Jump to content

Write off #45 (Naroualis vs Sonya)


Tiessa

Narοualis vs Sonya  

17 members have voted

  1. 1. ???????

    • Nar?ualis
      8
    • Sonya
      9

This poll is closed to new votes


Recommended Posts

Αν έγιναν όλα σωστά, το write-off μεταξύ Naroualis, Nienor και Sonya ξεκινάει απόψε (9 προς 10 Δεκεμβρίου μεσάνυχτα) - και για να είμαστε και λίγο εντάξει, αφού είχα πει ότι θα το ανέβαζα αύριο το πρωί - ίσως πρέπει να λήξει στις 17 Δεκεμβρίου κάποια στιγμή το πρωί.

 

Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να διορθωθεί/συμπληρωθεί, πείτε μου τι πρέπει να κάνω.

 

---------------------------------------------------------------------------------

 

Δυο αστραπές νωρίτερα πίστευε ακόμα ότι αυτά τα μουντά συντρίμμια από σπασμένη πέτρα, ήταν ο τόπος που αναζητούσε, το τέλος της οδυνηρής του διαδρομής.

 

Στο φως της νέας αστραπής συνειδητοποιούσε πως τα απομεινάρια που ορθώνονταν παγερά και αδιάφορα μπροστά του, ήταν μονάχα τα ερείπια ενός φάρου.

 

Οι ριπές του ανέμου τον σάρωναν παγερές και γέμιζαν τα ρουθούνια του με κόκκους παρασυρμένους από το φτενό χώμα και με την αλμύρα της ταραγμένης θάλασσας.

 

Δυο αστραπές νωρίτερα πίστευε ακόμα πως υπήρχε ελπίδα.

 

Ο χρόνος του τελείωνε. Το δεμένο βαρκάκι του ήδη κλυδωνιζόταν, ο δρόμος της επιστροφής έκλεινε γοργά από τη νύχτα που κουβαλούσε μέσα της την καταιγίδα.

 

Το φορτίο στην πλάτη του ήταν ελαφρύ, σπαταλημένο στην απεγνωσμένη πορεία που τον είχε φέρει εδώ, σε μια χαμηλή βραχονησίδα, απέναντι από τη μίζερη προκυμαία, ενός παρακμασμένου λιμανιού, στις εσχατιές μιας άλλοτε λαμπρής αυτοκρατορίας.

Το ζωντανό φορτίο του, ανασάλεψε σπασμωδικά στην αγκαλιά του…

Edited by tetartos
Link to comment
Share on other sites

  • Replies 62
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • Sonya

    12

  • Tiessa

    12

  • Nienor

    9

  • Naroualis

    9

Top Posters In This Topic

 

Πόσες λεξούλες θα γράψουμε?

 

Δεν ανέφερα λέξεις γιατί θεώρησα δεδομένο ότι ισχύει αυτό που είδα από τον Northerain στο γενικό post για το write-off:

 

Q:Υπάρχει όριο λέξεων?

A:Ναι, κάπου στις 2000-3000 λέξεις. Lets keep it short.

 

Άρα, ας παίξουμε εκεί γύρω.

Link to comment
Share on other sites

Κανένα νεό από το μέτωπο, καλές κυρίες; Τι θα τον κάνετε το φίλο μου, που βρίσκεται μπροστά στα ερείπια του φάρου, με την καταιγίδα να τον πλησιάζει; :wind2:

Link to comment
Share on other sites

Να θυμίσω οτι πρέπει να τελειώσετε στην ώρα σας αλλιώς χάσατε! Ας προσπαθήσουμε να πάρουμε το write off σοβαρά για να μην καταλήξει όπως παλιά. :)

Link to comment
Share on other sites

Γράφω και μ' αρέσει αυτό που γράφω και θα το έχω και στην ώρα του (Πέμπτη πρωί δεν είπαμε; ). Καιρό είχα να νιώσω έτσι με διήγημα. Βασούλα, προσωπικά ευχαριστώ για την εισαγωγή!

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

H Σόνια δουλεύει το πρωί, οπότε αν μπορείτε να της δώσετε μερικές ακόμα ώρες καβάτζα μέχρι να γυρίσει στο σπίτι, θα το εκτιμούσε ιδιαιτέρως. :Ρ

Link to comment
Share on other sites

Εγώ είμαι ε΄τοιμη, κάτι ψιλά μερεμετάκια μείνανε, οπότε περιμένω κι εγώ ώρα από Σόνυα :)

 

 

Link to comment
Share on other sites

Να πούμε στις 7 το απόγευμα να 'χω γυρίσει στα σίγουρα, @$%@ το εορταστικό ωράριο του mall;

 

 

Link to comment
Share on other sites

Επειδή μάλλον με τριγυρίζει κάτι ύποπτο (βλ. γρίπη) το ανεβάζω από τώρα.

 

 

 

Η τελευταία επωδός

 

Δυο αστραπές νωρίτερα πίστευε ακόμα ότι αυτά τα μουντά συντρίμμια από σπασμένη πέτρα, ήταν ο τόπος που αναζητούσε, το τέλος της οδυνηρής του διαδρομής.

