Jump to content

Ζωή και Θάνατος


month

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Month

Είδος: Φαντασία

Βία; Ναι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 2336

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: enjoy!

 

 

 

Αίμα καυτό να χύνεται στάλα-στάλα στο έδαφος. Αναπνοή βαριά, λες και κάθε ρανίδα αέρα που εισπνέω είναι άθλος. Χέρια ματωμένα και σπασμένα από τα πολλά χτυπήματα. Γύρω μου νεκροί αντίπαλοι, τα κεφάλια τους ανοιγμένα σαν καρπούζι, και τα κόκαλά τους θρυμματισμένα σε πολλά σημεία. Μπροστά μου ορδές από τέρατα που μοιάζουν με ανθρώπους. Και στην πλάτη μου αυτή που ορκίστηκα να προστατέψω, να μουρμουρίζει μια ωδή. Δεν χρειάζεται να κοιτάξω για να δω τον φόβο της, ενώ συνεχίζει να απαγγέλλει το ξόρκι της. Το ακούω στην φωνή της, στον κοφτό ήχο της ανάσας της. Τα μάτια της, πράσινα σαν τον ωκεανό, πρέπει να είναι καρφωμένα στην πλάτη μου αυτή τη στιγμή. Νιώθω την ζωή να χάνεται από μέσα μου με κάθε ανάσα που παίρνω, και τα μάτια μου να βαραίνουν. Η αυγή είναι κοντά. Πρέπει να αντέξω. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία, ούτε η ζωή μου, ούτε το γεγονός ότι είμαι πολλαπλός φονιάς πλέον, ούτε η καταστροφή που μένετε γύρω μου. Το μόνο που μετράει είναι να επιβιώσει αυτή μέχρι την αυγή, για να ολοκληρώσει το ξόρκι. Μακάρι να υπήρχε και σύντομη έκδοση.

 

Όλα ξεκίνησαν αρκετά απλά. Ένας άντρας γνωρίζει μια γυναίκα κάπου. Το ότι ήταν στο δάσος, κοντά σε ένα καταφύγιο, δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Το ότι ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που περπάτησε ποτέ την γη, είχε. Όταν την συνάντησα μαγεύτηκα. Έκατσα και την παρατηρούσα όπως χόρευε έναν περίεργο χορό, τα βήματά της να κουνιούνται στον ρυθμό μιας ανύπαρκτης μουσικής. Και γύρο της τα φυτά και τα πουλιά, ακόμα και μικρά ζώα, να χορεύουν και αυτά στον ίδιο ρυθμό. Έμεινα να τη κοιτάζω πολύ ώρα. Και όπως παρατηρούσα άρχισα να ξεχωρίζω τη μουσική που χόρευε. Ήταν το θρόισμα του ανέμου πάνω στα φύλα των δέντρων. Το μουρμούρισμα του ρυακιού όπως περνούσε μέσα από το δάσος. Το ζουζούνισμα της μέλισσας που έψαχνε γύρη. Η φύση η ίδια ήταν ένα πανηγύρι ήχου, που άκουγα πραγματικά για πρώτη φορά.

 

Απέμεινα να την κοιτάζω σαν τον χάνο για πολύ ώρα. Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς πόση. Το μόνο που ξέρω είναι ότι όταν τόλμησα τελικά να κουνηθώ από το σημείο που είχα καρφωθεί, από φόβο μην σταματήσει αυτό το τόσο σαγηνευτικό και μαγευτικό χορό, ο ήλιος είχε πάρει την κατιούσα. Με ανάλαφρα και δειλά βήματα την πλησίασα να της μιλήσω. Και όταν τελικά άνοιξα το στόμα μου, οι λέξεις βγήκαν λες και ήμουν παιδαρέλι που για πρώτη φορά μιλούσε σε γυναίκα.

«Κα… Καλησπέρα» είπα. Αυτή το μόνο που έκανε ήταν να με κοιτάξει, να χαμογελάσει γλυκά και να μου απλώσει το χέρι της σε σιωπηλή πρόσκληση στο χορό. Έπιασα το χέρι της και άρχισα να χορεύω μαζί της, μέχρι τη δύση του ηλίου. Και τότε, ξαφνικά, κοίταξε ψηλά και χάθηκε. Η μαγεία της όμως έμεινε μέσα μου. Ήξερα, το γνώριζε όλο το είναι μου, ότι δεν θα την έβλεπα ποτέ ξανά. Η γνώση αυτή με θωράκισε. Αντί να χάσω τα λογικά μου, όπως πάθαιναν οι νεραϊδοπαρμένοι παλιότερα, αποφάσισα να ζήσω την ζωή μου, να ξαναβρώ την χαρά που ένιωσα μαζί της, όταν χορεύαμε, και αλλού. Και πράγματι. Η γέννα των παιδιών μου, η ανακούφιση και η χαρά που ένιωσα όταν έμαθα ότι η σκωληκοειδίτιδα του γιού μου δεν έγινε περιτονίτιδα, η χαρά που ένιωσα όταν η κόρη μου παντρεύτηκε, όλα αυτά είχαν μέσα την χαρά εκείνου του χορού, που έζησα μια μαγευτική μέρα πριν από χρόνια. Ότι όμως και να γινόταν, η ανάμνηση του χορού έμενε πάντα μέσα μου. Και μια φορά τον χρόνο τουλάχιστον, πήγαινα στο ίδιο μέρος και χόρευα, μόνος πλέον, στον ίδιο ρυθμό που χόρεψα και τότε. Γιατί η μουσική του κόσμου πλέον ήταν μέσα μου και γύρω μου, σε κάθε ανάσα που τράβαγα, σε κάθε παλμό της καρδιάς μου.

 

Τα χρόνια περνούσαν. Έφτασα τα πενήντα μου χρόνια, γεννήθηκε το εγγονάκι μου και ετοιμαζόμουνα να πάρω την καλοκάγαθη εκδίκηση μου από τη κόρη μου, για τα χρόνια που πέρασε να με βασανίζει. Όλα άλλαξαν σε μια στιγμή. Περπάταγα για το σπίτι μου, μετά από μια ολονύχτια έξοδο με παλιούς φίλους, όταν πέρασα κοντά από το δάσος που την είχα δει. Και τότε το ένιωσα μέσα μου, το ίδιο συναίσθημα που είχα νιώσει τότε, πριν από χρόνια, όταν ήμουνα νεαρός. Έτρεξα μέσα στο δάσος, σα το τρελό. Κλαδιά με χτύπαγαν στο πρόσωπο, σκίζανε τα ρούχα μου, μα εγώ δεν ενδιαφερόμουνα. Έτρεχα να ξαναδώ την αγάπη της ζωής μου, τη γυναίκα που με άλλαξε με ένα χαμόγελό της περισσότερο από τις χιλιάδες λέξεις που άκουσα σε όλη μου τη ζωή. Και τότε την είδα ξανά. Ντυμένη με λευκό χιτώνα, οι καμπύλες της αρμονικές και τα χείλη της κόκκινα σαν πετροκέρασο. Τα μαλλιά της στο χρώμα του φύλου το φθινόπωρο, αλλά με μια ανεξήγητη ζωτικότητα. Και τα μάτια της… Θεέ μου τα μάτια της πηγές βαθιές, όχι ωκεανοί από πράσινο, που σε κάνανε να χαθείς μέσα τους. Και χάθηκα. Τόσο πολύ που ακόμα δεν πρέπει να έχω ξυπνήσει από το ξόρκι της. Αλλά δε με νοιάζει. Καθόλου. Στεκόμουν και την κοίταζα για άλλη μια φορά, ξανά σα χαζός, να χορεύει πάλι τον ίδιο τρελό χορό, όπως και τότε. Όνειρο σκέτο. Το σιγανό θρόισμα του φορέματός της, που γινότανε ένα με των φύλων, τα γυμνά της πόδια που πατούσαν μαλακά πάνω στο έδαφος, μην τραυματίζοντας ούτε ένα μικρό χορταράκι, όλο το είναι της να δίνει μια ομορφιά και μια αρμονία με τη φύση. Και τότε άκουσα. Και κατάλαβα.

