Eric Draven Posted September 8, 2009 Share Posted September 8, 2009 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Eric Draven Είδος: Tρόμος Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 5725 (Mην σας τρομάζει, δεν είναι κουραστική) Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Αγνοείστε το 'september challenge' στον τίτλο, έκανα λάθος και ύστερα από προτροπή του φίλου Dino, αναφέρω πως δε θα συμμετέχω και η ιστορία είναι απλα stand-alone. Ελπίζω να σας αρέσει και να περάσει καλά όποιος/α τη διαβάσει, εγώ διασκέδασα πολύ γράφοντας την ;) Σχόλια πάντα καλοδεχούμενα. Μια βραδιά στον Πειραιά Πέμπτη βράδυ, Πασαλιμάνι. Η γριούλα καθόταν μοναχή στο σπίτι της μες στο σκοτάδι της νύχτας και έβλεπε τηλεόραση. Το τεράστιο σπίτι της έμοιαζε με άδειο κέλυφος και ο ήχος απ’ την τηλεόραση ακουγόταν στρεβλωμένος. Βία και θάνατοι. Αυτό έδειχνε ξανά και ξανά η τηλεόραση, το πιο πιασάρικο θέμα, δε θα έπαυαν ποτέ να έχουν ρεπορτάζ για αυτό. Βομβιστές στη Βαγδάτη, παιδιά εκτελεστές στα σχολεία, κάποιος που σάλταρε και στραγγάλισε τη γυναίκα του και όλοι σοκαριστήκαν γιατί ήξεραν πόσο καλός άνθρωπος ήταν.. Η λίστα δε θα τελείωνε ποτέ. Η γριούλα φαινόταν να κοιτάει με φανερή απάθεια ηλικιωμένου, που σωματικά βρίσκεται εδώ ενώ το μυαλό του ταξιδεύει στη ζωή που τον προσπέρασε, όταν ήταν νέος και ξένοιαστος. Σκέψεις όμως έρχονταν και φεύγαν σα κύματα, μες στο μυαλό της. Για το κακό στο κόσμο και για το λόγο που ενώ τα ζώα σκοτώνουν μόνο για τη τροφή τους, κάποιος μπορεί να σκοτώσει 30 ανθρώπους και να το ευχαριστηθεί.. Η γριούλα που “τα'χε τετρακόσια”,σκεπτόταν όλα αυτά στο μεγάλο σπίτι της, στο Πασαλιμάνι του Πειραιά, Πέμπτη βράδυ, με τον ήχο της τηλεόρασης να ξεχύνεται και να γεμίζει αόρατα το σπίτι και δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, ότι το ίδιο το κακό θα έμπαινε στο σπίτι της εκείνο το βράδυ και θα αισθανόταν την ανάσα του στο δέρμα της. *** Ο Ρουμάνος καιροφυλακτούσε το σπίτι όπως ο λύκος τα πρόβατα. Δε βιαζόταν. Γνώριζε το σπίτι πολύ καλά. Το'χε παρακολουθήσει επί δυο βδομάδες και ήξερε ότι στο αρχοντικό αυτό σπίτι που έμοιαζε λίγο με κάστρο ζούσε μόνο μια γριούλα. Μια ανήμπορη γριούλα που πιθανότατα θα έπεφτε νωρίς για ύπνο και θα κοιμόταν σαν αναίσθητη. Την είχε δει να βγαίνει έξω κάθε μέρα, με τα τυπικά μαύρα ρούχα να καλύπτουν το κοντόχοντρο σώμα της και τη μαύρη μαντίλα το κεφάλι της. Πάντα χαιρετούσε το περιπτερά απέναντι απ' το δρόμο και πάντα κερνούσε καραμέλες τα πιτσιρίκια. Πάντα χαμογελαστή. Τα παιδιά έδειχναν να την αγαπούν. Και αυτή το ίδιο. Το σπίτι το είχε μελετήσει καλά εξωτερικά. Βρισκόταν στο δρόμο του λιμανιού και είχε θέα τα καίκια μπροστά του. Ένας μικρός καγκελόφραχτος και απεριποίητος κήπος το περιτριγύριζε και ερχόταν σε φανερή αντίθεση με τις πολυκατοικίες γύρω του. Το σπίτι ήταν όλο από γκρίζα πέτρα και η ταράτσα του, καθώς και το μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου έμοιαζαν με μικρές επάλξεις. Ίσως ο ιδιοκτήτης να' θελε να μοιάζει με αρχοντικό της Σκωτίας. Σκυλιά δεν υπήρχαν. Τα παντζούρια ήταν πάντα κλειστά. Είχε 'χτυπήσει' πολλά σπίτια, αλλά αυτή θα ήταν η πρώτη φορά στο Πειραιά. Οι βασικοί κανόνες του ήταν οι εξής. Όχι ακριβά σπίτια. Πάντα ηλικιωμένων. Τσάντα στη πλάτη για τα λάφυρα. Ψυκτικό σπρέι και ένας σουγιάς στη τσέπη καλού κακού. Δύο φορές τον είχε χρησιμοποιήσει όταν οι ιδιοκτήτες των σπιτιών που ήταν μέσα, τον είχαν δει και προσπάθησαν να του επιτεθούν. Τους είχε αφήσει ματωμένους κάτω και είχε φύγει τρέχοντας. Δε γνώριζε αν είχαν πεθάνει. Δε τον ενδιέφερε καν. Κατά τις τέσσερις το πρωί η νύχτα ήταν βαριά στη πόλη. Φεγγάρι δεν υπήρχε. Ησυχία είχε απλωθεί παντού. Πού και πού πέρναγε κάνα μηχανάκι για να δηλώσει πως υπάρχει ζωή εκεί. Ήταν καλοκαίρι και η υγρασία σε έκανε να κολλάς. Το σπίτι, με τα δυο κλειστά παντζούρια δεξιά και αριστερά της εισόδου έμοιαζε με ζώο που κοιμάται. Ζώο που ο Ρουμάνος είχε αποφασίσει να πιάσει στον ύπνο και να τιθασεύσει. Ο μόνος φόβος του ήταν ο περιπτεράς που ξενυχτούσε απέναντι, στο πεζοδρόμιο. Όμως δεν θα άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Είχε παρατηρήσει ότι ο περιπτεράς-ένας μεσήλικας με γυαλιά και καράφλα- πάντα είχε το κεφάλι σκυμμένο. Έλυνε σταυρόλεξα ή κάτι διάβαζε, προφανώς. Δύσκολα θα τον έβλεπε μες στο σκοτάδι με τον απεριποίητο κήπο μπροστά. Υπολόγιζε ότι θα χρειαζόταν κάπου ένα λεπτό για να διασχίσει το κήπο και να ανοίξει τη παλιά πόρτα. Εύκολη δουλειά. Ήταν επαγγελματίας και αδίστακτος. Δε χρειαζόταν κάτι άλλο. Ξεκίνησε. * * * Ο Ρουμάνος, ντυμένος στα μαύρα και έχοντας τη προσοχή του στο περίπτερο απέναντι, πήδηξε με ευκολία το μικρό τσιμεντένιο φράχτη και διέσχισε αθόρυβα το κήπο. Έφτασε στην είσοδο. Έξυσε ελαφρά με το σουγιά του το σημείο της πόρτας που αντιστοιχούσε στη κλειδαριά και έβγαλε μια κάρτα. Η πόρτα ήταν παλιά και δεν έκλεινε καλά. Δε θα χρειαζόταν καν ψυκτικό. Έπαιξε λίγο την κάρτα ώσπου το ποθητό 'κλακ' ακούστηκε και η πόρτα άνοιξε ελαφρά. Εύκολη δουλειά. Μια τελευταία ματιά στο περίπτερο απέναντι. Όλα καλά. Ο κάτοικος του είχε βυθιστεί σε κάποια φυλλάδα και δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα.Άνοιξε σβέλτα την πόρτα και τρύπωσε μέσα. Την έκλεισε απαλά πίσω του. Πίσσα σκοτάδι κυριάρχησε στα μάτια του και γεροντίστικη μυρωδιά εισέβαλε στη μύτη του. Αηδία. Τις απεχθανόταν τις γριές. Περίμενε πέντε λεπτά περίπου μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια του. Το σπίτι φαινόταν μεγαλύτερο από μέσα. Μάλλον γιατί δεν ήταν γεμάτο από έπιπλα. Μια μικρή βιβλιοθήκη με ένα τραπεζάκι δεξιά και μια τηλεόραση με ένα καναπέ και ένα κομό αριστερά. Οι τοίχοι ήταν άδειοι πέρα από ένα-δυο πίνακες. Λίγα μέτρα μπροστά του μια ξύλινη σκάλα ανέβαινε στο δεύτερο όροφο του σπιτιού και χανόταν σε πυκνό σκοτάδι. Του έμοιαζε με γλώσσα. Ξεκίνησε το ψαχούλεμα. Ένας μικρός φακός-μπρελόκ τον βοηθούσε για τις μικρές αποστάσεις. Έψαξε εξονυχιστικά το ισόγειο. Βρήκε λίγα χρήματα και λίγα ασημικά. Τα έβαλε όλα στη τσάντα. Στο βάθος, πίσω απ' τη κεντρική σκάλα, μπόρεσε να ξεχωρίσει τη κουζίνα, μια κλειστή παλιά πόρτα αριστερά που έγραφε 'αποθήκη' και μια πόρτα δεξιά που υπέθεσε πως εκεί μέσα λογικά πρέπει να κοιμόταν η γριά, για να μην ανεβαίνει τα σκαλιά. Ωραία. Θα άφηνε για το τέλος το δωμάτιο της, αφού έψαχνε όλο το σπίτι. Αποφάσισε να ανέβει στο δεύτερο όροφο. Τα λαστιχένια παπούτσια τον βοηθούσαν να περπατά αθόρυβα Καθώς ανέβαινε ένα δυνατό τρίξιμο ακούστηκε κάτω απ' το πόδι του στο τελευταίο σκαλί. Να πάρει! Ο ήχος ακούστηκε τριπλάσιος μες στο σπίτι. Ένας δεύτερος ήχος-μια πόρτα που άνοιγε από κάτω. Η γριά! Θα πρέπει να τον άκουσε και να ξύπνησε. Ανέβηκε και το τελευταίο σκαλί και έσκυψε κάτω απ' το μαρμαρένιο διάζωμα του ορόφου. Κοιτούσε κάτω ακίνητος. Δεν ήθελε να επιτεθεί στη γριά, Όχι αν δεν υπήρχε λόγος τουλάχιστον. Έπρεπε να ψάξει όλο το σπίτι πρώτα και μετά το δωμάτιο της. Αν τον έπαιρνε χαμπάρι θα τη χτύπαγε. Αν τον κοίταγε καλά στο πρόσωπο, μπορεί και να τη σκότωνε. Βήματα ακούστηκαν στο σπίτι. Ξάφνου από κάτω του, φάνηκε η μαυροντυμένη γριά. Την είδε να σταματάει και να περιεργάζεται το χώρο. Οι ώμοι της είχαν σηκωθεί κάπως στο πλάι, σαν να στεκόταν σε πατερίτσες.. Αυτό που ξεχώριζε περισσότερο στο σκοτάδι όμως ήταν το κεφάλι της από πάνω. Δε φορούσε το μαντίλι και ο Ρουμάνος παρατήρησε ότι δεν είχε μαλλιά. Είχε μακριές αραιές άσπρες τούφες εδώ και εκεί και σκούρες κηλίδες διέτρεχαν την επιδερμίδα του κεφαλιού της. Η γριά αφού επιθεώρησε το δωμάτιο επέστρεψε πίσω. Πόρτα που ανοιγόκλεισε και μετά ησυχία. Οκ αυτό ήταν, έπρεπε να' ναι προσεκτικός τώρα, να θυμάται το χαλασμένο σκαλί. Ο όροφος που βρισκόταν, αποτελούταν από ένα διάδρομο με δωμάτια δεξιά και αριστερά και ένα μεγαλύτερο δωμάτιο στο βάθος. Ένα στρογγυλό παράθυρο ψηλά απ' τη κεντρική είσοδο, έριχνε το φεγγαρόφωτο σα χλωμό ποτάμι κατά μήκος του διαδρόμου. Οι πόρτες του ορόφου ήταν όλες ξεκλείδωτες. Μπήκε σε κάθε ένα δωμάτιο και έψαξε εξονυχιστικά κάθε πιθανή σπιθαμή που η γριά μπορεί να είχε κρύψει χρήματα. Ήταν κάτι που είχε μάθει στο 'επάγγελμα' του. Οι άνθρωποι έχουν πολύ φαντασία και βρίσκουν απίθανα μέρη για να κρύψουν τις οικονομίες τους. Μέσα σε παλιές τηλεοράσεις, μέσα σε καλοριφέρ, μέσα σε βιβλία.. Δεν τον ένοιαζε όμως, του άρεσε να ψάχνει. Ένιωθε σαν εξερευνητής που αναζητά το χαμένο σεντούκι Σαρακινών πειρατών. Θα το έβρισκε. Κάθε φορά το έβρισκε. * * * Σκατά, σκατά, σκατά! Τίποτα, τζίφος. Πέρα από κάποια ψιλά και κάτι κοσμήματα δε βρήκε τίποτε άλλο. Πρέπει να ’χε περάσει κανά δύωρο που έψαχνε και δεν είχε βρει τα χοντρά λεφτά, τη μεγάλη μπάζα, το σεντούκι με το θησαυρό. Το ήξερε ότι υπήρχε κάπου στο σπίτι, πάντα υπάρχει, το μυρίζεται όταν μπαίνει μέσα, αυτή ήταν η ικανότητα του.. Βρισκόταν στο τελευταίο δωμάτιο, αυτό που κοιτάει στο μοναδικό διάδρομο του ορόφου. Πόρτα δεν υπήρχε. Πρέπει να 'ταν ξενώνας παλιά, μα τώρα έμοιαζε με μικρό σαλόνι. Είχε ένα τραπέζι και διάφορες στοιβαγμένες κούτες τριγύρω. Ο φακός πρόδωσε την εγκατάλειψη του δωματίου. Σκόνη παντού και σκουπιδάκια. Μια παλιά πολυθρόνα δέσποζε δίπλα στο τραπέζι. Προχώρησε για να κάτσει όταν κάτι έξυσε απαλά τα μαλλιά του. Τινάχτηκε με το φακό προς τα πάνω. Ένα σχοινί που κρεμόταν από μια..μια καταπακτή! Μια καταπακτή με χερούλι και ένα σχοινί δεμένο πάνω του για να την ανοίγεις και να ανεβαίνεις. Μα φυσικά! Πώς δε το σκέφτηκε? Τέτοια σπίτια έχουν καταπακτές και περάσματα. Να λοιπόν που βρίσκεται η μπάζα. Πάνω. Από εκεί πρέπει να βγαίνεις και στο μπαλκόνι του σπιτιού. Μα βέβαια, αυτό να είχε σκεφτεί και θα 'χε τελειώσει μια ώρα αρχύτερα. Δε πειράζει όμως. Γραμμή για τα λεφτά. Με μια κίνηση άνοιξε τη πόρτα και μια μικρή σκάλα ξεδιπλώθηκε. Ανέβηκε. Περίμενε λίγο να συνηθίσουν τα μάτια του στο σκοτάδι, ενώ η αίσθηση της όσφρησης τον ειδοποίησε πως κάτι σαπισμένο βρισκόταν στο χώρο. Πιθανότατα ψόφια ποντίκια. Το δωμάτιο όσο μπορούσε να δει του φάνηκε αρκετά μεγάλο. Στο κέντρο του ταβανιού υπήρχε μια θολωτή, κυκλική τζαμαρία, τόσο βρώμικη που μόλις μετά βίας μπορούσε να δει τις πολυκατοικίες και τον ουρανό έξω. Το ελάχιστο φως που έμπαινε από κει δεν έκανε και πολύ δουλειά άλλα ήταν κάτι. Ξεχώρισε σκιές στους τοίχους. Κομοδίνα και αραχνιασμένα τραπεζάκια ήταν ακουμπισμένα όπως-όπως. Βάδισε προς το μέρος τους, όταν τα σανίδια του πατώματος τρίξανε παραπονεμένα. Να πάρει! Έπρεπε να περπατάει ποιο προσεκτικά. Βάδισε ελαφρά προς τα κομοδίνα και τα άνοιξε. Τα μάτια του γυάλισαν από ικανοποίηση σαν να είχε αντικρύσει ο μυστικό του κόσμου. Χρυσαφικά σε σκουλαρίκια, δαχτυλίδια και κολιέδες αραδιασμένα, τον παρακαλούσαν να τα πάρει. Όλα τα συρτάρια έκρυβαν χρυσούς θησαυρούς μέσα. Δε πίστευε στην τύχη του. Είχε βρει το μπαούλο των πειρατών. Η παλιόγρια είχε μεγάλη προίκα. Η τσάντα του είχε γεμίσει και την ένιωθε στην πλάτη του βαρύτερη. Τέλεια. Με αυτή τη μπάζα δε θα χρειαζόταν να 'χτυπήσει' σπίτι για κανά χρόνο τουλάχιστον. Συνέχισε τη λεηλασία του όταν έφτασε στη γωνία του δωματίου και αντίκρυσε τσάντες στοιβαγμένες τη μια πάνω στην άλλη. Εδώ πρέπει να 'ναι τα χαρτονομίσματα. Τα μάτια του ξαναγυάλισαν και η έξαψη τον έκανε να βαδίσει βιαστικά, τρίζοντας τις σανίδες. Οι τσάντες ήταν μικρές, σχολικές. Άνοιξε την πρώτη και την άδειασε μπροστά του. Στην αρχή τα πέρασε για κούτσουρα, όταν όμως έπεσε και ένα μικρό αποσυντιθέμενο κρανίο με τρόμο διαπίστωσε ότι μόλις είχε πετάξει στο πάτωμα κάτι που