Jump to content

Z.G.A.D.A.


Bardoulas©

Recommended Posts

Σκατά. Με μια λέξη. Όταν βλέπεις πως όλα έχουν πάει στραβά, είναι η μοναδική λέξη που ξεστομίζεις. Τι κι αν είμαι ένας από τους πιο αισιόδοξους ανθρώπους. Τι κι αν είμαι ευχάριστος χαρακτήρας. Αν είναι να πάει κάτι στραβά θα πάει, και μάλιστα τη χειρότερη στιγμή. Το είπε νομίζω ο Μέρφυ, δεν είμαι σίγουρος. Πάντως ήταν απόλυτα σωστός, όποιος κι αν το είπε.

 

Το μόνο που βλέπω μπροστά μου είναι το πτώμα. Και βρομάει. Δεν ήξερα ότι ένα σώμα μπορεί να βρωμάει τόσο. Και ας κάνει συχνά μπάνιο. Αν ψοφήσει, βρώμισε. Σαν τις γάτες που βλέπουμε στο δρόμο. Αν και σίγουρα κανείς δεν κάθισε να τις μυρίσει ποτέ. Βέβαια τώρα αρχίζω και αναρωτιέμαι πως μπορώ και μυρίζω. Μήπως είναι θέμα μνήμης; Αν είχα δει κάποτε ένα πτώμα, και κυρίως αν το είχα μυρίσει, βλέποντας ένα άλλο, θα το μύριζα από μνήμης. Έτσι, χωρίς να έχω τη δυνατότητα να μυρίσω. Αλλά εδώ πέρα, δεν υπάρχει και τίποτα άλλο να μυρίσω. Πως θα επαληθεύσω τη θεωρία μου; Καλύτερα να το αφήσω. Υπάρχουν τόσα άλλα που πρέπει να σκεφτώ, που ειλικρινά, αν κάποιος διάβαζε τις σκέψεις μου γραμμένες κάπου, μάλλον θα γελούσε. Ή καλύτερα θα αηδίαζε.

 

Ήταν στη στάση του λεωφορείου. Εκεί την είδα για πρώτη φορά. Και μετά στο λεωφορείο, πρέπει να κατέβηκε στο τέρμα. Λογικό ακούγεται, αφού εγώ κατέβηκα στην προτελευταία. Εκτός κι αν έμεινε μέσα. Αλλά ήταν το τελευταίο δρομολόγιο. Δεν υπήρχε λόγος να μείνει και να περιμένει το λεωφορείο να κάνει κύκλο. Και δεν ήταν άστεγη. Σίγουρα δεν ήταν άστεγη. Δεν ντύνονται έτσι οι άστεγες. Οπότε…οπότε τι; Γαμώτο, πάλι κόλλησε το μυαλό μου. Και αυτή η μπόχα με αποσυντονίζει. Δεν πάει άλλο. Λοιπόν αυτό είναι. Αν είναι όλα μέσα στο μυαλό μου, και δεν μπορώ να μυρίσω, αρκεί να με κοροϊδέψω. Ας υποθέσουμε ότι μπροστά μου δεν έχω ένα πτώμα, αλλά έχω κάτι που μυρίζει ευχάριστα. Ας πούμε καραμέλα….η μάλλον καλύτερα βανίλια. Εκείνο το εκπληκτικό άρωμα που φορούσε η φιλόλογος στην πρώτη λυκείου. Έτσι όπως ήταν νέα και όμορφη, με αυτό το άρωμα, σου ερχόταν να την…έλα, σοβαρέψου. Ξύπνα και συγκεντρώσου. Βανίλια…βανίλια…τίποτα. Η ίδια μπόχα. Σιγά μην πετύχαινε.

