Jump to content

FFL Halloween Special (Naroualis vs TheSea IsBurned vs npaps vs Mindtwisted vs TheHunter-Writer vs niceguy0973 vs Mesmer vs TheTregorian vs Stanley vs Cassandra Gotha vs Eugenia Rose vs aScannerDarkly vs dagoncult vs Jesus DeSaad vs Διγέλαδος)


Nihilio

Ψηφίστε τις αγαπημένες σας ιστορίες  

32 members have voted

  1. 1. ψηφίζετε ΑΥΣΤΗΡΑ τρεις ιστορίες

    • Narualis - Το σπίτι αυτό
    • The Sea is burned - Η τσάντα από νάιλον
    • npaps - Η Τζίλντα
    • Mindtwisted - Τα γλυκά του εφιάλτη
    • TheΗunter-writer - Νυχτερινό
    • niceguy0973 - Ξεγέλασμα ή κέρασμα
      0
    • Mesmer - Επισκέψεις
    • Tregorian - Το γλυκό που καίει
    • Stanley - Φάρσα ή...
    • Cassandra Gotha - Τα μπισκότα της Μάρας
    • Eugenia Rose - Η κολοκύθα
    • aScannerDarkly - Ο Γκίγκης
    • dagoncult - Γλυκά για τους νεκρούς
    • Jesus deSaad - candy
    • Διγέλαδος - Γλυκά

This poll is closed to new votes


Recommended Posts

Σας μισώ!!!! Τώρα μόλις γύρισα μετά από ώρες στην εθνική κι είμαι απλά ψώφιος! :(

 

Θα δω το θέμα, ααααααν μου έρθει κάτι κι έχω κουράγια θα το παλέψω!

 

Α, γύρισε το πουλάκι μου:hunter:, (Εσένα περίμενα), από αύριο θα αρχίσω να σαλαγάω το Write off.:whip:

 

Εγώ ελπίζω οτι θα προλάβω να γράψω, αν έχω ιδέα. :Lighten:

 

Θα δείξει.

Link to comment
Share on other sites

Εμένα ώρες ώρες δεν μπαίνει στην σελίδα και μου έστειλε και η Lady Nina ότι δεν έχει Ιντερνετ από το πρωί. Άμα είμαι τυχερή και φορτώσει η σελίδα μια για να δώ το θέμα και άλλη μία για να ανεβάσω την ιστορία μια χαρα. Την Lady την κόβω να μην παίρνει μέρος. :huh:

Link to comment
Share on other sites

Εμένα ώρες ώρες δεν μπαίνει στην σελίδα και μου έστειλε και η Lady Nina ότι δεν έχει Ιντερνετ από το πρωί. Άμα είμαι τυχερή και φορτώσει η σελίδα μια για να δώ το θέμα και άλλη μία για να ανεβάσω την ιστορία μια χαρα. Την Lady την κόβω να μην παίρνει μέρος. :huh:

 

Κι εμένα το ίδιο, τις περισσότερες φορές δε φορτώνει!

Link to comment
Share on other sites

Κι εμένα μου το κάνει αυτό, ενώ άλλες σελίδες δουλεύουν. Λες και κολλάει μόνο το Σφφ.

Link to comment
Share on other sites

Κι εμένα μου το κάνει αυτό, ενώ άλλες σελίδες δουλεύουν. Λες και κολλάει μόνο το Σφφ.

 

Προφανώς, κολλάει μόνο το σφφ rofl.gif

Link to comment
Share on other sites

Κι εμένα μου το κάνει αυτό, ενώ άλλες σελίδες δουλεύουν. Λες και κολλάει μόνο το Σφφ.

 

Προφανώς, κολλάει μόνο το σφφ rofl.gif

 

Και εγώ το ίδιο πιστεύω πλάκα πλάκα. :hmm:

Link to comment
Share on other sites

Coffee?

 

Εδώ είμαι ρε! Και χωρίς καφέ. Πανέτοιμη για ξενύχτι ως τις εντεκάμιση!

Link to comment
Share on other sites

Trick or treat. Το θέμα ανεβαίνει σε 15 λεπτά (ή έχει ανέβει ήδη και είναι κρυμμένο κάπου στο τόπικ)...

Link to comment
Share on other sites

Trick or treat. Το θέμα ανεβαίνει σε 15 λεπτά (ή έχει ανέβει ήδη και είναι κρυμμένο κάπου στο τόπικ)...

 

Μπορούμε να μαντέψουμε; Αν μπορούμε εγώ λέω

γιορτή

αν δεν μπορούμε εγώ δεν είπα τίποτα.

Link to comment
Share on other sites

Trick or treat. Το θέμα ανεβαίνει σε 15 λεπτά (ή έχει ανέβει ήδη και είναι κρυμμένο κάπου στο τόπικ)...

 

Μπορούμε να μαντέψουμε; Αν μπορούμε εγώ λέω

γιορτή

αν δεν μπορούμε εγώ δεν είπα τίποτα.

Δες στο πρώτο ποστ για να ξέρεις αν ήσουν σωστή.

 

Οι υπόλοιποι: ΓΡΑΦΕΤΕ!!!

Link to comment
Share on other sites

Χα, το σκεφτόμουν χθες.

 

Candy devil2.gif

Μέσα έπεσα. Καλό γράψιμο σε όλους σας drinks.gif

Link to comment
Share on other sites

Κι εγώ σας εύχομαι καλή επιτυχία και όμορφες ιστορίες. Μετά από 45 λεπτά... τίποτα... νάδα... νάθινγκ... ας το πάρω απόφαση. Θα σας διαβάσω μόνο.

Link to comment
Share on other sites

Γράφω, δεν το περίμενα...Εδώ ποστάρουμε το πλήρες κείμενο;

 

Ναι :)

Link to comment
Share on other sites

Κάνω την αρχή;dirol.gif

 

 

Το σπίτι αυτό

 

 

 

Δε μου αρέσει το σπίτι αυτό. Είναι παράξενο, παράδοξο. Είναι ανατριχιαστικό, φτιαγμένο από κάτι που αναγνωρίζω ως υλικό της ζωής, κι ωστόσο φρικτά στρεβλό, λες και το αρχαιότερο κακό το έχει καταστρέψει.

 

«Καταστρέψει»; Όχι, όχι «καταστρέψει». «Μετατρέψει». «Μεταβάλλει», ναι, αυτή η είναι η σωστή λέξη, «μεταβάλλει», το πιο αρχαίο κακό έχει μεταβάλλει το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η ζωή και το έχει κάνει να πάρει αυτήν την απαίσια μορφή. Τι κι αν είναι χρωματιστό και μαλακό και μοσχομυριστό; Οι μέλισσες που το πλησιάζουν κι οι πασχαλίτσες κι οι πυγολαμπίδες ποτέ δεν καταφέρνουν να πάρουν τροφή από αυτό. Δεν είναι λουλούδι, δε φέρει γύρη, δεν μπορεί να δώσει τίποτε. Μόνο στέκει εκεί, στη μέση του δάσους μας και μας κάνει να το αποφεύγουμε.

