Jump to content

the twelvemonth contest


  

14 members have voted

  1. 1. Ποια ιστορία σας αρέσει πιο πολύ μέχρι στιγμής;

    • Το Αίμα του Δράκου
      7
    • Κορθάλις
      7

This poll is closed to new votes


Recommended Posts

Λοιπόν, may I have your attention please!

 

Οι δεσποινίδες Nienor και Sonya αποφάσισαν να διαγωνιστούν. Σκληρά και χωρίς κανένα έλεος (για τους αναγνώστες κυρίως) σε μια μάχη που θα διαρκέσει δώδεκα ολόκληρους μήνες, απ' την 01/01/09 μέχρι τις 31/12/09. Ο διαγωνισμός αυτός πάει ως εξής:

 

Στις 15/01/09, και οι δύο δεσποινίδες θα ανεβάσουν το πρώτο κομμάτι δύο ιστοριών (μία η μία και μία η άλλη), το οποίο θα είναι μεγέθους 2000-2500 λέξεων. Μέχρι τις 31/01/09, οποιοσδήποτε θα μπορεί να πει την γνώμη του και να ψηφίσει ποιο απ' τα δύο του άρεσε περισσότερο.

 

Την 01/02/09 και μέχρι τις 15/02/09, οι δεσποινίδες θ' ανταλλάξουν τις ιστορίες τους και η μία θα συνεχίσει την ιστορία της άλλης, γράφοντας άλλες 2000-2500 λέξεις, οι οποίες και θ' ανέβουν στην διάθεσή σας στις 15/02/09. Μέχρι τις 28/02/09 θα μπορείτε και πάλι να σχολιάζετε και να ψηφίζετε για την καλύτερη ιστορία (όχι μόνο την συνέχεια, ολόκληρη την ιστορία απ' την αρχή).

 

Έτσι θα κυλήσει το έτος, αφήνοντάς σας του χρόνου τέτοιον καιρό με ΔΥΟ νοβελέτες 25.000-30.000 λέξεων να διαλέξετε την καλύτερη. Για προφανείς λόγους, νικήτρια συγγραφέας δεν θα υπάρχει, μιας και οι δύο θα έχουν γραφτεί κι απ' τις δύο, θα υπάρχει όμως νικήτρια ιστορία την οποία δεν έχουμε καμία απολύτως ιδέα τι θα κάνουμε.

 

Περιμένουμε τις γνώμες και τις προτάσεις όλων για την καλύτερη δυνατή διεξαγωγή κι επίλυση τυχόν τεχνικών προβλημάτων. :)

Edited by Nienor
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Το θέμα της κάθε ιστορίας θα το αποφασίσετε απο κοινού; ή θα το αποφασίσει η δεύτερη συγγραφέας για κάθε ιστορία, οπότε θα το δουλέψει η πρώτη; Δηλαδή Η Σόνια θα αποφασίσει το θέμα της Νιενορ και το αντίστοιχο;

Ή η κάθε μιας σας θα γράψει αυτό που θέλει;

Link to comment
Share on other sites

Το θέμα της κάθε ιστορίας θα το αποφασίσετε απο κοινού; ή θα το αποφασίσει η δεύτερη συγγραφέας για κάθε ιστορία, οπότε θα το δουλέψει η πρώτη; Δηλαδή Η Σόνια θα αποφασίσει το θέμα της Νιενορ και το αντίστοιχο;

Ή η κάθε μιας σας θα γράψει αυτό που θέλει;

 

Καθεμιά ξεκινάει αυτό που θέλει κι αποφασίζει η ίδια την ιστορία της. Απ' τον δεύτερο μήνα και μετά αλλάζει ο κολιές. :Ρ

Link to comment
Share on other sites

Πολύ έχω φτιαχτεί για αυτό :) Ελπίζω να μας παρακολουθήσετε και να τη βρίσκετε :)

Link to comment
Share on other sites

Πολύ έχω φτιαχτεί για αυτό :) Ελπίζω να μας παρακολουθήσετε και να τη βρίσκετε :)

 

Στα μισά, κατά το καλοκαίρι, να γεμίζαμε έναν λάκο με λάσπη και να σας δίναμε από ένα στριγκάκι...

:diespam:

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ενδιαφέρον ακούγεται, αλλά έχω μερικές απορίες.

Ας πούμε η Nienor έχει γράψει το Α και η Sonya το Β.

Ανταλλάσσουν και συνεχίζουν.

Όταν γράφουμε στο δικό μας έργο κάνουμε μερικές χιλιάδες διορθώσεις στα προηγούμενα. Εδώ τι γίνεται; Επιτρέπονται οι προς τα πίσω παρεμβάσεις; Κι αν ναι, ποια διορθώνει τι; Μόνο τα δικά της κομμάτια; Ό,τι φτάσει στα χέρια της κι όπως τη βολεύει για παρακάτω; Κι άμα θα ξαναφτάσει το έργο στην αρχική του δημιουργό, εκείνη τι θα κάνει με τη σειρά της;

Κι εν τω μεταξύ, αν έχουμε κι εμείς δικαίωμα σχολίων, και κάποια από τις δυο κρίνει ότι ορισμένα σχόλια είναι χρήσιμα και ίσως να άξιζε να τα αξιοποιήσει, έχει δικαίωμα να κάνει κάτι σχετικό; Και σε ποιο μέρος του κειμένου;

Link to comment
Share on other sites

Αν και ακόμα δεν έχουμε συζητήσει το πρακτικό κομμάτι, είναι τέτοια η σχέση μας (βλ. σχόλια Ντίνου για στρινγκάκια το καλοκαίρι :Ρ) που, αν θεωρούμε μια αλλαγή καλή σε οποιοδήποτε κομμάτι έχει ήδη γραφτεί είτε απ' τη μία, είτε απ' την άλλη, θα την κάνουμε κατόπιν συνεννόησης.

 

Γι αυτό θέλουμε και τις ψήφους και τα σχόλια όλων σας, γιατί σκοπός μας είναι να βγάλουμε δύο όμορφες ιστορίες κι όχι να μετρήσουμε ποια το 'χει μεγαλύτερο (το ταλέντο :Ρ).

Link to comment
Share on other sites

Εεεμμμ,... ναι.

Θέλετε τα σχόλιά μας, ε;

Μετά το Read off 2009 μεταξύ Naroualis και trillian, τώρα έχουμε και το twelvemonth contest μεταξύ Nienor και Sonya.

Οπότε έχω να παρατηρήσω μόνο τρία πραγματάκια:

1. Αναζητείται (επειγόντως όμως!) θήλυκό μέλος του sff.gr με σώας τας φρένας.

2. Ο τρελογιατρός των TheTregorian και roriconfan ετοιμάζεται για υπερωρίες εδω μέσα.

3. Αυτός ο Ντίνος... Αυτός ο Ντίνος έχει πάντα τις καλύτερες ιδέες!

 

Κάτι μου λέει ότι αυτό το 2009 δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ.

Link to comment
Share on other sites

Αυτού του Ντίνου του ετοιμάζουμε χουνέρι, αλλά δεν το ξέρει ακόμα...

 

Όταν το μάθει, να δεις τι έχει να γίνει... :witchcook: :lol: :lol: :lol:

Link to comment
Share on other sites

Την 01/12/10 και μέχρι τις 15/02/09, οι δεσποινίδες θ' ανταλλάξουν τις ιστορίες τους και η μία θα συνεχίσει την ιστορία της άλλης, γράφοντας άλλες 2000-2500 λέξεις, οι οποίες και θ' ανέβουν στην διάθεσή σας στις 15/02/09. Μέχρι τις 28/02/09 θα μπορείτε και πάλι να σχολιάζετε και να ψηφίζετε για την καλύτερη ιστορία (όχι μόνο την συνέχεια, ολόκληρη την ιστορία απ' την αρχή).