κάποτε ήταν άνθρωπος. Τα κόκκαλα κροτάλισαν με την πτώση του κρανίου και παρέμειναν εκεί να τον σοκάρουν. Ασυναίσθητα έκανε πίσω. “Τι σκατά..?” Προσπαθούσε να σκεφτεί μια λογική λύση. Ίσως η γριά φύλαγε οστά νεκρών αγαπημένων της προσώπων. Ναι όντως, το έκαναν αυτό μερικοί σε χωριά, μπορεί αυτό να είναι. Αλλά μέσα σε σχολική τσάντα..? Αντίκρυσε και τις υπόλοιπες στη γωνία του δωματίου. Έτρεξε και άνοιξε και άλλη μια. Την άδειασε και καινούργια κόκκαλα έπεσαν. Το κρανίο που έπεσε είχε και λίγη σάπια σάρκα πάνω. Η φριχτή μυρωδιά της αποσύνθεσης εισέβαλε στη μύτη του και στο κεφάλι του, κάνοντας το στομάχι του να αναδευτεί. Αυτές οι τσάντες έτσι όπως ήταν στοιβαγμένες... σα να έκλειναν κάτι. Τις τράβηξε βιαστικά πετώντας τις πίσω του. Μύγες. Μύγες που έκαναν τσιμπούσι πάνω στο σαπισμένο πτώμα ενός μικρού κοριτσιού, όχι πάνω από πέντε χρονών. Ήταν γυμνό, το άσπρο δέρμα της τσιτωμένο και το μπούτι απ' το δεξιό πόδι της ήταν φαγωμένο αποκαλύπτοντας το κόκαλο από μέσα. Το πρόσωπο της μια ζωγραφιά απόγνωσης και τρόμου. Ιστοί αράχνης απλώνονταν στα ξανθά μαλλιά της και έμοιαζαν να τα προεκτείνουν στη γωνία του τοίχου. Οι μύγες μπαινόβγαιναν ασταμάτητα απ' το στόμα της. *** Ο Ρουμάνος γονάτισε και ξέρασε αηδιασμένος στο πάτωμα. Η τσάντα στη πλάτη του έπεσε απ' τη μια μεριά και τον έκανε να θυμηθεί το λόγο που είχε μπει στο σπίτι. Έπρεπε να συνέλθει. Ότι και αν συνέβαινε εδώ, όποιος ευθυνόταν για αυτό το μακάβριο θέαμα, δεν έπρεπε να τον νοιάζει. Είχε πάρει αυτό που ήθελε και έπρεπε να φύγει. Να φύγει γρήγορα. Γδούποι ακούστηκαν στον όροφο από κάτω. Γδούποι που πλησιάζανε. Η γριά! Θα 'χε ξυπνήσει με τη φασαρία που έκανε. Το χέρι του πήγε στο σουγιά του. Διάολε, ύστερα απ' αυτό που είδε θα τη καθάριζε όπως και να 'χε τη κωλόγρια! Αν ήταν και άλλοι μες στο σπίτι όμως? Οι υπεύθυνοι για αυτό το μακάβριο θέαμα? Σίγουρα οι γριά δε μπορούσε να τα κάνει μόνη της, θα 'χε συνεργούς. Είχε γνωρίσει πολλούς ανώμαλους στη ζωή του και στη φυλακή, ανθρώπους διεστραμμένους και ανώμαλους πέρα από κάθε λογική, αλλά αυτό ξεπερνούσε κάθε μέτρο. Έπρεπε να 'ναι πολύ προσεκτικός. Άνοιξε το σουγιά του και βάδισε γρήγορα προς την καταπακτή. Οι γδούποι ακουγόντουσαν τώρα από κάτω. Άνοιξε με βία την καταπακτή και πριν ακόμα τα μάτια του μπορέσουν να δουν, κάτι πετάχτηκε απ' το σκοτάδι, γράπωσε το αριστερό του πόδι απ' τον αστράγαλο και το τράβηξε προς τα κάτω. Ο Ρουμάνος έχασε την ισορροπία του και προσγειώθηκε άτσαλα στα σανίδια. Ο σουγιάς του έπεσε. Τα χρυσαφικά στην τσάντα σκάλισαν την πλάτη του. Η αρπάγη στο πόδι του ήταν δυνατή σα μέγγενη. Από κει που ήταν δε μπορούσε να το δει, μα ένιωσε δυνατά τη σάρκα απ΄ τη γάμπα του να αποκολλάτε βίαια καθώς κάτι τον γευόταν. Πόνος και ουρλιαχτό ξεχύθηκαν αβίαστα από μέσα του. Με μια απελπισμένη κίνηση, έχωσε δυνατά το άλλο του πόδι μέσα στη καταπακτή ελπίζοντας να πετύχει τον θύτη του. Ένας ξερός κρότος ακούστηκε και η μέγγενη απ' το πόδι του εξαφανίστηκε. Τα κατάφερε. Ότι και να 'ταν το 'χε πετύχει. Οι γδούποι της κατρακύλας ήταν η ανταμοιβή του. Τράβηξε γρήγορα το πόδι του πάνω και πιτσιλιές έπεσαν στο μάγουλο του. Δεν είχε χρόνο γι' αυτό τώρα. Παρόλο το φριχτό πόνο έπρεπε να ασφαλίσει τη καταπακτή πρώτα. Με μια σβέλτη κίνηση σύρθηκε και μάζεψε τη σκάλα όπως-όπως. Καθώς έκλεινε το πορτάκι τα μάτια του συνάντησαν τα μάτια της γριάς. Μόνο που αυτά δεν ήταν μάτια γριάς. Τον κοιτούσαν χαιρέκακα, φθονερά, με λύσσα και στο ανοιχτό-ξεχειλωμένο στόμα της με τα σουβλερά δόντια, περισσότερο ένιωσε παρά είδε μια υποψία χαμόγελου. Ένας φριχτός σαρκασμός. Έκλεισε δυνατά το πορτάκι. Σχεδόν κρεμάστηκε απ 'το κομοδίνο στο τοίχο, τον οποίο είχε λεηλατήσει νωρίτερα και τον έσυρε με όλη του τη δύναμη πάνω στη καταπακτή. Μια τρομερή δύναμη από κάτω απειλούσε να πετάξει το κομοδίνο, μα με το βάρος του από πάνω κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Σε λίγο σταμάτησαν οι προσπάθειες και βήματα ακούστηκαν να απομακρύνονται. Και μετά ησυχία.. Έπεσε στο πλάι και έπιασε το πληγωμένο πόδι του. Σάρκα δεν υπήρχε. Τα χέρια έπιασαν τους μυς του και μουσκεύτηκαν απ' το αίμα. Για άλλη μια φορά ούρλιαξε δυνατά. Αιμορραγούσε ακατάπαυστα και έπρεπε να το σταματούσε. Η λογική του επανήλθε και το ένστικτο της επιβίωσης τον έκανε να σκεφτεί. Με μιας ελευθέρωσε την τσάντα απ' τη πλάτη του και έβγαλε τη μπλούζα του αφήνοντας τον ημίγυμνο. Την έδεσε πάνω από την πληγή κάνοντας έναν σφιχτό κόμπο που τον έκανε να ουρλιάξει ξανά. Αυτό θα 'πρεπε να σταματούσε την αιμορραγία για την ώρα, όμως έπρεπε να φύγει το συντομότερο και να πάει σε κάποιο νοσοκομείο. Θα σκεφτόταν εκεί τι δικαιολογίες θα έλεγε, πρώτα όμως έπρεπε να ξεκουμπιζόταν από εκεί. *** Σηκώθηκε όρθιος και δοκίμασε να πατήσει το πόδι του. Κύματα πόνου τον έλουσαν και μια αίσθηση αηδίας τον έπνιξε καθώς είδε τους γυμνούς μυς του πληγωμένου ποδιού του να σφίγγονται. Δε μπορούσε να το πατήσει καλά, σχεδόν θα κούτσαινε. Ίσως κάποιος να είχε ακούσει τα ουρλιαχτά του και να ερχόταν να τον βοηθήσει.. Όχι, δεν έπρεπε να ελπίζει σε αυτό. Μια ζωή είχε μάθει να τα βγάζει πέρα μόνος του-ότι μπελάδες και αν είχε-και αυτό θα έκανε και τώρα. Ήξερε τους ανθρώπους. Ακόμα και να τον είχαν ακούσει δε θα τον βοηθούσαν. Θα φοβόντουσαν πιο πολύ και ο φόβος είναι δυνατό αποτρεπτικό. Ο περιπτεράς όμως?! Αυτός δεν ήταν σπίτι του. Βρισκόταν απέναντι απ' το σπίτι, στο δρόμο, με το τηλέφωνο δίπλα του. Αν κατάφερνε να του έκανε κάποιο σήμα ίσως να καλούσε την αστυνομία.. Μπάτσοι. Ότι χειρότερο γι' αυτόν. Έτσι και τον έπιαναν η φυλακή ήταν σίγουρη. Ζύγισε τις επιλογές του. Μπορούσε να μείνει και να παλέψει την έξοδο του ή αν κατάφερνε και ειδοποιούσε τον περιπτερά να πήγαινε φυλακή. Και