 

Από μακριά ακούστηκε ένα αλύχτισμα. Μήτε ανθρώπινο, μήτε ζώου. Δεν μπορούσα να πω από τι πλάσμα ήταν, και για να πω την αλήθεια, δε με ενδιέφερε. Για πρώτη φορά από τότε που την πρωτοείδα, κινήθηκα προς το μέρος της. Πήρα το λεπτό της χέρι στο δικό μου, και ένιωσα σαν να με διαπερνούσε η ζέστη του καλοκαιριού. Δεν είχα όμως ώρα για να σκέφτομαι τέτοια. Έπρεπε να ξεφύγουμε. Από τι δεν ήξερα ακόμα εκείνη τη στιγμή, αλλά ακόμα και να ήξερα τα πάντα ακόμα και τη κατάληξη, θα έκανα ακριβώς τα ίδια. Λίγο πιο βίαια απ’ ότι ήθελα, και αρκετά πιο αργά απ’ ότι θα έπρεπε, ξεκινήσαμε να κρυφτούμε. Ακόμα δεν μου είχε πει ούτε μια λέξη και όμως με εμπιστευότανε τυφλά. Την οδήγησα μέσα στο δάσος, που το ήξερα καλά, ή έτσι νόμισα, σε μονοπάτια που οδηγούσαν προς το λοφάκι. Υπήρχε μια σπηλιά εκεί, που λέγανε ότι ήταν μαγεμένη. Άλλοι λέγανε ότι έμενε εκεί μια νεράιδα. Τέλος κάποιοι λέγανε ότι οι φήμες βγήκανε από τα άτομα που θέλανε τη σπηλιά για ερωτικά ραντεβουδάκια. Λίγο με ένοιαξε τότε. Αυτό που ήξερα είναι ότι έπρεπε να κρυφτούμε. Νόμιζα ότι ξεφεύγαμε, αλλά από πίσω μας δεύτερο και τρίτο ουρλιαχτό, με διαφορετική φωνή το καθένα, μας έδειχνε ότι κάτι μας ακολουθούσε.

 

Ο ήλιος έπεφτε συνέχεια. Το δάσος, όμορφο και χαρωπό μέχρι τότε, γέμισε με απειλητικές και ύπουλες σκιές. Τα κλαδιά των δέντρων έμοιαζαν με αρπαχτικά νύχια που πήγαιναν να μας γραπώσουν. Τα δέντρα άρχισαν να πυκνώνουν, κάτι που δεν θα έπρεπε να γίνεται. Αλλά εκεί, μπροστά μου, έβλεπα την σπηλιά. Οι φωνές πίσω μας πλησίαζαν. Το βήμα μας είχε ανοίξει σε σημείο που τρέχαμε πια. Η σπηλιά ήταν απλά μέτρα μπροστά μας, όταν ένα αλύχτισμα, πιο δυνατό από όσα είχαν ακουστεί μέχρι τότε, με ανάγκασε να γυρίσω το κεφάλι μου προς τα πίσω. Και είδα για πρώτη φορά τους διώχτες μας… Φριχτά πλάσματα. Αφύσικα, απόκοσμα, διαβολικά. Τα μάτια τους κόκκινα σαν κάρβουνα που καίνε, οι γλώσσες τους κατακόκκινες από αίμα, τεράστια και φριχτά στην όψη. Και γρήγορα. Αντανακλαστικά και μόνο έσπρωξα τη κοπέλα με δύναμη προς τη σπηλιά, και έβαλα το σώμα μου ανάμεσα σε αυτή και τα τέρατα. Το μόνο που πρόλαβα να δω ήταν μια τεράστια μασέλα να ορμάει προς το κεφάλι μου. Μετά… σκοτάδι.

 

Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα γύρω μου. Ήμουνα μέσα σε μια σπηλιά, και ταυτόχρονα ήμουνα η σπηλιά. Άκουγα το συριστό ήχο της αναπνοής μου, έβλεπα το σώμα μου τσακισμένο και ξεσκισμένο από μεγάλα δόντια. Άκουγα το κελάρυσμα μια πηγούλας στα βάθη μου, και το ένιωθα το ήσυχο περπάτημα ενός ποντικού που προσπαθούσε να βρει την τρύπα του. Και εκείνη. Την ένιωθα όπως δεν την είχα νιώσει ποτέ, ένα με μένα, ένα με τον αέρα, ένα με το χορτάρι και τα δέντρα που υπήρχαν έξω από τη σπηλιά. Κοίταξα το τσακισμένο μου σώμα. Δεν μου έλειπε. Είχα βρει επιτέλους το μέρος που θα έμενα.

«Και θα την αφήσεις μόνη της;» ακούστηκε μια γερασμένη φωνή, που με έκανε να γυρίσω προς το μέρος της. Μια γριά, καμπουριασμένη και ξεδοντιασμένη, τα μαλλιά της μπλεγμένα και γεμάτα φύλλα, πλησίασε το σώμα μου. Το περίεργο ήταν ότι αν και την έβλεπα ακόμα δεν την ένιωθα όπως και τα άλλα πλάσματα που υπήρχαν μέσα μου.

«Μετά από πολλά χρόνια, μαθαίνεις μερικά κολπάκια για να επιβιώνεις!» απάντησε στη σκέψη μου με ένα φαφούτικο χαμόγελο. «Με λένε… για σένα Φροκάλο.» είπε. Το όνομά της αλλά για κάποιο λόγο δε μπορούσα να το θυμηθώ.

«Γιατί… όχι… νεκρός;» κατάφερα να αρθρώσω με κόπο, και όλη η σπηλιά σείστηκε.

«Μα είσαι νεκρός!» απάντησε χαρούμενη η μάγισσα. «Απλά σε έδεσα με τη Γη. Έχουμε δουλειά να κάνουμε, εγώ και εσύ.»

 

 

Και μου εξήγησε τη δουλειά που είχε κατά νου. Έβλεπε στο μέλλον βαθιά αυτή η μάγισσα, περισσότερο από σχεδόν κάθε πλάσμα που υπήρξε ποτέ. Μου μίλησε για την πτώση του ανθρώπου και την επάνοδό του. Μου μίλησε για έναν κόσμο που δε θα έχανε την επαφή του με τη φύση, και δεν θα είχαμε πάλι τα ίδια τα χάλια, μου μίλησε για τις απαραίτητες θυσίες που έπρεπε να γίνουν για να το καταφέρει αυτό. Μου είπε ότι είχε στήσει παγίδα, τόσο σε μένα, όσο και στο αερικό που είχα ερωτευτεί. Και το χειρότερο όλων, μου είπε πώς έσωσε το σώμα μου από την ολοκληρωτική καταστροφή, για να με δέσει με τον κόσμο.

