Nienor Posted May 5, 2009 Share Posted May 5, 2009 (edited) Αποτελέσματα! month: 1 waylander: 9 cesar_cy: 1 Συγχαρητήρια Waylander! Πρόλογος Άμμος, ουρανός και ήλιος. Όπου κι αν γυρνούσε το βλέμμα του. Επάνω γαλανό, γύρω του φαιοκίτρινο. Κι ο ήλιος, ανελέητος, διαπερνούσε το λευκό ύφασμα με το οποίο είχε τυλίξει το κεφάλι του. Είχε δει τους νομάδες να το κάνουν και του είχε φανεί σωστό. Όμως, δεν είχε δει ποτέ νομάδα να ταξιδεύει μοναχός του. Ίσως τούτο θα έπρεπε να το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Ίσως τώρα να ήταν ήδη αργά. Μήπως ήταν εξαρχής αργά; Και για ποιον από τους δυο μας; Για μένα ή για εκείνη; Για ποιον είναι πιο αργά; Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να φέρει τις σωστές λέξεις στο νου του. Σε λίγο δε θα μπορούσε να σκεφτεί. Παρόλο που ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός, το σώμα του δεν ίδρωνε πια. Ίσως να ήταν το πρώτο στάδιο της αφυδάτωσης. Καταλάβαινε πως έπρεπε να εκμεταλλευτεί το λίγο χρόνο που είχε ακόμα διαύγεια στο νου του όσο καλύτερα μπορούσε. Ήταν πλέον η ζωή του που εξαρτιόταν από το αν θα κατάφερνε να συγκεντρωθεί. (163 λέξεις) ______________________________________________________________________ Έχετε 7 μέρες για 2000-3000 λέξεις, γράψιμο, διόρθωση, υποβολή. Poll θα ανοίξει ο Νόρθος άμα τις ανεβάσετε. Καλή συγγραφή Edited May 22, 2009 by northerain Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
cesar_cy Posted May 11, 2009 Share Posted May 11, 2009 ΌΝΕΙΑΡΑ κάτω από το φως Άμμος, ουρανός και ήλιος. Όπου κι αν γυρνούσε το βλέμμα του. Επάνω γαλανό, γύρω του φαιοκίτρινο. Κι ο ήλιος, ανελέητος, διαπερνούσε το λευκό ύφασμα με το οποίο είχε τυλίξει το κεφάλι του. Είχε δει τους νομάδες να το κάνουν και του είχε φανεί σωστό. Όμως, δεν είχε δει ποτέ νομάδα να ταξιδεύει μοναχός του. Ίσως τούτο θα έπρεπε να το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Ίσως τώρα να ήταν ήδη αργά. Μήπως ήταν εξαρχής αργά; Και για ποιον από τους δυο μας; Για μένα ή για εκείνη; Για ποιον είναι πιο αργά; Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να φέρει τις σωστές λέξεις στο νου του. Σε λίγο δε θα μπορούσε να σκεφτεί. Παρόλο που ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός, το σώμα του δεν ίδρωνε πια. Ίσως να ήταν το πρώτο στάδιο της αφυδάτωσης. Καταλάβαινε πως έπρεπε να εκμεταλλευτεί το λίγο χρόνο που είχε ακόμα διαύγεια στο νου του όσο καλύτερα μπορούσε. Ήταν πλέον η ζωή του που εξαρτιόταν από το αν θα κατάφερνε να συγκεντρωθεί. Προσπαθούσε να θυμηθεί τις λέξεις. Πίστευε πως ήταν στο σωστό σημείο για να τις χρησιμοποιήσει. Ο ήλιος δεν τον βοηθούσε καθόλου. Έσερνε τα πόδια του στην καυτή άμμο προσπαθώντας να θυμηθεί, μάταια όμως. Τίποτα δεν ερχόταν στο μυαλό του. Ήταν σίγουρος πως είχε φτάσει στο σωστό μέρος. Ήταν άδικο μετά από τόσο μεγάλο ταξίδι να μην καταφέρει τον πολυπόθητο στόχο του. Μετά από τόσους μήνες έρευνας και περιπλάνησης η μοίρα του έμελε ένα άδικο θάνατο. Τα πόδια του δεν άντεχαν το κορμί του και σωριάστηκε στην χρυσαφί άμμο. Τα μάτια του δεν άντεξαν να δουν το τέλος του και έκλεισαν. Το μυαλό του δεν άντεξε την πίεση και έσβησε. Ο εξερευνητής ήταν πεσμένος ανάσκελα και καρτερούσε τον Χάρο να τον αποτελειώσει. Καμιά ελπίδα δεν είχε απομένει. Ο αέρας φυσούσε δυνατά εκείνη την στιγμή και έφερνε μαζί του σκόνη και άμμο, ο αέρας προσπαθούσε να τον χώσει, σαν να είχε καταλάβει πως το τέλος κόντευε. Ώστε αυτό είναι το τέλος μου; Θαμμένος κάτω από την άμμο. Αυτή η σκέψη πέρασε από το μυαλό του όταν ξαφνικά μια μικρή φλόγα άναψε στον εγκέφαλο του. Θυμήθηκε τις λέξεις όπου χρειαζόταν. Με όσες δυνάμεις είχε πλέον στάθηκε στα γόνατα και με το μακρύ δάκτυλο του δεξιού του χεριού έγραψε πάνω στην άμμο: Ντάλμπορτ ουφτ σετ γεκ αρενι. Αυτές οι λέξεις σημαίνουν «Θαμμένος κάτω από τον αέρα». Τώρα ο άντρας έλπιζε πως βρισκόταν στο σωστό μέρος γιατί ήταν πλέον σίγουρος πως οι λέξεις που έγραψε είναι οι σωστές. Ο αέρας κόπασε και αυτός περίμενε. Η αναμονή μεγάλωνε και οι ελπίδες έφευγαν ξανά. Ξαφνικά καθώς περίμενε ένας δυνατός αέρας έσβησε τις λέξεις, ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης σηκώστηκε και ο άντρας δεν μπορούσε πλέον να δει μπροστά του. Σιγά σιγά όμως η σκόνη έφυγε και τώρα μπροστά στα μάτια του μια μικρή ξύλινη πόρτα ξεπρόβαλε. Επιτέλους θα φτάσω σε εκείνη . Άραγε το ταξίδι μου έλαβε τέλος ή έχω ακόμη δρόμο μπροστά μου; Η σκέψη πως θα φτάσει σε εκείνη τον τρέλανε από την χαρά του. Θα τελείωνε την αποστολή και το καθήκον του μετά από πολλά χρόνια έρευνας. Οι δυνάμεις επανήλθαν στο σώμα του. Ήθελε να ανακαλύψει την αλήθεια και δεν πρόκειται να σταματούσε τώρα. Βιαστικός να δει τι υπήρχε πίσω από την πόρτα άπλωσε το χέρι του να την ανοίξει. Καθώς έσπρωχνε την πόρτα παρατήρησε σκαλισμένες λέξεις στο πάνω μέρος της. Κόντεψε το κεφάλι και τις διάβασε: Ην αλεις γικ μιν τεσλε ηες. Δηλαδή «Αν θέλεις να με βρεις κλείσε τα μάτια». Ο άντρας δεν έδωσε πολύ μεγάλη σημασία στο νόημα των λέξεων και άνοιξε την πόρτα. Πίσω από την πόρτα υπήρχε μια μεγάλη κυκλική πέτρινη σκάλα χωρίς παράθυρα η πόρτες αλλά από το βάθος έβγαινε ένα δυνατό φως. Αυτός άρχισε να τρέχει βιαστικός κάτω στην σκάλα. Η θέληση να γνωρίσει το άγνωστο, να δει από που προέρχεται αυτό το δυνατό φως . Η μανία του να βρει την πόλη τον έκανε να κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες για πολύ ώρα χωρίς να φτάνει κάπου. Σκαλί με σκαλί η αγωνία του για το άγνωστο μεγάλωνε. Παρά την κούραση του δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να τρέχει. Έτρεχε και όλο έτρεχε. Δεν ήξερε που θα τέλειωνε η μεγάλη σκάλα αλλά η ιδέα πως θα βρει αυτό που ψάχνει τον οδηγούσε στο άγνωστο. Τα λεπτά περνούσαν και αυτός κατέβαινε. Πέρασαν ώρες όταν κουράστηκε και έκατσε σε ένα πλατύσκαλο να ξεκουραστεί. Το σώμα μου δεν πρόκειται να αντέξει χωρίς νερό. Μακάρι να είχα λίγο νερό για να σβήσω την δίψα μου. Αυτά σκεφτόταν και έβλεπε καθιστός το βάθος της μεγάλης σκάλας. Έβλεπε και μετρούσε τα σκαλιά, που όλα ήταν όμοια πέτρινα, γυαλιστερά. Όμως το μάτι του μια στιγμή έπεσε πάνω σε ένα κόκκινο μαντίλι που ήταν πεσμένο και ξεχασμένο. Κατέβηκε μερικά σκαλιά, κόντεψε το μαντίλι. Προσεχτικά άπλωσε τα δάχτυλα του και άρπαξε την μια άκρια του μαντιλιού. Το σήκωσε από κάτω βρέθηκε κάτι παράξενο, κάτι που δεν περίμενε να δει. Μια ξύλινη καταπακτή, με ένα μικρό κυκλικό χερούλι, βρισκόταν μπροστά στα μάτια του. Μετά από την νέα του ανακάλυψη οι σκέψεις πάλευαν μέσα στο νου του. Θα έπρεπε άραγε να ανοίξει την καταπακτή ή να συνεχίσει αυτό που ήδη έκανε. Η περιέργεια ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα του άντρα για αυτό και άνοιξε την καταπακτή. Τελικά καλά έκανε και την άνοιξε γιατί πίσω από αυτήν υπήρχε ένα μικρό ξύλινο καλαθάκι. Το σήκωσε και το άνοιξε. Μέσα του βρήκε μια κανάτα δροσερό νερό και ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί. Για λίγα λεπτά έκπληκτος έβλεπε το ψωμί και το νερό. Σκεφτόταν από πού ήρθαν, γιατί βρίσκονταν εκεί. Τα λεπτά περισυλλογής του άντρα διακόπηκε από ένα θόρυβο της κοιλίας. Αφού έτυχε