Jump to content

Όταν ο αναγνώστης δεν καταλαβαίνει...


tetartos
 Share

Recommended Posts

Θα ξεκινήσω παραθέτοντας δύο quotes που μου έκαναν εντύπωση:

 

Να τονίσω σε αυτό το σημείο πως οποιοδήποτε πρόβλημα κατανόησης χρεώνεται στον συγγραφέα. Εδώ δεν εξετάζεται ο αναγνώστης αν κατάλαβε. Εξετάζεται ο συγγραφέας, κατά πόσο κατάφερα να παρουσιάσω αυτά που ήθελα με κατανοητό τρόπο.
Και συγνώμη που δηλαδή κάνω λες και το διήγημα απευθύνεται έτσι σε άτομα με νοητικά προβλήματα αλλά μόνο με baby steps σαν αυτό το τέχνασμα τους κάνω να καταλαβαίνουνε για τι πράγμα μιλάω.

Ορισμένες φορές, ο συγγραφέας αποσιωπά ορισμένα σημεία της ιστορίας του, τα περιγράφει με αόριστο ή ασαφή τρόπο, αφήνοντας επίτηδες τον αναγνώστη να καταλάβει ή να φανταστεί αυτό που του ταιριάζει - συχνά το τέλος μιας ιστορίας. Η ποίηση, η ζωγραφική και άλλες παραστατικές τέχνες χρησιμοποιούν αρκετά συχνά αυτήν την τεχνική.

 

Άλλες φορές, παρά την προσπάθεια του συγγραφέα να είναι σαφής και κατανοητός, παρεισφρύουν νοηματικές ασάφειες, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να μην καταλαβαίνει καθόλου ή να καταλαβαίνει με διαφορετικό τρόπο αυτό που εννοούσε ο συγγραφέας.

 

Σας απασχολεί το τι ακριβώς καταλαβαίνουν οι αναγνώστες σας από τις ιστορίες σας; Έχει σημασία για σας να καταλάβουν αυτό ακριβώς που είχατε στο μυαλό σας όταν τη γράφατε;

Link to comment
Share on other sites

Αν ΘΕΛΩ να το καταλάβουν πρέπει ΚΑΙ να το καταλάβουν. Αν θέλω να αφήσω κάτι να εννοηθεί πρέπει να υπάρχουν αρκετά hints (αν και προσπαθώ να μην κάνω ιστορίες-γυμνάσια προς τον αναγνώστη).

Γενικά, το να γίνει κατανοητός ο συγγραφέας είναι κυρίως δική του δουλειά, όχι δουλειά του αναγνώστη, άρα, αν αποτυγχάνει να περάσει κάτι, μάλλον έκανε κακά τη δουλειά του.

Link to comment
Share on other sites

Πριν λίγο καιρό, σε ένα demi-flash fiction διαγωνισμό με θέμα «Εναλλακτική Ιστορία» έγραψα το «Προς την Ελευθερία», με μια Ελλάδα του σήμερα όταν οι νικητές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν οι Γερμανοί. Ελεύθερη αλλά κάτω από Βρετανική επιτήρηση παραμένει η Κρήτη. Τρία παιδιά το σκάνε με μια βάρκα από την Κρήτη και μετά από ένα επικίνδυνο ταξίδι βγαίνουν στην Μονεμβασιά, για να ζητήσουν άσυλο στη Γερμανική Ελλάδα. Το διήγημα ξεκινάει με την επίσκεψη ενός δημοσιογράφου σε ένα από αυτά τα παιδιά, ενήλικας σήμερα (ο τόπος είναι η Αθήνα):

 

Το ιατρείο διέθετε μια υπέροχη θέα της Ακρόπολης. Μπορούσε από εδώ να δει άνετα τις προετοιμασίες για την Πρωτοχρονιά του Millenium. Τεράστιοι γερανοί σήκωναν τα μεγάλα μαύρα μηχανήματα για τον βράχο, για να συναρμολογηθούν εκεί, για την έκπληξη της βραδιάς. Είχε διαρρεύσει πως ήταν ένα σύστημα λέιζερ και πως το Φαέθων σε τροχιά πάνω από την Ελλάδα θα έπαιζε κάποιο ρόλο, κανείς όμως δεν μπορούσε να μαντέψει ακόμα το τελικό αποτέλεσμα.

 

Ο γιατρός μπήκε στο γραφείο από πίσω του, επαναφέροντας τον δημοσιογράφο στο δέος της ημέρας. Ο κύριος Σταυρακάκης άφησε τον δίσκο με το τσάι στο τραπεζάκι ανάμεσα τους και κάθισε στην καρέκλα απέναντι του.

«Επιτρέψτε μου να το πω, κύριε Σταυρακάκη, είμαι δέκα χρόνια στο επάγγελμα, δεν μπορώ να πιστέψω πως εσείς μου σερβίρετε τσάι…»

«Αφού λείπει η Αλίκη, τι να έκανα; Και να με αποκαλείς Άρη.»

«Θα το προσπαθήσω.»

Και αργότερα, μετά την εξιστόρηση, προς το τέλος του διηγήματος:

 

Σε λίγο τους φώτιζαν μόνο οι ανταύγειες από τις εργασίες στην Ακρόπολη. Όταν ο γιατρός συνόδευσε τον κύριο Αντωνίου στην αυλόπορτα του, δύο φωτεινές δεσμίδες από προβολείς στο Ηρώδειο ξιφομαχούσαν ενάντια στον νυχτερινό ουρανό πίσω τους.

 

Στην κριτική της η naroualis έγραψε:

 

Με μπερδεύει κάπως ο τόπος που διεξάγεται η συζήτηση. Στην αρχή νόμισα ότι είναι η Μονεμβασιά, αλλά αν είναι, πώς βλέπουν τους προβολείς του Ηρωδειου;

Το να μην κατάλαβε πως ήταν Αθήνα…θα το δεχτώ. Υπάρχουν και αλλού Ακροπόλεις. Στο διήγημα όμως δεν υπήρχε καμία νύξη ή λόγος για να νομίσουμε πως βρίσκονται στην Μονεμβασιά.