«Εγώ σύντομα θα πεθάνω.» είπε απλά. «Πρέπει κάποιος να μείνει για να διορθώνει λίγο τα πράγματα. Θα σου δώσω αρκετές γνώσεις για να καταλάβεις τι πρέπει να γίνει. Τα υπόλοιπα… θα τα βρεις μόνος σου.» μου είπε. Πέρασε πολλές ώρες μέσα στη σπηλιά, που πλέον ήμουνα εγώ. Μουρμούριζε και έγγραφε στο σώμα μου μυστικά αιώνων, ονόματα και γητείες που είχαν ξεχαστεί σχεδόν από τους πάντες. Και τέλος μια μέρα, απλά ξάπλωσε και δεν σηκώθηκε ποτέ ξανά.

 

Πέρασαν χρόνια, σχεδόν ένας αιώνας. Κατάφερα μετά από πολύ καιρό να περπατήσω στη Γη, με σώμα από γρανίτη. Τα πράγματα είχαν αλλάξει στον κόσμο. Οι άνθρωποι, οι περισσότεροι, είχαν αφανιστεί. Ποτέ δεν έμαθα γιατί, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα και ιδιαίτερα για να πω την αλήθεια. Οι άνθρωποι οδεύανε προς την καταστροφή πολλά χρόνια πριν πεθάνω και ξαναγεννηθώ. Και τώρα το καθήκον μου ήταν ένα: να μην τους αφήσω να ξανακαταστρέψουν σε τέτοιο σημείο την φύση. Για τον λόγο αυτό μου έδωσε τις γνώσεις της η Φροκάλο. Και τα κατάφερα αρκετά καλά. Για χρόνια και καιρούς κατάφερνα να θέτω σε κίνηση γεγονότα που οδηγούσαν στην ενεργή συμμετοχή των στοιχειακών στην καθημερινότητα. Έτσι ποτέ κανείς δεν μας ξέχασε ξανά. Ήμασταν πάντα εκεί, για όσο καιρό ζούσαν και άλλα πλάσματα στον πλανήτη.

 

Αλλά όλα στον κόσμο έχουν ένα τέλος. Ο πλανήτης γέρασε υπερβολικά. Ο Ήλιος ήταν έτοιμος να σβήσει. Οι δυνάμεις τις εντροπίας ήταν έτοιμες να καταστρέψουν κάθε ελπίδα αναγέννησης στη Γη. Και αυτό ήταν κάτι το οποίο δεν μπορούσα να το επιτρέψω. Παρά τους αιώνες της ύπαρξης μου είχα χάσει αρκετή από την δύναμή μου. Ο πλανήτης έπρεπε να ξεκουραστεί, αν υπήρχε ποτέ η περίπτωση να υπάρξει ποτέ ξανά ζωή. Και ο Ήλιος έπρεπε να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί, αντί να πεθάνει. Για να μπορέσει να υπάρξει ξανά ζωή στον πλανήτη μου. Μπορεί να πήγαινα κόντρα στη φυσική τάξη των πραγμάτων, αλλά ήθελα να υπάρχει συνέχεια, ακόμα και αν δεν υπήρχα εγώ ή οτιδήποτε που ήξερα. Και έτσι, με λίγα από τα εναπομείναντα στοιχειακά ξεκινήσαμε το ξόρκι. Το ξόρκι που θα έδινε την δύναμή μας στον Ήλιο, αρκετή δύναμη για να μην πεθάνει και να μπορεί να ξεκουραστεί μέχρι την επόμενη φορά. Οι δυνάμεις της εντροπίας όμως, δεν θέλανε κάτι τέτοιο. Μας επιτεθήκανε την ώρα που ολοκληρώναμε το ξόρκι. Έσπασα τον κύκλο για να υπερασπιστώ τους άλλους, με όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει. Χωρίς εμένα υπήρχε μια πιθανότητα να πετύχει, αν τα καταφέρνανε όλοι. Και τα κατάφεραν, μέχρι που φτάσαμε στην τελευταία. Αυτή που ήταν για μένα η αρχή, η πνοή του αέρα που με μετέφερε μέσα στους αιώνες και που πάντα ήταν ένα βήμα μακριά. Η νεράιδά μου, η Αρετούσα μου, η Θεά μου.

 

Αίμα καυτό να χύνεται στάλα-στάλα στο έδαφος. Αναπνοή βαριά, λες και κάθε ρανίδα αέρα που εισπνέω είναι άθλος. Χέρια ματωμένα και σπασμένα από τα πολλά χτυπήματα. Γύρω μου νεκροί αντίπαλοι, τα κεφάλια τους ανοιγμένα σαν καρπούζι, και τα κόκαλά τους θρυμματισμένα σε πολλά σημεία. Μπροστά μου ορδές από τέρατα που μοιάζουν με ανθρώπους. Και στην πλάτη μου αυτή που ορκίστηκα να προστατέψω, να μουρμουρίζει μια ωδή. Δεν χρειάζεται να κοιτάξω για να δω τον φόβο της, ενώ συνεχίζει να απαγγέλλει το ξόρκι της. Το ακούω στην φωνή της, στον κοφτό ήχο της ανάσας της. Τα μάτια της, πράσινα σαν τον ωκεανό, πρέπει να είναι καρφωμένα στην πλάτη μου αυτή τη στιγμή. Νιώθω την ζωή να χάνεται από μέσα μου με κάθε ανάσα που παίρνω, και τα μάτια μου να βαραίνουν. Η αυγή είναι κοντά. Πρέπει να αντέξω. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία, ούτε η ζωή μου, ούτε το γεγονός ότι είμαι πολλαπλός φονιάς πλέον, ούτε η καταστροφή που μένετε γύρω μου. Το μόνο που μετράει είναι να επιβιώσει αυτή μέχρι την αυγή, για να ολοκληρώσει το ξόρκι. Μακάρι να υπήρχε και σύντομη έκδοση.

 

Και τότε, την είδα να πέφτει, όχι από χτύπημα. Η πνοή της, η ζωή της, έγινε ένα με τον ήλιο. Τα τέρατα ούρλιαξαν θυμωμένα, και μου επιτεθήκανε μια τελευταία φορά. Δεν υπήρχε ελπίδα να τα σταματήσω. Το σώμα μου, τσακισμένο ήδη, έγινε κομμάτια. Το μόνο που έμεινε ήταν η συνείδηση μου να περιμένει την αυγή, το τελευταίο ζωντανό πλάσμα πάνω στον πλανήτη. Ο Ήλιος, πάνω στο τέλος του θα γινόταν τεράστιος. Και όταν θα μίκραινε, τότε μέσα του θα έμπαινε η ψυχή όλων των άλλων. Περίμενα την αυγή, το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπα ποτέ. Ήθελα να την ξαναδώ τώρα στο τέλος, αλλά ήταν αδύνατο. Μια λάμψη στον ορίζοντα. Η ώρα ήρθε. Και ο Ήλιος-