 

Μίλησα για το σπίτι αυτό τους γέροντες. Κούνησαν κάπως παράξενα τα φτερά τους, σα να συμφωνούσαν, αλλά οι ιριδισμοί στα μάτια τους μου μίλησαν για φόβο. Κι εγώ, τι μπορώ να κάνω εγώ όταν οι γέροντες φοβούνται; Μόνο να κουρνιάσω στη γωνιά μου, κάτω από κανένα ραδίκι ή καλύτερα μέσα στην κουκούλα ενός μανιταριού και να λουφάξω και να κάνω ότι δεν υπάρχει εκεί το παράξενο σπίτι, ότι δε με ενοχλεί η στρεβλή του κατασκευή, η βλάσφημη παρουσία του.

 

Αλλά δε μπορώ, αλήθεια δε μπορώ. Από όλα τα ξωτικά εγώ είμαι το πιο ανήσυχο, το πιο ευρηματικό. Έτσι με λένε οι υπόλοιποι. Και βρήκα τρόπο, αλήθεια βρήκα τρόπο να κάνω το σπίτι αυτό να πάψει να υπάρχει.

 

Πήγα -τόλμησα! και πήγα!- ως τις παρυφές του δάσους. Διάλεξα από τα παιδάκια που παίζουν εκεί τα πιο χοντρά, τα πιο λαίμαργα. Γιατί ξέρω ότι τα παιδάκια αγαπούν πολύ αυτό το απαίσιο πράγμα, στ’ αλήθεια το ποθούν κι ότι αν τους δοθεί η ευκαιρία μπορούν να το καταφέρουν αυτό το παράξενο σπίτι μόνα τους. Αλλά για καλό και για κακό, διάλεξα δύο, να είμαι σίγουρο. Γιατί εκτός από ευρηματικό, είμαι και σώφρον ξωτικό.

 

Τους τράβηξα την προσοχή. Τι καλά! Ήταν ορφανά, δεν είχαν μάνα να τα ψάξει να τα νοιαστεί. Και για να πω και το σωστό, μετά θα τα έφερνα πάλι πίσω, στο σπίτι τους. Αλλά τα ξεγέλασα, τα έκαναν να με ακολουθήσουν. Βαθιά μέσα στο δάσος που ξέρουν ότι απαγορεύεται να μπουν, όλο και πιο βαθιά. Κατάφερα να τα κάνω να φτάσουν ως το σπίτι.

 

Πώς έκαναν! Σαν αποτρελαμένα! Έπεσαν πάνω στο σπίτι, το δάγκωναν, το έγλυφαν, το μασουλούσαν! Κι εγώ χαιρόμουν να το βλέπω να καταστρέφεται, να καταρρέει. Να γίνεται και πάλι πράγμα οργανικό, να μετατρέπεται σε σάλιο και γλυκόζη και καύσιμο, αχ, θεοί των ξωτικών, πόσο μου αρέσει να βλέπω το αλλόκοτο πράγμα να μετατρέπεται και πάλι σε ζάχαρη! Να το βλέπω να γίνεται και πάλι γλυκό, καταναλώσιμο, σαν το δροσερό οπό των δέντρων, σαν τη γλύκα των μίσχων του γρασιδιού!

 

Αχ, θεοί των ξωτικών, πόσο λίγο κράτησε η χαρά μου! Πώς έγινε φρίκη όταν εκείνο το απερίγραπτο πλάσμα βγήκε από το παράξενο σπίτι! Τα παιδιά των ανθρώπων φώναξαν από την τρομάρα τους και ζάρωσαν το ένα δίπλα στο άλλο και το πλάσμα έσκυψε πάνω τους, τα άρπαξε από το σβέρκο, άνοιξε ένα στόμα απύθμενο και τα κατάπιε! Τα κατάπιε, ω, με μια χαψιά το καθένα, κατάπιε τα παιδιά!

 

Κι ύστερα γύρισε και με κοίταξε μα τα κόκκινα ματιά του, ω, το αρχαίο κακό! Με είδε, έμενα που ως ξωτικό κανείς δε μπορεί να με δει, μόνο η ίδια η Μητέρα Φύση. Με είδε και κοκάλωσα στη θέση μου, κάτω από το ραδίκι, μέσα στην κουκούλα του μανιταριού. Κοκάλωσα, γιατί το καπέλο του ήταν μυτερό και η μύτη του σουβλερή και γύρω από το στόμα του αρμαθιές φύτρωναν οι τριχωτές κρεατοελιές.

 

«Κουτό ξωτικό,» μουρμούρισε με φωνή υπνωτική. «Κουτό, τώρα εσύ φταις που πέθαναν τα παιδιά των ανθρώπων. Αν το μάθουν οι γέροντες τηςφυλής σου θα σε εξορίσουν, το ξέρεις αυτό. Θα σε εξορίσουν, ναι. Αλλά εγώ δε θα το πω πουθενά, όσο έχω όμορφα στρουμπουλά παιδιά των ανθρώπων να τρώω. Έξυπνο μέσα στην κουταμάρα σου ξωτικό, ήξερες ότι τους αρέσουν τα ζαχαρωτά. Έτσι θα μου φέρεις κι άλλα, έτσι, όπως μου έφερες ετούτα. Κι όσο δεν πεινάω, τόσο θα κρατάω το στόμα μου κλειστό και κανείς δε θα σε εξορίσει, κουτό ξωτικό, έξυπνο μέσα στην κουταμάρα σου ξωτικό…»

 

Κι έμεινα, -αλήθεια λέει το πλάσμα! κουτό μέσα στην εξυπνάδα μου ήμουνα!- σύντροφός του πλάσματος αυτού, η μέλισσά του, να του φέρνω τη γύρη του, παιδιά των ανθρώπων. Και το πλάσμα, θηλυκό και κακόβουλο, ταγμένο στο αρχαίο κακό, όσο τρώει τόσο περισσότερο στολίζει το σπίτι του, όπως η μέλισσα χτίζει την κηρήθρα της. Αλλά τι υπάρχει μέσα στο σπίτι, τι τρομερές προνύμφες θα εκκολάψει εκεί, δεν ξέρω και δε μπορώ να μάθω κι ούτε θέλω τελικά, θέλω μόνο να μην υπήρχε τίποτε απ’ όλα αυτά, ούτε το σπίτι, ούτε οι ιριδισμοί στα μάτια των γερόντων, ούτε κι η παλικαριά μου, που με έφερε ως εδώ, μόνο το ραδίκι να υπήρχε και η κουκούλα του μανιταριού και ο γλυκός οπός στα φύλλα του γρασιδιού.

 

Γι’ αυτό σας λέω, το σπίτι αυτό, το καμωμένο από ζαχαρωτά, καθόλου δε μ’ αρέσει.

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

Η Τσάντα Από Νάιλον.

 

Περπατούσε δίπλα στα δέντρα, με τα χέρια χωμένα βαθιά μέσα στις τσέπες και το κεφάλι χωμένο βαθιά μέσα στους ώμους. Ένα σκυλί γάβγιζε στο απέναντι πεζοδρόμιο με τα αυτιά του κατεβασμένα κι ένα βρώμικο τρίχωμα να τρίβεται στο οδόστρωμα.

