Jump to content

Το Τραγούδι Απ' Το Σακούλι


Naroualis
Mesmer
Message added by Mesmer

Νικήτρια ιστορία στον 12ο Διαγωνισμό Σύντομης Ιστορίας.

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Ευθυμία Δεσποτάκη (a.k.a. Naroualis)

Είδος: φαντασία

Βία; αναλόγως τι θεωρείτε ως βία

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων:~1800

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Νάδα. Στη διάθεσή σας.

 

 

Στους λευκούς στροβιλισμούς του χιονιού και στα κρύσταλλα που κρέμονται στις άκρες των κεραμιδιών, στο σπάσιμο των κυμάτων στην ακτή και στα φιλιά από τα λουλούδια της πικραλίδας, στα καλοκαιρινά απομεσήμερα και τις φθινοπωρινές αυγές, έψαχνε να βρει εκείνο που είχε ξεχάσει.

 

Ούτε μια φορά δε στάθηκε. Ούτε μια φορά δεν κοίταξε πίσω. Σαρωτικό το ψάξιμό του, ήξερε ότι πίσω του δεν υπήρχε εκείνο που είχε ξεχάσει, ήξερε ότι πίσω υπήρχαν μόνο πράγματα κενά και νοήματα χωρίς ουσία. Μπροστά κι όλο μπροστά, με την ανόητη πια πεποίθηση ότι στο τέλος θα το έβρισκε και θα γινόταν τότε ξανά ευτυχισμένος.

 

Συχνά ταξίδευε μέρα, μέσα από πυκνά δάση, ανάμεσα από βάτα και πουρνάρια και γιγάντιες μυρμηγκοφωλιές. Άλλες φορές η νύχτα τον συντρόφευε, η νύχτα των θαυμάτων, των απαλών ήχων από τα πλάσματά της και των βαριών αρωμάτων των λουλουδιών της. Δροσεροί άνεμοι τον συντρόφευαν τη μέρα. Απαλές ομίχλες τη νύχτα. Και στις ενδιάμεσες ώρες, το πρωινό, λίγο πριν το χάραμα ή το σούρουπο, όταν ο ορίζοντας βαφόταν κόκκινος και πορτοκαλής, τον συνόδευε ένα τραγούδι, που έβγαινε από το σακούλι του.

 

Πολλοί είχαν σταθεί ν’ ακούσουν εκείνο το παράξενο τραγούδι. Ήταν ένα τραγούδι από χείλη που μοιάζαν γυναικεία, αλλά η βραχνάδα της φωνής δε σε άφηνε ν’ αποφασίσεις. Μιλούσε σε μια γλώσσα παράξενη, που ακόμα κι αν δεν ήξερες τις λέξεις της, ήξερες σίγουρα το νόημά τους. Κι η μελωδία του ήταν κι αυτή παράξενη, μαυλιστική και νανουριστική κι υπήρχε μια φήμη που ταξίδευε μαζί του, που έλεγε ότι το τραγούδι ήθελε να τον κάνει να θυμηθεί.

 

Να θυμηθεί τι;

 

Εκείνο που έψαχνε να βρει. Πόσες φορές δε σταμάτησε σε χάνια στο δρόμο. Πόσοι χανιτζήδες δεν τον φίλεψαν κρασί και μέλι, να στυλωθεί, να καταφέρει να συνεχίσει. Η αναζήτησή του ήταν πια μύθος κι η ιστορία του γνωστή σε όλους. Άκουγε να τη λένε μεταξύ τους οι πραματευτές, που πήγαιναν από πόλη σε πόλη. Άκουγε να τη λένε οι στρατιώτες ο ένας στον άλλον στις σκοπιές τους, καθώς τον έβλεπαν να περνάει από τις πύλες των κάστρων. Άκουγε να τη λένε οι νεαρές κοπέλες με τις κορδέλες στα μαλλιά και οι κυράδες με τις λαχτάρες στα στήθια κι οι άντρες που τον ζήλευαν μαζί και τον λυπούνταν.

 

Άκουγε να τη λένε την ιστορία του κι οι τρελοί κι οι χτυπημένοι στο μυαλό από τους θεούς και τα μικρά παιδιά που ακόμη δε μπολιάστηκαν από τις τρέλες των μεγάλων, τις ώρες που το τραγούδι απ’ το σακούλι τα έκανε να τρομάζουν και να τρέχουν στις ποδιές των μανάδων τους να κρυφτούν.

 

«Μπαλισκάλ τον λένε», διηγούνταν οι σταβλίτες όταν πήγαιναν στο καπηλειό, μετά που στάβλιζαν το ζώο του. «Μπαλισκάλ, σαν τον ήρωα από το παραμύθι, που ανέβηκε στο βουνό να φέρει της αγαπημένης του τον ιδρώτα που ιδρώνουν τ’ αστέρια όταν βγαίνει η πανσέληνος και τα ζεσταίνει. Και τη δικιά του αγαπημένη τη λέγανε Ρίσι. Ζούσανε κάπου στα νότια, εκεί που ο ήλιος τσουρουφλίζει την πέτρα. Πολύ αγαπημένοι ήτανε, πιο πολύ κι από τη γη με τον ουρανό, αλλά μια μέρα που ο Μπαλισκάλ γύρισε στον πύργο του από τον πόλεμο, δεν τη βρήκε, κάποιος την είχε κλέψει. Και λένε ότι γυρνάει όλον τον κόσμο να τη βρει, γιατί της το είχε τάξει, ‘αν σε χάσω, πριν πεθάνω όλον τον κόσμο θα γυρίσω να σε βρω’ της είχε πει.»