να τα βρω ας τα φάω. Σκέφτηκε και άρχισε να δαγκώνει το ψωμί και να πίνει από την κανάτα. Όταν ικανοποίησε το στομάχι του φύλαξε ότι νερό και ψωμί απ’ έμεινε στο ξύλινο καλαθάκι. Μαζί λοιπόν με το καλαθάκι συνέχισε να κατεβαίνει της σκάλες. Οι ώρες περνούσαν και αυτός συνέχιζε να κατεβαίνει τα σκαλιά χωρίς σταματημό. Η ιδέα να σταματήσει και να γυρίσει πίσω δεν πέρασε από το νου του. Ήταν παράξενο που τόσες ώρες κατέβαινε τα σκαλιά και δεν βρήκε το που οδηγεί αυτή η σκάλα. Τον παραξένεψε που η πόρτα ήταν στην επιφάνεια της γης και η σκάλα πάει προς τα κάτω. Υπολόγιζε με το νου πόσα μέτρα κάτω από την επιφάνεια ήταν. Μάλλον θα ήταν 1000 μέτρα κάτω από την γη. Τίποτα δεν τον σταματούσε από το να βρει την αλήθεια, ούτε η ιδέα πως μπορεί να φτάσει στο κέντρο της γης. Μετά από πολλές ώρες νύσταξε και αποφάσισε να πέσει να κοιμηθεί πάνω σε ένα πλατύσκαλο. Τα μάτια του έκλεισαν και το κουρασμένο του κορμί ξεκουράστηκε. Ο ύπνος ξεκούρασε το σώμα και το πνεύμα του. * * * «Ποιος είναι αυτός ;» «Πως βρήκε την πόλη μας ;» «Ίσως είναι εκείνος» Στα αυτιά του άντρα έρχονταν φωνές και στα μάτια του ηλιαχτίδες τον καλωσόριζαν. Άνοιξε τα μάτια του και έντρομος γύρω του είδε κόσμο να τον περιτριγύριζε. Δεν ήταν πλέον στον πύργο, αυτό ήταν εμφανές. Είχες ξυπνήσει αλλού, γιατί όμως; Ίσως είχε φτάσει. «Τρέξτε, τρέξτε ο ξένος επιτέλους ξύπνησε» έλεγε ο κόσμος και τώρα τον πλησίαζαν όλο και περισσότερο. «Από πού είσαι ;» «Ποιος είσαι;» «Γιατί ήρθες στην πόλη μας ;» ο κόσμος τον βομβάρδιζε με επανωτές ερωτήσεις, που δεν μπορούσε να τους εξηγήσει σε λίγα μόνο λεπτά. Βαριά βήματα ακούστηκαν από μακριά, πίσω από τον κόσμο, πανοπλίες σείονταν και άλογα χλιμίντριζαν. Πριν το καταλάβει ένας στρατιώτης έβαλε απειλητικά το δόρυ του στον λαιμό του άνδρα. «Ποιος είσαι ξένε και τι γυρεύεις εδώ» είπε με βαριά φωνή ο στρατιώτης και απαιτούσε μια σαφής απάντηση. «Με λένε Ντάμφολ και ούτε εγώ ξέρω πως βρέθηκα σε αυτό το μέρος. Κοιμόμουν πάνω στα σκαλιά μιας πέτρινης σκάλας και όταν ξύπνησα βρέθηκα περικυκλωμένος από εσάς» απάντησε ειλικρινά. «Ήρθε από την σκάλα.» «Πως τα κατάφερε να μας βρει ;» ο κόσμος πλέον τρομαγμένος έκανε φασαρία. Πολύ από τον όχλο έτρεξαν μακριά εννοώ οι πιο τολμηροί έμειναν και παρακολουθούσαν. Στρατιώτης ξεροκατάπιε και κατέβασε το δόρυ του. «Ακολούθησε μας» είπε στον Ντάμφολ ο στρατιώτης. «Που θα με πάτε ;» ρώτησε περίεργος. «Μην κάνεις πολλές ερωτήσεις απλός ακολούθα» τον πρόσταξε ο στρατιώτης Έτσι λοιπόν ο Ντάμφολ περικυκλωμένος από στρατιώτες προχωρούσε μέσα σε δρόμους όπου στα παράθυρα των σπιτιών οι άνθρωποι τον παρακολουθούσαν. Μεγάλα ωραία σπίτια δέσποζαν δεξιά και αριστερά του δρόμου. Πέρασαν μέσα από μια αγορά, όπου και εκεί ο κόσμος παρακολουθούσε έντρομος. Μέχρι που έφτασαν σε ένα μεγάλο τείχος. Ήταν τόσο μεγάλος που δεν μπορούσε να δεις τι υπήρχε από πίσω του, ήταν πελώριος. Περπάτησαν περίπου χίλια μέτρα γύρω του μέχρι που έφτασαν σε μια σιδερένια πύλη. Στρατιώτης όπου ήταν επικεφαλής κόντεψε στην πύλη και φώναξε «Ύπανδρε άνοιξε την πόρτα. Φέρνουμε τον …» πρόσταξε αλλά αφήνοντας την τελευταία πρόταση του ατέλειωτη. Η σιδερένια πύλη άνοιξε προς τα πάνω και αυτοί προχώρησαν. Ένας στρατιώτης κόντεψε τον Ντάμφολ και του είπε στο αυτί «Καλώς ήρθες στην πόλη». Τα χτίρια που περικύκλωναν του δρόμους ήταν πελώρια. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν στους πλατιούς δρόμους ανέμελα, χωρίς σκοτούρες ή έγνοιες. Απλός περιφέρονταν άσκοπα στους δρόμους χωρίς κάποιο ουσιαστικό σκοπό. Τα παιδιά έπαιζαν ανέμελα στις μεγάλες αλάνες τις πόλεις και κανείς δεν τα ενοχλούσε. Κανένας δεν δούλευε σε αυτήν την πόλη, αλλά όμως όλοι φαίνονταν χαρούμενοι και χορτασμένοι. Ο ήλιος δεν έκαιε και δεν υπήρχαν καθόλου σύννεφα στον ουρανό, όμως πολλά ποτάμια με γάργαρα νερά έρεαν μέσα στην πόλη. Σε αυτήν την πόλη όλα ήταν αγγελικά πλασμένα. Ήταν χαρούμενος που την βρήκε, αλλά ήταν επίσης περίεργος να δει που θα τον πάνε οι στρατιώτες. Μετά από μισή ώρα περπάτημα μέσα στους δρόμους της πόλης είχαν φτάσει στο τέλος της διαδρομής τους. Έφτασαν στο κάστρο της πόλη. Ένα ωραίο κτίριο, φτιαγμένο με καφετιά πέτρα αλλά το περίμενε κάπως μεγαλύτερο, είχε συνηθίσει να βλέπει μεγαλειώδεις κτίρια σε αυτήν την πόλη. Ήταν περιτριγυρισμένο με ωραίους κήπους και πολύχρωμα λουλούδια που οι μυρωδιές τους ήταν θεσπέσιες. Για να υπάρχει κάστρο πάει να πει πως υπάρχει βασιλιάς και βασιλική οικογένεια. Σκέφτηκε ο Ντάμφολ. Περπάτησε καμιά δεκαριά σκαλιά, μαζί με την συνοδεία του εννοείτε, και έφτασαν στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού. Η πόρτα ήταν ξύλινη με δύο μπρούτζινα χερούλια στις άκριες. Ο επικεφαλής στρατιώτης κόντεψα στην πόρτα και χτύπησε το ένα χερούλι κάνοντας φασαρία. «Ποιος είναι ;» ακούστηκε μια ήρεμη φωνή πίσω από την πόρτα. «Εγώ ο στρατηγός Λεχώνας κύριε. Τον φέραμε. Ξέρετε ποιον! Μήπως θα θέλατε να τον δείτε ;» είπε ο στρατηγός με ένα τόνο σεβασμού στην φωνή του. «Και βεβαίως να περάσει !» είπε η φωνή μέσα από την πόρτα. Με κόπο η ξύλινη πόρτα άνοιξε και ο στρατηγός συνόδεψε τον Ντάμφολ μέσα στο κάστρο. Πίσω από την πόρτα βρισκόταν ένας κυριούλης που φορούσε κοντό παντελόνι και κοντό λευκό πουκάμισο. «Εγώ να φεύγω κύριε» είπε ο στρατηγός κάνοντας μια μικρή υπόκλιση. «Μπορείς να πηγαίνεις στρατηγέ αν σε χρειαστώ θα σε φωνάξω» είπε ο κυριούλης με χαρούμενο ύφος. Τώρα ο Ντάμφολ βρισκόταν σε ένα δωμάτιο με λίγα έπιπλα, δύο πολυθρόνες και ένα καθρέφτη στον αριστερό τοίχο, και ένας κυριούλης να τον βλέπει καλά καλά. Τα μάτια του ψηλαφούσαν από γωνιά σε γωνιά τον Ντάμφολ και τα ρούχα του. «Παρακαλώ κάθισε» του είπε ο κυριούλης. Ο Ντάμφολ υπάκουσε και κάθισε εννοώ εκείνος έμεινε να στέκεται. «Ας μην χρονοτριβούμε. Είσαι εκείνος ;» ρώτησε ο κυριούλης με αποφασιστικότητα. «Δεν ξέρω τι λέτε κύριε. Εγώ ονομάζομαι Ντάμφολ και είμαι από το νησί Κάρβιν.» του απάντησε με ειλικρίνεια. «Εσείς ποιος είστε ;» τον ρώτησε ο Ντάμφολ. «Είμαι ο άρχοντας, ο βασιλιάς, ο κύριος αυτής της πόλης, και οφείλω να ομολογήσω πως δεν είμαι χαρούμενος για αυτό» απάντησε. «Μάλλον θα σε έστειλε τυχαία η σκάλα. Δεν ήρθες από την σκάλα ;» ρώτησε ο βασιλιάς. «Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Τυχαία βρέθηκα εδώ αλλά δεν ξέρω που βρίσκομαι και ποια είναι αυτή η πόλη» είπε λίγο σαστισμένος. «Μήπως μπορείτε να μου πείτε που είμαι» παρακάλεσε ο Ντάμφολ. «Αχ …! Ώστε λοιπόν δεν ξέρεις. Θα σου εξηγήσω που βρίσκεσαι. Εδώ είναι η Πόλη, εμείς μετά από τα συμβάντα την φωνάζουμε όνειρο. Ήμασταν μια από τις πιο τρανές και σπουδαίες δυνάμεις της εποχής. Πολύ λαοί προσπάθησαν να πορθήσουν την Πόλη και να την κατακτήσουν αλλά κανείς δεν τα κατάφερνε. Ώσπου μια μέρα έφτασαν στα τείχη της πόλης σπουδαίοι πολεμιστές από τον νότο. Όλα τα στατιστικά ήταν με το μέρος τους. Θα χάναμε αυτήν την μάχη και ο λαός μας θα πέθαινε . »Οι πολίτες πανικοβλήθηκαν, αλλά ένας μάγος εμφανίστηκε από το πουθενά, το όνομα του ήταν άγνωστο αλλά υποσχέθηκε να μας βοηθήσει. Μας πρωτινέ ένα παράξενο σχέδιο και δεχτήκαμε πάρα να πεθάνουμε. Μας πρωτινέ να μεταφέρει όλους