 

Με την άκρη του ματιού του, είδε μια γυναίκα να περνάει αγγίζοντας με τη μακριά της φούστα το σκύλο και γύρισε λιγάκι προς τα εκεί για να τη δει καλύτερα. Φορούσε γκρίζα ρούχα κι ένα μαύρο παλτό κι ένα κόκκινο φουλάρι που ανέμιζε από τον αέρα και έδινε λίγο χρώμα στη νύχτα. Έμοιαζε τόσο όμορφη έτσι που περπατούσε αγέρωχη κρατώντας στο ένα της χέρι μια τσάντα και σπρώχνοντας με το άλλο πού και πού τα σκούρα μαλλιά της που μπερδεύονταν από τον νυχτερινό αέρα.

 

Κάρφωσε τα μάτια του πάνω στη νάιλον τσάντα της γυναίκας και κοιτούσε μία αυτή και μία τα μαύρα μαλλιά της που ανέμιζαν. Μόλις η γυναίκα χάθηκε στη γωνία, εκείνος πέρασε απρόσεκτα το δρόμο κι άρχισε να τρέχει ξοπίσω της αλαφιασμένος, με την επιθυμία να βαραίνει τόσο τα σωθικά του που ένιωθε σαν κάτι να τον τρώει από μέσα, να τον σπρώχνει προς το μέρος της γυναίκας.

 

Ηρέμησε λίγο καθώς εκείνη ξαναμπήκε στο οπτικό του πεδίο και άρχισε τώρα να βαδίζει πιο αργά, με σίγουρα, μετρημένα βήματα. Δεν του έμενε πολύς χρόνος γιατί έβλεπε ήδη τα θαμπά φώτα της πόλης να ξεπροβάλλουν πίσω από τα φύλλα των δέντρων – έπρεπε να την προλάβει πριν να βγουν από το πάρκο γιατί τότε θα είχε πια χάσει κάθε ελπίδα. Έπρεπε να την προλάβει, μόνο να την προλάβει, ένιωθε πως αν δεν τα κατάφερνε θα έχανε τα λογικά του από επιθυμία, ένιωθε πως αν την έχανε θα είχε χάσει ό,τι πολυτιμότερο είχε υπάρξει ποτέ στη ζωή του.

 

Ευτυχώς εκείνη ήταν κοντότερη από αυτόν και περπατούσε με πολύ μικρότερα βήματα. Σχεδόν την είχε φτάσει τώρα, αν άπλωνε το χέρι του θα μπορούσε ίσως να την αγγίξει, να τη χαϊδέψει, να την κάνει δική του. «Έι» φώναξε στη γυναίκα. «Περίμενε».

 

Εκείνη γύρισε στιγμιαία το κεφάλι της πίσω και πρέπει εκείνος να της φάνηκε πολύ τρομακτικός έτσι που τα μάτια του γυάλιζαν από επιθυμία γιατί άρχισε απότομα να τρέχει – η τσάντα ταλαντευόταν πάνω-κάτω στον αέρα, τα μαύρα μαλλιά της γυναίκας αναπηδούσαν κι έμοιαζαν με μαστίγια.

 

«Περίμενε!» της φώναξε κι άρχισε να τρέχει κι εκείνος, το μόνο πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί ήταν εκείνη, να την αποκτήσει, να την κάνει δική του.

 

Η γυναίκα σκόνταψε στη μακριά της φούστα κι έπεσε κάτω. Έσφιξε με τα δάχτυλά της την τσάντα από νάιλον κι όταν εκείνος έπεσε σχεδόν πάνω της αλαφιασμένος, εκείνη τον χτύπησε με την τσάντα κάμποσες φορές στο κεφάλι.

 

«Σταμάτα, σταμάτα!» φώναζε εκείνος. «Θα τα καταστρέψεις!».

 

Η γυναίκα σήκωσε για ακόμη μια φορά την τσάντα μα πριν προλάβει να τον χτυπήσει ξανά, εκείνος κατέβασε με δύναμη τη γροθιά του στο πρόσωπό της. «Σταμάτα!» ούρλιαζε, «θα τα καταστρέψεις όλα!»Εκείνη κλαψούρισε κι έκανε να σηκώσει πάλι την τσάντα για να αμυνθεί μα εκείνος έπιασε το χέρι της και με μια ρευστή κίνηση το κατέβασε πάνω στο γόνατό του. Ακούστηκε ενάς ξέρος ήχος, ένα απλό κρακ που θα μπορούσε να είναι και κλαδί που σπάει κι η γυναίκα ούρλιαξε κι έμεινε να σφαδάζει πάνω στο χώμα. Η τσάντα από νάιλον έπεσε πιο δίπλα κι εκείνος τη σήκωσε και την κοίταξε προσεχτικά.

 

«Τα κατέστρεψες όλα!» είπε κλαψιάρικα στη γυναίκα και γύρισε να την κοιτάξει. Και κάτι του φάνηκε πως είδε στα μισολιπόθυμα μάτια της, κάτι σαν περιφρόνηση και κοίταξε πάλι την τσάντα που το περιεχόμενό της είχε πατηθεί από κάμποσες μεριές και μετά πάλι την περιφρόνηση στα μάτια της κι άρπαξε μια πέτρα και την κάρφωσε ανάμεσά τους για να πάψουν να περιφρονούν την επιθυμία του.

 

Σύρθηκε λίγο πιο πέρα και χώθηκε πίσω από τον κορμό ενός δέντρου γιατί φοβόταν πως το φεγγάρι θα τον έβλεπε και θα του έκλεβε την πολύτιμη τσάντα από νάιλον. Κούρνιασε στην κουφάλα του κορμού και έβγαλε από μέσα το τσαλακωμένο χαρτόκουτο. Με χέρια να τρέμουν από προσμονή, το άνοιξε, έχωσε μέσα τα ματωμένα του δάχτυλα κι έκοψε ένα κομμάτι από κάποια στραπατσαρισμένη πάστα σοκολάτας.

Η Τσάντα Από Νάιλον.pdf

Η Τσάντα Από Νάιλον.doc

Edited by TheSea IsBurned
Link to comment
Share on other sites

Guest old#2065

Η Τζίλντα

 

 

 

«Έλα Τζίλντα, ο Μάικ είμαι, πως πάει;»

 

«Όλα καλά εσύ;»

 

«Μια χαρά, είμαστε σύμφωνοι για το βράδυ;»

 

«Ε ναι, βέβαια, όπως τάπαμε. Συμφώνησαν οι άλλοι για το ποσό;»

 

«Όλα είναι κανονισμένα. Εσύ είσαι έτοιμη για τις λεπτομέρειες.»

 

«Αφού τα ξεκαθαρίσαμε, ακουμπάτε το χρήμα, παίρνετε αυτό που θέλετε»

 

«Όχι μην μου πεις μετά, σου-μου και δεν και τέτοια»

 

«Αγοράκι μου επαγγελματία πληρώνεις, θα πάρεις αυτό που ζητάς»

 

«Όλα, μέχρι τέρμα, έτσι;»

 

«‘Όλα μέχρι τέρμα, εντελώς» είπε η Τζίλντα γελώντας.

 

«Στις έντεκα, θάναι καλά να είσαι εκεί για να ετοιμαστείς, εντάξει;»

 

«Εντάξει, μείνε ήσυχος, θα είμαι εκεί στην ώρα μου. Τα λέμε το βράδυ »

 

 

 

Η Τζίλντα έκλεισε το τηλέφωνο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Περνάει ακόμη η μπογιά σου κούκλα μου» σκέφτηκε και διόρθωσε με το μικρό δάχτυλο, το κραγιόν στην άκρη των χειλιών της.