 

Αυτό έψαχνε, αυτό είχε χάσει. Τη Ρίσι, με τα μαύρα ματόκλαδα, με τα μάτια που άλλες φορές μοιάζαν κεχριμπάρι κι άλλες μέλι. Τη Ρίσι με το ολόγλυκο στόμα, μ’ εκείνα τα χείλη της αμαρτίας, μ’ εκείνα τα φιλιά της πυρκαγιάς. Τη Ρίσι που στα μαλ-λιά της ήθελαν να φωλιάζουν δάχτυλα και στον κόρφο της μέτωπα και στη μέση της αγκαλιές του πόθου.

 

«Ομορφιά, ομορφιά, ομορφιά», μουρμούριζε το σακούλι, σε λέξεις που κανείς δεν ήξερε, μα όλοι καταλάβαιναν. «Ομορφιά κι άλλη ομορφιά, μια γυναικεία και μια αντρίκεια. Κι ύστερα έρωτας βαθύς κι άλλος έρωτας κι έρωτας που γλιστράει από το πνεύμα στη σάρκα κι έρωτας που ακροβατεί στις άκρες των δαχτύλων και σε φιλιά αφημένα σε ματόκλαδα. Ομορφιά, κι αρχίζει να σκοτεινιάζει. Ομορφιά στο σκοτάδι, ω, ναι, είναι σκοτάδι πια και το σκοτάδι αυτό το φέρνει η ομορφιά κι όταν το σκοτάδι αυτό σπάσει, θα ‘ναι μονάχα από το πράσινο φως της ζήλιας.»

 

Πόσα χρόνια περπατούσε; Κάποιες μέρες που τύχαινε να περάσει από γιορτές και πανηγύρια αναρωτιόταν κι ο ίδιος. Να, σ’ ετούτο το χωριό έχουν τη γιορτή του τρύγου, ανοίγουν τα καινούργια βαρέλια και πίνουν από το γιοματάρι στεφανωμένοι με κισσό κι οι νιοι κυνηγούν τις κοπέλες ανάμεσα στα κλήματα. Φθινόπωρο θα ‘ναι, φθινόπωρο και πρωτοβρόχια. Το άλλο χωριό όμως, το προηγούμενο που στάθηκε, ήταν ντυμένο στα λευκά, κι ο γέρος στο χάνι τον φίλεψε κάστανα και λαχανόσουπα και τον κάλεσε να μείνει ως τις γιορτές του χειμερινού ηλιοστάσιου. Και πιο πίσω, ακόμη στο ταξίδι του, στο πηγάδι που στάθηκε να ποτίσει τ’ άλογό του, είχε δει μαζί με τις κοπέλες που γέμιζαν τις στάμνες τους τις αγριόχηνες να γυρνάνε στο βορρά, μετά το ξεχειμώνιασμα στο νότο. Κι ακόμη πιο πίσω...

 

Άραγε ο χρόνος κυλούσε αλλιώς γι’ αυτόν; Κυλούσε προς τα πίσω κι όσο προχωρούσε συναντούσε τις εποχές ανάποδα; Ή μήπως ήταν τόσο αργό το ταξίδι του, τόσο γοργός ο χρόνος, που από τη μια συνάντηση μέχρι την άλλη περνούσαν τα έτη χωρίς τα αντιληφθεί; Ανησυχούσε στις σκέψεις αυτές, αναρωτιόταν αν εκείνο που έψαχνε είχε πια χαθεί οριστικά, όχι μόνο στην απεραντοσύνη της γης, αλλά κι από την αδηφαγία του χρόνου. Έτρεμε σ’ αυτήν την ιδέα, έτρεμε, ζήλευε τους ανθρώπους που συναντούσε, γιατί για κείνους υπήρχε μόνο το τώρα και το εδώ κι υπήρχε κι η συντροφιά, κι η συντροφιά είναι ο καλύτερος σύμμαχος ενάντια στο πέρασμα του χρόνου.

 

Τέτοιες στιγμές ήταν που η φωνή απ’ το σακούλι άλλαζε τόνο και το τραγούδι γινόταν πιο σκοτεινό. «Ζήλια», έλεγε το νόημά του, «ζήλια, ζήλια, ζήλια. Πράσινη, πηχτή, παχύρρευστη ζήλια, κι ύστερα υποψία κι άλλη υποψία και θυμός που γλιστράει από το πνεύμα στη σάρκα και θυμός που ακροβατεί στις κάμες των μαχαιριών και σε στάλες αίμα που λιμνάζουν στο χώμα, ζήλια, ω ζήλια, θεά των ανθρώπων που είναι μικροί, που συγκρίνονται με τους άλλους και πάντα χάνουν στη σύγκριση.»

