Jump to content

26ος Διαγωνισμός Σύντομης Ιστορίας, Κατηγορία: Καλοκαιρινός, Θέμα: Αποχέτευση


DinoHajiyorgi
 Share

Recommended Posts

post-1004-0-70293800-1310021641_thumb.jpg

 

ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ!

 

ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΜΕΙΝΕ...

Link to comment
Share on other sites

  • Replies 434
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • Oberon

    27

  • DinoHajiyorgi

    120

  • Drake Ramore

    39

  • Stanley

    25

Top Posters In This Topic

Posted Images

Καλά, αφήνουμε το αβατάρ (αν και ούτε του Στέφανου του αρέσει το παρόν και θα ήθελε κι εκείνος να το αλλάξεις). Θα άλλαζες το member title, μέχρι τέλη Αυγούστου, με κάτι που θα σκεφτώ εγώ; Ως προς το αν σκίζει το θέμα... η νεκροψία θα δείξει.

 

Εκκενώσεις βόθρων ΧΑ-ΤΖΗ-ΓΙΩΡΓΗΗΗΗΣ!!!

Link to comment
Share on other sites

Θα άλλαζες το member title, μέχρι τέλη Αυγούστου, με κάτι που θα σκεφτώ εγώ;

Άστε ήσυχο το προφίλ μου! Βρε μανία! Δεν μπορώ να ασχολούμε με αυτά κάθε τόσο σαν κάποιους αρρ... κάποιους τέλος πάντων που έχουν τον ψυχαναγκασμό να αλλάζουν την φωτό στο προφίλ τους (facebook) κάθε δύο μέρες.

 

Και ιδού, μια συμμετοχή για τον διαγωνισμό:

 

 

 

#1 - Το κηρύκειο (2.577 λέξεις)

 

 

Ο Αρχηγός μπήκε στο γραφείο μου. Περπατούσε προσεκτικά προκειμένου να μην πατήσει πάνω σε κάποιο καλώδιο ή χειρότερα να σπάσει με το κεφάλι του την λάμπα. Οι περισσότεροι από τους πανύψηλους Ολύμπιους θεούς ένιωθαν μία απέχθεια προς τα τεχνολογικά επιτεύγματα. Τα θεωρούσαν προσβολή προς την θεϊκή τους υπόσταση.

 

«Σωκράτη,τι κάνεις ;» με ρώτησε ο Άρης, ο θεός του Πολέμου, που ο παντοδύναμος Δίας του είχε αναθέσει την ηγεσία της αστυνομίας.

«Καλά αρχηγέ,να δουλεύω λίγο στο λάπτοπ. Έγινε τίποτε ; »

«Μόλις μας ειδοποίησε ο Χάρων πως ο μεγαλογιατρός Λεωνίδας Διέλων πέθανε. Πάρε τον Ίκαρο και πηγαίνετε στο σπίτι του να δείτε τι έχει συμβεί»

 

*

 

Φτάνοντας στην γειτονιά του θύματος, παρατηρήσαμε πως για άλλη μια φορά μας είχαν προλάβει τα τηλεοπτικά συνεργεία. Σίγουρα έχουν κάποιον στα μπαράκια που μεθάει τον Διόνυσο και του αποσπάει πληροφορίες. Χτυπούσαν τα κουδούνια των γειτόνων και ζητούσαν πληροφορίες για το Λεωνίδα. Κανένας τους όμως δεν τολμούσε να διαπεράσει το κατάστημα της Έριδας. Η Έριδα διατηρούσε ένα μανάβικο με τίτλο ''Φρούτα Της Έριδος'' από το οποίο εξασφάλιζε τα χρήματα που απαιτούνταν προκειμένου να αγοράζει νέκταρ και αμβροσία από τον Πλούτο. Ύστερα από τον τρωικό πόλεμο ο Δίας, αηδιασμένος από την Έριδα, της αφαίρεσε τις περίφημες ικανότητες που είχε και την άφησε μόνο με τις ικανότητες της ταχυμεταφοράς, αθανασίας και διαίσθησης. Τότε η Έριδα άνοιξε το πρώτο κατάστημα του μανάβικου της, το οποίο με τα χρόνια έμελλε να εξελιχθεί σε ολόκληρο franchise(ένα σχεδόν σε κάθε γειτονιά) ,διότι όπως είναι λογικό οι άνθρωποι προτιμούν να αγοράζουν προϊόντα από την μεγαλύτερη κουτσομπόλα παρά από κάποιον φτωχό πλην τίμιο μεροκαματιάρη.

 

Μπήκαμε μέσα στο κατάστημα. Ο Δίας είχε ενημερώσει την Έριδα να βρίσκεται εκεί .Η Έριδα ήταν μία από τις πιο άσχημες γυναίκες που είχα δει πότε μου. Φαφούτα, με ελάχιστα μαλλιά προχωρούσε κουτσαίνοντας προς το μέρος μας. Βλέποντας την να περπατάει έτσι ,ένιωθες πως ανά πάσα στιγμή θα σωριαζόταν κάτω.

 

«Καλησπέρα, Έριδα» της είπαμε

« Γεια σου Σωκράτη» έπειτα στράφηκε προς το μέρος του Ίκαρου « Γεια και σε σένα Ίκαρε. Δεν με λες ακόμα υπαστυνόμος είσαι; Τόσα χρόνια είσαι στο σώμα. Δεν ήρθε η ώρα για καμία προαγωγούλα;»

Ακόμη δεν είχαμε αρχίσει και η Έρις το είχε ήδη ρίξει στην αγαπημένη της ασχολία.

«Δεν ήρθαμε εδώ για να μιλήσουμε για μένα ή τον Ίκαρο. Πες μας ότι ξέρεις για τον Λεωνίδα. Κυρίως τις πιο ζουμερές φήμες» της είπα με αυστηρό τόνο για να της κόψω την φόρα, λίγο παραπάνω να μιλούσε και δεν θα γλιτώναμε τον καυγά με τον Ίκαρο.

«Δεν τον ήξερα και πολύ. Δεν ερχόταν συχνά στο μαγαζί. Οι γυναίκες τις γειτονιάς μου έλεγαν πως δεν ήταν και πολύ κοινωνικός. Μία από τις δούλες του σπιτιού του, μου είπε πως ο Διέλων δούλευε πάνω σε κάτι. Αλλά τίποτε πιο συγκεκριμένο.»

«Καλά, βάλε μας κάνα δύο κιλά μήλα εσπερίδων»

 

*

 

«Κλειδωμένο δωμάτιο...» ήταν οι πρώτες λέξεις του Ίκαρου όταν φτάσαμε στην πόρτα του μπάνιου. Με την μαγική μας διαίσθηση νιώσαμε και οι δύο πως πίσω από την πόρτα βρισκόταν το άψυχο σώμα του γιατρού. Η διαίσθηση αυτή ήταν ένα χάρισμα(για πολλούς κατάρα) που ο Πλούτωνας έδινε σε όλους τους αστυνομικούς , προκειμένου να μας διευκολύνει στην δουλειά μας.

Ο Ίκαρος δεν είχε άδικο. Η πόρτα του μπάνιου ήταν κλειδωμένη και ήταν σε εφαρμογή ένας από τους διάσημους συρτές του Ήφαιστου. Χρειάστηκε ένας διπλός πέλεκυς προκειμένου να σπάσουμε την πόρτα. Μέσα στο μπάνιο δεν υπήρχε κάποιο παράθυρο για να δραπετεύσει ο δράστης. Ο δράστης είχε επομένως δραπετεύσει από το δωμάτιο με μαγικό τρόπο.

 

Στο λαιμό του θύματος δέσποζαν τρία σημάδια από δαγκωματιές φιδιών. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως ο θάνατος είχε προκύψει από δηλητηρίαση. Ξαφνικά τα μικρά γρανάζια που έκρυβε μέσα του ο εγκέφαλος μου άρχισαν να κινούνται και να μου σιγοψιθυρίζουν πως κάτι πολύ σημαντικό μου διέφευγε.

 

Ως γνωστόν το υποσυνείδητο έχει πάντοτε δίκαιο. Δέκα λεπτά αργότερα, μου ήρθε η επιφοίτηση. Πήγα στο σαλόνι και παρατήρησα τον χώρο. Το μάτι μου σταμάτησε πάνω σε ένα τραπέζι μπιλιάρδου. Επάνω του υπήρχαν δύο στέκες. Ενώ η μία είχε φθαρεί από την χρήση, η άλλη ήταν πεντακάθαρη και έβγαζε μία μεγαλοπρέπεια.

 

Μία στέκα, φίδια και ένας γιατρός. Εάν ήμουν σωστός , η στέκα αυτή αποτελούσε στην πραγματικότητα ένα κηρύκειο. Το κηρύκειο αποτελούσε σύμβολο της ιατρικής και όλοι οι ιατροί είχαν από ένα στα σπίτια τους, ώστε οι Θεοί να τους δίνουν δύναμη να ασκούν το έργο τους.

 

Κοίταξα ξανά τον χώρο. Ο νους μου αυτή τη φορά έπεσε σε ένα σκαμνί που είχε απάνω του ένα ποτήρι μισογεμάτο με κρασί. Δίπλα από το σκαμνάκι υπήρχαν δύο καναπέδες. Ο ένας από τους δύο καναπέδες , είχε έναν κόκκινο λεκέ στο ένα του μαξιλάρι. Το παράδοξο όμως ήταν το εξής: Το ποτήρι κρασί ήταν τοποθετημένο έτσι ώστε να μπορεί να το φτάσει άνετα το άτομο που θα καθόταν στον άλλον καναπέ και όχι το άτομο που θα καθόταν απάνω στον λεκιασμένο καναπέ.

 

Σκέφτηκα και όσα μας είπε η Έριδα. Έβγαζα κάποιο νόημα και έπρεπε να ενημερώσω τον Ίκαρο για τα ευρήματα μου.

«Ίκαρε, νομίζω πως βρήκα το φονικό όπλο» του είπα και σήκωσα την στέκα ψηλά.

«Μα ο Διέλων πέθανε από δηλητηρίαση και το σώμα του δεν φέρει σημάδια από άλλα χτυπήματα» έκανε ο Ίκαρος απορημένος

«Ίκαρε μην βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα. Για φαντάσου να περιτριγυρίζουν αυτήν την στέκα δύο φίδια και να έχει από πάνω φτερά. Μήπως τώρα σου θυμίζει τίποτε ;»

«Ένα κηρύκειο...»

«Ακριβώς. Άκου πως νομίζω ότι έχουν τα πράγματα .Όπως μας είπε η Έριδα ,ο Διέλων μάλλον δούλευε απάνω σε κάτι. Σε αυτό το δωμάτιο υπάρχουν δύο παράξενα πράγματα. Αφενός δεν υπάρχει κάποιο κηρύκειο,πράγμα ανήκουστο για γιατρό, και αφετέρου δες λίγο στο σαλόνι το σκαμνί με το ποτήρι και τους δύο καναπέδες. Δεν σου φαίνεται παράξενο ένας γιατρός της φήμης του Διέλων ,που έχει κάνει τόσες και τόσες εγχειρήσεις, και έχει ένα τόσο σταθερό χέρι να ρίχνει άθελα του κρασί στην πολυθρόνα του ;Άσε που εάν όντως ο Διέλων καθόταν σε εκείνον τον καναπέ ,γιατί να βάλει το ποτήρι με αυτόν τον τρόπο;»

«Σωστά»

«Έτσι όπως τα έχω σκεφτεί Ίκαρε, ο Διέλων συναντήθηκε με κάποιον, ίσως και με κάποιο τέρας, για να συζητήσουν για κάποια θέματα .Διαφώνησαν και ο Διέλων κρύφτηκε μέσα στο μπάνιο για να σωθεί. Για τον λόγο αυτό κλείδωσε την πόρτα και έβαλε τον σύρτη. Νόμιζε πως έτσι θα σταματούσε τον δολοφόνο. Ο δολοφόνος όμως δεν ήταν χαζός. Το μάτι του έπεσε στο κηρύκειο και του ήρθε μία ιδέα. Τα ζωντάνεψε, τα έστειλε να περάσουν κάτω από τον ελάχιστο ανοιχτό χώρο που αφήνει η πόρτα του μπάνιου και να το σκοτώσουν τον Διέλων. Έκρυψε και το κηρύκειο και εξαφανίστηκε ώστε όταν θα κατέφθανε ο Ερμής για να μεταφέρει το πτώμα στον Άδη να μην τον εντόπιζε. Αυτό που με προβληματίζει είναι το που πήγαν τα φίδια .Όπως βλέπεις στο μπάνιο υπάρχει λίγο αίμα αλλά έξω από από την πόρτα δεν υπάρχει καθόλου. Φαντάζομαι πως εάν τα φίδια είχαν στα χείλη τους αίμα ,όλο και κάποια σταγονίτσα θα έπεφτε και θα λέκιαζε το πάτωμα έξω από το μπάνιο. Όσο και αν σου ακουστεί γελοίο, νομίζω πως τα φίδια εξαφανίστηκαν τους υπονόμους»

«Ωχ...»