 

Αυτή μάλιστα, ήταν καλή μπάζα. Οκτώμισι χιλιάδες ευρώ για ένα βράδυ δεν πλήρωσαν για αυτήν ούτε όταν ήταν φρέσκο πράμα, στα δεκαεπτά της. Το επάγγελμα περνούσε κρίση με τόσες πρόθυμες νεότερες απ’αυτήν. Και κάτι αρπαχτές σε στριπ στούντιο, δεν έσωζαν τα πράγματα.

 

Αυτός ο Μάικ που τον ψάρεψε, η την ψάρεψε, στο ίντερνετ, ήταν φανερό πως είχε ματσωμένους αλλά και βιτσιόζους φίλους. Αφού έστειλε κάποιες καλές και αποκαλυπτικές φωτογραφίες της, συμφώνησαν να δώσει μια παράσταση φουλ έξτρα σε ένα ιδιωτικό πάρτι, που θα γινόταν σε μια βίλα . Συμφώνησαν ότι θα τα δείξει όλα μέχρι τέρμα, με μπόντατζ, και Ες Εμ και πασαλείμματα, αλλά και για οκτώμισι χιλιάρικα.

 

Με τη διάθεση που της έδωσε αυτό το τελευταίο, κοίταξε το ρολόι της και μπήκε με χορευτικά βήματα στο μπάνιο.

 

 

 

 

 

Στο εσωτερικό της βίλας, το μεγάλο σαλόνι ήταν γεμάτο από κόσμο. Αρκετοί ήταν μεταμφιεσμένοι, υπήρχαν γκριζομάλληδες, φαλακροί και κοιλαράδες, αλλά και πανέμορφα αγόρια και ημίγυμνα κορίτσια, που φρόντιζαν ώστε να μην μένει άδειο κανένα ποτήρι, στα χέρια των καλεσμένων. Μπροστά σε μία μπαρόκ βιτρίνα με μουσειακά εκθέματα, είχε στηθεί μια εξέδρα με δυο μεγάλα αντικείμενα, σκεπασμένα με βαθύ μπλε βελούδινο ύφασμα.

 

Ο Μάικ, ντυμένος γονδολιέρης με ριγέ μπλούζα, κόκκινο ζωνάρι και καπέλο, στάθηκε μπροστά στην εξέδρα, τα φώτα χαμήλωσαν και δύο νεαροί με σώμα Σβαρστενέγκερ, γυμνοί από τη μέση και πάνω ανέβηκαν και στήθηκαν στην εξέδρα.

 

Η μουσική σταμάτησε, ο κόσμος σχημάτισε ένα ημικύκλιο μπροστά από την εξέδρα και όλοι σώπασαν για να ακούσουν.

 

«Φίλοι μου, ο οικοδεσπότης μας, διάλεξε για να σας ευχαριστήσει ένα ενδιαφέρον και γλυκό θέαμα. Δεν το συνιστώ σε όσους είναι διαβητικοί» γέλασε, αλλά επειδή δεν του φάνηκε να άρεσε σε κανέναν το αστείο του συμπλήρωσε θριαμβευτικά « Διασκεδάστε το»

 

Τα φώτα έσβησαν τελείως και άναψε ένας προβολέας. Ένας από τους δυο νεαρούς με θεατρική κίνηση, τράβηξε το ένα βελούδινο σκέπασμα και αποκάλυψε ένα τεράστιο γυάλινο βάζο, γεμάτο με πολύχρωμες καραμέλες. Ένα αμυδρό «ωωωω», ακούστηκε από κάτω. Ο δεύτερος νεαρός, κρατώντας ένα ρόπαλο πλησίασε τη γυάλα και με ένα απότομο και δυνατό χτύπημα την έκανε θρύψαλα. Εκατοντάδες καραμέλες, σοκολατάκια και καραμελωμένα μήλα σκόρπισαν στην εξέδρα. Ανάμεσά τους και μια γιγάντια καραμέλα, με γυαλιστερό κόκκινο περιτύλιγμα.

 

Οι δύο νεαροί, αφού πέταξαν γλυκά στον κόσμο που χειροκροτούσε, στάθηκαν πάνω από την υπερμεγέθη κόκκινη καραμέλα. Έσκυψαν και με χορευτικές κινήσεις την έπιασαν ο καθένας από τη μια άκρη. Αφού την αιώρησαν για λίγο πέρα δώθε, σαν να έπαιρναν φόρα για να την πετάξουν στο κοινό, ξαφνικά σταμάτησαν και τράβηξαν απότομα τα δύο άκρα που κρατούσαν. Το περιτύλιγμα σχίστηκε και με ένα γδούπο μια γυναίκα τυλιγμένη σε ασημόχαρτο βρέθηκε καθισμένη στο πάτωμα.

 

Η τυλιγμένη στο ασημόχαρτο γυναίκα, ακολουθώντας το ρυθμό της μουσικής ,σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει προκλητικά γύρω από τους γυμνασμένους άνδρες που προσποιούνταν τους έκπληκτους. Ο κόσμος είχε αρχίσει να χτυπάει ρυθμικά παλαμάκια, και να προτρέπει τους νεαρούς να αφαιρέσουν το ασημόχαρτο. Μια εικονική πάλη μισού λεπτού μεταξύ της κοπέλας και των νεαρών ήταν αρκετή για να αποκαλυφθεί το υπέροχο κορμί της Τζίλντας, που τώρα πιά φορούσε μαύρα γυαλιστερά δερμάτινα εσώρουχα και ζαρτιέρες με μαύρες κάλτσες και κόκκινες ψηλοτάκουνες γόβες.

 

Ο Μάικ, στεκόταν δίπλα σε έναν ασπρομάλλη κύριο, με κουστούμι, λεπτά γυαλιά και ένα πούρο στο στόμα. Βγάζοντας το πούρο, ο άντρας ρώτησε τον Μάικ «Τι έγινε; Ο κινέζος εντάξει;»

 

«Όλα όπως τα κανονίσαμε, μην ανησυχείτε καθόλου, απολαύστε το θέαμα»

 

Την ίδια ώρα, με ερωτικές προσεγγίσεις προς τους δυο νεαρούς, η Τζίλντα έδινε ευκαιρία στο κοινό να απολαύσει το εντυπωσιακό θέαμα του ημίγυμνου κορμιού της. Ο ένας από τους παρτενέρ της πρόσφερε ένα ποτήρι σαμπάνια, εκείνη το έφερε φιλήδονα στα χείλη και το ήπιε μονορούφι. Ο άλλος της έδωσε ένα πιάτο με σοκολατίνα. Εκείνη αφού κοίταξε μια το γλυκό και μια το κοινό, πέταξε το πιατάκι και έλιωσε την σοκολατίνα στο στήθος, την κοιλιά και τους μηρούς της. Μετά πλησίασε τους δυο άνδρες και πιάνοντάς τους από το σβέρκο, κόλλησε τα πρόσωπά τους πάνω στο πασαλειμμένο με σοκολάτα κορμί της. Κάτω από τις ιαχές των παρευρισκομένων, οι δύο νεαροί άρχισαν να γλύφουν υπάκουα.