 

Ο δε nikosal έγραψε:

 

"Ο γιατρός μπήκε στο γραφείο από πίσω του, επαναφέροντας τον δημοσιογράφο στο δέος της ημέρας. Ο κύριος Σταυρακάκης άφησε τον δίσκο με το τσάι στο τραπεζάκι ανάμεσα τους και κάθισε στην καρέκλα απέναντι του". Εδώ νομίζω ο αναγνώστης χάνεται. Ο γιατρός μπήκε στο γραφείο πίσω του, γιατί; Πότε μας λες ότι ο δημοσιογράφος μπήκε στο γραφείο πρώτος; Γιατί ο δημοσιογράφος επαναφέρεται στο δέος της ημέρας; Πρόταση που δεν κατανοώ. Πιο σοβαρό: Ακολούθως, ο κ. Σταυρακάκης άφησε το δίσκο στο τραπέζι ανάμεσά τους (...) εδώ μας μπερδεύεις για τα καλά, νομίζουμε προς στιγμή πως υπάρχει και τρίτο πρόσωπο, αλλά ο γιατρός είναι ο Σταυρακάκης και τα πρόσωπα είναι δύο.

 

Τελικά ούτε εγώ ξέρω πως μπέρδεψα τον αναγνώστη. Με το που ξεκινάει το διήγημα ο δημοσιογράφος είναι στο παράθυρο και κοιτάζει έξω, προς την Ακρόπολη. Άρα έχει την πλάτη του στον χώρο του γραφείου που στέκεται. Άρα, πίσω από τον δημοσιογράφο, μπαίνει στο γραφείο από την κουζίνα ο γιατρός με τον καφέ. Ο δημοσιογράφος, έχοντας ακούσει τον γιατρό γυρνάει και τον αντικρίζει. Τώρα κοιτάζονται. Ανάμεσα τους έχουν ένα τραπεζάκι. Αφήνει ο γιατρός τον καφέ στο τραπεζάκι ανάμεσα τους και κάθονται πλέον αντικριστά.

 

Έκανα τόσο μεγάλο σφάλμα; Ο πελάτης όμως έχει δίκιο. Γι αυτό και το άλλαξα:

 

Το ιατρείο διέθετε υπέροχη θέα της Ακρόπολης. Μπορούσε από εδώ να δει άνετα τις προετοιμασίες για την Πρωτοχρονιά του Millenium. Τεράστιοι γερανοί σήκωναν τα μεγάλα μαύρα μηχανήματα στον βράχο, θα συναρμολογούνταν εκεί δίπλα στον Παρθενώνα, για την έκπληξη της βραδιάς. Είχε διαρρεύσει πως ήταν ένα σύστημα λέιζερ και πως το Φαέθων σε τροχιά πάνω από την Ελλάδα θα έπαιζε κάποιο ρόλο, κανείς όμως δεν μπορούσε να μαντέψει ακόμα το τελικό αποτέλεσμα.

 

Ο γιατρός μπήκε στο γραφείο, επαναφέροντας τον δημοσιογράφο στο δέος της ημέρας. Ο κύριος Σταυρακάκης άφησε τον δίσκο με το τσάι στο τραπεζάκι και κάθισε στην καρέκλα απέναντι του.

«Επιτρέψτε μου να το πω, κύριε Σταυρακάκη, είμαι δέκα χρόνια στο επάγγελμα, δεν μπορώ να πιστέψω πως εσείς μου σερβίρετε τσάι…»

«Αφού λείπει η Αλίκη, τι να έκανα; Και να με αποκαλείς Άρη.»

«Θα το προσπαθήσω.»

 

Εύχομαι να μην μπερδεύω πάλι κάποιον.

 

Υ.Σ. Το δέος της ημέρας για τον δημοσιογράφο ήταν η συνάντηση του με τον νομπελίστα γιατρό. Νομίζω δηλώνεται με την πρώτη του ατάκα.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Προσωπικά πιστεύω ότι το αν φταίει ή όχι ο συγγραφέας κρίνεται καθαρά από τις περιστάσεις και το κοινό. Αν το βιβλίο απευθύνεται σε παιδιά θα γράψω σε ανάλογη γλώσσα, όπως και αν απευθύνεται σε ενήλικες με πείρα ή όχι (με πείρα στην ανάγνωση βιβλίων φάντασι)... Στην τελική όμως πρέπει να υπάρχει μία χρυσή τομή. ούτε ο συγγραφέας να χρησιμοποιεί φανφαρόνικες λέξεις αλλά και να μην είναι λες και απευθύνεται σε παιδιά...

Link to comment
Share on other sites

Νομίζω ότι το παράδειγμα του Ντίνου δείχνει αν μη τι άλλο ότι φταίει και ο αναγνώστης... Τουλάχιστον όσοσν αφορά εμένα. Στην ερώτηση του Τέταρτου, φυσικά και με απασχολεί να δώσω στον αναγνώστη να καταλάβει τι θέλω να του πω. Αλλιώς δε θα έμπαινα στον κόπο να γράψω! Το θέμα είναι πού ρίχνει κανείς το βάρος. Αν πχ, εμεένα δε με πολυενδιαφέρει το χρώμα του καναπέ, αλλά το τι γίνεται επάνω στον καναπέ, γιατ΄να μην τον αφήσω να βάλει ο ίδιος το χρώμα; Εμένα με ενδιαφέρει να πιάσει τη φόρτιση της στιγμής, άρα παραλέιπω αυτά που μπορεί να τα φανταστεί ακι μόνος του. Αν όμως έγραφα αστυνομικό μυθιστόρημα και στα νύχια του θύματος βρίσκαμε κόκκινες ίνες από ύφασμα, θα ήταν παράληψη να μην του πω ότι ο καναπές είναι μπλε, άρα οι ίνες είναι από το πουκάμισο του δολοφόνου.

Link to comment
Share on other sites

Νομίζω ότι το παράδειγμα του Ντίνου δείχνει αν μη τι άλλο ότι φταίει και ο αναγνώστης...

Υποθέτω με την έννοια ότι ο αναγνώστης δεν διάβασε προσεκτικά το κείμενο;

Μπορούμε να το "φορτώσουμε" κι αυτό στο συγγραφέα; Ότι π.χ. δεν το έγραψε αρκετά καθαρά ή δεν κράτησε την προσοχή του αναγνώστη;

Link to comment
Share on other sites

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι. Με την καμμία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αναγνώστης έπρεπε να διαβάσει πιο προσεκτικά.