 

Έτσι θα κυλήσει το έτος, αφήνοντάς σας του χρόνου τέτοιον καιρό με ΔΥΟ νοβελέτες 25.000-30.000 λέξεων να διαλέξετε την καλύτερη. Για προφανείς λόγους, νικήτρια συγγραφέας δεν θα υπάρχει, μιας και οι δύο θα έχουν γραφτεί κι απ' τις δύο, θα υπάρχει όμως νικήτρια ιστορία την οποία δεν έχουμε καμία απολύτως ιδέα τι θα κάνουμε.

 

Περιμένουμε τις γνώμες και τις προτάσεις όλων για την καλύτερη δυνατή διεξαγωγή κι επίλυση τυχόν τεχνικών προβλημάτων. :)

 

Χμμ χμμ. Δόξαν του Μυθιστορήματος των Τεσσάρων ζηλώσασαι οι δεσποινίδες απεφάσισον να γράψωσι την Νουβέλα των δύο... εις διπλούν; :tease:

 

Καλή επιτυχία.

Link to comment
Share on other sites

Χμμ χμμ. Δόξαν του Μυθιστορήματος των Τεσσάρων ζηλώσασαι οι δεσποινίδες απεφάσισον να γράψωσι την Νουβέλα των δύο... εις διπλούν; :tease:

 

Καλή επιτυχία.

 

Δύο επί δύο τέσσερα κι έτσι. :Ρ

 

Μόνο που εμείς, επειδή είμαστε πιο γαμάτες και τέτοια, το κάνουμε ακόμα πιο περίπλοκο, αλλάζοντας την συγγραφέα της ιστορίας ανά μήνα. :Ρ

Link to comment
Share on other sites

Δύο επί δύο τέσσερα κι έτσι. :Ρ

 

Μόνο που εμείς, επειδή είμαστε πιο γαμάτες και τέτοια, το κάνουμε ακόμα πιο περίπλοκο, αλλάζοντας την συγγραφέα της ιστορίας ανά μήνα. :Ρ

 

Ας πω κι εγώ τη γνώμη μου, χωρίς να θέλω να μειώσω τον ενθουσιασμό σας.

 

Τα μυθιστορήματα των τεσσάρων είναι σαφώς χειρότερα απ' ότι αν έγραφε ο καθένας μόνος του. Δεν ξέρω τι θα προκύψει από τη δική σας προσέγγιση, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα μάθω.

 

Καταλαβαίνω ότι η ψηφοφορία είναι κίνητρο, αλλά βρίσκω κάπως παράξενο να ψηφίσω δώδεκα φορές για ένα ημιτελές έργο.

Link to comment
Share on other sites

Καταλαβαίνω ότι η ψηφοφορία είναι κίνητρο, αλλά βρίσκω κάπως παράξενο να ψηφίσω δώδεκα φορές για ένα ημιτελές έργο.

 

Στάσου... :o Είναι κόλπο! Για να τα διαβάσουμε! ("Κίνητρο" δε λες τίποτα!)

 

:Lighten: Πόσοι θέλετε να ζευγαρώσουμε, να αρχίσουμε να γράφουμε, και ανά μήνα να βάζουμε το φόρουμ να ψηφίζει; Χωρίς ανταλλαγή κειμένων βρε, ο καθένας το ολόδικο του αλλά με...poll! :whistling:

Link to comment
Share on other sites

Εγώ βλέπω τα εξής δύο πιθανά ενδεχόμενα:

α. Τα πράγματα λειτουργούν αθροιστικά και άρα 1 θαυμάσια συγγραφέας + άλλη 1 = 2 θαυμάσια έργα.

β. Γίνεται περίπου όπως εκείνο το παιχνίδι που παίζαμε μικροί, όπου ο καθένας γράφει από μία πρόταση - απάντηση σε μία ερώτηση και στο τέλος βγαίνει μία ιστορία χωρίς κανένα απόλύτως νόημα.

 

Ό, τι και από τα δύο πάντως και να συμβεί, αναμένεται ενδιαφέρον...

Link to comment
Share on other sites

Ας πω κι εγώ τη γνώμη μου, χωρίς να θέλω να μειώσω τον ενθουσιασμό σας.

 

Τα μυθιστορήματα των τεσσάρων είναι σαφώς χειρότερα απ' ότι αν έγραφε ο καθένας μόνος του.

 

ΤΟ Μυθιστορημα των Τεσσάρων οχι τα. Καραγάτσης, Μυριβήλης, Τερζάκης και Βενέζης. http://el.wikipedia.org/wiki/Το_Μυθιστόρημα_των_Τεσσάρων

Edited by Mors Planch
Link to comment
Share on other sites

ΤΟ Μυθιστορημα των Τεσσάρων οχι τα. Καραγάτσης, Μυριβήλης, Τερζάκης και Βενέζης. http://el.wikipedia.org/wiki/Το_Μυθιστόρημα_των_Τεσσάρων

 

Εννοούσα και την τελευταία απόπειρα με το "παιχνίδι των τεσσάρων".

Link to comment
Share on other sites

Ε, αφήστε να κάνουμε το πείραμα και θα δούμε τι θα βγει :p Πάντως εμείς μια φορά θα το παλέψουμε για το καλύτερο και θα μάθουμε και πως το κάνεις. Τώρα, αυτό για τις ψήφους, khar, έχεις ένα δίκιο, αλλά δε θα ψηφίζεται το ίδιο το διήγημα, θα ψηφίζετε την καλύτερη συνέχεια κάθε φορά (εκτός της πρώτης που θα ψηφίσετε για την καλύτερη αρχή) ώστε να βλέπουμε τι προτιμάτε από πλευράς πλοκής και να συνεχίζουμε έτσι ώστε να μην το χάνουμε πολύ.

Link to comment
Share on other sites

Εεεμμμ,... ναι.

Θέλετε τα σχόλιά μας, ε;

Μετά το Read off 2009 μεταξύ Naroualis και trillian, τώρα έχουμε και το twelvemonth contest μεταξύ Nienor και Sonya.

Οπότε έχω να παρατηρήσω μόνο τρία πραγματάκια:

1. Αναζητείται (επειγόντως όμως!) θήλυκό μέλος του sff.gr με σώας τας φρένας.

2. Ο τρελογιατρός των TheTregorian και roriconfan ετοιμάζεται για υπερωρίες εδω μέσα.

3. Αυτός ο Ντίνος... Αυτός ο Ντίνος έχει πάντα τις καλύτερες ιδέες!

 

Κάτι μου λέει ότι αυτό το 2009 δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ.

 

Καλήφτηκα πλήρως! :lol: Αν και νομίζω ότι πρέπει να βρουν άλλο τρελόγιατρο! Τελευταία με έχουν πιάσει ΚΑΙ τα ψυχολογικά μου και κάνει υπερωρίες μόνο με μένα! Καλό κουράγιο πάντως! :tongue:

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Δεσποινίς, είμαι σχεδόν έτοιμη, διορθώσεις έχω μόνο :)

 

Πως πάμε? Θα είμαστε στην ώρα μας? Ε? ε?

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, κάνω την αρχή!

 

Συγγραφέας: Σόνυα

Είδος: φαντασία

Βία: υποννοείτα

Σεξ: υποννοείται

Λέξεις: 2.281

Αυτοτελής: για κανένα λόγο

Μέρος: 1 από 12

 

 

 

Το Αίμα Του Δράκου

.Ι.