 

Η δυσφορία στο πρόσωπο του Ίκαρου ήταν πέρα για πέρα δικαιολογημένη. Στους υπονόμους κατοικούσαν τα πιο σκληρά και βίαια τέρατα της μυθολογίας . Χρειάστηκε η βοήθεια των Ολύμπιων προκειμένου οι κάτοικοι αυτής της πόλης να εξορίσουν τα τέρατα αυτά στους υπονόμους.

«τουλάχιστον ας περιμένουμε και τους υπόλοιπους» μου είπε

«Δεν γίνεται να καθυστερήσουμε Ίκαρε. Εάν τα βρούμε πριν τον δολοφόνο και τα δώσουμε στον Δία, εκείνος θα μας πει ποιος τα έφτιαξε. Άσε που κάπου τώρα πρέπει να άρχιζει η απεργία των κενταυροταξιτζίδων και θα κάνουν δέκα ώρες να έρθουν.»

 

*

 

Με το που μπήκαμε στους υπονόμους, νιώσαμε πως θα λιποθυμούσαμε. Η μπόχα από τα ''εχμ'' των ανθρώπων σε συνδυασμό με την μπόχα των τεράτων(που δεν ήθελα να ξέρω από τι προερχόταν) έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική.

 

Προχωρούσαμε για ώρα στους υπονόμους δίχως να συναντήσουμε κάποιο τέρας. Ήταν λες και είχαν εξαφανιστεί.

 

«Τα βρήκα!» φώναξε ξαφνικά ο Ίκαρος και μου έδειξε τα δύο νεκρά φίδια.

«σκατά..»

 

Έσκυψα για να σηκώσω ένα από τα φίδια όταν ακούστηκαν φωνές τεράτων. Ο Ίκαρος ούρλιαξε και εγώ ένιωσα κάτι να με χτυπάει στο κεφάλι.

 

*

 

Ανοίγοντας τα μάτια μου ,είδα μία μικροκαμωμένη γυναίκα να στέκεται επάνω από εμένα. Η γυναίκα φορούσε ένα λευκό χιτώνα , κατακόκκινο από το αίμα. Τα δύο χέρια της γυναίκας έτρεμαν ανά τακτά διαστήματα. Ήταν λοιπόν το πρόσωπο που κρυβόταν πίσω από όλα. Γύρω της υπήρχαν καμιά δεκαριά τέρατα.

 

«Καλησπέρα» μου είπε

«ο Ίκαρος που είναι ;» την ρώτησα

Με το χέρι της μου έδειξε αριστερά. Είδα τον Ίκαρο δεμένο χειροπόδαρα.

«Είναι ζωντανός ;»

«Ναι,αλλά όχι για πολύ»

«Ποια είσαι ;»

«Το όνομα μου είναι Έχιδνα»

«Τι ;Πως γίνεται αυτό ;Ο Πανόπτης σε είχε σκοτώσει...»

«Τον ξεγέλασα. Ο ηλίθιος την πάτησε πανεύκολα. Όμως η μάχη μαζί του μου κόστισε το αναπαραγωγικό μου σύστημα. Ήταν μία θυσία που έπρεπε να κάνω για να επιβιώσω.»

Είχα μείνει άφωνος. Βέβαια αυτό ίσως και να εξηγούσε γιατί διάσπαρτα σε όλο το δωμάτιο υπήρχαν νεκρά πράγματα. Ήταν τέρατα που είχε προσπαθήσει να γεννήσει.

 

«Ώστε πάνω σε αυτό εργαζόταν ο Διέλων. Προσπαθούσε να σε γιατρέψει.»

«Ακριβώς. Πριν τρία χρόνια με εξέτασε. Ερευνούσε μέρα και νύχτα για να βρει κάποιο φάρμακο. Χθες το βράδυ με πήρε τηλέφωνο και μου είπε πως επιτέλους είχε βρει μία θεραπεία. Ο Ιπποκράτης θα ήταν τόσο χαρούμενος μαζί του..»

«Ναι σίγουρα....»

«Δεν το λέω ειρωνικά άνθρωπε. Τον έχω γνωρίσει τον Ιπποκράτη. Ήταν αυτός που με βοήθησε πρώτος. Μου έφτιαξε ένα φίλτρο ώστε να μην νιώθω πόνο κάθε φορά που αιμορραγούσα. Ήξερα πως ο Ιπποκράτης μπορούσε να με βοηθήσει να γίνω καλά. Ή ακόμη και εάν ο ίδιος δεν τα κατάφερνε, ήμουν σίγουρη πως κάποιος από τους απογόνους του θα έβρισκε μία θεραπεία. Ο Ίδιος ο Ασκληπιός τον είχε ευλογήσει. Όλοι οι απόγονοι του θα ήταν εξίσου καλοί γιατροί με εκείνον .Έκλεψα ένα από τα παιδιά του κρυφά στην γέννα και το μεγάλωσα μόνη μου, μαθαίνοντας του ότι υπήρχε γύρω από την Ιατρική .Εγώ δίδασκα στους απογόνους του Ιατρική και εκείνοι με εξέταζαν. Και ξέρεις ποιο ήταν το καλύτερο άνθρωπε; Πως κανένας τους δεν γνώριζε πως βοηθούσε ένα τέρας. Και ούτε καν έδειξαν περιέργεια για μένα, για το τι είμαι. Απλά μαγεύτηκαν από τον γρίφο που έκρυβε το κορμί μου και αφοσιώθηκαν στο πως να με κάνουν καλά» γέλασε

 

Μόλις η Έχιδνα ολοκλήρωσε τα λόγια της, άρχισε να αλλάζει μορφή. Τα δύο της πόδια έλιωσαν και από την μέση και κάτω άρχισε να φυτρώνει κορμί φιδιού. Μαζί με τα πόδια της ,εξαφανίστηκε και αυτό το τρεμούλιασμα των χεριών. Πέταξε τον χιτώνα μακρυά και μου έδειξε τα δύο της στήθια. Ακούμπησε στα πλαϊνά μου δύο αυγά.

 

«Δέκα λεπτά» μου είπε « σε δέκα λεπτά θα βγουν από αυτά τα δύο αυγά δύο βασιλίσκοι. Θα τους δώσω λίγο από το μητρικό μου γάλα και ύστερα θα τους αφήσω να σε φάνε .Να δω εάν τα έκανα όλα σωστά. Πάνε χιλιάδες χρόνια από την τελευταία φορά, ίσως να έχω ξεχάσει και κάτι. Στην θέση σου θα ένιωθα μεγάλη τιμή»

«Παλιοπουτάνα!»

 

Η βρισιά μου αυτή δεν φάνηκε να την ενοχλεί και πολύ. Εμένα αντιθέτως με ενοχλούσε και αρκετά μάλιστα το γεγονός πως δεν είχα καμία ελπίδα απέναντι της.

Άρχισα να ψέλνω προσευχές στον Δία, εκλιπαρώντας τον για βοήθεια.

 

Με την φιδίσια της γλώσσα,η Έχιδνα μου έγλειψε το πρόσωπο.

 

«Οι προσευχές σου δεν θα σε βοηθήσουν.»

Χαίρω πολύ χαιρόπουλος

 

Μιας και οι προσευχές μου δεν φάνηκαν να έχουν κάποιο αποτέλεσμα, αποφάσισα να χρησιμοποιήσω το μυαλό μου. Χρειάστηκαν αρκετά λεπτά μέχρι να σκεφτώ κάτι που θα μπορούσε να λειτουργήσει και εκτός του κόσμου των ονείρων. Στον λαιμό μου είχα κρεμασμένο ένα φυλακτό που μου είχε δώσει ο Ποσειδώνας. Το φυλαχτό αυτό μου επέτρεπε να εξουσιάζω τα ύδατα. Μάζεψα με τη θέληση μου λίγα από τα σκατόνερα και τα εκτόξευσα μέσω μίας σχάρας στην επιφάνεια της γης .Εάν δεν τα είχα σκατώσει(no pun intended) όταν τα νερά θα έπεφταν στον δρόμο ,θα σχημάτιζαν την λέξη ''Δίας''

Ακόμη και εάν ο ίδιος ο Δίας δεν έβλεπε το μήνυμα, όλο και κάποια περιπλανώμενη θεότητα θα το εντόπιζε και θα τον ειδοποιούσε.

Δεν περίμενα φυσικά τον ίδιο τον Δία , να κατεβεί από τον Όλυμπο και να σώσει το τομάρι μου αλλά ήλπιζα πως τουλάχιστον θα έστελνε κάποιον Ολύμπιο για να με σώσει.

 

Η Έχιδνα δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Μπορεί να με ήθελε για πειραματόζωο της αλλά δεν ήταν και ηλίθια για να αποκαλυφθεί. Έδωσε διαταγή στα τέρατα να με σκοτώσουν.

 

Δόξα τον Δία, ελάχιστα δευτερόλεπτα προτού ένας σάτυρος χώσει τα κέρατα του στο σώμα μου ,εμφανίστηκε μπροστά μου ο Άρης. Γρήγορα τράβηξε το σπαθί του και αποκεφάλισε το σάτυρο.

«Άρη!» έκανε η Έχιδνα

«Σκύλα,ζεις ακόμα!» είπε ο Άρης καθώς έμπηγε την λεπίδα του στους εχθρούς.

«Ναι» απάντησε η Έχιδνα και ξέσπασε σε γέλια.

 

Σπανίως κάποιος γελάει όταν γνωρίζει πως στο επόμενο δευτερόλεπτο ένας πανίσχυρος θεός του χυμίξει. Η Έχιδνα είχε έναν άσο κρυμμένο στο μανίκι της και δεν αργήσαμε πολύ να μάθουμε ποιος ήταν αυτός. Τέρατα άρχισαν να μπαίνουν στο δωμάτιο από την αριστερή είσοδο. Ο συνολικός τους αριθμός πρέπει να την περνούσε την χιλιάδα.. Ακόμη και ο Άρης χλόμιασε στην θέα τόσων τεράτων.

 

Ο Άρης εμφάνισε κυριολεκτικά από το πουθενά ένα τσεκούρι και όρμησε στις ορδές των τεράτων. Παρ' όλους τους σκοτωμούς και τους διαμελισμούς, τα τέρατα δεν φαινόταν να λιγοστεύουν. Τα πράγματα δεν έμοιαζαν καλά ούτε για τον Άρη αλλά ούτε και κυρίως για μένα.

 

Η Έχιδνα , εκμεταλλευόμενη το γεγονός πως ο Άρης πάλευε ταυτοχρόνως με εκατό τέρατα άλλαξε την μορφή της σε αυτή του φιδιού και άρχισε να κατευθύνεται προς έναν σωλήνα. Η φιδίσια της μορφή με έκανε να στρέψω την προσοχή μου στα νεκρά παιδιά της .Ήταν στο μέγεθος των φιδιών. Εάν τα είχε γεννήσει μπορούσε να τα στείλει μέσω των σωλήνων στα σπίτια των ανθρώπων για να σκοτώσουν και να εξαφανιστούν πολύ εύκολα .Θα μπορούσε με αυτόν τον τρόπο να σκοτώσει χιλιάδες άτομα μέσα σε μία μόνο μέρα και χωρίς να καταλάβει τίποτε..