Link to comment
Share on other sites

Από τη μία ο συγγραφέας δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάει ότι ο αναγνώστης δεν είναι κανένας βιτσιόζος Σέρλοκ Χολμς που τη βρίσκει σκάβοντας για πληροφορίες πολύ βαθιά κρυμμένες μέσα στο έργο του (λεπτομέρειες που έχουν αναφερθεί στα πεταχτά, πράγματα που δεν έχουν τονιστεί παρά μόνο μία φορά πριν από δεκάδες σελίδες κλπ.). Το "Μα το γράφω εκεί!" δεν είναι δικαιολογία. Αν με το να το γράψουμε μία φορά, ο αναγνώστης δεν του δίνει τη σημασία που χρειάζεται για να καταλάβει αυτό που θέλουμε, τότε απλώς δεν το έχουμε γράψει αρκετές φορές (ή δεν το έχουμε γράψει αρκετά σαφώς). Παλιά, έκανα επανειλημμένως αυτό το λάθος και ξέρω.

Από την άλλη, ο συγγραφέας έχει την υποχρέωση να σέβεται την νοημοσύνη του αναγνώστη. Όσο πιο μασημένη τροφή του προσφέρει, τόσο πιο πολύ τον ξενερώνει. Έχω διαβάσει καταπλητικές ιδέες και εξαιρετικές σκηνές που καταστρέφονται στο τέλος από μια αδέξια και αχρείαστη υπερεξήγηση.

Στο ιδανικό σημείο ισορροπίας, ο αναγνώστης έχει διαβάσει ένα έξυπνο έργο, που τον έκανε να χρησιμοποιήσει το μυαλό του για να συνδυάσει τα στοιχεία, τις πληροφορίες και τις καταστάσεις, χώρις όμως και να κουραστεί πραγματικά γι αυτό. Νιώθει ότι του είπαν ένα ενδιαφέρον παραμύθι, και συγχρόνως ότι και ο ίδιος βοήθησε τον εαυτό του να φέρει στην επιφάνεια όσα δεν είναι γραμμένα στο χαρτί.

Γενικά, νομίζω ότι η τέχνη του να ξέρει κανείς πώς να γράψει δεν είναι σημαντικότερη από την τέχνη του να ξέρει κανείς τι να μην γράψει.

Link to comment
Share on other sites

Από τη μία ο συγγραφέας δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάει ότι ο αναγνώστης δεν είναι κανένας βιτσιόζος Σέρλοκ Χολμς που τη βρίσκει σκάβοντας για πληροφορίες πολύ βαθιά κρυμμένες μέσα στο έργο του (λεπτομέρειες που έχουν αναφερθεί στα πεταχτά, πράγματα που δεν έχουν τονιστεί παρά μόνο μία φορά πριν από δεκάδες σελίδες κλπ.).

 

Και γιατί τότε μας τσάκιζαν τα παπάρια στο Γυμνάσιο με τις αναλύσεις επί των αναλύσεων των λογοτεχνικών μας θησαυρών;!

 

Εγώ πιστεύω και στον απολιθωμένο αναγνώστη. Αυτόν που διαβάζει με παρωπίδες, που δεν βλέπει τι διαβάζει έτσι και κάνεις το λάθος να βάλεις ένα "και" παραπάνω, και που αν ήταν του χεριού του θα γυρνούσαμε στην τυραννία της δασείας, της οξείας, της περισπωμένης και λοιπών δεινοσαύρων. Αρφ! Αρφ!

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Και γιατί τότε μας τσάκιζαν τα παπάρια στο Γυμνάσιο με τις αναλύσεις επί των αναλύσεων των λογοτεχνικών μας θησαυρών;!

 

Εγώ πιστεύω και στον απολιθωμένο αναγνώστη. Αυτόν που διαβάζει με παρωπίδες, που δεν βλέπει τι διαβάζει έτσι και κάνεις το λάθος να βάλεις ένα "και" παραπάνω, και που αν ήταν του χεριού του θα γυρνούσαμε στην τυραννία της δασείας, της οξείας, της περισπωμένης και λοιπών δεινοσαύρων. Αρφ! Αρφ!

 

α) Προφανώς γιατί προσπαθούσαν σκληρά να μας κάνουν να μισήσουμε την λογοτεχνία -και σχεδόν (ευτυχώς) τα κατάφεραν. (Πλάκα κάνω. Το τραγικό όμως ήταν ότι έτσι νόμιζαν ότι θα μας κάνουν να την αγαπήσουμε...)

β) Εννοείται ότι δεν μπορεί κανείς να γράφει για όλους τους αναγνώστες. Όπως δεν απευθύνομαι στον τρόφιμο του Δρομοκαΐτειου, έτσι δεν απευθύνομαι και στον απολιθωμένο αναγνώστη. (Θα ήθελα να πιστεύω ότι απευθύνομαι στον ανοιχτόμυαλο και σκεπτόμενο αναγνώστη.)

Link to comment
Share on other sites

Και γιατί τότε μας τσάκιζαν τα παπάρια στο Γυμνάσιο με τις αναλύσεις επί των αναλύσεων των λογοτεχνικών μας θησαυρών;!

 

Εγώ πιστεύω και στον απολιθωμένο αναγνώστη. Αυτόν που διαβάζει με παρωπίδες, που δεν βλέπει τι διαβάζει έτσι και κάνεις το λάθος να βάλεις ένα "και" παραπάνω, και που αν ήταν του χεριού του θα γυρνούσαμε στην τυραννία της δασείας, της οξείας, της περισπωμένης και λοιπών δεινοσαύρων. Αρφ! Αρφ!

 

 

Δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο συμφωνώ μαζί σου. Όταν ήμουν στο Λύκειο είχαμε αποφασίσει σαν τμήμα να κάνουμε μία παρουσίαση βιβλίου. Πολλά παιδιά είχαμε προτείνει τον Άρχοντα (ήταν τότε μόδα για εμάς και ανταλλάσαμε άπληστα βιβλία ο ένας με τον άλλον). Η φιλόλογος (με ειδική υποστήριξη του διευθυντή) διάλεξε το "Συνδυασμός Έδεσσας Ζυρίζης" (είναι το βιβλίο που πάνω του βασίστηκε η ταινία το Βαλκανιζατερ).

Αποτέλεσμα, από τον αρχικό ενθουσιασμό για το σχέδιο, δεν παρουσιάστηκε ούτε μία εργασία, η φιλόλογος (για να κάνει το ψώνιο της) πήρε συνέντευξη από το συγγραφέα, όπου το μιλούσε, λες και είχε μόλις πάρει νόμπελ λογοτεχνίας και την παρουσίασε μόνη της. Έτσι από μία πολύ ωραία πρωτοβουλία που θα μπορούσε να εξελλιχθεί σε κάτι όμορφο, πήγαμε στα ίδια και τα ίδια.

