Jump to content

Write off #36 (cesar_cy vs month)


Naroualis
 Share

Recommended Posts

edit 7/1/09: ένδειξη Poll cesar_cy 5 month 4

 

 

 

Εισαγωγή:

Σ' ένα λιβάδι, στο οροπέδιο μεταξύ των Παλιών και των Νέων Βουνών, λίγες ώρες δρόμο από την Αιθερέγα, την αρχαία κι ερημωμένη πόλη, ζούσε ξεχασμένος από θεούς κι ανθρώπους ένας κόκκορας. Ήταν μεγαλύτερος από κάθε άλλο κόκκορα που είχε ζήσει ποτέ κάτω από το φως του ήλιου και τα φτερά του ήταν πιο μαύρα κι από τη νύχτα. Είχε όνομα στη γλώσσα των ανθρώπων, αλλά το όνομά του λίγοι αποφάσιζαν να το πουν. Στο λιβάδι που ζούσε δεν τολμούσε να πατήσει ούτε αρνί να βοσκήσει, ούτε λύγκας να κυνηγήσει, ούτε κι άνθρωπος από τους Παλιούς με τις αστραφτερές πανοπλίες ή από τους Νέους με τις αστραφτερές φορεσιές.

 

Μόνο ένας τόλμησε να πλησιάσει ποτέ τον κόκορα. Κι αυτός ο ένας ήταν ο πιο παράξενος άνθρωπος του είχε ο κόκκορας ποτέ δει κι επίσης είχε και τις πιο παράξενες προθέσεις.

 

--------

 

Έχετε στη διάθεσή σας μία εβδομάδα, ως την Παρασκευή το βράδυ. Δε μπορείτε να ποστάρετε νωρίτερα από τις πέντε μέρες και η ιστορία δε μπορεί να ξεπερνά τις 2500 λέξεις. Ανεβάζετε τις ιστορίες σας εδώ κι όταν έρθει η ώρα θα φροντίσω εγώ για το poll. Όπως θα προσέξατε, παρ' όλο που μοιάζει με εισαγωγη για φάνταζυ, μπορείτε εύκολα να το γυρίσετε και στην εφ ή τον τρόμο, αν το προτιμάτε. Τουλάχιστον αυτό προσπάθησα.

 

Καλή διασκέδαση!

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν πριν ποστάρω το παραμυθάκι μου ελπίζω να σας αρέσει γιατί δούλεψα αρκετά σκληρά για αυτό. Κια όπως έλεγε και η πρόγιαγιάκα μου "Πρόσπαθησε αρκετά τότε άσε να δεις τι θα γίνει και να δεν πετύχεις δεν πειράζει". Να το παραμυθάκι μου:

 

Συζητόντας με έναν κόκκορα

 

 

 

Σ' ένα λιβάδι, στο οροπέδιο μεταξύ των Παλιών και των Νέων Βουνών, λίγες ώρες δρόμο από την Αιθερέγα, την αρχαία κι ερημωμένη πόλη, ζούσε ξεχασμένος από θεούς κι ανθρώπους ένας κόκκορας. Ήταν μεγαλύτερος από κάθε άλλο κόκκορα που είχε ζήσει ποτέ κάτω από το φως του ήλιου και τα φτερά του ήταν πιο μαύρα κι από τη νύχτα. Είχε όνομα στη γλώσσα των ανθρώπων, αλλά το όνομά του λίγοι αποφάσιζαν να το πουν. Στο λιβάδι που ζούσε δεν τολμούσε να πατήσει ούτε αρνί να βοσκήσει, ούτε λύγκας να κυνηγήσει, ούτε κι άνθρωπος από τους Παλιούς με τις αστραφτερές πανοπλίες ή από τους Νέους με τις αστραφτερές φορεσιές.

 

Μόνο ένας τόλμησε να πλησιάσει ποτέ τον κόκορα. Κι αυτός ο ένας ήταν ο πιο παράξενος άνθρωπος του είχε ο κόκκορας ποτέ δει κι επίσης είχε και τις πιο παράξενες προθέσεις.

 

Ο Νέθαν ένας αρκετά παράξενος νεαρός είχε κάνει αυτό το επικύνδινο ταξίδι μόνο και μόνο για να συζητήσει με τον κόκκορα. Ξεκίνησε από την μακρινή πρωτεύουσα την Βερέγκαρ, για να φτάσει σε αυτό το οροπέδιο.