 

Άλλαζε ο τόπος γύρω του. Δε θυμόταν τη μετάβαση ποτέ, αλλά στιγμές-στιγμές ξαφνιαζόταν όταν συνειδητοποιούσε την αλλαγή. Χτες δεν ήταν που έπινε νερό από τον πλατύ ποταμό και τα ώριμα στάχυα χάιδευαν την κοιλιά του αλόγου του; Σήμερα πού πήγαν όλα αυτά; Κρύφτηκαν πίσω από τους βράχους και το μονοπάτι στην άκρη του γκρεμού και τις καστανιές τις φυτρωμένες εδώ κι εκεί; Και προχτές, ναι, προχτές δεν ήταν που κάλπαζε χαρούμενος πάνω στα ασπρόμαυρα βότσαλα μιας ακτής, με τον μαύρο πόντο στο ένα του χέρι και το ξερό τοπίο ενός νησιού στο άλλο;

 

Όμορφα μέρη. Ποιο του άρεσε πιο πολύ δεν ήξερε να πει. Να συγκρίνει δε μπορούσε, να προτιμήσει το ένα από το άλλο τοπίο, κι ο κάμπος κι ο γιαλός κι ο γκρεμός όλα τη γλύκα και την αγριάδα τους είχαν, όλα την ασχήμια και την ομορφάδα τους. Πώς να τα συγκρίνει;

 

Και τότε σκεφτόταν, άλλοι μπορούσαν να συγκρίνουν. Άλλοι μπορούσαν κι έλεγαν, να αυτό εδώ το ταπεινό μαντρί είναι πιο όμορφο από τον πλουμισμένο πύργο ενός βασιλέα. Να, ετούτο εδώ το γαϊδουράκι είναι πιο αγαπητό από το περήφανο άτι το πολεμικό. Να, ετούτο εδώ το αγόρι με τα κερασόχειλα και τα μάτια με τις βαριές βλεφαρίδες, που τα χέρια του έχουν χαϊδέψει μόνο φλογέρες και βελέντζες από λευκό μαλλί, είναι προτιμότερο από τον άρχοντα του τόπου με το ψηλό παράστημα και τους κάλους στα χέρια από το σπαθί και το τσεκούρι.

 

«Τσεκούρι,» γρύλιζε τότε το σακούλι, «τσεκούρι, τσεκούρι, τσεκούρι» λες κι έπιανε το νήμα από τη σκέψη του, «τσεκούρι που γυαλίζει στο φως του ήλιου χωρίς οίκτο, κι ύστερα κόκκινο βαμμένο από αίμα γυναικείο κι ένα κεφάλι που γλιστράει από το λαιμό στο σεντόνι, κεφάλι που ακροβατεί στην άκρη της τρέλας και στον πόνο της απορίας, τσεκούρι, ω τσεκούρι, τιμωρέ της απάτης που δεν έγινε ποτέ, που παίρνεις ζωή χωρίς να ρωτάς αν έχεις δίκιο…»

 

Όταν το τραγούδι έφτανε σ’ αυτό το σημείο, πάντα τον έβλεπαν αλαφιασμένο να βιάζει το άλογο να τρέξει. Πάντα τον έβλεπαν να σφίγγει τρέμοντας το σακούλι στο στήθος του, γυρτός πάνω στη σέλα, με τις φτέρνες χωμένες στα πλευρά του ζώου. Πάντα έβλεπαν αφρούς στην άκρη από το χαλινάρι και ίσως -ίσως- και δάκρυα στην άκρη των ματιών του αναβάτη. «Πού πας, Μπαλισκάλ;» ρωτούσε σιωπηλά η θλίψη στα πρόσωπα των πραματευτών, των στρατιωτών και των κυράδων, και μόνο οι σταβλίτες άναβαν τα τσιμπούκια τους δίπλα στη φωτιά του καπηλειού και λέγαν και την υπόλοιπη ιστορία, εκείνη που ο κόσμος κι ο ίδιος ο Μπαλισκάλ είχαν ξεχάσει, αλλά πάσχιζαν χρόνια κι αιώνες να βρουν.

 

«Αλλά δεν γίναν έτσι τα πράγματα. Όχι, δεν γίναν έτσι, αυτά είναι που κατάρα έβαλε μέσα στο μυαλό του Μπαλισκάλ. Γιατί όταν γύρισε εκείνη τη μέρα, ήτανε πράσινος από τη ζήλια, πράσινος γιατί νόμιζε πώς όταν εκείνος έλειπε στον πόλεμο, η όμορφη Ρίσι χάριζε τον έρωτά της στον ταπεινό περιβολάρη του παλατιού του. Κι ανέβηκε εκείνη τη μέρα τα σκαλιά δυο-δυο ως τον πύργο όπου εκείνη κοιμόταν στο πλουμιστό κρεβάτι της και με το ίδιο τσεκούρι που έπαιρνε τα κεφάλια των εχθρών του, πήρε και το δικό της. Κι όταν συνήλθε και κατάλαβε τι έκανε, άρπαξε το κομμένο της κεφάλι και το ‘χωσε σ’ ένα σακούλι και πήρε τους δρόμους να βρει έναν νεκρομάντη, να του προσπέσει, να φέρει το φάντασμά της πάνω από μια φωτιά νεκρομαντική κι εκεί γονατιστός να της ζητήσει συγχώρεση.»