Ώρες ώρες πιστεύω ότι οι φιλόλογοι στα σχολεία μισούν τη λογοτεχνία πραγματικά, ίσως επειδή τους ανάγκασαν στο πανεπιστήμιο να διαβάσουν υποχρεωτικά πράγματα που πιθανόν δεν τους άρεσαν. Ακόμα και στην έκθεση, αν θυμάστε, δεν αμοιβόταν ο στρωτός λόγος, αλλά ο βαθύς, δυσνόητος, με περίπλοκα ελληνικά λόγος, τα καλά γράμματα, τα ορθογραφικά λάθη κτλ.

Link to comment
Share on other sites

Δεν με απασχολεί τι ακριβώς καταλαβαίνουν οι αναγνώστες από τις ιστορίες μου. Δεν έχει καμία σημασία για μένα να καταλάβουν αυτό ακριβώς που είχα στο μυαλό μου όταν την έγραφα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να καταλάβουν κάτι, να νιώσουν κάτι και - ει δυνατόν - να τους αρέσει αυτό που κατάλαβαν ή ένιωσαν. Συχνά κι ο ίδιος άλλα θέλω να πω ξεκινώντας την ιστορία μου, άλλα καταλήγω να λέω, κι άλλα καταλαβαίνω όταν ξαναδιαβάζω το κείμενο μετά από κάποιο διάστημα. Γιατί να μην αναγνωρίσω το ίδιο δικαίωμα στον αναγνώστη;

 

Νομίζω ότι είναι αφελής και άκομψη η πεποίθηση ορισμένων ότι ευθύνεται ο συγγραφέας για το αν ο αναγνώστης καταλαβαίνει ή όχι. Αφελής επειδή της λείπει η κατάρτιση και η γνώση του πράγματος, άκομψη επειδή εξοβελίζει τον αναγνώστη από την πνευματική συνουσία. Συγγραφέας που αδιαφορεί για τον αναγνώστη είναι σαν κάποιον που αυνανίζεται μπροστά στο σύντροφό του, λέγοντάς του "Τον παίζω για σένα κι ελπίζω να σου είναι αρκετό αυτό". Τέτοιοι συγγραφείς δεν με ενδιαφέρουν.

Ομοίως, ο αναγνώστης που αποδέχεται το ρόλο του παθητικού θεατή δεν επικοινωνεί με το συγγραφέα, δεν χαίρεται το κείμενο, παρά το αντιμετωπίζει σαν κάτι από το οποίο περιμένει να ευχαριστηθεί, χωρίς να το αγγίζει. Μοιάζει με εκείνον που παρακολουθεί ένα pip show, που του αρκεί να βλέπει μια γυναίκα να αυνανίζεται πίσω από το χοντρό γυαλί, για να νιώσει ο ίδιος κάποια ευχαρίστηση. Ομοίως, τέτοιοι αναγνώστες δεν με ενδιαφέρουν.

 

Συμφωνώ γενικά με τις απόψεις του mman. Ο συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του και το έργο του (και το έργο του δεν είναι να γράφει ιστορίες, αλλά να δίνει φωνή σε ιστορίες που θέλουν να ειπωθούν) σέβεται και τον αναγνώστη του. Δεν επιβάλλει τίποτε, αλλά διεκδικεί. Ο αναγνώστης είναι το κάστρο που θέλει να παρθεί, η ερωμένη που θέλει να υποκύψει στην επιθυμία. Αλλά πρέπει κι εκείνη να νιώσει την επιθυμία. Ο συγγραφέας πρέπει να δοκιμάσει τρόπους, να φλερτάρει με τις αισθήσεις και τη νοημοσύνη του αναγνώστη, για να του μεταδώσει την επιθυμία να ασχοληθεί, να τον βάλει στην ατμόσφαιρα, χωρίς να τον ξενερώνει με περιττές πληροφορίες.

Θυμηθείτε τη σκηνή στο "Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας": Στην πρώτη νύχτα του γάμου τους, ο γιατρός παίρνει το χέρι της Φερμίνα και το φέρνει πάνω στο μέλος του. Για να της διασκεδάσει την ταραχή και την αμηχανία, της εξηγεί την ανατομία του ανδρικού μορίου. Κι εκείνη, όπως επιβάλλει η περίσταση, του ζητά να μην της κάνει μάθημα ιατρικής.

 

 

Ο συγγραφέας γίνεται καλός με τον καιρό, με την προσπάθεια, την εμπειρία και τον πειραματισμό, όπως ο καλός εραστής.

 

ΥΓ 1. Εννοείται ότι δεν συζητώ την περίπτωση του ανεγκέφαλου αναγνώστη, ούτε του αναγνώστη που του λείπει στοιχειώδης παιδεία.

ΥΓ 2. Ύστερα από καιρό, όλοι μας θα καταλαβαίνουμε διαφορετικά πράγματα διαβάζοντας τα παραπάνω.

ΥΓ 3. Ευχαριστώ για την πρόσκληση, tetarte.

Edited by odesseo
Link to comment
Share on other sites

Πριν λίγο καιρό, σε ένα demi-flash fiction διαγωνισμό με θέμα «Εναλλακτική Ιστορία» έγραψα το «Προς την Ελευθερία», με μια Ελλάδα του σήμερα όταν οι νικητές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν οι Γερμανοί.

 

Που συνέβει τοιούτον θαυμαστό εδώ μέσα και δεν είδαμε μήτε ιστορία μήτε διαγωνισμό; :eek:

 

Ελεύθερη αλλά κάτω από Βρετανική επιτήρηση παραμένει η Κρήτη. Τρία παιδιά το σκάνε με μια βάρκα από την Κρήτη και μετά από ένα επικίνδυνο ταξίδι βγαίνουν στην Μονεμβασιά, για να ζητήσουν άσυλο στη Γερμανική Ελλάδα.

 

Απο τι μορφής διανοητικη καθυστέριση πάσχουν;

Edited by Mors Planch
Link to comment
Share on other sites

Και γιατί τότε μας τσάκιζαν τα παπάρια στο Γυμνάσιο με τις αναλύσεις επί των αναλύσεων των λογοτεχνικών μας θησαυρών;!