μας και την πόλη σε ένα όνειρο, αλλά μόνο ψυχικά και πνευματικά. Εμείς δεχτήκαμε και να βρισκόμαστε εδώ.» περίγραψε μια μεγάλη ιστορία με λίγα λόγια. Η σιωπή βασίλεψε για λίγο. «Η σκάλα γιατί δημιουργήθηκε ; Ποιος ο σκοπός της ;» ρώτησε για διευκρινήσεις από τον βασιλιά. «Την έφτιαξε ο μάγος για να πηγαινοέρχεται στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Ζητήσαμε να μάθουμε τον τρόπο όπου πηγαινοέρχεται για να μπορέσουμε να φύγουμε και εμείς από το όνειρο αλλά μας είπε πως στον κανονικό κόσμο είμαστε νεκρή και η πόλη μας θαμμένη, έτσι δεν το σκαλίσαμε πολύ το θέμα τότε» απάντησε ο βασιλιάς. «Γιατί όλος ο κόσμος με έβλεπε και έλεγε πως είμαι αυτός ;» ρώτησε ο Ντάμφολ και ήταν πολύ περίεργος να ακούσει την απάντηση. «Εδώ είναι το ζουμί της ιστορίας. Σε αυτήν την πόλη όλα είναι ονειρεμένα υπέροχα και πανέμορφα αλλά μετά από 450 χρόνια το να ζεις σε ένα όνειρο καταντά σπαστικό, ηλίθιο, ανούσιο, ακούσιο και παλαβό. Ο κόσμος έχει απελπιστεί μόνο πολύ λίγη συνεχίζουν να ζουν μέσα από τα τείχη. Το εβδομήντα πέντε της εκατό του πληθυσμού ζει έξω από τα τείχη για να δείξει ότι δεν θέλει άλλο πλέον να ζει σε αυτό το όνειρο. Πολύ προσπάθησαν να δραπετέψουν περπατώντας μακριά από την πόλη αλλά βρίσκουν ένα κενό, μια άβυσσο όπου περικυκλώνει την πόλη. »Σε κάθε κακό παραμύθι υπάρχει ένας ήρωας και αυτό ο λαός πιστεύει πως εσύ είσαι ο ήρωας που ξέρει που βρίσκεται η σκάλα. Οι πέρικοι ψάχνουν να βρουν ένα τρόπο να βγουν έξω δηλαδή να πεθάνουν αφού στον πραγματικό κόσμο είμαστε νεκροί. Πιστεύουν πως εσύ είσαι ο διάδοχο του άγνωστου μάγου και μπορείς να τους βγάλεις έξω από την ονειρεμένη φυλακή τους» Ο ήχος της σιωπής βασίλεψε στο δωμάτιο και πάλι. «Μα δεν είμαι ο διάδοχος του μάγου, εγώ απλός έψαχνα να βρω την πόλη, την αληθινή πόλη. Διάβασα σε ένα βιβλίο πως είναι υπέροχη και πανέμορφη για αυτό άρχισα να την ψάχνω.» είπε με λύπη που δεν μπορούσε να βοηθήσει. Ο βασιλιάς κόντεψε το αυτί του και του ψιθύρισε με ένα ειρωνικό ύφος: « Καλώς ήρθες στο ονειρικό κελί σου. Σου εύχομαι μια ευχάριστη διαμονή» The End Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Waylander Posted May 12, 2009 Share Posted May 12, 2009 Τα άνθη της ερήμου Άμμος, ουρανός και ήλιος. Όπου κι αν γυρνούσε το βλέμμα του. Επάνω γαλανό, γύρω του φαιοκίτρινο. Κι ο ήλιος, ανελέητος, διαπερνούσε το λευκό ύφασμα με το οποίο είχε τυλίξει το κεφάλι του. Είχε δει τους νομάδες να το κάνουν και του είχε φανεί σωστό. Όμως, δεν είχε δει ποτέ νομάδα να ταξιδεύει μοναχός του. Ίσως τούτο θα έπρεπε να το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Ίσως τώρα να ήταν ήδη αργά. Μήπως ήταν εξαρχής αργά; Και για ποιον από τους δυο μας; Για μένα ή για εκείνη; Για ποιον είναι πιο αργά; Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να φέρει τις σωστές λέξεις στο νου του. Σε λίγο δε θα μπορούσε να σκεφτεί. Παρόλο που ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός, το σώμα του δεν ίδρωνε πια. Ίσως να ήταν το πρώτο στάδιο της αφυδάτωσης. Καταλάβαινε πως έπρεπε να εκμεταλλευτεί το λίγο χρόνο που είχε ακόμα διαύγεια στο νου του όσο καλύτερα μπορούσε. Ήταν πλέον η ζωή του που εξαρτιόταν από το αν θα κατάφερνε να συγκεντρωθεί. Και όμως, ακόμα και αυτό του φαινότανε αδύνατο. Ο δυνατός ήλιος, η πεζοπορία ημερών, η έλλειψη νερού, όλα αυτά έκαναν την προσπάθεια του να σκεφτεί αδύνατη. Ταυτόχρονα το σώμα του πονούσε ολόκληρο δείχνοντας έτσι την εξάντληση ενώ η πληγή από το σπαθί του εκτελεστή του βεζίρη που έφερε στην πλάτη του έκαιγε περισσότερο και από την ίδια την άμμο της ερήμου. Το μόνο που του έδινε κουράγιο ήταν η πίστη του προς τον σκοπό του αλλά και η αγάπη του για εκείνη. Καταλάβαινε ότι η μόνη του επιλογή ήταν να προχωρήσει. Συνέχισε να προχωρά με πείσμα, ένα βήμα την φορά. Γύρω του αντίκριζε πελώριους αμμόλοφους ενώ ο μόνος ήχος που άκουγε ήταν ο ήχος των όρνεων που άρχιζαν να μαζεύονται από πάνω του. Συνειδητοποιούσε τώρα ότι μόνο ένα θαύμα θα τον έσωζε. Μόνο ένα θαύμα θα τους έσωζε όλους. Πίστη. Γιατί άραγε οι άνθρωποι στρέφονται στους θεούς και τα θαύματα μόνο στις δύσκολες ώρες; Καθώς έπεφτε στην ζεστή άμμο ανήμπορος να συνεχίσει άλλο ψιθύρισε μια προσευχή τον νομάδων που του είχε μάθει ο πατέρας του όταν ήταν μικρός. Απέμεινε εκεί, με τα όρνια να κόβουν βόλτες πάνω από το κεφάλι του και τον ήλιο να τον χτυπάει ανελέητα από ψηλά. Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του, του φάνηκε ότι άκουσε τραγούδια και ψαλμωδίες αγγέλων που ερχόταν να τον οδηγήσουν στον επόμενο κόσμο. Σκοτάδι. Παντού σκοτάδι. Αμυδρά άκουγε ψιθυριστές φωνές κοντά του και ταυτόχρονα ποιο μακριά απ΄οσο θα μπορούσε να φτάσει. Στον αέρα μπορούσε να μυρίσει το άρωμα μπαχαρικών και καρυκευμάτων αναμειγμένα με την μυρωδιά της ερήμου. Άνοιξε τα μάτια του. Βρισκόταν ξαπλωμένος σε ένα πρόχειρο στρώμα μέσα σε μια σκηνή. Γύρω του βρισκότανε πλούσια χάλια, κουτιά με μπαχαρικά και διάφορα γλυπτά από ξύλο που για την παραγωγή τους ήταν διάσημοι οι νομάδες. Δόξα το θεό κάποιος από τι φαίνεται τον είχε σώσει. Ανασηκώθηκε ελαφρά ακουμπώντας στα χέρια του. Το σώμα του πονούσε ακόμα αλλά όποιος και να τον είχε βοηθήσει είχε κάνει καλή δουλειά. Το τραύμα του ήταν δεμένο και ήταν προφυλαγμένος από τον ήλιο της ερήμου. Πάραυτα δεν είχε σωθεί. Όχι ακόμα. Σηκώθηκε και βγήκε κουτσαίνοντας από την σκηνή. Έξω ήταν νύχτα. Βρισκόταν σε μια μικρή όαση καταμεσής της ερήμου. Το ολόγιομο φεγγάρι φώτιζε δυο μικρούς φοίνικες που έστεκαν μοναχικοί στις όχθες της. Τρεις καμήλες ήταν δεμένες σε έναν από τους φοίνικες. “Βλέπω σηκώθηκες ξένε.” ακούστηκε μια φωνή πίσω του. Γύρισε να αντικρίσει τον σωτήρα του. Μπροστά του στεκόταν ένας άντρας που ήταν καλυμμένος από την κορυφή ως τα νύχια στα μαύρα. Ένας μαύρος μανδύας κάλυπτε όλο του το σώμα, ενώ μια μαύρη κελεμπία σκέπαζε το κεφάλι του. Το μοναδικό ακάλυπτο μέρος του σώματος του ήταν το πρόσωπο του. Δυο καφετιά μάτια γυάλιζαν στο φως της νύχτας ενώ κοντά μαύρα γένια τόνιζαν τα χαρακτηριστικά του. Στην ζώνη του ήταν περασμένο ένα κυρτό σπαθί. Ο άντρας στα μαύρα έκανε μια βαθιά υπόκλιση θεατρικά και είπε: “Ονομάζομαι Σεβαχ αλ Φατμεντ, γνωστός και ως Σεβαχ ο περιπλανώμενος.” Λέγοντας τον τίτλο του ο Σεβαχ έκανε μια παύση για να τονίσει τα λεγόμενα του. Ήταν πράγματι γνωστός. Πολλές ιστορίες κυκλοφορούσαν για τον άντρα που είχε ταξιδέψει σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. “Σε βρήκα στην έρημο σχεδόν νεκρό. Τι αποκοτιά να ταξιδεύεις μόνος χωρίς προμήθειες, χωρίς προστασία, χωρίς οδηγό. Θα περίμενε κανείς ότι αυτός που ταρακούνησε ολόκληρη την αυτοκρατορία με τις πράξεις του θα ήταν ποιο λογικός.” Είπε ειρωνικά συνεχίζοντας. “Ώστε με γνωρίζεις;” “Ναι. Τις δυο τελευταίες μέρες κάθε άντρας τις πρωτεύουσας μιλούσε για αυτόν που σκότωσε τον ίδιο τον αυτοκράτορα αφού είχε είδη ατιμάσει την κόρη του. Παρόλα αυτά πολύ είπαν ότι είχε σκοτωθεί.” “Και να που είμαι ακόμα εδώ χάρη σε εσένα. Σου χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου. Νιώθω ακόμα αδύναμος όμως. Άσε με να ξεκουραστώ και θα σου πω την ιστορία μου.” Οι δυο τους