Guest old#2065 Posted December 30, 2011 Share Posted December 30, 2011 (edited) το ζίπκα[1] από χοντρό ύφασμα να κολλάει πάνω στους μηρούς του. [1] Το χαρακτηριστικό παντελόνι, στενό στα πόδια και φαρδύ σα βράκα ψηλά. Ευθυμία η συγκεκριμένη λέξη τονίζεται στη λήγουσα. zıpka karadeniz kıyısı halkının giydiği dar paçalı potur. Πουτούρι, στενό στα πόδια που φορούν οι λαοί στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας.(Και ίσως να είναι καλύτερο ο ζιπκάς, αλλά για αυτό δεν ειμαι σίγουρος) Θα επανέλθω όταν το διαβάσω όλο. Edited December 30, 2011 by npaps Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted December 30, 2011 Share Posted December 30, 2011 Στα ποντιακά το λένε ζίπκα, όμως. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted December 30, 2011 Share Posted December 30, 2011 Είχα πει ότι μου άρεσε όταν είχα δει την πρώτη γραφή. Μου αρέσει και τώρα. Σου είχα επισημάνει ότι ήταν πολλές οι παραπομπές και χαίρομαι που τις έχεις βγάλει τώρα. Ακόμα και αν υπάρχουν ένα-δυο πράγματα που δεν εξηγούνται αμέσως, δεν νομίζω ότι είναι πρόβλημα να περιμένουμε να τις καταλάβουμε από τα συμφραζόμενα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest old#2065 Posted December 30, 2011 Share Posted December 30, 2011 Στα ποντιακά το λένε ζίπκα, όμως. Αν είσαι σίγουρη mea culpa. Όμως το έχω ακούσει από ελληνόφωνους (όχι σιγουρα πόντιους) ως ζιπκά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted December 30, 2011 Share Posted December 30, 2011 Υπάρχουν παραλλαγές, ας πούμε εγώ το ήξερα Η ζίπκα, και όχι ΤΟ. (Επίσης οι δικοί μου λέγανε ζΙπούνα και όχι ζΟΥπούνα) Αλλά με τόνο στη λήγουσα δεν το έχω ακούσει ποτέ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted December 30, 2011 Author Share Posted December 30, 2011 Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, η ζίπκα είναι η βράκα και τα ζίπκας ολόκληρη η φορεσιά η αντρική. Σίγουρα, και στο κείμενο της εγκυκλοπαίδειας, αλλά και προφορικά, η γιαγιά μου κι οι αδελφές της, ζίπκα το έλεγαν, ο τόνος στην παραλίγουσα. Το τούρκικο λεξικό δεν περιλαμβάνει τις ποντιακές παραλλαγές της λέξης, ίσως αυτό σε μπέρδεψε, Νίκο. Η ζουπούνα-ζιπούνα είναι μάλλον θέμα προφοράς. Το χωριό της γιαγιάς μου ήταν μεταξύ Καισάρειας και Ακ Νταγ Μαντέμ, οπότε μάλλον απείχε κάπως από την "καθαρή" προφορά των παραλίων. προσωπικά το ζου- δε μου πολυαρέσει, αλλά μάλλον θα το κρατήσω, για λόγους κουλέρ λοκάλ και μόνο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest old#2065 Posted December 30, 2011 