Jump to content

Τα διηγήματα εφ του 9


Recommended Posts

Παραξενεύτηκα, όμως, από αυτό που γράφει ο Dinosxanthi στο παραπάνω post : ''Δημιουργούν τις φωνές των αγαπημένων προσώπων που δεν υπάρχουν πια, έχουν δημιουργήσει την ψεύτικη εικόνα που βλέπει από το παράθυρο του...''. Όλα αυτά τα κάνουν οι φοιτητές ; Νομίζω πως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται καθόλου στην ιστορία.

Σε ευχαριστώ πολύ συνοδοιπόρε, αφού έκανες τον κόπο να διαβάσεις το κείμενο και μάλιστα να γράψεις και σχόλιο, θα παραθέσω ένα κομματάκι από το κείμενο, μήπως καταφέρω να μειώσω τον προβληματισμό που διατύπωσες:

 

// Σαν νοσηρό αστείο, ακούστηκε απο μακριά η φωνή της κόρης του να ξεσπάει σε γέλια. Ο στρατιωτικός, νευριασμένος, γύρισε και τους κοίταξε.

‘Κάποιος να τερματίσει τώρα αυτό το ανέκδοτο. Αμέσως!’

Η μια από τις τρείς κοπέλες έκλεισε τον φορητό υπολογιστή μπροστά της και οι φωνές χάθηκαν από τα ηχεία δίπλα τους.

‘Τι μπορούν να σας δώσουν λίγες ψεύτικες φωνές, κύριε Μπαλογιάννη; Πόση χαρά μπορείτε να πάρετε κοροϊδεύοντας τον εαυτό σας με μπουκαλάκια που βρωμάνε γιασεμί;’ //

 

Θεώρησα ότι οι λόγοι της παρουσίας των φοιτητών, μέσω αυτών των λίγων αράδων μαζί με κάποια ακόμη σκόρπια κομματάκια, θα γινόταν ξεκάθαρη. Θα το έχω υπόψη μου πάντως να "ενδυναμώσω" λίγο την υπόσταση τους. Σε ευχαριστώ και πάλι κι ελπίζω να είναι κάπως ξεκάθαρο τώρα.

Link to comment
Share on other sites

χα ! Αν αυτό εννοείς, τότε γίνεται απόλυτα κατανοητό. Μάλλον πρόκειται για ''λάθος'' του post κι όχι του διηγήματος. Το ότι οι φοιτητές ''Δημιουργούν τις φωνές των αγαπημένων προσώπων'', μου ακούστηκε σαν να έπαιζαν οι φοιτητές τους ρόλους εκείνη την στιγμή.

 

Φυσικά οι φωνές ακούγονται από τα ηχεία μέσω του φορητού υπολογιστή (αν οι φωνές είναι των φοιτητών που υποδύονται τα παιδιά του καθηγητή ή αν είναι οι ηχογραφημένες φωνές των ίδιων των παιιδών, είναι μία λεπτομέρεια που δεν αναφέρεται, αλλά νομίζω πως ο αναγνώστης μένει με την δεύτερη εντύπωση / και πάλι η δική μου παρατήρηση θα ήταν ότι όλα αυτά θα μπορούσε να είναι πράγματι προιόν της φαντασίας του Δρ. Μπαλογιάννης, χωρίς να είναι αναγκαία η παρουσία των ηχείων - αλλά ίσως πάλι και να είναι, εξαρτάται πως το βλέπει κανείς...).

 

Πρόκειται για ένα πολύ καλό διήγημα, γι' αυτό και το συζητάμε τόσο. Αλλά νομίζω πως, έτσι κι αλλιώς, το σημαντικό βρίσκεται στο να το απολαύσουμε κι όχι στο να το αναλύσουμε ;)

Edited by synodoiporos
Link to comment
Share on other sites

«Μια Μικρή Διαρροή» του Κώστα Χαρίτου.

Τεύχος #251, 4 Μαΐου 2005.

 

Απολαυστικό μελλοντολογικό διήγημα με μια Αθήνα κάτω από το νερό. Οι πάγοι στους πόλους έχουν λιώσει, η Ελλάδα βρίσκεται στον βυθό της θάλασσας, η νοοτροπία του δημοσίου όμως δεν έχει πνιγεί, αντίθετα, απέθαντη, καλά κρατεί.

 

Ο ήρωας κολυμπάει μέχρι το υποβρύχιο κυβερνητικό κτίριο εξυπηρέτησης πολιτών, τομέα πολεοδομίας για μια αίτηση στεγανοποίησης και υφίσταται την εξωφρενική αντιμετώπιση και λογική των υπαλλήλων. Γραφικό ίσως αλλά πετυχημένο χιούμορ στην σκιαγράφηση υπαλλήλων αλλά και καταναλωτών.

 

Ξεκούραστο ανάγνωσμα, και το χαρακτήρισα πριν «απολαυστικό» γιατί οι υποβρύχιες εικόνες που μου έδωσε, χωρίς ίσως εκείνος να το επιδιώκει, μου βγήκαν πανέμορφες στην φαντασία. Πόσοι δεν φαντασιωθήκαμε ποτέ ένα σπίτι στο βυθό της θάλασσας;

Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλό διήγημα. Μου άρεσαν ιδιαίτερα οι σκηνές με τον καθρέφτη, το τέστ του γέρου και το κλείσιμο με το τι ονειρεύεται ο καθένας.

Ορίστε και μερικά δικά μου ζιζάνια.

 

1. Λίγο μακροσκελές το πρώτο μέρος, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο που τον καλούν να κατέβει.

2. Πολύ καλος, ο καλός και υπερβολικά κακός, ο κακός. Βρήκα λίγο τραβηγμένη την εμφάνιση τόσων στρατιωτών για τη διαδικασία που θα ακολουθούσε. Ίσως φαίνεται παράξενο, αλλά πιστεύω ότι ένας σκληρός, άτεγκτος γραφειοκράτης που ακουλουθεί πιστά τους κανόνες θα ήταν πολύ πιο πιστευτός και μισητός (για τον αναγνώστη) από το στρατιωτικό γκρουπ που εμφανίστηκε. Ελάχιστοι έχουμε μνήμες από στρατιωτικά καθεστώτα, ενώ όλοι έχουμε βιώσει τη βία της γραφειοκρατίας στο πετσί μας.