έκατσαν στις όχθες τις όασης κάτω από τα αστέρια. Ο Σεβαχ πρόσφερε στον σύντροφο του κρέας καμήλας που θα τον βοηθούσε να δυναμώσει ποιο εύκολα και το λεγόμενο ποτό της ερήμου, ένα ποτό που έφτιαχναν οι νομάδες και έμοιαζε έντονα με τσάι. Με το κρύο νυχτερινό αεράκι της ερήμου να τον αναζωογονεί ο άντρας άρχισε να λέει την ιστορία του. Ονομαζόταν Ραχιτ αλ Καργιντ και μέχρι και δυο μέρες πριν ήταν ο λοχαγός των αυτοκρατορικών φρουρών. Καταγόταν από ένα μικρο χωρίο κοντά στην πρωτεύουσα και η δύναμη και η εξυπνάδα του τον βοήθησαν να φτάσει ως την φρουρά του ίδιου του σουλτάνου. Δεν υπήρχε άντρας ποιο πιστός και έντιμος σε ολόκληρη την φρουρά. Ώσπου γνώρισε εκείνη. Θυμόταν την πρώτη φορά που την είδε να περιπλανιέται μονή στους ολάνθιστους αυτοκρατορικούς κήπους, πανέμορφη και νέα του έκλεψε τα λογικά με την πρώτη ματιά. Αλλά την ξεπλήρωσε και αυτός με το ίδιο νόμισμα αφού και αυτή με την σειρά της ερωτεύτηκε τον νεαρό λοχαγό της φρουράς του πάτερα της του αυτοκράτορα. Ο πρώτος καιρός της αγάπης τους ήταν ένα όνειρο, μια περιπέτεια. Βράδια γεμάτα πάθος και δίχως λογική όπου ο Ραχιτ πάλευε με τον εαυτό του και τις αρχές του αλλά παρολαυτα έχανε και την συναντούσε. Πόσες και πόσες φορές δεν είχε σκαρφαλώσει κρυφά στο μπαλκόνι της για να την βρει. Όλα όμως τελείωσαν αναπάντεχα όταν με κάποιο κακόβουλο τρόπο η μοίρα τους έπαιξε ένα διεστραμμένο παιχνίδι και ο αυτοκράτορας τους κατάλαβε. Ο τρόπος που αυτός διάλεξε για να τους τιμωρήσει ήταν το δηλητήριο. Όταν το είχαν καταλάβει ήταν αργά. Τόσο ο Ραχιτ όσο και η αγαπημένη του είχαν δηλητηριαστεί. Το δηλητήριο δεν δρούσε άμεσα, αλλά και οι δυο τους θα πέθαιναν μέσα σε μια βδομάδα με φριχτούς πόνους. Μόλις το έμαθε ο λοχαγός σκότωσε τον αυτοκράτορα που είχε ορκιστεί να υπηρετήσει, ορκίστηκε ότι δεν θα άφηνε την αγαπημένη του να πεθάνει και έφυγε ολομόναχος προς την έρημο. “Ένας άνθρωπος της ερήμου μου είχε πει κάποτε ότι βαθιά μες στην έρημο υπάρχει ένα μέρος όπου φυτρώνει ένα λουλούδι, το λουλούδι της ερήμου. Μου είπε ότι μπορεί να θεραπεύσει κάθε ασθένεια και να καταπολεμήσει οποιοδήποτε δηλητήριο. Αυτό αναζητώ, το λουλούδι της ερήμου.” είπε ο Ραχιτ τελειώνοντας στον Σεβαχ που ως τότε άκουγε σιωπηλός την ιστορία του. Ο Σεβαχ σηκώθηκε. Από πάνω τους ο ουρανός σιγά σιγά φωτιζόταν καθώς η αυγή έφτανε. Κοίταξε για λίγο τον άνθρωπο που μια μέρα πριν είχε σώσει και είπε: “Έχω ακούσει την ιστορία του λουλουδιού της ερήμου. Λένε ότι φυτρώνει στους τάφους που βρίσκονται στο κέντρο της ερήμου προς τιμή των θεών και των ανθρώπων που κείτονται εκεί. Θα σε οδηγήσω εκεί.” Λέγοντας αυτά έκανε να μπει στην σκηνή να ετοιμαστεί. “Στάσου” φώναξε ο Ραχιτ. “Γιατί με βοηθάς για δεύτερη φορά;” “Γιατί έχω την αίσθηση ότι η ιστορία σου θα γίνει μύθος και ο Σεβαχ ο ταξιδευτής θέλει να είναι μέρος μύθων. Και εκτός από αυτό τώρα που σκότωσες των αυτοκράτορα αν εσύ και η μορφονιά σου επιβιώστε και παντρευτείτε θα ήθελα να έχω την εύνοια του νέου αυτοκράτορα.” απάντησε χαμογελώντας. Ετοιμάστηκαν και ξεκίνησαν οι δυο τους καβάλα στις καμήλες. Ο Σεβαχ δεν είχε ξαναπάει στους τάφους αλλά ήξερε όπως ισχυριζόταν τον δρόμο από ιστορίες. Ο Ραχιτ συμπαθούσε τον άντρα που τον είχε σώσει. Του άρεσε ο χαρούμενος χαρακτήρας του αλλά και οι ιστορίες που του έλεγε καθώς προχωρούσαν. Καθώς ο ήλιος ανέβαινε όλο και ποιο ψηλά το μόνο που τον έκανε να ξεχνάει την ζεστή ήταν η γελαστή φωνή του συντρόφου του. Προχωρούσαν όλη μέρα χωρίς σταματημό καθώς υπήρχε η πίεση του χρόνου. Έμεναν άλλες 4 μέρες ώσπου το δηλητήριο να τους σκοτώσει. Προς το παρόν δεν ένοιωθε τίποτα παρά μόνο μια ελαφρά αδιαθεσία αλλά μέσα στις επόμενες δυο μέρες δεν θα μπορούσε να σκεφτεί από τον πόνο. Ταξίδευαν αδιάκοπα ώσπου περίπου στο μέσο της νύχτας ενώ είχε αποκοιμηθεί πάνω στην καμήλα του ο Σεβαχ τον ξύπνησε. Το φως των αστεριών και του φεγγαριού φώτιζε ένα γιγάντιο κατασκεύασμα φτιαγμένο όπως φαινόταν από μαύρη πετρά. Το κτίσμα ήταν κτισμένο στην κορυφή ενός μεγάλου αμμόλοφου και περιβαλλόταν από επιβλητικά τοίχοι που ήταν κοντά στα τρία μετρά ψηλά. Πίσω από τα τοίχοι μπορούσε κάνεις να δει έναν μεγάλο, τετράγωνο, μαύρο πύργο που γύρω του υπήρχαν τέσσερις μικρότεροι. Σύμφωνα με την ιστορία του Σεβαχ οι τάφοι προϋπήρχαν τον πολιτισμό των ανθρώπων και κανείς ζωντανός δεν έμπαινε μέσα. Οι δυο του κατευθύνθηκαν προς την πύλη στο μαύρο τοίχος. Λίγο πριν φτάσουν οι καμήλες άρχισαν να βγάζουν ανήσυχους ήχους και να φέρονται περίεργα ώσπου αναγκάστηκαν να τις αφήσουν λίγο ποιο πέρα. Τελικά έφτασαν μπροστά στις πύλες του τοίχους, δυο μεγαλόπρεπες πύλες φτιαγμένες από μαύρο ατσάλι. Οι πύλες ήταν από πάνω ως κάτω καλυμμένες με ένα μήνυμα σε μια γλώσσα που κανείς από τους δυο τους δεν γνώριζε. Ο Σεβαχ πλησίασε στις πύλες και χτύπησε δυνατά με την λαβή του σπαθιού του. Ξαφνικά ένας δυνατός ήχος ακούστηκε και οι πύλες άνοιξαν αργά αργά τρίζοντας. Μαγεία. Σκέφτηκε ο Ραχιτ που ήταν από την φύση του επιφυλακτικός απέναντι σε καθετί διαφορετικό. Μπαίνοντας είδαν από κοντά τους πέντε πύργους. Οι τέσσερις μικρότεροι σε κάθε όροφο είχαν τόσα πολλά παράθυρα που έμοιαζαν με ένα κομμάτι χαλασμένο τυρί. Ο μεγαλύτερος ήταν σκέτος, μαύρος σαν την νύχτα και με μόνο στολίδι την μικρή πύλη που είχε στην βάση του. Δω και κει στην αυλή βρισκόταν διάφορα αγάλματα που αναπαριστούσαν ολοζώντανα τις φιγούρες ανθρώπων που τα ονόματα τους είχαν ξεχαστεί από καιρό. Ξαφνικά μια φωνή ακούστηκε. Μια φωνή που έμοιαζε να βγαίνει από τα έγκατα τις γης, από τον ποιο σκοτεινό τάφο. “ Ποιοι τολμάν να παραβιάζουν τους τύμβους, την φυλακή των νεκρών;” Γυρίζοντας αντίκρισαν την πηγή της φωνής. Μπροστά τους στεκόταν μια φιγούρα καλυμμένη ολόκληρη με ενάν γκρίζο μανδύα που είχε κεντημένα πάνω του τα ίδια σχέδια που υπήρχαν στην πόρτα. Το πρόσωπο του ήταν καλυμμένο και δεν φαινόταν παρά μια κίτρινη λάμψη εκεί που θα έπρεπε να είναι τα μάτια του. Πριν μπορέσει ο Ραχιτ να μιλήσει ο Σεβαχ του έκανε νόημα να μείνει σιωπηλός και είπε: “Είσαι ο φύλακας των τάφων σωστά; Σε προκαλώ” Ο φύλακας έβγαλε μια κραυγή που εκανε τα αυτιά του Ραχτι να πονέσουν και όρμησε στον Ταξιδευτή. Καθώς ορμούσε μπροστά μια λονχη εμφανίστηκε στο χέρι του ενώ ταυτόχρονα ο Σεβαχ τραβούσε το σπαθί του. Μπορούσες εύκολα να καταλάβεις ότι και οι δυο τους ήταν καλοί πολεμιστές. Η ταχύτητα που ανταλλαζόταν τα χτυπήματα ήταν τόσο μεγάλη που ακόμα και ο λοχαγός του αυτοκράτορα δύσκολα τις ακολουθούσε. Τότε το γιαταγάνι του Σεβαχ βρήκε άνοιγμα και χτύπησε λίγα εκατοστά πάνω από το μέτωπο του φύλακα ρίχνοντας την κουκούλα του πίσω. Το φως της νύχτας φώτισε ένα λευκό κρανίο. Ο φύλακας δεν ήταν άνθρωπος. Ουρλιάζοντας ο σκελετός τίναξε την λονχη του προς τον αντίπαλο του. Ο Σεβαχ έστριψε ελαφρά το σώμα του και δέχτηκε επίτηδες το χτύπημα στο αριστερό του χέρι ενώ με το άλλο τίναξε με δύναμη το γιαταγάνι εκεί που θα έπρεπε κανονικά να βρίσκετε η καρδιά του φύλακα. Αυτός άρχισε να ουρλιάζει σπαραχτικά και να λιώνει ώσπου μετατράπηκε σε άμμο. Ο Ραχιτ κοίταξε τον σύντροφο του που τώρα μετά την μάχη με έναν απέθαντο ον στεκόταν ατάραχος. “Τι ήταν όλα αυτά;” ρώτησε. “Σύμφωνα με τον θρύλο των τάφων πάντα υπάρχει ένας φύλακας. Τώρα εγώ θα πάρω την θέση αυτού που πέθανε με ότι αυτό συνεπάγεται. Σου είπα ότι ήρθα μαζί σου για να σε βοηθήσω. Δεν ήταν ο μόνος λόγος. Ένας από τους λογούς ήταν η αθανασία; Αλώστε και εσύ κερδίζεις την ζωή.” είπε δείχνοντας του προς τον μεγαλύτερο πύργο στο κέντρο με ύφος ποιο σοβαρό από συνήθως. Παντού γύρω του φύτρωναν μικρά κίτρινα άνθη που δεν ξεχωρίζαν με την πρώτη ματιά. Πλησίασε και έκοψε ένα από τα διαβόητα άνθη της ερήμου και το περιεργάστικε. Έμοιαζαν με μαργαρίτες εκ πρώτης όψεως αλλά ήταν κατακίτρινα σαν την άμμο της ερήμου. Το γεγονός και μόνο ότι αυτά τα λουλούδια φύτρωναν σε αυτό το μυστηριώδες μέρος μες στην έρημο ήταν ένα θαύμα. “Ζωή.”