Jump to content

Write off #40 (month)


Naroualis
 Share

Recommended Posts

Η πόλη ήταν γεμάτη καπνούς, όμως ήχος δεν ακουγόταν κανείς. Μαυρόφτερα πουλιά έμοιαζαν να πετούν πάνω από τις στέγες, αλλά αν κοιτούσες καλύτερα δεν ήταν πουλιά κι αυτό που έβλεπες σε έκανε να θες να ουρλιάξεις. Πέρα μακριά, προς το λιμάνι, μόνο τα πανιά των πλοίων σάλευαν, μαύρα κι αυτά φοβερά, κουβαλώντας όλα, ένα προς ένα το ανήκουστο νέο. Πόση καταστροφή ν' αντέξει κανείς πια;

 

Τραβήχτηκε από το παράθυρό του, κρατώντας ακόμη τη λεπίδα στο χέρι. Ήξερε ότι δεν ήταν εκείνος ο υπαίτιος όλων αυτών, ή μάλλον δεν ήταν εκείνος ο υπαίτιος των περισσότερων από αυτά. Κι η λεπίδα ακόμη το ήξερε αυτό, σιωπηλή κι αυτή, σαν την σιωπηλή πόλη, καπνισμένη και μαύρη, σαν τα ιπτάμενα πλάσματα ή τα σηκωμένα πανιά των πλοίων. Σήκωσε το κεφάλι του και το βλέμμα του συνάντησε ένα άλλο βλέμμα, το δεύτερο πρόσωπο αυτής της παράξενης ιστορίας. Α, είχε αργήσει να γεννηθεί και δεν είχε δει την αρχή της και βιαζόταν να πεθάνει ώστε να μη δει το τέλος της. Ό,τι κι αν ευχόταν όμως, ό,τι κι αν ποθούσε, μόνο η λεπίδα κι οι καπνοί πάνω από την πόλη θα ήξεραν να πουν τι θα 'ταν αντάξιο της μοίρας του.

 

-------------------

 

 

195 λέξεις.

 

Έχετε (εκτός κι αν πει αλλιώς ο Νόρθος) μέχρι το μεσημέρι στις 12 η ώρα της Δευτέρας, 3/8/2009 . 2000-3000 λέξεις στη διάθεσή σας.

 

Συμμετέχει μία ιστορία:

Αναγέννηση - month

Edited by Ghost
Προστέθηκε η μία ιστορία.
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Όνομα Συγγραφέα: Month

Είδος: Φαντασία

Βία; Ναι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 1525

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Μεταξύ ανακαίνησης κουζίνας και δουλειάς γράφτηκε αυτό. Δεν πρόλαβα να το διορθώσω. Πια έκπληξη για κείμενό μου...

 

Αναγένηση

 

Η πόλη ήταν γεμάτη καπνούς, όμως ήχος δεν ακουγόταν κανείς. Μαυρόφτερα πουλιά έμοιαζαν να πετούν πάνω από τις στέγες, αλλά αν κοιτούσες καλύτερα δεν ήταν πουλιά κι αυτό που έβλεπες σε έκανε να θες να ουρλιάξεις. Πέρα μακριά, προς το λιμάνι, μόνο τα πανιά των πλοίων σάλευαν, μαύρα κι αυτά φοβερά, κουβαλώντας όλα, ένα προς ένα το ανήκουστο νέο. Πόση καταστροφή ν' αντέξει κανείς πια;

 

 

