε. Ως εκ τουτου, θα αναφερθω ξεχωριστα στο καθε κειμενο, ωστε να δωσω στους συγγραφεις την αποψη μου για τη δουλεια τους σε συγκριση με τις προτιμησεις μου. cezar_cy: Η ιστορια σου ειναι δυναμικη και αμεση. Προσωπικα, μου αρεσει παντα οταν ο δημιουργος χρησιμοποιει ενα σεναριο ως μεσο προωθησης ενος μηνυματος. Σιγουρα, ειναι παντα ελκυστικη η ιδεα της τεχνης για την τεχνη, αλλα οπως γνωριζεις οι ιστοριες γεννιουνται συνηθως επειδη θελουμε να μοιραστουμε ενα συναισθημα, μια αποψη. Συνεπως, η σκεψη σου να χρησιμοποιησεις ενα ελκυστικο χωροχρονικο πεδιο, για να προωθησεις κατι πανανθρωπινο και ανεξιτηλο μονο θετικη μου φαινεται, ιδιαιτερως επειδη μιλησα για τη σημασια της ψυχολογιας στην αξιολογηση ενος κειμενου. Απολαυσα την αγωνια και την ελπιδα για ενα καλυτερο αυριο. Μπορω να φανταστω οτι αν σου αρεσει αυτος ο τροπος γραφης, καποια στιγμη θα μπορουσες να γραψεις ενα βιβλιο με παρομοιο σκεπτικο. Αυτο που μπορει να διορθωθει και θα διορθωθει με την εξασκηση ειναι η ορθογραφια, ο ρυθμος και η προσοχη στην αυξομειωση του, η εμβαθυνση στη δημιουργια χαρακτηρων και ο χρωματισμος αυτων με συναισθημα. Ειναι σημαντικο να υπαρχει ισορροπια αναμεσα στην περιγραφη γεγονοτων και του αντικτυπου τους στους χαρακτηρες. Πολλα γεγονοτα συνιστουν ειδησεογραφια. Απο την αλλη, αν η περιγραφη του συναισθηματος ξεπερνα το οριο, τοτε αφαιρειται το δικαιωμα του αναγνωστη στον προβληματισμο και την περιεργεια. Σημαντικο για μενα ειναι, να διαλεξεις ενα τροπο γραφης ο οποιος δε θα ταλαντευεται πολυ συχνα αναμεσα στην ποιηση και το κομικ. Ειμαστε ανθρωποι και εχουμε απειρα συναισθηματα μεσα μας. Μπορουμε να το μεταφερυμε αριστα μεσω των χαρακτηρων μας. Ο συγγραφεας, ομως, θα πρεπει να διατηρει ενα υψηλου επιπεδου βασικο τροπο εκφρασης, κατα την δικη μου παντα αποψη, ειδικα αν αποτελει αϋλο αφηγητη.Να εισαι σιγουρος οτι θα βρεις το στυλ σου με τον καιρο και θα νοιωθεις χαρουμενος με την προοδο σου! Dinosxanthi: Ονειρικη και ονειρεμενη η ιστορια σου. Το μηνυμα σου δεν αποτελει απλα πολιτικο σχολιασμο. Ειναι μια εκφραση λατρειας προς την ελευθερια του ανθρωπινου πνευματος, εναντια σε οποιαδηποτε μορφης δυναστευση του με ματεριαλιστικους κανονες. Δυσκολη ως επιλογη η συγγραφη ενος κειμενου με ενα και μονο βασικο χαρακτηρα. Παντα ελλοχευει ο κινδυνος της μη συνταυτισης σε περιπτωση που ο τροπος σκεψης μας ειναι διαφορετικος. Η τεχνικη του μαυρου ασπρου ειναι θεμιτη αλλα το προτυπο του υπερ-χαρακτηρα ειναι μεταλλο που λαξευεται δυσκολα. Ρισκαρουμε την υπεριδανικευση του. Μου αρεσουν χαρακτηρες με γρατσουνιες και καταλαβαινω οτι η ελλειψη χρονου σου στερησε την ευκαιρια αυτη. Ομαλο, στρωτο κειμενο με επιτυχημενη επιλογη λεξεων, διχως να λειπουν μερικα λαθακια, τα οποια σε ενα μεγαλυτερο κειμενο θα περνουσαν σχετικα απαρατηρητα. Σημαντικο το οτι επελεξες να επαναλαβεις καποια αισθητικα μοτιβα, ηχους, μυρωδιες. Σχετικα ευθεια, ελαχιστα βεβιασμενη κλιμακωση, η αποκλιμακωση προξενει ενα αισθημα ολοκληρωσης. Η τελευταια σκηνη βασιζεται στην βελτιστη τεχνικη, δηλαδη 'στοχος-πραξη-επιτευξη στοχου'. Απολαμβανω με ευχαριστηση το δυσνοητο στις επιλογες ενος χαρακτηρα. Τοτε