 

Τα υπόλοιπα ποτέ δεν τα έχει δει ούτε τα έχει ακούσει ο Μπαλισκάλ. Κι ούτε θα μάθει ποτέ ότι τα λένε οι άνθρωποι, η ζήλια κι ο πόνος έχουν φτιάξει μια ασπίδα γύρω του και δε θυμάται πια, έχει ξεχάσει, αλλά ακόμη ψάχνει, θεοί, ακόμη ψάχνει να βρει αυτό που ξέχασε. Κι οι σταβλίτες, που οι πιο πολλοί είναι γιοι ξωθιάς και ξέρουν από κατάρες κι από πράγματα όχι του κόσμου τούτου, συνεχίζουν και τελειώνουν την ιστορία τους έτσι, με τη φριχτή αλήθεια κρατημένη πάντα για το τέλος.

 

«Αλλά ποτέ δε θα τον βρει το νεκρομάντη», λένε όταν έξω στροβιλίζεται το χιόνι και κρύσταλλα κρέμονται από τις άκρες των κεραμιδιών. «Δε θα τον βρει γιατί οι θεοί δεν μπορούν το άδικο», κι έξω σκάνε τα κύματα απαλά στις ακτές και τα λου-λούδια της πικραλίδας φιλούν απαλά το χνουδωτό κορμί μιας μέλισσας. «Έδεσαν με κατάρα θεϊκή το κομμένο κεφάλι της Ρίσι, το έκαναν να λέει ένα τραγούδι σε γλώσσα παράξενη, που ακόμα κι αν δεν ξέρεις τις λέξεις της, ξέρεις σίγουρα το νόημά τους», λένε στη λάβρα των καλοκαιρινών απομεσήμερων και συμπληρώνουν σκοτεινά λίγο πριν σκάσει ο ήλιος, τις φθινοπωρινές αυγές, «κι όσο το κεφάλι τραγουδάει, τόσο εκείνος θα ψάχνει -σαρωτικό το ψάξιμό του- αυτό που τον κρατάει ακόμη ζωντανό να βασανίζεται, αυτό που τον έφερε από το νότο, από ‘κει που ο ήλιος τσουρουφλίζει την πέτρα. Θα ψάχνει να βρει αυτό που έχει ξεχάσει».

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Αγαπητή μου Naroualis, από τα μισά της αφήγησης δεν με ένοιαζε πια αν θα έδινες κάποια εξήγηση για τον ήρωα σου ή αν η ιστορία σου θα έδενε (ή ό,τι άλλο λένε στις κριτικές). Ήταν τόσο όμορφα γραμμένο που με είχε κερδίσει. Απολάμβανα ποίηση και δυνατή παραμυθένια αίσθηση. Σαν σεναριογράφος που τον διαπερνούν τόσα σενάρια ψυλλιάστηκα και την εκδοχή της προσωπικής ενοχής του ήρωα σου αλλά αυτό δεν με χάλασε. Ένα από τα καλύτερα διηγήματα του διαγωνισμού που θα κάνει την ψήφο μου μαρτύριο.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ποιητική ιστορία, ωραία γραφή, αλλά δεν κατάφερε να μ' αγγίξει. Δεν ξέρω γιατί.

 

Πάντως αυτός ο μονόλογος, αυτό το τραγούδι που ακουγόταν απ' το σακούλι, ήταν κάτι πολύ ωραίο, που έδωσε ξεχωριστό χαρακτήρα στην ιστορία σου. Πραγματικά μ' έβαζε σ' ένα ρυθμό, πράγμα που πέρα από άλλα στοιχεία (όπως η υπόθεση, η πλοκή), ήταν τελικά μεγάλη επιτυχία στο θέμα "Τραγούδι".

Link to comment
Share on other sites

Πωπω, ανατρίχιασα ρε συ! Μα το κεφάλι της;

Περιττό να σου πω ότι είσαι Παραμυθού με Π κεφαλαίο. Αλλά πέρα από την όμορφη γραφή, με εγκλώβισες εκεί μέσα μέχρι να το τελειώσω! :)

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Φοβερός λυρισμός ΚΑΙ το τέλος δεν έχει χαζομάρα παραμυθένιο χάπι έντινγκ. Πολύ καλό.

Link to comment
Share on other sites

Εντάξει. Μακράν η καλύτερη γραφή. Ξεχωρίζει σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα. Από την πρώτη φράση σ’ αιχμαλωτίζει αναγκάζοντας σε να συνεχίσεις. Γιατί; Γιατί έχει πλούτο λέξεων, πλούτο εικόνων που είναι λυρικές αλλά όχι μεγαλόστομες και στοχεύει όχι να εκπλήξει τη λογική του αναγνώστη αλλά να παίξει με τα συναισθήματα του. Και κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει πιο γοητευτικό από το σμίξιμο της φρίκης με την ποιητική ματιά.