 

 

 

Η νύχτα έκαιγε, σχεδόν όσο και η μέρα. Πόρτες και παράθυρα σ’ όλα τα σπίτια του χωριού έχασκαν ορθάνοιχτα, με την ελπίδα ότι ένα ?μικρό έστω- ρεύμα αέρα θα δρόσιζε τους κατοίκους που δεν μπορούσαν ούτε να κοιμηθούν, ούτε να ξυπνήσουν απ’ την αφόρητη ζέστη. Μάταια, όμως. Το μόνο που έμπαινε στα σπίτια ήταν το φως των δίδυμων φεγγαριών, του κόκκινου Λεσούν και του λευκού Τζαντέλ που κι αυτά ακόμα έμοιαζαν θαμπά απ’ την ζεστή ομίχλη που αναδυόταν από παντού. ‘Σπηλιά του Δράκου’ ονόμαζαν το χωριό και οι γειτονικές πόλεις και οι ίδιοι οι κάτοικοι, όνομα που είχε πάρει απ’ το τόσο ακραίο του κλίμα, σαν ανάσα φωτιάς το καλοκαίρι, σαν ανάσα πάγου το χειμώνα.

 

Η Ανιέζ δεν είχε το κουράγιο ούτε να εξοργιστεί μ΄αυτή την κατάσταση. Ώρες στριφογύριζε κι ίδρωνε πάνω στο κρεβάτι της κι ο ύπνος δεν ερχόταν. Κάποια στιγμή, απηυδισμένη απ’ την ζέστη, πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι της κι έριξε λίγο νερό στο ιδρωμένο της πρόσωπο. Κοίταξε την εικόνα της, πεντακάθαρη απ’ το φως των φεγγαριών, μέσα στον καθρέφτη και προσπάθησε ν’ αντλήσει λίγη χαρά απ’ το είδωλό της. Νεράιδα την έλεγαν στο χωριό. Στα δεκάξι της, η ομορφιά της είχε ανθίσει σαν τριαντάφυλλο, με πυρόξανθα, κυματιστά μέχρι την μέση της μαλλιά, ένα ζευγάρι λαμπερά, σμαραγδένια μάτια που σκιάζονταν από μακριά και πυκνά ματοτσίνορα, λεπτά φρύδια, ανασηκωμένη μύτη και χείλια γεμάτα και κατακόκκινα. Το σώμα της ήταν λιγνό και λυγερό, με θηλυκές καμπύλες, λεπτή μέση και μακριά πόδια. Δεν χόρταινε τα βλέμματα του κόσμου. Κι αν έσκυβε σεμνά το κεφάλι και χαμογελούσε γλυκά, το έκανε μόνο γιατί ήξερε ότι αυτό τους τρέλαινε ακόμα περισσότερο. Όμως ανόητη δεν ήταν, να δώσει τον εαυτό της στον οποιονδήποτε και φυλούσε την παρθενιά και την αξιοπρέπειά της σαν κόρη οφθαλμού.

 

Έλα.

 

Η φωνή ακούστηκε απ’ το κεφάλι της μέσα, έτσι της φάνηκε. Εξάλλου, δεν βρισκόταν κανείς εκεί μαζί της, οι γονείς της κοιμούνταν σε άλλο δωμάτιο και κανείς απ’ το χωριό δεν είχε τόση δύναμη στην φωνή του. Αυτή η μοναδική λέξη έκανε τα γόνατά της να λυθούν και την καρδιά της ν’ αρχίσει να βροντοχτυπά στο στήθος της. Γύρισε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά, προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή του ήχου.

 

Έλα!

 

Αυτή την φορά, η φωνή έκρυβε εντολή κι ανάγκη μαζί. Χωρίς να έχει πια θέληση δική της, η Ανιέζ βγήκε απ’ το σπίτι της σαν υπνωτισμένη, με το λεπτό της νυχτικό να κολλάει στο σώμα της και τα πόδια της ξυπόλυτα. Ακολουθούσε την φωνή που την παρότρυνε κάθε λίγο, μέχρι που βγήκε απ’ το χωριό και συνέχισε να περπατάει. Μπήκε στο δάσος και συνέχισε κι όταν έφτασε σε μια συστάδα από θάμνους έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να τους παραμερίζει, γρατσουνίζοντας τα χέρια και τα πόδια της και σκίζοντας το νυχτικό της. Τρύπωσε ανάμεσά τους και χώθηκε σε μια σπηλιά αόρατη, όπου άρχισε να σέρνεται, μην χωρώντας με άλλο τρόπο. Βήμα με το βήμα, η δική της ανάγκη γινόταν πιο επιτακτική και πάσχιζε να πάει σ’ αυτόν που την καλούσε με τρόπο που δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί. Λίγο μετά, η σπηλιά άρχισε να γίνεται πιο ευρύχωρη, κι αν είχε ακόμα έλεγχο των σκέψεών της, θα μπορούσε να καταλάβει ότι βρισκόταν αρκετά κάτω απ’ τη γη και μέσα στο βουνό. Όμως τίποτα απ’ αυτά δεν την ένοιαζε, παρά μόνο αυτή η λέξη που χτυπούσε ρυθμικά μέσα στο σώμα της και την καλούσε. Όταν χωρούσε να κινηθεί όρθια, άρχισε να τρέχει, γλιστρώντας απ’ την υγρασία, αλλά μην σταματώντας, μέχρι που έφτασε σ’ εκείνον και στάθηκε μπροστά του βουβή, εκτός απ’ την ανάσα της, που αντηχούσε στην σπηλιά.

 

«Ήρθα», είπε ξέπνοα μετά από λίγο κι εκείνος κούνησε απλά το κεφάλι του.

 

 

 

Ο Πέτεν έτρεχε αλαφιασμένος μέσα στο δάσος, ουρλιάζοντας τ’ όνομα της κόρης του και μαζί του έτρεχαν και φώναζαν προς όλες τις κατευθύνσεις όλοι οι χωρικοί. Απ’ την ώρα που είχε ξυπνήσει κι είχε βρει, μαζί με την γυναίκα του, την μονάκριβη κόρη τους, το καμάρι τους να λείπει, είχε ξεσηκώσει όλο τον κόσμο, όμως κανείς δεν είχε δει την Ανιέζ απ’ το προηγούμενο βράδυ. Κανένας νεαρός (ή γηραιότερος) δεν είχε φανεί πως έκρυβε κάτι, αντίθετα, η ίδια αγωνία κι ανησυχία περνούσαν απ’ το δικό του πρόσωπο στο δικό τους όταν ανέφερε την εξαφάνιση της Ανιέζ. Δεν ήταν τυφλός ο Πέτεν. Ήξερε τι προκαλούσε η ομορφιά της κόρης του στους άντρες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κι εκείνος είχε δαγκώσει τα χείλη του μπροστά στο αψεγάδιαστο πρόσωπό της και την γατίσια χάρη που είχαν οι κινήσεις της και, ντροπιασμένος που γεννιούνταν τέτοια συναισθήματα απ’ το ίδιο του το αίμα, έπεφτε με μανία στην αγκαλιά της γυναίκας του, να βγάλει απ’ το μυαλό του την σκέψη πως στο διπλανό δωμάτιο κοιμόταν η Ανιέζ, με το λεπτό της νυχτικάκι να φαντάζει πιο προκλητικό από γύμνια.