 

Μας έπρηζαν τα παπάρια, φίλε Ντίνο, επειδή οι φιλολογικές σπουδές είναι πολύ καθυστερημένες στην Ελλάδα. Επίσης, επειδή οι φιλόλογοι είναι τα πιο συντηρητικά πνεύματα στην πλειονότητά τους. Τέλος, επειδή έπρεπε να μας τα πρήξουν, όπως μας τα έπρηζαν με όλα τα μαθήματα (είτε μας ενδιέφεραν, είτε όχι).

 

Δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο συμφωνώ μαζί σου. Όταν ήμουν στο Λύκειο είχαμε αποφασίσει σαν τμήμα να κάνουμε μία παρουσίαση βιβλίου. Πολλά παιδιά είχαμε προτείνει τον Άρχοντα (ήταν τότε μόδα για εμάς και ανταλλάσαμε άπληστα βιβλία ο ένας με τον άλλον). Η φιλόλογος (με ειδική υποστήριξη του διευθυντή) διάλεξε το "Συνδυασμός Έδεσσας Ζυρίζης" (είναι το βιβλίο που πάνω του βασίστηκε η ταινία το Βαλκανιζατερ).

Αποτέλεσμα, από τον αρχικό ενθουσιασμό για το σχέδιο, δεν παρουσιάστηκε ούτε μία εργασία, η φιλόλογος (για να κάνει το ψώνιο της) πήρε συνέντευξη από το συγγραφέα, όπου το μιλούσε, λες και είχε μόλις πάρει νόμπελ λογοτεχνίας και την παρουσίασε μόνη της.

 

Υπάρχει ένα θέμα εδώ, που ξεκινά από τους ίδιους τους μαθητές, τους αυριανούς αναγνώστες. Συμφωνώ ότι η φιλόλογος, Dreamwhisperer, ήταν ανεπαρκής και ανόητη. Όμως η επιμονή των παιδιών για τον Άρχοντα δείχνει ότι έχουν προδιαμορφώσει μια αντίληψη για το τι είναι ενδιαφέρον και κατάλληλο για ανάγνωση και μελέτη. Όταν ασχολείται κάποιος με τη συγγραφή, καλό θα είναι να αποφύγει μια στάση ανάλογη με εκείνη της φιλολόγου, αλλά και να έχει υπόψη του ότι υπάρχουν παιδιά που "ξέρουν τι θέλουν".

Edited by odesseo
Link to comment
Share on other sites

Το θέμα ήταν πολύ πιο εκταταμένο από το "Άρχοντας" ή "Συνδυασμός" (ο συγραφέας ήταν κουμπάρος του Διευθυντή κτλ) που νομίζω δεν έχει σημασία να το αναπτύξω.

 

Όσο για το κυρίως θέμα Odesseo νομίζω ότι η άποψη που έθεσες, κάλυψε πλήρως το θέμα. Όντως η σχέση συγγραφέα αναγνώστη είναι πλήρως αλληλένδετη και αλληλοεξαρτώμενη. Ουσιαστικά και οι δύο "παιδεύονται" ταυτόχρονα. Είναι σχέση συνεργασίας και όχι παρασιτική είτε από τη μία είτε από την άλλη μεριά.

Link to comment
Share on other sites

Που συνέβει τοιούτον θαυμαστό εδώ μέσα και δεν είδαμε μήτε ιστορία μήτε διαγωνισμό; :eek:

 

Εδώ είναι ολόκληρο το διήγημα, αλλά και οι υπόλοιπες συμμετοχές.

Link to comment
Share on other sites

Εδώ είναι ολόκληρο το διήγημα, αλλά και οι υπόλοιπες συμμετοχές.

 

Μάλιστα. Και θα το σχολιάσω... εδω καθότι τεμπέλης ώστε να ψάχνω να βρώ το κανονικό θέμα με τα σχόλια.

 

Ο γιατρός μου προκάλεσε αισίως τάση εμετού με αυτά που έλεγε στη συνένευξη. Άρα... πέτυχες στο διήγημα. Καθώς μην ξεχνάμε ότι συνέντευξη σε εφημερίδα της Γερμανικής Ελλάδας είναι. Με άλλα λόγια προπαγάνδα και των γονέων με Γκαιμπελική πλύση εγκεφάλου επί δύο γενιές. Πρακτικά δεν έχουμε ιδέα αν το παραμικρό από όσα μας λέει ο δόκτορας για την Κρήτη έχει οιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα.

 

Για τη δεύτερη ιστορία ουδέν σχόλιον. Θα μπλεκόμασταν στην πολιτική για την συκοφαντική περιγραφή εις βάρος Παπανδρέου και ΠΑΣΟΚ αν το σχολίαζα οπότε τέτοιες μικρολεπτομέρειες όπως ότι η Ελβετία ήταν και είναι οπλισμένη σαν αστακός ή την κατά την ιστορία απώλεια επαφής 65% του Ελληνικού λαού με τον εγκέφαλο τους και την πραγματικότητα θα καθόμασταν να συζητάμε; Καθώς η πολιτική βλάπτει σοβαρά (εδώ μέσα)... μακριά! :rolleyes:

Link to comment
Share on other sites

Θα συνιστούσα τη γραφή της κριτικής στο σωστό θέμα· δεν είναι δύσκολο, γι' αυτό υπάρχει και η δυνατότητα αναζήτησης (και σύνδεσμοι, ακόμα).

 

Το θέμα αυτό είναι σχετικά λεπτό: από τη μία, ο συγγραφέας επωμίζεται την ευθύνη να προσδώσει τη σαφήνεια που επιζητά στο κείμενό του - αν αποτύχει σε αυτό, είναι καθαρά δικό του σφάλμα. Από την άλλη, όμως, ισχύει ότι και ο αναγνώστης πρέπει να έχει καθαρό νου κατά κανόνα και προσοχή.

 

Τί σημαίνουν όλ' αυτά, όμως, εν τέλει; Απλούστατα, πως δεν υπάρχει μία απλή εξήγηση για τα πάντα.

 

Ας πάρουμε το παράδειγμα του κειμένου του Ντίνου και πάλι. Θα με συγχωρέσεις, Ευθυμία, αλλά μπορώ να πω ότι, τελικά, η δεύτερη αντίδρασή σου είναι, τελείως ασυναίσθητα, λιγότερο αντικειμενική - όχι ως συνέπεια κάποιας εμπάθειας ή συμπάθειας, όμως, αλλά της δικής σου, πλέον, ανεστραμένης προοπτικής: από εκεί που είχες μια συγκεχημένη εικόνα κατά νου, τώρα έχει ξεδιαλυθεί το κουβάρι και δε βλέπεις πλέον γιατί σκάλωσες πρώτερα.