Link to comment
Share on other sites

Και νόμιζα ότι το “SEVEN” ήταν βαρύ. Πολύ καλή γραφή και εξαιρετική κλιμάκωση. Ξεκινάμε νομίζοντας ότι θα διαβάσουμε άλλη μια τυπική ιστορία προδομένου έρωτα, κάτι υποψιαζόμαστε με τη ζήλεια, αλλά η τσεκουριά έρχεται με την ίδια δύναμη και στο δικό μας κεφάλι. Τώρα, αν θέλουμε να γκρινιάξουμε λίγο, και χρειάζεται προσπάθεια μετά την συγκλονιστική ιστορία, το κίνητρο του ήρωα δείχνει κάπως αδύναμο και θα προτιμούσα αν όντως η Ρίσι τον είχε προδώσει. Αυτό με την κατάρα που του έβαλε την ιδέα μέσα στο μυαλό δεν το καταλαβαίνω, ειδικά σε συνδυασμό με την επόμενη κατάρα των Θεών που δεν τους άρεσε η πράξη του ήρωα. Οι Θεοί πάλι είναι όντως από μηχανής και μια «εύκολη» λύση για να καταδικάσουμε τον ήρωα, αν και δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι εναλλακτικό. Και ο τίτλος δείχνει κάπως χιουμοριστικός σε σχέση με το υπόλοιπο διήγημα

Το_τραγούδι_από_το_σακούλι_σ_όλια_κριτική.doc

Link to comment
Share on other sites

Quote: Οι Θεοί πάλι είναι όντως από μηχανής και μια «εύκολη» λύση για να καταδικάσουμε τον ήρωα, αν και δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι εναλλακτικό

 

Σ' αυτό συμφωνώ κι εγώ. Ήταν κάτι που ξέχασα να επισημάνω. Ένα ψεγάδι που το δικαιολόγησα στο μυαλό μου μόνο ως άποψη των ανθρώπων της ιστορίας κι όχι της συγγραφέως.

Link to comment
Share on other sites

ζήλια, ζήλια, ζήλια. Πράσινη, πηχτή, παχύρρευστη ζήλια, κι ύστερα υποψία κι άλλη υποψία και θυμός που γλιστράει από το πνεύμα στη σάρκα και θυμός που ακροβατεί στις κάμες των μαχαιριών και σε στάλες αίμα που λιμνάζουν στο χώμα, ζήλια, ω ζήλια, θεά των ανθρώπων που είναι μικροί, που συγκρίνονται με τους άλλους και πάντα χάνουν στη σύγκριση.

 

Ναι, αυτό πάει για μένα, που όταν διαβάζω κάτι νέο δικό σου, με πιάνει το κόμπλεξ του κακού λογοτέχνη. Θα συμφωνήσω με τον Ντίνο ότι από ένα σημείο και μετά δεν με ένοιαζε που το πάει η ιστορία. Η αφήγηση μαγεύει και, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα διηγήματα σου, με πετάει σε έναν ολοζώνατνο κόσμο, κλεισμένο σε έναν θαμπό παραμυθένιο θόλο. Έξυπνη ιδέα, δεν ήταν αυτό που περίμενα να γράψεις (νόμιζα πως θα έγραφες κάτι σαν της Σόνιας) και μαζί με την αφήγηση αποτελεί ίσως την ωραιότερη ιστορία του διαγωνσιμού. Άψογο μπορώ να πω διότι γαι να βρεις κανείς ψεγάδι, αυτό μάλλον κρύβεται τόσο μα τόσο καλά που θα χρειαστεί κανείς πάνω από καμιά δεκαριά φορές να διαβάσει για να το βρει (αν υπάρχει μπουχαχα!)

Link to comment
Share on other sites

Εμπνευσμένο, ονειρικά ειπωμένο και ανατριχιαστικό, ειδικά στο σημείο που το κεφάλι ραπάρει για το τσεκούρι. Επίσης μου άρεσε διότι το τραγούδι ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της υπόθεσης. Πολύ καλό διήγημα όπως έχουμε συνηθίσει εξάλλου από τη πέννα σας μαντάμ. Καλά να πάθεις που γράφεις έτσι και δε παίρνεις συμβουλές και διορθώσεις (τουλάχιστον από μένα)!

Link to comment
Share on other sites

Μια σύντομη ωραία και συγκινητική θα έλεγα ιστορία. Οι ιστορίες με παρανοϊκούς μ' αρέσουν και αυτή δε θα μπορούσε να μη μ' αρέσει, ειδικά όταν γράφεται με τόσο ωραία τρόπο. Απλά και περιεκτικά: Τα συγχαρητήρια μου μαντάμ, υποκλίνομαι! Καλή επιτυχία και καλή συνέχεια! ^_^

Link to comment
Share on other sites

Μια πολύ ωραία ιστορία, πράγματι ανατριχιαστική! Μου άρεσε πολύ. Με αυτό που ξετρελάθηκα όμως πραγματικά ήταν με τη γραφή.

Συνηθίζω να διαβάζω δυνατά όλες τις ιστορίες. Αυτό ήταν πραγματική ποίηση!!! Ακουγόταν υπέροχο και τόσο συγκινητικό! Λατρεύω να διαβάζω κείμενα με τέτοια γραφή! :worshippy:

Link to comment
Share on other sites

Η γραφή είναι καταπληκτική και οι εικόνες υπέροχες. Μια ποίηση εικόνων κι ένα τραγούδι χρωμάτων.

Και το καλύτερο είναι ότι δεν ήταν μόνο αυτό.

Εγώ, που δεν μένω ικανοποιημένη μόνο από τη γραφή, αλλά θέλω πάνω απ' όλα παραμύθι, περίμενα μέχρι το τέλος να δω πού θα πάει η ιστορία. Και η ιστορία είχε μια τόσο γοητευτική αλλά και τόσο ανατριχιαστική εξέλιξη, που πραγματικά με εντυπωσίασε.