ψιθύρισε ο Ραχιτ με ελπίδα. Το επόμενο πρωί ο πρώην λοχαγός ήταν έτοιμος να πάρει το δρόμο του γυρισμού. Το βράδυ είχε φτιάξει το αντίδοτο βράζοντας τα λουλούδια της ερήμου και το αίσθημα του δηλητηρίου είχε πλέον φύγει. Τώρα έμενε μόνο να γίνει καλά και εκείνη. Έψαξε με το βλέμμα του τριγύρω για τον Σεβαχ. Ο παράξενος άντρας είχε εξαφανιστεί το βράδυ, ο Ραχιτ είχε την εντύπωση ότι είχε μπει στον κεντρικό πύργο. Ανεβαίνοντας στην καμήλα του ξεκίνησε να φύγει. Καθώς όμως περνούσε την μεγάλη πύλη στα τοίχοι άκουσε μια γνώριμη φωνή να τον καλεί. Γυρίζοντας είδε τον Σεβαχ πάνω στην καμήλα του να του γνέφει καθώς ερχόταν προς το μέρος του. “Θα έφευγες χωρίς έμενα;” τον ρώτησε παριστάνοντας τον προσβεβλημένο. “Νόμιζα ότι θα μείνεις εδώ για να γίνεις φύλακας των τάφων” “Μπα δεν μου ταιριάζει. Θα μου έλειπαν τα ταξίδια. Όσο για τους τάφους τώρα που θα παντρευτείς την πριγκιπέσα και θα γίνεις αυτοκράτορας έχω μερικές προτάσεις στο πως μπορείς να τους αξιοποιήσεις.” Λέγοντας αυτά οι δυο άντρες περάσαν τις πύλες οι οποίες έκλεισαν δυνατά πίσω τους. Είχαν πάρει και οι δυο ένα κομμάτι των τάφων μαζί τους. Ο Ραχιτ ένα κίτρινο άνθος που θα έσωζε την ζωή της αγαπημένης του ενώ ο Σεβαχ γνώση και ίσως, κάτι παραπάνω. Ξεκίνησαν προς την έρημο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
northerain Posted May 12, 2009 Share Posted May 12, 2009 Month: Λόγο φόρτου εργασίας, γράφηκε λίγο βιαστικά. Ήθελα να παραδώσω αύριο, αλλά εφόσον δεν γίενται, θα πρέπει να υποβάλω την συγκεκριμένη μορφή. Ελπίζω να σας αρέσει. Άμμος, ουρανός και ήλιος. Όπου κι αν γυρνούσε το βλέμμα του. Επάνω γαλανό, γύρω του φαιοκίτρινο. Κι ο ήλιος, ανελέητος, διαπερνούσε το λευκό ύφασμα με το οποίο είχε τυλίξει το κεφάλι του. Είχε δει τους νομάδες να το κάνουν και του είχε φανεί σωστό. Όμως, δεν είχε δει ποτέ νομάδα να ταξιδεύει μοναχός του. Ίσως τούτο θα έπρεπε να το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Ίσως τώρα να ήταν ήδη αργά. Μήπως ήταν εξαρχής αργά; Και για ποιον από τους δυο μας; Για μένα ή για εκείνη; Για ποιον είναι πιο αργά; Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να φέρει τις σωστές λέξεις στο νου του. Σε λίγο δε θα μπορούσε να σκεφτεί. Παρόλο που ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός, το σώμα του δεν ίδρωνε πια. Ίσως να ήταν το πρώτο στάδιο της αφυδάτωσης. Καταλάβαινε πως έπρεπε να εκμεταλλευτεί το λίγο χρόνο που είχε ακόμα διαύγεια στο νου του όσο καλύτερα μπορούσε. Ήταν πλέον η ζωή του που εξαρτιόταν από το αν θα κατάφερνε να συγκεντρωθεί. Μια ζωή γεμάτη δράση και περιπέτεια, θα μπορούσε να πει κανείς. Το να είναι κανείς πειρατής, δεν είναι απλό και ήρεμο επάγγελμα. Οι πιθανότητες να βρεθείς με ένα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη είναι το ίδιο μεγάλες με το να σε πιάσει το λιμενικό… Που πήγαν λάθος τα πράγματα, αναρωτήθηκε. Είχε δέσει ένα πανί μπροστά στο στόμα του για να μην φάει άμμο. Η επιτυχία αυτής της κίνησής του ήταν μειωμένη. Θα πεθάνω εδώ, αποφάσισε ξαφνικά. Τα στεγνά από τον αέρα της ερήμου μάτια του ατένισαν την θάλασσα άμμου μπροστά του. Λιθαργηκά και κουρασμένα στράφηκαν προς τον ουρανό για να δούνε το γαλάζιο για μια τελευταία φορά. Αναρωτιέμαι αν θα διψάω στον άλλο κόσμο, σκέφτηκε ξανά. Έσυρε τα πόδια του για αυτό που πίστευε ότι ήταν το τελευταίο του βήμα. Δεν έπεσε. Τα έσυρε ξανά. Και ξανά. Με κούραση περισσή, χωρίς ελπίδα καθόλου, με ένα πείσμα γεννημένο από αιώνες πείσματος μέσα στην οικογένειά του, συνέχισε να περπατάει. Οι σκέψεις του πετάξανε προς εκείνη. Έλπιζε ότι η θυσία του θα την κρατούσε ασφαλή. Μέσα από το παρατηρητήριο της, η Σάντρα κοίταξε το άχαρο, φαιοκίτρινο τοπίο γύρω της. Τα γκριζογάλανα μάτια της, διαπεραστικά σαν του γερακιού ψάχνανε για τον πρόγονό της. Το γράμμα που είχε στα χέρια της ήταν κατηγορηματικό. Έπρεπε να συναντήσει και να βοηθήσει τον προπάτορα της γενιάς της. Αλλά θες λάθος μηχανικό, θες γιατί ξόδεψε ελάχιστη ώρα παραπάνω απ’ ότι έπρεπε σε άλλες δουλειές, έχασε το ραντεβού της. Και τώρα έψαχνε απεγνωσμένα να τον βρει. Κρύος ιδρώτας είχε αρχίσει να την λούζει. Αν δεν τα κατάφερνε… Άλλο ένα βήμα. Άλλη μια μάταια προσπάθεια. Δεν καταλάβαινε που έβρισκε το κουράγιο να περπατήσει. Το βλέμμα του πλέον ήταν κενό. Οι σκέψεις του άδειες. Μια εικόνα μόνο, το γελαστό της πρόσωπο να καίει μέσα στο μυαλό του. Δεξί πόδι μπροστά. Το σώμα της να πηδάει από το ένα κατάρτι στο άλλο. Σαν τεράστια γάτα. Αριστερό πόδι μπροστά. Οι επίδεσμοι που δένανε το στήθος της όταν πέφτανε. Προσπάθησε να φέρει μπροστά το δεξί του πόδι. Κάτι το μεταλλικό και κούφιο αντήχησε, καθώς έχανε την ισορροπία του. Έπεσε με το πρόσωπο πάνω στην άμμο. Επιτέλους θα τελείωνε. Δεν θα βασανιζότανε πλέον. Ο ήχος έκανε την Σάντρα να πεταχτεί. Το κεφάλι της χτύπησε στο μεταλλικό ταβάνι του σκάφους της, τα κόκκινα μαλλιά της μπλέχτηκαν με μια βαλβίδα, και το παντελόνι της πιάστηκε από μια άλλη και παραλίγο να σκιστεί. Καταριόντας θεούς και δαίμονες, έβαλε μια τάξη στον εαυτό της. Έπρεπε να μάθει τι χτύπησε το σκάφος της. Κοίταξε της κάμερες και τα μάτια της γουρλώσανε. Το αντικείμενο της έρευνάς της, είχε εμφανιστεί ακριβός στην πόρτα της. Επιτέλους ανάπαυση, σκέφτηκε. Το σώμα του δεν τον περιόριζε πια. Ένιωθε αλαφρύς σαν φτερό. Τα πάντα ήταν καθαρά στο μυαλό του πλέον. Την αγαπούσε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι πλέον γι’ αυτό. Είχε πεθάνει προσπαθώντας να την γλιτώσει από μοίρα που δεν θα την ευχότανε σε κανένα. Η μόνη γυναίκα ανάμεσα σε δεκαπέντε πειρατές. Αν το μυριζόντουσαν οι άλλοι… Έτσι όταν κάποιος προσπάθησε να της σκίσει τα ρούχα, τον σκότωσε με συνοπτικές διαδικασίες. Τον καταδικάσανε σε εγκατάλειψη, με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν του αφήσανε τίποτα, σε αντίθεση με τον αρχαίο κώδικα. Θα πέθαινε στην έρημο, μακριά από την αγαπημένη του θάλασσα. Μακριά από τα πανέμορφα κόκκινα μαλλιά της… Εντάξει όχι και τόσο πανέμορφα. Τα είχε κόψει για να μοιάζει με άντρας. Αλλά οι καμπύλες της δύσκολα κρύβονταν. Τουλάχιστον από τα δικά του μάτια. Η κατάσταση του πρόγονού της ήταν σταθερή. Ήταν σε βαθιά ύπνωση. Τώρα το μόνο που έπρεπε να βρει ήταν αν είχε αφήσει την πρόγονή της έγκυο. Αν ναι θα γλίτωνε πάρα πολύ φασαρία. Άρχισε να ψάχνει τις μνήμες του. Ευγενικά αρχικά, με λίγο παραπάνω δύναμη