 

Ντυμένος με ταξιδιωτικά ρούχα, ένα άσπρο μεταξωτό πουκάμισο και ένα επίσης άσπρο λιτό παντελόνι. Στο κεφάλι είχε δέσει ένα ταξιδιωτικό μαντήλι, έτσι η λιγοστή άνθρωποι που βρέθηκαν στο δόμο του για το οροπέδιο τον περνούσαν για ταξιδιώτη μα δεν ήταν

 

Αυτός ο νεαρός είχε ένα σκοπό και θα έκανε τα πάντα για να τον φτάσει. Έχει λευκό δέρμα όπως όλοι οι Βερεγκάροι ήταν κοντός και λεπτός σαν τρίχα. Είχε παράξενα πράσινα μάτια που αν τα έβλεπες ανατρίχιαζες. Με άλλα λόγια ήταν μια παράξενη φιγούρα ντυμένη με ταξιδιωτικά ρούχα που ταξίδευε μέσα στα βουνά

 

Ο Νέθαν ξεκίνησε αυτό το ταξίδι για να φέρει στον κόσμο ένα αρχαίο πολιτισμό που μεγαλώνει μέρα με την μέρα σαν μιρμύγκια κάτω από την πέτρα. Πριν από πολύ καιρό ο νεαρός ταξιδιώτης πήγε, ως αρχαιολόγος που είναι, να μελετήσει την αρχαία πόλη Αιθερέγα και βρήκε κάτι που μπορούσε να αλλάξει όλη την ανθρώπινη ιστορία.

 

Αυτό που βρήκε μπορεί να έφερνε κάποια ανησυχία στον λαό έτσι αποφάσισε να το κρύψει καλά μέσα στις αποσκευές του. Όλα ξεκίνησαν μια ανοιξιάτικη μέρα όπου ο βασιλιάς της πρωτεύουσας διάταξε τον νεαρό να πάει να μελετήσει να ερείπια όπου για εκατοντάδες χρόνια κανένας δεν μπορούσε να πει τη ήταν αυτή η πόλη-φάντασμα.

 

Ο Νέθαν μη θέλοντας να προκαλέσει την οργή του βασιλεία πακέταρε τα προσωπικά αντικείμενα του και ξεκίνησε το ταξίδι για τα ερείπια όπου βρίσκονταν στην καρδιά του οροπεδίου. Δεν ήταν όμως ο μόνος αρχαιολόγος από την πρωτεύουσα αφού όταν έφτασε είδε πολλούς συνάδελφους του να περιεργάζονται τα χώματα, και τις πέτρες.

 

Ο νεαρός κατασκήνωσε λίγο έξω από τα ερείπια και περίμενε να έρθει το πρωί για να ξεκινήσει την δουλειά. Τα στοιχεία που είχαν στην κατοχή τους οι αρχαιολόγοι ήταν λίγα. Γνώριζαν πως αυτές οι πέτρες ήταν χτισμένες σύμφωνα με μια παλαιά αρχιτεκτονική που κατά καιρούς χρησιμοποιούταν από ανθρώπους άρα σε αυτά τα ερείπια κάποτε κατοικούσαν άνθρωποι. Αλλά γιατί γκρεμίστηκε η πόλη; Αυτό έκανε τους περισσότερους να διεροτούνται.

 

Μετά από αρκετές μέρες δουλειάς ο ηρώας μας ανακάλυψε μια πλάκα που δεν ήταν ούτε σπασμένη αλλά ούτε κομμένη ήταν άθικτη. Την είχε βρει ανάμεσα σε μια μικρή χαραμάδα δύο μεγάλων βράχων και την ξεσφήνωσε. Πάνω στην πλάκα υπήρχε μια διαφορετική γραπτή διάλεκτος που δεν χρησιμοποιείτο σε κανένα σημείο της αυτοκρατορίας. Μη θέλοντας να χάσει την δόξα δείχνοντας την σε άλλους αρχαιολόγους όπου θα την έπαιρναν στο βασιλεία την έκρυψε και τις νύχτες ενώ οι άλλοι κοιμόντουσαν κάτω από το φως της λάμπας προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει αυτά τα παράξενα σύμβολα.

 

Τα πρωινά προσπαθούσα να βρει στοιχεία για αυτή την πλάκα γύρω από το σημείο όπου έκανε αυτή την μοιραία, όπως θα αποδεικτή ποιο ύστερα, ανακάλυψη και τις νύχτες προσπαθούσε να βρει το νόημα της πλάκας.

 

Μέρα με την μέρα κατάφερνε να βρει ένα γράμμα ή μια λέξη και στο τέλος του μήνα μπόρεσε να μάθει τα πάντα γύρω από την πλάκα και επίσης έμαθε τη έγραφε η πέτρινη πλάκα:

 

«Χέρε ήλιε φωτεινέ και δυνατέ,

 

λάμψε για να λαμπρού με,

 

δυνάμωσε για να δυναμώσουμε,

 

μην σβήσεις ποτέ

 

αλλιώς θα χαθεί το κίτρινο χρώμα της χαίτης μας

 

και θα πεθάνομε από τα τέρατα με τα δύο χέρια και τα δύο πόδια

 

Ο χέρε ήλιε»

 

Διάβασε και ξαναδιάβασε την πλάκα και έκανε αρκετούς περιπάτους γύρω από το σημείο όπου την βρήκε και ανακάλυψε μερικά ύχνει που έμειναν απείρακτα μετά από θύελλες σκόνης. Διάκρινε καθαρά τρία μεγάλα δάχτυλα με μεγάλα νύχια. Στην αρχή δυσκολεύτηκε να καταλάβει από ποιον ήταν γραμμένη αυτή πλάκα.