Τραβήχτηκε από το παράθυρό του, κρατώντας ακόμη τη λεπίδα στο χέρι. Ήξερε ότι δεν ήταν εκείνος ο υπαίτιος όλων αυτών, ή μάλλον δεν ήταν εκείνος ο υπαίτιος των περισσότερων από αυτά. Κι η λεπίδα ακόμη το ήξερε αυτό, σιωπηλή κι αυτή, σαν την σιωπηλή πόλη, καπνισμένη και μαύρη, σαν τα ιπτάμενα πλάσματα ή τα σηκωμένα πανιά των πλοίων. Σήκωσε το κεφάλι του και το βλέμμα του συνάντησε ένα άλλο βλέμμα, το δεύτερο πρόσωπο αυτής της παράξενης ιστορίας. Α, είχε αργήσει να γεννηθεί και δεν είχε δει την αρχή της και βιαζόταν να πεθάνει ώστε να μη δει το τέλος της. Ό,τι κι αν ευχόταν όμως, ό,τι κι αν ποθούσε, μόνο η λεπίδα κι οι καπνοί πάνω από την πόλη θα ήξεραν να πουν τι θα 'ταν αντάξιο της μοίρας του

 

Τα χείλη του στράβωσαν. Μοίρα! Τι ανόητη και άχαρη λέξη! Λες και οι ζωές τους, οι ζωές όλων αυτών που πέθαναν και πέθαιναν ακόμα, δεν ήταν τίποτα μπροστά στο αόρατο, πανίσχυρο χέρι μιας θεότητας πολύ σκληρής για να ενδιαφερθεί γι’ αυτούς. Κοίταξε ξανά έξω από το παράθυρό του. Τα μαυρόφτερα πλάσματα γέμιζαν τους ουρανούς με λευκά σύννεφα. Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά του. Τις πρώτες μέρες του πολέμου το νέφος αυτό είχε καταστρέψει την στρατιωτική δύναμη ενός κόσμου που νόμιζε ότι ήταν ο κύριος των πάντων. Τα ουρλιαχτά των στρατιωτών που πέθαιναν ακόμα γέμιζαν τα όνειρα του. Έκλεισε το παράθυρο και πήγε και κάθισε δίπλα στον γιο του. Ο νους του πλανήθηκε σε παλιότερες μέρες…

 

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε πάνω της ήταν τα μαλλιά της. Μαύρα, εβένινα μαλλιά σαν της Morticia Adams. Μαλλιά απλά… άψογα. Της φτάνανε μέχρι τον κώλο, το δεύτερο πράγμα που παρατήρησε πάνω της, κυρίως γιατί του πήρε τόση ώρα για να τον δει να ξεπροβάλει από τον μαύρο χείμαρρο που ήταν τα μαλλιά της. Όταν της έπεσε το πορτοφόλι της από την τσάντα, ενώ ανέβαινε πάνω στο μηχανάκι ενός τύπου, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Αποφάσισε να τους πάρει στο κατόπι, κάτι κάπως δύσκολο μιας και ήταν με τα πόδια. Παρ’ όλα αυτά του κυνήγησε και μετά από αρκετή ώρα τους έφτασε. Όταν τον ρωτήσανε αργότερα έλεγε ότι την κυνήγαγε για ώρες. Αυτή έλεγε ότι τους έφτασε στην γωνία. Στην πραγματικότητα ήταν τρεις γωνίες πιο κάτω. Λαχανιασμένος από το ξαφνικό τρεχαλητό, την έπιασε απαλά από τον ώμο της. Ο συνοδός της, ένα ψηλό και κακοτράχαλο κτήνος, με φάτσα που θα ταίριαζε περισσότερο σε πύθικα, τον αγριοκοίταξε. Του έπιασε το χέρι και με χαρακτηριστική άνεση τον έφερε μπροστά στην φάτσα του. Ο πύθικας γρύλισε την απορία του.

«Γιατί αγκίζει κυρία;» ρώτησε με σπαστή ξενική προφορά.

«Γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια γιαγιά;» των ρώτησε παρατηρώντας τους κυνόδοντες του τύπου. Η αλήθεια ήταν ότι έφτανε επικίνδυνα γρήγορα στο σημείο που θα τα έκανε πάνω του. Ο πύθικας, χωρίς ακριβώς να καταλάβει τι του έλεγε το μικρόβιο που κράταγε στο χέρι του, γρύλισε ξανά απειλητικά. Και τότε ακούστηκε ο πιο όμορφος ήχος που είχε ακούσει ποτέ στην ζωή του, συνοδευόμενος από μια οπτασία που θα τον συνόδευε στην καρδιά και στο μυαλό του μέχρι το τέλος της ζωής του, και ίσως και πιο πολύ. Ένα κελαριστό, γεμάτο γέλιο. Γύρισε και κοίταξε το πρόσωπό της για πρώτη φορά. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει, ή που θα έβλεπε ποτέ στην ζωή του.