 

Για να είμαι ειλικρινής, το γεγονός ότι δεν αντιλήφθηκες το της Ακροπόλεως ήταν, όπως λες, δικό σου θέμα - από την άλλη, όμως, η περιγραφή της 1ης σκηνής βριθεί από το βασικό πρόβλημα που χαρακτηρίζει κατά κανόνα την προοπτική του παντογνώστη αφηγητή: ότι ο συγγραφέας ξεχνάει πως δεν έχουμε πάντα την ίδια οπτική για το ίδιο θέμα, οπότε όλο το βάρος πέφτει επάνω του για να μας δώσει τις λεπτομέρειες που ο ίδιος θέλει να περάσει.

 

Πρώτο στραβοπάτημα, αν και όχι σημαντικό λάθος, αποτελεί το γεγονός ότι ξεκινάμε με μια πολύ όμορφη εικόνα, θέτοντας ένα χαλαρό ρυθμό... και μετά, στην αμέσως επόμενη περίοδο, όλες οι λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να μας έχουν δώσει μια εικόνα της σκηνής περιγράφονται σχεδόν λες και ήδη ξέραμε που βρίσκονται, τα ονόματα πρωτοστατώντας, χτυπώντας λίγο άκομψα τόσο απότομα, μπερδεύοντας. Η πολύ καλή δουλειά του Ντίνου έχει εκεί ένα μικρό θάμπωμα, κι αυτό αξίζει να το παραδεχτούμε ωμά, γιατί είναι μικρό το πρόβλημα, απλώς ένα ψεγάδι - αλλά ένα ψεγάδι που ρίχνει έστω και λίγο την ποιότητα του όλου, κάνοντας για μια στιγμή τον αναγνώστη να ψάχνεται. Δείγμα δεξιότητας, όμως, είναι και το γεγονός ότι δεν το επανέλαβε στο κείμενο. Ήταν μήπως το απότελεσμα μιας συνειδητής επιλογής που αστόχησε; Το πιο πιθανό.

Link to comment
Share on other sites

Δεν με απασχολεί τι ακριβώς καταλαβαίνουν οι αναγνώστες από τις ιστορίες μου.
Από τα λίγα κείμενά σου που έχω διαβάσει μέχρι τώρα, odesseo, η θεώρησή σου αυτή φαίνεται να δουλεύει. Ωστόσο, αν έγραφες π.χ. ΕΦ ή αστυνομικά, δε θα ήταν πιο επιτακτική η ανάγκη οι αναγνώστες σου να καταλαβαίνουν την βασική πλοκή ή την αλληλουχία των ιδεών;

 

Εννοείται ότι δεν συζητώ την περίπτωση του ανεγκέφαλου αναγνώστη, ούτε του αναγνώστη που του λείπει στοιχειώδης παιδεία.
Ακόμα μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Ποιος είναι λοιπόν ο αναγνώστης που απευθύνεστε; Αν θέλεις να γράψεις ένα best-seller, δε θα πρέπει το δημιούργημά σου να έχει ένα (τουλάχιστον ένα κάποιο) νόημα και για τον χαμηλό-μέσο αναγνώστη (που είναι και απαίδευτος και μέσης νοημοσύνης);

 

Διάβαζα ένα βιβλίο για τον Asterix τις προάλλες, όπου φαίνονται αναφορές των δημιουργών του στην τέχνη, στην επικαιρότητα και γενικά τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσής του. Μήπως μια τέτοια είναι η συνταγή του "καλού" δημιουργού;

 

Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να καταλάβουν κάτι, να νιώσουν κάτι και - ει δυνατόν - να τους αρέσει αυτό που κατάλαβαν ή ένιωσαν.
Ω, τα συναισθήματα! Τι γίνεται με τα συναισθήματα; Όταν γράφουμε μια θλιβερή ιστορία, δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε το συναίσθημα της λύπης στον αναγνώστη μας; Μήπως, πέρα ακόμα και από την κατανόηση των ιδεών, ο "χειρισμός" των συναισθημάτων είναι ο κύριος σκοπός του συγγραφέα;
Link to comment
Share on other sites

Από τα λίγα κείμενά σου που έχω διαβάσει μέχρι τώρα, odesseo, η θεώρησή σου αυτή φαίνεται να δουλεύει. Ωστόσο, αν έγραφες π.χ. ΕΦ ή αστυνομικά, δε θα ήταν πιο επιτακτική η ανάγκη οι αναγνώστες σου να καταλαβαίνουν την βασική πλοκή ή την αλληλουχία των ιδεών;

Οπωσδήποτε. Ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο λογοτεχνικό είδος, η ΕΦ και το αστυνομικό μυθιστόρημα απαιτούν από το συγγραφέα να είναι σαφής και κατανοητός στον αναγνώστη (δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι και τα δυο αυτά είδη θεωρούνται υποδεέστερα από τους υψιπέτες λογοτέχνες της ομφαλοσκόπησης και του ναρκισσισμού).

 

Ποιος είναι λοιπόν ο αναγνώστης που απευθύνεστε; Αν θέλεις να γράψεις ένα best-seller, δε θα πρέπει το δημιούργημά σου να έχει ένα (τουλάχιστον ένα κάποιο) νόημα και για τον χαμηλό-μέσο αναγνώστη (που είναι και απαίδευτος και μέσης νοημοσύνης);
Εδώ δίνω ένα (μικρό, ελάχιστο) δίκιο στους υψιπέτες λογοτέχνες της ομφαλοσκόπησης και του ναρκισσισμού. Αν θέλεις να γράψεις ένα best seller, θα πρέπει να κινηθείς σύμφωνα με τους όρους της αγοράς. Αλλά το να θέλεις να γράψεις ένα best seller έχει τόση σχέση με τη συγγραφή, όση σχέση έχει η Heaven με τον Mozart (χωρίς να απαξιώνω κανέναν από τους δύο).