δεν γινόταν να ξαναπάει φυλακή, με τίποτα! Αποφάσισε να ριψοκινδυνέψει την έξοδο του. Στο μυαλό του ήρθε ξανά η γριά. Το αποτρόπαιο πρόσωπο της με τα φθονερά ζωώδη μάτια που τον κοιτούσαν σα μεζέ. Μα τι ήταν αυτό? Η λογική του προσπαθούσε να το χωνέψει. Δε μπορεί, το μυαλό του και ο πόνος απ' το πόδι του πρέπει να του έπαιζαν παιχνίδια δεν εξηγείται αλλιώς. Και τα πτώματα.. Θεέ μου τα πτώματα τόσων μικρών παιδιών, ήταν φανερό πως κάτι-πιθανόν η γριά-ή ότι ήταν αυτό τελοσπάντων, να τρεφόταν από αυτά. Τα απήγαγε προφανώς, τα έσερνε εδώ πάνω και τρεφόταν. Η γριούλα που κέρναγε πάντα καραμέλες τα πιτσιρίκια και όλοι ήξεραν πόσο τα αγαπούσε... Έπρεπε να φύγει οπωσδήποτε. Μάζεψε το σουγιά από κάτω και τον κράτησε σφιχτά στο χέρι του. Αυτή τη φορά δε θα του έπεφτε. Γνώριζε πλέον ότι δεν είχε να κάνει με μια απλή γριά μα με κάτι άλλο που δε καταλάβαινε πλήρως. Κάτι κακόβουλο και τραγικό που είχε μπει στη φωλιά του και τώρα τον κυνηγούσε. Το στοιχείο του αιφνιδιασμού είχε χαθεί πλέον, μα με τι τίμημα. Ωστόσο, καλό θα ήταν να έφευγε απαρατήρητος. Το πόδι του τον καθιστούσε ακατάλληλο για μάχη και παρόλο που ο σουγιάς, του έδινε κάποια ασφάλεια, δεν ήθελε με τίποτα να ξαναντικρίσει τα λυσσασμένα μάτια του πλάσματος, ούτε καν από μακριά. Το βλέμμα του στράφηκε στη θολωτή τζαμαρία του ταβανιού. Θα μπορούσε να φύγει από κει, μα ήταν πολύ ψηλά. Ίσως αν έσπρωχνε κάποιο απ' τα τραπεζάκια εκεί μέσα να κατάφερνε να πιανόταν και να ανέβαινε πάνω. Τα χέρια του ήταν δυνατά, μπορούσε να το καταφέρει αυτό. Με το που θα ανέβαινε στη ταράτσα, θα σκεφτόταν εκεί πως να κατέβει, ωστόσο θα 'χε κάνει τη μισή απόδραση του. Το ότι είχε ένα σχέδιο τον αναζωογόνησε. Ξαναέβαλε την τσάντα με τα κλοπιμαία στη πλάτη του. Έπρεπε να σπάσει τη τζαμαρία πρώτα. Έψαξε ψιλαφώντας το δωμάτιο ψάχνοντας για κάτι μεγάλο και βαρύ. Τζίφος, δεν υπήρχε τίποτα. Πέρασε γρήγορα απ' το νου του να έπιανε τα κρανία και να τα πέταγε, μα δεν άντεχε καν να ξαναπλησιάσει εκεί. Έφτασε ψάχνοντας στο κομοδίνο πάνω στην καταπακτή. Αυτό είναι! Τα άδεια συρτάρια του κομοδίνου. Είναι μεγάλα και αρκετά βαριά για τη δουλειά που τα θέλει. Αποκόλλησε βιαστικά το πιο πάνω και πλησίασε προς το θολωτό παράθυρο στο ταβάνι. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν ακριβώς από κάτω, πέταξε με δύναμη το συρτάρι. Ένας μικρός γυάλινος κρότος ακούστηκε και μια ρωγμή σχηματίστηκε μα δεν έσπασε τίποτα. Το συρτάρι έπεσε με θόρυβο. Σκατά, το τζάμι πρέπει να 'ναι ανθεκτικό. Το ξαναμάζεψε και το έριξε δεύτερη φορά ποιο δυνατά. Ποιο δυνατός κρότος και περισσότερα ραγίσματα που ενώθηκαν με τα πρώτα. Το συρτάρι έπεσε κάτω και έσπασε. 'Γαμώτο..' μούγκρισε ο Ρουμάνος και κατευθύνθηκε προς το κομοδίνο. Είχε ήδη φτάσει, όταν ένας εκκωφαντικός κρότος ακούστηκε απ' τη τζαμαρία στο ταβάνι πίσω του. Γύρισε αστραπιαία το κεφάλι του. Μέσα σε χιλιάδες κομματάκια γυαλί ή γριά έπεσε δυνατά στο πάτωμα μπαίνοντας στο χώρο. Με τα μαύρα ρούχα της ήταν δύσκολο να την διακρίνει καλά, μα τα αφύσικα μακριά χέρια της που τη βοήθησαν να προσγειωθεί ξεχώριζαν σα τεράστια καλάμια. Οι ώμοι της βρισκόντουσαν πολύ ψηλότερα απ' το κεφάλι της. Τα μανίκια στα χέρια της ήταν σκισμένα .Ο Ρουμάνος με μια φριχτή συνειδητοποίηση, κατάλαβε πως η γριά 'δίπλωνε' τα ξερακιασμένα χέρια της κάτω απ΄το ρούχο. Και έτσι τους ξεγέλαγε όλους.. Καθώς τα έβλεπε τώρα σε όλη τους τη μεγαλοσύνη, παγωμένος ιδρώτας θανάτου τον έλουσε για το τραγικό του πράγματος που έβλεπε. Τα δυνατά δάχτυλα της με τα μακριά νύχια ενώθηκαν σε ένα σάρκινο σουβλί, άγγιξαν το πάτωμα και ανασήκωσαν λίγο το σώμα της, σαν ζωντανές πατερίτσες. Καθώς τα τρελαμένα μάτια της τον αντίκρυσαν για μια ακόμα φορά, σάλιο έσταξε απ'το ανοιχτό στόμα της και τα χέρια της άρχισαν με θόρυβο να την 'περπατάνε' προς το μέρος του. Τα κανονικά της πόδια σχεδόν σερνόντουσαν πίσω μα και όμως, έτσι πήγαινε πιο γρήγορα. Είχε φτάσει στα μισά της απόστασης που τους χώριζε. Το ένστικτο κινδύνου χτύπησε καμπανάκια στο Ρουμάνο και με μια κραυγή περισσότερο τρόμου παρά εκφοβισμού, πέταξε το σουγιά προς το μέρος της. Μια συρυστική κραυγή απ΄το ορθάνοιχτο σα χοάνη στόμα του πλάσματος επιβεβαίωσε την ευστοχία του. Το πλάσμα σταμάτησε και υποβασταζόμενο απ'το ένα χέρι και τα πόδια πίσω, προσπάθησε με το άλλο να βγάλει τον καρφωμένο σουγιά. Ο Ρουμάνος δεν έχασε τη ευκαιρία. Έριξε κάτω το κομοδίνο, άνοιξε τη καταπακτή όπως-όπως και πήδηξε ασυναίσθητα κάτω. Προσγειώθηκε με τα πόδια και έπεσε. Καινούργιοι πόνοι απλώθηκαν στο σώμα του. Αίμα ένιωσε να μουσκεύει ξανά το πόδι του. Ίσως και να είχε σπάσει. Δεν ήξερε. Θα μάθαινε αργότερα, όταν θα ήταν μακριά από αυτό τον ανεκδιήγητο τρόμο. Σηκώθηκε τράβηξε το σχοινάκι της καταπακτής και το έκλεισε. Οι γδούποι από πάνω έφτασαν μέχρι το πορτάκι και ξαφνικά ένιωσε μια τρομακτική δύναμη να προσπαθεί να το ανοίξει. Κρεμάστηκε ολόκληρος μα και πάλι ένιωσε να τραβιέται προς τα πάνω. Είδε την καταπακτή να ανοίγει ελάχιστα. Τόσο ώστε να δει δυο τρομακτικά μάτια να τον στοιχειώνουν. Με το καλό του πόδι προσπάθησε να βρει διέξοδο. Βρήκε ένα καναπέ και πέρασε το πέλμα του στο χερούλι από κάτω, κρατώντας έτσι μεγαλύτερη αντίσταση. Τα τινάγματα συνεχίστηκαν, μα η καταπακτή δεν άνοιγε. Μετά από λίγο σταμάτησαν. Έμεινε κρεμασμένος να ανασαίνει με τον ιδρώτα να στάζει από πάνω του και τη πληγή του να σχηματίζει λιμνούλα αίματος, στο πάτωμα κάτω. Δεν πήγαινε άλλο. Είχε χάσει και το σουγιά, έπρεπε να φύγει τώρα, τρέχοντας, μα δεν ήξερε αν θα τα κατάφερνε. Είχε αρκετό δρόμο μπροστά του, για την κατάσταση του τουλάχιστον. Έπρεπε να διασχίσει το φεγγαρολουσμένο διάδρομο, να κατέβει τις σκάλες, να φτάσει την πόρτα και να διασχίσει το κήπο. Ευελπιστούσε πως η γριά δε θα διακινδύνευε να βγει στο δρόμο έξω, όπου θα μπορούσε να τη δει ο περιπτεράς. Δε θα διακινδύνευε να αποκαλύψει τη ταυτότητα της και να χάσει τα νεανικά τσιμπούσια. Τα χρυσαφικά τα είχε χάσει πλέον. Η ζωή του είχε μεγαλύτερη σημασία τώρα. Ωστόσο τίποτα δε χάθηκε ακόμα και τα είχε καταφέρει καλά στη τελευταία του αναμέτρηση. Ο σουγιάς χρησίμευσε. Της έδωσε κάτι για να τον θυμάται της σκύλας. Δεν ήταν παιδάκι, μπορούσε να αντισταθεί. Αποφάσισε να ξεκρεμαστεί απ΄το σχοινί και να τρέξει όπως μπορούσε. Μέχρι να κατέβει η γριά, αυτός θα είχε διασχίσει το διάδρομο. Μέχρι να διασχίσει η γριά το διάδρομο αυτός θα είχε κατέβει τα σκαλιά και θα είχε φτάσει στη πόρτα. Αυτό ήταν! Θα τα κατάφερνε. *** Πριν ακόμα ξεκινήσει ακούστηκε η πόρτα της κεντρικής εισόδου να ανοίγει. Ο Ρουμάνος πάγωσε. Βήματα ακούστηκαν μες στο σπίτι. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Ήταν αυτή? Είχε κάνει το κύκλο του σπιτιού και είχε έρθει από μπροστά? Τα βήματα τώρα ακούγονταν στις σκάλες. Οτιδήποτε κι αν ήταν ανέβαινε. Ή μήπως ήταν ο περιπτεράς? Να 'χε ακούσει τη φασαρία και να είχε έρθει να δει τι γινόταν? Μακάρι να ήταν αυτό.. Τα βήματα σταμάτησαν στην άλλη άκρη του διαδρόμου, ακριβώς μπροστά του. Δεν ήταν ο περιπτεράς. Ο Ρουμάνος ένιωσε δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπο του. Δάκρυα και γέλιο μαζί, απογοήτευσης και απελπισίας. Το σχέδιο του είχε πάει χαμένο. Δε θα κατάφερνε ποτέ να βγει απ' αυτό το σπίτι. Να που τώρα το πλάσμα στεκόταν μπροστά του κοιτάζοντας τον με ικανοποίηση και σφραγίζοντας τη μοίρα του. Θα τον κατασπάραζε όπως όλα αυτά τα παιδιά. Θα γινόταν το βραδινό της καθώς θα τον κατάπινε ζωντανό, κομμάτι-κομμάτι.. Με μια κραυγή απελπισίας έτρεξε προς το μέρος της. Το ουρλιαχτό του κάλυπτε τον πόνο απ' το πόδι του, που το ένιωθε να σκίζεται με κάθε βήμα που έκανε. Το πλάσμα σάστισε προς στιγμήν απ' την αντίδραση του θύματος του. Ήταν κάτι που δεν είχε ξαναβιώσει ποτέ και πριν προλάβει να κάνει τρία βήματα τα σώματα τους συγκρούστηκαν βίαια. Η φόρα του Ρουμάνου, τους εκσφενδόνισε σαν ένα κουβάρι κάτω απ' τη σκάλα. Τα δόντια του πλάσματος βυθίστηκαν στον ώμο του Ρουμάνου. Η σύγκρουση με το ισόγειο ήταν δυνατή. Το πλάσμα βρέθηκε από κάτω απορροφώντας την δύναμη της πτώσης. Τα δόντια ελευθερώθηκαν από τον ώμο του και ο Ρουμάνος πριν κατρακυλίσει ένιωσε τα κόκκαλα του πλάσματος να σπάνε από κάτω του με αηδιαστικούς ήχους, Προσπάθησε να σηκωθεί. Έπεσε. Βόγκηξε απ' τον πόνο. Κοιτώντας το πόδι του είδε ότι έτρεχε ακατάπαυστα αίμα. Το ίδιο και ο ώμος του. Είδε το πλάσμα να σαλεύει ζαλισμένο και να προσπαθεί και αυτό να σηκωθεί. Πανικός τον κατέβαλε. Με το καλό του πόδι σύρθηκε ως την πόρτα, την άνοιξε και βγήκε έξω κουτρουβαλώντας. Σηκώθηκε και σερνάμενος διέσχισε τον κήπο ενώ βόγκηξε δυνατά απ' τους πόνους που συντάραζαν το κορμί του. Λίγο πριν φτάσει στην πόρτα του φράχτη έπεσε κάτω. Βήματα ακούστηκαν μπροστά του. Αυτό ήταν τελείωσε, τον έπιασε. “Παναγία μου, τι γίνεται εδώ παλικάρι μου? Τι έπαθες?” Ο περιπτεράς! Επιτέλους είχε έρθει βοήθεια. “Γρήγορα πάμε να φύγουμε από δω!” ξέσπασε ο Ρουμάνος σχεδόν κλαίγοντας. “Τι? Μα εσύ είσαι τραυματισμένος. Που είναι η κυρά-Δέσποινα?” Ο Ρουμάνος τον έπιασε απ' το γιακά “Άκουσε με κινδυνεύουμε..θα μας πιάσει! Τώρα βοήθα με να φύγω, αλλιώς θα σε σκοτώσω κωλόγερα, μ'ακούς?! Τώρα!!” Ο περιπτεράς τον βοήθησε τρέμοντας σύγκορμος. “Γρήγορα πριν μας πιάσει..” ο Ρουμάνος παραληρούσε. Γυρνώντας να δει πίσω του δε βρήκε ίχνος ζωής. Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη μα πουθενά το πλάσμα. Ούτε στη ταράτσα, ούτε τριγύρω. Πιθανώς να τραυματίστηκε βαριά. Σίγουρα είχε ακούσει τα κωλοκόκκαλα της να σπάνε! Του άρεσε αυτή η προοπτική. Ή μπορεί και να κρυβόταν απ' το περιπτερά. Ή και τα δύο. Διασχίσανε το δρόμο όσο ποιο γρήγορα μπορούσαν και έφτασαν απέναντι στο πεζοδρόμιο. Ο περιπτεράς τον απέθεσε στο πεζούλι πίσω απ' το περίπτερο. Από κάτω του, τα καίκια δείχνανε σχεδόν ακίνητα στην άπνοια που επικρατούσε. “..εε..πάρε αυτά και περίμενε να καλέσω ασθενοφόρο” είπε ο περιπτεράς στα χαμένα δίνοντας του ένα μαντίλι και ένα μπουκαλάκι νερό. Ο Ρουμάνος δε διαφώνησε, χρειαζόταν επειγόντως περίθαλψη. Δεν ήξερε πόσο είχε φτάσει η ζημιά στο πόδι του, αλλά ήξερε ότι ήταν μεγάλη. Και ο ώμος του τον έκαιγε φριχτά. Ήπιε το μισό νερό και με το υπόλοιπο έβρεξε τις πληγές του. Πίεσε το μαντήλι στον ώμο του και το κράτησε εκεί. Το πόδι του ήταν σε άθλια κατάσταση. Έτρεχε ακόμα αίμα και είχε γίνει μπλαβί. Έσφιξε τον κόμπο που είχε φτιάξει με τη μπλούζα του ακόμα περισσότερο και βόγκηξε απ' τον πόνο. Το αίμα φάνηκε να σταματάει. Μέσα στην ησυχία της νύχτας ακουγόταν μόνο η φωνή του περιπτερά που μιλούσε με το νοσοκομείο. Πρόσεξε πως σε κάποιες πολυκατοικίες τριγύρω φώτα είχαν ανάψει στα παράθυρα και μερικοί κρυφοκοιτούσαν. “Πούστηδες..” μούγκρισε εκφράζοντας την αποστροφή του.. *** < Σλικ..