«Άφησε τον. Δεν βλέπεις ότι μας φέρνει κάτι που χάσαμε;» είπε με μελωδική φωνή. Με χάρη που δεν μπορεί να περιγράψει άνθρωπος, άπλωσε το χέρι της.

«Με λένε… Μόριγγαν. Θα μου επιστρέψεις αυτό που είναι δικό μου» ρώτησε απαλά.

«Την καρδιά μου πίσω πρώτα, μάγισσα!» της είπε. Ξανά γέλασε με την κελαρυστή φωνή της.

«Δεν μπορώ να επιστρέψω κάτι που δεν έχω.» του είπε καλοσυνάτα.

«Πως δεν την έχεις!» της είπε. «Την έκλεψες με το που σε είδα.» συνέχισε.

«Αφέντρα, σκοτώσει χαζό σοροπιασμένο βλάκα;» πρόσθεσε ο πύθικας.

«Όχι.» απάντησε απαλά.

 

Ο χρόνος που πέρασε κοντά της ήταν… απερίγραπτος. Πόση χαρά μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος. Και όπως όλα τα καλά πράγματα, πέρασε σαν αστραπή. Όλα ξεκίνησαν όταν γεννήθηκε η κόρη του. Η Γυναίκα, γιατί έτσι την έλεγε, άρχισε να μαραζώνει. Έχασε κάτι από αυτό που την έκανε τόσο όμορφη. Τα μαλλιά της θάμπωσαν. Άρχισε να μαραζώνει. Δεν ήξερε τι να κάνει, είχε τρελαθεί από την αγωνία του. Από την μια το παιδί τους που χρειαζόταν φροντίδα, από την άλλη η γυναίκα του, που πέθαινε. Έκανε ότι μπορούσε. Αλλά το τέλος, κατάλαβε χρόνια αργότερα, είχε γραφτεί την μέρα που συναντήθηκαν. Τα τελευταία της λόγια τα άκουσε και τα κράτησε μέσα στην καρδιά του για καιρό. Ήταν το τελευταίο μυστικό που θα έπρεπε να πει στην κόρη του, όταν θα έφτανε η ώρα. Και ο κόσμος συνέχισε να ζει.

 

Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να αρχίσουν τα προβλήματα. Οι νεκροί δεν πέθαιναν, ή μάλλον καλύτερα δεν μένανε νεκροί. Περίεργα πλάσματα άρχισαν να εμφανίζονται στους δρόμους, λες και έρχονταν από το πουθενά. Πλάσματα απαίσια και σκοτεινά, πλάσματα πανέμορφα και λαμπρά. Οι άνθρωποι φοβήθηκαν. Άρχισαν να κυνηγούν τα πλάσματα. Ο πύθικας ήρθε στο σπίτι του, όταν ξεκίνησε το κυνηγητό. Είχε εξαφανιστεί χρόνια και δεν τον είχε ξαναδεί απο εκείνη την μέρα  που τον γρύλισε τόσο απειλιτικά.