 

Στο φως της νέας αστραπής συνειδητοποιούσε πως τα απομεινάρια που ορθώνονταν παγερά και αδιάφορα μπροστά του, ήταν μονάχα τα ερείπια ενός φάρου.

 

Οι ριπές του ανέμου τον σάρωναν παγερές και γέμιζαν τα ρουθούνια του με κόκκους παρασυρμένους από το φτενό χώμα και με την αλμύρα της ταραγμένης θάλασσας.

 

Δυο αστραπές νωρίτερα πίστευε ακόμα πως υπήρχε ελπίδα.

 

Ο χρόνος του τελείωνε. Το δεμένο βαρκάκι του ήδη κλυδωνιζόταν, ο δρόμος της επιστροφής έκλεινε γοργά από τη νύχτα που κουβαλούσε μέσα της την καταιγίδα.

 

Το φορτίο στην πλάτη του ήταν ελαφρύ, σπαταλημένο στην απεγνωσμένη πορεία που τον είχε φέρει εδώ, σε μια χαμηλή βραχονησίδα, απέναντι από τη μίζερη προκυμαία, ενός παρακμασμένου λιμανιού, στις εσχατιές μιας άλλοτε λαμπρής αυτοκρατορίας.

 

Το ζωντανό φορτίο του, ανασάλεψε σπασμωδικά στην αγκαλιά του…

 

----------

 

…Αλλά δε θα τον λύγιζε. Όχι. Ήταν δυνατός, είχε φτάσει ως εδώ μέσα από πόνους και δεινά ανείπωτα ακόμη και σ’ αυτιά ιερέων. Δε θα τον λύγιζε το σκίρτημα της ζωής που κουβαλούσε στα χέρια του. Δεν θα τον λύγιζε.

 

Σαν να το κατάλαβε, σαν ο ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα να μετέφερε τις σκέψεις, το μωρό έπαψε να σαλεύει. Ο άντρας δάγκωσε τα χείλη του, γεύτηκε την αλμύρα και το χώμα, το πικρό από τη στάχτη και τη σήψη και έκανε ένα ακόμη βήμα στο στενό μονοπάτι. Πίσω του η παλινδρομική κίνηση της βάρκας πάνω στα κύματα, δε μπορούσε πια να του μεταδώσει την απελπισία της.

 

Έκανε ένα δεύτερο βήμα, ένα τρίτο κι ύστερα το μυαλό του έσβησε γι’ άλλη μια φορά, όπως σε τόσες και τόσες πορείες από την αρχή της περιπέτειάς του ως τώρα. Το ένα πόδι προσπερνούσε το άλλο κι όταν ο άντρας συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει μπροστά στη σάπια πόρτα του Άντρου, η βροχή έπεφτε σε χοντρές αραιές στάλες πάνω στην κουκούλα του.

 

Το Άντρο πυργωνόταν παράδοξα, στρεβλά χωμένο στο βράχο και ταυτόχρονα σχεδόν κρυμμένο πίσω από το φάρο. Μονάχα το μονοπάτι τα χώριζε από τη μια το έργο των ανθρώπων κι από την άλλη το έργο των δαιμόνων, το μέρος όπου επικοινωνούσαν με τους θνητούς. Όποιος επιζητούσε μια τέτοια αποτρόπαιη επικοινωνία, θυσίαζε ένα κορίτσι πάνω στο Βωμό των Θυσιών, στο Βράχο-Κάτω-Απ’-Το-Ρουμπίνι, και την ώρα που εκείνο ξεψυχούσε του ψιθύριζε στ’ αυτί το μήνυμά του. Αγγέλους των δαιμόνων έλεγαν αυτά τα κορίτσια στα παλιά γριμόρια και τα μαγικά παλίμψηστα.

 

Κοίταξε ένα γύρω, μήπως και βρει κάποιο κατάλυμα, ίσως κάποιο δέντρο, να χωθεί από κάτω, να περιμένει χωρίς να βραχεί πολύ, την Πύλη ν’ ανοίξει. Το μάτι του έπεσε λίγο χαμηλότερα, στους πεσμένους τοίχους του φάρου. Σχημάτιζαν ένα μικρό κοίλωμα, που έβλεπε βόρεια, προς την απέναντι ξηρά. Δίστασε προς στιγμήν, αλλά οι στάλες πήραν να γίνονται περισσότερες και πυκνότερες και βιάστηκε να πάρει την απόφασή του.

 

Ίσα-ίσα χωρούσε, με το πλάσμα στην αγκαλιά. Αναγκάστηκε να αποχωριστεί το σάκο στην πλάτη του και να τον αφήσει έξω, να βρέχεται. Αναρωτήθηκε γιατί στεναχωριόταν που ο σάκος του θα βρεχόταν. Αφού σε λίγο, δε θα τον χρειαζόταν πια.