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ιδέα: Ένας άνθρωπος, τη δεύτερη φορά που μαγεύεται από νεράιδα στη ζωή του, καταλήγει στοιχειό και μπαίνει σε μια περιπέτεια για τη σωτηρία ολόκληρης της ζωής. Ίσως κάποια στοιχεία της ιστορίας να μπορούσαν να αναπτυχθούν, ας πούμε η Φροκάλω εμφανίζεται από το πουθενά, του λέει για την παγίδα, του δίνει σκοπό και μετά πεθαίνει. Μοιάζει λίγο αυθαίρετο. Θα μπορούσες ίσως να ενώσεις κάπως τη Φροκάλω με τη νεράιδα ή να υπάρχει ένας άλλος τρόπος να εισάγεται ο χαρακτήρας στην ιστορία με την καταστροφή της ζωής. Πολύ μου άρεσε το πώς υπάρχει μια σκηνή δύο φορές και τη δεύτερη φορά που τη διαβάζεις όλα μπαίνουν στη θέση τους. Ακόμη, θα ήθελα πιο δυνατή σύνδεση ανάμεσα στα μέρη της ιστορίας σου: Το πώς πείθεται να βοηθήσει τη Φροκάλω δεν εξηγείται ικανοποιητικά για εμένα ούτε το πώς οι άνθρωποι καταστρέφαν τη φύση και τι μπορούσαν τα στοιχειά να κάνουν ούτε το πώς αυτός τα οργάνωσε όλα τα στοιχειά μαζί. Πιο ειδικά, νομίζω θα ήταν ωραίο να υπήρχε κάποιου είδους δικαιολόγηση για το γιατί αυτός δε χάνει τα λογικά του, όπως οι άλλοι νεραϊδοπαρμένοι και μια μια εξήγηση για την παγίδα της Φροκάλως, πώς δούλευε αυτό το σημείο ακριβώς. Το μοτίβο που η νεράϊδα δεν του μιλάει δεν καταλήγει κάπου, το άφησες αναξιοποίητο. Έπρεπε είτε να του πει κάτι στο τέλος είτε αυτός να αναγνωρίσει ότι τελικά δεν άκουσε ποτέ τη φωνή της Θα μπορούσε αυτό να μπει στην παράγραφο που επαναλαμβάνεται, θα την έκανε ακόμα πιο δυνατή νομίζω.

 

Εκτέλεση: Το μεγάλο πρόβλημα του κειμένου είναι ότι άλλα κομμάτια περιγράφονται πολύ κοντά στις καταστάσεις, όπως η σκηνή που συναντά τη νεράιδα ή εκεί που πολεμά, ενώ άλλα πολύ απομακρυσμένα, ειδικά τα περί πτώσης και επανόδου των ανθρώπων και το τι έκανε αυτός μέχρι που βγήκε από τον κύκλο του ξορκιού για να σταματήσει τα τέρατα. Κάνει το κείμενο να ταλαντεύεται μια στην αφαιρετικότητα μια στα χειροπιαστά πράγματα. Επίσης, παρατήρησα μερικά ορθογραφικά λάθη, Μερικές πιο συγκεκριμένες παρατηρήσεις: Μου φάνηκε ότι μερικές φορές ξεχνούσες κόμματα, όπως στο

τα μάτια της πηγές βαθιές, όχι ωκεανοί από πράσινο,
Χωρίς κόμμα μετά από το όχι γίνεται άρνηση ενώ αυτός υποτίθεται αλλάζει γνώμη για να κάνει μια ακόμα πιο εντυπωσιακή παρομοίωση. Ακόμη, μερικές φράσεις δε μου άρεσαν. Ας πούμε, εκεί που λες ότι
τα κεφάλια τους ανοιγμένα σαν καρπούζι
η εικόνα που δημιουργείται είναι σχετικά χιουμοριστική και δε νομίζω να ταιριάζει με το στυλ του κειμένου. Επίσης, λες
ότι είμαι πολλαπλός φονιάς πλέον
και
όταν έμαθα ότι η σκωληκοειδίτιδα του γιού μου δεν έγινε περιτονίτιδα
. Νομίζω ότι οι φράσεις αυτές παραπέμπουν σε ένα πιο σύγχρονο περιβάλλον, η μία επειδή παρουσιάζει τους φόνους κάπως στεγνά, σα δελτίο ειδήσεων ή δικαστική απόφαση ενώ η άλλη περιέχει ορολογίες κάπως επιστημονικές. Δε λέω ότι η ιστορία δε θα μπορούσε να λαμβάνει χώρα σε ένα πιο σύγχρονο περιβάλλον, αλλά δεν το αναφέρεις καθόλου. Σε ένα μικρό διήγημα, όπου δε γίνεται καμία ανάπτυξη του ποιος είναι ο κόσμος, πέρα από το ότι υπάρχουν στοιχειά, στο μυαλό μου έρχεται ένα μεσαιωνικό περιβάλλον αυτόματα. Οπότε επειδή είναι λίγες φορές που το ανατρέπεις αυτό το σκηνικό και πολύ ειδικές, μοιάζουν να μη ταιριάζουν, αντί να αλλάζουν το σκηνικό. Κάπου αλλού λες
και να μου απλώσει το χέρι της σε σιωπηλή πρόσκληση στο χορό. Έπιασα το χέρι της
Θα ήταν καλύτερα να είχες χρησιμοποιήσει κάποια αντωνυμία και να έλεγες "Το έπιασα" για να μην επαναλαμβάνεσαι. Τέλος, εκεί που λες
Για χρόνια και καιρούς κατάφερνα να θέτω σε κίνηση γεγονότα που οδηγούσαν στην ενεργή συμμετοχή των στοιχειακών στην καθημερινότητα.
είσαι πολύ γενικός. Κάποια ανάπτυξη καλή θα ήταν. Γιατί δε περιγράφεις λίγο αυτά τα γεγονότα;

 

 

 

Σημείωση: Δέχομαι και ενθαρρύνω κάθε είδους απάντηση, ένσταση, αίτημα επεξήγησης κλπ πάνω στην κριτική από τον συγγραφέα ή οποιοδήποτε άλλο μέλος. Εγγυώμαι ότι αυτό δε θα επηρεάσει την ποσότητα ή την ποιότητα των κριτικών μου. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Link to comment
Share on other sites

Μηνά:

 

Γιατί, βρε πουλάκι μου, δεν την διαβάζεις μία τη ρημάδα την ιστορία σου πριν την ανεβάσεις; Οκ, υποτίθεται ότι εδώ κάνουμε κριτική στον τρόπο γραφής και το περιεχόμενο και μπλα μπλα μπλα, αλλά έχεις κάτι ορθογραφικά κι ασυνταξίες, που βγάζουν μάτι! Είσαι ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, το εργαλείο σου είναι η γλώσσα, χρησιμοποίησέ την σωστά. Επαναλαμβάνεις λέξεις και εκφράσεις, μετατρέποντας μια μαγική ιστορία σε στήλη εφημερίδας.

 

Κάθε ιστορία έχει ένα συγκεκριμένο ύφος. Όπως δεν μπορείς να πεις σ' έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ότι ο παίχτης "γλίστρησε τους ευλύγιστους μυώνες του ανάμεσα απ' τους αντιπάλους του, κρατώντας την μπάλα τρυφερά ανάμεσα στα πόδια του", έτσι δεν μπορείς σε μια φάνταζυ ιστορία να πεις ότι άνοιξε το κρανίο κάποιου σαν καρπούζι. Είναι τρελό ξενέρωμα αυτό και ρίχνει πολλά επίπεδα κάτω μια ιστορία που, από πλοκή και συναίσθημα δεν της λείπει τίποτα.