 

Και όλα αυτά επειδή ήθελα να αποδείξω κάτι. Πόσο ηλίθιος είμαι τελικά. Ή μήπως φταίει αυτή; Μα βέβαια, αυτό είναι. Με παρέσυρε στο παιχνίδι της. Άλλωστε αυτή έκανε το πρώτο βήμα. Όταν έρχεται τόσο παθιασμένα και σου ζητάει φωτιά, πάει να πει πως κάτι παραπάνω θέλει. Αν της έλεγα πως δεν έχω, τώρα δεν θα ήμουν εδώ. Θα είχε κολλήσει σε κάποιον άλλο. Αλλά όχι…δεν είναι δίκαιο να της τα φορτώνω όλα. Εγώ ήμουν αυτός που προσφέρθηκε να τη συνοδέψει. Εγώ είχα την συμπεριφορά ενός αθάνατου. Ψώνιο όμως κι αυτό ε; Να νομίζω πως είμαι αθάνατος. Αλλά τρία περιστατικά είναι τρία περιστατικά γαμώτο. Πόσο σύμπτωση μπορεί να ήταν. Πρώτα με το αυτοκίνητο. Με σώριασε στο έδαφος και δεν έπαθα ούτε μια γρατσουνιά. Μετά η πτώση. Προσγειώθηκα με το κεφάλι από τέτοιο ύψος και δεν έπαθα τίποτα. Άλλοι θα είχαν σπάσει το σβέρκο τους. Αλλά αυτά είναι πταίσματα. Ο άλλος με είχε πιάσει κεφαλοκλείδωμα για δυο λεπτά περίπου. Είχα γίνει κατακόκκινος και συνέχιζα να παλεύω. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα είχα λιποθυμήσει.

 

Μα καλά, δε θα βγει από πουθενά φως; Πρέπει να έχουν περάσει ώρες. Τι στο διάολο είναι αυτό το μέρος. Τώρα τελευταία, μου έχει γίνει συνήθεια. Όποτε ξυπνάω, ξυπνάω σε άγνωστο μέρος και μόνος. Αν και την τελευταία φορά, ήμουν για λίγο μόνος. Τώρα έχουν περάσει ώρες. Τότε, μέσα σε λίγα λεπτά, το δωμάτιο είχε γεμίσει με μαντράχαλους. Τι σωματώδεις τύποι Θεέ μου! Που τους βρήκαν; Δυο από δαύτους, κατάφεραν να με σηκώσουν στο αέρα λες και σήκωναν πούπουλο. Με πέταξαν στη μπανιέρα χωρίς να ιδρώσουν καθόλου. Αλλά μπορεί να έφταιγε η πράσινη γλίτσα που έτρεχε από τη βρύση. Μπορεί να τους κάνει σούπερμαν. Αν δεν ήταν πράσινο και παχύρρευστο, θα έλεγα πως ήταν νερό. Αλλά δε μύριζε. Και δεν είχε και γεύση. Και μετά… ολόκληρη η πολυκατοικία ήταν ανοιχτή. Κάθε διαμέρισμα. Δεν ήξερα καν αν ήταν το δικό μου εκεί που ξύπνησα. Και όταν βγήκα έξω ακολουθώντας τους άλλους δυο, ούτε που μου έδωσαν σημασία. Αναρωτιέμαι αν όλα αυτά έχουν να κάνουν με την τωρινή μου κατάσταση. Τότε φτηνά γλίτωσα το θάνατο. Οι δύο αιθέριες, αγγελικές θα έλεγα υπάρξεις, συνοδεύονταν από εκείνο το μαυροφορεμένο ανθρωποειδές. Και ο καημένος ο γεράκος. Μόλις είδε τα μάτια της μιας, έλαμψε όλο το πρόσωπό του. Ήταν σίγουρα κόρη του. Αφού κι εκείνη του χάρισε το πιο γλυκό της χαμόγελο. Και μετά το κοράκι. Αυτό το ανθρωποειδές τέλος πάντων. Τον άγγιξε στους ώμους και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο γεράκος έλιωσε. Έγινε σκόνη και σκόρπισε στον άνεμο. Ούτε που πρόλαβε να πει τίποτα. Πόσο εύχομαι να υπήρχε έστω κι ένας που να είχε δει αυτά που είδα κι εγώ.