Share Posted December 30, 2011 Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, η ζίπκα είναι η βράκα και τα ζίπκας ολόκληρη η φορεσιά η αντρική. Σίγουρα, και στο κείμενο της εγκυκλοπαίδειας, αλλά και προφορικά, η γιαγιά μου κι οι αδελφές της, ζίπκα το έλεγαν, ο τόνος στην παραλίγουσα. Το τούρκικο λεξικό δεν περιλαμβάνει τις ποντιακές παραλλαγές της λέξης, ίσως αυτό σε μπέρδεψε, Νίκο. Η ζουπούνα-ζιπούνα είναι μάλλον θέμα προφοράς. Το χωριό της γιαγιάς μου ήταν μεταξύ Καισάρειας και Ακ Νταγ Μαντέμ, οπότε μάλλον απείχε κάπως από την "καθαρή" προφορά των παραλίων. προσωπικά το ζου- δε μου πολυαρέσει, αλλά μάλλον θα το κρατήσω, για λόγους κουλέρ λοκάλ και μόνο. Η γιαγιά μου από την Σινασσό της Καππαδοκείας είχα ακούσει να το λέει ζιπκά. Αλλά προφανώς άλλο Καππαδοκεία και άλλο Πόντος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted December 30, 2011 Author Share Posted December 30, 2011 Η γιαγιά μου από την Σινασσό της Καππαδοκείας είχα ακούσει να το λέει ζιπκά. Αλλά προφανώς άλλο Καππαδοκεία και άλλο Πόντος. Χμμμ... αυτό θα πρέπει να το κοιτάξω σε μεγαλύτερο βάθος. Ίσως -πέρα από το εγκυκλοπαιδικό του μέρος- είναι καλό σαν ιδέα για μια από τις υποπλοκές που έχω στο μυαλό μου. Είδατε τι καλό πράμμα είναι η κουβέντα; όλο και κάτι θα πεταχτεί που θα σου κάνει να μπαλώσεις τρυπούλες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted June 19, 2014 Author Share Posted June 19, 2014 Ααααχ. Χτες το βράδυ ολοκληρώθηκαν οι διορθώσεις στο πρώτο βιβλίο των Ξεφτιών της Πλέξης, με τίτλο Μνήμη. Όπως λέει κι ένα άλλο ευγενές μέλος του φόρουμ, το κείμενο λέει αυτά που θέλω, μένει μόνο να τα λέει κι όπως θέλω. Πάει να πει, μέχρι τη Δευτέρα θα είμαστε έτοιμοι για τους beta readers. Κέρασμα, για να το γιορτάσουμε; Και κουίζ: ποιος παλιός, καλός συφορουμίτης περιμένουμε να κάνει δυναμική εμφάνιση στο δεύτερο βιβλίο; Αν το βρει ο ίδιος, κερδίζει μια θέση beta reader. Νεσίλι, στο παλάτι της Ισαμάι έτος 2452 από Κτίσεως Κόσμου, 17η του Χαμεστύο, ημέρα Ένα-Κουττεσάρας Δεν του άρεσαν του Τουνταλίγια αυτά που άκουγε, δεν του άρεσαν καθόλου. Από τη μία ο βεζίρης του μπαμπάλιζε για τα έξοδα και τις υπερβολές που είχε κάνει ο ξάδελφος Γκαγκαστίγια ο Γρύλος για να πάει στη Γουασιλούσα. Κι από την άλλη ο ξάδελφός του ο Χαρτάγκα η Αρκούδα μπαμπάλιζε για τα έξοδα που έπρεπε να κάνει ο αδελφός του ο Ντουσκιλούλι η Χαρούμενη Πηγή για να γυρίσει πίσω στην Ισαμάι. Έτριψε με δείχτη και αντίχειρα τα μάτια και το σημείο της μύτης ανάμεσά τους. Ήταν σίγουρος ότι ο Σεμάνα το