 

Έπρεπε να δράσω και γρήγορα μάλιστα προτού η Έχιδνα καταφέρει να εξαφανιστεί. Στο δαιμόνιο μυαλό μου σχηματίστηκε μία ιδέα που ίσως και να δούλευε.

Εάν ήμουν μαθηματικός, η λύση αυτή θα μου εξασφάλιζε τουλάχιστον δύο με τρία phd(η έναν ζουρλομανδύα). Χρησιμοποιώντας και πάλι το μενταγιόν του Ποσειδώνα, μάζεψα όσο περισσότερο νερό μπορούσα και το έστειλα επάνω στα τέρατα. Όλως παραδόξως το σχέδιο μου λειτούργησε και δεν ήμουν σίγουρος εάν με είχε βοηθήσει ο Δίας ή απλά είχα διαπρέψει λόγω της τεράστιας εξυπνάδας μου. Το τεράστιο κύμα που σήκωσα έδιωξε τα περισσότερα τέρατα από το δωμάτιο.

 

Ο Άρης σκότωσε εύκολα όσα τέρατα είχαν απομείνει και έστρεψε την προσοχή του στην Έχιδνα.

Ήμουν έτοιμος να παρακολουθήσω μία γιγάντια μάχη μεταξύ αυτών των δύο όταν άρχισα να νιώθω μία κούραση .Δεν άργησα να λιποθυμήσω.

Στα όνειρα μου ήμουν στον Όλυμπο ,άκουγα κάποιον να γελάει και ήμουν σίγουρος πως δεν ήταν ο Γέλως.

Γαμώ τον Δία.

 

*

 

Ξύπνησα και είδα τον Άρη να με κοιτάει. Κρατούσε στο χέρι του το κεφάλι της Έχιδνας.

«Ο Ίκαρος πως είναι ; » Τον ρώτησα

«Καλά, αναρρώνει»

«Πόσες ώρες κοιμάμαι ;»

«Τρεις ολόκληρες μέρες»

Ο Ερμής σηκώθηκε από την καρέκλα του και πλησίασε το κρεββάτι μου. Ο μικρόσωμος θεός είχε ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του. Μου πέταξε ένα βιβλίο με ρεκόρ γκίνες. Άρχισα να το διαβάζω μέχρι που έφτασα σε μία σελίδα με τίτλο ''Ο Άνθρωπος που τράβηξε το μεγαλύτερο καζανάκι του κόσμου''. Το έκλεισα και το πέταξα στα μούτρα του Ερμή. Ο Θεός γέλασε και εξαφανίστηκε.

Μία σκέψη πλανιόταν σε όλο μου το μυαλό: Ελπίζω το κρασί που ήπιε ο Διόνυσος να ήταν καλό γιατί θα ήταν και το τελευταίο του!

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Κι άλλη συμμετοχή:

 

#2 - Υπόνομοι (2.900 λέξεις)

 

Τελικά ήταν ωραία εδώ κάτω. Μπορεί να μύριζε λίγο και να είχε 24 ώρες νύχτα άλλα ήταν ωραία, έτσι και αλλιώς ποτέ δεν είχε συμπαθήσει το φως της μέρας, και το περιβάλλον στους υπονόμους του ταίριαζε γάντι.

«Έλα Ντιν φέρε εδώ το τσουβάλι. Όχι αυτό ρε βλάκα, ξεκίνα με το από πάνω, αν τραβήξεις αυτό θα πέσουν τα άλλα και θα σε πλακώσουν.»

Ο Ντιν μούγκρισε κάτι μέσα από τα δόντια του, που δεν είχαν και σχέσεις πάθους με τον οδοντίατρο, και τεντώθηκε για να πιάσει τις άκρες από το τσουβάλι που ήταν στην κορυφή.

«Μπράβο αγόρι μου». Γρύλισε επιδοκιμαστικά ο Τόνυ και ο Ντιν γύρισε και του έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα. Ο Τόνυ έπιασε το τσουβάλι από την κορυφή και έβγαλε από την τσέπη του ένα αστραφτερό μαχαίρι και ο Ντιν χάζευε την λάμα και πως αντανακλούσε τις λάμψεις από την λάμπα θυέλλης που χρησιμοποιούσαν για να βλέπουν. Ο Τόνυ άρχιζε να χειρίζεται το μαχαίρι σαν χειρούργος που κάνει μια προσεκτική τομή και σε λίγο το περιεχόμενο του τσουβαλιού έκανε την εμφάνιση μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Ντιν και στα όχι και τόσο έκπληκτα του Τόνυ.

«Αφεντικό έκανε καλή μπάζα αυτήν την φορά ο Μάϊκ.» Είπε ο Ντιν. Ο Τόνυ δεν μίλησε παρά μόνο έβλεπε άπληστα το περιεχόμενο του τσουβαλιού.

« Είμαι σίγουρος ότι τώρα θα πιάσουμε την καλή.» Συνέχισε μονολογώντας ο Ντιν. Ο Τόνυ και πάλι δεν μίλησε αλλά άρχισε να βγάζει από το τσουβάλι το περιεχόμενο και να το τοποθετεί με τάξη σε ένα στεγνό και επίπεδο μέρος του υπονόμου. Ήταν φορητοί προσωπικοί υπολογιστές και όπως υπολόγισε ο Τόνυ το κάθε τσουβάλι περιείχε 20 κομμάτια.

«Τέλεια μπάζα.» Σκέφτηκε. «Αρκεί να γίνει σωστή προώθηση.»

 

Ο εξωτερικός σύνδεσμος του Τόνυ, ο Μάϊκ, προχωρούσε μόνος του στον δρόμο. Είχε παραδώσει την μπάζα στο προσυμφωνημένο καπάκι υπονόμου και τώρα βιαζόταν να γυρίσει σπίτι και να βγάλει από πάνω του τα ρούχα του εργάτη του δήμου που φόραγε για να μην κινήσει την περιέργεια. Το φορτηγάκι του δήμου, που είχε κλέψει, το είχε εγκαταλείψει σε ένα υπόγειο παρκινγκ και τώρα γύριζε με τα πόδια στο σπίτι, όπως έκανε πάντα. Ο Μάϊκ σκεφτόταν τις καινούριες δουλειές που είχε ανοίξει με αυτόν τον τύπο. Ήταν έξυπνος ο Τόνυ και αυτό το σύστημα που είχε σκεφτεί στο να κρύβουν τα κλοπιμαία στους υπονόμους και να τα διακινούν από εκεί ήταν τρομερό. Μειωνόταν στο ελάχιστο ο κίνδυνος που είχαν για να μην τους πιάσει η αστυνομία και αυτό από μόνο του ήταν ένα τρομερό πλεονέκτημα. Το μόνο πρόβλημα που είχε ο Μάϊκ ήταν ότι δεν του άρεσε το μούτρο του Τόνυ. Βέβαια πώς να σου αρέσει το μούτρο κάποιου που ζει στους υπονόμους, έλεγε ο Μάϊκ προσπαθώντας να βρει μια δικαιολογία για να μην πάψει να εμπιστεύεται τον Τόνυ. Αλλά και πάλι το μούτρο του Τόνυ του φαινόταν τόσο αναξιόπιστο όσο και το μούτρο του Ρασπούτιν, του διαβολοκαλόγερου, που θυμόταν από μια φωτογραφία σε ένα βιβλίο ιστορίας. Ο Μάϊκ έφτασε στο σπίτι του και καθώς άνοιγε την πόρτα του διαμερίσματος του μια έκπληξη τον περίμενε εκεί. Ένας ντυμένος στα μαύρα κουκουλοφόρος άντρας στεκόταν στο κέντρο του καθημερινού του και μόλις τον είδε σήκωσε το αριστερό του χέρι που κρατούσε ένα όπλο διόλου ευκαταφρόνητου μεγέθους και η κάννη του ήταν στολισμένη με έναν σιγαστήρα.

«Μη.» Πρόλαβε να πει ο Μάϊκ όταν το όπλο εκπυρσοκρότησε και ένιωσε το στήθος του να βουλιάζει προς τα μέσα σαν να το έχουν χτυπήσει με βαριοπούλα. Αιμάτινα ρόδα άνθισαν στην φόρμα εργασίας του και τα μάτια του σκοτείνιασαν καθώς έπεφτε. Το τελευταίο πράγμα που αντίκρισε σε αυτήν την ζωή ήταν τα κατάμαυρα άρβυλα του άγνωστου δολοφόνου του που είχε σταθεί από πάνω του και μετά μια λάμψη πριν περάσει στο παρελθόν.

 

Ο Ντιν τακτοποιούσε τα πράγματα στην κρυψώνα που είχε βρει για αυτούς ο Τόνυ. Πιο πριν ο Τόνυ είχε πει στον Ντιν ότι θα έβγαινε για μερικά λεπτά πάνω στην άσφαλτο για να κάνει ένα τηλεφώνημα.

«‘Ντάξει αφεντικό.» Είχε πει ο Ντιν και καθώς τον περίμενε άκουγε μουσική από το ipod που του είχε χαρίσει ο Τόνυ όταν τον είχε προσεγγίσει για να συνεργαστούνε. Ο Ντιν δεν ήταν χαζός. Καθόλου. Απλά άφηνε τους άλλους να σχηματίσουν αυτήν την εντύπωση για αυτόν. Τον βόλευε αυτό, μπορούσε μετά να τους κουμαντάρει πιο εύκολα. Με τον Τόνυ έκανε υπομονή ακόμη και ανεχόταν τις προσβολές του γιατί είχε καταλάβει ότι ο Τόνυ είχε πολλά μυστικά κρυμμένα κάτω στους υπονόμους. Τώρα που καθάριζε θυμότανε πως τον είχε προσεγγίσει ο Τόνυ, σε εκείνο το σκοτεινό κωλόμπαρο που είχε πάει για να δει κανέναν κώλο να λικνίζεται. Σίγουρα του είχε τραβήξει το ενδιαφέρον η κακόμοιρη και αγαθιάρικη εμφάνιση του, που σκόπιμα υιοθετούσε ο Ντιν όταν έβγαινε στην πιάτσα. Και με το που δέχτηκε την πρόταση για συνεργασία ο Ντιν άρχισε να ελέγχει ασταμάτητα το παρελθόν του συνεργάτη του. Το έκανε αυτό ρωτώντας τον, δήθεν αδιάφορα, για πιο παλιούς του συνεργάτες και κάθε απάντηση του Τόνυ αποτυπωνόταν βαθιά μέσα στο μυαλό του και έτσι σιγά σιγά άρχισε να υφαίνει το κουβάρι της ιστορίας του Τόνυ. Άρχισε να καταλαβαίνει ότι οι προηγούμενοι συνεργάτες του Τόνυ δεν έζησαν και πολύ για να χαρούν τα κέρδη τους από την καταπληκτική ιδέα αυτού του κοντού μελαχρινού που παρουσιαζόταν σαν Τόνυ. Και τότε ήταν που ο Ντιν άρχισε να σκαλίζει το κινητό του Τόνυ όσο αυτός κοιμόταν. Ανακάλυψε ενδιαφέροντα πράγματα μέσα εκεί και είδε με τα μάτια του τις εντολές του Τόνυ προς έναν άγνωστο παραλήπτη να προχωρήσει στην εκτέλεση του θύματος. Και σε όλη την λίστα με τις εντολές εκτέλεσης φιγούραραν τα ονόματα των πρώην συνεργατών του Τόνυ. Πριν μερικές μέρες ο Ντιν είχε δει στην λίστα και το όνομα του τωρινού τους συνδέσμου με τον έξω κόσμο, του Μάϊκ, και όταν ο Τόνυ του είπε ότι θα πάει να κάνει ένα τηλεφώνημα ο Ντιν είπε τα σιωπηρά του συλλυπητήρια στον Μάϊκ. Τώρα ο Τόνυ κοιμόταν σε ένα βρώμικο ράντσο σε μια γωνιά του υπονόμου και είχε αφήσει το κινητό του δίπλα του. Σπουδαία ευκαιρία εξερεύνησης για τον Ντιν. Άφησε κάτω την σκούπα μαλακά και πήγε με τις μύτες στο ράντσο για να πάρει το κινητό, μόλις έφτασε εκεί αντίκρισε το πρόσωπο του Τόνυ λουσμένο στον ιδρώτα αλλά να ανασαίνει βαριά. Σημάδι ότι κοιμόταν πολύ βαθιά. Ο Ντιν έσκυψε και έπιασε το κινητό και έσυρε με το βρώμικο δάχτυλο του την οθόνη υγρών κρυστάλλων του μικρού και κομψού Samsung και αυτό δεν έκανε τίποτα. Εκνευρισμένος ο Ντιν ανοιγόκλεισε την οθόνη αλλά και πάλι αυτήν παρέμενε σκοτεινή, μετά από ακόμη μια προσπάθεια, που δεν απέδωσε τίποτα, Ο Ντιν άφησε το κινητό έτσι όπως το βρήκε και απομακρύνθηκε από το ράντσο.