 

Οι αστραπές συνέχιζαν να πέφτουν ασταμάτητα κι οι βροντές τις ακολουθούσαν βιαστικά. Κάπου στα ανατολικά, προς την ανοιχτή θάλασσα, μια μαυριδερή στήλη είχε σηκωθεί, ένας θαλάσσιος σίφουνας, που θα στροβίλιζε ψάρια και φύκια στον αέρα και θα τα πετούσε σε λίγες ώρες πάνω από τη στεριά. Τι ειρωνεία. Απέναντι, στην πάλαι ποτέ μεγαλύτερη πόλη του κόσμου δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος πια που να θυμάται πώς και γιατί έπεφταν οι βροχές των ψαριών. Μέσα σε δέκα μόλις χρόνια, όλα είχαν βυθιστεί στην άγνοια, στη δεισιδαιμονία.

 

Αναστέναξε. Ίσως δεν ήταν καλή ιδέα να κρυφτεί εδώ. Έβλεπε προς την πόλη κι αυτό δε μπορούσε παρά να ήταν κακό. Ίσως να έπρεπε να σταθεί όρθιος κάτω από τους καταρράκτες του νερού, με τα ερείπια, μαυρισμένα λες σαν τον κώνο ενός ηφαιστείου, να ορθώνονται μπροστά του απειλητικά, να περιμένει ν’ ανοίξει η Πύλη. Ο,τιδήποτε άλλο θα ήταν καλύτερο από το να βλέπει προς την πόλη.

 

Οι αστραπές άφηναν να ξεχωρίζουν οι λεπτομέρειες της. Τους φαρδιούς δρόμους, χαραγμένους με γνώμονα από τους αρχαίους σοφούς. Τα λαμπρά κτίρια από λευκό και κόκκινο μάρμαρο. Τις στοές, όπου ανθούσαν τα καταστήματα με τα υφάσματα και τα αρώματα, με τα εκλεκτά εδέσματα και τα φίνα κρασιά, με τα αγάλματα, τα κεραμικά και τα όπλα. Και πιο πίσω, προς τους λόφους που τη χώριζαν από τον υπόλοιπο κόσμο, οι αστραπές άφηναν τον άντρα να ξεχωρίζει τις συστάδες των δέντρων στα άλση, γύρω από τους ναούς ή στις αυλές των επαύλεων, δίπλα στις κρήνες.

 

Τι μέρος, τι πόλη. Τι καταστροφή.

 

Από τα βάθη των ωκεανών είχαν ανέβει ως την ακτή οι Μέλλοντες, οι Κάτοικοι των Θαλάσσιων Αβύσσων. Χωρίς προειδοποίηση καμιά, πλοκάμια και φολιδωτά σώματα και φτερούγες από δέρμα, σαν του σελαχιού, μικρά κόκκινα μάτια και πράσινες γλώσσες, σέρνοντας πίσω τους σαπισμένα φύκια που απέπνεαν την αποφορά του βυθού και κουφάρια από φάλαινες και φώκιες. Είχαν ανέβει ως την ακτή, είναι συρθεί στις λεωφόρους, είχαν ισοπεδώσει στην τυφλή τους πορεία τις στοές των καταστημάτων, τα άλση στους λόφους, τις κρήνες και τις επαύλεις. Είχαν φάει κι είχαν πει, βρωμεροί, φρικιαστικοί γλεντοκόποι μιας γιορτής αποτρόπαιης. Κι είχαν ανέβει ως το πιο ψηλό σημείο της πόλης, εκεί όπου στεκόταν ακόμη ανέγγιχτος ο μιναρές του Μάγου, εκεί όπου ο κάτοικός του έψελνε τη μια επωδό μετά την άλλη, έως ότου να ολοκληρωθεί η επίκληση που είχε σχεδιάσει.

 

Το πρόσωπο του άντρα ήταν βρεγμένο από τη βροχή, και τα δάκρυα πάνω στα μάγουλά του δεν ξεχώριζαν. Ζούσε εκείνη τη μέρα ξανά και ξανά δέκα χρόνια τώρα. Τη μέρα των λάθος υπολογισμών. Τη μέρα της τρομερής του μοίρας. Τη μέρα της φρίκης. Γιατί όταν οι Μέλλοντες είχαν ανέβει ως την ακτή, για πρώτη φορά από τη γέννηση του κόσμου αφήνοντας το σκοτάδι του βυθού, δεν το είχαν κάνει για το μικρό εύθραυστο κορμί της μικρής σκλάβας, που περίμενε τρελή από τρόμο, δεμένη χειροπόδαρα πάνω στο Βωμό-Κάτω-Απ’-Το-Ρουμπίνι, εκεί όπου κάθε δέκα χρόνια άνοιγε μια από τις Πύλες του Χρόνου.

 

Είχαν περικυκλώσει το μιναρέ. Είχαν σταθεί γύρω του ακίνητοι, ψάλλοντας σε τόνους που το ανθρώπινο αυτί δε μπορούσε να συλλάβει. Είχαν λικνιστεί, πιωμένοι, μεθυσμένοι από το γλυκό πνεύμα του ανθρώπινου αίματος και χορτασμένοι από ανθρώπινη σάρκα. Είχαν αγγίξει ο ένας τον άλλο απαλά, με λαχτάρα, με λαγνεία. Γιατί μετά από κάθε καλό φαγοπότι έρχεται η ώρα του έρωτα. Μετά την καταστροφή της πόλης, οι Μέλλοντες είχαν ερωτοτροπήσει γύρω από το μιναρέ, ερεθισμένοι από τη δύναμη που εξέπεμπε η μαγεία, ανυπόμονοι από τις υποσχέσεις της επίκλησης. Κι ο σπόρος τους είχε πέσει σωστά, στο σημείο όπου μπορούσε να φυτρώσει και ν’ ανθίσει.