 

Δεν υπήρχε, όμως, παρά μόνο η αγωνία του πατέρα στην φωνή του τώρα που η κόρη του ήταν εξαφανισμένη. Από νωρίς είχε αποκλείσει την περίπτωση να είχε πέσει σε κλέφτες, βιαστές ή απαγωγείς η Ανιέζ. Αν και κάθε παράθυρο και πόρτα ήταν ανοιχτά, το μικρό τους χωριό ποτέ δεν είχε τέτοια κρούσματα κι ο ύπνος το πνιγηρό καλοκαίρι ήταν τόσο ελαφρύς που ο παραμικρός θόρυβος θα τον ξυπνούσε. Αν είχε φύγει, ήταν με την θέλησή της, όμως πού θα μπορούσε να είχε πάει, χωρίς πράγματα, χωρίς καν τα ρούχα της; Δεν έλειπε κανένας άλλος απ’ το χωριό, με τον οποίο θα μπορούσε να το είχε σκάσει. Η μοναδική απουσία ήταν η δική της.

 

Ο ιδρώτας, παγωμένος και καυτός, μπλεκόταν με δάκρυα απόγνωσης και κυλούσε σε μαύρα απ’ την σκόνη ρυάκια στο πρόσωπό του, καθώς η μέρα έσβηνε και ακόμα δεν είχαν βρει ένα ίχνος απ’ την Ανιέζ. Αποκαμωμένος, είχε αποφασίσει να μείνει κι άλλο, να συνεχίσει να ψάχνει στο δάσος για το παιδί του, όμως οι καλοκάγαθοι γείτονες που τον βοηθούσαν, τον είχαν πείσει να γυρίσουν πίσω. Δεν είχε νόημα να την ψάχνουν στα σκοτάδια. Ο Πέτεν, τσακισμένος πια, τους είχε αφήσει να τον οδηγήσουν πίσω στο χωριό, να βρουν τις άλλες ομάδες που είχαν πάει προς το ποτάμι και προς την θάλασσα και προς γειτονικά χωριά να την γυρέψουν. Κανείς δεν την είχε δει.

 

Το βράδυ τον βρήκε αμίλητο να κάθεται στο τραπέζι, απέναντι απ’ την εξίσου τσακισμένη κι αμίλητη Λινέτ. Η γυναίκα του δεν έκλαιγε πια, αν και τα σημάδια απ’ τα δάκρυά της είχαν αποτυπωθεί στο χλωμό της πρόσωπο. Πριν απ’ την Ανιέζ είχε χάσει τρία παιδιά στην εγκυμοσύνη και μετά δεν είχε καταφέρει να πιάσει άλλο. Και τώρα είχε χάσει το μοναδικό παιδί που της είχαν χαρίσει οι θεοί. Η Λινέτ ήταν απλοϊκή και προληπτική. Στον εαυτό της, σε κάποια αμαρτία που δεν μπορούσε να εντοπίσει, είχε εναποθέσει αυτή την τιμωρία. Ίσως οι θεοί δεν ήθελαν να κάνει παιδιά, γι αυτό της είχαν στερήσει τρία. Ίσως ήταν ύβρις να έχει μια κόρη τόσο όμορφη που έβαζε τους πάντες σε πειρασμό. Ίσως οι θεοί την τιμωρούσαν που καμάρωνε τόσο την ομορφιά του παιδιού της, που χτένιζε με τις ώρες τα πυρόξανθα μαλλιά της και δεν την άφηνε να κάνει δουλειές που θα χαλούσαν τα κατάλευκα χέρια της. Ό,τι και να ήταν, εκείνη έφταιγε. Με την αδυναμία της. Δεν τολμούσε να ξεστομίσει τέτοιο πράγμα, ο Πέτεν την κορόιδευε για την τυφλή της πίστη. Ίσως να έφταιγε κι η δική του απιστία. Απλά καθόταν και κοιτούσε το κενό σαν χαμένη κι όταν ακούστηκαν απ’ το χωριό οι πρώτες φωνές, δεν κατάλαβε αμέσως τι γινόταν. Ο άντρας της είχε πεταχτεί απ’ την καρέκλα του κι είχε ανοίξει την πόρτα, πριν ακόμα εκείνη σαλέψει ή αποσπάσει το βλέμμα της απ’ το κενό. Στην πόρτα στεκόταν αλαφιασμένος ο γιος του μυλωνά, ένα παλικράκι ίσα με δεκαπέντε χρονών.

 

«Γύρισε, Πέτεν!» φώναζε με γουρλωμένα μάτια και απότομες χειρονομίες προς το δάσος. «Η Ανιέζ γύρισε!»

 

Ο Πέτεν τον είχε ήδη προσπεράσει, πριν αρθρώσει την τελευταία του κουβέντα και με γρήγορες δρασκελιές έτρεχε προς την κατεύθυνση που του είχε δείξει. Η Ανιέζ περπατούσε με αργά βήματα, παραπατώντας πού και πού. Κανείς δεν είχε τολμήσει να την πλησιάσει, μόνο στέκονταν βουβοί γύρω της. Το λεπτό της νυχτικό ήταν σκισμένο σε πολλά σημεία και βρόμικο. Τα χέρια και τα πόδια της ήταν γεμάτα με ξεραμένο αίμα και λάσπη, το πρόσωπό της σκονισμένο και στα μαλλιά της είχε χώματα και σπασμένα κλαδάκια. Τα μάτια της δεν εστίαζαν πουθενά, μόνο κοιτούσαν κάπου που κανείς άλλος δεν μπορούσε να δει. Όταν την πλησίασε ο πατέρας της κι άρχισε να της κάνει ερωτήσεις, δεν απαντούσε, μόνο μουρμούριζε «με κάλεσε εκείνος», αλλά χωρίς να τον κοιτάζει. Ξαφνικά ο Πέτεν παρατήρησε τον τρόπο που οι χωρικοί είχαν μαζευτεί γύρω τους, τα βλέμματα που έτρωγαν την εικόνα της Ανιέζ με το σχισμένο νυχτικό κι ας ήταν εξαθλιωμένα βρόμικη κι ήξερε πως κάτω απ’ τα παντελόνια τους, φούσκωναν από πόθο τα όργανά τους. Με κάποιον τρόπο, αυτό τον εξόργισε περισσότερο απ’ την ίδια την εικόνα της Ανιέζ. Σήκωσε την κόρη του στα χέρια και, προσπαθώντας όσο μπορούσε να την κρύβει απ’ τα βλέμματα, την πήγε σπίτι, στην Λινέτ που, με τα χέρια στο στόμα και δάκρυα να κυλούν ανεξέλεγκτα απ’ τα μάτια της, περίμενε όρθια, δίπλα στην καρέκλα που καθόταν πριν.

 

Όταν την έπλυναν απ’ τα χώματα και τα αίματα, διαπίστωσαν πως δεν είχε πουθενά κάποια σοβαρή πληγή στο σώμα της, μόνο ελάχιστες γρατσουνιές. Το μυαλό της, όμως, έδειχνε εντελώς σπασμένο. Δεν κοιτούσε κανέναν και δεν ανταποκρινόταν σε κανένα ερέθισμα. Ακόμα και οι λίγες κουβέντες που άρθρωνε με ψιθυριστή φωνή, δεν έβγαζαν κανένα απολύτως νόημα. Τα μάτια της έμοιαζαν γυάλινα, παγωμένα σαν πραγματικά σμαράγδια. Όταν της σήκωναν τα χέρια, εκείνα έπεφταν από μόνα τους, σαν να μην τα όριζε πια. Οι γονείς της δεν ήξεραν τι να σκεφτούν, γιατί είχε φύγει, πού είχε πάει ή γιατί είχε χάσει τα λογικά της. Με την ελπίδα ότι αντιδρούσε έτσι επειδή της είχε συμβεί κάτι φοβερό και την επόμενη, ή τις επόμενες μέρες, θα ‘βρισκε σιγά σιγά τον εαυτό της, την ξάπλωσαν στο κρεβάτι και την άφησαν να κοιμηθεί.