Θεμέλιο ήταν κάπου εκεί δίπλα κι αυτό κάπως τον ηρέμησε. «Μπορείτε να μη με σκοτίζετε για πράγματα που δε με αφορούν;» γρύλισε και οι δυο γκρινιάρηδες έπαψαν με μιας. «Αν ο Γκαγκαστίγια θέλησε να ξετινάξει το θησαυροφυλάκιο για να κάνει τον όμορφο στους Ιστρανίλι, έχει την αμέριστη συμπαράστασή μου. Είναι ο πρέσβης μου και είσαι πολύ τυχερός που δεν τον ενδιαφέρει να γίνει βεζίρης» συμπλήρωσε απειλητικά. Ο άλλος δεν τόλμησε ούτε να διαμαρτυρηθεί ούτε να θυμώσει. Ωραία. Σειρά του Χαρτάγκα τώρα. «Κι αν ο Ντουσκιλούλι δεν ήταν κλέφτης και προδότης μπορεί να μη χρειαζόταν να δώσουμε ένα σωρό λεφτά στο Γκαγκαστίγια για να πάει στη Γουασιλούσα να τον φέρει. Κι επίσης, είσαι εξίσου τυχερός με ετούτον εδώ» έδειξε το βεζίρη, «γιατί συνήθως τα αδέλφια των προδοτών πέφτουν σε δυσμένεια στις αυλές άλλων βασιλιάδων. Απ’ ό,τι ξέρω.» Είδε τους μυς στο σαγόνι του Χαρτάγκα να σαλεύουν, σχεδόν άκουσε τα δόντια του να τρίζουν. Λυπήθηκε που είπε αυτό που είχε πει. Η Αρκούδα ήταν τίμιος άνθρωπος, παρά τη φάτσα του που έμοιαζε με αρπακτικού. Κι αν μπορούσε να καταλάβει κάποια πράγματα, ήταν και λίγο αδέξιος στις δολοπλοκίες. Σαν κι εσένα, Τουνταλίγια, σκέφτηκε μελαγχολικά. Αλλά ο θυμός του κι η ανησυχία δεν μπόρεσαν να πνιγούν αυτή τη φορά κάτω από την αυτολύπησή του. Η αίθουσα του θρόνου έμενε σιωπηλή. Όλη του η κουστωδία, άνθρωποι που ειλικρινά τούς βαριόταν μέχρι θανάτου, κρέμονταν από τα χείλη του, τάχα τρομαγμένοι από το θυμό του. Ήξερε πολύ καλά ότι τουλάχιστον οι μισοί από αυτούς περίμεναν να περάσει η ώρα, για να πάνε να παρακαλέσουν τη χήρα Μουριγιάν, την επίσημη ερωμένη του να τον ηρεμήσει. Πολλοί περισσότεροι απ’ όσοι πίστευε ο ίδιος ή μπορούσε να υπολογίσει. Πολλοί βασίζονταν στην κατευναστική επίδραση που είχαν οι χάρες της χήρας επάνω του. Καμιά φορά το ίδιο έκανε κι ο Τουνταλίγια. «Κι αν τελειώσαμε με τις γκρίνιες και τις βλακείες, μήπως μπορεί κάποιος να μου πει γιατί ο λαός μου είναι σιωπηλός αυτές τις μέρες; Βγαίνω να κυκλοφορήσω στην πρωτεύουσά μου κι αντί να με χαιρετούν, μένουν σιωπηλοί. Τι συμβαίνει που δε μου λέτε; Και γιατί δε μου το λέτε αυτό που συμβαίνει; Μήπως πρέπει ν’ αρχίσω να ξηλώνω τα ξέφτια στο ρούχο μου;» Η απειλή ήταν άμεση. Τουλάχιστον ήλπιζε να καταλάβουν πόσο άμεση απειλή ήταν αυτή. Ο Χαρτάγκα ήταν αρχιστράτηγος των δυνάμεων στην περιοχή του Αλβανζάννας, υπήρχαν τουλάχιστον έξι υποτελείς του που θα τον έσφαζαν ευχαρίστως για τη θέση του αυτή. Κι οι πιθανοί διάδοχοι του βεζίρη ήταν περισσότεροι από τα δάχτυλα που είχε σε χέρια και πόδια