 

Το μωρό στην αγκαλιά του άντρα σάλεψε και πάλι, μια-δυο σπασμωδικές κινήσεις, κι ύστερα έμεινε ακίνητο. Εκείνος αποτόλμησε ν’ ανασηκώσει τα κουρέλια που το κάλυπταν, ήταν για μια τελευταία φορά που θα το ταΐζε, μια τελευταία. Δε μπορούσε να το ρισκάρει, να το αφήσει νηστικό, να το αφήσει στους γονείς του με άδειο στομάχι. Κανείς δε μπορούσε να ξέρει τι θα γινόταν τότε, τι θα έκαναν οι Μέλλοντες αν η Πύλη ξερνούσε ένα νηστικό παιδί.

 

Άνοιξε το πανωφόρι του, ξεκούμπωσε το πουκάμισό του, έφερε το πλάσμα πιο κοντά στο στήθος του. Τα έκανε όλα αυτά με το κεφάλι του γυρισμένο από την άλλη, δεν άντεχε να βλέπει ούτε την τερατώδη μορφή του πλάσματος ούτε τη βλάσφημη παρωδία θηλασμού. Ένιωσε το κοφτερό σα ράμφος χταποδιού στόμα να κολλάει στην αριστερή θηλή, τα γαμψά νύχια στα δάχτυλα ν’ αρπάζονται από τη σάρκα του, το καυτερό πόνο του δηλητηρίου να ρέει μέσα του. Πάντα φοβόταν ότι μια μέρα το δηλητήριο θα έφτανε στην καρδιά του και θα τον σκότωνε. Αλλά δε μπορούσε να ταΐσει αλλιώς το μωρό, έπρεπε να φάει αίμα της καρδιάς για να ζήσει.

 

Το αίμα της καρδιάς του…

 

Κι άλλες αστραπές. Όλο και πιο πολλές έπεφταν πάνω στο μιναρέ του Μάγου. Όλο και πιο πυκνές, μέχρι που άρχισαν να ενώνονται σε μια γιγάντια αστραπή, έναν κεραυνό που έκαιγε τα σωθικά του ουρανού και τράνταζε την πλάτη της γης. Μια γιγάντια στήλη, σαν τους θαλάσσιους σίφουνες, από φωτιά, λάμψη και κρότο, από θερμότητα που καίει σπινθηρίζοντας. Το κροτάλισμα του κεραυνού κόντεψε να τον κουφάνει, ο άνεμος έφερε ως τη μύτη του τη μυρωδιά της καψαλίλας. Το πλάσμα δεν έδειξε να καταλαβαίνει τι γίνεται, συνέχισε να βυζαίνει το αίμα.

 

Έβλεπε τα αποτελέσματα αυτής της κοσμικής καταιγίδας πάνω στην πόλη. Οι λίγοι άνθρωποι που είχαν ξεμείνει, με τις σάπιες βάρκες και τις μπαλωμένες τράτες ούρλιαζαν κι έτρεχαν πανικόβλητοι ν’ απομακρυνθούν. Εξαθλιωμένοι, λεροί, δεισιδαίμονες. Α, πόσο άδοξα είχε χαθεί η πόλη κι οι πολίτες της, η χώρα κι οι υπήκοοί της, η ίδια η αυτοκρατορία πόσο άδοξα είχε γκρεμιστεί από το παντοδύναμο βάθρο της…

 

Αλλά κάτι είχε αλλάξει. Ο άντρας μπορούσε σχεδόν να το νιώσει στο πετσί του, υπήρχε κάτι διαφορετικό στην ατμόσφαιρα που τον κέντριζε να δράσει. Να δράσει;

 

Κατάλαβε αμέσως. Τινάχτηκε όρθιος, λούστηκε στις στάλες της βροχής. Με το πλάσμα γαντζωμένο ακόμη στο στήθος του, διέσχισε τα λίγα μέτρα ως την ερειπωμένη πόρτα του φάρου, εκεί όπου πλέον είχε ανοίξει η Πύλη. Στάθηκε μπροστά της εκστατικός, η Πύλη, η Πύλη, η Πύλη…

 

Ένα κόκκινο φως στριφογύριζε πάνω από τα μαυρισμένα χαλάσματα. Για τρίτη φορά μέσα στην ίδια νύχτα θυμήθηκε τους θαλάσσιους σίφουνες, μόνο που ήξερε πως ετούτος εδώ σίγουρα δε θα ξερνούσε νεκρά ψάρια πάνω στο κεφάλι του. Ετούτο δεν ήταν στροβιλισμός, νερού ή αέρα, ήταν στροβιλισμός της ίδιας της πραγματικότητας, της ίδιας της υφής του κόσμου.