 

Όμως οι μέρες κι οι εβδομάδες διαδέχονταν η μία την άλλη και καμία αλλαγή δεν ερχόταν για την Ανιέζ. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι, εντελώς ακίνητη, είτε είχε ανοιχτά είτε κλειστά τα μάτια της, ήταν χαμένη σ’ έναν κόσμο που κανείς δεν μπορούσε να την ακολουθήσει. Πρώτη η μητέρα της παρατήρησε, αλλά δεν τόλμησε να ξεστομίσει, πως απ’ τον γυρισμό της και μετά, η Ανιέζ δεν είχε αίμα. Με τρόμο υπολόγισε τα φεγγάρια και διαπίστωσε πως είχαν ήδη περάσει δύο από το συμβάν. Όταν πέρασε και το τρίτο κι η κόρη της ακόμα δεν είχε αίμα, μοιράστηκε τους φόβους και τις υποψίες της με τον Πέτεν. Εκείνος παρατήρησε τότε για πρώτη φορά, πώς φούσκωνε η νυχτικιά πάνω απ’ το λεπτό της σώμα. Όμως στάθηκε αδύνατο να επικοινωνήσει με την Ανιέζ, να την ρωτήσει και να λάβει απάντηση ποιος ευθυνόταν για το παιδί που μεγάλωνε μέσα της. Πέρασε ο χειμώνας, με την κοιλιά της Ανιέζ να μεγαλώνει κάτω απ’ τα βαριά παπλώματα, αλλά εκείνη ακόμα δεν έδειχνε ν’ αντιλαμβάνεται τίποτα απ’ όσα συνέβαιναν μέσα της ή γύρω της.

 

Η άνοιξη ήρθε, σιγά σιγά, και το χιόνι σταμάτησε να πέφτει. Κι όταν τα τελευταία λευκά σημάδια χάνονταν κι αυτά και ξεπρόβαλαν μέσα απ’ το μουσκεμένο και παγωμένο χώμα τα πρώτα αγριολούλουδα, η Ανιέζ έφερε στον κόσμο το παιδί της. Όταν η γέννα είχε τελειώσει, χωρίς φωνές ή φανερό πόνο, η Ανιέζ είχε χαμογελάσει σε κάτι αόρατο σε όλους, είχε αναστενάξει κι είχε αφήσει την τελευταία της πνοή, με την πρώτη ανάσα του γιου της. Κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί πέθανε. Το αίμα της δεν ήταν πολύ και τίποτα δεν είχε διαταράξει τον τοκετό. Η καρδιά της δεν είχε ανησυχήσει την γριά μαμή κι η ανάσα της είχε μείνει σταθερή μέχρι το τέλος. Οι προληπτικοί, με την Λινέτ ανάμεσά τους, έλεγαν πως είχε πεθάνει από τότε που έφυγε και περίμενε μόνο να γεννήσει το παιδί της για να σβήσει και το σώμα της.

 

Το χωριό πένθησε την Ανιέζ όπως δεν είχε πενθήσει κανέναν άλλο. Η ομορφιά τους, η νεράιδα τους είχε χαθεί και δεν θα ερχόταν ποτέ ξανά να ταράξει την καρδιά τους με τα ντροπαλά της βλέμματα και την γατίσια της χάρη. Μόνο στα όνειρα αυτών που ήταν τυχεροί για να δουν στον κόσμο τόση ομορφιά, θα ζούσε πια η Ανιέζ.

 

Από κείνη έμενε μόνο το μωρό της, ένα αγοράκι που, απ’ την πρώτη του ανάσα, έδειχνε διαφορετικό απ’ όλα τα υπόλοιπα παιδιά του χωριού. Τα μαλλιά του ήταν πυρόξανθα, σαν της μητέρας του. Πιο κόκκινα στις ρίζες τους και πιο ξανθά στις άκρες, έμοιαζαν με πραγματική πυρκαγιά στο κεφάλι του. Τα μάτια του είχαν το μπλε του πάγου, με τις ελλειψοειδείς κόρες του να θυμίζουν περισσότερο φίδι ή γάτα παρά άνθρωπο. Το βλέμμα του δεν παιχνίδιζε σαν των άλλων μωρών, μόνο κοιτούσε σταθερά ό,τι συνέβαινε κι όποιον του μιλούσε, δείχνοντας πως καταλάβαινε πολύ καλά τι γινόταν γύρω του. Το κλάμα του ήταν σπάνιο κι η τροφή που δεχόταν λίγη. Οι κούκλες που του χάριζαν οι χωρικοί, φτιαγμένες από κουρελόπανα ραμμένα μεταξύ τους, έμεναν να μαζεύουν σκόνη. Τα μόνα αντικείμενα που τραβούσαν την προσοχή του ήταν όσα ήταν από γυαλί και μ’ αυτά περνούσε τις ώρες του. Μια γυάλινη, χρωματιστή χάντρα ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι. Την περνούσε απ’ το ένα μικροσκοπικό χεράκι στο άλλο, την χάιδευε και την κοιτούσε, προσηλωμένος στους ιριδισμούς της.

 

Προβληματισμένοι παρατηρούσαν τον εγγονό τους ο Πέτεν κι η Λινέτ και προβληματίστηκαν ακόμα περισσότερο όταν, μια απ’ τις τελευταίες κρύες νύχτες της άνοιξης, το μωρό, που κρατούσε στον ώμο της η Λινέτ για να ρευτεί, είχε χαράξει με τα μικρά του δάχτυλα γράμματα στο τζάμι. Ντράισφα. Ο Πέτεν, που πρώτος είδε τι είχε γράψει το μωρό, κοίταξε τον εγγονό του και τον είδε να του ανταποδίδει το έντονο βλέμμα, το στερημένο απ’ την αθωότητα ενός μωρού.

 

«Ας είναι» του απάντησε. «Αφού αυτό επιθυμείς, αυτό θα είναι το όνομά σου. Ντράισφα.»

Edited by Sonya
Link to comment
Share on other sites

Συγγραφέας: Κία

Είδος: φαντασία

Βία: όχι

Σεξ: όχι

Λέξεις: 2.048

Αυτοτελής: "για κανένα λόγο" +1 :p

Μέρος: 1 από 12 (αν και παίζει να έχουμε κάνει κάποιο λαθάκι στο μέτρημα :p)

Σχόλια: Λουθ, είχα σκοπό να σου δώσω κάτι που δεν ξέρω καθόλου τη συνέχεια για να παίξουμε. Είχα και δύο έτοιμα, άσχετα μεταξύ τους, και όχι στον κόσμο μου για να μη σε δυσκολέψω. Μετά από τη μίνι κουβεντούλα (του τι σημαίνει για σένα αυτό που έβαλες εδώ) σου δίνω κι εγώ μια από τις μεγάλες μου αγάπες.

Τελειωμένο: δις/ ικανοποιημένη μαζί του: 0. Νομίζω πως μαζί θα το καταφέρουμε.

 

 

Κορθάλις

 

 

Η μέρα ήταν ζεστή, πράγμα περίεργο για το πρώτο εφταήμερο του Έαρ στις ανατολικές νήσους. Το μεγάλο τετρακάρτατο, η Λέντε, έπλεε νωχελικά στα νερά του πελάγους Κοράλλι, διανύοντας τα τελευταία μίλια της διαδρομής του: Άντιλλον – Μπάραθεν. Ήταν φορτωμένο με μπαχάρια, πολύτιμους λίθους κι ένα μικρό μέρος υφαντά από την Εσκ του βορρά κι έπλεε ήδη τρία εφταήμερα. Ο Ρέισα ήταν καθισμένος ανακούρκουδα στην πλώρη και κοίταζε ίσια εμπρός. Ίσως να είχε παραδοθεί στον γλυκό ύπνο που φέρνει το απαλό λίκνισμα του καραβιού στη μπουνάτσα, ίσως να ήταν κι απόλυτα ξύπνιος την ώρα εκείνη∙ δεν κατάφερε ποτέ να θυμηθεί.