 

Όταν δεν υπήρχε ίχνος σοκολάτας πιά, ο ένας παρτενέρ τράβηξε το δεύτερο βελούδινο κάλυμμα και αποκάλυψε μια δίμετρη μεταλλική κατασκευή σε σχήμα Χ, ενώ ο άλλος οδηγούσε, με προσποίηση βίας, την Τζίλντα προς τα εκεί. Εκείνη με υποταγμένη διάθεση τους άφησε να δέσουν τους καρπούς και τους αστραγάλους της με αλυσίδες στα άκρα του μεταλλικού Χ. Δεν αντέδρασε ούτε όταν τοποθέτησαν ένα φίμωτρο σε μέγεθος μπάλας του τένις στο στόμα της, και ασφάλισαν σφιχτά το λουρί.

 

Οι δύο άντρες κατέβηκαν από το βάθρο και ένας κοντός άντρας με την χαρακτηριστική χακί φόρμα του Μάο, ανέβηκε και στάθηκε μπροστά στη δεμένη Τζίλντα.

 

Οι καλεσμένοι συνέχισαν να χτυπούν ρυθμικά παλαμάκια και μερικοί είχαν συντονιστεί σε ένα ρυθμικό μουρμουρητό με το στόμα.

 

Ο κινέζος με αστραπιαία κίνηση έβγαλε μια λεπίδα και την κράτησε ψηλά. Η λεπίδα λαμπύρισε στο φως του προβολέα.

 

Με τελετουργικές κινήσεις, άπλωσε το χέρι με τη λεπίδα και έκοψε τον μαύρο γυαλιστερό στηθόδεσμο. Στη θέα των δυο ολοστρόγγυλων βυζιών, οι καλεσμένοι έβγαλαν ένα επιφώνημα επιδοκιμασίας.

 

Ο κινέζος, αφού άφησε να απολαύσουν για λίγο το θέαμα με δυο κινήσεις είχε αφαιρέσει και το δερμάτινο σλιπ, αφήνοντας το ολόγυμνο κορμί της Τζίλντας στα αδηφάγα βλέμματα των θεατών. Αυτοί ενέτειναν τα ρυθμικά παλαμάκια προτρέποντας τον κινέζο να συνεχίσει.

 

Εκείνος τότε άρχισε να χαϊδεύει με τη λεπίδα πρώτα τις θηλές και μετά το αιδοίο της κοπέλας προκαλώντας ενθουσιασμό στο κοινό, που ρυθμικά ζητούσε «κι άλλο».

 

Η Τζίλντα ήξερε ότι όλο αυτό ήταν στη συμφωνία και με σχεδόν μισόκλειστα μάτια, που ίσως ήταν και από τη σαμπάνια, περίμενε να τελειώσει η παράσταση, να πάρει τα ωραία της ευρώ και να πάει σπίτι της, όταν ένιωσε ένα τσίμπημα χαμηλά στην κοιλιά της. Με γουρλωμένα μάτια προσπάθησε να κοιτάξει προς τα κάτω αλλά είδε μόνο το σβέρκο του κινέζου.

 

 

 

Σε λιγότερο από πέντε λεπτά και ενώ το ρολόι έδειχνε ακριβώς δώδεκα, ο κινέζος γύρισε και υποκλίθηκε στο κοινό που τον αποθέωνε. Τα χέρια του, η λεπίδα και τα ρούχα του ήταν γεμάτα με αίμα.

 

Πάνω στο ικρίωμα, με τις στοιβάδες δέρματος και λίπους να της έχουν αφαιρεθεί από το εφηβαίο μέχρι το λαιμό, η Τζίλντα αποκάλυπτε τα εσωτερικά της όργανα στους σεληνιασμένους θεατές. Και επειδή ο κινέζος τα άξιζε τα λεφτά του, η Τζίλντα δεν είχε χάσει τις αισθήσεις της και έτσι άκουσε τις ενθουσιασμένες φωνές για «Happy Halloween” που γέμισαν την κατάμεστη αίθουσα .

Edited by npaps
Link to comment
Share on other sites

Τα γλυκά του εφιάλτη

 

 

Το σπίτι είχε ποτίσει απ’ τις εξαίσιες μυρωδιές. Ο φούρνος δε σταμάτησε απ’ το πρωί να ψήνει. Η τζέμα προετοιμαζόταν ένα ολόκληρο χρόνο γι’ αυτή τη μέρα κι είχε βάλει τα δυνατά της. Πέρασε μήνες σχεδιάζοντας τα γλυκά που θα έφτιαχνε: Μάφιν. Τα είχε διαλέξει πολύ προσεκτικά, γιατί γίνονταν γρήγορα και μπορούσε να προσθέσει ένα σωρό διαφορετικά συστατικά. Αυτό που χρειαζόταν πάνω απ’ όλα ήταν ποικιλία εξάλλου. Πρόσθεσε διάφορα φρούτα, σε ποικίλους συνδυασμούς και γλάσο πολλών ειδών, φράουλα, σοκολάτα, πορτοκάλι. Μερικά τα έντυσε με σαντιγί ή λιωμένη κουβερτούρα.

 

Ανήμερα του Halloween ήταν πολύ αγχωμένη, δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου απ’ την αδημονία. Ήταν στο πόδι πριν ξημερώσει και ψιλόκοβε φρούτα, με τη σκέψη να γυρνάει στην Άντι και τα υπέροχα γλυκά που θα ετοίμαζε. Η φίλη της ήταν, ομολογουμένως, καλύτερη στη ζαχαροπλαστική από την ίδια και θα είχε το προβάδισμα. Αφηρημένη, έκοψε και το δάχτυλό της κάποια στιγμή, ενώ τεμάχιζε μια φράουλα. Το κόψιμο ήταν βαθύ και, όταν έφτιαχνε τη ζύμη, για τα μάφιν με φράουλες και άγρια βατόμουρα, μάτωσε πάλι, παρά το επίθεμα. Μερικές σταγόνες πρέπει σίγουρα να έπεσαν μέσα, αλλά δεν υπήρχε χρόνος για να αρχίσει από την αρχή. Θα έφτιαχνε τόσα γλυκά εξάλλου.

 

Η Άντι τηλεφώνησε κατά τις πέντε, για να ρωτήσει πώς τα πηγαίνει. Κατά τα λεγόμενά της, εκείνη είχε ήδη ετοιμάσει πολλών ειδών μπισκότα, ένα κέικ με διπλή επίστρωση βανίλια - σοκολάτα, μηλοπιτάκια και σουφλέ σοκολάτας. Πότε είχε προλάβει, σε τόσο λίγο χρόνο, να τα φτιάξει όλα αυτά ήταν άξιο απορίας. Η Τζέμα δεν θα μπορούσε ποτέ να το καταφέρει, ακόμα κι αν ξεκινούσε μεσάνυχτα το μαγείρεμα. Κι όλα έπρεπε να ετοιμαστούν την ίδια μέρα, με τα χέρια τους. Οι κανόνες ήταν σαφείς, το βιβλίο το διατύπωνε ξεκάθαρα.