 

Διάβαζα ένα βιβλίο για τον Asterix τις προάλλες, όπου φαίνονται αναφορές των δημιουργών του στην τέχνη, στην επικαιρότητα και γενικά τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσής του. Μήπως μια τέτοια είναι η συνταγή του "καλού" δημιουργού;
Όχι, δεν υπάρχει τέτοια συνταγή. Αναμφισβήτητα ένα έργο, με μεγάλες ή μικρές λογοτεχνικες αξιώσεις, έχει πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Όμως ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεσαι τα επίπεδα αυτά, το πώς τα αναδεικνύεις και τα κάνεις να επικοινωνούν είναι που κάνει ένα δημιουργό να ξεχωρίζει από άλλους.

 

Ω, τα συναισθήματα! Τι γίνεται με τα συναισθήματα; Όταν γράφουμε μια θλιβερή ιστορία, δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε το συναίσθημα της λύπης στον αναγνώστη μας; Μήπως, πέρα ακόμα και από την κατανόηση των ιδεών, ο "χειρισμός" των συναισθημάτων είναι ο κύριος σκοπός του συγγραφέα;
Ναι, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι, όταν γράφουμε μια θλιβερή ιστορία, θέλουμε να δημιουργήσουμε το συναίσθημα της λύπης στον αναγνώστη μας. Ο ικανός συγγραφέας μπορεί να δημιουργήσει το συναίσθημα της λύπης περιγράφοντας μια εύθυμη ιστορία και, αντίστροφα, να δημιουργήσει το συναίσθημα της χαράς και της ελπίδας περιγράφοντας μια θλιβερή ιστορία. Ο χειρισμός των συναισθημάτων του αναγνώστη πιστεύω πως είναι, από την πλευρά του συγγραφέα, μια μάλλον αποστασιοποιημένη και ψυχρή διαδικασία.
Link to comment
Share on other sites

Εδώ δίνω ένα (μικρό, ελάχιστο) δίκιο στους υψιπέτες λογοτέχνες της ομφαλοσκόπησης και του ναρκισσισμού. Αν θέλεις να γράψεις ένα best seller, θα πρέπει να κινηθείς σύμφωνα με τους όρους της αγοράς. Αλλά το να θέλεις να γράψεις ένα best seller έχει τόση σχέση με τη συγγραφή, όση σχέση έχει η Heaven με τον Mozart (χωρίς να απαξιώνω κανέναν από τους δύο).

 

Δεν μπορώ να αντιληφθώ, τι σημαίνει αυτό το κίνητρο: "Γράφω best-seller". Δηλαδή όταν ξεκινάει κάποιος να γράψει, λέει από μέσα του, "Εγώ δεν θέλω να γράψω best- seller, θέλω να μην το διαβάσει κανένας, αφού σκέφτομαι να περάσω από εξετάσεις αυτούς που θέλουν να το αγοράσουν, και αν κοπούν, να τους το απαγορέψω";

 

Όλοι θέλουν να πουλήσουν, με την έννοια ότι όλοι θέλουν να διαβαστούν και να περάσουν το μνμ τους στον κόσμο. Δεν υπάρχει διαχωρισμός εμπορικού και ποιοτικού, τουλάχιστον όσον αφορά τα κίνητρα (προσωπικά δεν πιστεύω ότι υπάρχει γενικώς).

 

Το ζήτημα της ανταπόκρισης, έχει να κάνει με την ποιότητα της δουλειάς σου και το κατά πόσο ανταποκρίνεται στο πνεύμα της εποχής (υπάρχει βέβαια και το marketing, αλλά λειτουργεί περισσότερο καταλυτικά και όχι σαν κύριο στοιχείο).

 

Το κύριο ζήτημα είναι της αυθεντικότητας, γράφεις αυτό που αρέσει σε εσένα, αυτό που μπορείς, αυτό που θέλεις, αυτό που έχεις εμπνευστεί. Ο μόνος τρόπος για να κριθείς, είναι το κατά πόσο ο κόσμος θα εκτιμήσει το ύφος σου και τα μνμ σου. Όποιος δεν θέλει να πουλήσει, ας μην εκδόσει, και ας απαιξιώσει το κριτήριο της πώλησης, απλό είναι.

Link to comment
Share on other sites

"Γράφω best seller" προφανώς είναι το να γράφεις ένα βιβλίο βασισμένο πάνω σε μία συνταγή,ένα βήμα προς βήμα σχέδιο που διδάσκεται σε σεμινάρια κτλ, με τρόπο τέτοιο που αυτό θα έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες να κάνει μεγάλες πωλήσεις δηλαδή να βρει μεγάλη ανταπόκριση στο ευρύ κοινό.Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Νταν Μπράουν.Δεν τον χαντακώνω.Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία του τα οποία μάλιστα δεν έγιναν ανάρπαστα με τη μία αλλά μετά την επιτυχία του Κώδικα Νταβίντσι.Πάντως σε όσα έχω διαβάσει η συνταγή είναι εκεί.

 

Το αντίθετο είναι να γράφεις ένα βιβλίο για κάτι που γουστάρεις ή για ένα πιο ειδικό κοινό.Μπορεί να ελπίζεις ότι θα πουλήσεις αλλά δεν είναι αυτό ο κεντρικός σκοπός του.Γιατί να γράψεις πχ επιστημονική φαντασία στην Ελλάδα και να μην γράψεις για τη σύγρονη κοινωνία,τον έρωτα κτλ αφού αυτά πουλάνε περισσότερο;

 

Το κάθε βιβλίο γράφεται-ή πρέπει να γράφεται- με το επίπεδο που αναμένεται να έχει το κοινό του.Ένα βιβλίο Αστρονομίας για Φυσικούς είναι δυσνόητο για το ευρύ κοινό.Μάλιστα μπορεί να είναι έτσι γραμένο που να είναι δυσνόητο και για αυτούς ακόμη.Ένα εκλαικευμένο βιβλίο Αστρονομίας είναι πιο κατανοητό στον απλό κοσμάκη και ως εκ τούτου πουλάει πιο πολύ.Το πρώτο βέβαια είναι περισσότερο διδακτικό σύγγραμα.

Ένα παραμυθάκι είναι φάντασυ αλλά άμα είναι για παιδιά θα είναι πολύ πιο απλό από το Malazan Book of the Fallen ή το Perdido street station.

Το κακό είναι όταν κάποιοι γράφουν πιο "δύσκολα" από ότι θα έπρεπε.Συνήθως,μου φαίνεται,αυτό γίνεται για φιγούρα.Όταν γράφουν πιο απλά έχουμε βιβλία με παιδικό στυλ γραφής που ξενερώνουν τους μεγάλους αναγνώστες.Πχ σκεφτείτε πόσο νια νια είναι τα βιβλία του Ντριζτ.Για εφήβους το πολύ είναι οκ,αλλά μετά λες "κάτι δεν πάει καλά εδώ".