 

Κάτι έπεσε υγρό και παχύ πάνω στο μάγουλό του, μια στάλα διαφορετική από τις άλλες. Σήκωσε το χέρι του, αλλά το νερό της βροχής το είχε ήδη ξεβγάλει. Δεύτερη στάλα, αυτή τη φορά έπεσε στην ανάστροφή του χεριού του. Η βροχή που δυνάμωνε δε μπόρεσε να κρύψει το κόκκινο χρώμα των σταλαματιών. Τρίτη, τέταρτη κι ύστερα κι άλλες πολλές στάλες, πιο βιαστικές, πιο πυκνές κι απ’ τη βροχή, θυμωμένες, λες, μαζί της που προσπαθούσε να τις ξεβγάλει, να τις αραιώσει. Πλέον ο άντρας μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει το κόκκινο χρώμα, το χρώμα του αίματος.

 

Το πλάσμα έβγαλε ένα χαρούμενο γουργουρητό, βυζαίνοντας ακόμη. Ένιωθε άραγε τους γονείς του να το καλούν; Να πλησιάζουν;

 

Τώρα ο άντρας ήταν από την κορφή ως τα νύχια λουσμένος στο αίμα. Η μυρωδιά ήταν φρικτή, αποτρόπαια, αλλά δεν τολμούσε -κι ούτε και μπορούσε- να καθαριστεί, να το απομακρύνει από πάνω του. Ο στρόβιλος ξερνούσε αίμα σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες, όλο και πιο μακριά, όλο και με περισσότερη δύναμη. Κι ύστερα, στο αποκορύφωμα μιας τρομερής στιγμής αγωνίας, κατέρρευσε πλημμυρίζοντας τα ερείπια του φάρου και το θολωτό σπήλαιο του Βωμού στο κόκκινο παχύ υγρό.

 

Παραπάτησε από την ορμή του αιμάτινου ποταμού. Αρπάχτηκε σφιχτά από το μωρό κι εκείνο τον φιλοδώρησε με πιο σκληρή δαγκωματιά, πιο βαθιές νυχιές. Κατάφερε να ξαναβρεί την ισορροπία του, ζαλισμένος, μόνο και μόνο για ν’ ανακαλύψει ότι δεν έβλεπε καλά.

 

Είχε διπλή όραση. Μπορούσε να βλέπει το τώρα και το τότε. Γι’ αυτό και ο φύλακας του φάρου άλλαζε κάθε δέκα χρόνια, γιατί ετούτος ο στρόβιλος τον αποτρέλαινε. Αλλά ο άντρας με το παράξενο πλάσμα στην αγκαλιά ήξερε τι θα έβλεπε, ήξερε τι είχε να αντιμετωπίσει. Είχε ανταλλάξει τη γνώση αυτή με μια ολόκληρη πόλη, μια ολόκληρη αυτοκρατορία, μια ολόκληρη ζωή.

 

Έβλεπε… τα ερείπια και ταυτόχρονα το Άντρο και το φάρο ακέραια. Τη νύχτα κι ένα απόγευμα γλυκά φθινοπωρινό. Την καταιγίδα και τη νηνεμία, το παρακμασμένο λιμάνι και τα περήφανα πλοία έτοιμα να σαλπάρουν, τις ζητιάνες να τρέχουν βαστώντας τα κουρέλια τους και τις κυράδες να βολτάρουν γαλήνιες στην προκυμαία, την κατεστραμμένη πόλη και τα σκουροπράσινα δέντρα στα άλση. Το μιναρέ να καίγεται και το μιναρέ να υψώνεται στον ουρανό υπεροπτικός.

 

Άπλωσε το χέρι του στην πόρτα του φάρου, εκεί όπου στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τίποτε και την έσπρωξε ν’ ανοίξει. Σκοτάδι τον υποδέχτηκε στη μισή του όραση, η άλλη μισή δεν άλλαξε καθόλου. Προχώρησε με περισσότερο θάρρος απ’ όσο ήξερε ότι είχε.

 

Ό,τι είχε απομείνει από το Άντρο τον καλωσόρισε χαιρέκακα. Ψυχρή πέτρα, αφύσικα κρύα. Μια μυρωδιά πραγμάτων σάπιων από τους αιώνες κι από το θαλασσινό νερό. Η μυρωδιά της Αβύσσου… Μέρος της οροφής έστεκε ακόμη, γερμένο πάνω στο στέρεο φυσικό βράχο, σαράντα πήχες ψηλά. Το Ρουμπίνι που Όριζε το αίμα των θυσιασμένων ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στους αρμούς των ογκολίθων της οροφής, λάμποντας απόκοσμα με τον ίδιο τρόπο και Τώρα όπως και Τότε.

 

Είχε ξαναβρεθεί σε αυτό το μέρος πριν από δέκα χρόνια. Είχε ξανασταθεί εδώ που στεκόταν τώρα, στο εσωτερικό του Άντρου, μπροστά στο βράχο που υπήρχε στο κέντρο. Είχε ξανακοιτάξει το κοριτσίστικο κορμί που δεμένο πισθάγκωνα κλαψούριζε πάνω στο βράχο. Είχε ξανακούσει τις θρηνητικές κραυγές της, είχε ξανακούσει το υπόκωφο βουητό που έβγαινε από το βράχο. Έφερε τα χέρια του και τράβηξε βίαια το μωρό από το στήθος του. Δάγκωσε τα χείλη του μέχρι που τα μάτωσε, όλο το δέρμα στο σημείο που βύζαινε το πλάσμα είχε μείνει στο ραμφοειδές του στόμα, μαζί με τη θηλή. Αίμα πιτσίλισε το ύφασμα αλλά δεν ξεχώριζε ανάμεσα στους υπόλοιπους υγρούς ακόμη λεκέδες αίματος που είχε προκαλέσει ο στρόβιλος της Πύλης.