> Ένας ήχος τόσο διακριτικός που αν δεν έβλεπε το περιπτερά με ανοιγμένο το λαιμό, δε θα καταλάβαινε τι ήταν. Είδε τα μάτια του να γουρλώνουν και το τηλέφωνο να πέφτει απ' τα χέρια του. Τον είδε να προσπαθεί αδύναμα να κάνει ένα βήμα προς την έξοδο του περιπτέρου. Μια ανέλπιδη προσπάθεια για βοήθεια. Απ' το παραθυράκι το πλάσμα τον γράπωσε απ' τον ώμο και τον τράβηξε πίσω. Απ' το λαιμό και κάτω ο χλωμός πλέον περιπτεράς, έμοιαζε σα να είχε φορέσει ένα κόκκινο μαντίλι. Ο Ρουμάνος δε πίστευε αυτό που διαδραματιζόταν μπροστά του. Το πλάσμα είχε βάλει το κεφάλι του μες στο παραθυράκι και με τη σταχτιά γλώσσα του γευόταν τον ιδρώτα απ' το μέτωπο του ζωντανού ακόμα θύματος του. Γευόταν το φόβο του.. Όση ώρα διήρκησε αυτό, τα μάτια του πλάσματος κοιτούσαν γεμάτα λύσσα το Ρουμάνο, υπενθυμίζοντας του ότι ερχόταν η σειρά του. Η ζωή του περιπτερά έφυγε από μέσα του και τα μάτια του γυρίσανε ανάποδα. Το πλάσμα τον άφησε, έβγαλε το κεφάλι του έξω απ' το περίπτερο και σκαρφάλωσε πάνω. *** Στεκόταν πάνω στο περίπτερο σα μαύρη θεά με το φεγγαρόφωτο ολόγυρα της και τον παρατηρούσε. Μια μαύρη θεά, που είχε ζητήσει το αίμα του εκείνο το βράδυ και που θα το διεκδικούσε σε λίγα λεπτά. Δεν υπήρχε διέξοδος, το ήξερε. Οπουδήποτε και να έτρεχε το πλάσμα θα τον έπιανε γρήγορα. Εκτός.. Την ώρα που το πλάσμα πήδηξε απ΄ το περίπτερο κάτω και τον πλησίασε εκείνος βούτηξε προς τα πίσω. Έπεσε με τον δαγκωμένο ώμο του πάνω στο καίκι. Ούρλιαξε. Το πλάσμα φάνηκε πάνω στο πεζούλι να κοιτάει τον ίδιο και τη θάλασσα τριγύρω. Παρέμεινε εκεί για λίγα λεπτά με τα μακρουλά χέρια της να ακουμπάνε πάνω στο πεζούλι σαν πόδια αράχνης. Εκείνος ανακάθισε και την κοίταξε. “έλα λοιπόν καριόλα, τι περιμένεις?!” Το πλάσμα ανταποκρίθηκε με ένα γουργουριστό ήχο και παρέμεινε εκεί να τον κοιτάει φθονερά. Νερό. Πρέπει να φοβόταν να πλησιάσει νερό. Θυμήθηκε τις ιστορίες που έλεγαν οι γέροι παλιά στο χωριό του. Για στοιχειά και στρίγγλες που καραδοκούσαν στις ερημιές. Όσο όμως τρομαχτικά και δυνατά κι αν ήταν, σε όλες αυτές τις ιστορίες, υπήρχε ο κοινός φόβος για το νερό. Τα γαμημένα δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν! Το πλάσμα-γριά με ένα πήδο βρέθηκε πάνω στο καίκι μπροστά απ' το Ρουμάνο. Το ένα χέρι της κούτσαινε. Ο Ρουμάνος πετάχτηκε απ' το φόβο του! Με μια κραυγή τρόμου ανακάθισε και ετοιμάστηκε να πηδήξει στο νερό. Για άλλη μια φορά η λογική του κυριάρχησε, λέγοντας του πως, με τα τραύματα και την εξάντληση που είχε θα κινδύνευε να πνιγεί. Αν όμως καθόταν εκεί θα τον έσφαζε. Πάνω στην αγωνία του, πήδηξε στη διπλανή ψαρότρατα. Το πλάσμα σάλεψε πίσω του. Πανικόβλητος και αφήνοντας μια γραμμή αίματος πίσω του πήδηξε στην επόμενη βάρκα. Ιδρώτας τον έλουζε και το αίμα απ τον ώμο του είχε βάψει το σώμα του κόκκινο. Κοίταξε φευγαλέα πίσω του και είδε τη γριά να τον καταδιώκει πηδώντας από καίκι σε καίκι, βγάζοντας μοχθηρά μουγκρητά. Ο Ρουμάνος ζαλιζόταν. Το σώμα του κατέρρεε το ένιωθε. Δεν θα άντεχε για πολύ, πρέπει να είχε λίγα λεπτά πριν λιποθυμίσει και το πλάσμα τον κυνηγούσε λυσσασμένο. Πόσο θα τρεφόταν μόλις τον έπιανε δεν ήθελε να το φαντάζεται. Ήξερε πως δε θα τον σκότωνε γρήγορα. Ήξερε πως θα τον τελείωνε αργά και βασανιστικά απολαμβάνοντας το φόβο του σα κολατσιό. Ξαφνικά η ιδέα της φυλακής του φάνηκε πολύ καλύτερη. Το τελευταίο πλεούμενο, ήταν μια εγκαταλελειμμένη βάρκα με κουπιά, ικανή για κοντινά ταξίδια. Πιο πέρα απλωνόταν το σκοτάδι της θάλασσας, ποιο μαύρο και απ' τη νύχτα. Το επόμενο καίκι ήταν πολύ μακριά, δε θα κατάφερνε να φτάσει. Πήδηξε μες στη βάρκα και έπεσε φαρδύς πλατύς. Γύρισε βιαστικά ανάσκελα, για να αντιμετωπίσει τον τρόμο που ερχόταν. Η γριά πήδηξε ακριβώς πάνω του συνθλίβοντας τα πλευρά του. Μια κραυγή πόνου και απελπισίας ξέφυγε απ' τα χείλη του Ρουμάνου. Καθώς τον πίεζε με το σώμα της, τον καθήλωσε στη βάρκα με το αριστερό ξερακιανό της χέρι. Το πίεζε δυνατά πάνω στο πληγωμένο ώμο του και τον έτσουζε ακόμα περισσότερο. Ο Ρουμάνος είχε αποδεχτεί τη μοίρα του και είχε αποσβολωθεί σχεδόν ανήμπορος. Το πλάσμα-γριά πρέπει να το κατάλαβε αυτό. Με το δεξιό της χέρι, παρόλο που κούτσαινε, θα τον τελείωνε. Ούτως η άλλως δε χρειαζόταν πολύ δύναμη και τον είχε στο έλεος της. Γι' αυτό το λόγο το σήκωσε αργά και μπρος στα τρομοκρατημένα μάτια του θύματος, σχημάτισε το φονικό όπλο που θα τον αποτελείωνε. Ήθελε να το δει και να συνειδητοποιήσει την ήττα του μπροστά της. Να του δείξει ποιος νίκησε στο τέλος, απομυζώντας το φόβο του. Τα μακριά της δάχτυλα, με τα κοφτερά νύχια ενώθηκαν λίγα εκατοστά απ' το πρόσωπο του και σχημάτισαν το σάρκινο σουβλί που στηριζόταν για να κινείται το πλάσμα και που μ' αυτό θα τον αποτελείωνε. Το ελεύθερο χέρι του Ρουμάνου κράτησε αντίσταση στο χέρι του πλάσματος για να το σταματήσει μα ήταν ανώφελο. Οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει για κάτι τέτοιο. Ο ώμος του πλάσματος τραβήχτηκε λίγο πίσω για να δώσει τη χαριστική βολή με στόχο το μάτι του. Κατέβηκε γρήγορα. Το κεφάλι του Ρουμάνου τραβήχτηκε ενστικτωδώς δεξιά και το χέρι της καρφώθηκε μέσα στη βάρκα τρυπώντας το παλιό ξύλο. Με ένα σαρδόνιο βρυχηθμό το πλάσμα τράβηξε το χέρι του για τη δεύτερη βολή. Νερό πλημμύρισε το εσωτερικό της βάρκας, μουσκεύοντας το κεφάλι του Ρουμάνου και καθώς είδε το φονικό χέρι να ξανακατεβαίνει τέντωσε το κεφάλι του τέρμα αριστερά. Το φονικό χέρι καρφώθηκε πάλι στη βάρκα. Ένιωσε το λαιμό του να τραβιέται τόσο απότομα, που ένας μυϊκός πόνος, άρχισε να τον ταλανίζει απ' το σβέρκο έως την πλάτη. Το πλάσμα αυτή τη φορά ούρλιαξε. Ένας ήχος διαπεραστικός, που σου τρυπούσε τα αυτιά. Βλέννα και σάλια έσταξε στο πρόσωπο του Ρουμάνου. Καθώς το πλάσμα τράβηξε το χέρι του, αφήνοντας μεγαλύτερη τρύπα στο ξύλο, το κρύο νερό μπήκε ορμητικό και η βάρκα άρχισε να βυθίζεται ελαφρά. Το πλάσμα φάνηκε να πανικοβάλλεται στην αίσθηση του νερού. Με μια τελευταία κίνηση ύψωσε το χέρι της και το κάρφωσε στο στήθος του Ρουμάνου. *** Δεν ούρλιαξε. Ένιωσε να του κόβεται η ανάσα . Αίμα ανέβηκε στο στόμα του και το βλέμμα του θόλωσε. Πέθαινε μέσα σε αυτή τη βάρκα, το ήξερε αυτό. Η βάρκα πλημμύριζε ραγδαία. Το πλάσμα βρυχήθηκε απ' την επαφή του με το νερό και κοίταξε πίσω του για να ζυγιάσει το σάλτο που θα έκανε μέχρι το πεζούλι. Δε θα απολάμβανε το θύμα του αυτή τη φορά. Έπρεπε να φύγει από εκεί. Καθώς πήγε να τραβήξει το χέρι του απ' το στήθος του θύματος, κάτι το γράπωσε και το κράτησε στη θέση του. Ο Ρουμάνος, κρατούσε το χέρι του πλάσματος μέσα του, με όλο του το είναι . Ήξερε