Jump to content

Το γραμμόφωνο και ο φιλόδοξος κύριος συγγραφεύς


alchemist

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Κυριάκος Χατζόπουλος

Είδος: Weird fiction

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 2.134

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Μια παράξενη ιστορία που έγραψα πριν μήνες. Μάλλον είναι weird fiction για αυτό και την έβαλα στις "Διάφορες ιστορίες".

 

 

 

ΤΟ ΓΡΑΜΜΟΦΩΝΟ ΚΑΙ Ο ΦΙΛΟΔΟΞΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ

 

Στο τέλος, ένα παλιό γραμμόφωνο μένει,

που παίζει και παίζει, χωρίς τελειωμό,

ένα φάλτσο τραγούδι που πάντα εμμένει,

στον ίδιο μονότονο, σάπιο ρυθμό.

 

Όπως κάθε βράδυ, απαλλαγμένος πια από τον ημερήσιο φόρτο εργασίας, ο κύριος Ισίδωρος Παρασκευόπουλος απολάμβανε δίπλα στο τζάκι του σαλονιού του ένα γνήσιο κουβανέζικο πούρο παρέα με ένα καλό ποτήρι πεπαλαιωμένο κονιάκ τριανταετίας, αφήνοντας παράλληλα τη μελωδία του Σοπέν να πλανάται ήρεμα από το γραμμόφωνο μέσα στο χαμηλοτάβανο δωμάτιο.

 

Αναλογιζόμενος τα μέχρι τώρα πεπραγμένα του, συνειδητοποίησε το γεγονός ότι η ζωή του ήταν μάλλον αξιοζήλευτη. Δεν είναι εύκολη υπόθεση για έναν τριαντάχρονο συγγραφέα να έχει ήδη εκδόσει επτά ευπώλητα μυθιστορήματα, εκ των οποίων μάλλιστα το τελευταίο βραβευμένο με το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας.

 

Από μικρός κατάλαβε ότι το μικρό ορεινό χωριό όπου γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις ορέξεις του για έργα σπουδαία και μεγαλεπίβολα. Έτσι λοιπόν στα δώδεκά του, αποχαιρέτησε τους οικείους του και έφυγε με σκοπό να φοιτήσει σε γυμνάσιο της μεγάλης πόλης.

Δεδομένου όμως ότι οι γονείς του ήταν άνθρωποι φτωχοί, η χρηματοδότηση ενός τέτοιου εγχειρήματος ήταν αδύνατη. Έτσι, ο μικρός τότε Ισίδωρος, γράφτηκε στο εκκλησιαστικό γυμνάσιο όπου έζησε σαν τρόφιμος για έξι ολόκληρα χρόνια.

 

Όντας δύστροπος και δύσπιστος σαν χαρακτήρας, ο Ισίδωρος ενεπλάκη αρκετές φορές σε διαπληκτισμούς με τους ιερείς που εκτελούσαν χρέη παιδαγωγών, καθώς συχνά αρνιόταν να ξυπνήσει τις Κυριακές για να εκκλησιαστεί, αλλά και όταν το έκανε, καθόταν πάντα στον πρόναο και διάβαζε Νίτσε.

 

Εν τέλει, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου, στην οποία έζησε τρία χρόνια απερίγραπτης ανίας, καθώς είχε ήδη μελετήσει σε απίστευτο βάθος τη φιλοσοφία, και έτσι αυτά που άκουγε στο πανεπιστήμιο του ήταν ήδη γνωστά. Στο τέλος του τρίτου χρόνου μάλιστα, είχε περατώσει τις σπουδές και των τεσσάρων χρόνων και με βαθμό άριστα.

 