μαζί. Παρά την απειλή όμως, δε φάνηκαν πρόθυμοι να απαντήσουν άμεσα στις ερωτήσεις του. Ο ένας άνοιξε διστακτικά το στόμα του και το ξανάκλεισε, ο άλλος έγλυψε τα χείλη, ψευτοδαγκώνοντας το μούσι του. «Μιλάτε!» Κατάλαβε ότι του ξέφυγαν σάλια, αλλά δεν τον ένοιαξε. Είχε αρχίσει να κουράζεται μ’ αυτό το παιχνιδάκι. «Οι υπήκοοί σου, πολυχρονεμένε μας, ακούν συνέχεια φήμες ότι το παλάτι αγόρασε σιτάρι από τους Αισώπους» αποτόλμησε να ψελλίσει τελικά ο βεζίρης. «Πάει μήνας που ακούγονται αυτά τα κουτσομπολιά. Κι όσοι τα πιστεύουν αναρωτιούνται αν και πότε θα φτάσει επιτέλους αυτό το σιτάρι στην Ισαμάι. Κι επίσης αν και κατά πόσο θα μοιραστεί δίκαια αυτό το σιτάρι.» Ώστε έτσι. Ένιωσε να ζαλίζεται, αλλά κατάφερε να κρατήσει την αυτοκυριαρχία του. Τέσσερις άνθρωποι ήξεραν γι’ αυτήν την αγορά, ο ίδιος, ο πρέσβης που είχε στείλει με τα πλοία, ο μάγος του παλατιού κι ο χορηγός του αντιτίμου. Ο Τιγκμαγκίρ. Ο μόνος που είχε στη διάθεσή του αρκετό χρυσάφι για να γίνει μια τέτοια αγορά. Ούτε καν ο Σεμάνα δεν ήξερε, τον είχε απομακρύνει πριν μιλήσουν με τους άλλους. Κι επιπλέον ο μάγος είχε κάνει ένα ξόρκι που να εξασφαλίζει την εχεμύθεια όλων! Ποιος λοιπόν; Είχε κάποιος κρυφακούσει; Αδύνατον, τα μέτρα που είχαν ληφθεί για τη συνάντηση ήταν περισσότερα από ποτέ. Ακόμη και το δωμάτιο που είχε διαλέξει για την κουβέντα εκείνη ήταν το μόνο δωμάτιο χωρίς «μάτια κι αυτιά» στους τοίχους του. Μπορεί να είχε γίνει τυχαία; Να είχε πέσει κάποιο κιβώτιο με χρυσάφι όταν το φόρτωναν στα καράβια; Αλλά και πάλι, πώς συνέδεσαν το χρυσάφι με το σιτάρι; Οι εντολές που είχαν οι καπετάνιοι των καραβιών και οι φήμες που είχαν διαδοθεί τεχνηέντως ήταν ότι πήγαιναν στην Αισωπεία να φέρουν παπύρους, δορές κροκοδείλων και λεοπαρδάλεων και φίλντισι από ιπποπόταμο για το ναό του Κουένπεσνου. Μετά τη Λαλουκκίμμα και τον Κουτεσσάρας, ήταν σειρά του Τρίτου των Πέντε να αποκτήσει ένα πλουμιστό λατρευτικό συγκρότημα. Πώς; Κατάρα στο κεφάλι μου, πώς; Το μυαλό του ούρλιαζε, αλλά το πρόσωπό του ήταν σκληρό, αδαμάντινο. Ανέκφραστο. Σε μια στιγμή αδυναμίας έψαξε τη φάτσα του Χαρτάγκα μήπως βρει εκεί κάποιο σημάδι, κάποιο ανεπαίσθητο ίχνος συναισθήματος ικανοποίησης, που θα υποδήλωνε την ενοχή του. Αλλά ο στρατηγός ήταν σοβαρός και τον κοιτούσε με βλέμμα ανήσυχο. Άραγε περίμενε από τον Τουνταλίγια να δώσει μια λύση; Κι αν ναι, σε ποιο πρόβλημα; Κι αν όχι τότε τι ζητούσε; Επιβεβαίωση των φημών; Επιβεβαίωση των ανησυχιών του; Ζαλίστηκε ο πολυχρονεμένος βασιλιάς της Νεσίλι. Δεν ήταν δικές του σκέψεις αυτές, δεν