 

Άσχετο Υ.Γ. Για κάποιο λόγο, ο τίτλος με είχε προϊδεάσει για κάτι εντελώς χαζό: ότι κάποιο τραγούδι θα συνοδεύεται από ένα όργανο τύπου ασκού ή γκάιντας, όπου δηλαδή το μουσικό όργανο είναι ένα σακούλι

Μη βαράτε πολύ, έτσι κι αλλιώς ήταν μια χαζή ιδέα που διαλύθηκε γρήγορα!

Link to comment
Share on other sites

Για την Ευθυμία δεν έχω να πω ποτέ τίποτα. Τίποτα κακό, εννοώ.

 

Σ' αυτή την ιστορία (όπως είχα κάνει και σε παλιότερη) θέλω να την ρωτήσω κατά πόσο η μητέρα της ήταν στο Γούντστοκ κι είχε πειραματιστεί με διάφορες ουσίες της δεκαετίας του '70. Αν όχι, πάρε εσύ, βρε παιδί μου! Θέλω να μάθω τι άλλο κρύβεται μέσα στο κεφάλι σου!!!

 

Δεν ξέρω από πού να την πιάσω και πού να την αφήσω την ιστορία αυτή. Πάντως, απ' όσες πλευρές κι αν την δω, θα καταλήξω πράσινη, παρέα με τον Παρατηρητη και θα κάτσουμε στην γωνία μας να οργανώσουμε το μπακάλικο που θ' ανοίξουμε, γιατί από συγγραφή.... άστα! :Ρ

Link to comment
Share on other sites

Η γραφή ήταν άψογη όπως πάντα. Όμως όπως και στην ιστορία του Παρατηρητή, οι περιγραφές ήταν αόριστες. Απλές περιγραφές που όμως δεν δίνουν σενάριο.

'Η μάλλον, κάνουν το σενάριο να ωχριά μπροστά στην ομορφιά του λόγου προκαλώντας άνιση κατανομή.

Δεν φτάνει η γραφή να είναι ωραία (ακόμη κι αν σε αυτό το επίπεδο, το καταφέρνει), πρέπει να συμβαδίζει και με την ίδια την πλοκή για να πετύχει απόλυτα τον σκοπό της. Επειδή έχω παππού και γιαγιά Σμυρνιούς και έχω ακούσει ιστορίες με αυτή τη γλώσσα που τρέχει σαν λάδι, με καταλαβαίνεις.

 

Θα το πω έτσι. Αν αυτό το στόρυ το έγραφε κάποιος άλλος, δίνοντας περισσότερη σημασία στο σενάριο (που είναι καλό) όλοι θα γουρλώνανε τα μάτια τους. Τώρα που έχει περάσει ένα μισάωρο περίπου από την ώρα που το διάβασα, μου έχει μείνει η πικραλίδα και οι χανιτζήδες στο μυαλό και λίγα άλλα πράγματα.

Α ναι, και εκείνη η μενεξεδιά αίσθηση του "διαβάζω κάτι και το μυαλό ταξιδεύει πέρα μακριά" που κάνει όποιον διαβάζει τα κείμενα σου να έχει το στόμα ελαφρώς ανοιχτό.

 

Εν κατακλείδι, Μάγισσα Ευθυμία, κάνω μεγάλη προσπάθεια να δημοσιεύσω αυτό το ποστ και όχι να το κλείσω με το κόκκινο Χ πάνω δεξιά στο παράθυρο. Από τα διηγήματα (και τις συγγραφείς) που νιώθεις βρώμικος μονο κι αν σκεφτείς πως κάτι δεν σου άρεσε. :bag:

Link to comment
Share on other sites

Ευθυμία σε φόρμα = εγγύηση.

 

Το μόνο που έχω να προσάψω είναι μια μικρή προβλεψιμότητα, αλλά δεν είναι στην ανατροπή η ουσία, όπως ειπώθηκε ήδη.

Link to comment
Share on other sites

--Έφτασε κι ο κακόόός...

--Δεν το πιστεύω! Θα πει κάτι αρνητικό για μια τέτοια ιστορία;

--Λοιπόν... ναι.

 

1) Το στολίδι αυτό θα ήταν άψογο (για τα δικά μου φυσικά γούστα) αν τελείωνε ακριβώς εκεί που τραγουδιέται το τσεκούρι:

 

"Όταν το τραγούδι έφτανε σ’ αυτό το σημείο, πάντα τον έβλεπαν αλαφιασμένο να βιάζει το άλογο να τρέξει. Πάντα τον έβλεπαν να σφίγγει τρέμοντας το σακούλι στο στήθος του, γυρτός πάνω στη σέλα, με τις φτέρνες χωμένες στα πλευρά του ζώου. Πάντα έβλεπαν αφρούς στην άκρη από το χαλινάρι και ίσως -ίσως- και δάκρυα στην άκρη των ματιών του αναβάτη."