 

Βανίλια μύριζε και εκείνη. Το άρωμά της πλημμύρισε το λεωφορείο την πρώτη φορά που την είδα. Βέβαια. Το ήξερε πως με μεθά αυτό το άρωμα. Όλα είναι συνομωσίες εναντίον μου. Όταν μου ζήτησε φωτιά, τη δεύτερη φορά που την είδα, ήξερε πως είχα πέσει στην παγίδα της. Σα μυγάκι στο δίχτυ της αράχνης. Και τι αράχνη! Μαύρη χήρα με τα όλα της. Πιάσαμε συζήτηση και αυτό ήταν. Με κατεύθυνε. Ό,τι και αν μου έλεγε θα το έκανα. Είχα γίνει πειθήνιο όργανο στις ορέξεις της. Και ήταν τόσο όμορφη! Χλωμή, σαν να μην είχε κοιμηθεί από όταν γεννήθηκε, μελαγχολική και σκυθρωπή. Αλλά πανέμορφη. Ίσως και η αύρα της να ήταν μέρος της γοητείας της. Όταν βλέπεις μια τόσο όμορφη γυναίκα να είναι τόσο μελαγχολική, όπως και να το κάνουμε, θέλεις να τη βοηθήσεις. Ακόμα και να της προσφέρεις την ίδια σου τη ζωή αν στο ζητήσει. Άραγε μου το ζήτησε; Ή απλά θυσιάστηκα χωρίς λόγο;

 

Όχου! Αυτή η μπόχα θα με κάνει να αυτοκτονήσω. Μα τι βλάκας που είμαι! Θα κλείσω τη μύτη μου. Ούτος η άλλος δεν αναπνέω… Γαμώτο! Θα πεθάνω από ασφυξία! «Τι θες από μένα ρε! Άσε με να ζήσω ή άσε με να πεθάνω. Αποφάσισε μόνο, που να πάρει ο διάολος!» Γάμα τα. Όσο και να φωνάζω δεν πρόκειται να με ακούσει κανείς. Ανακεφαλαιώνουμε λοιπόν: είμαι κάπου, δεν ξέρω που, βλέπω ένα πτώμα, δεν ξέρω ποιου, βρομάει και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τη μυρωδιά, δεν βλέπω φως πουθενά και…και μάλλον αρχίζω να τρελαίνομαι. Αρχίζω και γίνομαι παρανοϊκός. Να δεις, τώρα πρόσφατα ένιωσα κάτι παρόμοιο. Όταν έφαγα το συκώτι του! Ναι. Τότε ήταν, σίγουρα. Ήταν νόστιμο. Νόστιμο αλλά ανθρώπινο. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, εκείνη την ώρα έπρεπε απλώς να φάω. Οτιδήποτε να έτρωγα θα μου άρεσε. Αλλά ανθρώπινο συκώτι; Καφρίλα, όπως θα έλεγε και ο κολλητός μου. Λοιπόν, το πτώμα. Αν πάω να του πάρω κανένα κόκαλο, θα έχω όπλο. Θα έχω ένα πρωτόγονο ρόπαλο. Αλλά ποιος πλησιάζει άραγε αυτό το πράγμα; Εγώ όχι πάντως.

 

Είχα θάρρος μόνο για να κάνω το σπουδαίο σε εκείνη. Όταν της είπα πως δε φοβάμαι τίποτα. Και πως θα πάω όπου μου ζητήσει και θα κάνω ό,τι μου πει. Μήπως ήταν σειρήνα; Σαν αυτές που είχε ακούσει ο Οδυσσέας. Τόσο όμορφη και όμως τόσο επικίνδυνη. Πραγματική femme fatale. Με έκανε μέσα σε λίγη ώρα μαριονέτα. Και μετά το χάπι. Αλά μάτριξ. Πάρε το χάπι και θα την ακούσεις. Κάπως έτσι. Το πήρα και κοιμήθηκα. Και όταν ξύπνησα, με πέταξαν στη μπανιέρα.

 