«Μάλλον θα το έχει κλείσει ή θα έχει κλείσει αυτό από μόνο του επειδή θα εξαντλήθηκε η μπαταρία.» Σκέφτηκε ο Ντιν και αποφάσισε να πάει να εξερευνήσει λιγάκι τους υπόλοιπους υπονόμους τριγύρω.

 

Εδώ και λίγη ώρα ο Ντιν προχωρούσε και χωνόταν όλο και πιο βαθιά στα δαιδαλώδη υπόγεια αποχετευτικά συστήματα της πόλης έχοντας για συντροφιά του το ipod και το φανάρι για να βλέπει. Από τα ακουστικά η μουσική ξεχυνόταν στα αυτιά του εκκωφαντική και δεν άκουγε τους περίεργους θορύβους και τους βρυχηθμούς που ακουγόταν από γύρω του όλο και πιο δυνατά καθώς συνέχιζε την κάθοδο του. Για μια στιγμή, ο Ντιν, σαν κάτι να διαισθάνθηκε και χαμήλωσε μια στάλα την μουσική καθώς προχώραγε και έπειτα την χαμήλωσε και άλλο και κοκάλωσε στην θέση του όταν στα αυτιά του έφτασαν ουρλιαχτά και βρυχηθμοί, απόμακροι βέβαια ακόμη, αλλά ήταν εκεί. Με το χέρι του να τρέμει έβγαλε τα ακουστικά από τα αυτιά του και η φασαρία που άκουγε ενισχύθηκε και άλλο. Πρώτη σκέψη του Ντιν ήταν να γυρίσει και να το βάλει στα πόδια αλλά η περιέργεια του ήταν ακόμη λίγο πιο δυνατή από τον φόβο του. Έτσι έβγαλε την μπλούζα που φορούσε και τύλιξε με αυτήν το φανάρι για να μην στέλνει την λάμψη του μακριά και τον προδώσει και άρχισε να προχωράει αργά έχοντας όλες τις αισθήσεις του σε επιφυλακή. Η κάθοδος του συνεχιζότανε και τώρα άκουγε πολύ πιο καθαρά τους βρυχηθμούς των ζώων. Τα σκεφτόταν σαν ζώα γιατί μόνο ζώα θα μπορούσαν να βγάλουν τέτοιους ήχους. Όσο ο Ντιν κατέβαινε τόσο πιο πολύ άρχισε να φοβάται και αποφάσισε, ότι αν στην επόμενη στροφή δεν εμφανιζόταν κάτι, να γυρίσει πίσω. Με το που έφτασε όμως στην επόμενη στροφή το φανάρι κόντεψε να του φύγει από τα χέρια, το στόμα του άνοιξε και το σαγόνι του κρέμασε σαν χαλασμένη πόρτα παπουτσοθήκης. Τα γόνατα του λύθηκαν και μια μικρή κραυγή βγήκε από τον λαιμό του. Μπροστά του απλωνόταν μια τεράστια κυκλική αίθουσα που εκεί κατάληγαν όλα τα λύματα της πόλης και από ότι έβλεπε τώρα ο Ντιν όχι μόνο τα λύματα. Περιμετρικά γύρω από την αίθουσα υπήρχαν αγωγοί που άδειαζαν τα σκατά των κατοίκων της πόλης μαζί με άλλες ακαθαρσίες στην λίμνη που υπήρχε στο κέντρο της αίθουσας και μέσα στην λίμνη ο Ντιν αντίκρισε διάφορα εκφυλισμένα ζώα που κάποτε θα μπορούσαν να ανήκουν κάλλιστα στο ζωικό βασίλειο. Είδε κροκόδειλους που από την πλάτη τους ξεφύτρωναν μάζες φιδιών που δάγκωναν το ένα το άλλο, είδε ιγκουάνα με μέγεθος πέρα από κάθε φαντασία να τινάζουν την ουρά τους, που ήταν καλυμμένη με αγκάθια, και να κόβουν στην μέση άλλες αρρωστημένες μορφές ζώων και είδε και φίδια να ξεπερνάν σε μέγεθος ένα αστικό λεωφορείο και να είναι κουλουριασμένα σε διάφορα σημεία δημιουργώντας, με τον όγκο του κορμιού τους και τις κουλούρες που σχηματίζανε, ολόκληρες κολώνες από φολιδωτή σάρκα που ανάπνεε. Ο Ντιν τα είδε όλα αυτά και η αναπνοή του είχε σκαλώσει στο λαιμό του. Πισωπάτησε βιαστικά και άρχισε να παίρνει τον δρόμο της επιστροφής προς το κρησφύγετο του Τόνυ. Το μυαλό του Ντιν δεν μπορούσε να χωνέψει όσα είδε στην αίθουσα και πάλευε να σκέφτεται άλλα πράγματα εκτός από αυτά.

 

Στη επιστροφή του για το κρησφύγετο, πάνω στην ταραχή του, έχασε το δρόμο του αρκετές φορές και όταν έφτασε πια ιδρωμένος και βρωμοκοπώντας βρήκε τον Τόνυ να τον περιμένει καθισμένος στο ράντσο του.

«Που γυρνούσες ρε ηλίθιε; Υποτίθεται ότι θα τακτοποιούσες τα πράγματα όση ώρα κοιμόμουνα.»

«Έλα ρε Τόνυ μην φωνάζεις. Βγήκα λίγο από την κρυψώνα για να κάνω το χοντρό μου και προχώρησα λίγο μέχρι που χάθηκα και δεν μπορούσα να γυρίσω. Πανικοβλήθηκα γιατί νόμιζα θα πεθάνω εδώ κάτω.»

Ο Τόνυ παρατηρούσε την τρομαγμένη όψη του Ντιν και αποφάσισε πως λέει την αλήθεια.

«Είσαι τόσο βλάκας που είναι θαύμα που κατάφερες να βρεις ξανά τον δρόμο για να γυρίσεις.» Είπε ο Τόνυ και γέλασε δυνατά ενώ το μυαλό του Ντιν σχεδίαζε αρρωστημένα σενάρια για τον συνεργάτη του.

«Τέλος πάντων,» είπε ο Τόνυ, «έκανες μια μαλακία αλλά διορθώνεται. Σου έχω μια δουλειά να κάνεις βλακόμουτρο Ντιν.»

Ο Ντιν άρχισε να μπαίνει σε εγρήγορση. «Τι δουλειά Τόνυ;» Ρώτησε.

« Θα βγεις πάνω σήμερα και θα πας σε μια διεύθυνση που θα σου δώσω. Εκεί θα σε περιμένει ένας φίλος και θα σου δώσει κάτι πολύτιμο για μας που είμαστε κάτω εδώ.»

«Εντάξει Τόνυ.» Είπε ο Ντιν αλλά από μέσα του σκεφτόταν πως θα γινόταν να ελέγξει το κινητό του Τόνυ για να δει αν πρόκειται για παγίδα και αυτήν η ευκαιρία δεν άργησε να του δοθεί.

«Ντιν πριν φύγεις περίμενε λίγο να πάω μια στιγμή να χέσω.» Είπε ο Τόνυ.

«Ναι αφεντικό εννοείται.» Είπε ο Ντιν και ήδη σκεφτόταν ότι ο Τόνυ θα άφηνε εδώ το κινητό του όπως και έκανε. Μόλις απομακρύνθηκε ο Τόνυ ο Ντιν πήγε προς το κρεβάτι και βρήκε το κινητό. Γλίστρησε το πορτάκι προς τα πάνω και αυτό έβγαλε την έντονη λάμψη του. Ο Ντιν δεν έχασε χρόνο και έψαξε να βρει την λίστα με τα ονόματα των θυμάτων του Τόνυ και όταν την βρήκε στην κορυφή βρισκόταν το δικό του όνομα με σκούρα μαύρα γράμματα. Καθυστέρησε μια στιγμή για να ελέγξει και τα μηνύματα και στα απεσταλμένα βρήκε το όνομα του και δίπλα την λέξη ‘’Ξέκανε τον’’ σταλμένο προς τον άγνωστο παραλήπτη που ο Ντιν γνώριζε πια ήταν η δουλειά του. Με μια απότομη κίνηση έκλεισε το τηλέφωνο και άρχισε να τρίζει άγρια τα δόντια του. Ήδη είχε σκεφτεί πως θα τιμωρούσε τον Τόνυ για αυτήν την προδοσία του. Με μια άγρια λάμψη στα μάτια του έσκυψε και ξήλωσε το πόδι από το ράντσο και περίμενε τον Τόνυ να γυρίσει.

 

Μετά από πέντε λεπτά άκουσε βήματα να πλησιάζουν και έσφιξε στο χέρι του το αυτοσχέδιο ρόπαλο. Ο Τόνυ μπήκε βρίζοντας στην κρυψώνα αλλά σταμάτησε γιατί δεν είδε κανέναν.

«Τον βλάκα αφού του είπα να περιμένει.» Ήταν τα λόγια που πρόλαβε να πει πριν το σίδερο χτυπήσει στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και ο Τόνυ σωριαστεί σαν νεκρός. Ο Ντιν έπιασε τον αναίσθητο συνεργάτη του από τις μασχάλες και το έσυρε προς έναν σωλήνα που ξεφύτρωνε από το έδαφος και εκεί με γρήγορες κινήσεις τον έδεσε γερά με τα σκοινιά που είχαν για να κατεβάζουν τα τσουβάλια κάτω στους υπόνομους. Ο Ντιν είχε μια δουλειά ακόμη να τελειώσει.

 

Όταν ο Ντιν επέστρεψε ο Τόνυ ήταν ακόμη αναίσθητος και ο Ντιν αποφάσισε ότι έπρεπε να τον κατουρήσει για να ξυπνήσει. Μόλις σκέφτηκε αυτήν την ιδέα ένιωσε την κύστη του να συμφωνεί μαζί του και ένας πίδακας από καυτά ούρα προσγειώθηκε στο πρόσωπο του Τόνυ. Αυτός φάνηκε να ξυπνάει και άρχισε να βήχει πνιγμένος από τα κάτουρα. Όταν συνειδητοποίησε τι συμβαίνει άρχισε να ουρλιάζει και τραβούσε τα χέρια του με μανία προσπαθώντας να τα κουνήσει αλλά ήταν δεμένα πολύ γερά. Ο Ντιν ήταν από πάνω του και γέλαγε καθώς τίναζε το πουλί του και το έκρυβε μέσα στο βρωμερό παντελόνι του και μετά πιο μέσα στο ακόμη πιο βρώμικο εσώρουχο του.

«Σάρεσε το μπανάκι καριόλη;» Είπε μέσα από τα δόντια του ο Ντιν.

« Τι κάνεις ρε βλαμμένε;» Ούρλιαξε ο Τόνυ. « Λύσε με γιατί θα λυθώ και μετά θα σου γαμήσω όλες τις τρύπες σου.»

«Δεν είσαι σε θέση να απειλείς Τόνυ, και αφού θέλεις τόσο πολύ να σε λύσω θα το κάνω και μετά θα πάμε και μια βολτούλα για να σου δείξω τα αξιοθέατα των υπονόμων.» Είπε ο Ντιν και έδειξε με το χέρι του μια αναπηρική πολυθρόνα, από αυτές που διπλώνουν, να στέκεται λίγο πιο πέρα.