«Τώρα εσύ φυλάς αφέντρα!» του είπε και του έδωσε μια μαύρη λεπίδα. Πριν προλάβει να πει το οτιδήποτε, ο άντρας είχε εξαφανιστεί. Τρεις μέρες μετά ένιωσε σαν κάποιος να του ζούλαγε την καρδιά. Ήξερε ότι ήταν νεκρός. Το κυνήγι συνέχισε. Τα πλάσματα πολλαπλασιαζόντουσαν. Οι άνθρωποι ψάχνανε να βρουν αποδιοπομπαίους τράγους. Οι θρησκευτικές σέκτες δημιουργόντουσν πιο γρήγορα και από ηλίθιες ιδέες. Όλα τα διαφορετικά άτομα, ή άτομα που δεν ανήκαν σε σέκτες ήταν υπό αμφισβήτηση. Αυτός είχε αρνηθεί να λάβει μέρος σε οποιαδήποτε ανοησία, και η κόρη του είχε κληρονομήσει τα μαλλιά της μάνας της. Ένας φονικός συνδυασμός εκείνες της μέρες. Ορμήσανε στο σπίτι του για να τους σκοτώσουν και τους δύο. Και τότε έγινε το πιο φριχτό σκηνικό που μπορούσε ποτέ να συμβεί.

 

Δεν κατάλαβε παρά αργότερα τι έγινε. Η μαύρη λεπίδα απλά έβγαλε μια κραυγή. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένα όπλο μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Και ακούγοντας αυτή την κραυγή, πλάσματα μαύρα και απεχθή, πλάσματα που ανήκαν στους νεκρούς, όρμησαν και επιτέθηκαν στους διώχτες τους. Η κόρη του έχασε τις αισθήσεις της. Την άρπαξε και τρέξανε να ξεφύγουν. Από τότε κρυβόντουσαν όπου βρίσκανε. Όλοι τους θεωρούσαν υπαίτιους για την καταστροφή. Γιατί ότι είχε μείνει από τις κυβερνήσεις επιτέθηκε στα πλάσματα αυτά. Τα ουρλιαχτά των στρατιωτών που πέθαιναν μαρτυρικά ήταν κάτι που άκουγε μέσω της λεπίδας. Ποτέ δεν έμαθε πόσες χιλιάδες πέθαναν. Ποτέ δεν κατάφερε να ξεχωρίσει το ένα ουρλιαχτό από το άλλο. Μισότρελος, με την κόρη του σφιχτά στο δεξί του χέρι κρύφτηκαν για τελευταία φορά. Από το παράθυρο έβλεπε τα πλάσματα που προσπαθούσαν να σκοτώσουν ότι είχε απομείνει από τον πληθυσμό της πόλης. Ελάχιστοι άνθρωποι ή άλλα πλάσματα είχαν μείνει. Η κόρη του τον κοίταζε. Τα μάτια της θύμιζαν τα μάτια της μάνας της. Κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του.

 

Πριν τους επιτεθούν την είχε ρωτήσει αν έβλεπε όνειρα. Του απάντησε ότι έβλεπε μαύρα απαίσια πλάσματα σαν πουλιά να σκοτώνουν τους πάντες. Όταν τα πουλιά εμφανίστηκαν πίστεψε ότι αυτή έφταιγε. Πίστευε ότι αν πέθαινε όλα θα γίνονταν ξανά καλά. Η αλήθεια ήταν τελείως διαφορετική.

«Έλλη, έλα εδώ κόρη μου.» της είπε με σιγανή φωνή. Η κοπέλα, πόσο έμοιαζε με την μάνα της!, τον πλησίασε δισταχτικά.

«Όταν η μάνα σου πέθαινε μου είπε δύο πράγματα. Ένα όταν ήταν ακόμα ζωντανή, και άλλο ένα όταν κοιμήθηκα μετά από τρεις μέρες. Για χρόνια νόμιζα ότι ήταν απλά όνειρο. Δεν ήταν.» κοίταξε το μαύρο λεπίδι στο χέρι του.

«Το πρώτο πράγμα που είπε ήταν ότι είσαι κόρη της, με τις ίδιες ευθύνες που είχε και εκείνη. Μην τις αρνηθείς.» Η κόρη του τώρα τον κοίταγε τρομοκρατημένη.