 

Έχωσε το χέρι του ανάμεσα στα κουρέλια κι έπιασε το γυμνό δέρμα του μωρού. Ανατρίχιασε από αηδία, η αίσθηση ήταν όμοια με το χάδι ενός νεκροζώντανου. Το κράτησε αποφασιστικά, καταπίνοντας την αναγούλα του και πέταξε με το άλλο χέρι τα κουρέλια μακριά.

 

Ένα ουρλιαχτό έφτασε ως τ’ αυτιά του. Το κορίτσι πάνω στο βράχο τον είχε δει κι η μορφή του πλάσματος την έκανε να χάσει τα λογικά της. Αλλά ο άντρας δεν πτοήθηκε. Την πλησίασε κι άλλο, τη χαστούκισε γρυλίζοντάς της να σκάσει κι ύστερα σήκωσε το πλάσμα ψηλά κρατώντας το στο ένα χέρι, προς το σημείο όπου το Ρουμπίνι αστραφτοκοπούσε τρομακτικά.

 

Η φωνή του βγήκε βραχνή, όπως η φωνή ενός ανθρώπου που έχει χρόνια να μιλήσει. Δέκα χρόνια… Δέκα χρόνια. Πόσες θυσίες να κάνει ένας άνθρωπος, πόσα βάσανα ν’ αντέξει;

 

-Άκουσέ με, μικρή σκλάβα, άγγελε των δαιμόνων. Ετούτος είναι ο κόσμος που λέγεται Γη, ετούτη είναι η ήπειρος που λέγεται Μου, ετούτη είναι η χώρα που λέγεται Αλτάντιντ, ετούτη είναι η πόλη που λέγεται Μπερμπούνταα. Ετούτη είναι η Κόκκινη Πύλη, η Πύλη του Αίματος που, κάθε που ανοίγει, ξερνάει το αίμα των όλων όσων έχουν θυσιαστεί ποτέ. Ετούτο είναι το Άντρο του Βωμού, μισό χτισμένο, μισό σκαμμένο πάνω στο βράχο. Ετούτος είναι ο Βωμός των Θυσιών, ο Βράχος-Κάτω-Από-Το-Ρουμπίνι, ο μόνος τόπος επικοινωνίας με τους Μέλλοντες, τους Κατοίκους των Θαλάσσιων Αβύσσων. Ετούτη είναι η ζωή σου που θα θυσιαστεί για να ολοκληρωθεί η επίκληση, ετούτος είναι ο Μάγος που την έκανε για να μπορέσει να αποκτήσει τη Διπλή Όραση, την Όραση του Τότε και του Τώρα.

 

Σήκωσε τα μάτια του προς τα πάνω, στο πλάσμα που κρατούσε.

 

-Κι ετούτο, είπε κι ανατρίχιασε, ετούτο είναι το πλάσμα που έπρεπε οι Μέλλοντες να σπείρουν μέσα σου. Ετούτο το πλάσμα έπρεπε να το γεννήσεις εσύ, γιατί το δικό σου κορμί είχε δεθεί πάνω στο Βωμό των Θυσιών. Αλλά ετούτος ο Μάγος δεν υπολόγισε σωστά, μέσα στην απληστία του δε σκέφτηκε ότι οι Μέλλοντες αγαπούν τη δύναμη όσο τίποτε άλλο. Δε σκέφτηκε ότι αντί για σένα, αντί για το δικό σου μικρό, κοριτσίστικο, ανάξιο, τιποτένιο κορμί, οι Κάτοικοι των Θαλάσσιων Αβύσσων θα προτιμήσουν το δικό του για να αποθέσουν το σπόρο τους.

 

Άρχισε να τρέμει, η φωνή του έσπασε κι άλλο. Το αίμα έτρεχε από το στήθος του, μια πληγή χαίνουσα απ’ όπου ανέβλυζε το αίμα της καρδιάς του.