 

Χρησιμοποιείς μια παραμυθένια γλώσσα στον χορό της νεράιδας και σ' αυτό το πολύ ψηλό επίπεδο όφειλες να κρατήσεις ολόκληρη την ιστορία σου. Έχεις μια ιδέα (την μεταμόρφωση του πρωταγωνιστή σου στην ίδια την γη) που είναι ασύλληπτα ρομαντική και ιδεολογική, έχεις έναν υπερπάνθρωπο αγώνα απέναντι στην εντροπία κι απ' την άλλη μου το προσγειώνεις το συναίσθημα με ρηχή γλώσσα σε κάποια σημεία, ενώ μου το πας στον έβδομο ουρανό σε άλλα.

 

Κάνε ένα βήμα πίσω και δες την ιστορία σου. Π.χ

 

τα κεφάλια τους ανοιγμένα σαν καρπούζι

 

πολλαπλός φονιάς

 

σαν τον χάνο

 

η χαρά που ένιωσα όταν έμαθα ότι η σκωληκοειδίτιδα του γιού μου δεν έγινε περιτονίτιδα, η χαρά που ένιωσα όταν η κόρη μου παντρεύτηκε, όλα αυτά είχαν μέσα την χαρά εκείνου του χορού

 

Όνειρο σκέτο

 

Επαναλαμβάνεις σε πολλά σημεία τις ίδιες λέξεις κι εκφράσεις, πρόσεξέ το αυτό.

 

Η ιστορία, στο 70% είναι πάρα πολύ καλή. Αλλά την ρίχνουν αυτά τα πράγματα, όπως και νοηματικές ασάφειες, όπως οι δυνάμεις και οι γνώσεις που αποκόμισε ο πρωταγωνιστής κι η διαδικασία με την οποία επέστρεψε σε καινούργιο σώμα.

 

Επίσης, νοηματικά πάλι, χάνει η ιστορία, επειδή μέσα σε μια στιγμή ξεχνάει τα παιδιά του, τα εγγόνια του και την γυναίκα του η οποία δεν αναφέρεται πουθενά, παύει να είναι "άνθρωπος" πολύ απότομα.

 

Ξαναπέρασέ την ένα χεράκι, της αξίζει. Σαν ιστορία, πλοκή και συναίσθημα, έχει πολλά να δώσει. :)

Link to comment
Share on other sites

Πώς το κατάφερες αυτό, βρε Μηνά; Να ανακατέψεις παραμύθι sword and sorcery και εσχατολογικό θρίλερ; Να περιγράψεις με τόσο πάθος τα συναισθήματα του ήρωά σου για τη νεράιδα, αλλά να ξεχάσεις να αναφερθείς σε οποιοδήποτε άλλο του συναίσθημα; Να μπλέξεις την σκωληκοειδίτιδα και την περιτονίτιδα και το τέλος του Ήλιου σαν άστρο με όλο αυτό το παραμυθένιο σύμπαν; Κάθε νέα παράγραφος που διάβαζα με έκανε να ψάχνομαι να δω τι έχω ξεχάσει αν διαβάσω στις προηγούμενες παραγράφους.

 

Πρόσεξε: δε λέω ότι η ιδέα δεν είναι καλή. Το αντίθετο είναι εξαιρετική και τη βρήκα και πολύ πρωτότυπη. Όμως υπηρέτησέ τη σωστά. Ντύσε την με το σωστό ύφος, για όνομα των θεών, ομοιόμορφο. Μέσα σε ένα τόσο μικρό κείμενο είναι ανάξιο των ικανοτήτων σου να έχεις τόσες αλλαγές ύφους. Πέρασέ την ένα-δύο-τρία χέρια να παστρέψει. Να ξέρει κι ο αναγνώστης σου από πού ξεκινάει και πού πηγαίνει. Μπορείς και το ξέρω και το ξέρεις και το ξέρουμε όλοι μας. Και βρίσε με αν θες, αλλά δε θέλω να πάει χαμένη μια τέτοια ιδέα από «τεμπελιά».

Link to comment
Share on other sites

Δεν ήταν τεμπελιά. Έλλειψη χρόνου, και ένα μικρό σκούριασμα. Θα ξαναγραφεί όπως και τα περισσότερα πράγματα που έχω γράψει

Link to comment
Share on other sites

Και εδώ έχω την διορθωμένη έκδωση. Ελπίζω να λύνει τις όποιες απορίες, γιατί πραγματικά δεν πρόκειται να γράψω κάτι άλλο πάνω στο θέμα.

 

 

 

Αίμα καυτό να χύνεται στάλα-στάλα στο έδαφος. Αναπνοή βαριά, λες και κάθε ρανίδα αέρα που εισπνέω είναι άθλος. Χέρια ματωμένα και σπασμένα από τα πολλά χτυπήματα. Γύρω μου νεκροί αντίπαλοι, τα κεφάλια τους ανοιγμένα στα δύο σαν καρπούζι και τα κόκαλά τους θρυμματισμένα. Μπροστά μου ορδές από τέρατα που μοιάζουν με ανθρώπους. Και από πίσω μου αυτή που ορκίστηκα να προστατέψω, να μουρμουρίζει μια ωδή. Δεν χρειάζεται να κοιτάξω για να δω τον φόβο της, ενώ συνεχίζει να απαγγέλλει το ξόρκι της. Το ακούω στην φωνή της, στον κοφτό ήχο της ανάσας της. Τα μάτια της, πράσινα σαν τον ωκεανό, πρέπει να είναι καρφωμένα στην πλάτη μου αυτή τη στιγμή. Νιώθω την ζωή να χάνεται από μέσα μου με κάθε ανάσα που παίρνω, και τα μάτια μου να βαραίνουν. Η αυγή είναι κοντά. Πρέπει να αντέξω. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία, ούτε η ζωή μου, ούτε το γεγονός ότι είμαι πολλαπλός φονιάς πλέον, ούτε η καταστροφή που μένετε γύρω μου. Το μόνο που μετράει είναι να επιβιώσει αυτή μέχρι την αυγή, για να ολοκληρώσει το ξόρκι. Μακάρι να υπήρχε και σύντομη έκδοση.

 

Όλα ξεκίνησαν αρκετά απλά. Ένας άντρας γνωρίζει μια γυναίκα κάπου. Το ότι ήταν στο δάσος, κοντά σε ένα καταφύγιο, δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Το ότι ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που περπάτησε ποτέ την γη, είχε. Όταν την συνάντησα μαγεύτηκα. Έκατσα και την παρατηρούσα όπως χόρευε τον περίεργο χορό της, τα βήματά της ανάλαφρα, να λικνίζονται στον ρυθμό μιας ανύπαρκτης μουσικής. Και γύρο της τα φυτά και τα πουλιά, ακόμα και μικρά ζώα, να χορεύουν και αυτά στον ίδιο ρυθμό. Έμεινα να τη κοιτάζω πολύ ώρα. Και όπως παρατηρούσα άρχισα να ακούω επιτέλους τη μουσική που χόρευε. Ήταν το θρόισμα του ανέμου πάνω στα φύλα των δέντρων. Το μουρμούρισμα του ρυακιού όπως περνούσε μέσα από το δάσος. Το ζουζούνισμα της μέλισσας που έψαχνε γύρη. Η φύση η ίδια ήταν ένα πανηγύρι ήχου, μια συμφωνία χωρίς ταίρι, που άκουγα πραγματικά για πρώτη φορά.