«Το δεύτερο που μου είπε… δεν χρειάζεται να το ξέρεις ακόμα. Αυτό που κάνω είναι αναγκαίο. Κάνε και εσύ αυτό που πρέπει.» με δύναμη και ξαφνικά βύθισε την λάμα στο σώμα του. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της, μάτια που θύμιζαν τόσο πολύ την γυναίκα του. Την αγαπούσε τόσο, που ούτε ο θάνατος θα μπορούσε ποτέ να τον κάνει να την ξεχάσει. Στα αφτιά του αντηχούσαν τα τελευταία λόγια της γυναίκας του, καθώς η ζωή έρεε από μέσα του. «Όταν έρθει η ώρα, και για να μπει ξανά ο κόσμος σε τάξη, πρέπει να μάθει τι πάει να πει να χάνεις αυτό που αγαπάς. Μόνο τότε μπορεί να πάρει την θέση μου.» χαμογέλασε. Ακόμα και τώρα δεν είχε καταλάβει ποια ήταν η γυναίκα του. Και δεν τον ενδιέφερε. Ο κόσμος για αυτόν είχε τελειώσει. Δεν είχε να κάνει τίποτα άλλο. Έκανε αυτό που έπρεπε, το ένιωθε βαθιά μέσα του την αλήθεια.

Τα πάντα έσβησαν.

Σκοτάδι.

 

Ένα χέρι τον τράβηξε από το σκοτάδι, μέσα στο φως. Η Γυναίκα. Η αγάπη της ζωής του. Την έσφιξε στην αγκαλιά του, ξέροντας ότι δεν θα χωρίζανε ξανά.

 

Πίσω στον κόσμο, δίπλα στο νεκρό σώμα ενός άντρα, μια θεά αναγεννιότανε. Ο κύκλος είχε ολοκληρωθεί ξανά. Τα πάντα μπορούσαν να ξεκινήσουν από την αρχή.

Edit: προσθήκη επικεφαλίδας και διαμόρφωση κειμένου.

Edited by month
Link to comment
Share on other sites

Το παρακάτω είναι ανάμεσα σε μένα και τον month. We understand each other.

post-1004-1249372632_thumb.jpg

Month… Ρε συ θέλεις ξύλο. Πολύ ξύλο. Κι όχι, δεν ακολουθεί ένα «αλλά» ή κάποιο κομπλιμέντο. Πρέπει να σου τουρλώσουν τον πισινό σε μια πλατεία και να περνούν οι φαντασάδες με σιδερόβεργες να σου τον κάνουν μαύρο. Να πει κανείς πως πλάθεις κάτι νέο… εμ, δεν πλάθεις! Μας δουλεύεις ψιλό γαζί!

 

Με την εισαγωγή της Naroualis και όσα περιγράφονται, ποιος δεν θα έβλεπε με τον νου του έναν Μεσαίωνα με κάστρα ή κάποιο Τολκινικό σκηνικό. Και μπουμ, πρώτο στοιχείο, σκάει η … Morticia Adams! Όπα λέω, έχουμε τηλεόραση και κινηματογράφο σε αυτόν τον τόπο; Μετά όμως, με βάζεις σε ένα σκηνικό που θα μπορούσε να είναι Πατησίων και Αγίου Μελετίου γωνία. Τώρα λέω πως βρισκόμαστε σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, το δικό μας το σημερινό (μηχανάκι, πορτοφόλι κλπ), όπου οι ήρωες θα πηγαινοέρχονται και στο άλλο, το φανταστικό. Όοοοχι όμως. Μας πας γραμμικά σερί σε αυτόν τον τόπο, όπου…

 

«Η Γυναίκα, γιατί έτσι την έλεγε, άρχισε να μαραζώνει. Έχασε κάτι από αυτό που την έκανε τόσο όμορφη. Τα μαλλιά της θάμπωσαν. Άρχισε να μαραζώνει. Δεν ήξερε τι να κάνει, είχε τρελαθεί από την αγωνία του. Από την μια το παιδί τους που χρειαζόταν φροντίδα, από την άλλη η γυναίκα του, που πέθαινε.»