 

«Δεν μπορεί να υπάρξει μάγισσα χωρίς δαιμόνιο», είχε πει η πρεσβυτέρα του κύκλου τους και το δικό της, με μορφή μαύρης γάτας, έβγαλε ένα δυνατό γουργούρισμα. Ύστερα τα μάτια του άστραψαν και τα κεριά στο δωμάτιο άναψαν, «Γιατί το δαιμόνιο είναι ο κρίκος που συνδέει τον υλικό κόσμο με αυτό των πνευμάτων», είχε συνεχίσει, «Και η μοναδική ευκαιρία να αποκτήσετε ένα είναι τη νύχτα του Halloween. Τα μεσάνυχτα στο δάσος έξω απ’ την πόλη τρυπώνουν στα κλαδιά των πεύκων οι εφιάλτες. Ένας απ’ αυτούς μπορεί να γίνει το δαιμόνιό σας, αρκεί να του δώσετε το γλυκό που προτιμά. Μόνο προσέξτε. Γιατί οι εφιάλτες είναι πλάσματα του σκότους».

 

Το δάσος απλωνόταν σκοτεινό γύρω απ’ τις δύο γυναίκες, το φεγγάρι κρυμμένο πίσω από μια κουβέρτα σύννεφα. Επικρατούσε ησυχία, εκτός απ’ την περιστασιακή κραυγή κάποιας κουκουβάγιας, το ανεπαίσθητο θρόισμα των φύλλων και τα κλαδάκια που έσπαγαν κάτω απ’ τα πόδια τους. Περπατούσαν αργά, σκυφτές, κουβαλώντας τις δυο μεταλλικές βαλίτσες, που είχαν αγοράσει παρέα ειδικά για την περίσταση, και τα μικρά φαναράκια λαδιού, με τις αιχμηρές γωνίες, που τους είχε δώσει η πρεσβυτέρα.

 

Όταν έφτασαν στο μεγάλο πεύκο άνοιξαν της βαλίτσες κι άπλωσαν τις δημιουργίες τους πάνω σε παλιά σεντόνια, σαν πραματευτές σε μεγάλη πλατεία.

 

«Καλή τύχη», ψέλλισε η Άντι κάποια στιγμή.

 

Το στόμα της Τζέμα ήταν πολύ ξερό για να ανταποδώσει την ευχή.

 

Μόλις οι δείκτες του ρολογιού έδειξαν μεσάνυχτα κάτι θρόισε στα φυλλώματα του πεύκου. Ο καμπουριασμένος κορμός φάνηκε να συστρέφεται κι οι πευκοβελόνες χόρεψαν απόκοσμα στο ρυθμό του αέρα. Γέλια. Οι γυναίκες ανατρίχιασαν. Χαχανίζοντας πονηρά, ίσως χαιρέκακα, οι εφιάλτες άνοιξαν τα κόκκινα μάτια τους, πίσω απ’ τη σκιά των κλαδιών, και τα κάρφωσαν στα γλυκά. Οι φλόγες στα φαναράκια τρεμόπαιξαν.

 

Τώρα ήταν το δύσκολο σημείο: Έπρεπε να πάρουν ένα από το κάθε είδος γλυκού, να πλησιάσουν στο μεγάλο πεύκο και να το προσφέρουν.

 

Η Άντι φάνηκε πιο θαρραλέα. Σήκωσε το δίσκο με τα μπισκότα και πλησίασε. Η Τζέμα μπορούσε να τη φανταστεί να τρέμει, καθώς σκιώδη χεράκια απλώνονταν προς τα μπισκότα. Όμως, μόλις οι εφιάλτες δοκίμασαν, τα χάχανα έγιναν θυμωμένες κραυγές και ο δίσκος πετάχτηκε με ορμή απ’ τα χέρια της για να καρφωθεί στον κορμό μιας κοντινής οξιάς, όπου και έμεινε να ταλαντώνεται.

 

Παίρνοντας θάρρος από την αποτυχία της Άντι, η Τζέμα αποφάσισε να προσφέρει τον πρώτο δίσκο με τα μάφιν. Πλησίασε το δέντρο κι ένιωσε το αίμα της να παγώνει, χιλιάδες φλογερά βλέμματα να τη διαπερνούν. Τα σκιώδη χεράκια απλώθηκαν μέσα σε μια πολική αύρα, που την έκανε να τρέμει. Έκοψαν κομμάτια απ’ τα γλυκά, σα μικρά παιδιά, κομματιάζοντάς τα.

 

Όμως, ενώ περίμενε από στιγμή σε στιγμή το δίσκο να εκτοξευτεί, έγινε κάτι παράξενο. Το σκοτάδι πύκνωσε μπροστά της και δυο κόκκινα μάτια άναψαν στον κορμό του πεύκου, μαζί μ’ ένα χαμόγελο από μυτερά δόντια. Ο εφιάλτης καθάρισε και το τελευταίο ψίχουλο του μάφιν με φράουλες και βατόμουρα κι εκείνη, λες και γνώριζε πάντα, έχασε κάθε ενδοιασμό.

 

Σηκώνοντας μια αιχμηρή πέτρα, άνοιξε το κεφάλι της Άντι, την ώρα που προσέφερε το εξαίσιο κέικ. Βούτηξε τα μάφιν της στο αίμα, και προσέφερε στους εφιάλτες το αγαπημένο τους γλυκό.

Link to comment
Share on other sites

Νυχτερινό.

 

 

 

 

Μου είπε σε εκείνα τα αγγλικά με την παράξενη προφορά που μου μιλούσαν όλοι σε εκείνη τη χώρα, πως δεν θα μπορούσα να τρώω πάνω από ένα γλυκό τη μέρα για το υπόλοιπο της παραμονής μου στο νοσοκομείο. Τους είπα, “Γιατί;”, και εκείνη είπε, “Γιατί πρέπει να προσέχεις τη διατροφή σου”. Εγώ, φυσικά, απάντησα πως η εγχείρηση είχε γίνει στο κεφάλι και όχι στα νεφρά, τα οποία πάντοτε τα συσχέτιζα με την διατροφή χωρίς να έχω αποδείξεις γι' αυτό, αλλά η απάντηση ήρθε τόσο φυσικά ώστε κατάλαβα πόσο μακριά από πρωτότυπη ήταν η ερώτησή μου. “Θα κάνεις ότι λέει είπε ο γιατρός”.

 

Αν το φαγητό ήταν καλύτερο θα μπορούσα να ανεχτώ αυτή την αυταρχική συμπεριφορά- τόσο τυπική των γιατρών και των Γερμανών, οπότε αναπόφευκτη στον συνδιασμό τους- όμως η τροφή που ερχόταν με δίσκο κάθε μέρα παρέμενε άγευστη και άοσμη. Πριν μέρες είχα διαλέξει από τον κατάλογο το μενού που θα ακολουθούσε την επέμβαση και όλα φαινόταν γαργαλιστηκά νόστιμα. Μετά, βέβαια, διαπίστωσα ότι η μπριζόλα ήταν ένα άπαχο κομμάτι κρέας μαγειρεμένο στον ατμό και οι πατάτες κίτρινα, σφαιρικά αντικείμενα χωρίς ίχνος γεύσης.