πως αν το έβγαζε, θα πέθαινε ακαριαία και δεν ήθελε να πεθάνει. Όχι ακόμα. Όχι όσο είχε λίγα δευτερόλεπτα για να πάρει αυτή τη σκύλα μαζί του. Όλα ή τίποτα. Το πλάσμα σφάδαζε από πάνω και ούρλιαζε τώρα πανικόβλητο. Κάρφωσε τα νύχια του στο πληγιασμένο ώμο του θύματος μα ο Ρουμάνος τη κρατούσε γερά και δεν τον ενδιέφερε πια. Ότι και αν του έκανε. Θα υπέμενε τη λίγη ώρα που είχε σε όποιο βασανιστήριο. Ακόμα και αν τον έκοβε μερίδες και έμεναν μόνο τα χέρια του, πάλι θα τη κρατούσε..! Το νερό τον σκέπασε. Τα δάχτυλα του, είχαν σχεδόν χωθεί μέσα στο τραχύ δέρμα του πλάσματος και το κρατούσε με πρωτοφανή κουράγιο. Το είχε πανικοβάλει, το ήξερε. Το άκουγε να ουρλιάζει και το ένιωθε να σφαδάζει ανεξέλεγκτα, ενώ δυνατές νυχιές του άνοιγαν το πρόσωπο σε λωρίδες. Καθώς η βάρκα βυθιζόταν ολόκληρη, η γριά ούρλιαζε και κουνούσε σπασμωδικά το κορμί της αναταράσσοντας την επιφάνεια του νερού. Είχε ελευθερώσει το χέρι της και προσπαθούσε να απομακρυνθεί απ' το νερό, μα ο πανικός της, τη βύθιζε ακόμα περισσότερο. Το νερό σκέπαζε γρήγορα το σώμα της, μέχρι που ανέβηκε στο πρόσωπο της και μπήκε βίαια στο λαρύγγι της. Το έφτυσε και ξαναμπήκε ποιο βίαια, πνίγοντας και βυθίζοντας την ολόκληρη, στο λιμάνι του Πειραιά. Το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν τον ουρανό που χάραζε διακριτικά την καινούργια μέρα.. Τέλος Edited September 8, 2009 by Eric Draven Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dolph Posted September 8, 2009 Share Posted September 8, 2009 Με τράβηξε αμέσως ο τίτλος και σαν είδα ότι η ιστορία διαδραματίζεται μόλις λίγα μέτρα από το σπίτι μου, έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα. Καλή ιστορία τρόμου, με λίγα "αλλά". Πρώτα απ' όλα, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να πετύχεις αυτή την γειτονιά χωρίς περαστικούς (αμάξια ή πεζούς) οποιαδήποτε ώρα του 24-ώρου. Οπότε, δύσκολα γίνεται πιστευτό το τελευταίο μέρος της ιστορίας (που βγαίνουν πλέον στον δρόμο), καθώς θα έπρεπε να τους εμπλέξεις με κάποιο τρόπο. Κάτι άλλο, αν και ίσως να μην είναι σημαντικό, δεν είμαι σίγουρος ότι εξηγήθηκε κάπως το τί ήταν αυτό το πλάσμα. Συνήθως δίνονται κάποιες πιό αναλυτικές εικασίες, αλλά ίσως και να μην ήταν απαραίτητο. Γενικότερα μου άρεσε η ιστορία και σαφέστατα θα αρέσει πολύ στους οπαδούς των ιστοριών τρόμου. ΥΓ. Μη μου πείς ότι μένεις και εσύ στην γειτονιά! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 8, 2009 Share Posted September 8, 2009 Ναι. Αααυτό! Τρόμος "12"! That's what I'm talking about. Πεντανόστιμος, νοσταλγικός τρόμος. Σαν τα κόμικ που διάβαζα μικρός και δυσκολευόμουν μετά να κλείσω μάτι τις νύχτες. Τέλειο σκηνικό, τέλειο, ανατριχιαστικό κακό, μονομαχία χωρίς διαφυγή ή έλεος. Σε ευχαριστώ Eric Draven που έκανες τον ήρωα σου αντιπαθή. Δεν θα το είχα απολαύσει το ίδιο αν ήταν αλλιώς. Θα ήθελα κι άλλα τέτοια δείγματα παρακαλώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eric Draven Posted September 8, 2009 Author Share Posted September 8, 2009 Σας ευχαριστώ πολύ παιδιά, να'σται καλά. Ναι Ντίνο, ακριβώς αυτο που περιγράφεις προσπάθησα να κάνω, γι'αυτο και το ευχαριστήθικα τόσο γράφοντας το. ;) Dolph πατριώτης κι εσύ? Εγώ μένω κοντά Άγιο Βασίλη. Τότε θα έχεις δει σιγουρα το σπίτι απ'το οποίο πήρα την ιδέα. Ναι, συμφωνώ με τις υποδείξεις σου.Για τον κόσμο προσπάθησα όσο το δυνατό να το δικαιολογήσω (κατακαλόκαιρο,πρώτες πρωινές ώρες κλπ) ,αλλά πιθανότατα, να είχε κόσμο εκει τριγύρω, Πειραιάς είναι αυτός! Απλά δεν ήθελα να ενεπλέξω άλλους χαρακτήρες, ούτε καν σα θεατές, ήθελα να είναι σκότεινο και μοναχικό ως το τέλος. Ελπίζω να μην ενόχλησε πολύ. Όσο για το πλάσμα , επίτηδες δεν εξήγησα τη προέλευση του, αν και είχα κάπιες ιδέες. Το είδα πιο πολύ απ'τη σκοπιά του ανθρώπου, ο οποίος συγκρούστηκε με κάτι τρομακτικό και βίαιο που δε καταλάβαινε πλήρως. ;) Ευχαριστώ και πάλι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
*Aria* Posted September 10, 2009 Share Posted September 10, 2009 Η ιστορία με μαγνήτισε απίστευτα! Αν και πολύ θα ήθελα να μάθω την ιστορία της γριάς, δεν στάθηκε εμπόδιο στο να απολαύσω τα δρώμενα που διηγείσαι! Συγχαρητήρια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eric Draven Posted September 10, 2009 Author Share Posted September 10, 2009 σευχαριστώ πολύ Αρια ;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted September 14, 2009 Share Posted September 14, 2009 Έχεις δίκιο ότι παρά τις 5000+ λέξεις του διαβάζεται πολύ εύκολα. Επίσης διαβάζεται ευχάριστα. Έχεις τρικλοποδιές φραστικές κι ορθογραφικές βέβαια, αλλά δε μένει κανείς για πολύ σ' αυτά, καθώς η πλοκή σε τραβάει να διαβάσεις παρακάτω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eric Draven Posted September 14, 2009 Author Share Posted September 14, 2009 ;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted September 15, 2009 Share Posted September 15, 2009 Δε νομίζω ότι έχω να πω και πολλά για την ιστορία. Η ιδέα, αν και δεν είναι η πιο πρωτότυπη που έχω συναντήσει, ωστόσο μοιάζει αρκετή για να κρατήσει τον αναγνώστη ως το τέλος. Ο πρωταγωνιστής, για μένα, κέρδίζε πόντους συμπάθειας όσο περνούσε η ώρα και η γριά, με αυτά τα μακριά χέρια που είναι ΠΟΛΥ φοβιστικά, καταφέρνει σε στιγμές να γίνει έντονα τρομακτική. Το κείμενο ίσως θα μπορούσε να είναι και μικρότερο, κυρίως σε ότι διαδραματίζεται μέσα στο σπίτι. Αυτό που νομίζω, είναι ότι ο λόγος θα μπορούσε να είναι περισσότερο προσεγμένος. Πχ: ‘’Ο Ρουμάνος καιροφυλακτούσε το σπίτι όπως ο λύκος τα πρόβατα. Δε βιαζόταν. Γνώριζε το σπίτι πολύ καλά. Το'χε παρακολουθήσει επί δυο βδομάδες και ήξερε ότι στο αρχοντικό αυτό σπίτι που έμοιαζε λίγο με κάστρο ζούσε μόνο μια