«Έχεις τρελαθεί τελείως ρε βλάκα; Τι είναι αυτά που κάνεις.» Είπε ο Τόνυ.

«Θα σε πληρώσω με το ίδιο νόμισμα που θα με πλήρωνες και εσύ για τις υπηρεσίες μου. Μόνο που το δικό μου νόμισμα δεν το βρίσκεις εύκολα στα χρηματιστήρια.» Είπε ο Ντιν και από το λαρύγγι του ξεπήδησε ένα γέλιο που έκοψε τα πόδια του Τόνυ. Μετά από αυτό ο Ντιν έλυσε το ένα σχοινί που κρατούσε τον Τόνυ με τον σωλήνα και τον έπιασε και τον μετέφερε στο καροτσάκι και αφού τον χτύπησε πρώτα για να καθίσει ήσυχος τον έδεσε πάνω εκεί και ξεκίνησαν την βόλτα τους. Όση ώρα ήταν αναίσθητος ο Τόνυ, ο Ντιν είχε ανέβει στο δρόμο και είχε ληστέψει ένα κατάστημα με είδη για ανάπηρους, και τώρα χρησιμοποιούσε την πολυθρόνα.

 

«Που θα με πας;» Έγρουξε μετά από λίγο ο Τόνυ και ο Ντιν άκουσε στην φωνή του ένα ικετευτικό τόνο. Δεν σταμάτησε να τσουλάει το καροτσάκι. Ο Τόνυ σταμάτησε για λίγο να μιλάει και μετά συνέχισε με πιο δυνατή φωνή.

«Που με πας Ντιν; Πες μου σε παρακαλώ; Θα σαφήσω ήσυχο, δεν θα σε ξαναενοχλήσω, σε παρακαλώ.» Ο Ντιν δεν μιλούσε, παρά μόνο έσπρωχνε το καροτσάκι και περίμενε την στιγμή που θα έσπαγε ο Τόνυ. Για λίγη ώρα δεν ξαναμίλησε ο Τόνυ και καθώς κατέβαιναν πιο βαθιά στους υπονόμους άρχισαν να ακούγονται οι γόγγροι και οι βρυχηθμοί των τεράτων. Κρύος ιδρώτας τότε έλουσε τον Τόνυ.

«Τι ήταν αυτό Ντιν, το άκουσες;» Είπε ο Τόνυ και πριν προλάβει να πει κάτι άλλο οι βρυχηθμοί ακούστηκαν πιο έντονοι. Τότε ο Ντιν μίλησε για πρώτη φορά.

«Εσύ θα μου πεις τι είναι Τόνυ, γιατί εσύ θα τα δεις από κοντά.» Είπε γελώντας ο Ντιν και πριν προλάβει ο Τόνυ να πει κάτι άλλο ο Ντιν πήρε την τελευταία στροφή με το καροτσάκι και τα μάτια του Τόνυ αντίκρισαν την φρίκη. Το βρώμικο νερό, κάτω στο κέντρο της αίθουσας κόχλαζε και διάφορες φρικαλέες παρουσίες ήταν εκεί. Ο Τόνυ είδε έναν βάτραχο τριών μέτρων τουλάχιστον να εκτοξεύει την γλώσσα του και αυτήν να κολλάει στο λαιμό από μια μεταλλαγμένη σαύρα και καθώς μαζευόταν πίσω ξεκόλλησε και ένα μεγάλο κομμάτι κρέας από τον λαιμό της σαύρας. Τότε ο Τόνυ άρχισε να ουρλιάζει σκίζοντας τις χορδές στον λαιμό του και ματώνοντας τα χείλη του από τις δαγκωματιές που έκανε ο ίδιος στον εαυτό του. Ο Ντιν γέλαγε μανιασμένα στο άκουσμα των κραυγών του Τόνυ και το πρόσωπο του έλαμπε με την λάμψη που χαρίζει η τρέλα. Και στο αποκορύφωμα των κραυγών του Τόνυ ο Ντιν έσπρωξε το καροτσάκι στον βάραθρο με τα τέρατα. Αυτό έπεσε στο νερό και άρχισε να βουλιάζει αμέσως με το Τόνυ κολλημένο πάνω του αλλά αυτό το βύθισμα δεν κράτησε για πολύ καθώς ένας αλιγάτορας που από την πλάτη του εξείχαν διάφορα ενδιαφέροντα πράματα άρπαξε τον Τόνυ και την πολυθρόνα μαζί και άρχισε να στριφογυρίζει το κορμί του παρασέρνοντας τους σε αυτό τον θανατηφόρο χορό. Ο Ντιν έβλεπε με αγαλλίαση το κορμί του πρώην συνεργάτη του να διαλύεται και τα θηρία να σκοτώνονται μεταξύ τους για το ποιο θα φάει το καλύτερο κομμάτι του. Όταν πια είχαν τελειώσει όλα ο Ντιν πήρε το δρόμο της επιστροφής, σκεφτόμενος τι θα έκανε τώρα με τα κλοπιμαία, καθώς βάδιζε άκουσε βαριά βήματα να πλησιάζουν προς το μέρος του, πάγωσε στην θέση του όταν από την απέναντι μεριά του υπονόμου άρχισε να φαίνεται η πελώρια σκιά από ένα πλάσμα που φαινόταν να έχει κεφάλι σαύρας αλλά εντελώς παράδοξα βάδιζε στα δύο πόδια…

«Σαν άνθρωπος.» Σκέφτηκε ο Ντιν πριν τον καταπιεί το σκοτάδι.

 

 

Τέλος.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

κύριε διοργανωτά, μια παράκληση.

Μήπως θα μπορούσατε κατά την παρουσίαση των συμμετοχών να δίνετε και μερικές βασικές πληροφορίες, όπως αριθμός λέξεων, λιγδιασμένη βία, ρυπαρό σεξ, κλίμακα μπόχας, κλπ, κλπ; Εννοείται χωρίς προσωπικές πληροφορίες περί του δημιουργού.

Εκ των αναγνωστών

Link to comment
Share on other sites

Καλη΄η ιδέα του Νιργκάλ. Να τα προσθέτουν οι συγγραφείς στο κείμενό τους.

Link to comment
Share on other sites

κύριε διοργανωτά, μια παράκληση.

Μήπως θα μπορούσατε κατά την παρουσίαση των συμμετοχών να δίνετε και μερικές βασικές πληροφορίες, όπως αριθμός λέξεων, λιγδιασμένη βία, ρυπαρό σεξ, κλίμακα μπόχας, κλπ, κλπ; Εννοείται χωρίς προσωπικές πληροφορίες περί του δημιουργού.

Εκ των αναγνωστών

Θα σας δίνω αριθμό λέξεων για να ξέρετε πόσο θα διαβάσετε. Τα υπόλοιπα όμως σε τι εξυπηρετούν; Είναι διαγωνισμός. Ή τα διαβάζεις όλα για να ψηφίσεις, ή κανένα και δεν ψηφίζεις. Θέλετε να αποφύγετε κάποια από τα διηγήματα;

Link to comment
Share on other sites

κύριε διοργανωτά, μια παράκληση.

Μήπως θα μπορούσατε κατά την παρουσίαση των συμμετοχών να δίνετε και μερικές βασικές πληροφορίες, όπως αριθμός λέξεων, λιγδιασμένη βία, ρυπαρό σεξ, κλίμακα μπόχας, κλπ, κλπ; Εννοείται χωρίς προσωπικές πληροφορίες περί του δημιουργού.

Εκ των αναγνωστών

Θα σας δίνω αριθμό λέξεων για να ξέρετε πόσο θα διαβάσετε. Τα υπόλοιπα όμως σε τι εξυπηρετούν; Είναι διαγωνισμός. Ή τα διαβάζεις όλα για να ψηφίσεις, ή κανένα και δεν ψηφίζεις. Θέλετε να αποφύγετε κάποια από τα διηγήματα;

 

Όχι, βέβαια, όλα το ίδιο θα μυρίζουν.

Link to comment
Share on other sites

Θέλετε να αποφύγετε κάποια από τα διηγήματα;

 

Όχι, βέβαια, όλα το ίδιο θα μυρίζουν. :rofl:

Link to comment
Share on other sites

Όχι, βέβαια, όλα το ίδιο θα μυρίζουν.

post-1004-0-30036400-1310158170_thumb.jpg

 

Ξεκινώντας από τα Χελωνονιντζάκια μέχρι το ΙΤ του Στήβεν Κινγκ, και πολλές άλλες ταινίες που έχουν σκηνές σε υπονόμους, ατμοσφαιρικές σκηνές, δεν πρόσεξα σε όλες την εμμονή με τα σκ@#@ και την μπόχα, όσο στην κομπλεξική αντιμετώπιση του θέματος εδώ στο sff. Ξανακοίταξα το αρχικό ποστ, και όχι, δεν νομίζω ότι επιμένω πουθενά για βοθροκαταστάσεις.

 

Κάτι δικό μου, μόλις το έγραψα στα βιαστικά:

 

"Έσυρε το ξίφος από το θηκάρι, αντλώντας μια κάποια σιγουριά στο σύρσιμο της λάμας μέσα στο σκοτάδι. Ο υπόνομος ήταν γεμάτος από ήχους. Τα ποδοβολητά από τον καρόδρομο της πόλης έφταναν πνιχτά εδώ κάτω στα υπόγεια, ανακατεύονταν με τον παφλασμό των μιαρών νερών, και μαζί με την ηχώ του Άδη έπλαθαν τρελές οπτασίας στα μάτια της φαντασίας του. Με την αιχμή του σπαθιού του να ηγείται της πορείας του, συνέχισε αποφασιστικά προς τον αθέατο στόχο του. Περιστασιακά άκουγε το τσίριγμα των αρουραίων, ένιωθε τα παχουλά, τριχωτά τους σώματα να σκοντάφτουν στις μπότες του και προσπάθησε να μην σκέφτεται με τι χόρταιναν τα ρυπαρά τους στομάχια. Η μυρωδιά είχε πάψει να τον ενοχλεί πλέον. Ήξερε ότι είχε πλησιάσει στα θεμέλια του κάστρου, και η κατάρα που είχε φωλιάσει στη Ανθέρνη ήταν κοντά. Ένιωθε το χνώτο της μαγγανείας πηχτό στη μαυρίλα που τον τύλιγε."

 

Και θα συνέχιζα με την υπόθεση χωρίς να χρειάζεται να κοπανιέμαι με σκ@#@ και μπόχα. Είναι στην πένα του καθενός πόσο είναι ικανός να "αναδυθεί" στην περίσταση (όπως θα το λέγαμε αμερικάνικα.)

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Καλέ Ντίνο πλάκα κάνει ο άνθρωπος. Εννοείται ότι δεν είναι ανάγκη να υπάρχει κάτι τόσο βρωμερό. Αλλά όσο να πεις οι υπόνομοι έχουν μια συγκεκριμένη οσμή. Επίσης αν δεν κάνουμε με κάτι τζέρτζελο σε αυτό το διαγωνισμό πχ. το θέμα όποιο και να είναι, τι θα έχουμε να λέμε; Αφού είναι ανώνυμος. :friends:

Edited by Eugenia Rose
Link to comment
Share on other sites

Όχι, βέβαια, όλα το ίδιο θα μυρίζουν.

post-1004-0-30036400-1310158170_thumb.jpg

 

Ξεκινώντας από τα Χελωνονιντζάκια μέχρι το ΙΤ του Στήβεν Κινγκ, και πολλές άλλες ταινίες που έχουν σκηνές σε υπονόμους, ατμοσφαιρικές σκηνές, δεν πρόσεξα σε όλες την εμμονή με τα σκ@#@ και την μπόχα, όσο στην κομπλεξική αντιμετώπιση του θέματος εδώ στο sff. Ξανακοίταξα το αρχικό ποστ, και όχι, δεν νομίζω ότι επιμένω πουθενά για βοθροκαταστάσεις.

Χμμ...