 

Όταν συνδύασε τα τρία στοιχειά όπου είχε βρει κατέληξε σε ένα και μόνο πλάσμα τον κιτρινωπό κόκκορα όπου μένει σε ένα λιβάδι στην βόρεια πλαγιά των παλιών βουνών στην άκρη του οροπεδίου εκεί όπου το πράσινο χορτάρι συναντά τις ορεινές κοφτερές πέτρες, εκεί μένει. Έχει ύψος περίπου δυόμιση μέτρα και είχε ένα κίτρινο χρώμα που έμοιαζε με τον ήλιο, για αυτό και τον δόξαζαν, επίσης ήταν το μοναδικό ζώο που μπορούσε να μιλήσει άρα μπορούσε και να γράψει

 

Έτσι ο νεαρός αρχαιολόγος έβαλε ένα στόχο να μάθει τη κρύβετε πίσω από αυτήν την πλάκα και από τον κίτρινο κόκορα. Κατά καιρούς πολύ στρατιώτες προσπάθησαν να τον σκοτώσουν και να πάρουν το κεφάλι του για δώρο στο βασιλεία αλλά κανένας δεν κατάφερε, μερική πέθαιναν μερική τραυματίζονταν σοβαρά μετά από την μάχη με τα ον κόκκορα.

 

Ο νεαρός μια νύχτα έφυγε κρυφά από τον καταυλισμό των αρχαιολόγων για να φτάσει τον στόχο. Φόρεσε τα ταξιδιωτικά του ρούχα για να μην τον πάρουν χαμπάρι και έφυγε μέσα στις σκοτεινές σκιές της νύχτας.

 

Πέρασα από απέραντες εκτάσεις γρασιδιού που είχε ποτιστεί καλά από τις βροχές τον τελευταίων ημερών. Περπάτησε μέσα στον ρηχό ποταμό που διασχίζει την βόρεια πλαγιά. Τις νύχτες έβρισκε καταφύγιο μέσα σε μια σπηλιά ή κάτω από ένα μεγάλο βράχο.

 

Χρειάστηκε τέσσερα μερόνυχτα ώσπου να φτάσει στο χωράφι του κόκκορα αλλά άξιζε τον κόπο αυτό το κουραστικό ταξίδι. Ήταν πρωί την ώρα που σηκωνόταν ο ήλιος από τον ύπνο του και φώτιζε της πλαγιές με το θείο φως του.

 

Ο νεαρός κόντεψε σιγά τον κόκκορα και κρύφτηκε μέσα σε ένα πυκνό θάμνο, αυτός άνοιξε τα μάτια του και τεντώθηκε. Έβγαλε μια διαπεραστική φωνή και με ανθρώπινη λαλιά μίλησε «Νεαρέ μην κρύβεσαι στον θάμνο σε είδα αν θέλεις να παλέψουμε και να έχεις την ίδια μοίρα με τους όμοιους σου βγες έξω» τα λόγια του έκαναν το Νέθαν να σαστίσει. Εντυπωσιάστηκε από την φοβερή εξυπνάδα του κόκκορα. Κατάλαβε πως δεν επρόκειτο για ένα συνηθισμένο ζώο έτσι βγήκε από τον θάμνο.

 

«Λοιπόν τι γυρεύεις στο λιβάδι» είπε ο κόκκορας «Άσε μην απαντήσεις ξέρω ήρθες για να πάρεις το κεφάλι μου στο βασιλεία σου» ξανάπε ο κόκκορας μην αφήνοντας τον Νέθαν να μιλήσει. «Όχι δεν ήρθα για αυτό τον λόγο» δικαιολογήθηκε ο νεαρός με αποφασιστικότητα «Είμαι εδώ για να ρωτήσω και να μάθω μερικά πράγματα». Ο κόκκορας σάστισε ακούγοντας τον, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ερχόταν για να κουβεντιάσουν και όχι να σκοτώσει ο ένας τον άλλο.

 

Ο λαμπερός κίτρινος κόκκορας είπε με αποφασιστικότητα «Καλά λοιπόν ακούω τι ερωτήματα έχεις» στο πρόσωπο του Νέθαν ζωγραφίστηκε ένα νευρικό χαμόγελο που τον έκανε να μοιάζει με ηλίθιο.

 

Έβγαλε την τσάντα από την πλάτη του και την ακούμπησε ήρεμα στο έδαφος. Την άνοιξε και έβαλε μέσα το χέρι του και έπιασε κάτι. Έβγαλε το χέρι του από την τσάντα βαστώντας σφικτά την πέτρινη πλάκα «Να τι βρήκα στα ερείπια της Αιθερέγα» είπε δίνοντας την πλάκα στον κόκκορα. Στην αρχή ο κόκκορας δυσκολεύτηκε να καταλάβει τι ήταν γραμμένο στην πλάκα επειδή αλλά ύστερα κατάλαβε την έγραφε. Τα μάτια του κόκκορα πήραν ένα ασυνήθιστο ύφος θυμού και αμέσως φώναξε «Πιάσε την χαζό πέτρα σου και φύγε αμέσως από εδώ».