Έτσι, ο τέταρτος χρόνος που του απέμενε για να λάβει και τυπικά το πτυχίο, αφιερώθηκε στη θεμελίωση και παγίωση του τρόπου ζωής τον οποίο δεν άλλαξε ποτέ. Δεν ξυπνούσε πότε το πρωί πριν τις έντεκα. Αμέσως μετά την έγερση λάμβανε το πλουσιοπάροχο πρωινό του, και στη συνέχεια δαπανούσε τις μεσημβρινές ώρες στη διδασκαλία φιλολογικών μαθημάτων, ενασχόληση βέβαια που τερματίστηκε όταν άρχισαν να αυξάνονται τα έσοδα από τις πωλήσεις των βιβλίων. Το γεύμα ήταν κάθε μέρα όλο και πιο πλούσιο, με αποτέλεσμα ο κύριος Παρασκευόπουλος να αυξάνει σε καθημερινή βάση το σωματικό του βάρος. Βέβαια, αν ρωτούσατε τον ίδιο τότε, θα σας έλεγε ότι το αυξημένο του βάρος οφειλόταν μάλλον στην οινοποσία και την καθιστική ζωή και όχι τόσο στην κατανάλωση θερμιδούχων γευμάτων. Το απόγευμα ήταν αφιερωμένο στην ανάγνωση συγγραμμάτων και τη συγγραφή. Με το πέρασμα του χρόνου μάλιστα, οι ώρες που ήταν αφιερωμένες στη συγγραφή διαρκώς αυξάνονταν. Αμέσως μετά το πέρας της καθημερινής συγγραφικής δραστηριότητας, καθόταν πάντα στον καναπέ δίπλα στο τζάκι του σαλονιού και κάπνιζε το αυθεντικό κουβανέζικο πούρο, απολαμβάνοντας πάντοτε τη μελωδία του Σοπέν μαζί με ένα ποτήρι κονιάκ τριανταετίας.

 

Τον πρώτο καιρό, μετά από την ιεροτελεστία αυτή, λάμβανε χώρα επίσκεψη σε υπόγεια μέρη με σκοπό είτε τη χαρτοπαιξία, είτε την αναζήτηση του αγοραίου έρωτα, είτε το συνδυασμό αυτών των δύο. Αραιά και που, όταν πια οι ενασχολήσεις αυτές άρχισαν να γίνονται ρουτίνα, πήγαινε σε υπόγειες πειραματικές θεατρικές σκηνές στις οποίες αναζητούσε, μάταια τις περισσότερες φορές, τον κορεσμό της πνευματικής του πείνας.

 

Δεν άργησε να περάσει ο καιρός, και προτού καν πάρει επίσημα το πτυχίο του, ο κύριος Παρασκευόπουλος αποφάσισε να κόψει αυτές τις πολυέξοδες νυχτερινές εξόδους και να αφιερώνει ολόκληρα τα βράδια του σε πνευματικές αναζητήσεις δίπλα στο τζάκι του σπιτιού του. Η απόφαση αυτή έγινε τελεσίδικη, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει διαπροσωπικές σχέσεις, όχι τόσο επειδή δεν μπορούσε, αλλά επειδή μάλλον τον κούραζαν.

 

Η ορκωμωσία συνέπεσε με την έκδοση του πρώτου μυθιστορήματός του, το οποίο είχε τίτλο «Οι Πρώσσοι που έρχονται». Οι πωλήσεις ήταν μέτριες στην αρχή, όμως αυξήθηκαν μετά από τις θετικές κριτικές που έγραψε ο κύριος Τηνιακός, γνωστός κριτικός λογοτεχνίας, σε αρκετά περιοδικά του χώρου. Βέβαια, κανείς ποτέ δεν έμαθε ότι Παρασκευόπουλος και Τηνιακός ήταν το ίδιο πρόσωπο.

 

Έτσι λοιπόν συνέχισε να κυλά η ζωή του κυρίου Παρασκευόπουλου μέχρι και το αποψινό βράδυ κατά τη διάρκεια του οποίου, ήδη εδώ και αρκετές ώρες, απολάμβανε δίπλα στο τζάκι του σαλονιού του το γνήσιο κουβανέζικο πούρο παρέα με ένα καλό ποτήρι πεπαλαιωμένο κονιάκ τριανταετίας, αφήνοντας παράλληλα τη μελωδία του Σοπέν να πλανάται ήρεμα από το γραμμόφωνο μέσα στο χαμηλοτάβανο δωμάτιο.

 

Ο κύριος Παρασκευόπουλος δεν κοιμόταν πολύ, παρά μονάχα όσο του ήταν αρκετό ώστε να μη νιώθει πτώμα την επόμενη μέρα. Η τελευταία φορά που θυμόταν τον εαυτό του να έχει κοιμηθεί αρκετά ήταν πριν επτά χρόνια, όταν σε μια προσπάθεια να πνίξει την ανία του επισκέφτηκε τον κινηματογράφο της γειτονιάς του. Το αποτέλεσμα ήταν να κοιμηθεί όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ταινίας, αλλά και ολόκληρη την επόμενη μέρα μέχρι το απόγευμα, όταν τον ξύπνησαν και τον έδιωξαν οι υπάλληλοι που ήρθαν για να καθαρίσουν.