 

Αισθάνθηκε ένα απαλό άγγιγμα στην πλάτη του. Παράταιρο, κανείς από το πλήρωμα δε θα τον άγγιζε μαλακά, κανείς από τους άντρες του δε θα τον άγγιζε καν, παρά θα του μιλούσε από μακριά. Γύρισε απότομα ξαφνιασμένος, πιστεύοντας με έναν ασυνείδητο τρόπο πως θα αντικρίσει το μαύρο γάτο του καραβιού -που κανείς δεν είχε αξιωθεί τόσα και τόσα χρόνια να του δώσει ένα όνομα. Πίσω του στεκόταν ένα κοριτσάκι. Τον κοίταζε με μάτια γαλανά και μεγάλα, δαγκώνοντας ένα δάχτυλο του χεριού. Δεν ήταν μεγαλύτερη από δύο εποχών, δεν πρέπει να μίλαγε ακόμη καλά, μα μόλις εκείνος γύρισε, αυτή άπλωσε τα παχουλά μπρατσάκια της να τον αγκαλιάσει. Ο Ρέισα με κινήσεις που νόμιζε πως ανήκαν σε κάποιον άλλο πήρε το μωρό στην αγκαλιά του και προχώρησε προς το αμπάρι. Στο μυαλό του είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζεται μια ιστορία με λαθρεπιβάτες, ως πιθανή εξήγηση της εμφάνισης της μικρής.

 

Λίγες ώρες αργότερα οι άντρες του είχαν ψάξει κάθε γωνιά του πλοίου όπου θα μπορούσε να βρίσκεται κάποιος άνθρωπος -έστω μία και μόνο γυναίκα- είχαν ανοίξει και ξανακλείσει όλα τα κιβώτια με το εμπόρευμα, είχαν σκαρώσει δυο τρεις ακόμα ιστορίες για το πως εμφανίστηκε η μικρή, είχαν διαπιστώσει πως το κοριτσάκι όντως δε μιλούσε ακόμα σωστά, μα βρίσκονταν ακριβώς στο σημείο από όπου είχαν ξεκινήσει: επάνω στο καράβι βρισκόταν απλά ένα παιδί. Κανείς δεν το είχε φέρει μαζί, στο πλοίο δεν υπήρχε παρείσακτος. Ακόμα κι αν κάποιος είχε κρύψει το παιδί στο καράβι όταν ξεκίνησαν, λογικά, θα έπρεπε να είναι ταλαιπωρημένο -αν όχι νεκρό- αφού δε θα το τάιζε κανείς.

 

Όμως, το κοριτσάκι ήταν καλοζωισμένο, απόλυτα υγιές και δεν έδειχνε καθόλου ταλαιπωρημένο. Είχε κατάξανθους βοστρύχους στο μικρό του κεφαλάκι και όλο το πρόσωπό της ήταν τα δύο μεγάλα, γαλανά μάτια της, που κοιτούσαν αθώα κι εξεταστικά τα πρόσωπα γύρω της, μια φτενή μυτούλα και ζουμερά μωρουδίστικα χειλάκια που όταν χαμογελούσαν «έλιωναν» τους ψημένους στη θάλασσα ναυτικούς γύρω της. Φορούσε ένα φορμάκι γαλάζιο και μια μπουσούλαγε, μια περπατούσε σαν νεαρό παπί επάνω στην κουβέρτα. Τώρα, που είχε γύρει η Ράουρα προς τον δυτικό ορίζοντα, την είχαν τυλίξει στην πιο καθαρή κουβέρτα που βρήκαν και το παιδί κοιμόταν πιπιλώντας το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού χεριού του.

 

«Άμα δέσουμε, θα βρω γυναίκα να τη δώσω» έλεγε ο Κερένης νυσταγμένα.

 

«Άμα δέσουμε, θα πάμε να βρούμε τις γαλανές να μας πούνε τι θέλει το παιδί πα’ στο καράβι» διαφώνησε ο Ρέισα κι άραξε επάνω στον αριστερό του αγκώνα, σιμά στο κοριτσάκι που κοιμότανε ήσυχα.

 

«Ά, ρε κουκλάκι, να ‘σουνα σαράντα εποχές μεγαλύτερη! Να απαλύνεις τον πόνο μας...» Αναστέναζε ο Γράιτσα.

 

«Μη λες τέτοια στο παιδί, ρε,» τον έκοψε ο Κερένης νυσταγμένα «δε ντρέπεσαι λιγάκι; Ούτε ένα μήνα δεν έχεις στα ανοιχτά;»

 

«Άμα πιάσουμε λιμάνι, θα σε ντύσω στα χρυσάφια να μοιάζεις αρχοντοπούλα» ψιθύρισε ο Ρέισα στην πιτσιρίκα και πέρασε το μπράτσο του προστατευτικά γύρω της.

 

 

 

 

 

Η Τέρτια σελήνη ήταν ψηλά στο στερέωμα και η θάλασσα φάνταζε πρασινωπή καθώς το κίτρινο φως του φεγγαριού έβρισκε το μπλε σκούρο των νυχτερινών νερών. Ο Γράιτσα φύσηξε το κέρας της κατσίκας από το παρατηρητήριό του. Ουουουουουουουου ακούστηκε επάνω από τον ήρεμο παφλασμό των κυμάτων στα πλάγια του κήτους του καραβιού. Το πλήρωμα μεμιάς βρέθηκε όρθιο. Όλοι τους είδαν την καταιγίδα να πλησιάζει από τα ανοιχτά.

 

«Γιατί άργησες, μα τον ξιφία στα δίχτυα σου, καταραμένε; Κοιμόσουνα κι έβλεπες κορίτσια από το Μπάραθεν, συφοριασμένε αλήτη;»

 

«Όχι, καπετάνιο μου, κοίτα την πως τρέχει, δυο στιγμές έχουμε όλες κι όλες και μας πρόφτασε» φώναξε ο Γράιτσα από πάνω του.

 

«Άντε που να σας πάρει, ανεβείτε να ρίξετε τα πανιά» έκραξε ο Ρέισα τους άντρες του που κοιτούσαν σα χάνοι μέσα στη μαυρίλα τα ερεβώδη σύννεφα να πλησιάζουν. «Άντεστε, π’ ανάθεμά σας. Χέρες στη μικρή» και ξανακοιτώντας τον «μην τολμήσεις να ανοίξεις το στόμα σου και σε έκανα μαύρο.»

 

Συνέχισε να ουρλιάζει οδηγίες στους άντρες του καθώς ο Χέρες, το νεαρότερο μέλος του πληρώματος πήγαινε να δει το κοριτσάκι που το είχαν κοιμίσει σε μια αιώρα για τη νύχτα, βάζοντας πολλές κουβέρτες γύρω του μην τους πέσει. Ο Χέρες κατεβαίνοντας τον άκουγε τον Ρέισα να ξελαριγκιάζεται ζητώντας τους κόμβους τους, να φωνάζει στους άντρες στα σχοινιά να τα κρατήσουν λίγο ακόμα, να ζητά την πυξίδα του και να διώχνει τον τιμονιέρη για να του πάρει τη θέση. Έπειτα μπήκε μέσα στη σκοτεινή καμπίνα και σταμάτησε να ακούει τη φωνή του καπετάνιου του.