 

-Χάθηκε η Μπερμπούνταα. Χάθηκε η Αλτάντιντ. Χάθηκε ακόμη κι η Μου, ερήμωσε, οι άνθρωποί της ξέπεσαν. Έσβησαν από το μυαλό τους την ύπαρξή της. Και μόνο ο Μάγος έμεινε, μόνος πάνω στο μιναρέ του, να φρικιά στην ιδέα της γέννας ενός δαίμονα. Α, ναι, τώρα βλέπω. Όταν ανοίγει η Πύλη βλέπω, άλλωστε η επίκληση πέτυχε κι ας μην έχει ακόμη ψαλθεί η τελευταία επωδός. Βλέπω και δε θα τρελαθώ, όταν κάθε δέκα χρόνια ανοίγει η Πύλη και το Άντρο μπλέκεται με το φάρο, αποκαλύπτοντας την πραγματική του υπόσταση. Αλλά με τι κόστος…

 

Το κορίτσι είχε αρχίσει να χτυπιέται σπασμωδικά. Η αγωνία της την είχε αποτρελάνει, τα μάτια της είχαν γυρίσει ώσπου φαινόταν μόνο το ασπράδι, από την άκρη του στόματός της έτρεχε αφρός, έφτυνε πού και πού, αίμα και σπασμένα δόντια και κάποια στιγμή και την ίδια της τη γλώσσα. Ο άντρας, ο Μάγος, κατέβασε το πλάσμα και το ακούμπησε δίπλα της, έτσι ώστε να ακουμπάει στην κοιλιά της κι ύστερα έσκυψε ως το αυτί της με κόπο.

 

-Δέκα χρόνια… μουρμούρισε. Μου πήρε δύο χρόνια να φτάσω στο μοναστήρι των Μελλόντων, να πω με νοήματα μόνο στους διεστραμμένους καλογέρους του την ιστορία μου. Δεν είχα καταλάβει ακόμη τίποτε, ήμουν σίγουρος ότι κάτι είχε πάει στραβά αλλά δεν ήξερα τι. Γιατί δεν είχα προλάβει να τελειώσω την επίκληση και άλλη λέξη από το στόμα μου δεν έπρεπε να βγει, παρ’ εκτός κι αν ήταν στ’ αυτάκι σου, άγγελε των δαιμόνων, ή για να πω την τελευταία επωδό. Κι οι καλόγεροι μού είπαν ότι αυτό είναι μέσα μου, ότι μεγαλώνει κι ότι μια μέρα, σα γυναίκα θα το φέρω στον κόσμο. Γιατί κανείς δεν το ήξερε τότε μικρέ μου άγγελε, αλλά οι Μέλλοντες κυοφορούνται έξι χρόνια από τον ξενιστή τους πριν έρθουν στον κόσμο…

 

Πετάρισε τα μάτια του προσπαθώντας να σπρώξει πάλι στη λήθη τις αναμνήσεις του μαρτυρίου.

 

-Κι έμεινα με τους καλόγερους ώσπου γεννήθηκε ετούτο το τέρας… Ω, καμιά γυναίκα δεν έχει ζήσει ποτέ τέτοια φρικαλέα γέννα, καμιά τους ποτέ δε θα μάθει πώς είναι να σε τρώει από μέσα ετούτος ο δαίμονας, ετούτο το βλάσφημο βρέφος που το τρέφω με το αίμα της καρδιάς μου. Κι όταν δυνάμωσα λίγο, πήρα πάλι το δρόμο ως εδώ, να ολοκληρώσω την υποχρέωσή μου στους γονιούς του, να το στείλω πάλι πίσω, μέσα από την Πύλη του Χρόνου, μέσα από σένα άγγελέ μου, πίσω στους γονιούς του…

 

Το μωρό χτύπησε θυμωμένο το κορμί του κοριτσιού με ένα από τα μέλη του. Γύρισε το κεφάλι και προσπάθησε να φτάσει με τα υπόλοιπά του μέλη το ματωμένο στήθος του Μάγου, αλλά ο άντρας απομακρύνθηκε γοργά.

 

-Ώρα να τελειώνει ετούτη η επίκληση, είπε σταθερά. Εγώ κι εσύ, μικρέ άγγελε, ήμασταν οι θετοί γονείς ετούτου του μωρού. Ώρα σαν καλοί άνθρωποι να το γυρίσουμε πίσω, στους πραγματικούς του γονείς. Γατί αν δεν επιστρέψει τότε Εκείνοι θα βγουν από τις Αβύσσους κι αυτό θα είναι το τέλος του κόσμου, όχι της Μπερμπούνταα, όχι της Αλτάντιντ, όχι της Μου, αλλά του κόσμου ολόκληρου, της Γης και του Ήλιου και των Αστεριών… Εγώ το γέννησα, μικρέ μου άγγελε. Εσύ θα το παραδώσεις.

 

Και με αυτά τα λόγια, ειπωμένα στο αυτάκι του αγγέλου των δαιμόνων, πήρε να μουρμουρίζει την τελευταία επωδό.

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Παιδιά χίλια συγνώμη, με πήρε ο ύπνος... Αποχωρώ, ή μάλλον έχω χάσει ήδη, οπότε δεν αποχωρώ, απλά έχασα βάση των κανονισμών :(

 

Μπορείτε να ξεκινήσετε να διαβάζετε Λουθ και Ναρού, δε θα υπάρξει τρίτη ιστορία.

Θα τις διαβάσω κι εγώ και θα ψηφίσω σύντομα.

 

 

Καλή μας ανάγνωση και καλά σχολιάκια για τις κοπέλες :)

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, η εμπειρία με άφησε κατάπληκτη. Κοινώς, I am thrilled!

Όταν έγραφα την εισαγωγή, είχα κι εγώ στο μυαλό μου έστω και αμυδρά μια ιστορία, αλλά είναι εντυπωσιακό τo πόσο διαφορετικές ήταν οι συνέχειες της Sonya και της Naroualis, και από τη δική μου ιδέα και μεταξύ τους.