 

Εκείνο λοιπόν το βράδυ της 23ης Ιανουαρίου 1948, καθώς παρατηρούσε τον καπνό να αναμυγνείεται με τις τρίχες από το τεράστιο μουστάκι του και του δείκτες του ρολογιού να είναι έτοιμοι να δείξουν μεσάνυχτα, ο κύριος Παρασκευόπουλος πήρε μια σπάνια απόφαση: Να κοιμηθεί.

 

Όταν άνοιξε τα μάτια του ήταν σκοτεινά. Το ρολόι έδειχνε 16:37. Είχε κοιμηθεί σύνολο δηλαδή 16 ώρες και 37 λεπτά. Σκέφτηκε ότι του ήταν αρκετές, ώστε να μην κοιμηθεί ξανά πολλές ώρες για τα επόμενα οκτώ χρόνια.

 

Καθώς προσπάθησε να σηκωθεί από την πολυθρόνα, ένιωσε έναν απίστευτο κάματο σε ολόκληρο το σώμα του μαζί με έναν φοβερό πόνο στην πλάτη και τα πόδια. Μετά από μια υπερπροσπάθεια στην κυριολεξία, κατάφερε να σηκωθεί όρθιος, απλά και μόνο για να διαπιστώσει ότι ήταν αδύνατο να διατηρήσει την ισορροπία του. Έτσι, άρπαξε την τεράστια ομπρέλα του που κειτόταν πάνω στο τραπέζι του σαλονιού προκειμένου να τη χρησιμοποιήσει σαν μπαστούνι.

 

Βάδισε μέχρι το διακόπτη της λάμπας για να διαπιστώσει ότι το φως δεν άναβε. Άναψε λοιπόν ένα κερί, και έμεινε έκπληκτος από το θέαμα που αντίκρυσε.

Το δωμάτιο ήταν καλυμμένο από ένα ανυπόφορο πέπλο σκόνης. Ακόμη και ίδιος ήταν γεμάτος σκόνη. Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα όταν συνειδητοποίησε ότι το ρολόι του δωματίου ήταν σταματημένο στις 16:37. Απόρησε με όλα αυτά τα παράξενα πράγματα που γινόντουσαν, όμως αποφάσισε να τα σκεφτεί μετά από μια σύντομη επίσκεψη στην τουαλέτα.

 

Βαδίζοντας μετά βίας, καθώς τα κόκκαλά του πονούσαν αφάνταστα, και με τη βοήθεια της ομπρέλας-μπαστουνιού, έφτασε στο μικρότερο δωμάτιο του σπιτιού. Άφησε το κερί μπροστά στον καθρέπτη, και παρατήρησε ότι ακόμη και το κεφάλι του ήταν γεμάτο σκόνες, δίνοντας στα μαλλιά και το μουστάκι του μια γκρίζα απόχρωση. Άνοιξε τη βρύση του νερού, η οποία αφότου ξέρασε σκουριά και χώμα άρχισε να ρέει καθαρό νερό. Βούτηξε το κεφάλι του μέσα, και αφότου αφέθηκε στο ράπισμα του παγωμένου ύδατος, αναδύθηκε νιώθοντας μια μικρή αναζωογόνηση.

 

Παρόλα αυτά όμως, η σκόνη από τα μαλλιά και το μουστάκι δεν έλεγαν να φύγουν κι έτσι αναγκάστηκε να πάρει το σφουγγάρι από τη μπανιέρα και να αρχίζει να τα βουρτσίζει. Μόνο έτσι μπόρεσε να καταλάβει ότι στην ουσία σκόνη δέν υπήρχε, αλλά ήταν οι τρίχες του που είχαν γίνει γκρίζες. Όταν μάλλιστα κοίταξε πιο προσεκτικά, είδε πως το μέτωπό του και ο λαιμός του είχαν γεμίσει ρυτίδες, ενώ τα χέρια του είχαν ζαρώσει και είχαν γεμίσει με φαιές κηλίδες.