3. Δεν ταιριάζει η παρουσία των τριών φοιτητριών με τους στρατιώτες. Για ποιό λόγο βρισκονται εκεί και γιατί έχει επιτραπεί να παρευρίσκονται; Γενικά, δεν κατάλαβα ποιο ρόλο παίζουν στο διήγημα και γιατί είναι απαραίτητοι.

4. Υπερπλυθησμός; Ίσως κάποτε ,αλλά τώρα παρακαλάμε τα ζευγάρια να κάνουν κανένα παιδί. Τι θα έλεγες για κοινωνική ασφάλιση, που είνα πιο ρεαλιστικό και επίκαιρο. Τα λεφτά δεν φτάνουν για τους μη παραγωγικούς ηλικιωμένους και γι' αυτό υπάρχει ένας μηχανισμός εξόντωσης.

5. Αυτό αφορά προσωπικό γούστο, οπότε αν θέλεις το αγνοείς. Νομίζω ότι το συγραφικό στυλ έχει μια ροπή προς το λυρισμό και το μελοδραματισμό, που παραπέμπει σε παλιότερο τρόπο γραφής. Αν το περιορίσεις ελαφρώς, νομίζω ότι θα κερδίσεις σε φρεσκάδα και αμεσότητα, χωρις να βάζω και στοίχημα γι' αυτό.

 

Το'διάβασα κι εγώ το Σ/Κ. Πάνω κάτω συμφωνώ με όσα είπε ο khar.

Πιο πολύ με ενόχλησε ο διάλογος μεταξύ του στρατιωτικού και του γέροντα (που μου φάνηκε τουλάχιστον Φοσκώλειος) και το αργό (χωρίς, θεωρώ, την ανάλογη ουσία) πρώτο μέρος.

Πιο πολύ μου άρεσε το εξαιρετικό, σε σημεία, ύφος γραφής και αφήγησης και οι απίθανες εικόνες από τις αναμνήσεις.

Συνολικά, θεωρώ αυτή την ιστορία σαφώς άνω του μέσου όρου (τον τελευταίο καιρό) των ιστοριών του "9". Συγχαρητήρια Ντίνο!

Link to comment
Share on other sites

«Ωδή στη Σύρο» του Παναγιώτη Κούστα.

Τεύχος #258, 29 Ιουνίου 2005.

Το διήγημα διαβάστηκε στο πρώτο φεστιβάλ ΕΦ της Ερμούπολης (15-17 Απριλίου 2005). Ένας άθλος διαβάσματος αλλά και ακρόασης θα έλεγα.

 

Ένα αριστουργηματικό κέντημα άρτιας γραφής, ταυτόχρονα όμως και ένα φοβερά δύσκολο διήγημα ως προς την πλήρη κατανόηση του. Έχει τέσσερις αφηγητές σε πρώτο πρόσωπο που εναλλακτικά γεμίζουν σιγά-σιγά το παζλ μιας μελλοντικής κατάστασης σχετικής με το νησί της Σύρου. Οι πληροφορίες πολλές, συμπυκνωμένες, πέφτουν σαν τις σφαίρες, και ο αναγνώστης έχει ανάγκη πολύ καλής μνήμης.

 

Οι τέσσερις αφηγητές δεν αναλαμβάνουν την αφήγηση σε καθορισμένη σειρά αλλά ανάκατα. Στη δημοσίευση στο τεύχος 9 το πρόβλημα βοήθησαν τέσσερα εικονίδια, με το κάθε ένα να αντιπροσωπεύει κι έναν αφηγητή. Αναρωτιέμαι αν η ίδια μέθοδος ακολουθεί το διήγημα και στην κατοπινή καριέρα του. Βοηθάει όμως να δείξει ο αναγνώστης υπομονή και να το διαβάσει μονορούφι. Ένα διάλειμμα, και για ένα ποτήρι νερό, μπορεί να αποβεί μοιραίο και να χρειαστεί να ξεκινήσει κανείς την ανάγνωση πάλι από την αρχή.

 

Από όσα λίγα κατάλαβα…οι τέσσερις χαρακτήρες συγκλίνουν προς ένα σκάνδαλο παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με την συλλογή λαθρομεταναστών και την δουλική τους εκμετάλλευση. Έρχεται μια κάποια λύση και αποκάλυψη, μέσα από τα ανάλογα γραφειοκρατικά κανάλια (απλούστερο δεν θα το έκαμνε ποτέ ένας κύριος Κούστας) φέρνοντας έτσι στο φινάλε μια πνοή αλλαγής, όχι αναγκαστικά προς το καλύτερο. Τον τελικό λόγο τον έχει ο πιο λιγομίλητος, και ο πιο βίαιος, από τους αφηγητές.

 

Άξιο το κείμενο, η προσωπική μου όμως απόφαση θα παραμείνει αιωρούμενη. Δύσκολο πάντα το πρίσμα που διαλέγει για να δει μια ιστορία ο συγγραφέας.

Link to comment
Share on other sites

«Πηγαίνοντας Κάπου Αλλού» της Amber D. Sistla. Μετάφραση Π. Κούστα και Χ. Καρακούδα.

Τεύχος 439, 14 Ιανουαρίου 2009.

 

Δυνατή φλασιά από γυναικείο χέρι που με άγγιξε. Μου θύμισε εμένα, χρόνια πριν, τέλος λυκείου, να θέλω απεγνωσμένα να φύγω αλλού. Σε αντίθεση όμως με τον ήρωα του διηγήματος, για μένα θα έχει πάντα σημασία ποιους αφήνω πίσω. Και είναι ίσως αυτή η δύναμη του κεντρικού χαρακτήρα να πράξει το αντίθετο που με κάνει να τσιμπάω και να νιώθω τον κόμπο στον λαιμό.