 

Κάτι δικό μου, μόλις το έγραψα στα βιαστικά:

 

"Έσυρε το ξίφος από το θηκάρι, αντλώντας μια κάποια σιγουριά στο σύρσιμο της λάμας μέσα στο σκοτάδι. Ο υπόνομος ήταν γεμάτος από ήχους. Τα ποδοβολητά από τον καρόδρομο της πόλης έφταναν πνιχτά εδώ κάτω στα υπόγεια, ανακατεύονταν με τον παφλασμό των μιαρών νερών, και μαζί με την ηχώ του Άδη έπλαθαν τρελές οπτασίας στα μάτια της φαντασίας του. Με την αιχμή του σπαθιού του να ηγείται της πορείας του, συνέχισε αποφασιστικά προς τον αθέατο στόχο του. Περιστασιακά άκουγε το τσίριγμα των αρουραίων, ένιωθε τα παχουλά, τριχωτά τους σώματα να σκοντάφτουν στις μπότες του και προσπάθησε να μην σκέφτεται με τι χόρταιναν τα ρυπαρά τους στομάχια. Η μυρωδιά είχε πάψει να τον ενοχλεί πλέον. Ήξερε ότι είχε πλησιάσει στα θεμέλια του κάστρου, και η κατάρα που είχε φωλιάσει στη Ανθέρνη ήταν κοντά. Ένιωθε το χνώτο της μαγγανείας πηχτό στη μαυρίλα που τον τύλιγε."

Και τότε γλίστρησε.

 

Δεν θέλω να σκέφτομαι που...

 

Η απόσταση ανάμεσα στη σοβαρή αντιμετώπιση ενός θέματος και στην ιλαρή, κωμική (ή ενίοτε και στην γελοία) αντιμετώπιση, μπορεί να απέχει ελάχιστα. Το τι προτιμάμε είναι άλλο θέμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση με ενδιαφέρει να απολαύσω τα διηγήματα, όποια τροπή κι αν θα έχουν πάρει. Σίγουρα δεν θα μ' αρέσουν όλα, σίγουρα δεν θα συμφωνήσω με όλους. C' est la vie.

 

Και θα συνέχιζα με την υπόθεση χωρίς να χρειάζεται να κοπανιέμαι με σκ@#@ και μπόχα. Είναι στην πένα του καθενός πόσο είναι ικανός να "αναδυθεί" στην περίσταση (όπως θα το λέγαμε αμερικάνικα.)

Ένα καλό κείμενο δε σημαίνει κατ' ανάγκη ότι πρέπει να είναι και σοβαρό. Βλέπε Terry Pratchett, Douglas Adams, όπως και Monty Pythons στον κινηματογράφο, οι οποίοι έχουν ισοπεδώσει τα πάντα

Νομίζω ότι το σημαντικότερο είναι να μην παίρνουμε στα σοβαρά τα πάντα.

Και ναι, θα συμφωνήσω ότι το θέμα είναι πολύ καλό, ακριβώς γιατί δεν περιορίζει, ούτε στο είδος, αλλά ούτε και στην πορεία που θα ακολουθήσει ο συγγραφέας.

 

Όσο για τα σχόλιά μου, δεν είχα καμία πρόθεση να προσβάλω.

Link to comment
Share on other sites

Και τρίτη συμμετοχή:

 

#3 - Ραβδί (2.995 λέξεις)

 

 

Η δράκαινα ανασήκωσε το κεφάλι της από τ’ αυγά της κι αυτό έκανε τον Ιτάργκα το Ραβδί ν’ αναριγήσει. Ήταν ψηλή όσο ο Πύργος που στέκονταν με τον Ασίκη της πόλης του Σερ-Σεφέρ, χρυσαφιά κι αμείλικτη. Είχε φτερούγες τόσο μεγάλες που μπορούσες από κάτω τους να στεγάσεις ολόκληρο το πανηγύρι του Ντοκρό. Το κεφάλι της ήταν ίσα μ’ ένα άλογο και τα πιο μικρά από τα δόντια της μπορούσαν να διαπεράσουν ένα ανθρώπινο κεφάλι πέρα ως πέρα. Αυτό μάλιστα το τελευταίο, ο Ιτάργκα το είχε δει με τα ίδια του τα μάτια και το έβλεπε ακόμα. Το ξεριζωμένο κεφάλι του τελευταίου καβαλάρη της ήταν ακόμη σφηνωμένο στη μασέλα της πάνω δεξιά όπως την κοιτούσες, με το λοφίο της περικεφαλαίας να κρέμεται έξω απ’ τα χείλη.

 

Ήταν στ’ αλήθεια γιγάντια. Στο βορρά, οι δράκαινες που ήξερε ο άντρας ήταν ογκώδεις, γιατί ήταν μαλλιαρές κι είχαν πολύ λίπος. Όμως ετούτη εδώ ήταν όλο μύες, με φολίδες να την καλύπτουν. Οι ντόπιοι έλεγαν πως η φωτιά της έλειωνε το σμάλτο των δοντιών των θυμάτων της κι εφυάλωνε τον πηλό στα κανάτια. Ο δρακοκαβαλάρης -πριν καταλήξει βρωμίτσα στη μασέλα της- ισχυριζόταν πως όταν θύμωνε, οι φολίδες της κροτάλιζαν σαν αλυσωτός θώρακας σε ώρα μάχης.

 

Κι όμως τώρα, παρατήρησε ο Ιτάργκα, οι φολίδες της δεν κροτάλιζαν. Είχε φάει το καβαλάρη της και το τελευταίο Ραβδί του Σερ-Σεφέρ. Είχε ξεκοιλιάσει δύο-τρεις φρουρούς του Ασίκη, όταν εκείνοι είχαν προσπαθήσει να μπουν στο παχνί και να πάρουν τα τρία από τα πέντε αυγά, να τα βάλουν σε δράκαινες που ‘χαν χάσει τα δικά τους. Έκανε σαν παλαβή, όμως δε φαινόταν θυμωμένη.

 

«Το ζώο φοβάται, Ασίκη μου», είπε στον επιβλητικό άντρα με το τουρμπάνι και την κορώνα.

 

«Αυτό το ήξερα κι εγώ, Ραβδί», έκανε ο άλλος σκυθρωπός. «Γι’ αυτό σ’ έφερα από την άλλη άκρη του κόσμου, για να μου πεις το προφανές;»

 

Ο Ιτάργκα άρπαξε τον Ασίκη απ’ το γιακά της κελεμπίας και τον πέταξε κάτω, πίσω από το παράπετο του εξώστη. Η φλόγα από το στόμα της δράκαινας φτερούγισε σαν πορτοκαλί μετάξι πάνω από τα κεφάλια τους, μέσα σ’ ένα βροντερό βρυχηθμό. Ο ακόλουθος του Ασίκη, άτυχος, απανθρακώθηκε από το στήθος και πάνω και το καρβουνιασμένο κεφάλι του καβαλάρη της έπεσε δίπλα του. Το θηρίο έβγαλε ένα κάπως ευχαριστημένο ήχο. Την ενοχλούσε φαίνεται το λοφίο της περικεφαλαίας.

 

Με μια κίνηση ρευστή σαν του πέπλου που ξεδιπλώνεται στον άνεμο, ο Ιτάργκα τράβηξε το ραβδί από τη ζώνη του και το ακούμπησε στο μουσούδι του κτήνους μουρμουρίζοντας. Ένα αστροπελέκι μινιατούρα αναπήδησε πάνω στις χρυσαφιές φολίδες κι η δράκαινα μούγκρισε από τον πόνο. Ο άντρας ένιωσε τα δόντια του να κροταλίζουν από τη βροντή της διαμαρτυρίας της, όμως δεν αποθαρρύνθηκε, ξαναχτύπησε με το ραβδί τη μουσούδα προφέροντας χαμηλότονα το ξόρκι κατευνασμού. Το ζώο υποχώρησε.

 

Ο Ασίκης δεν είχε κάνει τον κόπο να σηκωθεί. Ανακάθησε μόνο, με την πλάτη στο παράπετο και κοιτούσε το άθικτο κάτω μέρος του ακολούθου του που είχε σωριαστεί άψυχο. Τα φρύδια του είχαν σμίξει και τα μάτια του ούτε που γύρισαν να κοιτάξουν τον Ιτάργκα. «Λοιπόν; Εκτός από το προφανές έχεις κάτι άλλο να πεις; Ή να σε πετάξω στην ταΐστρα της;»

 

Το Ραβδί δεν απάντησε στην απειλή. Έγειρε ελαφρά στο παράπετο να ξανακοιτάξει γι’ άλλη μια φορά το παχνί. Ήταν αρκετά βαθύ για άλλους δράκους, αλλά όχι για τούτη ‘δω. Περιβαλλόταν από τείχος, με έξι πύργους για τη φρουρά της, τους καβαλάρηδες και τα Ραβδιά. Ο πυθμένας του παχνιού ήταν γεμάτος ακαθαρσίες και βρώμια άχυρα. Πολύ χαμηλά στο τείχος, προς τη μεριά της πόλης, υπήρχε ένα άνοιγμα, κλεισμένο με πέτρινη σχάρα για να εκτρέπουν τα νερά του κοντινού ποταμού μια φορά στις δεκαπέντε και ν’ ανανεώνεται ο χώρος. Υπήρχε, επίσης κλεισμένο με πέτρινη σχάρα, κι ένα ακόμη άνοιγμα στο απέναντι τείχος, για τη διαφυγή των υδάτων.

 

«Πόσα είναι τα αυγά της;» ρώτησε τελικά.

 

«Πέντε. Ούτε και ξέρω με πόσους ζευγάρωσε πριν την πιάσουμε ξανά.»

 

Πέντε αυγά. Οι δράκαινες του βορρά σπάνια γεννούσαν περισσότερα από δύο. Συχνά μάλιστα κλωσούσαν με το χνώτο τους μόνο το ένα. Το δεύτερο ήταν η πρώτη τροφή του εκλεκτού τους.

 

«Και τα φυλάει και τα πέντε κι αντί να περηφανεύεται ή να θυμώνει, φοβάται» μουρμούρισε, διώχνοντας από το άτριχο κεφάλι του ένα κομμάτι στάχτης. «Ασίκη μου, νομίζω ότι το ζώο ξέρει καλύτερα από μας.»

«Τελείωνε με τις εισαγωγές, Ραβδί.»

 

«Η δράκαινά σου ξέρει ότι η ανάσα της και μόνο θα κλωσήσει σωστά ένα αυγό. Ένα αυγό. Φαίνεται όμως πως έχεις ένα απίστευτο ζώο εκεί κάτω, ένα ζώο που θέλει να κλωσήσει όλα του τα αυγά.»

 

«Αν η ζέστη της φλόγας της είναι που της λείπει, τότε…»

 

«Τότε θα μπορούσαμε να βάλουμε φωτιά στο παχνί της και τα αυγά θα έσκαγαν εύκολα. Όμως δεν είναι μόνο αυτό, Ασίκη μου. Η ανάσα της δράκαινας δεν έχει μόνο ζέστη. Έχει διάφορα άλλα συστατικά, που την κάνουν θρεπτική. Συστατικά που δεν τα έχουμε ακόμη αναλύσει όλα. Υπάρχει στη βιβλιοθήκη σου ένα ολόκληρο ράφι με πραγματείες σχετικές με την ανατροφή και την εκκόλαψη των δράκων. Με την άδειά σου…»

 

«Τα δικά μου Ραβδιά χρήστηκαν Ραβδιά με την προϋπόθεση ότι έμαθαν αυτές τις πραγματείες απ’ έξω» έγρουξε ο άλλος. «Ό,τι μπορούσαν να προσφέρουν αυτές οι πραγματείες το πρόσφεραν.»

 

«Στα δικά σου Ραβδιά, Ασίκη μου» έκανε ο Ιτάργκα χολωμένος. «Σε μένα θα πουν πολύ περισσότερα, γιατί εγώ δεν είμαι σαν τα Ραβδιά σου. Γι’ αυτό και με κάλεσες από την άλλη άκρη της γης. Δε φέρνω μαζί μου τη γνώση, αλλά τον τρόπο και το ήξερες αυτό εξαρχής. Δώσε μου τη γνώση κι εγώ ίσως καταφέρω από τα πέντε αυγά να σου δώσω τρεις δράκους. Πέτα με στην ταΐστρα της δράκαινας και θα ‘χεις απλά ένα νεκρό Ραβδί. Και σε τελική ανάλυση, δεν έχεις και πολλές επιλογές έτσι δεν είναι, Ασίκη μου; Είμαι το μόνο Ραβδί στην επικράτειά σου πια. Όλα τα υπόλοιπα στα έφαγε η μανούλα εκεί κάτω.»