 

Είχα λοιπόν την ιδέα ότι η μέρες θα ήταν έτσι, γκρίζες. Ότι θα περνούσα τις ώρες μου βλέποντας τις ειδήσεις στο BBC και Τεν Τεν στα γερμανικά και στις στιγμές που τα μάτια μου θα έτσουζαν θα χανόμουν στη θέα του μελαγχολικού πάρκου έξω από το παράθυρο, ενός παρκού που ήταν τόσο γεμάτο τα πρωινά από ποδηλάτες. Τα φυλλά των δέντρων έμεναν στη θέση τους και απόρησα γι' αυτό. Μετά θυμήθηκα ότι δεν ήταν φθινόπωρο, αλλά αρχές- γερμανικού- Αυγούστου.

 

Το απόγευμα συνάντησα έναν φίλο, μια γνωριμία του ταξιδιού, που ήρθε να με επισκευθεί. Και η μεγάλη έκπληξη: ένα σάντουιτς με γύρο.

 

Δεν συνήθιζα να τρώω πίτα γύρο και ομολογώ ότι ήταν η πρώτη φορά που έτρωγα αυτό τον συνδιασμό κρέατος, κρεμμυδιού και τζατζικιού. Το απόλαυσα, δυστυχώς χωρίς την λαδερή ελληνική πίτα. Τελειώνοντας το γεύμα μου έδωσα τα σκουπίδια στον φίλο μου για να μην τα δουν οι νοσοκόμες και άνοιξα το τζάμι για να φύγει η μυρωδιά, για να μην το καταλάβουν οι νοσοκόμες, αφού στο άκουσμα ότι είμαι Έλληνας είχαν όλες τους αρχίσει να εκθειάζουν τα νησιά και τα σουβλάκια, και έγειρα πίσω με το μυαλό μου σε μια τούρτα σοκολάτα.

 

Γέλασα με τον εαυτό μου πολλές φορές εκείνες τις μέρες, με το μυαλό μου σε ένα μύθο που είπε ένας γιατρός, μια ιστορία για κάποιον στην έρημο που ήταν έτοιμος και να σκοτώσει ακόμα για ένα γλυκό και τελικά βρέθηκε νεκρός σε μια όαση, τριγυρισμένος από ψωμία με σταφίδες και καραμελομένα κουλούρια.

 

Ο γιατρός εκείνος, ο μόνος φίλος στο νοσοκομείο, λεγόταν Ασάν. Ήταν άραβας, Ιρανός και λόγω του ότι είχα παραποινεθεί συχνά για τα γλυκά, μου έφερνε πότε- πότε μερικές καραμέλες. Απίστευτα νόστιμες καραμέλες. Ένα πρωί, μετά την βόλτα μου με την φυσιοθεραπεύτρια ως το γυμναστήριο και πάλι πίσω- για γυμναστική ούτε λόγος ακόμα- σταματήσαμε στον σταθμό των νοσοκόμων δίπλα στο δωμάτιό μου. Ο Ασάν ήταν εκεί μαζί με εκείνη την ξανθιά νοσοκόμα που γελούσε συνέχεια και μαζί με την φυσιοθεραπεύτρια πιάσαμε συζήτηση. Εκείνος άρχισε να λέει για του Euro του '04 και εκείνες για την Eurovison την προηγούμενης άνοιξης. “Τι στο καλό κάνετε εσείς οι Έλληνες;”, ρωτούσαν. Εγώ απαντούσα με κοινοτυπίες, γιατί πραγματικά δεν ήξερα τι να άλλο να πω.

 

Ξύπνησα ιδρωμένος στο σκοτεινό μου δωμάτιο που μύριζε φάρμακα, την στιγμή που η νοσοκόμα της βραδινής βάρδιας έμπαινε για να κάνει έλεγχο. Της ζήτησα και έλαβα ένα ποτήρι νερό. Έφυγε και έμεινα πάλι μόνος. Το στομάχι μου δεν έλεγε να σταματήσει το γουργουρητό και θυμόμουν ολοκάθαρα ένα όνειρο με ζαχαροπλαστεία. Έκλεισα τα μάτια για να κοιμηθώ, όμως οι μπακλαβάδες και οι πραλίνες τα κρατούσαν ανοιχτά και εκείνα έμεναν έτσι, να αντανακλούν το φως από τις οθόνες των μηχανημάτων και της μακρινής σελήνης. Σε μια γωνιά του παραθύρου ένα παλιό χριστουγεννιάτικο αυτοκόλλητο- ένα χτυσό αγγελάκι.

 

Η πείνα για γλυκό, που, για λόγους συνέπειας στην έμφυτη υποκρισία της ψύχης μας, αποκαλείται συχνά υπογλυκαιμία, είναι ένα συναίσθημα έντονο, σαν ερωτικός πόθος, και κάπως σκοτεινό, σαν βαθειά ψύχωση, που όμως δεν είναι κρυμμένη αλλά φανερή σε εμάς από την πρώτη στιγμή και για αυτό το λόγο ανεξέλεγκτη. Είχε περάσει μια εβδομάδα χωρίς ένα πραγματικό γλυκό, πέρα από τις καραμέλες.

 

Πλέον, τρια βράδια μετά από εκείνη τη νύχτα, ο πόθος- γιατί τέτοιος ήταν- για λίγη σοκολάτα, για ένα παγωτό μηχανής σαν εκείνο που έφτιαχνε ο παππούς μου, έχει γίνει μοναδικός σκοπός. Ο Ασάν μου πρόσφερε τη βοήθειά του. Το βράδυ θα βγω έξω κρυφά για πάρω ένα μικρό κέικ, ή ένα γεμιστό τσουρέκι.

 

 

 

 

Τράβηξε την νυχτερινή νοσοκόμα μέσα σε ένα γραφείο και τα βογκητά της φτάνουν ως εδώ και είναι νομίζω η ίδια νοσοκόμα για το στήθος της οποίας έχει μιλήσει πολλές φορές. Περπατώ ως τον ανελκυστήρα όσο γρήγορα μου επιτρέπει το εγχειρισμένο σώμα μου να κινηθώ. Κάτω στην είσοδο πίσω από τον πάγκο κάθεται η ξανθιά νοσοκόμα και μου κλείνει το μάτι μαζί με ένα παιχνίδισμα των χειλιών της και τα χέρια της κατεβαίνουν αργά, αγγίζοντας το μπούστο της. Στην επιστροφή θα σταματήσω λίγο εδώ.

 

“Έλα από εδώ”, φωνάζει η φυσιοθεραπεύτριά μου που στέκεται λίγα μέτρα έξω από την πόρτα. “Ο Ασάν σε έβαλε στο κόλπο, ε;”, ρωτάω χωρίς να ξέρω αν είπα αυτό ακριβώς με τα λίγα αγγλικά που γνωρίζω. Εκείνη με έπιασε από το μπράτσο και με βοήθησε να κατέβω τα σκαλιά. Το Αννόβερο είναι τυλιγμένο στο σκοτάδι. Δεν το έχω περπατήσει πολύ, δεν ξέρω που πηγαίνω. Κάποτε, όμως, ανοίγει μια πόρτα και μπαίνω σε ένα μαγαζί με γυάλινες προθήκες γεμάτες γλυκά. Τα χέρια μου ακουμπούν στο τζάμι. “Γαμώτο”, λέω. Η ρόμπα που φοράω δεν έχει τσέπες, δεν έχει πορτοφόλι, δεν έχει λεφτά. “Μπορείς να μου δανείσεις; Πεθαίνω για μια πάστα”, λέω στην φυσιοθεραπεύτρια, που έχει γείρει στην πόρτα και κρατά το κλειδί. Θέλω ένα γλυκό αμέσως, θέλω ένα γλυκό με πολύ σοκολάτα και φουντούκια και σαντιγί και καραμέλα. “Έλα, σε παρακαλώ. Πλήρωσε τώρα και στα δίνω στο νοσοκομείο”.