 

Απέμεινα να την κοιτάζω έκπληκτος για πολύ ώρα. Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς πόση. Το μόνο που ξέρω είναι ότι όταν τόλμησα τελικά να κουνηθώ από το σημείο που είχα καρφωθεί, από φόβο μην σταματήσει αυτό το τόσο σαγηνευτικό και μαγευτικό χορό, ο ήλιος είχε πάρει την κατιούσα. Με ανάλαφρα και δειλά βήματα την πλησίασα να της μιλήσω. Και όταν τελικά άνοιξα το στόμα μου, οι λέξεις βγήκαν λες και ήμουν παιδαρέλι που για πρώτη φορά μιλούσε σε γυναίκα.

«Κα… Καλησπέρα» είπα. Αυτή το μόνο που έκανε ήταν να με κοιτάξει, να χαμογελάσει γλυκά και να μου απλώσει το χέρι της σε σιωπηλή πρόσκληση στο χορό. Έπιασα το χέρι της και άρχισα να χορεύω μαζί της, μέχρι τη δύση του ηλίου. Και τότε, ξαφνικά, κοίταξε ψηλά και χάθηκε. Η μαγεία της όμως έμεινε μέσα μου. Ήξερα, το γνώριζε όλο το είναι μου, ότι δεν θα την έβλεπα ποτέ ξανά. Η γνώση αυτή με θωράκισε. Αντί να χάσω τα λογικά μου, όπως πάθαιναν οι νεραϊδοπαρμένοι παλιότερα, αποφάσισα να ζήσω την ζωή μου, να ξαναβρώ την χαρά που ένιωσα μαζί της όταν χορεύαμε, και αλλού. Και πράγματι. Η γέννα των παιδιών μου, η ανακούφιση και η χαρά που ένιωσα όταν έμαθα ότι η σκωληκοειδίτιδα του γιού μου δεν έγινε περιτονίτιδα, η χαρά που ένιωσα όταν η κόρη μου παντρεύτηκε, όλα αυτά είχαν μέσα την χαρά εκείνου του χορού, που έζησα μια μαγευτική μέρα πριν από χρόνια. Ότι όμως και να γινόταν, η ανάμνηση του χορού έμενε πάντα μέσα μου. Και μια φορά τον χρόνο τουλάχιστον, πήγαινα στο ίδιο μέρος και χόρευα, μόνος πλέον, στον ίδιο ρυθμό που χόρεψα και τότε. Γιατί η μουσική του κόσμου πλέον ήταν μέσα μου και γύρω μου, σε κάθε ανάσα που τράβαγα, σε κάθε παλμό της καρδιάς μου.

 

Τα χρόνια περνούσαν. Έφτασα τα πενήντα μου χρόνια, γεννήθηκε το εγγονάκι μου και ετοιμαζόμουνα να πάρω καλοκάγαθη εκδίκηση από τη κόρη μου, για τα χρόνια που πέρασε να με βασανίζει. Τα σχέδια όμως των ανθρώπων σπάνια πραγματοποιούνται. Έτσι μια μέρα ξημερώματα περπάταγα για το σπίτι μου μετά από μια ολονύχτια έξοδο με παλιούς φίλους, όταν πέρασα κοντά από το δάσος που την είχα δει. Και τότε το ένιωσα μέσα μου, το ίδιο συναίσθημα που είχα νιώσει τότε, πριν από χρόνια, όταν ήμουνα νεαρός. Έτρεξα μέσα στο δάσος, σα το τρελό. Κλαδιά με χτύπαγαν στο πρόσωπο, σκίζανε τα ρούχα μου, μα εγώ δεν ενδιαφερόμουνα. Έτρεχα να ξαναδώ την αγάπη της ζωής μου, τη γυναίκα που με άλλαξε με ένα χαμόγελό της περισσότερο από τις χιλιάδες λέξεις που άκουσα σε όλη μου τη ζωή. Και τότε την είδα ξανά. Ντυμένη με λευκό χιτώνα, οι καμπύλες της αρμονικές και τα χείλη της κόκκινα σαν πετροκέρασο. Τα μαλλιά της στο χρώμα του φθινοπωρινού φύλου, αλλά με μια απόκοσμη και σαγηνευτική ζωτικότητα. Και τα μάτια της… Θεέ μου τα μάτια της πηγές βαθιές, όχι, ωκεανοί από πράσινο, που σε κάνανε να χαθείς μέσα τους. Και χάθηκα. Τόσο πολύ που ακόμα δεν πρέπει να έχω ξυπνήσει από το ξόρκι της. Αλλά δε με νοιάζει. Καθόλου. Στεκόμουν και την κοίταζα για άλλη μια φορά, ξανά σα χαζός, να χορεύει πάλι τον ίδιο τρελό χορό, όπως και τότε. Όνειρο σκέτο. Το σιγανό θρόισμα του φορέματός της, που γινότανε ένα με των φύλων, τα γυμνά της πόδια που πατούσαν μαλακά πάνω στο έδαφος, μην τραυματίζοντας ούτε ένα μικρό χορταράκι, όλο το είναι της να δίνει μια ομορφιά και μια αρμονία με τη φύση. Και τότε άκουσα. Και τότε κατάλαβα.

 

Από μακριά ακούστηκε ένα αλύχτισμα. Μήτε ανθρώπινο, μήτε ζώου. Δεν μπορούσα να πω από τι πλάσμα ήταν, και για να πω την αλήθεια, δε με ενδιέφερε. Για πρώτη φορά από τότε που την πρωτοείδα, κινήθηκα βιαστικά προς το μέρος της. Πήρα το λεπτό της χέρι στο δικό μου, και ένιωσα σαν να με διαπερνούσε η ζέστη του καλοκαιριού. Δεν είχα όμως ώρα για να σκέφτομαι τέτοια. Έπρεπε να ξεφύγουμε. Από τι δεν ήξερα ακόμα εκείνη τη στιγμή, αλλά ακόμα και να ήξερα τα πάντα ακόμα και τη κατάληξη, θα έκανα ακριβώς τα ίδια. Λίγο πιο βίαια απ’ ότι ήθελα, και αρκετά πιο αργά απ’ ότι θα έπρεπε, ξεκινήσαμε να κρυφτούμε. Ακόμα δεν μου είχε πει ούτε μια λέξη και όμως με εμπιστεύτηκε τυφλά. Την οδήγησα μέσα στο δάσος που το ήξερα καλά, ή έτσι νόμιζα, σε μονοπάτια που οδηγούσαν προς ένα λοφάκι. Υπήρχε μια σπηλιά εκεί που λέγανε ότι ήταν μαγεμένη. Άλλοι λέγανε ότι έμενε εκεί μια νεράιδα. Τέλος κάποιοι λέγανε ότι οι φήμες βγήκανε από τα άτομα που θέλανε τη σπηλιά για ερωτικά ραντεβουδάκια. Λίγο με ένοιαξε τότε. Αυτό που ήξερα είναι ότι έπρεπε να κρυφτούμε. Νόμιζα ότι ξεφεύγαμε, αλλά από πίσω μας δεύτερο και τρίτο ουρλιαχτό, με διαφορετική φωνή το καθένα, μας έδειχνε ότι κάτι μας ακολουθούσε.