Όταν τους ρώτησα τι έκανε ο γεράκος, μου είπε ο ένας από τους δύο πως θυμήθηκε. Και έπρεπε να λιώσει η ψυχή του. Και μετά με τράβηξε και φύγαμε. Εκείνο το μαυροντυμένο πράγμα με κοιτούσαν απειλητικά. Και τι εννοεί να λιώσει η ψυχή του; Βούτυρο είναι γαμώτο. Βλέπεις κάποιον να γίνεται άμμος μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και δεν κάνεις τίποτα ρε βόδι; Αλλά όταν βλέπεις έναν αγουροξυπνημένο θεωρείς πως είναι και γαμώ τις πλάκες να τον πετάξεις σε μια μπανιέρα με γλίτσα, ε; Χοντρόπετσοι! Και ο ένας και ο άλλος. Πήγαν μπροστά στην πλατεία. Κόσμος. Πολύς κόσμος. Και εκεί έκανα το τραγικό λάθος. Τους είπα να πάμε πίσω. Να το σκάσουμε. Να γυρίσουμε σπίτια μας. Το αστείο είναι ότι αν τους το έλεγε κάποιος άλλος, μάλλον θα τον έπαιρναν στο ψιλό. Θα τον κατέδιδαν, θα τον χτυπούσαν… κάτι τέλος πάντων. Εμένα με άκουσαν. Ο μόνος δισταγμός τους ήταν ο τελευταίος δραπέτης. Δεν είχαν μάθει νέα τους. Μερικοί είπαν πως πέθανε. Άλλοι πως γύρισε πίσω. Εμένα πάντως δε μπορεί να με σκοτώσει κάνεις, τους είπα. Είμαι αθάνατος. Αυτό ήταν. Με ακολούθησαν. Τους οδήγησα μακριά από τον κόσμο. Σε κάτι σωλήνες. Λες και ήξερα που πήγαινα. Άνοιξα μία καταπακτή και βρεθήκαμε μέσα σε δαιδαλώδεις διαδρόμους. Ατμοί έβγαιναν από παντού. 3.000 βαθμοί Κελσίου, όπως είπε και ο ένας τους.

 

«Θέλω να βρεις το μπαμπά μου», μου είχε πει εκείνη. «Αν είσαι όντως αθάνατος, είσαι ο μόνος που μπορεί να τον βρει. Εγώ κατάφερα να φύγω από εκεί. Μαζί φύγαμε. Όταν όμως κοίταξα πίσω μου, δεν ήταν εκεί. Φοβάμαι για το χειρότερο», μου είπε ρουφώντας καρκίνο από το τσιγάρο. Τι να κάνω. Έπρεπε κάπως να επιβεβαιώσω τη θεωρία μου. Πήρα το χάπι και πήγα. Πως όμως ήξερα τι έκανα; Πως ήξερα που να πάω; Και γιατί οι δύο γορίλες με την περίεργη αίσθηση του χιούμορ με ακολουθούσαν;

 

Το πράσινο παχύρρευστο υγρό, είχε διαπεράσει το σώμα μου. Το ένιωθα να κυλά μέσα μου. Τρεις με τέσσερις μέρες υπολόγισε πως είχαν περάσει, το ένα γομάρι. «Όπου να’ ναι», λέει «θα πεινάσουμε». «Το υγρό θα μας κρατήσει βέβαια. Μόνο που χρειάζεται να φάμε. Έχουμε άλλες τόσες μέρες περπάτημα μέχρι να φτάσουμε. Και δε μας παίρνει για πολλές στάσεις. Μπορεί να μας ακολουθούν», έλεγε. Και τότε πέταξα την κορυφαία ατάκα: «Ε, παιδιά, βρήκα φαΐ. Εγώ παίρνω το συκώτι». Και ξεκοιλιάσαμε το πτώμα. Αλλά εκείνο ήταν φρέσκο πτώμα. Δε μύριζε όσο αυτό εδώ. Μπουκιά και συχώριο. Δεν το πιστεύω που το λέω, αλλά το ανθρώπινο μακράν είναι το καλύτερο κρέας. Συνεχίσαμε, άλλα όταν κοίταξα πίσω μου, είχαν εξαφανιστεί και οι δύο. Και πριν προλάβω να κοιτάξω μπροστά μου σκοτάδι. Και μετά ξύπνησα εδώ. Και με έχει θερίσει αυτή η μπόχα. Φώτα! Επιτέλους φώτα! Και δυο τύποι. Τι λένε άραγε; Πρέπει να πλησιάσω. Μα καλά δε με έχουν δει.

«Κοίτα ένα πτώμα. Βρομάει.»

«Ναι. Πρέπει να είναι ο τελευταίος. Έχουμε ψάξει παντού.»

«Μπορείς να λιώσεις την ψυχή του;»

«Όχι. Δεν τη βρίσκω πουθενά.»

«Ε καλά. Μάζεψέ τον και πάμε να φύγουμε. Ας είναι αθάνατος. Σε άλλο σώμα δεν μπορεί να μπει»

«Ναι. Σιγά την απώλεια. Πάμε γιατί έχουμε και περιπολία.»

«Θα μας φορτώσουν την απόδραση;»

«Όχι. Θα τους πάμε τα πτώματα και θα πούμε πως τους σκοτώσαμε.»