μετά. Τελικά έβαλε την μηχανή της σε πλήρη ένταση. Το αίσθημα ηρεμίας εξαφανίστηκε. Τώρα ένιωθε μια αβάσταχτη πίεση στο στήθος του. Εικόνες πολλές άρχισαν να περνούν μπροστά από τα μάτια του. Κάτι τον ζάλιζε. Κάτι ήταν εκεί. Κάτι… «Στεριά στον ορίζοντα!» ακούστηκε η δυνατή φωνή του παρατηρητή απο ψηλά. Η Σελιμέ κοίταξε έξω προς τα πίσω. Το όμορφο πρόσωπό της, αγριεμένο από βότανα με τα οποία το έτριβε εδώ και καιρό ήταν λυπημένο. Τον είχαν εγκαταλήψει και δεν μπορούσε να πει το οτιδήποτε. Ήξερε γιατί το είχε κάνει. Και αυτό ήταν το πιο ενοχλητικό απ’ όλα. Κοίταξε ψηλά, τα πανιά είχαν φουσκώσει από τον αέρα, και πλησίαζαν το λιμάνι του Τελ Αβίβ γρήγορα. Μέχρι νεοτέρας ήταν ένα ειρηνικό εμπορικό σκάφος, και όσοι ναύτες θέλανε θα ξεκουραζόντουσαν στα πορνεία και στα κακόφημα ξενοδοχεία του λιμανιού. Ο καπετάνιος θα πούλαγε την πραμάτεια, και το πολύ σε μια βδομάδα θα φεύγανε. Η Σελιμέ δεν θα τους ακολουθούσε. Δεν μπορούσε πλέον να κρυφτεί από αυτό το πλήρωμα. Πάρα πολλά μάτια ήταν πλέον καρφωμένα πάνω της, και δεν της άρεσε καθόλου. Τρεις ώρες αργότερα, η Σελιμέ περπατούσε τα στενά σοκάκια του λιμανιού μόνη της. Ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο, αλλά δεν είχε καμιά άλλη επιλογή. Δεν ήθελε κανείς να δει που πήγαινε για να κοιμηθεί. Και οι «φίλοι» της από το καράβι είχαν προσπαθήσει να την ακολουθήσουν. Μάταια όμως. Είχε μάθει με τα χρόνια να εξαφανίζεται. Αλλά κάποιος την ακολουθούσε ακόμα. Το ήξερε. Το ένιωθε. Χώθηκε ξαφνικά σε ένα στενό σοκάκι και κρύφτηκε πίσω από ένα βαρέλι που μάζευε το νερό της βροχής. Μια σκιά εμφανίστηκε σύντομα, και έπιασε το μαχαίρι της πιο σφιχτά. Η αντρική φιγούρα έκανε ένα βήμα μπροστά και σταμάτησε. «Δεν μου αρέσουν καθόλου τα μαχαίρια, Σελίμ. Μπορείς να βγεις έξω.» Η φωνή ήταν γνωστή. Η καρδιά της παραλίγο να σταματήσει. Ο τόνος μισος κοροϊδευτικός, μισός σοβαρός, ήταν κάτι παραπάνω από γνωστός. Ήταν αυτός. Αλλά ήταν αδύνατο. «Φύγε πνεύμα, μην με πειράζεις με μορφές ανθρώπων νεκρών.» αποκρίθηκε με τρεμάμενη φωνή. «Δεν είμαι πνεύμα, αν και πνεύμα με έφερε εδώ. Είμαι από σάρκα και οστά.» αποκρίθηκε ο Λευτέρης. Άπλωσε το χέρι του και η Σελιμέ το έπιασε. Ζεστό και δυνατό, μα ευγενικό συνάμα. Το ήξερε καλά το χέρι αυτό την είχε βοηθήσει πολλές φορές στο καράβι, ακόμα και πριν μαντέψει τι ήταν. Οι δύο ερωτευμένοι αγκαλιάστηκαν. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και πριν προλάβουν να πουν τίποτα, μια άλλη, κοροϊδευτική φωνή τους έκοψε. «Μπράβο στα πιτσουνάκια μου!» Ο καπετάνιος Έρικ φον Κράουπ τους κοίταζε. «Δεν ξέρω με τι δαίμονα έκανες συμφωνία για να έρθεις ως εδώ, σκύλε, αλλά το σίγουρο είναι ότι θα πεθάνεις.» Γρύλισε απειλητικά. «Πριν γίνουμε κακή παρωδία ταινίας, μπορείς να μου πεις, ποιο είναι το πρόβλημά στο μαζί μας; Δεν σε κλέψαμε, δε…» άρχισε να λέει ο Έλληνας αλλά η αηδιασμένη φωνή του καπετάνιου τον έκοψε. «Μου κλέψατε τις ώρες που θα πέρναγα καλά με την κοπελούδα από εδώ. Αυτό και μόνο φτάνει για να σε σφάξω βρομερό σκουλήκι!» Το σπαθί του έλαμψε στον ήλιο, η λεπίδα καθαρή και ακονισμένη. «Σκουλίκι, σκύλος, αποφάσισε, τι μέρος της φύσης είμαι.» μουρμούρισε ο Λευτέρης, καθώς τράβηξε το μαχαίρι του. «Και που είσαι καπετάνιο! Αν δεις κάτι το ψόφιο εδώ γύρω, είναι η ικανότητά σου για πλοήγηση, μισή βδομάδα παραπάνω μας πείρε για να φτάσουμε εδώ!» είπε η Σελιμέ χλευαστικά. Το μακρύ μαχαίρι της, ακονισμένο και έτοιμο περίμενε τον πρώην καπετάνιο της να της επιτεθεί. «Βρομερό τσουλί, θα πεθάνεις!» ούρλιαξε ο καπετάνιος. Ήταν άτομο χωρίς αίσθηση του μέτρου, και πίστευε ότι ήταν ο καλύτερος καπετάνιος του κόσμου. Κάτι που δεν ίσχυε. Ούτε και αν έμενε ο τελευταίος καπετάνιος του κόσμου. Κοκκινισμένος από την λύσσα του όρμισε στο ζευγάρι, που βρισκόταν πίσω από το βαρέλι του νερού πια. Όταν κατάλαβε το λάθος του, ήταν κατά δέκα πόντους ατσαλιού αργά. Κοίταξε το μαχαίρι που έβγαινε από το στήθος του, σωριάστηκε. Η Σελιμέ κοίταξε τον Λευτέρη. Ο λευτέρης κοίταξε την Σελιμέ. Και οι δύο κοίταξαν τον νεαρό άντρα που στεκόταν από πίσω τους. «Ίαν ΜακΓκρέγκορ, στις υπηρεσίες σας δέσποινά μου.» είπε με μια βαθιά υπόκλιση. «Συγνώμη που σας στέρησα την χαρά του να απαλλάξετε τον κόσμο από ένα άχρηστο μέλος της κοινωνίας, αλλά δεν ήθελα μέλη του πληρώματός μου να βάφουν άσκοπα τα χέρια τους με αίμα!» συνέχισε, όταν οι άλλοι δύο τον κοίταζαν σαν χαμένοι. «Αλλά να προτείνω μια τακτική υποχώρηση; Ακούω την αστυνομία να έρχεται.» Ο Λευτέρης κατάφερε να μιλήσει πρώτος. «Ποιος…» άρχισε να λέει, αλλά τον έκοψε η κοπέλα. «Δέχεσαι γυναίκες στο πλήρωμά σου;!» ρώτησε έκπληκτη. «δέχομαι καλούς ναυτικούς, και η φήμη του Σελίμ έχει φτάσει στα αυτιά μου. Όσο για τον φίλο σου, ξέρω ένα δουλευτή όταν τον βλέπω.» αποκρίθηκε. «Λοιπόν; Θα έρθετε;» Ένα αστέρι τρεμόπαιξε πάνω στον ουρανό και χάθηκε. Η Σάντρα χαμογέλασε και ξεκίνησε να βρει έναν μακρινό απόγονό της. Η δουλειά ενός τηρητή του χρόνου δεν τελειώνει ποτέ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
northerain Posted May 12, 2009 Share Posted May 12, 2009 Τώρα μπορείτε να ψηφίσετε! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
northerain Posted May 14, 2009 Share Posted May 14, 2009 Ρίξτε και κανα σχόλιο ρε παιδια! Τα δικά μου σήμερα, λίγο αργότερα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted May 14, 2009 Share Posted May 14, 2009 /me βάζει τρικλοποδιά σε ένα σχόλιο και αυτό παίφτει κάτω. Ορίστε το όριξα. τώρα τι; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 14, 2009 Share Posted May 14, 2009 Ψήφισα Waylander γιατί βρήκα το διήγημα του το καλύτερο από τα τρία, χωρίς αυτό να σημαίνει πολλά. Έχουμε τρεις ισάξιους μονομάχους, που παρά τις διαφορές τους στα χρόνια συγγραφής, τους χαρακτηρίζει και τους τρεις αδικαιολόγητη βιασύνη στο γράψιμο, με συχνό τσαπατσούλικο αποτέλεσμα. Έκανα κόμπο την υπομονή μου και διάβασα και τις τρεις ιστορίες, προσπαθώντας, όσο γινόταν, να εστιάσω στην καθεαυτού ιστορία. Cesar_cy, νομίζω πως σε σχέση με προηγούμενα σου διηγήματα, αυτό ήταν το πιο συντονισμένο από άποψη γραφής. Έχεις δρόμο μπροστά σου αλλά δείχνεις ψήγματα προόδου. Υπήρξαν όμως σημεία που με δυσκόλεψαν. Γράφεις: «Σιγά σιγά όμως η σκόνη έφυγε και τώρα μπροστά στα μάτια του μια μικρή ξύλινη πόρτα ξεπρόβαλε.» Η πόρτα δεν στεκόταν όρθια σαν τα καρτούν, έτσι. Ήταν σαν καταπακτή στο έδαφος φαντάζομαι. Δεν το διευκρινίζεις και προκαλείς περίεργες εικόνες. «Πίσω από την πόρτα υπήρχε μια μεγάλη κυκλική πέτρινη σκάλα χωρίς παράθυρα η πόρτες αλλά από το βάθος έβγαινε ένα δυνατό φως.» Κατ’αρχήν, που θα είχε ακριβώς πόρτες ή παράθυρα μια κυκλική σκάλα; Θα πρέπει να εννοείς τα τοιχώματα του πηγαδιού που κατεβαίνει η σκάλα. Επίσης, και ίσως να κάνω λάθος εγώ, αλλά «από το βάθος» μου κάνει το τέρμα μιας ευθείας. Ίσως θα ήταν καλύτερα «από τον πάτο…» μια και η σκάλα πάει κάτω. «Έτρεχε και όλο έτρεχε.» Κι αυτό μου καθόταν λάθος καθώς από την μια είχα την εικόνα μιας κυκλικής σκάλας και από την άλλη έπερνα από την περιγραφή σου έναν άντρα που τρέχει, και δεν μπορούσα παρά να τον βλέπω να τρέχει ευθεία. «Η σκέψη