 

Ο νεαρός αρχαιολόγος ακούγοντας τον κόκκορα παραξενεύτηκε, πήρε την πλάκα από τον κόκκορα και την ξανάβαλε ήρεμα στην βαλίτσα του. Πήρε το θάρρος και ρώτησε τον κόκκορα «Τι σημαίνει αυτή η πέτρινη πλάκα για εσένα; Τι είσαι και από πού έρχεσαι; Γιατί κρύβεσαι εδώ στην πιο απόκρημνη περιοχή του οροπεδίου; Τι κρύβεις εσύ ο ίδιος; Αυτά έχω να πω αν δεν θέλεις να απαντήσεις καλός, αν δεν θέλεις μπορώ φύγω!» έβαλε την βαλίτσα στην πλάτη του και γύρισε να φύγει απογοητευμένος από την αντίδραση του κόκκορα.

 

«Περίμενε μην φεύγεις θα σου πω όλη την ιστορία με το νι και με το σίγμα» απάντησε απελπισμένα ο κόκκορας θέλοντας να πει τον καημό του. Ο Νέθαν χαρούμενος πια έκανε μια μεταβολή και έκατσε χάμο δίπλα του. «Λοιπόν πριν ξεκινήσω να διηγούμαι ποιος είμαι θα σε παρακαλούσα να μη με διακόψεις» είπε και ο νεαρός κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.

 

«Λοιπόν ας πάρουμε όλα τα γεγονότα από την αρχή. Εγώ είμαι ένας Ηλιανός και παλαιότερα την εποχή του παππού μου , οι Ηλιανοί ζουν περίπου 200 χρόνια ο καθένας, μέναμε στην σημερινή για εσάς Αιθερέγα που τότε ονομαζόταν Ηλιούπολη. Μέναμε εκεί μέσα στην καρδιά του οροπεδίου ειρηνικά και χαρούμενα, είχαμε αναπτυχθεί σε πολλούς τομείς και ήμασταν ένας πλούσιος λαός ώσπου οι βάνδαλοι άνθρωποι ήρθαν από τις θάλασσες και ανέβηκαν τα παλιά βουνά είδαν την πλούσια πόλη και αποφάσισαν να την καταλάβουν.

 

»Έτσι ξεκίνησε ένας πόλεμος που θα κρατούσα για περίπου δεκαπέντε χρόνια. Μέχρι που ο λαός μου σε μια εισβολή ηττήθηκε και οι μισοί λιγοστοί επιζώντες πήγαν βόρεια και οι άλλοι μισοί νότια. Αποτέλεσμα ο λαός μου να χωριστεί και να έχουμε χάσει όλο τον πλούτο μας. Οι άνθρωποι έβγαιναν έξω από τα τοίχοι τους και σκότωναν τους Ηλιανούς που δεν είχαν βρει τα πόδια τους έτσι παρέμειναν ακόμη πιο λίγοι.

 

»Μια μέρα οι βόρειοί αναγακτησμένοι Ηλιανοί επιτέθηκαν σε μια πράξη αυτοκτονίας και παράνοιας με αποτέλεσμα να αποδεκατιστούν. Έτσι έμειναν οι λίγοι συνετοί νότιοι όπου φοβούμενη από τους ανθρώπους βρήκαν απόμακρα σπήλαια σε μια πλαγιά και εγκαταστάθηκαν εκεί. Είναι εκεί ακόμα μέσα στα σπήλαια και πληθαίνουν και εγώ είμαι ο προστάτης τους και φύλακας αυτών των σπηλιών» και τέλειωσε τον λόγω του.

 

Ο Νέθαν σηκώστηκε και παρατήρησε πίσω από τον κόκκορα τα παράξενα βαθουλώματα του βουνού. Κατάλαβε τη συνέβηκε και σοκαρισμένος πλέον έκανε κάποιες τελευταίες ερωτήσεις «Τι είναι αυτή η πλάκα και τι σημασία έχει στο λαό σου; Γιατί παράτησαν την Αιθερέγα οι άνθρωποι και την άφησαν να γκρεμιστεί».

 

«Αχ …! Αυτή πλάκα είναι μια προσευχή όπου είχαμε ποιο παλιά αλλά αυτές πλέον έχουν ξεχαστεί και στο άκουσμα τους ο λαός μου φοβάται αντί να προσκυνά τον θεό Ήλιο. Μπορώ να απαντήσω στο ερώτημά σου , γιατί έφυγαν οι άνθρωποι. Έφυγαν γιατί φοβήθηκαν μήπως και ξανά εισβάλουμε, μου το είχε πει ένας ευγενείς που ήρθε να με πολεμήσει, αυτά τα γεγονότα δεν διδάχτηκαν στα σχολεία σας για να ξεχαστούν και απαγορεύετε να μιλάτε για αυτά. Μόνο οι αυτοκράτορες σας τα ξέρουν και οι λιγοστοί έντιμοι ευγενείς» απάντησε στα ερωτήματα του νεαρού και κουρασμένος πια είπε «Ο λαός μου θα μείνει εκεί που βρίσκετε και θα μεγαλώσει εκεί που βρίσκετε για αυτό θα σε παρακαλούσα ότι άκουσες να μην τα πεις πουθενά μπας και μαθευτεί και έχουμε τυχόν».