 

Ο ήλιος ανέτειλε και άρχισε να δύει μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Έτσι μου φάνηκε εμένα τουλάχιστον. Το δάσος, άρχισε να αλλάζει μορφή. Έχασε την ομορφιά του και έγινε πιο απειλητικό. Τα κλαδιά των δέντρων έμοιαζαν με αρπαχτικά νύχια που πήγαιναν να μας γραπώσουν. Τα δέντρα άρχισαν να πυκνώνουν, κάτι που δεν θα έπρεπε να γίνεται. Αλλά εκεί μπροστά μου, έβλεπα την σπηλιά. Τα ουρλιαχτά πίσω μας πλησίαζαν. Το βήμα μας είχε ανοίξει σε σημείο που τρέχαμε πια. Η σπηλιά ήταν απλά μέτρα μπροστά μας, όταν ένα αλύχτισμα, πιο δυνατό από όσα είχαν ακουστεί μέχρι τότε, με ανάγκασε να γυρίσω το κεφάλι. Και είδα για πρώτη φορά τους διώχτες μας… Φριχτά πλάσματα. Αφύσικα, απόκοσμα, διαβολικά. Τα μάτια τους κόκκινα σαν κάρβουνα που καίνε, οι γλώσσες τους κατακόκκινες από αίμα, τεράστια και φριχτά στην όψη. Και επίσης αναθεματισμένα γρήγορα.. Αντανακλαστικά και μόνο έσπρωξα τη κοπέλα με δύναμη προς τη σπηλιά, και έβαλα το σώμα μου ανάμεσα σε αυτή και τα τέρατα. Το μόνο που πρόλαβα να δω ήταν μια τεράστια μασέλα να ορμάει προς το κεφάλι μου. Μετά… σκοτάδι.

 

Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα γύρω μου. Ήμουνα μέσα σε μια σπηλιά, και ταυτόχρονα ήμουνα η σπηλιά. Άκουγα το συριστό ήχο της αναπνοής μου, έβλεπα το σώμα μου τσακισμένο και ξεσκισμένο από μεγάλα δόντια. Άκουγα το κελάρυσμα μια πηγούλας στα βάθη μου, και το ένιωθα το ήσυχο περπάτημα ενός ποντικού που προσπαθούσε να βρει την τρύπα του. Και εκείνη. Την ένιωθα όπως δεν την είχα νιώσει ποτέ, ένα με μένα, ένα με τον αέρα, ένα με το χορτάρι και τα δέντρα που υπήρχαν έξω από τη σπηλιά. Κοίταξα το τσακισμένο μου σώμα. Δεν μου έλειπε. Είχα βρει επιτέλους το μέρος που θα έμενα.

«Και θα την αφήσεις μόνη της;» ακούστηκε μια γερασμένη φωνή, που με έκανε να γυρίσω προς το μέρος της. Μια γριά, καμπουριασμένη και ξεδοντιασμένη, τα μαλλιά της μπλεγμένα και γεμάτα φύλλα, πλησίασε το σώμα μου. Το περίεργο ήταν ότι αν και την έβλεπα ακόμα δεν την ένιωθα όπως και τα άλλα πλάσματα που υπήρχαν μέσα μου.

«Μετά από πολλά χρόνια, μαθαίνεις μερικά κολπάκια για να επιβιώνεις!» απάντησε στη σκέψη μου με ένα φαφούτικο χαμόγελο. «Με λένε… για σένα Φροκάλο» είπε. Το όνομά της ειπώθηκε αλλά για κάποιο λόγο δε μπορούσα να το θυμηθώ.

«Γιατί… όχι… νεκρός;» κατάφερα να αρθρώσω με κόπο, και όλη η σπηλιά σείστηκε.

«Μα είσαι νεκρός! Ή τουλάχιστον θα είναι το σώμα σου πολύ σύντομα» απάντησε χαρούμενη η μάγισσα. «Απλά σε έδεσα με τη Γη. Έχουμε δουλειά να κάνουμε, εγώ και εσύ».

 

 

Και μου εξήγησε τη δουλειά που είχε κατά νου. Έβλεπε στο μέλλον βαθιά αυτή η μάγισσα, περισσότερο από σχεδόν κάθε πλάσμα που υπήρξε ποτέ. Μου μίλησε για την πτώση του ανθρώπου και την επάνοδό του. Μου μίλησε για έναν κόσμο που δε θα έχανε την επαφή του με τη φύση, και δεν θα είχαμε πάλι τα ίδια τα χάλια, μου μίλησε για τις απαραίτητες θυσίες που έπρεπε να γίνουν για να το καταφέρει αυτό. Μου είπε ότι είχε στήσει παγίδα, τόσο σε μένα, όσο και στο αερικό που είχα ερωτευτεί. Και το χειρότερο όλων, μου είπε πώς έσωσε το σώμα μου από την ολοκληρωτική καταστροφή, για να με δέσει με τον κόσμο.

«Εγώ σύντομα θα πεθάνω» είπε απλά. «Πρέπει κάποιος να μείνει για να διορθώνει λίγο τα πράγματα. Θα σου δώσω αρκετές γνώσεις για να καταλάβεις τι πρέπει να γίνει. Τα υπόλοιπα… θα τα βρεις μόνος σου» μου είπε. Πέρασε πολλές ώρες μέσα στη σπηλιά, που πλέον ήμουνα εγώ. Μουρμούριζε και έγγραφε στο σώμα μου μυστικά αιώνων, ονόματα και γητείες που είχαν ξεχαστεί σχεδόν από τους πάντες. Και τέλος μια μέρα, απλά ξάπλωσε και δεν σηκώθηκε ποτέ ξανά.

 

Πέρασαν χρόνια, σχεδόν ένας αιώνας. Κατάφερα μετά από πολύ καιρό να περπατήσω στη Γη, με σώμα από γρανίτη. Τα πράγματα είχαν αλλάξει στον κόσμο. Οι άνθρωποι, οι περισσότεροι, είχαν αφανιστεί. Ποτέ δεν έμαθα γιατί, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα και ιδιαίτερα για να πω την αλήθεια. Οι άνθρωποι οδεύανε προς την καταστροφή πολλά χρόνια πριν πεθάνω και ξαναγεννηθώ. Και τώρα το καθήκον μου ήταν ένα: να μην τους αφήσω να ξανακαταστρέψουν σε τέτοιο σημείο την φύση. Για τον λόγο αυτό μου έδωσε τις γνώσεις της η Φροκάλο. Και τα κατάφερα αρκετά καλά. Για χρόνια και καιρούς κατάφερνα να θέτω σε κίνηση γεγονότα που οδηγούσαν στην ενεργή συμμετοχή των στοιχειακών στην καθημερινότητα. Η παρουσία μου σε μια φυλή ανθρώπων ήταν αρκετή για κάποια άλλα στοιχειακά, τόσο της φωτιάς όσο και του αέρα, να υποψιάζονται ότι ετοίμαζα κάτι. Οπότε κάνανε και αυτά την παρουσία τους αισθητή. Έτσι ποτέ κανείς δεν μας ξέχασε ξανά. Ήμασταν πάντα εκεί, για όσο καιρό ζούσαν οι άνθρωποι αλλά και όλα τα άλλα πλάσματα της Γής. Και όταν κάποιοι προσπαθούσαν να ανατρέψουν την κυριαρχία των στοιχείων, τότε νιώθανε την οργή, τόσο την δική μου όσο και όλων των άλλων στοιχείων, όσο και των μαγικών της Φροκάλος.

 

Εγώ και η νεράιδα μείναμε καλή γνωστοί. Της είχα σώσει την ζωή και αυτό είναι ένα χρέος το οποίο δεν ξεχνιέται εύκολα. Το κακό όμως είναι ότι για πάντα ήμασταν πλέον χωρισμένοι. Ήταν πνεύμα κυρίως του αέρα, και εγώ ήμουν για πάντα δεμένος στη γη. Συναντιόμασταν, μιλάγαμε σαν φίλοι, αλλά ήξερα ότι η αγάπη που της είχα, και που ποτέ δεν έσβησε, δεν θα γινόταν τίποτα ποτέ πέρα από ένα απλό όνειρο.