 

Παραδόξως, παρά το μήνυμα και τον τίτλο, το διήγημα είναι εστιασμένο στο παρελθόν. Μου έλειψε η οπτική (και προοπτική) του αναμενόμενου ταξιδιού στα άστρα, λίγο παραπάνω από όσο εννοείται. Μικρό ψεγάδι, κατά τη γνώμη μου.

Link to comment
Share on other sites

«Πηγαίνοντας Κάπου Αλλού» της Amber D. Sistla. Μετάφραση Π. Κούστα και Χ. Καρακούδα.

Τεύχος 439, 14 Ιανουαρίου 2009.

Ενδιαφέρον, έκανε μια αρκετά καλή προσπάθεια να χτίσει χαρακτήρες, αλλά δυστυχώς εμένα δεν πρόλαβε να με πείσει (χώρια το παράπονο του πώς ακριβώς λειτουργεί η ΟΝ και τι έιδε στο ταξίδι...).

Link to comment
Share on other sites

«Ωδή στη Σύρο» του Παναγιώτη Κούστα.

Τεύχος #258, 29 Ιουνίου 2005.

Το διήγημα διαβάστηκε στο πρώτο φεστιβάλ ΕΦ της Ερμούπολης (15-17 Απριλίου 2005). Ένας άθλος διαβάσματος αλλά και ακρόασης θα έλεγα.

 

Ας είναι καλά ο Αλμπανόπουλος για την "Ωδή στην Σύρο" που επέμενε για το μέγεθος του κειμένου. Και ας είναι δυο φορές καλά που με ανάγκασε να γράψω υπό το καθεστώς "παραγγελία" για Φεστιβάλ. Γουστάρεις να έρθεις; Φέρε κάτι, όχι γλυκά και π...ριες, διήγημα!

 

Άρχισα να γράφω την ιστορία γραμμικά κι όταν έφτασα στις 8000 λέξεις και δεν είχα καλύψει ούτε την μισή δράση, είπα "ώπα καμάρι μου, πού πας;" και "πάρτο αλλιώς". Έτσι προέκυψαν οι τέσσερις αφηγητές και η συμπύκνωση. Και πάλι καλά που διαβάζεται, μέχρι την μέρα που τυπώθηκε στο 9 δεν ήξερα αν γίνεται κατανοητή κι όπως φαίνεται από τα σχόλια του Ντίνου ακόμα έχει ανοιχτά ζητήματα για τον αναγνώστη (που είχα τις λύσεις τους, αλλά δυστυχώς όχι και τον χώρο να τις εμφανίσω).

 

Πάντως η Ωδή είναι ακόμη πολυαγαπημένη μου και μέσα στο 2008 την ξαναείδα. Αν δεν μεσολαβούσαν όλες οι αναποδιές του κόσμου είχα αποφασίσει να είναι το δεύτερο βιβλίο μου, αφού στην φουλ εκδοχή της είναι μια εφ-νουάρ νουβέλα αρκετά μεγάλη.

 

Τώρα πάλι δεν ξέρω τι ακριβώς να κάνω. Έχω ξεκολλήσει προσωρινά απ' αυτήν. Ίσως το καλοκαίρι να πάω να στήσω μια σκηνή στα Γράμματα και να την γράψω...

Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρον, έκανε μια αρκετά καλή προσπάθεια να χτίσει χαρακτήρες, αλλά δυστυχώς εμένα δεν πρόλαβε να με πείσει (χώρια το παράπονο του πώς ακριβώς λειτουργεί η ΟΝ και τι έιδε στο ταξίδι...).

 

 

Θα συμφωνήσω σε όλα. Σημειώνω ότι τα παράπονά σου αφορούν το ΕΦ κομμάτι της ιστορίας, το οποίο ουσιαστικά ήταν προσχηματικό.

Link to comment
Share on other sites

Tetarte διάβασε το διήγημα αν μπορείς, θα σε ενδιαφέρει.

Dino νομίζω ακριβώς αυτό που λες στο τέλος ότι το διήγημα είναι εστιασμένο στο παρελθόν είναι το χαρακτηριστικό του ήρωα, που δείχνει την ψυχολογία του και τα κίνητρά του. Και δείχνει μάλιστα μάλλον μια αντίφαση σε αυτά. Τι θέλω να πω: Ο ήρωας κοιτάζει στο παρελθόν τελικά ενώ η μητέρα του κοιτούσε τουλάχιστον τον παρόν ή το μέλλον. Η μητέρα προσπαθούσε να καλύψει κάποιο συναισθηματικό κενό με αυτά τα πηγαινέλα στο αεροδρόμιο. (Ήταν το μόνο μέρος που έδειχνε συναισθήματα) Και τώρα ο γιος της κυνηγάει να καλύψει αυτή την ανάγκη που είχε δημιουργηθεί από τη μάνα του. Δεν θέλει να γυρίσει πίσω (στο σπίτι του), γιατί θα πρέπει να αντιμετωπίσει το αίτιο/την πηγή αυτής της ανάγκης, κάτι που μετά θα τον έκανε να προχωρήσει και συναισθηματικά στη ζωή του. Αλλά αντί για αυτό προχωρά στο μέλλον προσκολλημένος στο παρελθόν (δηλαδή σε κάτι που ανήκει βασικά στο παρελθόν). Νομίζω ότι αν δεν γινόταν έτσι η αφήγηση, και αν δεν είχε αυτές τις σχέψεις δεν θα μπορούσε να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι δίχως επιστροφή και με τέτοιες μετατροπές που του έκαναν. Και ούτε θα μας έπειθε διαφορετικά για αυτή την απόφασή του.

Με δυο λόγια: μου άρεσε :)

Link to comment
Share on other sites

«Αρμελίνα ΙΙ» του Μιχάλη Μανωλιού.