γριούλα’’. Σπίτι, σπίτι, σπίτι... ‘’Είχε γνωρίσει πολλούς ανώμαλους στη ζωή του και στη φυλακή, ανθρώπους διεστραμμένους και ανώμαλους πέρα από κάθε λογική, αλλά αυτό ξεπερνούσε κάθε μέτρο’’. Ανώμαλους, ανώμαλους... ‘’Με μιας ελευθέρωσε την τσάντα απ' τη πλάτη του και έβγαλε τη μπλούζα του αφήνοντας τον ημίγυμνο’’. Δεν θα καθόταν καλύτερα το ‘’αφήνοντας τον εαυτό του ημίγυμνο’’; ‘’Η φόρα του Ρουμάνου, τους εκσφενδόνισε σαν ένα κουβάρι κάτω απ' τη σκάλα. Τα δόντια του πλάσματος βυθίστηκαν στον ώμο του Ρουμάνου. Η σύγκρουση με το ισόγειο ήταν δυνατή’’. Το πρώτο που μου ήρθε ήταν ‘’πάτωμα’’, μετά ‘’δάπεδο’’, μετά κάτι άλλο που δε θυμάμαι... όμως σίγουρα όχι ισόγειο. ΥΓ1: Δεν παίζουν και πολλά κόμματα ε; ΥΓ2: Τα χέρια της γριάς είναι ΠΟΛΥ φοβιστικά. Γουέλ νταν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eric Draven Posted September 15, 2009 Author Share Posted September 15, 2009 Thanks Dagoncult, oι υποδείξεις σου ήταν σημαντικές. Η αλήθεια είναι ότι είχα αρκετές τέτοιες 'ατασθαλίες' με την ίδια λέξη στην ίδια πρόταση και τις διόρθωσα αλλά προφανώς κάποιες μου ξέφυγαν. Χαίρομαι που σου άρεσε ωστόσο. ΥΓ: κι άλλα κόμματα? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Martin Ocelotl Posted September 15, 2009 Share Posted September 15, 2009 Κι έμενα μου άρεσε. Κόλλησα λίγο στο λόγο που μερικές φορές φάνηκε να μην κυλάει εύκολα, αλλά η ίδια η ιστορία είναι καλή τόσο, που σε κάνει να μη δίνεις σημασία. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά οτι δεν θα πρέπει να προσέξεις ... Η γριά ήταν εύρημα που το εκμεταλλεύτηκες ικανοποιητικά κι έβγαλε φόβο. Μπράβο. Well Done M8. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted September 16, 2009 Share Posted September 16, 2009 Μια απολαυστικη, διεστραμμενη βερσιον της κλασικης ιστοριας που ακουγεται στα αστυνομικα τμηματα της Θεσσαλονικης: Του διαρρηκτη που πέφτει σε θυμα-εγκληματια, τον καρφωνει και γινεται ηρωας. Λιγο πιο μακαβριο (στις ιστοριες των μπατσων ο εγκληματιας εχει οπλα ή ναρκωτικα ή Ρωσιδες ή παιδικη πορνογραφια, δεν ειναι κακια ανθρωποφαγα μαγισσα!) και με πιο ζουμερο φιναλε (αντι για ρουφιανια, εξολοθρευση και θανατος) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eric Draven Posted September 16, 2009 Author Share Posted September 16, 2009 Σας ευχαριστώ παιδιά, την εγραψα με μεράκι και το χάρηκα κι εγώ. Dark desire το συγκεκριμένο urban legend δε το ήξερα. Ενδιαφέρον.. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted September 20, 2009 Share Posted September 20, 2009 Σας ευχαριστώ παιδιά, την εγραψα με μεράκι και το χάρηκα κι εγώ. Dark desire το συγκεκριμένο urban legend δε το ήξερα. Ενδιαφέρον.. Τα καλα του να εχεις αρκετα ποινικα-συχνα σουρτα φερτα στην Ασφαλεια και , όλως περιεργως συμπαθητικοι, αστυνομικοι με ορεξη για ιστοριες όσο περιμενουμε να δούμε τον κρατούμενο ή τον διοικητη = τζαμπα πρωτη υλη! Πλακα πλακα το τσεκαρα λίγο παραπάνω και το συγκεκριμένο urban legend μας ήρθε από τη φιλη και γειτονα Ιταλια. Πραγματικη ιστορια που συνέβη στο Τορινο στις αρχες του 90: Διαρρήκτης μπούκαρε σε διαμερισμα του οποίου ο ιδιοκτήτης κατείχε ούτε μια, ούτε δυο, αλλα 300 βιντεοκασετες (!) με σκληρο υλικό παιδικής πορνογραφίας. Ο ερμος μπουκαδορος, εγκληματιας-ξεεγκληματιας, φρικαρε και πηρε την αστυνομια. Εφαγε κι αυτος την ποινουλα του, αλλα εγινε το αγαπημενο παιδι της πολης... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eric Draven Posted September 20, 2009 Author Share Posted September 20, 2009 Καλά και αυτός ο εγκληματίας μπήκε στο σπίτι και έκατσε να δει ταινίες? και όταν κάλεσε την αστυνομία, έμεινε εκεί να συλληφθεί κιόλας?! Ε, ρε 'γριά' που θέλουν μερικοι.. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted September 25, 2009 Share Posted September 25, 2009 Καλά και αυτός ο εγκληματίας μπήκε στο σπίτι και έκατσε να δει ταινίες? και όταν κάλεσε την αστυνομία, έμεινε εκεί να συλληφθεί κιόλας?! Ε, ρε 'γριά' που θέλουν μερικοι.. Του διπλανου μας όταν του ανοίξανε το σπίτι τα Χριστούγεννα, κατσανε και μαγειρεψανε κι ολας! Βρεθηκε πιατο με μισοφαγωμενα σουτζουκακια (ή γυναικα ήταν, η Πολιτικη ρίζα ειχε!) Να κατσει να συλληφθει ήταν υποχρεωτικο. Επρεπε στην καταγγελια να δωσει πλήρη στοιχεια: Πως τον λένε, που εμαθε για το υλικο και τι σχεση εχει με το δραστη. Γινονται πολλα κουλα στο ιταλικο δικαιο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
joe Posted September 13, 2010 Share Posted September 13, 2010 Πολυ μ'αρεσουν οι ιστοριες τρομου του Πειραια που γραφεις! Αν και το μπουκαδορος που πεφτει πανω σε ''περιεργη'' κατασταση δεν ειναι πρωτοτυπο, ωστοσο η ιστορια σε κρατα σε αγωνια με την δραση της και την πολυ καλη περιγραφη της γριας. Μου αρεσε η προοπτικη του καθικιου-κεντρικου ηρωα αλλα δεν μου αρεσε απλα η αναφορα ως Ρουμανος. Θα ηθελα να εχει ενα ονομα. Η καταγωγη θα μπορουσε να προκυψει μεσα απο την υποθεση. Η ιστορια πηγαινε πολυ δυνατα μεχρι την φαση που βγηκε στο δρομο και πλατυασε λιγο. Προσωπικα αντι για φιναλε μετα λυτρωσεως θα προτιμουσα να τελειωνει με το να ξερουμε οτι η γρια ειναι εκει μεσα ακομα και συνεχιζει το ''εργο'' της. Πχ ο περιπτερας θα μπορουσε να εχει πιο μακαβριο ρολο. Ο Ρουμανος να πινει το νερο και χανοντας σιγα σιγα τις αισθησεις του να νιωθει να τον σερνουν ξανα προς το κατωφλι της κυρα Δεσποινας..... μπρρρρρ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eric Draven Posted September 14, 2010 Author Share Posted September 14, 2010 Εχεις δικιο, θα μπορουσε να ηταν ποιο ανατριχιαστικη ετσι. Κερδισε η δικαιοσυνη μεσα μου προφανως . Πειραιωτης να υποθεσω? Σευχαριστω που διαβασες την ιστορια μου και για τα σχολια σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.