 

Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο περίεργα. Η ούρηση ήταν μια ανυπόφορη εμπειρία, καθώς χρειάστηκε να σφιχτεί με όλη του τη δύναμη επί ένα τέταρτο της ώρας, για να μπορέσει να αποβάλλει τρεις σταγόνες ούρα. Μετά από αυτό, παρατήρησε πως δεν ήταν μόνο το σαλόνι, αλλά ολόκληρο το σπίτι που ήταν καλυμένο από το απαίσο πέπλο της σκόνης.

 

Όταν πλησίασε τη βιβλιοθήκη του και έβγαλε έξω έναν τυχαίο τόμο, αφενός εξεπλάγη από το γεγονός ότι ήταν σκωροφαγωμένος, και αφετέρου από τον απίστευτο αγωνιώδη βήχα ο οποίος άρχισε να του τρώει τα πνευμόνια.

 

Ένας τρόπος υπήρχε μονάχα να μάθει τί ακριβώς συνέβη, και αυτός ήταν να βγει έξω από το σπίτι. Έτσι, έριξε στην πλάτη το πανωφόρι του και έκλεισε πίσω την πόρτα του σπιτιού, βαδίζοντας με τη βοήθεια της ομπρέλας. Η πρώτη ψυχρολουσία τον περίμενε ήδη καθώς ο κήπος του είχε μεταμορφωθεί σε μια άναρχη ζούγκλα από ζιζάνια και φυτά που σχημάτιζαν ένα απροσπέλαστο τοίχος μπροστά από το σπίτι. Συν τοις άλλοις, η μεταλλική πόρτα είχε σκουριάσει. Αφότου πάλεψε με τον ωκεανό των φυτών κατάφερε να φτάσει στο πεζοδρόμιο, για να διαπιστώσει πως ο μικρός χωματόδρομος που περνούσε μπροστά από το σπίτι του είχε μεταμορφωθεί σε έναν πολύβουο αυτοκινητόδρομο από τον οποίο περνούσαν τόσα αυτοκίνητα, όσα δεν είχε δει στη ζωή του, ενώ τα ελάχιστα κτήρια της γειτονιάς είχαν δώσει τη θέση τους σε τεράστια οικοδομήματα.

 

Ωστόσο, το περίπτερο που υπήρχε περίπου πενήντα μέτρα ανατολικά από το σπίτι του εξακολουθούσε να είναι εκεί. Έτσι, βάδισε με φοβερή δυσκολία και έφτασε μέχρι έκει, για να βρει στη θέση του περιπτερά του κυρίου Κέντρα, έναν νεαρό εντελώς άγνωστο.

 

«Καλησπερα» είπε ο κύριος Παρασκευόπουλος.

 

«Καλησπέρα, πως μπορώ να εξυπηρετήσω;» είπε βαριεστημένα ο νεαρός.

 

«Μήπως γνωρίζετε που βρίσκεται ο κύριος Κέντρας, ο ιδιοκτήτης του περιπτέρου;»

 

Ο νεαρός γέλασε.

 

«Μα, κύριέ μου, εγώ είμαι ο κύριος Κέντρας. Ο κύριος Άνθιμος Κέντρας.»

 

Εμφανώς απορημένος, ο κύριος Παρασκευόπουλος απάντησε.

 

«Τέλος πάντων, αγνοήστε την ερώτησή μου. Μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε την απογευματινή εφημερίδα;»

 

«Βεβαίως κύριε, ορίστε.»

 

Ο κύριος Παρασκευόπουλος έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα χαρτονόμισμα και το άφησε πάνω στην εφημερίδα. Ο περιπτεράς μόλις το αντίκρυσε έκανε έναν παράξενο μορφασμό και απάντησε.

 

«Μάλλον κάποιο λάθος κάνετε κύριε. Το χαρτονόμισμα αυτό είναι παλιό.»

 

«Τι εννοείς παλιό; Έκδοση του 1947 είναι.»

 

«Αυτό σας λέω κι εγώ κύριε. Δεν μπορώ να δεχτώ ένα χαρτονόμισμα που κυκλοφορούσε πριν εξήντα πέντε χρόνια.»

 

Ένας κρύος ιδρώτας περιέλουσε τον κύριο Παρασκευόπουλο. Δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στο περιστατικό και να φανεί περισσότερο γελοίος, οπότε αρκέστηκε σε μια φθηνή δικαιολογία για να πάρει πίσω το χαρτονόμισμα και να φύγει άρον άρον. Το μόνο που πρόλαβε να δει με βεβαιότητα ήταν η ημερομηνία της εφημερίδας: 24 Ιανουρίου 2012.