Τεύχος #259, 6 Ιουλίου 2005.

Γράφτηκε για το πρώτο Φεστιβάλ Επιστημονικής Φαντασίας Ερμούπολης, όπου και διαβάστηκε.

 

Είναι υπέροχο. Αν το γνώριζε ο Spielberg, σήμερα θα ήταν τουλάχιστο τηλεταινία.

 

Ένα Γήινο σκάφος χωρίς πλήρωμα φτάνει στην Ευρώπη, τον δορυφόρο του Δία. Το ανθρώπινο προσωπικό του σκάφους ετοιμάζεται να επιβιβαστεί εκ των υστέρων, κατευθείαν από την Γη, με τηλεμεταφορέα. Η πρώτη αστροναύτης, η Αρμελίνα, μπαίνει στον ελαττωματικό θάλαμο «διακτίνισης» και αντί να τηλεμεταφερθεί στην τροχιά της Ευρώπης, στέλνει μόνο ένα αντίγραφο της.

 

Σε κλασσική μιχαλομανωλική δραματουργία, το δράμα της ιστορίας έχει να κάνει με ένα μοναδικό στην ανθρώπινη ιστορία τρίγωνο, εκείνο μιας ανήλικης κόρης που έχει ξαφνικά δύο μαμάδες. Ποια είναι η αληθινή της μαμά; Τι θα συμβεί αν το αντίγραφο καταφέρει να επιστρέψει πίσω; Οι ελεγκτές του προγράμματος έχουν σκοτεινά κίνητρα στο να μην διορθώσουν ποτέ την βλάβη του μεταφορέα, που σαν αντιγραφέας μπορεί να πολλαπλασιάζει ό,τι επιθυμούν, όπως το χρυσάφι. Θα γλιτώσει η Αρμελίνα ΙΙ; Θα’πρεπε να υπάρχει καν;

 

Ο συγγραφέας θέτει ενδιαφέροντα ερωτήματα και διλήμματα, και προς τιμή του μας δίνει ένα ίσως… μη αληθινοφανές φινάλε, έξοχα όμως δραματικό και σούπερ Χολιγουντιανό, που κατά την γνώμη μου θα έκανε τον Spielberg και τον καθένα μας να δακρύσει.

 

Α ναι, αν δεν είναι στο βιβλίο, θα έπρεπε να είναι στο φόρουμ.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

«Αρμελίνα ΙΙ» του Μιχάλη Μανωλιού.

Τεύχος #259, 6 Ιουλίου 2005.

Η Αρμελίνα είχε, μετά τη δημοσίευσή της, μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Όχι, ο Spielberg δεν έμαθε γι αυτήν, αλλά ενδιαφέρθηκε ένας εικαστικός / σκηνοθέτης που τη διάβασε στο "9". Μου ζήτησε να γράψω το σενάριο για μια σειρά 13 επεισοδίων πάνω σε κάτι που θα πάντρευε την Αρμελίνα με την "Ελένη" του Ευριπίδη(!). Μάλιστα μου είπε ότι είχε σχεδόν εξασφαλίσει την παραγωγή από έναν γνωστό ηθοποιό. Αρνήθηκα, όχι γιατί δεν έκτιμώ τον Ευρυπίδη, :D αλλά γιατί δεν ξέρω να γράφω σενάρια και δεν ήθελα να μπλέξω σε κάτι που δεν θα μου άρεσε να κάνω. Πάντως προσπάθησα να παγιδεύσω τον PiKei σ' αυτό που έχει και την απαραίτητη εμπειρία, αλλά αυτός ο άτιμος ελίχθηκε σαν χέλι. Τελικά πρότεινα στον σκηνοθέτη να του πουλήσω τα δικαιώματα της Αρμελίνας και να δουλέψει με δικό του σεναριογράφο. Η απάντησή του ήταν κάτι σαν "Ήθελα εσένα. Με σκοτώνεις".

Και Ντίνο, έχεις δίκιο για το φινάλε, αλλά όπως κατάλαβες, δεν μπορούσα να αντισταθώ στον δραματουργικό πειρασμό.

Τέλος, η Αρμελίνα, στη διάρκεια της ανάγνωσής της στη Σύρο (ήταν η πρώτη εκδήλωση του 1ου Φεστιβάλ) απέσπασε το κολακευτικότερο μη λεκτικό κοπλιμέντο που έχω εισπράξει μέχρι σήμερα. Μια κοπέλα εκεί μέσα, στο κατάμεστο μπαρ, αλήθεια δάκρυσε.

Edited by mman
Link to comment
Share on other sites

Μου ζήτησε να γράψω το σενάριο για μια σειρά 13 επεισοδίων πάνω σε κάτι που θα πάντρευε την Αρμελίνα με την "Ελένη" του Ευριπίδη(!). Μάλιστα μου είπε ότι είχε σχεδόν εξασφαλίσει την παραγωγή από έναν γνωστό ηθοποιό.

 

Άλλος ένας έλληνας σκηνοθέτης με κάλο στον εγκέφαλο. Τι στοίχημα πως δεν θα πήγαινε τελικά πουθενά. Κι αν πήγαινε...ανατριχιάζω στο έκτρωμα που θα έβγαζε...που να χέσω την "κουλτούρα" τους!

 

(Έχεις δει το "Άρπα Κόλα" του Περάκι; Εκεί, δύο φίλοι, σεναριογράφος και σκηνοθέτης νομίζω, θέλουν να κάνουν ταινία για το Κωσταλέξι. Σε όλη την ταινία, και δεν το κατάλαβα ποτέ - και νιώθω ένα ρίγος όποτε προσπαθώ να το μαντέψω, ψάχνουν να βρούν μια καλή μετάφραση της Αντιγόνης του Σοφοκλή. WTF δηλαδή, WTF!)

Link to comment
Share on other sites

«Αρμελίνα ΙΙ» του Μιχάλη Μανωλιού.

Τεύχος #259, 6 Ιουλίου 2005.