ξεκινα ο εσωτερικος διαλογος και κρινουμε τον εαυτο μας μεσω του κειμενου που διαβασαμε. Ο καθηγητης ειχε πολλα να μας πει και μας μετεφερε καποια απο αυτα με την τελευταια πραξη του. Στο χερι μας ειναι να τα αξιολογησουμε! Συγχαρητηρια και στους δυο σας και παλι! Η δουλεια του συγγραφεα ειναι μοναχικη για μεγαλο διαστημα, μα καποια στιγμη ερχεται η ωρα της παραστασης και του θριαμβου σας. Στο χερι σας να παρετε δυναμη για το επομενο σας εργο. Θα ειμαστε εδω να το απολαυσουμε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted July 24, 2008 Share Posted July 24, 2008 Ψήφισα κι εγώ, αλλά δεν έχω κουράγιο να κάνω σχόλια. Θα βάλω τα δυνατά μου να γράψω αυτά που σκέφτομαι ως το Σάββατο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tetartos Posted July 25, 2008 Share Posted July 25, 2008 cesar: Πολύ καλή και ευαίσθητη ιδέα με ένα "ηθικοπλαστικό" μήνυμα. Οι παράγραφοι είναι καλά δομημένες και έχουν νοηματική ενότητα. Υπάρχει ίντριγκα, γκάτζετς και δράση. Έχω όμως την εντύπωση ότι δεν της αφιέρωσες πολύ χρόνο: ορθογραφικά και συντακτικά λαθάκια θα μπορούσες εύκολα να τα διορθώσεις (Word?) Επίσης, προσωπικά δεν μου αρέσουν τα ασαφή, "ανοικτά" τέλη - θα προτιμούσα ένα κλείσιμο στην ιστορία. Καλή πρόοδο! Dinosxanthi: Μου άρεσαν πολλά στοιχεία της ιστορίας σου: η μετάβαση από το όνειρο στην πραγματικότητα, ο ρόλος της γυναίκας του πρωταγωνιστή στην ιστορία, η δημιουργική χρήση της μουσικής... Σχετικά με την μορφή θα (ξανα)σχολιάσω τον ιδιότυπο τρόπο σου, να μην κάνεις τις συνηθισμένες παραγράφους. Και ένα πραγματολογικό σχόλιο: το 2162 τα τεστ ικανότητας δε θα γίνονται σε χαρτί... Καλή σου συνέχεια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
nikosal Posted July 26, 2008 Share Posted July 26, 2008 Η επιλογή δεν προβληματίζει, αφού το διήγημα του DinosXanthi είναι πολύ πιο ώριμο, καλογραμμένο και ενδιαφέρον από το διήγημα του cezar_cy. Αυτό Σίζαρ δεν πρέπει να σε απογοητεύει. Το διήγημά σου είχε επίσης ενδιαφέρον και "κινηματογραφικότητα", με πολλές ατέλειες όμως, τόσο σεναριακά (δεκάδες κλισέ) όσο και εκφραστικά. Και τα δύο βελτιώνονται με τον χρόνο. Η μόνη συμβουλή είναι να δεις περισσότερο καλό κινηματογράφο και να διαβάσεις όσο περισσότερο γίνεται. Είναι σίγουρο ότι καθώς περνάει ο καιρός και ωριμάζεις θα μπορείς να γράψεις πολύ καλύτερα. Είσαι μικρός ακόμα, έχεις όλο το μέλλον μπροστά σου, μην το βάζεις κάτω και μη σε πτοεί το γεγονός ότι σχεδόν όλοι επέλεξαν το άλλο διήγημα. Ντίνο, η ιστορία σου ήταν αρκετά καλογραμμένη. Θα έλεγα ότι το θέμα έχει σε γενικές γραμμές "φορεθεί" (ένας κόσμος που εξοντώνει τους ηλικιωμένους του), κατόρθωσες όμως να το "δώσεις" με αρκετό συναίσθημα, που στη φάση του ξυρίσματος κλπ. με κέρδισε. Το τέλος το βρήκα λίιιγο μελό για τα γούστα μου. Ωστόσο πάντως, το διήγημα το διάβασα ευχάριστα --περιμένουμε λοιπόν και άλλα καλά διηγήματα στο μέλλον (το ίδιο φυσικά ισχύει όπως είπα και για το Σίζαρ...) Α, και κάτι ακόμα Ντίνο: Ευτυχώς η υπουργός Εργασίας δεν είχε διαβάσει το διήγημά σου πριν περάσει τον τελευταίο νόμο για το συνταξιοδοτικό, γιατί μπορεί να της έβαζες ιδέες... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted July 26, 2008 Share Posted July 26, 2008 (edited) Να ένα παράδειγμα που αποδεικνύει την ποικιλία φαντασίας που υπάρχει ανάμεσα μας. Δυο διαφορετικές ιστορίες που είναι πολύ δύσκολο να συγκριθούν μεταξύ τους για το περιεχόμενό τους. Γι' αυτό και θα εστιαστώ στο τρόπο γραφής. Dinosxanthi από τις πρώτες προτάσεις μπόρεσες να με τραβήξεις μέσα στο διήγημά σου. Ένοιωθα σαν να γυρνάω σιγά-σιγά το κεφάλι και να παρατηρώ τις λεπτομέρειες του περιβάλλοντος μου γύρω μου. Πολύ γλαφυρότητα σε αυτές τις περιγραφές και όμορφα δεμένες η μια με την άλλη - σαν ένα ρυάκι που με έκανε να το ακολουθώ για να δω που θα καταλήξει χωρίς να μπορώ να σταματήσω. Με έβαλες να χρησιμοποιήσω όλες τις αισθήσεις μου. Και ειδικά την ακοή, αλλά και την οσμή, η οποία θέλω να πω χαριτολογώντας ότι είναι μια μορφή κλεψιάς στη συγγραφή γιατί πολλές φορές συνδέουμε συγκεκριμένες μυρουδιές με αναμνήσεις και συναισθήματά μας και με αυτόν τον τρόπο τις ξυπνάς μέσα μας εύκολα. Αν και η Νίενορ το ξεκίνησε Με αποτέλεσμα να συνδεόμαστε περισσότερο με το χαρακτήρα του έργου. (είναι μια δική μου θεωρία, και εννοείται ότι δεν λέω στα σοβαρά τη λέξη κλεψιά, ίσα-ίσα ανήκει στο κόσμο μας και επικροτώ κάθε συγγραφέα που το χρησιμοποιεί ως εργαλείο στην περιγραφή του. Δεν θέλετε να αρχίσω μετά για τη μουσική ) Η καλύτερη αρχή, και για μένα ένα είδος ανατροπής, είναι η ηλικία του χαρακτήρα σου, φεύγεις από τα πολύ συνηθισμένα (αν και σήμερα διάβασα και άλλα διηγήματα με ηλικιωμένους στο φόρουμ συμπτωματικά) και έτσι προκαλείς περισσότερο ενδιαφέρον στον αναγνώστη για να μάθει περισσότερο για αυτόν συνεχίζοντας την ανάγνωση. Θεωρώ τις παρομοιώσεις σου πολύ επιτυχημένες. Ναι το θέμα της ευθανασίας σε μεγάλη ηλικία είναι αρκετά χρησιμοποιημένο, αλλά τα συναισθήματα που μας μετέδιδες παρά ήταν ισχυρά για να κολλήσω σε αυτό. Πάντως παρά την αυστηρότητα του καθεστώτος αυτός ο καθηγητής έμεινε ζωντανός για τόσο καιρό και μου δίνει κάποιες ελπίδες cesar_cy μου άφησε κάποια ερωτηματικά το δίηγημά σου: - Πώς φτάσανε στο δωμάτιο που κρατούσαν το Φέρδεν ο Χαντμέλ και ο αδερφός του Φέρδεν; - Πώς αφήσανε ένα ελικόπτερο εκεί κοντά χωρίς να το καταλάβουν οι στρατιώτες; - Πώς ξέρανε ότι η κάμερα δεν καταγράφει ήχο; - Από πότε είχε το μικροτσιπ ο Φέρδεν; Δεν φοβούνται αν θα τους ανακαλύψουν εκεί που θα πάνε; Οι χαρακτήρες σου μπορούν να μιλάνε όπως στη καθομιλουμένη αλλά η περιγραφή δεν είναι και πολύ όμορφο να είναι ίδιο, γιατί είναι γραπτή γλώσσα όπως για παράδειγμα: "και ύστερα έκανε ένα μπαμ και τα πάντα κοντά του διαλύονταν" Η δράση είναι καλή αλλά βάλε και συναισθήματά σου μέσα, βάλε προσωπικά σου στοιχεία. Προσπάθησε να βγάλεις αυτά που έχουν μέσα τους οι χαρακτήρες. Ο προβληματισμός σου είναι πολύ καλός στο τέλος, αλλά όπως μου είπαν και σε μένα σε μια κριτική συνήθως τα πράγματα δεν είναι άσπρο-μαύρο, καλοί-κακοί. Προσπάθησε επίσης να ξαναδιαβάζεις το κείμενο όταν το τελειώνεις και να διορθώνεις κάποια λάθη που μπορεί να έχεις. Μερικές φορές αυτό βελτιώνει αρκετά την όψη του κειμένου. Edited July 26, 2008 by twocows Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.