ήταν ο τρόπος που δούλευε το μυαλό του. Κάποιος άλλος τον είχε καταλάβει και τον έκανε ότι ήθελε, ίσως ο Λουκαΐνι, ναι, το φάντασμά του προσπαθεί να κυβερνήσει στη θέση μου, κούνησε πάλι το κεφάλι του να το ξεκαθαρίσει, μοιάζω με ηλίθιο, με άρρωστο, με επιληπτικό, σε λίγο θα φέρουν να μου βάλουν βδέλλες στους κροτάφους! Τινάχτηκε παίρνοντας μια κοφτή ανάσα. «Σιτάρι υπάρχει στην Ισαμάι όσο χρειάζεται μέχρι την καινούργια σοδειά κι αυτό το ξέρουν όλοι» έκανε. «Το μόνο που αγοράζουμε από την Αισωπεία είναι εξωτικά υλικά για τους ναούς των θεών. Πού ακούστηκε να ψάχνουμε για σιτάρι στην Αισωπεία; Ποιος διαδίδει αυτές τις βλακείες;» «Γνωρίζω, πολυχρονεμένε μας.» Τιγκμαγκίρ. Όπως πάντα είχε κάνει είσοδο θεαματική. Του άρεσαν του αρχιερέα κάτι τέτοια θεατρικά. Πιθανόν επειδή κι η θεά που υπηρετούσε, η Πρώτη των Πέντε, ήταν η πιο μεγαλοπρεπής κι η πιο φιλάρεσκη από τους Μύριους Θεούς της Νεσίλι. Και φυσικά, παρά την προσήλωσή του στους κανόνες και τα τυπικά, ήξερε επίσης πότε να σπάσει το πρωτόκολλο. Ο Τουνταλίγια αποφάσισε ότι άξιζε τον κόπο να του δώσει το πάτημα που πλαγίως είχε ζητήσει. «Τιγκμαγκίρ, Κοφτερό Εγχειρίδιο, κάνε τη δουλειά σου.» Ο αρχιερέας υποκλίθηκε κρατώντας τον σε αγωνία περισσότερο απ’ ότι του άρεσε. Ύστερα έπλεξε τα δάχτυλά του και τα ακούμπησε απαλά στο ρούχο του, στο ύψος της κοιλιάς. «Εδώ και μέρες ο πρέσβης Πουλισίγια πηγαίνει καθημερινά στο ναό του Κουένπεσνου για την πρωινή του προσευχή. Κάθε φορά που το κάνει αυτό, πιάνει ψιλή κουβέντα με τους ιερείς, μεγάλους και μικρούς. Κάθε φορά μένει λίγο περισσότερο από το κανονικό, σαν να παρατηρεί. Κάθε φορά γυρίζει πίσω και γράφει επιστολές, λένε οι δούλοι του, επιστολές που ούτε τις στέλνει κάπου, ούτε τις βλέπει ποτέ ξανά κανείς.» Ο Τουνταλίγια ένιωσε να κρυώνει ξαφνικά. Πουλισίγια. Να ένα όνομα που δεν ήθελε ν’ ακούσει. Να ένα όνομα που είναι επικίνδυνο να το λέει κανείς. Ο Τιγκμαγκίρ συνέχισε να μιλάει ήρεμα, λες και δεν κρατούσε στην άκρη της γλώσσας του μια φράση που θα μπορούσε να γίνει αιτία πολέμου. «Ίσως η Λαλουκκίμμα η Φωτεινή, σαν μητέρα του Κουένπεσνου να μπορέσει να τον ρωτήσει τι συμβαίνει στο ναό του, να μπορέσει να μάθει. Αλλά πώς να τον ρωτήσει, αν δεν τον τιμήσει με την ομορφιά της, φορώντας τα καλύτερά της ρούχα, στρώνοντας το καλύτερό της τραπέζι με τα εκλεκτότερά της εδέσματα, στολίζοντας τα μαλλιά της με την τέχνη της καλύτερης χτενίστρας στην Ισαμάι;» Πάλι με τη χτενίστρα ασχολείται, τι μανία κι αυτή για ένα όνειρο και μια δούλα, εκνευρίστηκε ο βασιλιάς, αλλά