...

Ο συγγραφέας θέτει ενδιαφέροντα ερωτήματα και διλήμματα, και προς τιμή του μας δίνει ένα ίσως… μη αληθινοφανές φινάλε, έξοχα όμως δραματικό και σούπερ Χολιγουντιανό, που κατά την γνώμη μου θα έκανε τον Spielberg και τον καθένα μας να δακρύσει.

 

Υπάρχουν πολλές απόψεις για το τέλος, εμένα πάντως μου αρέσει να τελειώνουν κάπως καλά οι ιστορίες.

Κι επειδή ο Μιχάλης δεν μας συνηθίζει σε τέτοια, ομολογώ ότι διαβάζοντάς το και μένοντας μ' ένα ευχαριστημένο χαμόγελο, γύρισα και λίγο επιφυλακτικά και ξανακοίταξα τις τελευταίες παραγράφους μήπως και υπήρχε κανένα κρυμμένο μαχαίρι εκεί μέσα και μου την είχει στημένη στη γωνία. Ευτυχώς, δεν...

Link to comment
Share on other sites

“Diggers” του Γιάννη Στάγκου.

Τεύχος #264, 10 Αυγούστου 2005.

Ο Γιάννης Στάγκος έγραψε το «Diggers» ένα μήνα μετά την εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ, τον Απρίλιο του 2003. Ήταν ένα από τα τρία διηγήματα που διαβάστηκαν στο πρώτο Φεστιβάλ Επιστημονικής Φαντασίας Ερμούπολης.

 

Πιστός στις κοινωνικές του καταγγελίες, με τα δίκια να τον πνίγουν, ο συγγραφέας δημιουργεί αυτή τη φορά τους κακούς του μέσα σε μια τραβηγμένη από τα μαλλιά, παρανοϊκή έξαρση. Είναι όμως επιστημονική φαντασία. Δικαιούται της υπερβολής;

 

Στον πλανήτη Νέα Γεωργία, μετά την εκδίωξη της τελευταίας δικτατορικής κυβέρνησης, πρώην μαχητές της ελευθερίας που τώρα αποκαλούνται «σκαφτιάδες» καταλαμβάνουν εύφορα εδάφη που δεν ανήκουν σε κανέναν και αρχίζουν να τα καλλιεργούν με πρωτόγονα μέσα, τσάπες και αξίνες. Είναι μια ομαδική ζωή, ίση για όλα τα μέλη της, ανεξαρτήτως φυλής ή φύλου, όπου ζουν από αυτά που παράγουν. Είναι ελεύθεροι, χωρίς εξουσίες και κοινωνικές ή θρησκευτικές αναστολές.

 

Κι αυτό είναι ένα κακό παράδειγμα που η κακές διαπλανητικές υπερδυνάμεις δεν μπορούν να ανεχτούν γιατί φοβούνται πως θα εξαπλωθεί και σε άλλους κόσμους κλονίζοντας τη δομή της γνωστής κοινωνίας. Βαφτίζουν τους σκαφτιάδες τρομοκράτες, σπέρνουν φήμες για κρυμμένα όπλα καταστροφής και τους εξοντώνουν μέχρι και τον τελευταίο με δολοφονική εκκαθάριση.

 

Μα συμβαίνει αυτό, εδώ και τώρα, άρα που το μεμπτό θα πει κανείς. Στο κρυφό συμβούλιο ο κακός λέει: «Σε αυτό λοιπόν σας ζητάω να συμφωνήσετε. Στον αφανισμό αυτών των κακομοίρηδων, τώρα, που κανείς δεν γνωρίζει τι πραγματικά συμβαίνει, τι πραγματικά πρεσβεύουν. Να εξαλειφθεί από τα σπάργανα της μια κατάσταση που μπορεί να εξελιχθεί σε γαλαξιακή πανούκλα, που θα μπορούσε να ξυπνήσει κάποιους από τους ναρκωμένους καταναλωτές μας από το λήθαργο τους. Τώρα μάλιστα! Αυτά τα τρανταχτά, αβίαστα γέλια τα χαίρομαι! Ας προχωρήσουμε λοιπόν…» Δηλαδή, «Είμαστε μια υπέροχη ατμόσφαιρα κακών είμαστε!» και όσο για τα άλλοθι που έχει ανάγκη κάθε συνείδηση για να πράξει τα έκτροπα…ε, πολλά ζητώ μάλλον.

Link to comment
Share on other sites

«Τον Οκτώβρη» του Γιάννη Στάγκου.

Τεύχος #273, 12 Οκτωβρίου 2005.

 

Θα ήθελα να είχα διαβάσει μόνο ένα διήγημα του Γιάννη Στάγκου. Δεν έχει σημασία ποιο. Όλα είναι καλογραμμένα. Μόνο ένα να είχα διαβάσει όμως. Γιατί το σύνολο των έργων του προκαλεί φοβερή δυσπεψία.

 

Κι αυτός ο «Οκτώβρης» είναι γεμάτος καταγγελίες ενάντια στην κακιά, απολυταρχική και καταναλωτική κοινωνία, σε ένα γνώριμο μέλλον φυσικά, σε μια πόλη προστατευμένη από τους μεταλλαγμένους που ζουν απ’έξω, στην ύπαιθρο. Ο αφηγητής της ιστορίας είναι ένας «διορατικός» μαθητής γυμνασίου που κουβαλάει όλες τις αντιλήψεις του δημιουργού του βεβαίως. Μια εισβολή μεταλλαγμένων δίνει στην κυβέρνηση την δικαιολογία στο να αυξήσει την αστική φρούρηση και να εξαλείψει τις τάξεις των αμφισβητούντων και διαφωνούντων.