 

Σηκώθηκε όρθιος, τίναξε τα ρούχα του και ξανακοίταξε το ζώο. Είχε κουλουριαστεί στο παχνί της, με τις φτερούγες απλωμένες πάνω από τ’ αυγά της. Πού και πού φυσούσε μια απαλή φλόγα πάνω σε κάποιο και το πλάσμα μέσα στο πιτσιλωτό λευκοκάστανο κέλυφος σάλευε. Ύστερα η μάνα κοιτούσε τον Ιτάργκα υποσχόμενη εκδίκηση.

 

«Ραβδί, είσαι χωμένος στα σκατά» ακούστηκε η φωνή του Ασίκη από χαμηλά. «Αν δεν το πάρεις απόφαση ότι δεν είσαι παρά ένα αναλώσιμο Ραβδί, τότε θα συνεχίσεις να κολυμπάς στα σκατά. Όσες πραγματείες κι αν διαβάσεις.»

 

«Τότε με την άδειά σου προτιμώ να πάω διαβασμένος. Κι αφού διαβάσω, τότε θα κατέβω και στο παχνί. Και ξέρεις κάτι, Ασίκη μου; Αν πεθάνω θα χάσω μόνο το ραβδί μου, γιατί μόνο αυτό έχω. Αν εσύ πεθάνεις, που αυτό θα κάνει πρώτο η δράκαινα αν της πεθάνουν όλα της τ’ αυγά, ούτε που μπορώ να φανταστώ τι θα χάσεις. Με την άδειά σου.»

 

Απομακρύνθηκε προς τις σκάλες, κρατώντας αποφασιστικά το ραβδί του στο χέρι και χωρίς να ρίξει ούτε ματιά στον Ασίκη, τον μισοκαμμένο ακόλουθο ή το καρβουνιασμένο κεφάλι του δρακοκαβαλάρη.

 

***

 

Ραβδί, είσαι χωμένος στα σκατά. Ήπιε άλλη μια γουλιά μαύρη μπύρα. Με κάποιον τρόπο τη διατηρούσαν δροσερή, σχεδόν κρύα, σαν τα μπράτσα των κοριτσιών τους, που τον είχαν αρνηθεί επανειλημμένα. Φαίνεται υπήρχε κάποια σχετική δεισιδαιμονία, αλλά δε νοιάστηκε να μάθει περισσότερα. Είσαι χωμένος στα σκατά, Ραβδί. Κοίταξε το ποτήρι του, αλλά, παράξενο, δεν έβλεπε το ποτό. Έβλεπε μόνο το ραβδί του. Είσαι χωμένος στα σκατά.

 

Ήταν. Οι πραγματείες δεν έλεγαν τίποτε που να μην το ήξερε, η καρδιά είναι μεγάλη σαν άλογο, ο χώρος της φωτιάς είναι ανάμεσα στα έντερα κι οι δράκαινες έχουν οίστρο μια φορά στα δέκα χρόνια. Το μόνο νέο που είχε μάθει ήταν κάτι ασυναρτησίες σχετικές με την απαίσια οσμή από το τσόφλι του αυγού όταν έσπαγε. Τις είχε διαβάσει όλες μία προς μία, και τις πραγματείες και τις ασυναρτησίες, κι ήταν όλες πανάρχαιες και ξεπερασμένες. Οι δράκοι και η γνώση του τρόπου ζωής τους είχαν εξελιχθεί από τότε που είχαν γραφτεί τα κείμενα της βιβλιοθήκης αυτής. Ίσως γι’ αυτό τα Ραβδιά του Ασίκη να μην είχαν καταφέρει τίποτε με τη δράκαινα. Η γνώση με την οποία είχαν χρηστεί ήταν επικίνδυνα παρωχημένη.

 

Αυτό δεν τον έκανε να αισθάνεται καλύτερα. Δεν είχε γίνει Ραβδί για να διαβάζει ή για να διορθώνει τους διαβασμένους. Είχε γίνει Ραβδί γιατί ήταν ό,τι κοντινότερο στο να ‘χεις ένα δράκο καταδικό σου. Να τον φροντίζεις και να τον νοιάζεσαι και τον καβαλάς, να πετάτε μαζί στα ουράνια.

 

Αφηρημένα, τράβηξε το ραβδί του από τη μέση του. Το κοίταξε, το γύρισε στα χέρια του. Οι υπόλοιποι θαμώνες της ταβέρνας έπαψαν ξαφνικά να μιλούν. Δεν το πρόσεξε, ούτε και τη νευρικότητα που έπιασε ξαφνικά τους δυο στρατιώτες που τους είχε βάλει ο Ασίκης στο πλάι του.

 

Το ραβδί. Ένα ροζιασμένο κλαρί από το δέντρο που σ’ όλες τις γλώσσες το λένε δρακομηλιά. Το σύμβολο της τέχνης του, το μόνο πράγμα που μπορούσε να πειθαρχήσει ένα δράκο, ο λόγος που άφησε πίσω οικογένεια και πατρίδα, γιατί αν ήσουν Ραβδί δε μπορούσες να ‘σαι τίποτε άλλο. Είσαι χωμένος στα σκατά. Ναι, Ασίκη μου, τώρα κάτι μας είπες. Ήμουν χωμένος στα σκατά απ’ όταν πήρα το ραβδί.

 

Σήκωσε το χέρι του, ασταθές κι αυτό, να τον δει ο κάπελας. Ο άντρας παρουσιάστηκε μπροστά του, βαρύθυμος.

 

«Έχεις πιει πολύ, Ραβδί» είπε.

 

«Δεν έχω πιει όσο θέλω. Φέρε μου μια κανάτα από τη μπύρα σου. Είναι ωραία μπύρα. Θα πάρω μαζί μου ένα-δυο βαρέλια όταν φύγω.»

 

«Ο Ασίκης λέει να μην δίνουμε μπύρα στους μεθυσμένους.»

 

«Ο Ασίκης σου να πάει να κάτσει στ’ αυγά της δράκαινάς του.»

 

Η φωνή του ήταν ήσυχη, παραιτημένη. Οι υπόλοιποι γύρω του ήταν κατάχλωμοι από την προσβολή. Οι συνοδοί του μισοσηκώθηκαν να τον προστατέψουν, όχι όμως με πολύ ζέση. Ο Ιτάργκα έμεινε ακίνητος, με το ραβδί του στο χέρι και το κεφάλι ασταθές. Ήταν ανίκανος να συλλάβει όλα όσα γίνονταν, όχι γιατί δε μπορούσε, αλλά γιατί δεν ήθελε.

 

Τελικά τον άφησαν να φύγει, όχι όμως χωρίς να πληρώσει την μεγάλη του γλώσσα. Τον ξάπλωσαν ανάσκελα σ’ ένα τραπέζι, και τον πότισαν τρεις κουβάδες μαύρη μπύρα, με τους συνοδούς του να μισοσυναινούν. Ύστερα τον πέταξαν έξω, στο σοκάκι, κι όσο εκείνος πάλευε να στηριχθεί στους αγκώνες του και να ξεράσει, οι συνοδοί του στέκονταν από πάνω του και τον κοιτούσαν περιφρονητικά.

 

Κατάφερε να σηκωθεί, αφού ξέρασε τους δυο κουβάδες μπύρα. Ένιωθε τα σωθικά του πρησμένα, και την φούσκα του έτοιμη να σκάσει. Στάθηκε με κόπο σε μια μεριά και κατούρησε ώρα πολύ. Ύστερα έκανε δέκα βήματα και ξαναστάθηκε να κατουρήσει. Ραβδί, είσαι χωμένος στα σκατά. Είμαι. Και κατουρημένος στα πόδια. Είσαι χωμένος στα σκατά.

 

«Είμαι χωμένος στα σκατά» γρύλισε μέσ’ το μεθύσι του.

 

Ξαναστάθηκε να κατουρήσει κι είδε τον υπόνομο από κάτω του, να κυλάει, μια τρύπα στο έδαφος μεγάλη όσο να χωρέσει ένας άντρας και σκεπασμένη με μια μεταλλική σχάρα. Το φεγγάρι δεν έφτανε να φωτίσει τα βδελυρά του περιεχόμενα. Οι συνοδοί του έστεκαν κάπως πιο μακριά, τους βρωμούσε ο εμετός κι η κατουρλίλα. Γέλασε.

 

«Εμένα δε μου βρωμάει τίποτε» τραύλισε. «Τί-πο-τε. Ούτε τα θειάφια, ούτε τα δρακοκατουρλιά. Ούτε τα μαλλιά που καίγονται. Ούτε τα δικά μου κατουρλιά μου βρωμάνε, ναι. Τί-ποτ-τε. Και ξέρετε γιατ-τί;»

 

Είχε και λόξυγκα. Από τη μπύρα. Τους έβλεπε να παλαντζάρουν πότε στο ένα πόδι, πότε στο άλλο, άλλα ήταν σίγουρος ότι ήταν παιχνίδι της μεθυσμένης του όρασης. Κρατούσε στο ένα χέρι το ραβδί του και στο άλλο τα παντελόνια του να μην του πέσουνε. Οι μπότες του είχαν γίνει ελεεινές.

 

«Γιατί είμ-μαι χωμ-μένος στα σκ-σκατά!» ψιθύρισε τάχα συνωμοτικά.

 

Οι συνοδοί του συνεννοήθηκαν με το βλέμμα. Ο ένας σήκωσε τη σχάρα του υπονόμου κι ο άλλος τον έδεσε από τη μέση μ’ ένα σκοινί. Ύστερα τον σήκωσαν κι οι δύο από τα μπράτσα και τον πέταξαν μέσα στον υπόνομο.

 

«Τώρα είσαι στ’ αλήθεια χωμένος στα σκατά» του είπαν καθώς τον σήκωναν και τον ξαναβουτούσαν στον οχετό, ξανά και ξανά και ξανά.

 

Τελικά τον έβγαλαν έξω, τραβώντας τον με το σκοινί. Τον παράτησαν εκεί, με το ραβδί στο χέρι, λουσμένο ολόκληρο στις ακαθαρσίες. Μάλιστα ο ένας τού πέταξε ένα χάλκινο νόμισμα για τη διασκέδαση, λες κι ήταν σαλτιμπάγκος. Ο Ιτάργκα ξέρασε πάνω του κι ύστερα το ξεδιάλεξε από την αχώνευτη τροφή και το έβαλε στην τσέπη. Έσυρε το κορμί του ως τον ανοιχτό υπόνομο, κρέμασε τα πόδια στο κενό και ξανακατούρισε. Κοίταξε το ραβδί.

 

«Είσαι χωμένος στα σκατά» μουρμούρισε.

 

Έστρεψε τη ροή των ούρων πάνω στο ροζιασμένο ξύλο κι εκείνο άστραψε και τον κατακεραύνωσε. Αναίσθητος, ξανάπεσε μέσα στο βρωμερό ποτάμι.

 

Συνήλθε από τη βία που η ροή του οχετού τον πετούσε εδώ κι εκεί. Το σκοτάδι ήταν απόλυτο και η βρώμα ανυπόφορη, τον έκανε να θέλει να πεθάνει. Διάφορα πράγματα έφταναν ως το στόμα του και προσπαθούσαν να τον πνίξουν. Προσπάθησε να κολυμπήσει, αλλά τα πόδια του ήταν βαριά σα μολύβι, οι μπότες και τα κατεβασμένα του παντελόνια τον είχαν πεδικλώσει. Πού και πού περνούσε κάτω από ανοίγματα με σχάρες, αλλά ούτε έφτανε ούτε προλάβαινε ν’ αρπαχτεί και να βγει.