πως θα φτάσει σε εκείνη τον τρέλανε από την χαρά του.» Εδώ είναι και η μόνη φορά που θυμάσαι την…γυναίκα που έβαλε η Nienor στην εισαγωγή της, για να την ξεχάσεις μετά. Βέβαια ο ήρωας σου ψάχνει για μια «πόλη» αλλά η εισαγωγή δεν θα μπορούσε παρά να αναφέρεται σε πρόσωπο. Το διήγημα έχασε από μένα κυρίως γιατί τραβάει χωρίς να συμβαίνουν και πολλά. Στο μισό διήγημα ο ήρωας όλο κατεβαίνει και κατεβαίνει. Ο μύθος της πόλης έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον, με το που τον μαθαίνουμε όμως τελειώνει. Και γιατί τελειώνει έτσι; Δεν θα είχαν λόγο να τον κρατήσουν, απλά ούτε οι ίδιοι δεν ήξεραν πώς να φύγουν από εκεί. Month, σε ποια εποχή λαβαίνει μέρος η ιστορία σου; Οι πιθανότητες να βρεθείς με ένα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη είναι το ίδιο μεγάλες με το να σε πιάσει το λιμενικό… «Είμαι από σάρκα και οστά.» αποκρίθηκε ο Λευτέρης. «Ακούω την αστυνομία να έρχεται.» Εκεί που σκέπτομαι πως πρωτοτυπείς γράφοντας μοντέρνο fantasy, έχεις τους πρωταγωνιστές σου να χτυπιούνται με ξίφη και γιαταγάνια. Επίσης, είχες κάποιο πρόβλημα στο να βγάλεις τον ήρωα σου νικητή στη μονομαχία; Χρειαζόσουν τον από μηχανής …ΌμπιΟυάν; Και κάτι εκεί με την απόγονο από το μέλλον, έτσι για πιο…σαλάτα, τι άλλο να πει κανείς; Αν και λίγο βιαστικά γραμμένο, το διήγημα του Waylander…ακολουθεί την εισαγωγή, έχει ιστορία, χαρακτήρες, μυθολογία και ένα λίγο Aaron Spelling φινάλε. Κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted May 15, 2009 Author Share Posted May 15, 2009 (edited) Cesar και Waylander, στο εργαστήριο υπάρχουν ασκήσεις για τους χρόνους και για οπτικές γωνίες. Κάντε τις. Δε θα φτιάξουν από μόνα τους αυτά, θέλουν εξάσκηση για να γίνουν. Επίσης, ορθογραφία. Ο ορθογράφος του word είναι χρήσιμος, αλλά πρέπει να μπορείς να επιλέξεις ποια είναι η λέξη που σου κάνει. Δεν είναι και τόσοι πολλοί πια οι κανόνες, σύστημα θέλει και αυτό, σκέψη στην αρχή (σε φάση έχω ενικό ή πληθυντικό; ρήμα ή επίρρημα;) απόφαση και διόρθωση. Μετά από λίγο γίνεται αυτόματα. Θα δείτε. ίσως πακέτο με δυσλεξία να είναι πιο κουραστικό, δε λέω όχι σε καμία περίπτωση, όμως ο ορθογράφος του word είναι βοήθεια και όχι παγίδα και ως τέτοια πρέπει να λειτουργεί ;) Μηνά, αυτό το πράγμα είναι πρόβλημα συγκέντρωσης, όχι? Ξέρω πως μπορείς να γράψεις ιστορία που να βγάζει νόημα μια χαρούλα, αλλά δεν έχω ιδέα τι έχεις πάθει τώρα τελευταία και πετάς τις ιδέες στο χαρτί σα χλαπάτσα... Και στο πρηγούμενο, οκ, σε σώζει το ότι είναι ποίημα εν μέρη, αλλά εδώ... εδώ έχεις πλοκή, πολύ πλοκή που δεν την πιάνουμε. Λοιπόν, λέω να εγκαινιάσω το τετράπτυχο. Cesar_Cy Τι θέλει να πει ο συγγραφέας: Δεν είμαι σίγουρη αν θέλει να μας πει την ιστορία του άντρα ή την ιστορία της πόλης. Νοηματικά, αν τολμούσα κάτι θα έμοιαζε με "πόσο μοιραία μπορεί να αποβεί η αναζήτηση μιας ολόκληρης ζωής". Χμμμ... ναι, αυτό. Τι λειτουργεί καλά: Η φάση με τη σκάλα, αν και θα μπορούσες να την έχεις προσέξει ακόμα περισσότερο και να φτάσει κάτω πιο "λογικά". Πάντως τη δουλειά της την κάνει αρκετά καλά, μας κρατάει σε αγωνία για το τι θα βρει κάτω. Τι θα μπορούσε να λειτουργεί καλύτερα: Η ίδια η πόλη καταρχάς. Οι περιγραφές των ανθρώπων της, ο βασιλιάς της (κυριούλης??????) η εύρεση της, η αποσαφήνιση του τι έχει παιχτεί με την Πόλη... Πάρα πολλά πράγματα. Περαιτέρω σχόλια (κατα βούληση-εδώ το κατά βούληση θα το αξιοποιήσω σε "χρήση του προλόγου"): Η βασική υπόνοια που αφήνω είναι ότι για κάτι είναι αργά, τη χρησιμοποίησες κάπου και μου διαφεύγει? Wayander Τι θέλει να πει ο συγγραφέας: Την ιστορία των δύο τόσο διαφορετικών αντρών και σε δεύτερη φάση την κάθε μία ιστορία από τις προσωπικές τους. Μια άποψη για μια ιδιαίτερη φιλία ίσως. Τι λειτουργεί καλά: Η αφήγηση. Η γνωριμία των ηρώων και η πλοκή. Ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνουν τα πράγματα γραμμικά. Είναι μια χαρά, κατανοητό και σαφές. Τι θα μπορούσε να λειτουργεί καλύτερα: Η μεταξύ τους σχέση. Μην τη δίνεις όλη με διάλογο, είναι σημαντική για να μένει μόνο στα λόγια. Θα μπορούσες να έχεις ένα πολύ καλύτερο χαρακτήρα για το Σεβάχ αν μας έλεγε αυτά που λέει, αλλά ταυτόχρονα βλέπαμε με τις πράξεις του πως βασικά δεν είναι τόσο συμφεροντολόγος όσο θέλει να δείχνει και τον νοιάζεται τον ήρωά σου. Περαιτέρω σχόλια (κατα βούληση-εδώ το κατά βούληση θα το αξιοποιήσω σε "χρήση του προλόγου"): Μια χαρά. Τα έχεις κλείσει όλα τα θέματα. Month Τι θέλει να πει ο ποιητής/συγγραφέας: Χμμμ.... Με προσπάθεια συμπεραίνω πως βασικά θέλει να πει την ιστορία του ζευγαριού και ταυτόχρονα να μιλήσει και για τη γυναικεία διαστροφή που προτιμά να σκοτώσει τον καλό της παρά να αποκαλυφθεί. Το άλλο με την απόγονο δεν το έχω πιάσει ακριβώς, αλλά υποθέτω πως το δράμα της είναι πως αν δεν τον σώσει, αυτή δε θα υπάρχει. Πολλά καρπούζια κάτω από μία μασχάλη, και μάλιστα μία μασχάλη που έχει μόλις 3.500 λέξεις το πολύ... Τι λειτουργεί καλά: Οι διάλογοι. Είναι έξυπνοι και εντός κλίματος (πειρατικού). Τι θα μπορούσε να λειτουργεί καλύτερα: Η πλοκή. Είναι πολύ τσαπατσούλικη, έχει ήρωα από το πουθενά που δεν ξέρω σε τι τον χρειάζεσαι, έχει ένα ολόκληρο κοσμογονικό κόνσεπτ που δεν εξηγείς σχεδόν καθόλου. Επίσης, ο χωροχρόνος. Δεν είναι το ασαφές που με ενοχλεί, είναι που εκεί που πάω να δω κάτι συγκεκριμένο μπροστά μου μου το αλλάζεις και τα χάνω. Περαιτέρω σχόλια (κατα βούληση-εδώ το κατά βούληση θα το αξιοποιήσω σε "χρήση του προλόγου"): Νομίζω πως όλα εκεί είναι. Αν και δεν ξέρω γιατί για εκείνη μπορεί να ήταν αργά. Έχω όμως μια υπόνοια πως κάτι έχεις σκεφτεί για αυτό που απλά δε φαίνεται πολύ καθαρά. Waylander κι από μένα. Για το σύνολο. Edited May 15, 2009 by Nienor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted May 15, 2009 Share Posted May 15, 2009 Θα πω μόνο μια έξη: Έλλιψη Χρόνου (εντάξει ήταν δύο) Σοβαρά τώρα, επειδή έτρεχα όλη την εβδομάδα (ο Πατέρας μου στο νοσοκομείο, στην δουλειά αυξημένος φόρτος κτλπ) δεν υπήρχε χρόνος για να γράψω κάτι καλύτερο. Το τελείωσα έτσι όπως το τελείωσα, γιατί στις 1 και μισή το βράδυ δεν μπορούσα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Και όπως το περιθόριο να υποβάλω την ιστορία ήταν κάπως.... πιεστικό, δεν πρόλαβα. Το αρχικό όραμα έχει: Πειρατές, συνάντηση με τους απογόνους-προγόνους μέσα σε όνειρο;, προσπάθεια μέχρι εσχάτων να βγει απο την έρημο, την κοπέλα την είχανε πάρει χαμπάρι, και όχι Ιρλανδός/Σκοτσέζος. Θα την γράψω κανονικά, και θα την ανεβάσω. Όσο για εποχή, είναι ένα κοντινό μέλλον. Κάτι σαν post apocalyptic σκέψου το. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 15, 2009 Share Posted May 15, 2009 Θα πω μόνο μια έξη: Έλλιψη Χρόνου Έλλειψη χρόνου για να γράψεις και αυτές τις... έξεις;! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted May 15, 2009 Share Posted May 15, 2009 Εμμ, τόσο πολύ δεν έχω χρόνο, που τρώω και τα ε. Και όχι μόνο, για να μην μας κατηγορήσουν και για ρατσιστές... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 15, 2009 Share Posted May 15, 2009 Εμμ, τόσο πολύ δεν έχω χρόνο, που τρώω και τα ε. ε = λ ... ; !!!! Τι να πω; Πρόσεχε τον τοίχο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted May 15, 2009 Share Posted May 15, 2009 Εγώ ψήφισα χωρίς να σχολιάσω - και δεν έχω χρόνο αυτή τη στιγμή να το κάνω- αλλά θα αιτιολογήσω απλώς την ψήφο μου. Ψήφισα τον Waylander επειδή βρήκα την ιστορία του πιο συγκροτημένη και κατανοητή. Επίσης νομίζω ότι εκμεταλλεύτηκε όλα τα στοιχεία της εισαγωγής και τα χρησιμοποίησε σωστά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 15, 2009 Share Posted May 15, 2009 Ψήφισα κι εγώ , αλλά θα σχολιάσω το απόγευμα από το σπίτι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted May 15, 2009 Share Posted May 15, 2009 Μέχρι πότε ψηφίζουμε?? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