 

Ο συγγραφέας δεν αντιστέκεται να…ξεσαλώσει:

«Κάτω στην πλατεία έχει στηθεί μια παράξενη γιορτή. Εκατοντάδες από τα μικροσκοπικά πλάσματα έχουν περαστεί σε πελώρια σουβλιά και παραδοθεί στις φλόγες. Πάνω σε εξέδρες κάθονται αξιωματούχοι της πόλης και του στρατού. Μπορώ να διακρίνω και το αφεντικό της μητέρας μου, ανώτατο όλων των τοπικών στελεχών της εταιρείας. Κάθεται σε περίοπτη θέση μαζί με άλλους κοστουμαρισμένους. Πρωτοστατεί ο Μητροπολίτης, φορώντας τα πιο φανταχτερά του άμφια. Πλήθος κόσμου παραληρεί μπροστά στις εξαγνιστικές φλόγες. Σε λίγα χρόνια θα αποικίσουμε την Αφροδίτη και αυτοί ξορκίζουν το κακό…»

 

Όπου «μικροσκοπικά πλάσματα» είναι οι φτωχοί μεταλλαγμένοι και οι λέξεις-ταυτότητες για την σιχαμάρα μας: «αξιωματούχοι», «στέλεχος εταιρείας», «κοστουμαρισμένοι» και «Μητροπολίτης».

 

Κι αλλού:

«Όλοι λένε πως είναι πολύ μελαγχολική περίοδος…» Οκτώβρης, «…Εμένα πάλι μου αρέσει. Ίσως γιατί γεννήθηκα αυτό το μήνα. Λένε πως έχουμε κάποιο ιδιαίτερο κόλλημα με την εποχή που γεννηθήκαμε.»

 

Ό,τι πεις σύντροφε.

Link to comment
Share on other sites

Tetarte διάβασε το διήγημα αν μπορείς, θα σε ενδιαφέρει.

Dino νομίζω ακριβώς αυτό που λες στο τέλος ότι το διήγημα είναι εστιασμένο στο παρελθόν είναι το χαρακτηριστικό του ήρωα, που δείχνει την ψυχολογία του και τα κίνητρά του. Και δείχνει μάλιστα μάλλον μια αντίφαση σε αυτά. Τι θέλω να πω: Ο ήρωας κοιτάζει στο παρελθόν τελικά ενώ η μητέρα του κοιτούσε τουλάχιστον τον παρόν ή το μέλλον. Η μητέρα προσπαθούσε να καλύψει κάποιο συναισθηματικό κενό με αυτά τα πηγαινέλα στο αεροδρόμιο. (Ήταν το μόνο μέρος που έδειχνε συναισθήματα) Και τώρα ο γιος της κυνηγάει να καλύψει αυτή την ανάγκη που είχε δημιουργηθεί από τη μάνα του. Δεν θέλει να γυρίσει πίσω (στο σπίτι του), γιατί θα πρέπει να αντιμετωπίσει το αίτιο/την πηγή αυτής της ανάγκης, κάτι που μετά θα τον έκανε να προχωρήσει και συναισθηματικά στη ζωή του. Αλλά αντί για αυτό προχωρά στο μέλλον προσκολλημένος στο παρελθόν (δηλαδή σε κάτι που ανήκει βασικά στο παρελθόν). Νομίζω ότι αν δεν γινόταν έτσι η αφήγηση, και αν δεν είχε αυτές τις σχέψεις δεν θα μπορούσε να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι δίχως επιστροφή και με τέτοιες μετατροπές που του έκαναν. Και ούτε θα μας έπειθε διαφορετικά για αυτή την απόφασή του.

Με δυο λόγια: μου άρεσε :)

 

Με την προτροπή και βοήθεια του twocows, διάβασα κι εγώ αυτό το διήγημα (thanks!)

Σίγουρα δεν ήταν ΕΦ. Θα μπορούσε να αφαιρεθεί η τεχνολογία ΟΝ και να μπει στη θέση της το ταξίδι ενός π.χ. ορειβάτη των Ιμαλαΐων και μια άπιαστη κορυφή και το διήγημα να είναι μια χαρούλα (και καλύτερο). Αυτό με χάλασε.

Κτίσιμο χαρακτήρα; Τίποτα ιδιαίτερο. Η κληροδότηση της νεύρωσης από τη μητέρα είναι τρελή κοινοτοπία ("Μίλα μου για τη μητέρα σου") και δεν υπάρχει καμία πειστική εξήγηση του γιατί την κληρονόμησε. Μια τόσο ψυχρή μητέρα μάλλον θα τον ωθούσε να αναζητά (αιωνίως και ματαίως) αγάπη, αποδοχή και τρυφερότητα (π.χ. να γινόταν ζιγκολό ή... ψυχολόγος!) παρά ταξιδιώτης.

Τι άλλο δεν είχε; Σύγκρουση, αγωνία, ή έστω ένα twist ή μια θετική νότα.Α, και αληθοφάνεια (σιγά να μη διαλέγαν έναν τόσο νευρωσικό τύπο να κάνει ολομόναχος ταξίδι. Θα έσπαζε σε... 4 μέρες!)

Τι είχε; Μια βαθιά βουτιά στην ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου, όπως τον αντιλαμβάνεται η συγγραφέας.

Ντίνο, νομίζω ότι το διήγημα σε άγγιξε γιατί σου θύμισε τα δικά σου βιώματα. Υποθέτω όμως ότι το τραγούδι "New York, New York" θα σε αντιπροσώπευε καλύτερα, παρά το ταξίδι ενός ανθρώπου που προσπαθεί να αποφύγει τον εαυτό του και μονίμως καταντά να τον κουβαλάει μαζί του. (Φανταστείτε τι έχει να γίνει όταν δε θα έχει ούτε με ποιον να μιλήσει).

Άλεξ, το καλύτερο που είχε αυτό το διήγημα ήταν η αφορμή που σου έδωσε να κάνεις αυτήν την πανέμορφη ανάλυση. Σ' ευχαριστώ πολύ! Και αν τολμώ να προσθέσω ένα λιθαράκι, και η μητέρα του στο παρελθόν κοιτούσε. Στην ευκαιρία της να φύγει, να πάει κάπου αλλού, να ακολουθήσει το όνειρό της, που την κλώτσησε και τώρα την πενθεί. Αν κοιτούσε στο παρόν, θα ήταν η θεραπεία της. Seize the moment. Μη στενοχωριέσαι άλλο για όσα έχασες, κάνε τώρα αυτό που ποθείς!