 

Ώστε είμαι αθάνατος τελικά. Και αυτό που βρόμαγε τόση ώρα ήταν το πτώμα μου. Κρίμα. Δεν θα την ξαναδώ. Αλλά καλύτερα έτσι. Τι θα της έλεγα; Ξέρεις βρήκα τον πατέρα σου, αλλά του έφαγα το συκώτι! Σκατά!

Link to comment
Share on other sites

Απίστευτα άρρωστο αλλά πάρα πολύ καλό! Άρεσε ακόμα και σε μένα που σπάνια μου αρέσουν τα άρρωστα [βασικά η δεν πρέπει να ναι καθόλου άρρωστα η πρέπει να ναι πολύ άρρωστα για να μ' αρέσουν]. 'Εχει κόσμο από πίσω που το στηρίζει; Εννοώ ολόκληρο 'κόσμο', ή είναι εντελώς μεμονομένη ιστορία;

Πάρα πολύ καλό! :thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Ε ναι. Άρρωστο δεν είναι αλλά είναι διαφορετικό από αυτά που γράφουν οι περισσότεροι στο sff.gr ;)

Έχεις μέλλον ακόμα μπροστά σου για να φτάσεις τους άρχοντες τους σουρεαλιστικού μεταμοντέρνου καφροδιηγήματος :chinese:

Link to comment
Share on other sites

Όταν το διάβασα για κάνα δεκάλεπτο ήμουν κάπως έτσι : :crazy: Αλλά μου άρεσε πολύ. Μπράβο ρε φίλε.

Link to comment
Share on other sites

Δεν ξέρω, μπορει να το διάβασα λίγο βιαστικά, αλλα δεν κατάλαβα Χριστό! Το μόνο που έπιασα ήταν οτι μια κοπέλα ζητούσε απο τον πρωταγωνιστή να τη βοηθήσει να βρει κάποιον συγγενή της... Απο κει και πέρα; Χάος! :huh:

Link to comment
Share on other sites

Ρε αυτό ήταν που μου βρώμαγε από την ώρα που άνοιξα το topic?? Δεν ήταν απλά άρρωστο … ήταν τουλάχιστον παρανοϊκό… ΤΑ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΜΟΥ!!!!

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια. Χαίρομαι που σας άρεσε (αν και η αλήθεια είναι πως φόβαμαι λίγο). Λίγα λόγια για το συγκεκριμένο διήγημα, μιας και έχει ξεχωριστή ιστορία.

 

1) Τον κόσμο τον είδα στον ύπνο μου. Ήταν ένα περίεργο όνειρο με κάτι εικόνες που είχαν ξεπηδήξει από ταινία του Σπίλμπεργκ. Το απότομο (από ηλεκτρική σκούπα της μαμάς) ξύπνημα, με έκανε να χάσω το φινάλε. Έτσι, το πρώτο πράγμα που έκανα, ήταν να γράψω όλες τις εικόνες στο χαρτί. Έτσι δημιουργήθηκε ο κόσμος.

2) Ο ήρωας είναι από ένα παλιό μου διήγημα, όπου όλα του πήγαιναν στραβά. Βγήκε πολύ κλισέ και το παράτησα. Ο ήρωας όμως μου χρησίμεψε. Έτσι δημιουργήθηκε ο ήρωας.

3) Όλα τα υπόλοιπα είναι απόρροια του άρρωστου μυαλού μου!

 

ΥΓ: Ρίκο, αυτό ήταν το νόημα της ιστορίας. Αν θες λίγη βοήθεια στην κατανόηση πάντως, σου λέω το εξής: γραμμένο χρησιμοποιώντας κάτι σαν εγκυβωτισμό. Ο ήρωας περιγράφει ότι βλέπει γύρω του (παρών) και συνειρμικά του έρχονται σκηνές από τα συμβάντα που τον οδήγησαν εκεί (παρελθόν). Πάντως να σου υπενθυμίσω πως δεν είναι για ανήλικους :-)

Link to comment
Share on other sites

  • 11 months later...

Xm...

Αυτο ειναι καλυτερο απο αλλα δικα σου-εχει και δραση και φαντασια και και και...