πάλεψε με νύχια και με δόντια ούτε να δείξει το θυμό του, ούτε να δώσει σημασία στις προσφορές του Τιγκμαγκίρ να κατασκοπεύσει τους ιερείς του Τρίτου των Πέντε. «Σοφός είναι ο πρέσβης Πουλισίγια» είπε μετρώντας τις λέξεις του μία προς μία. «Ας τον καλέσουμε» έκανε ένα αόριστο νόημα προς το βεζίρη, «απόψε στο τραπέζι μας, να φάει μαζί μας, να πιει μαζί μας. Η σοφία κι η ευλάβεια πρέπει να επιβραβεύονται. Να φροντίσετε απόψε το τραπέζι μου ώστε να τιμά την πατρίδα του σεβαστού πρέσβη. Υπάρχει, πιστεύω, έστω ένας μάγειρας στις κουζίνας του παλατιού που να ξέρει να μαγειρεύει ιστρανίλι φαγητά.» Ανάθεμά σε Ιστρανίλι, καταράστηκε από μέσα του τον πρέσβη της γείτονος αυτοκρατορίας, όσο ο βεζίρης φρόντιζε να εκτελεστούν οι διαταγές του βασιλέα. Δεν άντεχε άλλο, ήθελε να ανέβει πάλι πάνω από την Πύλη των Σφιγγών, να αφήσει το βλέμμα του να ξεκουραστεί στον ορίζοντα. Έκανε ένα νόημα, σοκάροντας τους υπολοίπους, ακυρώνοντας όλες τις υπόλοιπες ακροάσεις του. Ούτε και νοιάστηκε αν μετά από τα μπαμπαλίσματα του βεζίρη και του Χαρτάγκα και τις εμπρηστικές υπόνοιες του Τιγκμαγκίρ είχε να δεχτεί τους αντιπροσώπους της Ιμγκαλαλίλ, της νότιας πρωτεύουσας και τους δήθεν απογόνους της ερειπωμένης Μπατν-Μαντάκ των Μικρών Ερήμων και τους δήθεν εμπόρους των νομαδικών φυλών της Ανατολής, που καταυλίζονταν πέρα από το όρος Χαρσουμνά και επέδραμαν κάθε που ωρίμαζαν τα σπαρτά. Τίποτε δεν τον ένοιαζε, ήθελε μόνο ν’ ανέβει στα τείχη του παλατιού, να κοιτάξει, να ξεσκάσει. Αποχωρώντας, το βλέμμα του έπεσε πάνω το διπλωμένο στα δύο σώμα του αρχιερέα της Λαλουκκίμμα, υποκλινόταν ο Κοφτερό Εγχειρίδιο μπροστά στο βασιλιά του. Ο ισόθεος Τιγκμαγκίρ. Μπορούσε να έχει φτάσει η ασυδοσία του ως εκεί; Να διαρρεύσει μυστικά του κράτους, για ποιο λόγο; Τι θα μπορούσε να κάνει τον αρχιερέα της Λαλουκκίμμα να προδώσει την πατρίδα του; Ο θρόνος, ηλίθιε, τι άλλο. Θέλει το θρόνο. Αλλά όσο ήταν αρχιερέας δε μπορούσε να γίνει βασιλιάς. Κι επίσης δεν ήταν και συγγενής, δεν είχε αίμα της βασιλικής οικογένειας μέσα του, ούτε για δείγμα, τα ήξεραν αυτά οι γραφείς του Βασιλικού Αρχείου, όλοι οι πιθανοί διάδοχοι του θρόνου, ακόμη κι οι νόθοι ήταν καταγεγραμμένοι λεπτομερώς. Άρα; Άρα κάνω λάθος. Άρα ήταν όντως δουλειά των Ιστρανίλι; Άρα ήταν όντως μπλεγμένος ο Πουλισίγια; Και τι σχέση είχε η χτενίστρα με όλα αυτά; Και γιατί ο Κουττεσάρας ο Τοιχιστής είχε έρθει στον ύπνο του με αίματα και ακόντια, ζητώντας να τον χτενίσει με χέρια καμένα ως τους αγκώνες; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.