Link to comment
Share on other sites

«Ο Κόσμος της Μάγια» του Tristan S. Davenport σε μετάφραση Π. Κούστα και Χ. Καρακούδα.

Τεύχος #440, 21 Ιανουαρίου 2009.

[Θυμίζει σχεδόν το πρώτο κεφάλαιο του Anarchus. (Θα πρέπει να βιαστώ να το τελειώσω επιτέλους.)]

 

Άρα, ίσως όχι πρωτότυπη, αλλά από τις «σπάνιες» ιδέες επιστημονικής φαντασίας, για λίαν προχωρημένους αναγνώστες του είδους, που μας δίδεται καλογραμμένα, ολίγο αφαιρετικά και λίαν συγκινητικά, βάση ψυχολογίας αναγνώστη πάντα. Νομίζω πως εδώ κρύβεται μια υπέροχη νουβέλα. Ο κύριος συγγραφέας απέκρυψε τους χυμούς και μας έδωσε τις φλούδες. Μας άφησε δηλαδή στις ευωδιές.

Link to comment
Share on other sites

πτου το έχασα dino :( (είχε τελειώσει από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς)..

σωστά τέταρτε :)

Edited by twocows
Link to comment
Share on other sites

«Ο Κόσμος της Μάγια» του Tristan S. Davenport σε μετάφραση Π. Κούστα και Χ. Καρακούδα.

Τεύχος #440, 21 Ιανουαρίου 2009.

Ναι, ήταν καλό. Αλλά πολύ μικρό γαμώτο. Ωραίο πάντως. Δηλαδή εκεί που λέει ότι όλο το σύστημα έμεινε 40 κιλά, αναρωτιέσαι "και πώς ζει;", οπότε έρχεται η τελείως sci-fi εξήγηση! ΟΚ!

Link to comment
Share on other sites

:mf_sherlock: Ναι, χμμ... έχουμε ίχνη από nikosal εδώ. Δεν άφησε όμως κανένα post πίσω. Περίεργο. Μούμπλε-μουμπλε...
Link to comment
Share on other sites

Αγαπητοί μου φορουμίτες, έχω την σπάνια τιμή να σας παρουσιάσω ένα όνομα αρκετά γνωστό σε αυτό το τόπικ, είναι όμως η πρώτη φορά που έχουμε δείγμα της συγγραφής του:

 

Χέντβιγκ Μαρία Καρακούδα

 

«Να Καίγεσαι!» της Χέντβιγκ Μαρίας Καρακούδα

Τεύχος #280, 30 Νοεμβρίου 2005.

 

Άντρας σκοτώνεται στη βίωση εικονικού προγράμματος όταν, ανεξήγητα, καταργούνται οι ασφαλιστικές δικλίδες. Αυτό δίνει στην εταιρία του προγράμματος την έμπνευση για παροχή στην αγορά Εικονικών Θανάτων. Ίσως όμως τίποτα από αυτά να είναι το επίκεντρο της ιστορίας μας. Ποιο είναι όμως;

 

Το διήγημα ξεκινάει με αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, της συζύγου του αποθανόντος. Πηγαίνει στην εταιρία για να δει με τα μάτια της τον νεκρό της σύζυγο. Όταν φεύγει από εκεί, η αφήγηση σπάει σε αφήγηση τρίτου πρόσωπου, μένοντας στους υπεύθυνους του προγράμματος που ανησυχούν για τις νομικές συνέπειες και την απειλή που αντιπροσωπεύει για την εταιρία η χήρα του θύματος. Ξαφνικά εμφανίζεται νεαρό στέλεχος που παραγγέλνει υπερωρίες στο Νομικό τους Τμήμα για να λανσάρουν στην αγορά το «Διάλεξε τον θάνατο σου!»

 

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, επιστρέφουμε, ευτυχώς, στην αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο της συζύγου. Λαβαίνει έναν φάκελο στο σπίτι της από την εταιρία, έναν διακανονισμό, και ένα cd-rom με τις τελευταίες στιγμές του συζύγου της. Ο οποίος, έχοντας διαλέξει να βιώσει εικονικά μια ζωή ως πεύκο, σκοτώνεται σε πυρκαγιά δάσους. Με τον θάνατο στις φλόγες κλείνει το διήγημα.

 

Έχω ερωτήσεις. Ποιος έβαλε την φωτιά στο πρόγραμμα; Νομίζω πως έχει σημασία. Το θύμα; Τις ασφάλειες ναι, τις παραβίασε ο ίδιος (γιατί όμως;) Την φωτιά; Στην εταιρία εξηγούν πως τα προγράμματα αυτά δοκιμάστηκαν «…σε θεραπευτήρια, σε άτομα με μειωμένη συναισθηματική αντίδραση στο φυσικό περιβάλλον ή εγκληματική σχέση μ’ αυτό.» Άρα, εμπρηστές; Ένα taste your own medicine; Αν αυτή είναι η απάντηση, η σύνδεση είναι πολύ ισχνή για να την πιάσει αμέσως ο αναγνώστης.

 

Η άλλη σημαντική ερώτηση… η χήρα απλώς παρατηρεί τις τελευταίες στιγμές του άντρα της ή χάνεται και η ίδια στην ίδια φωτιά, πιασμένη σε παγίδα που της έστησε η εταιρία; Εφόσον εδώ παρακολουθεί ένα cd-rom και δεν είναι συνδεδεμένη με το πρόγραμμα, μάλλον αδύνατο. Γιατί όμως τελειώνει έτσι η αφήγηση; Ο σύζυγος παραμένει ανεξήγητος.