 

Μέσα στο σκοτάδι πήγε κοντά στη μικρούλα και προσπάθησε να τη βρει με το χέρι του μέσα στην αιώρα της. Δεν ήταν εκεί! Στα τυφλά έπιασε μια λάμπα, μα όπως πήγε να ανάψει το τσακμάκι για να της δώσει φως, είδε κάτι πιο σκοτεινό από τη μαυρίλα του κλειστού χώρου να κινείται δίπλα του. Γύρισε και είδε δυο ζευγάρια μάτια να τον κοιτούν: ένα γαλανό κι ένα πράσινο -χωρίς κόρη, μόνο χρώμα- από εκεί που κανονικά θα έπρεπε να είναι κιβώτια στοιβαγμένα στα πάνελα του νάινα.

 

Έχασε την αίσθηση του χώρου, τρόμαξε και του έπεσε το τσακμάκι. Ρίχτηκε στα γόνατα αναζητώντας το με την παλάμη του στο πάτωμα, σιγοτραγουδώντας –σφυρίζοντας αλαφιασμένα και φάλτσα- το ωραία μου ντάλια, ώσπου κάποτε το βρήκε και κατάφερε να ανάψει τη λάμπα. Την έφερε βόλτα γύρω του και είδε τη μικρούλα να κοιμάται εκεί που την είχαν αφήσει νωρίτερα το βράδυ. Σάστισε. Την επόμενη στιγμή τους βρήκε η καταιγίδα.

 

 

 

Το καράβι παράδερνε φαινομενικά μόνο του. Είχε γλυτώσει την οργή της Αλμυρής, ως εκ θαύματος άθικτο, μα εκείνη του ανέμου του είχε στοιχίσει τα δύο από τα τέσσερα πλώρια πανιά του. Οι άντρες τα είχαν κατεβάσει και έραβαν, όπου κι όπως μπορούσαν. Ήταν μια δουλειά που θα είχαν σοβαρό πλεονέκτημα αν την έκαναν στη στεριά, μα νησί κοντά τους δε βρισκόταν. Ο άνεμος ήταν ούριος αλλά με δυο πανιά για τόσο μεγάλο πλοίο οι κόμβοι τους έβγαιναν λειψοί.

 

Οι άντρες μπάλωναν και τραγουδούσαν έναν χαρούμενο σκοπό. Το κοριτσάκι καθόταν επάνω στο πανί έτσι όπως το είχαν τεντωμένο κι έραβαν εκείνοι γύρω γύρω. Όλοι τους ήταν ερωτευμένοι με την παιδούλα. Ακόμα κι εκείνοι που δεν άφηναν ακόμα τον εαυτό τους να το παραδεχτεί. Ακόμα κι εκείνοι οι άλλοι που χρέωναν τους εαυτούς τους σκληρούς κι ατίθασους. Από το πρωί που είχε σηκωθεί, κι ενώ δεν είχε ξυπνήσει καθόλου από το χαλασμό της καταιγίδας, έκανε σκέρτσα και νάζια σε όλους τους, καθότανε σε όποια αγκαλιά την απίθωναν και τραβούσε μύτες, άγρια μούσια και σκουλαρίκια από τα αυτιά με περίσσιο ενδιαφέρον κι εξαιρετική τεχνική. Κάθε άντρας, μόλις την έπαιρνε στην αγκαλιά του, το μούτρο του άλλαζε κι ακολουθούσε τα συναισθήματα που καθρεφτίζονταν στο παιδί. Γέλιο, ενδιαφέρον, προβληματισμός και ξανά γέλιο.

 

Μόνο ο Χέρες την κοιτούσε περίεργα και φρόντιζε να μη χρειαστεί να την κρατήσει εκείνος ξανά. Αν και το κοριτσάκι ήταν αξιαγάπητο, αυτό που είχε συμβεί τη νύχτα το θεωρούσε σημάδι. Πίστευε πως κάτι δεν πάει καλά με το παιδί, και πως αυτό το κάτι δεν ήταν απλά το ότι βρέθηκε επάνω στο καράβι τους χωρίς κανείς να ξέρει πως. Είχε προσπαθήσει να το πει στον Ρέισα μα εκείνος χτυπώντας του φιλικά την πλάτη του είχε αποκριθεί μονάχα πως άμα η Αλμυρή θυμώνει, όλοι μας τα βλέπουμε περίεργα, λήγοντας την κουβέντα εκεί. Εκείνος την ίδια στιγμή αποφάσισε πως θα έπρεπε να κρατά τις αποστάσεις του από την πιτσιρίκα και να μην ξαναμιλήσει προτού να έχει κάτι σημαντικό να πει.

 

Ιδιαίτερη επικοινωνία είχε το κοριτσάκι με το μάγειρα του καραβιού, του οποίου το όνομα ήταν Σάγκου και το δέρμα του σκούρο, αφού προερχόταν από τα Του Αλ Γκρεγκ, ένα μεγαλούτσικο σύμπλεγμα νησιών στο μακρινό Νότο. Την πρώτη φορά που άκουσε κάποιον να τον φωνάζει και είδε το μούτρο του να στρέφεται προς τα εκεί από όπου ακούστηκε η φωνή, επανέλαβε κι εκείνη «...άγκου...» και τούτος γύρισε προς το μέρος της όλο καμάρι. Ύστερα από αυτό έγιναν φίλοι. Όπου τον έβλεπε τον φώναζε κι αυτός της έδινε ότι είχε πρόχειρο: μια παστή σαρδέλα, ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί, μια ξύλινη κούπα με γάλα το πρωί ή ένα αυγό. Εκείνη μέχρι να απομακρυνθεί ο Σάγκου έκανε πως μασούσε ότι της έδινε μα έπειτα τα τάιζε σε όποιον ήταν πιο κοντά της με σπουδή νεαρής γυναίκας. Καμιά φορά, όταν όλοι είχαν δουλειά τα τάιζε στο γάτο.

 

Όταν το κοριτσάκι έπαιζε με το γάτο το θέαμα ήταν υπέροχο. Ένα μικρό, ξανθό παιδί με ένα γέρικο, μαύρο γάτο, δίχως όνομα κανένα από τα δυο τους, αγκαλιασμένα να γουργουρίζουν ταυτόχρονα. Κανείς δεν είχε καταφέρει να χαϊδέψει το γάτο της Λέντε. Πολλές εποχές ταξίδευε μαζί τους και τους γλύτωνε από τα ποντίκια, μα δεν ήταν φίλος κανενός. Μονάχα διατηρούσε τυπικές σχέσεις με το μάγειρα, το Σάγκου, αφού χρειαζόταν το νερό που εκείνος του πρόσφερε για να επιβιώσει. Ο μαύρος γάτος είχε μάτια πράσινα, σαν την Κουάρτια σελήνη, και δεν ήταν κλέφτης όπως οι περισσότεροι καραβίσιοι. Ήταν ατίθασος και δε σήκωνε πολλά πολλά. Δε ζητούσε ποτέ τα χάδια κανενός. Με τη μικρούλα όμως τα βρίσκανε.

 

Την πρώτη φορά που τους είδαν μαζί το κοριτσάκι του τράβαγε την ουρά κι ο Χέρες πήγε να την σταματήσει για να μην πειράξει το παιδί. Όμως ήταν εκείνος που δέχτηκε τη γρατσουνιά από το μαύρο γάτο, όταν πήγε να απλώσει χέρι στη μικρή. Ποτέ δεν είχε βγάλει νύχια στο κοριτσάκι, όσο κι αν τον είχε βασανίσει. Πολλές φορές τον έπιανε στην αγκαλιά της και τον ζουλούσε δίπλα της να κοιμηθεί. Αυτός καθόταν, περιμένοντας στωικά κι αγναντεύοντας το πέλαγος.