 

Να πληρώσει ποιον; Πίσω από τον πάγκο δεν βρίσκεται κανένας, ή μάλλον βρίσκεται- αλήθεια πότε ήρθε;- ένας άντρας με σκούρο δέρμα. Όταν το κεφάλι του ανασηκώνεται μπορώ να δω ότι είναι ο Ασάν. Φοράει στο στήθος μια πλαστική ταμπέλα όπου είναι γραμμένο με μεγάλα γράμματα:

 

ΕΙΜΑΙ Ο ΔΙΕΣΤΡΑΜΜΕΝΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ

 

Κοιτάζω γύρω. Η φυσιοθεραπεύρια με πλησιάζει και τρίβει το σώμα της στο δικό μου και με σπρώχνει προς το βάθος του δωματίου, σε μια παλιά, ξύλινη πόρτα που ο Ασάν ανοίγει για εμάς. Νιώθω την ανάγκη για ένα γλυκό και προσπαθώ να γυρίσω πίσω στις βιτρίνες, μα εκείνη με σπρώχνει με ασυνήθιστη δύναμη και βρίσκομαι ανάμεσα τους και δίπλα στο πτώμα μιας νοσοκόμας και δίπλα στην ξανθά νοσοκόμα που κάθεται σε ένα σκμπό, γυμνή, και χαράζει το σώμα της με ένα νυστέρι. “Ώρα για επιδόρπιο, ώρα για γλυκό”, φωνάζει και σαν πάντα γελά.

 

 

 

 

Ακόμα ζω. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν ασχολούνται μαζί μου. Με έχουν παρατήσει σε αυτό το δωμάτιο. Από την κλειδαρότρυπα βλέπω το μαγαζί και τις φωτισμένες βιτρίνες με τα γλυκά που κανένας δεν έρχεται να πάρει. Μαζί μου είναι νεκρό κορμί εκείνης της βραδινής νοσοκόμας και το βρίσκω πιο γλυκό από οτιδήποτε άλλο.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ξεγέλασμα ή κέρασμα;

Ξύπνησε μούσκεμα στο ιδρώτα! Όχι, όχι δεν είχε ξημερώσει εκείνη η καταραμένη μέρα! Σηκώθηκε τόσο απότομα, που το σεντόνι τραβήχτηκε μαζί της κι έπεσε στο κρύο πάτωμα. Ήταν σίγουρη πως θα έτρωγε ξύλο και για αυτό, αλλά έπρεπε να βγει στην είσοδο να σιγουρευτεί πως δεν ήταν εφιάλτης. Τα κοκκαλιάρικα ποδαράκια της άφηναν υγρά σημάδια στο παγωμένο μωσαϊκό, ίχνη απόγνωσης. Βγήκε στην είσοδο και είδε της κούφιες, άψυχες κολοκύθες σε κάθε γωνιά του κτηρίου. Η καρδιά της χτύπησε τόσο δυνατά, που θα μπορούσε να σπάσει. Θα το προτιμούσε. Η ξύλινη ταμπέλα πάνω από το κεφάλι της έτριζε πάνω στους σκουριασμένους κρίκους της. «Ορφανοτροφείο, το όμορφο χαμόγελο», έγραφε. Τι ειρωνεία!

 

Επέστρεψε γρήγορα και ετοίμασε το κρεβάτι της για την πρωινή επιθεώρηση. Το μελανιασμένο μάγουλό της ήταν η υπενθύμιση για το ξύλο που είχε δεχτεί την προηγούμενη μέρα, εξαιτίας μιας μικρής ζάρας του σεντονιού. Υπήρχαν και χειρότερα. Κοίταξε την μικρή Άλεξ απέναντι ,που το παραμορφωμένο προσωπάκι της ήταν αγνώριστο από τις κλωτσιές. Είχε κατουρήσει το σεντόνι της.

 

Η μέρα, δυστυχώς, για την Τζέην πέρασε γρήγορα. Το σούρουπο απλώθηκε και το μαρτύριο ξεκινούσε. Εμφανίστηκε στο σαλόνι η τροφός με μια χάρτινη σακούλα. Διέταξε να την ακολουθήσουν. Άδειασε την σακούλα στο τραπέζι και μια δυσωδία από μούχλα έκανε πνιγηρό τον αέρα. Άπειρες καραμέλες, λιωμένες, πατημένες, μουχλιασμένες κύλησαν στο τραπέζι. «Όλα τα παιδιά τρώνε γλυκά σήμερα», τσίριξε, «θα φάτε κι εσείς!». Άρπαξε πρώτη την Άλεξ. Την είχε άχτι από την προηγούμενη μέρα. Την έβαλε στα πόδια της, την γράπωσε με το ένα χέρι και με το άλλο πίεζε την καραμέλα στο στόμα της. Το κορμάκι της Άλεξ έτρεμε, το στόμα της ήταν πασαλειμμένο με λιωμένη καραμέλα. Δύο φορές κόντεψε να πνιγεί. Την τρίτη ξέρασε τις σάπιες καραμέλες στο πάτωμα. Το χτύπημα που ένιωσε από το χέρι της τροφού ήταν τόσο δυνατό που ζαλίστηκε. Ένα μίγμα σάλιου και καραμέλας κολλούσε στο μάγουλό της από το χαστούκι. Το μαρτύριο δεν σταμάτησε εκεί. Την έπιασε από τα μαλλιά. Οι τρίχες της ξεκόλλησαν από το κρανίο της. Την γονάτισε κάτω και της έτριψε το πρόσωπο στα ξερατά. Την ανάγκασε να μην αφήσει τίποτα στο πάτωμα. Η ξινή γεύση κόντεψε να την πνίξει. Δεν έπρεπε, όμως, να κάνει πάλι εμετό. Όχι, δεν θα άντεχε να το ξαναπεράσει. Δεν έκανε! Απλά σωριάστηκε άψυχή στο πάτωμα.

 

Εκείνη τη στιγμή το μίσος των παιδιών θέριεψε. Όρμησαν όλα πάνω της. Η Τζέην άρχισε να ουρλιάζει τόσο δυνατά, που η φωνή της έγινε έκρηξη. Την χτυπούσαν με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Νύχια ξέσκιζαν, δόντια κατασπάραζαν. Η τροφός πάλευε να γλιτώσει, αλλά το μίσος των παιδιών την είχε αποδυναμώσει. Η Τζέην άρπαξε δύο μουχλιασμένες καραμέλες και με δύναμη τις κάρφωσε στα μάτια της. Αφού έπεσε στο πάτωμα νεκρή, έσκυψε πάνω της και της ψιθύρισε: «Ξεγέλασμα ή κέρασμα;»

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..