 

Διαβάζοντας ξανά το εκπληκτικό πρώτο μέρος, μέσα από τον συναισθηματικό κόσμο της ηρωίδας, παρατηρούμε πως μόνο εκείνη δεν εκπλήσσεται από τον θάνατο του άντρα της. Του άρεσε η ακινησία. Θα διάλεγε ένα πρόγραμμα για να είναι βράχος ή δέντρο παρά ένα πρόγραμμα να βιώσει τον ουρανό, που περιέχει πτήση, ανοδικά και καθοδικά ρεύματα, απόλυτη ελευθερία. Του άξιζε λοιπόν να πεθάνει;

 

Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην ανθολογία UTOPIA 2005 του διεθνούς Φεστιβάλ ΕΦ UTOPIALES της Νάντης.

 

Άσχετα με το ολικό κέντημα, παρατηρώντας τις βελονιές της κυρίας Καρακούδα μία-μία ανακαλύπτει κανείς μια πανέμορφη γραφή, που κάνει μεγαλύτερη την ανάγκη μας για περισσότερα δείγματα από την συγγραφέα. Ας μην μας αφήνει να περιμένουμε για πολύ.

Link to comment
Share on other sites

Αγαπητοί μου φορουμίτες, έχω την σπάνια τιμή να σας παρουσιάσω ένα όνομα αρκετά γνωστό σε αυτό το τόπικ, είναι όμως η πρώτη φορά που έχουμε δείγμα της συγγραφής του:

 

Χέντβιγκ Μαρία Καρακούδα

 

«Να Καίγεσαι!» της Χέντβιγκ Μαρίας Καρακούδα

Τεύχος #280, 30 Νοεμβρίου 2005.

 

[...]Άσχετα με το ολικό κέντημα, παρατηρώντας τις βελονιές της κυρίας Καρακούδα μία-μία ανακαλύπτει κανείς μια πανέμορφη γραφή, που κάνει μεγαλύτερη την ανάγκη μας για περισσότερα δείγματα από την συγγραφέα. Ας μην μας αφήνει να περιμένουμε για πολύ.

Επειδή έχω το προνόμιο να γνωρίζω την Χέντβιγκ από κοντά, καρφώνω ότι έχει:

-μια γενικότερη, όχι σημαντική, έλλειψη στην παροχή πληροφοριών προς τον αναγνώστη,

-μια εντυπωσιακή ικανότητα να παράγει υπέροχη ατμόσφαιρα στις ιστορίες της (υπάρχει συγκεκριμένα μία που, όταν την σουλουπώσει λίγο, θα μιλάμε για αριστούργημα),

-το κακό να γράφει ελάχιστα,

-το πείσμα να αγνοεί πεισματικά το μαχαίρι που της βάζω στο λαιμό για να στρωθεί μπροστά στο πληκτρολόγιο,

-την ικανότητα να σου αναλύει ένα έργο σου στα εξ ών συνετέθη, βάζοντάς σε να δουλεύεις πάνω σ' αυτό όσο ένα λογοτεχνικό εργαστήριο μαζί,

-έναν πολύ ενδιαφέροντα σύζυγο (PiKei),

-πολλές όμορφες πέτρες,

-μια σπάνια ψυχή.

Link to comment
Share on other sites

«Μόνοι Στο Σπίτι» του Γιάννη Στάγκου.

Τεύχος #297, 29 Μαρτίου 2006.

Γιάννης Στάγκος is back! Και παραδοσιακά, εκτός από μένα, θα τον αφήσετε κριτικά άκλαφτο. Γιατί άραγε;

 

Ξεκινάει και για λίγο ξεγελάει, πιο ελαφρύ και ήπιο στην κοινωνική καταγγελία του, ένα διήγημα λίγο διαφορετικό από αυτά που έχει γράψει ως τώρα. Καταλήγει, φυσικά, βαρύγδουπα μελοδραματικό. Κρατάει όμως το ενδιαφέρον με πετυχημένη ατμόσφαιρα σασπένς.

 

Ανδροειδές υπηρετικό ρομπότ, γυναικείο στην εμφάνιση, μένει μόνο στο σπίτι με τον ξαναμμένο έφηβο γιο της οικογενείας. Ο μπούλης θέλει να βιάσει, αλλά η απουσία γεννητικών οργάνων στην μονάδα έχει σαν αποτέλεσμα το βίαιο, ορμονικό ξέσπασμα του νέου. Το ανδροειδές αμύνεται όσο πιο ήπια μπορεί, η εντύπωση όμως που προκαλείται στους γονείς μόλις επιστρέφουν στο σπίτι τους κλείνει αυτόματα κατά του…υπηρετικού προσωπικού. Έχουμε δει νομίζω αρκετές ταινίες της Φίνος Φίλμ που μας παρουσιάζουν την Αθήνα μιας εποχής όπου κάθε σπιτικό της πρωτεύουσας είχε και μία υπηρέτρια από την επαρχία. Κλασσικό είδος καταγγελίας δηλαδή.

 

Εκεί που νιώθω πως απέτυχε η γραφή είναι στην συμπεριφορά, σκέψη και αφήγηση του ρομπότ, στα όρια του μελό δυστυχώς, κυρίως για να κατευθύνει ο συγγραφέας την ιστορία στο φινάλε της επιθυμίας του.

Link to comment
Share on other sites

«Μόνοι Στο Σπίτι» του Γιάννη Στάγκου.

Τεύχος #297, 29 Μαρτίου 2006.

Γιάννης Στάγκος is back! Και παραδοσιακά, εκτός από μένα, θα τον αφήσετε κριτικά άκλαφτο. [...]

OK, σπάω την παράδοση: Δεν με έπεισε το ξέσπασμα του νεαρού. Κανονικά θα ήξερε τι θα συναντούσε. Η συμπεριφορά του ρομπότ, ήταν πολύ ανθρώπινα υποχωρητική. Τον προκαλούσε χωρίς λόγο ετσι. Και τέλος, σχεδόν παράλογη η αντίδραση των γονιών.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..