 

Καθώς βάδιζε με απίστευτη δυσκολία και πάλι, κατάφερε να φτάσει έξω από τη βιτρίνα του γωνιακού βιβλιοπωλείου, το οποίο τώρα είχε δώσει τη θέση του σε έναν τεράστιο και πολυόροφο εκδοτικό οίκο. Βέβαια, το ισόγειο εξακολουθούσε και πάλι να είναι βιβλιοπωλείο, οπότε ο κύριος Παρασκευόπουλος μπήκε μέσα και πλησίασε τον γκισέ με τις πληροφορίες.

 

«Θα ήθελα παρακαλώ ένα βιβλίο κάποιου συγγραφέα ονόματι Παρασκευόπουλου με τίτλο ‘Οι Πρώσσοι που έρχονται’.»

 

«Ευχαρίστως κύριε. Μάλιστα πριν δύο μέρες κυκλοφόρησε η δέκατη όγδοη έκδοση αυτού του θαυμάσιου βιβλίου. Περιμένετε να σας το φέρω.» Είπε ο ευγενέστατος νεαρός υπάλληλος, ο οποίος στεκόταν μπροστά σε ένα μηχάνημα, που ποτέ ο κύριος Παρασκευόπουλος δεν είχε ξαναδεί, και το οποίο έμοιαζε σαν γραφομηχανή με τηλεόραση μαζί.

 

Μετά από λίγες στιγμές, ο νεαρός υπάλληλος έφερε το βιβλίο στον κύριο Παρασκευόπουλο, ο οποίος κάθισε σε ένα από τα τραπέζια του βιβλιοπωλείου και άρχισε να το φυλλομετρά. Ένιωσε μια φοβερή περηφάνια για το έργο του αυτό, που του θύμιζε συνεχώς τόσα και τόσα από τα παλια. Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα, είδε πως στο οπισθόφυλλο υπήρχε μια φωτογραφία του μαζί με τα βιογραφικά του στοιχεία. Εκεί, το βλέμμα του κόλλησε στη λεζάντα κάτω από τη φωτογραφία: Παρασκευόπουλος Ισίδωρος (1918-1948).

 

Μια απίστευτη αγωνία τον κυρίευσε όταν είδε τη λεζάντα αυτή. Πλέον, οι πιθανές εξηγήσεις ήταν δύο. Είτε αποκοιμήθηκε χθες το βράδυ ενώ απολάμβανε δίπλα στο τζάκι του σαλονιού του το γνήσιο κουβανέζικο πούρο και η σουρελιστική αυτή κατάσταση είναι ένα παράξενο όνειρο, είτε όντως πέθανε μέσα στον ύπνο του, και αυτό που ζει είναι η μεταθανάτια ζωή την οποία από παπαδοπαίδι ακόμη χλεύαζε ως αποκύημα της αχαλίνωτης φαντασίας των ιερέων.

Βυθισμένος μέσα σε μια άβυσσο ατέρμονων σκέψεων, δεν μπορούσε να φανταστεί καλύτερο μέρος για να επιλύσει το πρόβλημα αυτό από τον καναπέ του σαλονιού του. Έτσι, αφότου ευχαρίστησε τον νεαρό υπάλληλο του βιβλιοπωλείου, άρχισε να πορεύεται το Γολγοθά του δρόμου της επιστροφής, τον οποίο μόνο οι κατεστραμμένες του αρθρώσεις μπορούσαν πλήρως να επωμιστούν.

 

Πέταξε το πανωφόρι του στο πάτωμα και σωριάστηκε ξεφυσώντας στον καναπέ. Τότε και μόνο τότε πρόσεξε πως δίπλα από τον καναπέ ήταν στιβαγμένα δεκάδες άδεια μπουκάλια κονιάκ τριανταετίας. Κάτω από το πέπλο της σκόνης στο πάτωμα είχε δημιουργηθεί ένα στρώμα από απομεινάρια καπνισμένων γνήσιων κουβανέζικων πούρων, ενώ η βραχεία απουσία του από το σπίτι, τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως αυτό το οποίο πλέον αντιλαμβανόταν σαν ησυχία δεν ήταν ήταν τίποτα άλλο παρά η μελωδία του Σοπέν από το γραμμόφωνο η οποία συνέχισε να πλημμυρίζει το χώρο μονότονα και μονότονα, όπως ακριβώς η βαθιά σιωπή.