cesar_cy Posted May 15, 2009 Share Posted May 15, 2009 Καταρχάς να πω πως περιμένω άλλα 7 σχόλια για την ιστροία μου (9 ψήφισαν- 2 που σχολίασαν ήδη = 7 που δεν σχολίασαν ακόμα ) ζητώ να με σχολιάσετε για να ξέρω και εγώ τί έχω κάνει και τί όχι, για αυτό να ευχαριστήσω αυτούς που ήδη σχολίασαν. Συγχαριτήρια στον κ.Waylander και στον κ.Month για τις ιστορίες τους. Λοιπόν : Κύριε DinoHajiyorgi Υπήρξαν όμως σημεία που με δυσκόλεψαν. Γράφεις: Έχω διαβάσει τα σημεία που αναφέρεται και έχετε δίκαιο αλλά είμαι μαθητής τρίτης λυκείου, δεν έχω ούτε ώρα να ξεκουραστό και κατάφερα να γράψω ένα διήγημα 2,500 λέξεων. Σύμφωνω πως η ιστορία που είναι γεμάτη λάθη και έχω να πω πως δεν κατάφερα να την διορθώσω καθόλου, να σημειώσουμε πως την έδωσα στην ώρα μου ( οι άλλοι δύο όχι ). Η γιαγιά μου έλεγε πάντα "Να προσπαθείς όσο μπορείς και αν δεν καταφέρεις δεν πειράζει" προσωπικά είμαι χαρούμενος που νίκησα τον χρόνο. Κυρία Nienor Τι θέλει να πει ο συγγραφέας: Δεν είμαι σίγουρη αν θέλει να μας πει την ιστορία του άντρα ή την ιστορία της πόλης. Νοηματικά, αν τολμούσα κάτι θα έμοιαζε με "πόσο μοιραία μπορεί να αποβεί η αναζήτηση μιας ολόκληρης ζωής". Χμμμ... ναι, αυτό. Ο συγγραφέας θέλει να πει : Ακριβώς αυτό που γράφεις . μας κρατάει σε αγωνία για το τι θα βρει κάτω. Αυτό ήθελα να κάνω με το όλο διήγημα να κρατήσω την αγωνία ως στο τέλος και νομίζω πως το κατάφερα. Τι θα μπορούσε να λειτουργεί καλύτερα: Η ίδια η πόλη καταρχάς. Οι περιγραφές των ανθρώπων της, ο βασιλιάς της (κυριούλης??????) η εύρεση της, η αποσαφήνιση του τι έχει παιχτεί με την Πόλη... Πάρα πολλά πράγματα Όπως είπα πριν, είμαι τρίτη λυκείου Η βασική υπόνοια που αφήνω είναι ότι για κάτι είναι αργά, τη χρησιμοποίησες κάπου και μου διαφεύγει? Μιλά με για μια πόλη που έχει ξεχαστεί για 450 χρόνια, μπορεί ναείχε διαλυθεί προπολού και ο ίδιος να μην το ήξερε. Υ.Γ: Για περισσότερες επεξηγήσεις ρωτάτεμε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Glowleaf Posted May 15, 2009 Share Posted May 15, 2009 Η γιαγιά μου έλεγε πάντα "Να προσπαθείς όσο μπορείς και αν δεν καταφέρεις δεν πειράζει" Εφοσον εισαι αρκετα νεος ακομα, σου προτεινω να απορριψεις αυτη την νοοτροπια παντελως. Το να προσπαθεις σημαινει το να αποτυγχανεις, ενω πειθεις τον εαυτο σου οτι μονο μεχρι εκει φτανεις, καταληγοντας μονο σε μετριοτητες. Και επειδη ξερω ποσο δυσκολες ειναι οι παγκυπριες εξετασεις (ακομα θυμαμαι τις 100 ερωτησεις στην Φυσικη), μην συμβιβαστεις με απλες προσπαθειες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted May 15, 2009 Share Posted May 15, 2009 Φίλε cesar δεν υπάρχει λόγος να δικαιολογείσαι, γιατί κανείς δεν σε κατηγορεί για τίποτα. Οι διαγωνισμοί σε αυτό το site είναι ένα πολύ καλό ερέθισμα για να γράψεις, να διαβάσει κόσμος τί έγραψες και μέσα από αυτή τη διαδικασία να προσπαθήσεις να βελτιωθείς. Τα σχόλια γίνονται πάντα με καλή πίστη. Ο Καζαντζάκης πάντως έγραφε "Παιδί μου, φτάσε εκεί που δεν μπορείς". Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted May 18, 2009 Share Posted May 18, 2009 Από πλευράς ποιότητας γραφής, γλώσσας, καθώς και ενδιαφέρουσας πλοκής νομίζω υπερέχει ο month. Από την άλλη, υπάρχουν τόσα πράγματα τα οποία απλώς αναφέρονται και υποννοούνται, χωρίς να τους αφιερωθεί ο χώρος που - προφανώς - τους αναλογεί κι έτσι το αποτέλεσμα είναι υπερβολικά ασαφές. Και, έχοντας μία ιστορία κατά βάση περιπετειώδη, αυτό αφαιρεί πολλούς πόντους. Επίσης πρέπει να πω ότι δεν πολυκαταλαβαίνω τους μισο - προηγμένους μισο - πρωτόγονους κόσμος. Από τη μία έχουμε πχ λιμενικό, ταινίες, μεταλλικά σκάφη (διαστημόπλοιο;) κι από την άλλη σπαθιά και μεσαιωνικές προλήψεις. Αλλά εντάξει, ξέρω, έχει μια γοητεία. Waylander: Είναι ο μόνος που έδειξε να ακολουθεί πλήρως την εισαγωγή. (Αν και υπάρχει το σημείο με τις "σωστές λέξεις", δίπλα από το οποίο περνάς σφυρίζοντας αδιάφορα, αλλά σε γενικές γραμμές την εκμεταλλεύτηκες σωστά). Η ιστορία βέβαια ήταν ακριβώς αυτό που σου έρχεται στο μυαλό διαβάζοντας την εισαγωγή, δεν με εξέπληξε πουθενά, αλλά ήταν κατανοητή και με συνοχή. Cesar: Από την εισαγωγή χρησιμοποιείς μόνο την έρημο και τις "σωστές λέξεις" (ο μόνος μάλλον). Ποὐ είναι "αυτή" και για τί είναι πια αργά; Μου δίνεις την ίδια εντύπωση που μου έδωσες και στο παρελθόν, ότι έχεις μια ιστορία στο μυαλό σου και βιάζεσαι να την πεις όλη, χωρίς να σταθείς όπου μπορεί να χρειάζεται και χωρίς να κάτσεις να διαλέξεις τις σωστές λέξεις. Κι έτσι το αποτέλεσμα δίνει την αίσθηση της βιασύνης. Όχι μόνο βιασύνη στο γράψιμο, αλλά και κατά την ανάγνωση σε κάνει να τρέχεις χωρίς να σταθείς να προσέξεις κάτι. Η επιλογή κάποιων λέξεων επίσης δεν ήταν και τόσο πετυχημένη... Κυριούλης; Ο στρατηγός Λεχώνας; Σε όλους: Πολλή βιασύνη ρε παιδιά. Και προσοχή λίγο με την ορθογραφία. Συμπέρασμα: Γι' αυτό που υπόσχεται ότι θα μπορούσε να είναι, θα ψήφιζα εύκολα month. Γι' αυτό που τελικά διάβασα, ψηφίζω waylander Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
cesar_cy Posted May 18, 2009 Share Posted May 18, 2009 Cesar: Από την εισαγωγή χρησιμοποιείς μόνο την έρημο και τις "σωστές λέξεις" (ο μόνος μάλλον). Ποὐ είναι "αυτή" και για τί είναι πια αργά; Μου δίνεις την ίδια εντύπωση που μου έδωσες και στο παρελθόν, ότι έχεις μια ιστορία στο μυαλό σου και βιάζεσαι να την πεις όλη, χωρίς να σταθείς όπου μπορεί να χρειάζεται και χωρίς να κάτσεις να διαλέξεις τις σωστές λέξεις. Κι έτσι το αποτέλεσμα δίνει την αίσθηση της βιασύνης. Όχι μόνο βιασύνη στο γράψιμο, αλλά και κατά την ανάγνωση σε κάνει να τρέχεις χωρίς να σταθείς να προσέξεις κάτι. Η επιλογή κάποιων λέξεων επίσης δεν ήταν και τόσο πετυχημένη... Κυριούλης; Ο στρατηγός Λεχώνας; Αν δίαβαζες το ποστ μου πιο πάνω θα σου είχαν λυθεί κάποιες απορίες. Πάντως σε ευχαριστώ πολύ που δίαβασες τις ιστορίες και σχολίασες. Λοιπόνν στο θέμα εισαγωγή έχω να πω πως μόλις την διάβασα ήταν προβλέψιμη (συγνώμη κυρία Nienor ) δηλαδή το "αυτή" και το "ήταν πολύ αργά" παραπέμπει σε μια γυναίκα που ψάχνει ο χαρακτήρας μας που ίσως έχει χαθεί ή έχει πεθάνει. Εγώ ήθελα να μην γίνω προβλέψιμος και να κρατήσω την αγωνία στο τι ψάχνει ο χαρακτήρας μέχρι το τέλος, νομίζω πως σε αυτό το κατάφερα. Γενικά είμαι ένας βιαστικός άνθρωπος και θέλω πάντα να είμαι γρήγορος και πρώτος μα αυτό δεν βοηθά στην συγγραφή Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.