 

Κουρασμένος ο Ηλιανός γύρισε προς στις σπηλιές για να κοιμηθεί και χαρούμενος για την ανακάλυψε του μα συνάμα λυπημένος που δεν μπορεί να πει τίποτα ο νεαρός αρχαιολόγος πήρε τον δρόμο για τον γυρισμό στην πρωτεύουσα μαζί του είχε ένα καλά φυλαγμένο μυστικό.

 

THE END

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, λόγο έλειψης τόσο χρόνου (έτρεχα με την δουλειά και σήμερα μέχρι τώρα είμαι στους γιατρούς), όσο και σύνδεσης στο σπίτι, θα βάλω την ιστορία αύριο το βράδυ. Συγγνώμη άμα την σπάω σε κανένα, αλλά το να μην έχεις δίκτυο στο σπίτι είναι χειρότερο σπάσιμο...

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, λόγο έλειψης τόσο χρόνου (έτρεχα με την δουλειά και σήμερα μέχρι τώρα είμαι στους γιατρούς), όσο και σύνδεσης στο σπίτι, θα βάλω την ιστορία αύριο το βράδυ. Συγγνώμη άμα την σπάω σε κανένα, αλλά το να μην έχεις δίκτυο στο σπίτι είναι χειρότερο σπάσιμο...

 

 

it 's ok. Περιμένω να διαβάσω την δική σου ιστοριούλα :rolleyes:

Link to comment
Share on other sites

Κυρίε και κύριοι, έφτιαξα το πολλ, ως όφειλα, αλλά μη δω κανέναν να ψηφίζει πριν ανεβεί κι η ιστορία του Μηνά, γιατί αλίμονό σας. :ph34r:

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Νομίζω ότι είμαι εκπρόθεσμος. Αλλά, κάλιο αργά παρά ποτέ. Ελπίζω να σας αρέσει.

 

Λέξεις: 1040

 

Συγγραφέας: Month

 

 

Είδος: Παραμύθι

 

 

 

Ο Κόκορας, ο Γιάννης και η γκρίνια της γυναίκας του.

 

 

 

Σ' ένα λιβάδι, στο οροπέδιο μεταξύ των Παλιών και των Νέων Βουνών, λίγες ώρες δρόμο από την Αιθερέγα, την αρχαία κι ερημωμένη πόλη, ζούσε ξεχασμένος από θεούς κι ανθρώπους ένας κόκκορας. Ήταν μεγαλύτερος από κάθε άλλο κόκκορα που είχε ζήσει ποτέ κάτω από το φως του ήλιου και τα φτερά του ήταν πιο μαύρα κι από τη νύχτα. Είχε όνομα στη γλώσσα των ανθρώπων, αλλά το όνομά του λίγοι αποφάσιζαν να το πουν. Στο λιβάδι που ζούσε δεν τολμούσε να πατήσει ούτε αρνί να βοσκήσει, ούτε λύγκας να κυνηγήσει, ούτε κι άνθρωπος από τους Παλιούς με τις αστραφτερές πανοπλίες ή από τους Νέους με τις αστραφτερές φορεσιές.

 

Μόνο ένας τόλμησε να πλησιάσει ποτέ τον κόκορα. Κι αυτός ο ένας ήταν ο πιο παράξενος άνθρωπος που είχε ο κόκκορας ποτέ δει κι επίσης είχε και τις πιο παράξενες προθέσεις.

 

 

Πάντως σίγουρα οι προθέσεις δεν ήταν πονηρές. Να εξηγούμαστε δηλαδή, γιατί υπάρχουν και πονηρά μυαλά εκεί έξω. Απλά ο άνθρωπος ήθελε να πάει στην αρχαία και άδεια πόλη για να βρει ένα αρχαίο όπλο που, όπως έλεγε ο θρύλος, έκανε τους αντιπάλους αδύναμους σαν γατάκια. Μετά από εκτενέστερη μελέτη όμως, βρήκε ότι ο αρχαίος αντίπαλος της Αιθερέγας ήταν μια φυλή από αμαζόνες, που έκανε επιδρομές και κατέστρεφε ότι έβρισκε μπροστά της. Και ο άνθρωπος αυτός είχε παρόμοιο πρόβλημα με τους αρχαίους Αθερεγενούς. Η γυναίκα του, έκανε λίμπα το σπίτι όποτε επέστρεφε από το οποιοδήποτε ταξίδι. Έτσι μετά από πέντε ανακαινίσεις αποφάσισε να βρει το αρχαίο αυτό όπλο, μπας και γλιτώσει καμιά πιατέλα αυτή τη φορά.