 

Στο σημείο αυτό γίνονται φανερά όλα όσα πρέπει να ξέρει ο αναγνώστης. Ζήλια, τυφλό έγκλημα, αναζήτηση λύτρωσης. Τέλος. Δεν θέλω να ξέρω τίποτα άλλο, δεν θέλω να μου περιγραφεί κανένας φόνος. Ως αναγνώστης, σ' εκείνο το σημείο έχω δεχτεί τέτοια τρομερή τσεκουριά, και με τόσο γλυκό λογοτεχνικά τρόπο, που κάθε επεξηγηματική λέξη μετά την κορύφωση απλώς αποδυναμώνει τη λάμψη αυτού του διαμαντιού.

2) Εννοείται πως, αν το σταματήσεις εκεί, χρειάζονται μερικές minor τροποποιησούλες ειδικά στις τελευταίες προτάσεις. Επίσης θα πρέπει θεωρητικά να διευκρινίσεις κάπως ότι ο τύπος είναι καταραμένος, αν και προσωπικά δεν θα το έβρισκα δύσκολο να το συμπεράνω μόνος μου (ο χρόνος τρέχει διαφορετικά γι αυτόν κλπ.).

3) Το τσεκούριασμα του διηγήματος στο συγκεκριμένο σημείο, σε γλιτώνει και από την αναφορά στους θεούς που δεν επιτρέπουν κλπ, ίσως το μόνο αδύνατο σημείο της ιστορίας.

4) Αναγνωρίζω ότι ένα τέτοιο σφάξιμο των τελευταίων επεξηγηματικών παραγράφων, ίσως θα εμπόδιζε κάποιους αναγνώστες να καταλάβουν Χριστό. Αλλά πόσο δυνατό θα ήταν για τους υπόλοιπους! Αν το είχες κόψει εκεί, δεν θα μπορούσα να γράψω αυτό το post. Όχι με κομμένο κεφάλι. Συνεχίζοντας για να μου εξηγήσεις, μου επέτρεψες να ζήσω.

 

Τέλος, προσυπογράφω τα παρακάτω:

Εντάξει. Μακράν η καλύτερη γραφή. Ξεχωρίζει σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα. Από την πρώτη φράση σ’ αιχμαλωτίζει αναγκάζοντας σε να συνεχίσεις. Γιατί; Γιατί έχει πλούτο λέξεων, πλούτο εικόνων που είναι λυρικές αλλά όχι μεγαλόστομες και στοχεύει όχι να εκπλήξει τη λογική του αναγνώστη αλλά να παίξει με τα συναισθήματα του. Και κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει πιο γοητευτικό από το σμίξιμο της φρίκης με την ποιητική ματιά.

(Ελπίζω να κατάφερα να εκφράσω πόσο πολύ μου άρεσε χωρίς να γράψω ούτε μια καλή κουβέντα: :hi: )

Edited by mman
Link to comment
Share on other sites

Κρατήθηκα τόσες μέρες και δε μίλησα, ήθελα να δουλέψω για λίγο τα σχόλια σας μέσα στο κεφάλι μου πριν απαντήσω.

 

Σχετικά με το κίνητρο: αδυναμία της συγγραφέως να δώσει το πόσο ζηλιάρης ήταν ο ήρωας. Δεν είναι ένας Οθέλλος που του βάζει λόγια ο Ιάγος. Είναι ένας άρρωστος άνθρωπος που βάζει μόνος του λόγια στον εαυτό του. Αυτό είναι το κέντημα που έχω απαιτήσει από τον εαυτό μου αυτές τις μέρες, όταν το ξαναδιάβασα χαλαρή και είδα τα ελαττώματά του.

 

Σχετικά με τους θεούς: Ε, γκουχ, αυτό παρεισέφρυσε στο κείμενο χωρίς να μπορέσω να το ελέγξω. Φρικίασα όταν ανακάλυψα ότι το έγραψα, γιατί δεν ήθελα να ανακατέψω το θεϊκό στοιχείο εδώ, ήθελα να κρατήσω το "έσφαλλες, θα πληρώσεις, γιατί γνωρίζεις ότι έσφαλλες κι αυτό σε τρελαίνει κι όχι γιατί υπάρχει κάποιος θεϊκός μπαμπούλας." Με μια λαθρεπιβάτιδα φράση, γκρέμισα αυτό που ήθελα να χτίσω. Θα ήταν καλή η προσπάθεια να ρίξω τη δημιουργία της φράσης στους υπόλοιπους ανθρώπους, όμως δεν το θέλω, γιατί έτσι θα χαθεί το πόσο σφιχτό είναι, θα πρέπει εκεί ν' αρχίσω να μιλάω εκ μέρους και των υπολοίπων, ενώ προσπάθησα σθεναρά να κρατήσω την οπτική γωνία μόνο του Μπαλισκάλ

 

Σχετικά με τον τίτλο: Είναι ο πλέον αποτυχημένος τίτλος που έχω σκεφτεί ποτέ και πιστέψτε με, έχω σκεφτεί πολλούς αποτυχημένους τίτλους in my time. Οιαδήποτε πρόταση μετά το πέρας του διαγωνισμού (ή με πμ) θα ήταν από ευπρόσδεκτη έως απαραίτητη.