Αλλα οταν γραφεις ενα διηγημα με βαση ενα ονειρο,πρεπει να το σουλουπωσεις αρκετα.Τα ονειρα συχνα δε βγαζουν νοημα-τα διηγηματα πρεπει να βγαζουν καποιο-γενικο και αοριστο ισως αλλα-νοημα.

Ασχετο αλλα απο οτι θυμαμαι στα ονειρα μου δεν μυριζω τιποτα...Εσυ μυριζεις υποθετω...

Link to comment
Share on other sites

Πάντα. Μαζί με την όραση και την ακοή είναι οι μόνες αισθήσεις που λειτουργούν. Αφή και γεύση δεν παίζουν.

Link to comment
Share on other sites

Χα,μου εχει τυχει να νιωσω γευση...αν και ηταν λιγο πριν ξυπνησω.

Δε θυμαμαι να μυρισα ποτε κατι.Αν ξερει κανεις τιποτα πανω στο θεμα...να γινει τοπικ.

Link to comment
Share on other sites

Αυτό εδώ μου άρεσε. Είναι συμπαθέστατο. Έχω καταλάβει τα περισσότερα και αυτά που μου λείπουν τα έχω συμπληρώσει επαρκώς με τη φαντασία μου. Και πάλι η γυναίκα μέσα, μοτίβο, η κινητήριος δύναμη. Όλα τα άλλα πρακτικώς τα κάνεις background. Αν δηλαδή τα ζυγίσεις, ποιο είναι πραγματικά πιο εντυπωσιακό, πιο σου μένει, είναι το ότι είναι αθάνατος και όχι ότι ερωτεύτηκε –ή τελοσπάντων ενθουσιάστηκε. Όμως όχι, πρώτο πλάνο αυτή και δεύτερο η αθανασία –της ψυχής του τουλάχιστον γιατί δεν είμαι σίγουρη για το πως λειτουργεί.

 

Γενικά, οι πολλές σκέψεις δε μ’ αρέσουν σε μια ιστορία, όταν αυτή έχει κάτι να αφηγηθεί. Εδώ όμως έχεις δημιουργήσει μια συνθήκη πολύ καλή. Πολύ τραβηχτική, για να το πω αλλιώς. Κι αυτό κάνει και τις σκέψεις να παίρνουν άλλο δρόμο. Μας βάζεις να το θυμόμαστε το πτώμα όποτε σ’ αρέσει και να το ξεχνάμε επίσης όποτε θέλεις να μας πας αλλού. Και το τέλος...πσσς...

 

 

Και εδώ πολλά σημεία θέλουν ξεκαθάρισμα και στρώσιμο για να μην χρειάζεται δεύτερη ανάγνωση για να καταλάβεις τι λένε. Οι παράγραφοι σου μου φαίνονται εντάξει, όπως και ο τρόπος που κινείσαι γενικά.

 

Έχω μια ένσταση ως προς την ηλικία του υποφαινόμενου. Θα τον προτιμούσα μεγαλύτερο. Είναι περίεργο αυτό το πρώτο πρόσωπο, δημιουργεί εικόνα την οποία πολλές φορές δεν επέλεξες και είναι απλά και μόνο η δικιά σου. Ίσως να μην είναι αυτό που συμβαίνει εδώ, αλλά κάτι του συμβαίνει, γιατί οι πράξεις και οι σκέψεις ανήκουν σε κάποιον μεγαλύτερο μου φαίνεται, ενώ η γλώσσα τους σε ένα πιτσιρικά.

 

Καλή δουλειά πάντως και αρκετά πρωτότυπη, μου φαίνεται εμένα τουλάχιστον.

Link to comment
Share on other sites

Στο Z.G.A.D.A. ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται ακριβώς, ούτε τι θα γίνει μετά. Το σημαντικότερο είναι ότι περιμένεις να γίνει οτιδήποτε. Βάλε σε όλα αυτά και μια γερή δόση μυστηρίου και το γνωστό πια Bardoulas© πρώτο πρόσωπο και έχεις κάτι που είναι τρομερά ενδιαφέρον να το διαβάζεις και πάντα σου αφήνει μια αίσθηση. Με άγγιξε, σα γυμνά καλώδια.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Περισσότερο με αηδίασε παρά με τρόμοξε. Πάντως το τέλος ήταν αρκετά πρωτότυπο.

Link to comment
Share on other sites

  • 5 years later...

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..