 

Ο δρόμος του λοιπόν περνούσε από τα λημέρια του κόκορά μας, κάτι το οποίο δεν γνώριζε, αφού οι ντόπιοι της περιοχής, που κατοικούσαν κάπου τρείς μέρες ταξίδι φοβούμενοι τον κόκορα, δεν του το είχαν πει. Απλά όταν τους είπε τον προορισμό τους, κλείδωσαν τα σπίτια τους, έτρεξαν πανικόβλητοι και ένας δύο άρχισαν να κλαίνε γοερά και με μαύρο δάκρυ. Το χωριό από το οποίο έμαθε που πρέπει να πάει έδειχνε κουρασμένο και κατσούφικο. Όλοι οι χορικοί είχαν μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια τους, και οι περισσότεροι χασμουριόντουσαν ασύστολα. Ο άνθρωπός μας δεν καταλάβαινε το γιατί μιας και μέχρι εκείνη την στιγμή το ταξίδι του δεν είχε κανένα πρόβλημα. Ως εκείνο το σημείο…

 

Εκείνο το βράδυ λοιπόν, αφού ξάπλωσε να κοιμηθεί, σκεφτόταν τι θα μπορούσε να έκανε πραγματικά το όπλο. Με σκέψεις περίεργες και ξένες προς τον συγγραφέα, τον πείρε ο ύπνος. Στο όνειρό του έβλεπε την γυναίκα του ήρεμη και καλοσυνάτη, με ένα χαμόγελο μόνιμα διαγεγραμμένο στα χείλη της. Όταν ξαφνικά την άκουσε να ουρλιάζει δυνατά. Και να λέει «Κικιρίκου!!!!!» κάτι το οποίο του φάνηκε πολύ περίεργο, μέσα στο όνειρό του. Όταν όμως το ξαναείπε, πετάχτηκε απότομα. Από μακριά, κάπου στο βουνό, είδε μια μαύρη μάζα να κοιτάει τον ουρανό και να λαλάει. Εκείνη την στιγμή κατάλαβε γιατί οι χορικοί κλαίγανε και ήταν άγρυπνοι. Ο αντίλαλος έπρεπε να φτάνει πολλά χιλιόμετρα μακριά, και το μέγεθος του κόκορα ήταν τέτοιο που έκανε μια επίθεση εναντίον του απαγορευτική. Έτσι οι χορικοί ζούσαν με την έγνοια του πότε θα αρχίσει να λαλάει ο κόκορας στη μέση της νύχτας.

«Ε σκάσε πια!» φώναξε μετά από μισή ώρα συνεχόμενου λαλητού. Ο κόκορας σταμάτησε. Τον είχε ακούσει. Και τότε ο άνθρωπός μας είδε τον μαύρο όγκο να έρχεται προς το μέρος του, με απίστευτη ταχύτητα. Κατάλαβε ότι το να τρέξει δεν θα τον έβγαζε πουθενά, παρά μόνο κουτσουλημένο. Έτσι περίμενε να πλησιάσει ο κόκορας.

 

Ο κόκορας ήρθε. Με την μανία του ανεμοστρόβιλου και την δύναμη της αστραπής… Εχμ, συγγνώμη. Με την δύναμη του ανεμοστρόβιλου και την μανία της αστραπής, έπεσε πάνω στον άνθρωπό μας. Βέβαια το έπεσε είναι ποιητική αδεία, αφού ήταν περίπου στο ίδιο ύψος με αυτόν. Οπότε, αν ακριβολογούμε, θα λέγαμε ότι συγκρούστηκε με τον άνθρωπό μας. Από την σύγκρουση, ο άνθρωπος και ο κόκορας έπεσαν στο έδαφος και κυλίστηκαν για κάμποση απόσταση. Ο κόκορας προσπάθησε να τον τσιμπήσει, αλλά τον είχε πιάσει από τον λαιμό. Και έτσι βρεθήκαν να περιμένουν την αυγή. Ο άνθρωπος δεν ήθελε να τον σκοτώσει και φοβόταν να τον αφήσει, και ο κόκορας δεν έκανε κίνηση από φόβο μήπως και τον σκότωνε ο άνθρωπος. Και ήρθε η μέρα

 

Με το που η αυγή άγγιξε τον κόκορα, ο κόκορας μεταμορφώθηκε σε κοράκι. Ο άνθρωπος δεν το ν άφησε. Και τότε ο κόκορας, δηλαδή το κοράκι, μίλησε στην γλώσσα του, δηλαδή στα κορακίστικα.

 

«Άσε με άνθρωπε!» είπε. Ο άνθρωπος, έκπληκτος αλλά όχι τρομαγμένος, απάντησε γρήγορα

«Και γιατί να σε αφήσω;»

«Γιατί με πνίγεις, ηλίθιε!»