 

Έτσι έμεινε στον ξεφτισμένο του καναπέ ο κύριος Παρασκευόπουλος, μη μπορώντας να απαντήσει στο ερώτημα αν η κόλαση που ζούσε ήταν απλά η έγερσή του μετά από 66 χρόνια ύπνου, ο θάνατός του, ένα κακό ατέρμονο όνειρο ή η ζωή που σπατάλησε.

 

Στο τέλος, ένα παλιό γραμμόφωνο μένει,

που παίζει και παίζει, χωρίς τελειωμό,

ένα φάλτσο τραγούδι που πάντα εμμένει,

στον ίδιο μονότονο, σάπιο ρυθμό.

_πως_κάθε_βράδυ.doc

Edited by alchemist
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, μου άρεσε! Περιέργως, αφού με ξένισε πάρα μα πάρα πολύ το ύφος, αλλά μου άρεσε.

Link to comment
Share on other sites

Ωραίο κείμενο πράγματι. Με τράβηξε ο τίτλος αρχικά, έχει καιρό να μου κινήσει το ενδιαφέρον κάποιος τίτλος.

Είναι περίεργο, συμβολικό και αρκετά διδακτικό, δεν είμαι σίγουρη πως μιλάς για τη μοναξιά ή για τον κίνδυνο της ρουτίνας ή ακόμη για το μάταιο των ωραίων πραγμάτων σε συνδυασμό όμως με το να δίνει κάποιος όλο του το είναι για αυτά, πάντως μου είπες πράγματα, μου μιλάει το κείμενο και τα θεωρώ αρκετά σημαντικά αυτά. Δεν έχω σχόλια για υποδείξεις διορθώσεων, το διάβασα λίγο βιαστικά, αλλά και πάλι δε σκάλωσα σε κάτι που να μου φαίνεται χοντρό και να το χαλάει.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Το ύφος ήταν καλό, όπως και ο τρόπος γραφής. Το moto αξιοποιήθηκε πλήρως. Το διάβασα ευχάριστα και χωρίς ιδιαίτερες διακοπές.

 

Την ιδέα την έχω ξαναδιαβάσει (καναδυό φορές) αν και η συσχέτιση με μοναξιά και γραμμόφωνα είναι καινούρια. Πέρα από το weird στοιχείο, η ιστορία πάσχει από πολλούς αναχρονισμούς.

 

-Το 1948 η Φιλοσοφική δεν είχε ιδρυθεί και όταν ιδρύθηκε δεν δίδασκε... φιλοσοφία αλλά Αρχαία, Νέα, Ιστορία, Φιλοσοφία, Ψυχολογία και Λογική (ο πατέρας μου έβγαλε την Φιλοσοφική).

-Εκείνη την εποχή η διδασκαλία φιλοσοφικών μαθημάτων ήταν ανύπαρκτη και άρα μη προσοδοφόρος. Για δε την πώληση ευπώλητων βιβλίων και τα κέρδη από αυτά, σίγουρα δε θα μπορούσαν να θρέψουν έναν άνθρωπο.

-Εάν αυτός ήταν 30 ετών το 1948, θα έπρεπε να έχει αποφοιστήσει το 1940 (κατά το οποίο, βέβαια, δε δούλευε το Πανεπιστήμιο)

-Τα κουβανέζικα πούρα έγιναν της μόδας μετά το εμπάργο του 1962

-Το 1948 δεν υπήρχαν και πολλά λογοτεχνικά περιοδικά...

 

Επίσης, μερικά λογικά λάθη:

-Με τόση σκόνη, το κερί θα δυσκολευόταν πολύ να ανάψει.

-Είχε τρεχούμενο νερό αλλά όχι ηλεκτρικό;

-Κάποια κληρονομικά (σπίτι, περιουσία) και νομικά (δεν βρήκε τίποτα η αστυνομία) θέματα

 

Ξέρω ότι το παρατραβάω. Ίσως απλά το weird στοιχείο δεν κατάφερε να με ρουφήξει στον κόσμο σου, ώστε να πάψω να αναρωτιέμαι.

 

Καλή προσπάθεια και ευχάριστο αποτέλεσμα.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..