 

Αλλά όλα στον κόσμο έχουν ένα τέλος. Ο πλανήτης γέρασε υπερβολικά. Ο Ήλιος ήταν έτοιμος να σβήσει. Οι δυνάμεις τις εντροπίας ήταν έτοιμες να καταστρέψουν κάθε ελπίδα αναγέννησης στη Γη. Και αυτό ήταν κάτι το οποίο δεν μπορούσα να το επιτρέψω. Παρά τους αιώνες της ύπαρξης μου είχα χάσει αρκετή από την δύναμή μου. Ο πλανήτης έπρεπε να ξεκουραστεί, αν υπήρχε ποτέ η περίπτωση να υπάρξει ποτέ ξανά ζωή. Και ο Ήλιος έπρεπε να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί, αντί να πεθάνει, για να μπορέσει να υπάρξει ξανά ζωή στον πλανήτη μου. Μπορεί να πήγαινα κόντρα στη φυσική τάξη των πραγμάτων, αλλά ήθελα να υπάρχει συνέχεια, ακόμα και αν δεν υπήρχα εγώ ή οτιδήποτε από αυτά που ήξερα. Και έτσι, με λίγα από τα εναπομείναντα στοιχειακά ξεκινήσαμε το ξόρκι. Το ξόρκι που θα έδινε την δύναμή μας στον Ήλιο, αρκετή δύναμη για να μην πεθάνει και να μπορεί να ξεκουραστεί μέχρι την επόμενη φορά. Οι δυνάμεις της εντροπίας όμως, δεν θέλανε κάτι τέτοιο. Μας επιτεθήκανε την ώρα που ολοκληρώναμε το ξόρκι. Έσπασα τον κύκλο για να υπερασπιστώ τους άλλους, με όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει. Χωρίς εμένα υπήρχε μια πιθανότητα να πετύχει, αν τα καταφέρνανε όλοι. Και τα κατάφεραν, μέχρι που φτάσαμε στην τελευταία. Αυτή που ήταν για μένα η αρχή, η πνοή του αέρα που με μετέφερε μέσα στους αιώνες και που πάντα ήταν ένα βήμα μακριά. Η νεράιδά μου, η Αρετούσα μου, η Θεά μου.

 

Αίμα καυτό να χύνεται στάλα-στάλα στο έδαφος. Αναπνοή βαριά, λες και κάθε ρανίδα αέρα που εισπνέω είναι άθλος. Χέρια ματωμένα και σπασμένα από τα πολλά χτυπήματα. Γύρω μου νεκροί αντίπαλοι, τα κεφάλια τους ανοιγμένα σαν καρπούζι, και τα κόκαλά τους θρυμματισμένα σε πολλά σημεία. Μπροστά μου ορδές από τέρατα που μοιάζουν με ανθρώπους. Και στην πλάτη μου αυτή που ορκίστηκα να προστατέψω, να μουρμουρίζει μια ωδή. Δεν χρειάζεται να κοιτάξω για να δω τον φόβο της, ενώ συνεχίζει να απαγγέλλει το ξόρκι της. Το ακούω στην φωνή της, στον κοφτό ήχο της ανάσας της. Τα μάτια της, πράσινα σαν τον ωκεανό, πρέπει να είναι καρφωμένα στην πλάτη μου αυτή τη στιγμή. Νιώθω την ζωή να χάνεται από μέσα μου με κάθε ανάσα που παίρνω, και τα μάτια μου να βαραίνουν. Η αυγή είναι κοντά. Πρέπει να αντέξω. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία, ούτε η ζωή μου, ούτε το γεγονός ότι είμαι πολλαπλός φονιάς πλέον, ούτε η καταστροφή που μένετε γύρω μου. Το μόνο που μετράει είναι να επιβιώσει αυτή μέχρι την αυγή, για να ολοκληρώσει το ξόρκι. Μακάρι να υπήρχε και σύντομη έκδοση.

 

Και τότε, την είδα να πέφτει, όχι από χτύπημα. Η πνοή της, η ζωή της, έγινε ένα με τον ήλιο. Τα τέρατα ούρλιαξαν θυμωμένα, και μου επιτεθήκανε μια τελευταία φορά. Δεν υπήρχε ελπίδα να τα σταματήσω. Χαμογελώντας από μέσα μου ένιωσα την μανιασμένη επίθεσή τους. Το σώμα μου, τσακισμένο ήδη, έγινε κομμάτια. Το μόνο που έμεινε ήταν η συνείδηση μου να περιμένει την αυγή, το τελευταίο ζωντανό πλάσμα πάνω στον πλανήτη. Ο Ήλιος, πάνω στο τέλος του θα γινόταν τεράστιος. Και όταν θα μίκραινε, τότε μέσα του θα έμπαινε η ψυχή όλων των άλλων. Περίμενα την αυγή, το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπα ποτέ. Ήθελα να την ξαναδώ τώρα στο τέλος, αλλά ήταν αδύνατο. Τουλάχιστον θα επιβίωνε αυτή, και μάλιστα με ένα δώρο που δεν το περίμενε. Οι γνώσεις της Φροκάλος δεν θα ξεχνιόντουσαν έτσι εύκολα. Αρκεί όλα να έγιναν όπως έπρεπε. Μια λάμψη στον ορίζοντα. Η ώρα ήρθε. Και ο Ήλιος-

Link to comment
Share on other sites

Έκρυψα προς στιγμή τη διορθωμένη εκδοχή σου και θα την ξαναφέρω στην επιφάνεια μόλις λήξει η ψηφοφορία.

Link to comment
Share on other sites

Γραφή: Δεν αντέχω να μην το πω: σα να βάζεις τρικλοποδιά στον εαυτό σου! Ξεκινάς με (τρομακτικά) αίματα και μετά πετάς ένα "καρπούζι", ένα "σύντομη εκδοχή" και με κάνεις να χαμογελώ. Συνεχίζεις με λυρική αφήγηση και εκφράσεις "Σαν τον χάνο", "ανάσα που τράβαγα", "Φρόκαλο" χαλούν την ατμόσφαιρα. Επίσης, μερικά ορθογραφικά και Ρανίδα = σταγόνα, στάλα.

Πλαίσιο: Το πρώτο, ανθρώπινο-φαντασιακό περιβάλλον είναι ωραίο και με έκανε να ταυτιστώ με τον ήρωα. Μετά έρχεται μια απότομη αλλαγή πλαισίου, μπλέκονται ανθρωποποιημένες δυνάμεις εντροπίας και μου χαλάνε την συνταγή...

Χαρακτήρες: Μου άρεσε η εμβάθυνση στον χαρακτήρα στην αρχή, αλλά όπως είπα και πριν, μετά τον έχασα λιγάκι. Η αερικιά και η/το Φρόκαλο ασαφείς σα χαρακτήρες.

Πλοκή: Ενδιαφέρουσα μεταγραφή του "Last question" του Asimov! Πέρα από την πλάκα, ήταν μια καλή ιδέα.

Link to comment
Share on other sites

Κάνω αυτό το ποστ για να επανέλθει στην επιφάνεια το τόπικ, αφού μόλις ξαναέκανα ορατή τη διορθωμένη εκδοχή του Μηνά. Συγγνώμη για την καθυστέρηση.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..