 

Και οι γιατροί τι λέγανε; Δεν την πήγε στο νοσοκομείο; Τι, μόνος του την φρόντιζε με ματζούνια; Ποιος είναι ο αφηγητής σου αλήθεια; Φίλους, συγγενείς δεν έχει; Την παντρεύτηκε ή όχι την γυναίκα του; Έκανε παιδί μαζί της χωρίς να μάθει το όνομα της; ΞΑΝΑ: Που και πότε είμαστε; Σήμερα ή σε παλιές εποχές; Εδώ ή αλλού; ΔΩΣΕ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟ ΜΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΝΑ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΓΡΑΦΕΙΣ!

 

Χωρίς ποτέ να πέσει μια επεξήγηση, η όλη ιστορία συνεχίζει το αφελέστατο αυτό μοτίβο. Και πόσο μεγάλο είναι αυτό το σύμπαν; Όσο ο πλανήτης Γη ή όσο χωράει στη πλάτη μιας χελώνας; Γιατί η καταστροφή φαντάζει παγκόσμια και ΟΛΟΙ ξέρουν πως ο αφηγητής και η οικογένεια του είναι οι φταίχτες. Θα τους το σφύριξε ο γείτονας. Πως δεν τους την έπεσαν και οι Αμερικάνοι;

 

«Τα μαυρόφτερα πλάσματα γέμιζαν τους ουρανούς με λευκά σύννεφα.»

Δηλαδή; Με κλανιές;

 

«Παρ’ όλα αυτά του κυνήγησε και μετά από αρκετή ώρα τους έφτασε. Όταν τον ρωτήσανε αργότερα έλεγε ότι την κυνήγαγε για ώρες. Αυτή έλεγε ότι τους έφτασε στην γωνία. Στην πραγματικότητα ήταν τρεις γωνίες πιο κάτω.»

Και μετά…

«Γύρισε και κοίταξε το πρόσωπό της για πρώτη φορά. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει, ή που θα έβλεπε ποτέ στην ζωή του.»

 

Βρε αθεόφοβε, έτρεχε για τρία τετράγωνα για μαλλιά και κώλο;!

 

«Πριν προλάβει να πει το οτιδήποτε, ο άντρας είχε εξαφανιστεί. Τρεις μέρες μετά ένιωσε σαν κάποιος να του ζούλαγε την καρδιά. Ήξερε ότι ήταν νεκρός.»

Ποιος; Ο αφηγητής ή ο άντρας που εξαφανίστηκε; Ρωτάω και για τον αφηγητή γιατί κάπου είπες νομίζω πως οι νεκροί δεν πέθαιναν.

 

Και φυσικά, εδώ δεν κατάλαβα ποιος είναι ο ήρωας και σε τι κόσμο ζει, πώς να καταλάβω ποια ήταν η γυναίκα του; Δεν κατάλαβα ούτε τι σχέση τους, ούτε γιατί έγινε το κακό, ούτε τι σήμαινε η λύση.

 

Μετά συγχωρήσεως…έλεος! :tease:

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ωραία... και μετά την μπουλντόζα του Ντίνου, που μάλλον μου άξιζε μιας και δεν είμαι ούτε και εγώ ιδιαίτερα ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα (στο σχεδόν καθόλου, μιας και η ιστορία γράφηκε εν μέσω ανακαίνησης κουζίνας), θα πρέπει να την ξαναγράψω. Και μάλλον να της αλλάξω τον αδόξαστο.

 

Για να είμαι ειλικρινής, είχα πρόβλημα με την εισαγωγή. Δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι το οποίο θα έκανε την διαφορά. Οπότε άρχισα να γράφω και βγήκε... αυτό.

 

Θα διαφωνήσω σε δύο σημεία με την κριτική σου, Ντίνο. Ένα όσων αφορά τις κλανιές... και δεύτερο για το τρέξιμο. Ναι κύριε και τέσσερα τετράγωνα για μαλλιά και κόλους! Μην κοιτάς που εμείς δεν μπορούμε να τρέξουμε είκοσι μέτρα!

Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα changed the title to Write off #40 (month)

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..