Εδώ πρέπει να πούμε ότι ο άνθρωπός μας είχε πολύ μεγάλες αντοχές όταν τον έβριζαν οι άλλοι. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι ήταν γεννημένο θύμα, και ότι μόνο η ικανότητά του να φτάνει μπάντα στον προορισμό του τον έκαναν κάπως ξεχωριστό. Έτσι όταν ο κόκορας τον έβρισε δεν αντέδρασε, αλλά σκέφτηκε «μέχρι εδώ έχει φτάσει η φήμη μου;»

 

Για να μην τα πολυλογούμε, ο άνθρωπος άφησε τον κόκορα, ο κόκορας δεν κουτσούλησε τον άνθρωπο, και κάτσανε να συζητήσουνε. Μιλάγανε μέρες. Ο κόκορας του έλεγε για το πώς ήταν η φύση εκεί στα βουνά, και ο κακόμοιρος ο άνθρωπος του έλεγε για την γυναίκα του. Ο κόκορας το κοίταξε καλά καλά.

«Άμα θες να την αλλάξεις, πάρε με μαζί σου», του είπε. Ο άνθρωπος το καλοσκέφτηκε, είδε ότι δεν είχε κάτι να χάσει, και δέχτηκε. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν εύκολο και γρήγορο. Ο άνθρωπος καβάλησε τον κόκορα και φτάσανε στο σπίτι του στο πιτς φυτίλι. Το τι έγινε μόλις φτάσανε δεν περιγράφετε. Η γυναίκα του ανθρώπου έκανε σαν υστερική, ο κόκορας φώναζε, οι γείτονες γελάγανε. Και τότε, ο άνθρωπος για πρώτη φορά νευρίασε στην ζωή του.

«Για να σας πω! Εώς εδώ και μη παρέκει!» όλοι σιώπησαν.

«Γυναίκα, θα βγάλεις τον σκασμό! Γείτονες, στα σπίτια σας!» Όλοι υπάκουσαν σαν υπνωτισμένοι.

 

Από εκείνη την μέρα τα πράγματα άλλαξαν. Ο άνθρωπος, που τον λέγανε Γιάννη, έγινε κύριος στο σπίτι του. Η γυναίκα του έπαψε να γκρινιάζει για τα πάντα. Μετά από λίγο καιρό άρχισε μάλιστα να χαμογελάει, και γίνανε ένα πραγματικά ευτυχισμένο ζευγάρι. Και ο κόκορας… Ο κόκορας έφυγε από εκείνο το μέρος και κανείς δεν τον ξανάδε. Μόνο ο Γιάννης, που και που, άκουγε από μακριά τον απόηχο από ένα μακρινό λαλητό. Και οι μόνοι που τελικά μείνανε παραπονεμένοι, ήταν οι κάτοικοι των χωριών κοντά στον κόκορα, που μένανε άυπνοι.

Link to comment
Share on other sites

Δόξα σοι. Όχι τίποτε άλλο, αλλά θα ήταν το δεύτερο write-off που "εισάγω" και θα έμενε στο βρόντο. Λοιπόν. Παρακαλούνται οι κ.κ. συμφορουμίτες και κ. συμφορουμίτισσες να μας τιμήσουν μέχρι την επόμενη Τετάρτη το πρωί στις οχτώ. Διαβάζετε, ρίπτετε την ψήφο σας εις το πολλ και δε θέλω δικαιολογίες ότι ξεκίνάει το Νανόριμο. Προλαβένετε όσοι γράψετε να τις διαβάσετε μέχρι την Παρασκευή το βράδυ.

Link to comment
Share on other sites

Αχα, να και την δεύτερη ιστοριούλα. Ας ξεκινήσουμε να ψηφίζουμε

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Για να δούμε… ωραία. Λοιπόν, διάβασα τις ιστορίες και έχω λίγα λογάκια για την κάθε μια.

 

Συζητώντας με έναν κόκορα – cesar cy : όμορφη ιδέα και με αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Έχει κάποια προβληματάκια στη γραφή, αλλά η ανάγνωση κυλάει σχετικά εύκολα. Εκείνο που βγάζει μάτι είναι το χρώμα του κόκορα. Και εξηγούμαι. Αφού ρε φίλε ο πρόλογος με προετοιμάζει για ένα πετεινάρι πιο μαύρο και από τη νύχτα, εσύ πως μου το εμφανίζεις κίτρινο σαν τον ήλιο; Το ξέρω πως για να υποστηρίξεις την ιδέα χρειάζεσαι κίτρινο κόκορα αλλά δικαιολόγησε το κάπως. Στην τελική πες πως πέρασε η Μαίρη η κομμώτρια το πρωί και του έκανε ξανθές ανταύγειες ή πες πως είναι ο ξάδερφος του μαύρου. Κατά τα άλλα ήταν μια ενδιαφέρουσα Ιντιάνα Τζόουνς-ιστορία.