Link to comment
Share on other sites

"Γράφω best seller" προφανώς είναι το να γράφεις ένα βιβλίο βασισμένο πάνω σε μία συνταγή,ένα βήμα προς βήμα σχέδιο που διδάσκεται σε σεμινάρια κτλ, με τρόπο τέτοιο που αυτό θα έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες να κάνει μεγάλες πωλήσεις δηλαδή να βρει μεγάλη ανταπόκριση στο ευρύ κοινό.Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Νταν Μπράουν.Δεν τον χαντακώνω.Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία του τα οποία μάλιστα δεν έγιναν ανάρπαστα με τη μία αλλά μετά την επιτυχία του Κώδικα Νταβίντσι.Πάντως σε όσα έχω διαβάσει η συνταγή είναι εκεί.

 

Αν διαβάσεις καλά το προηγούμενο post, μιλούσα ειρωνικά για τη νοοτροπία, δημιουργών που ενώ θέλουν (και πολύ μάλιστα) και να πουλήσουν και να διαβαστούν, όταν αποτυγχάνουν, το δικαιολογούν, με το επιχείρημα "η τέχνη για την τέχνη".

Όλοι θέλουν να έχουν επιτυχία, γιατί όλοι ζητούν αναγνώριση της δουλειάς τους. Ένα βιβλίο που πουλάει πολύ μπορεί να μην είναι ποιοτικό (μπορεί βέβαια και να είναι), ένα βιβλίο όμως που δεν πουλάει, δεν σημαίνει αυτόματα ότι απευθύνεται στους λίγους εκλεκτούς. Κατά πάσα πιθανότητα, απλά δεν συγκινεί, δεν είναι επίκαιρο, δεν πιάνει το μνμ της εποχής, δεν είναι "ποιοτικό".

Αυτό εννούσα.

Link to comment
Share on other sites

ΟΚ για την (χ)ειρωνεία,ομολογώ δεν την έπιασα.

 

Συμφωνώ με όσα λες αλλά φυσικά μπορεί κάποιος να θέλει να γράψει ένα πρωτοποριακό βιβλίο,ένα νέο ισως είδος ΕΦ,το οποίο δεν θα κάνει όμως και πολλές πωλήσεις ειδικά στην Ελλάδα.Και, εν πάση περίπτωση, απλά ήθελα να πάω το θέμα στο κοινό που απευθύνεται το κάθε βιβλίο.Δεν είναι εκλεκτοί οι φαν του new weird που διαβάζουν Perdido Street Station αλλά σίγουρα είναι πιο ειδικό και μικρό κοινό από αυτό ενός mainstream βιβλίου.Φυσικά το είδος δεν έχει πάντα να κανει με τις πωλήσεις.Ακόμη και μια διαστημική όπερα με μακιαβελικά σχέδια,ίντριγκες,μάχες με εξωγήινους κτλ μπορεί να πουλήσει περισσότερο από ένα κοινωνικο-ερωτικό δράμα.Αλλά ο μέσος αναγνώστης θα καταλάβει πιο εύκολα τον ήρωα του 2000 που ερωτεύεται παράφορα κτλ παρά τον Βαρώνο που καταστρώνει σχέδια για μια διαστημική επιδρομή που θα του αποσβέσει τα χρέη της εκστρατείας με τα έσοδα από το πολύτιμο ορυκτό προτού αντιληφτεί ο Αυτοκράτορας ότι εκπαιδεύει τους ιθαγενείς σαν επίλεκτες δυνάμεις που θα τον ανατρέψουν.

 

Όσο για το πολύ "ψαγμενουά"(sic) στυλ που χρησιμοποιούν κάποιοι καλλιτέχνες και μετά κλαίγονται γιατί δεν πουλάνε...Ε,τα θέλει ο πισινός τους.Και να πουλάνε μούρη για την υψηλή τους τέχνη και να περιμένουν τους ταπεινούς θνητούς να πληρώσουν για να διαβάσουν κάτι που δεν καταλαβαίνουν..πάει πολύ!

Link to comment
Share on other sites

Ακόμη και μια διαστημική όπερα με μακιαβελικά σχέδια,ίντριγκες,μάχες με εξωγήινους κτλ μπορεί να πουλήσει περισσότερο από ένα κοινωνικο-ερωτικό δράμα.Αλλά ο μέσος αναγνώστης θα καταλάβει πιο εύκολα τον ήρωα του 2000 που ερωτεύεται παράφορα κτλ παρά τον Βαρώνο που καταστρώνει σχέδια για μια διαστημική επιδρομή που θα του αποσβέσει τα χρέη της εκστρατείας με τα έσοδα από το πολύτιμο ορυκτό προτού αντιληφτεί ο Αυτοκράτορας ότι εκπαιδεύει τους ιθαγενείς σαν επίλεκτες δυνάμεις που θα τον ανατρέψουν.

Ίσως αυτό, Χείρωνα, να σου δίνει μια ιδέα γιατί ο αναγνώστης, και δη ο Έλληνας, δεν θα καταλάβει το Βαρώνο, ενώ θα καταλάβει καλύτερα τον ήρωα του 2000 που ερωτεύεται. Η ιστορία του Βαρώνου δεν είναι sff - είναι μια εντελώς "ανθρωποκεντρική" ιστορία, αλλά επενδεδυμένη με στοιχεία ανοίκεια για τον (Έλληνα) αναγνώστη, τα οποία τον απωθούν. Το γιατί τον απωθούν είναι μια άλλη ιστορία.

 

Όσο για το πολύ "ψαγμενουά"(sic) στυλ που χρησιμοποιούν κάποιοι καλλιτέχνες και μετά κλαίγονται γιατί δεν πουλάνε...Ε,τα θέλει ο πισινός τους.Και να πουλάνε μούρη για την υψηλή τους τέχνη και να περιμένουν τους ταπεινούς θνητούς να πληρώσουν για να διαβάσουν κάτι που δεν καταλαβαίνουν..πάει πολύ!

Συμφωνώ απόλυτα. Και ελπίζω ότι θα συμφωνήσεις ότι, από την άλλη, το να θεωρούμε μάστορες της λογοτεχνίας εκείνους που κάνουν μεγάλες πωλήσεις, κι αυτό πάει πολύ!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..