 

Σχετικά με το ότι δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη πλοκή: Ομολογώ, αλλά αυτή είναι και η αμαρτία μου. Αγαπώ πολύ τις εικόνες μιας ιστορίας κι όχι απαραίτητα ολόκληρες τις ιστορίες. Θα μπορούσα πολύ εύκολα να ξεκινήσω από τον πύργο και τη σφαγή και να καταλήξω στο τραγούδι, με παρόμοια λογοτεχνικά αποτελέσματα, αλλά δεν το ήθελα. Ήθελα να δώσω μια εικόνα της "καθημερινότητας" ενός τέτοιου ανθρώπου. Κι ήθελα με αυτόν τον τρόπο να δώσω και μια αίσθηση του συνεχιζόμενου μαρτυρίου, ότι δηλαδή σαν αναγνώστης βλέπεις αυτό γιατί η αναζήτησή του δε θα έχει κατάληξη.

 

Σχετικά με την προβλεψιμότητα: επίσης ομολογώ. Πιο πολύ το έγραψα σαν πείραμα πάνω στο χιλιοειπωμένο μοτίβο.

 

Σχετικά με το αν πρέπει να σταματήσει στους στίχους για το τσεκούρι: Μμμμ, δεν ξέρω. Οι αλλαγές που θα χρειάζονταν θα ήταν πολύ περισσότερες από minor τροποποιήσεις κι αυτό μου χαλάει τη ροή του λόγου στο πρώτο μέρος. Πάντως νομίζω ότι θα δοκιμάσω και μια βερσιόν τέτοια, έτσι για την άσκηση του θέματος.

 

Σχετικά με τη μητέρα μου: Η μητέρα μου, αγαπημένη μου νάνε, παντρεύτηκε εν μέσω δικτατορίας το μοναδικό δημοκράτη χωροφύλακα του σώματος, ο πατέρας του οποίου, επίσης χωροφύλακας, είχε βγει το '40 αντάρτης στα βουνά. Τι να της πει το Γούντστοκ... Όσο για μένα, ουσίες ποτέ. Μόνο οινοπνεύματα, αλλά να το πάμε ως το πρωί -πατσατζίδικο κι έτσι-, γιατί δε γυρίζω σπίτι μεθυσμένη και με ταξί. Λόγοι ασφαλείας.

 

Σχετικά με τα καλά σας λόγια: Α, να χαθείτε. Όλο θέλετε να με κάνετε να κοκκινίζω. Παλιοκόλακες.

Link to comment
Share on other sites

Δεν εχω να προσθεσω κατι στις "κολακιες" των αλλων... Μου αρεσε η καταπληκτικη ιστορια σου :D :D :D

Link to comment
Share on other sites

  • 1 year later...

Εγώ τώρα το διάβασα, που το έβαλε ο Μιχάλης στη λίστα του. Τι να πω παραπάνω απ'ό,τι είπαν οι άλλοι; Τι ωραίο, τι ποιητικό! Αυτές ακριβώς οι ιστορίες μου αρέσουν, η παραμυθένια ατμόσφαιρα που δε νοιάζεται για την πλοκή. Με έλιωσες... Το μόνο στο οποίο δεν καλύφθηκα από τα σχόλια των άλλων είναι ότι, τελειώνοντας την ιστορία, είχα την εντύπωση πως θα μπορούσε να συνεχίζεται, πως ήταν μόνο η αρχή ενός μυθιστορήματος. I hope we see more of this... Συγχαρητήρια!

Link to comment
Share on other sites

  • 3 years later...

Διαβάζοντας τα κείμενα σου, παρατηρώ ότι έχεις μια ικανότητα που γίνεται στο τέλος προσωπικό σου στυλ:

 

Το λόγο τον έχεις και νομίζω ότι πολύ λίγη προσπάθεια καταβάλλεις να γράψεις κάτι με συνοχή και συνέπεια. Βγαίνει από μόνο του.

Οπότε, πάμε στην Τέχνη. Οι περισσότεροι, χαρακτηρίζουμε τέτοιου είδους κείμενα που γράφεις, ποιητικά.

Αλλά βρίσκεσαι ένα σκαλί πιο πάνω.

Δεν είναι ποιήματα, είναι τραγούδια.

Και μάλιστα, αφού ξαναδιάβασα τις "Κρόνιες Καμπάνες", παρατηρώ ότι δεν είναι ούτε καν τραγούδια.

Είναι ολόκληρες μουσικές συνθέσεις.

Γι αυτό και το κλίμα που δημιουργείς.

Γι αυτό και οι εικόνες που 'χουν τέτοια αρμονία.

 

Έχω την εντύπωση ότι όταν γράφεις, μέσα στο κεφάλι σου πρέπει να ακούς κάτι σε Mozzart, Vivaldi κ.λ.π.

Ανάλογα μ' αυτό που γράφεις. Και το μεταφέρεις στο χαρτί με γράμματα αντί για νότες.

Κάποιες φορές παρατηρούμε ότι ο τάδε συγγραφέας επηρεάστηκε από το δείνα συγγραφέα.

Στην περίπτωση σου, αυτό αλλάζει.

Θα ήταν σωστότερο να ψάχνουμε από ποιον συνθέτη επηρεάζεσαι κάθε φορά.

 

Η ικανότητα σου αυτή είναι και η τέχνη σου. Εξαιρετικά τα κείμενα σου.

Σ' ευχαριστώ.

 

Υ.Γ Αυτό που μόλις διάβασα, θυμίζει Beethoven. Γράψε και κάτι σε Liszt αν θες.

Edited by Evanescent
Link to comment
Share on other sites

  • Mesmer featured this topic

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..