 

 

 

Ο Νέγκερης, ένας άντρας θεόρατος από το Βορρά, που δε μιλούσε πολύ, άργησε κάμποσο να τα βρει με τη μικρούλα. Εκείνος κυρίως φυλούσε το καράβι όταν έπιαναν λιμάνι, φόρτωνε το εμπόρευμα έδενε, έλυνε και τραβούσε κάβους. Λόγω του όγκου του δεν ήταν ευκίνητος, επιπλέον προερχόταν από αγροτική οικογένεια στην εσώτερη περιοχή της νήσου Άκουρα και δεν σκάμπαζε από καράβια. Ο Ρέισα όμως τον εκτιμούσε για πολλά διαφορετικά πράγματα, κάποια από τα οποία ήταν και το ότι ήταν λιγομίλητος κι υπάκουος.

 

Η πιτσιρίκα έμοιαζε να τρελαίνεται από τη χαρά της εκείνες της λίγες φορές που ο μεγαλόσωμος άντρας αναγκαζόταν να την κρατήσει. Της άρεσε να κρύβεται μέσα στα πυκνά, μαύρα μαλλιά του και να κρατιέται από τα άγρια μούσια του, τραβώντας τα με τα μικρά δυνατά της χέρια. Εκείνος όταν του την έδιναν να τη φυλάξει για λίγο, απλώς καθόταν οκλαδόν στο κατάστρωμα και την άφηνε ελεύθερη να περιδιαβαίνει επάνω του: να σκαρφαλώνει στους τεράστιους ώμους, να κατρακυλάει κρεμασμένη σαν πιθήκι στα μεγάλα χέρια και να κρατιέται κρυμμένη ολόκληρη μέσα στα μαύρα μαλλιά από το ζωώδη σβέρκο του. Τίποτα δεν τον ενοχλούσε. Μονάχα άμα έκανε να φύγει, άπλωνε μια χερούκλα μεγάλη σαν κουπί και τη μάντρωνε να τη φέρει πίσω. Ποτέ του δεν της μιλούσε.

 

 

 

Ο Νέγκερης ήταν που κρατούσε το παιδί όταν το μπάρκο έληξε στο Μπάραθεν. Το κοριτσάκι ήταν κρεμασμένο στο σβέρκο του κι εκείνος κατέβαινε τη ανεμόσκαλα όταν φάνηκε η γριά. Στο πρόσωπο της η πένα του χρόνου είχε ζωγραφίσει εποχές και θάλασσες, κύματα και φουρτούνες, την ιστορία των νήσων ολόκληρη και χάρτες με βουνά και κοιλάδες. Δεν πρόλαβαν να την παρατηρήσουν πολύ για να τα δουν όλα τούτα καθαρά, γιατί μόλις εκείνη είδε το παιδί άρχισε να στριγκλίζει με μια φωνή νεκρή πολλές εποχές τώρα, λόγια στην υψηλή, αρχαία λαλιά που κανείς τους δεν κατάλαβε. «Άλε ‘ρα» επαναλάμβανε τσιρίζοντας, «κορθάλις, άλε ‘ρα». Έχοντας ένα λιπόσαρκο δάχτυλο σηκωμένο προς το παιδί, με ένα απειλητικό, κίτρινο νύχι λίγο μακρύτερα από τη φτενή μυτούλα της.

 

Το κοριτσάκι δεν έβγαλε άχνα. Μόνο κοίταζε τη γριά ίσια στα μαβιά μάτια της, σαν να μην υπήρχε ο άλλος κόσμος γύρω. Δεν ήταν τρομαγμένη όμως, κάθε άλλο. Την κοιτούσε απλά κι ανεπιτήδευτα, μα με ενδιαφέρον -όπως μόνο ένα παιδί μπορεί να κοιτάζει- τις λίγες στιγμές μέχρι που ο Νέγκερης πάτησε στη στεριά και με τη μεγάλη παλάμη του πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά του γυρνώντας το κορμί του ασπίδα μεταξύ γριάς και παιδιού. Οι άντρες κοιτάχτηκαν ανήσυχοι μεταξύ τους κι όσο πιο ευγενικά μπορούσαν απομάκρυναν τη γριά από το παιδί και τη Νέντε.

Link to comment
Share on other sites

Είμαστε έτοιμες και στην ώρα μας :)

 

Έφτιαξα και το πολλ επάνω οπότε μπορείτε αν θέλετε να ξεκινήσετε κι από τώρα. Την πρώτη φορά θα μας πείτε ποια αρχή σας άρεσε, αλλά στις επόμενες διαλέγετε συνέχεια κι όχι ιστορία.

 

Χαίρομαι πάρα πολύ που ξεκινήσαμε και έχω στα χέρια μου τυπωμένη (αχα) την αρχή της Λουθ. Πάω να την απολαύσω :)

 

 

 

edit: Οκ, και μόλις την τελείωσα και έχω πάθει σοκ... Σοκ όμως... μία την κοιτάω και γελάω σα χαζή (καθόλου για γέλια δεν είναι...) και μία ξύνω το κεφάλι μου μπας και χαμπαριάσω πως το καταφέραμε αυτό :S

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

Οι άντρες κοιτάχτηκαν ανήσυχοι μεταξύ τους κι όσο πιο ευγενικά μπορούσαν απομάκρυναν τη γριά από το παιδί και τη Νέντε.

 

"Νέντε" εννοείς το καράβι, το "Λέντε; Που είναι "τετρακάρτατο", δηλαδή τετρακάταρτο;

 

Επίσης:

"Ήταν φορτωμένο με μπαχάρια, πολύτιμους λίθους κι ένα μικρό μέρος υφαντά από την Εσκ του βορρά κι έπλεε ήδη τρία εφταήμερα."

 

Γιατί μας πληροφορείς πόσο έπλεε στην ίδια πρόταση που μας καταγράφεις με τι ήταν φορτωμένο; Σκάλωσα λίγο εκεί στην ανάγνωση.

 

Συγχαρητήρια και στη Sonya και στη Nienor για ένα πολύ ενδιαφέρον ξεκίνημα. Και τα δύο πρώτα κεφάλαια έχουν από ένα σημαντικό δόλωμα. Έχω αγκιστρωθεί τόσο, και διψώ να συνεχίσω για απαντήσεις, που νιώθω λίγο νευρικός για το γεγονός πως το δεύτερο κεφάλαο θα γραφτεί από...άσχετο!

 

Στα υπέρ της ιστορίας της Sonya, το μυστήριο της το βρήκα δυνατότερο, θα μου ήταν αδύνατο να μαντέψω την ταυτότητα "εκείνου".

 

Στα υπέρ της ιστορίας της Nienor, μου άρεσε πολύ το σκηνικό στο οποίο διαδραματίζεται το μυστήριο, και οι "χρωματισμοί" των χαρακτήρων της.

 

Στα κατά της ιστορίας της Sonya, απλό σκηνικό, και πλην του μυστήριου αγοριού δεν με ενδιαφέρει κανένας άλλος χαρακτήρας. Το επόμενο κεφάλαιο μπορεί να πάει οπουδήποτε.

 

Στα κατά της ιστορίας της Nienor, τα μαθήματα γεωγραφίας, οι πολλοί χαρακτήρες. Η ιστορία της όμως απλώνει γέφυρα για το επόμενο κεφάλιο με...τα όσα γνωρίζει η γαλανή γριά. Αναρωτιέμαι λοιπόν, η Sonya τι γνωρίζει;

 

Για τώρα ψηφίζω Nienor.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..