 

Ο Κόκορας, ο Γιάννης και η γκρίνια της γυναίκας του – month : χαριτωμένη ιστοριούλα δοσμένη με αρκετό χιούμορ και ανάλαφρη αφήγηση. Ο Γιάννης σαν ήρωας είναι συμπαθητικός. Εκείνο που κατάλαβα είναι ότι το «αρχαίο όπλο που, όπως έλεγε ο θρύλος, έκανε τους αντιπάλους αδύναμους σαν γατάκια» ήταν ο κόκορας. Δεν μπόρεσα όμως να καταλάβω πώς ο κόκορας βοήθησε τον Γιάννη να βρει τη λύση στο πρόβλημα του. Αν απλά τον βοήθησε να νευριάσει τότε ίσως θα έπρεπε να το δώσεις διαφορετικά γιατί ο αναγνώστης πρέπει να προσπαθήσει λίγο για να συνδυάσει τον κόκορα με το αρχαίο όπλο. Ελπίζω να μην σε μπέρδεψα πολύ.

 

Πέρασαν λίγες ημέρες παραπάνω αλλά δεν πειράζει. Μπορούμε ακόμα να διαβάσουμε τις ιστορίες και να ψηφίσουμε. Όποιος το κάνει θα περάσει ευχάριστα στο λίγο χρόνο που θα διαθέσει.

Edited by kitsos
Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρουσες και οι δύο ιστορίες.

Η πρώτη, του Cesar_cy, χρειάζεται ένα περασματάκι για μερικά ορθογραφικά και εκφραστικά λάθη (ναι, οκ, δεν μας αφορά αυτό κυρίως, αλλά είμαι καταναγκαστικός και μου χαλάει η ροή της ιστορίας). έχει ωραία στοιχεία, αλλά πιστεύω ότι θα μπορούσε να γίνει αρκετά καλύτερη. Καταρχήν, όπως σημείωσε και ο monsieur kitsos, ο κόκκορας είναι όντως μαύρος. κατράμι μαύρος. Μέχρι το τέλος περίμενα ο κίτρινος κόκκορας να στείλει το Νέθαν στο μαύρο κόκκορα. Μπορείς να το αλλάξεις, ή να ταιριάξεις λίγο μία μετάβαση από το μαύρο φτέρωμα στο έκλαμπρο κίτρινο (μία μεταμόρφωση, perhaps, που συμβαίνει όταν κάποιος αναγνωρίζει την πραγματική καταγωγή του κόκκορα;). Έπειτα (και τονίζω ότι είναι προσωπική άποψη και γούστο αυτό), δεδομένου ότι μιλάμε για έναν κόκκορα, θα ήθελα μία εξήγηση για ποιο λόγο να έχει η φυλή του ανάγκη από γραφή, λάξευση πετρών, κλπ. για παράδειγμα, και ο douglas adams κατέταξε 2 ζωικά είδη ως πιο έξυπνα από τον άνθρωπο, αλλά και για τα δύο έγραψε από μία παράγραφο που εξηγούσε για ποιο λόγο η συμπεριφορά τους δεν απέκλινε από τη γνωστή σε όλους μας συμπεριφορά.

 

Η ιστορία του month είναι πιο στρωτή, και το ελαφρώς εύθυμο ύφος διήγησης που έχει βοηθάει την ανάγνωση. Το γιατί ο κόκκορας μεταμορφώθηκε σε κοράκι και το πώς ακριβώς βοήθησε ο κόκκορας το Γιάννη να στρώσει την κατάσταση στο σπίτι του δεν μπορώ να πω ότι το κατάλαβα, οπότε υποθέτω μπορεί να βελτιωθεί λιγάκι η ιστορία και να εμπλουτιστεί λιγάκι.

 

και οι δύο ιστορίες είναι ενδιαφέρουσες, αλλά πιστεύω ότι είναι τέτοιες περισσότερο ως προς τη δυναμική που εμπεριέχουν αναφορικά με το τι μπορούν να γίνουν, παρά αναφορικά με το τι είναι τώρα (δεν το εννοώ με την κακή έννοια, ίσα ίσα). όποτε έχετε το χρόνο, και στο βαθμό που συμφωνείτε ο καθένας, μπορείτε να δουλέψετε την ιστορία σας.

Link to comment
Share on other sites

Ψήφισα και γω τώρα, συγγνώμη αλλά δεν το είχα δεί μου διέφυγε...

Θα συμφωνήσω στα σημεία με τους προλαλήσαντες. Ενα "χτενισματάκι" χρειάζονται αμφότερες, μην τις αφήσετε έτσι.

Link to comment
Share on other sites

Έχω φηφίσει εδώ και καιρό αλλά να και λίγα σχόλια.

 

cesar: όμορφη ιδέα και εμπλουτισμένη με τη φαντασία σου. Τα συνηθισμένα σου προβληματάκια σε συντακτικό και ορθογραφία. Έξυπνη η ιδέα με την πλάκα, προσδίδει λίγο μυστήριο στην αφήγηση.

 

month: μου άρεσε το χιουμοριστικό touch, αν και όχι τόσο έντονο όσο θα το 'φχαριστιόμουνα. Μερικά σημεία δεν έχουν ιδιαίτερη νοηματική συνέχεια. Ωστόσο, πέτυχες περισσότερο να εκπληρώσεις την τελευταία πρόταση της εισαγωγής περί παράξενου ανθρώπου και προθέσεων.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...
  • Ghost changed the title to Write off #36 (cesar_cy vs month)

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..