 

Θα ψηφίσω και θα σχολιάσω αργότερα, μετά από ένα δεύτερο διάβασμα.

Προς το παρόν, δηλώνω ενθουσιασμένη. :clap:

Link to comment
Share on other sites

Κι εμένα, αρκετά, γιατί κι εγώ είχα γράψει εντελώς διαφορετικό :)

 

Ψήφισα, αλλά μάλλον θα κάνουμε σχολιάκια όταν τελειώσει? (γιατί δε βλέπω και τους άλλους 3 πριν από μένα να έχουν μιλήσει)

Link to comment
Share on other sites

Δεν έχω διαβάσει καμία κυρία ακόμα. Μέχρι πότε ψηφίζουμε;

 

Υ.Γ. Κιάρα $#&%*($%$_)^&Υ!!! Γιατί μας κουτσούρεψες ένα τόσο ενδιαφέρον Write-off;

Link to comment
Share on other sites

Μέχρι πότε ψηφίζουμε;

 

 

 

Θεωρητικά είναι μια εβδομάδα από τη στιγμή που "κλείνει" η συγγραφή.

Τελειώσαμε Πέμπτη 17 βράδυ. Υποθέτω πάμε μέχρι Πέμπτη 24 βράδυ ή κάπου εκεί γύρω περίπου.

Edited by Tiessa
Link to comment
Share on other sites

Σ' αυτό το σημείο να παρατηρήσω δύο πράγματα:

 

α) βλέπω πέντε ψήφους, αλλά κανένα σχόλιο. Σχολιάστε μας, σας παρακαλούμε... :Ρ

β) Κιάρα, είχες γράψει κάτι το οποίο ήταν ΕΝΤΕΛΩΣ διαφορετικό απ' αυτό που έγραψα εγώ και ΔΕΝ ανέβηκε; :Ο Τα καλύτερα χάνουμε....

Link to comment
Share on other sites

Ξεκινώ με της Ευθυμίας:

Μια συνεχής εντυπωσιακή εικόνα της καταιγίδας. Πολύ δυνατός ο

θηλασμός και φυσικά η ανδρική εγκυμοσύνη.

Νομίζω ότι πηγαίνεις το

"Άμορφος" του Πυθαρίωνα

ένα γενναίο βήμα προς τα εμπρός. Γενικά δυνατές εικόνες και από την πόλη και την εισβολή. Εξαιρετικό το εύρημα της διπλής όρασης. Ομως οι ελάχιστοι διάλογοι αναγκαστικά ρίχνουν τη ζωτικότητα. Και στο τέλος ένιωσα να μου έλειψε η πλοκή. Η ιστορία είναι

μόνοδρόμος.

Εντυπωσιακός βέβαια, αλλά

μονόδρομος.

Πανάξια του αναγνωστικού χρόνου της πάντως!

 

Υ.Γ.:

[...] Πλέον ο άντρας μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει το κόκκινο χρώμα, το χρώμα του αίματος. [...]

Δεν νομίζω να έχει υπάρξει στον χώρο του ελληνικού φανταστικού θέμα διαγωνισμού με μεγαλύτερη (συνειδητή ή μη) επιρροή τα τελευταία χρόνια! Τα, έστω και καθυστερημένα συγχαρητήριά μου σ' εκείνη την επιτροπή! (4ο ΦΕΦΕ, Μαστοράκης, Παπαδόπουλος, Χρυσός-mistseeker, "Κι ετσι εγκατέλειψε τη Γη το κόκκινο χρώμα".)

Edited by mman
Link to comment
Share on other sites

Συνεχίζω (λάθος! τελειώνω, Κιάρα!:fish:)με την Sonya:

Η ιδέα δεν είναι πρωτότυπη. Να ένα πρόχειρο παράδειγμα -κι αυτός έχει κλέψει την Λε Γκέν. Αλλά έχουμε μια όμορφη ερωτική σκηνή που προκύπτει πολύ ομαλά και, εκμεταλλευόμενη το ωραίο εύρημα της

ασάφειας της μνημής και της πραγματικότητας,

γίνεται κλειδί για όλη την εξέλιξη. Στα πολύ συν η εσωτερική μάχη του Φύλακα και φυσικά το τέλος. Προσωπικά, αυτά τα δύο, μαζί με μερικές ιδιαίτερα εύστοχες ατάκες της Πριγκήπισσας είναι αυτά που έκλεψαν την ψήφο μου. Κοινώς, έφαγα το παραμύθι με το ρομάντζο. Πάντως θα ήθελα να ταυτιστώ περισσότερο και με τους δυο τους, αν και φυσικά αναγνωρίζω ότι η έκταση ήταν πολύ περιορισμένη. Σίγουρα πολύ ικανοποιητική δουλειά και εδώ!

 

Ευχαριστώ πολύ κορίτσια κυρίες άρπυιες!

 

Υ.Γ.: Και για όποιον δεν το κατάλαβε την -απολύτως- Λαξευτές εισαγωγή την έγραψε η Tiessa...:lol:

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..