 

Κάποια στιγμή η ταχύτητα του νερού έκοψε κάπως και κατάφερε να πιαστεί από ένα γείσο, κοντά σ’ ένα άνοιγμα. Κρατήθηκε μ’ όση δύναμη είχε και ξέρασε, με τις βρωμιές να του φτάνουν ως το στήθος. Ευτυχώς κάποιο ένστικτο δεν τον είχε αφήσει να χάσει το ραβδί του. Το κρατούσε τόσο σφιχτά το χέρι, που τα δάχτυλά του είχαν κοκαλώσει.

 

Έμεινε λίγο έτσι, με το κεφάλι να γυρίζει και τις μυρωδιές να του γυρίζουν το στομάχι. Μπόχα, σαν τσόφλι δρακοαυγού απαίσια. Κάτι προσπάθησε να τυλιχτεί στο πόδι του, αλλά μάλλον ήταν η φαντασία του. Ποντίκια σκλήριζαν ενοχλημένα από την εμφάνισή του. Η μπόχα δυνάμωσε, έμοιαζε όλο και περισσότερο με εκείνη του τσοφλιού.

 

Προσπάθησε να σκαρφαλώσει, αλλά ήταν πολύ γλιστερά. Σε μια από τις πολλές του προσπάθειες είδε κάπου στα δεξιά του, προς το βάθος του αγωγού ένα φως. Ζέστη και φλόγα ταξίδεψαν προς το μέρος του, αλλά ήταν πολύ μακριά για να του κάνουν κακό. Ένας μυκηθμός συνόδεψε τη φλόγα και σε μια στιγμή νηφαλιότητας σκέφτηκε πως αυτό θα πρέπει να ήταν το κανάλι καθαρισμού του παχνιού. Ήταν παράλογο που συνδεόταν με τους υπονόμους της πόλης, αλλά το Σερ-Σεφέρ απείχε πολύ από το βορρά και τη λογική του.

 

Αναστέναξε κι έβαλε περισσότερη δύναμη. Μουρμούρισε και μερικές λέξεις, ένα ξόρκι που ‘χε μάθει παλιότερα, για να βγαίνει από τη δύσκολη θέση. Ας απαγορευόταν να κάνει ξόρκια άσχετα με τους δράκους, εδώ θα πνιγόταν στο σκατό ολόκληρου του Σερ-Σεφέρ. Με δάχτυλα γλιστερά από τη βρώμα, έσπρωξε πίσω τη μεταλλική σχάρα και βγήκε στο νυχτερινό αέρα της πόλης. Του μύρισε αίμα, λίπος και βρεγμένη γούνα, αλλά ήταν ευχάριστο, νανουριστικό σε σχέση μ’ όσα μύριζε νωρίτερα. Εξαντλημένος κι εντελώς αδιάφορος για τη μοίρα του, αφέθηκε να πέσει στις πέτρες του καλντεριμιού και ν’ αποκοιμηθεί.

 

Ξύπνησε το άλλο πρωί από τα γέλια των παιδιών που τον τσιγκλούσαν με ξύλινα σπαθιά. Βρωμούσε χειρότερα κι από τσόφλι δρακοαυγού και τα παντελόνια του είχαν εξαφανιστεί, μαζί με την αριστερή του μπότα. Ευτυχώς δεν είχε χάσει το ραβδί. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά η ζαλάδα ήταν πολύ δυνατή, παραπάτησε και παραλίγο να πέσει μέσα στον υπόνομο πάλι.

 

Μπόχα. Αδιαφόρησε για τους περαστικούς που τον κορόιδευαν, αλλά καλωσόρισε έναν τυχαίο κουβά νερό που έσκασε στο κεφάλι του από ψηλά. Αναστέναξε, χασμουρήθηκε, έριξε μια ματιά τριγύρω. Είχε καταλήξει στο δρόμο που περνούσε ξυστά στο τείχος του παχνιού. Οι περίοικοι εκμεταλλεύονταν τη ζέστη από το παχνί, κρεμώντας πλυμένα χαλιά και φρεσκογδαρμένα δέρματα στις πέτρες του τείχους να στεγνώσουν. Μπόχα βυρσοδεψείου. Όχι χειρότερη από τη μπόχα του παχνιού ή τη μπόχα του υπονόμου. Σαν τσόφλι δρακοαυγού.

 

Σαν τσόφλι δρακοαυγού.

 

Η έμπνευση έρχεται εκεί που δεν την περιμένεις. Κι ο Ιτάργκα δέχτηκε εκείνη τη στιγμή την έμπνευση κι η έμπνευσή του ήταν μοναδική, μια έμπνευση που θα άλλαζε τον κόσμο για πάντα. «Για πάντα,» συλλογίστηκε, «γιατί εσύ, Ιτάργκα έτυχε κάποια στιγμή στη ζωή σου να ‘σαι χωμένος στα σκατά.» Χαμογέλασε σ’ ένα πιτσιρίκι που έστριβε τη μύτη του αηδιασμένο κι ύστερα, με υπόκρουση τις τρομαγμένες κραυγές των περαστικών, βούτηξε με τα πόδια μπροστά μέσα στον υπόνομο.

 

Οι μυρωδιές τον τύλιξαν. Ήταν όλες εκεί, όλες εκείνες οι μυρωδιές που φέρει μια πόλη στα σπλάχνα της. Φλούδια από σάπια λαχανικά και κόκαλα, ελεεινά τηγανόλαδα και λύματα βυρσοδεψείων, σπασμένα ξύλα και κεραμικά, υπόλοιπα σφαγείων και βαφείων και στάβλων και νερά σφουγγαρίσματος. Κι ακαθαρσίες, ανθρώπινες και μη, υγρές και στερεές κι αέριες, ένας υπόγειος βδελυρός ποταμός που μέσα του κολυμπούσε όλη η βρώμα των σπλάχνων της πόλης.

 

Άγρια χαρά τον πλημμύρισε καθώς στεκόταν ως το στήθος βυθισμένος μέσα σ’ όλ’ αυτά. Πάνω απ’ το κεφάλι του, ο φωτεινός κύκλος του ανοίγματος του υπονόμου, σκοτείνιαζε πού και πού από παιδιά που προσπαθούσαν να δουν αν πνίγηκε. Είσαι χωμένος στα σκατά, τραγούδησε μέσα του η γνώση. Ο μικροσκοπικός διάδρομος που έβγαζε στο κανάλι καθαρισμού του παχνιού φαινόταν καθαρά. Σήκωσε ψηλά το ραβδί του και το κούνησε κυκλικά πάνω από το κεφάλι του. Κι ο σπινθηρισμός που βγήκε από την άκρη του άλλαξε την ποιότητα από τις μυρωδιές του υπόνομου. Τώρα δε μύριζε υπόνομος. Τώρα μύριζε παχνί.

 

Τα σπλάχνα της πόλης. Δεν είναι καθόλου διαφορετικά από τα σπλάχνα μιας δράκαινας. Ακόρεστη ήταν η πείνα των δράκων κι έτρωγαν ό,τι κι αν τους πετούσες. Κάθε παλάτι τάιζε το δράκο του με τα υπόλοιπά του, μ’ όλα όσα θα ‘πρεπε να πέφτουν στους υπονόμους. Κι η τεράστια κοιλιά φιλοξενούσε το χώρο της φωτιάς μέσα στο χώρο για τις ακαθαρσίες. Το ένα έπαιρνε μυρωδιά από το άλλο. Το ένα έπαιρνε θρέψη από το άλλο. Κι η φωτιά που κανάκευε τ’ αυγά ήταν αρωματισμένη από τα έντερα της στοργικής μανούλας. Και τ’ αρώματα στο χνώτο της ήταν εκείνα που μετέτρεπαν τον κρόκο του αυγού σε δράκο.

 

Έμπνευση. Θα έριχνε τους υπονόμους της πόλης στο παχνί της δράκαινας μέσω του καναλιού καθαρισμού. Θα την τσίγκλαγε με το ραβδί να φλογίζει τα λύματα. Και τότε όλα τα αυγά θα είχαν και θρέψη και ζέστη όση έπρεπε. Ο Ασίκης θα είχε πέντε νέους δράκοντες στο παχνί του κι ο Ιτάργκα θα έγραφε μια πρωτοποριακή πραγματεία σχετικά με την εκκόλαψη των αυγών.

 

Κούνησε πάλι το ραβδί του κι εισέπνευσε βαθιά τις καψαλισμένες ακαθαρσίες. Είχε από χρόνια μάθει πως ένα Ραβδί είναι χωμένο στα σκατά. Δεν ήξερε αν άξιζε τον κόπο, αλλά ίσως, ίσως να κατάφερνε αυτή τη φορά να κρατήσει ένα δρακάκι για τον εαυτό του.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

#4 - Βοθρία (mind the gap) (2.006 λέξεις)

 

1.

 

Eίναι στην είσοδο του πιο τεράστιου εμπορικού καταστήματος που έχει δεί στη ζωή του. Είναι άδειο. Στις μακρόστενες εισόδους είναι κρεμασμένες τεράστιες προσεχώς αφίσες, “Φόβος στο βυθό 2”. Tο έχει δεί κάνα χρόνο πριν, μαλακία ήταν. Την παίρνει απο το χέρι μέχρι το εστιατόριο στην πίσω αίθουσα. Ούτε εκεί είναι κανείς και τον κοιτάει σαν να φταίει.

 

“Ωραία επιλογή”.

 

Παλιά φιλενάδα είναι και την έλεγαν Τζίνα. Πολύ ενοχλητική, αλλά ωραίος κώλος. Κάποιος γέρος πετιέται ξαφνικά πίσω απο την κουρτίνα,

 

“Έπρεπε να μας βλέπατε στα 70ς. Blackxploitation films, ταινίες καταστροφής, είχαμε και ένα ομοίωμα καρχαρία στην είσοδο. Τα παιδιά το λάτρευαν.”

 

“Τώρα είναι όλα φτιαγμένα σε κομπιούτερ, άχρηστα πράγματα”.

 

Ο τοίχος πίσω του σηκώνεται αργά για να αποκαλύψει ένα τεράστιο τρόλευ με στοίβες τα χάμπουργκερ και τα αναψυκτικά, σαν αυτά που έπινε παιδί. Δεν προλαβαίνει να πέσει με τα μούτρα και ο γεροσερβιτόρος του γρυλλίζει στο αυτί,

 

“Συνιστώ το χοιρομέρι με ροδοπέταλα, επίσης θέλω να σκοτώσω τη γυναίκα μου”,

“είσαι μέσα;”

 

“Εεε, οκ.”

 

“Το κάνεις μόνο για να με νευριάσεις.” Η Tζίνα πάντα νόμιζε πως τα πάντα γυρίζουν γύρω της.

 

“Είσαι απρόβλεπτος”,

 

“ανοργάνωτος”,

 

“ανεύθυνος”.

 

Ο άλλος του κλείνει το μάτι,

 

“Αν θες ξεπαστρεύουμε αυτήν πρώτα και μετά την δικιά μου”.

 

Το σκέφτεται ελάχιστα.

 

“Είναι μια καλή ιδέα”.

 

Ένας πράσινος νάνος τους φέρνει τα τσεκούρια και πετσοκόβουν τη μαλακή σάρκα της πριν προλάβει να πει κιχ. Είναι και οι δύο μέσα στα αίματα, που πήγε ο πρασινομικρούλης; Ο σερβιτόρος γελάει κρατώντας το κομμένο της κεφάλι

 

“Και μετά θα φάμε και τον Κάιλ”

 

ααααααααααχ

 

2.

 

Τίποτα δεν είναι καλύτερο απο την μυρωδιά μιας νάπαλμ μεθανίου το πρωί.

 

Είναι ακομη καθισμένος στην τουαλέτα και ναί, ήταν έκρηξη, μια έκρηξη σκατού και απόλυτης ευτυχίας, μια ιδανική σπιτική σύντηξη που αυτή τη στιγμή ταξιδεύει κάπου κάτω απο την 92η οδό, για να συναντηθεί με τις σωληνώσεις στην 102η και να συνεχίσει ως το βωμό που όλα τα σκατά, μεταφορικά και μη, τελικά προσκυνούν. Το εργοστάσιο επεξεργασίας.

 

Είναι μια απλή διαδικασία.

 

Μαγνητικά αναβαθμισμένες σωληνώσεις κατευθύνουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα τα νοερά και μη κόπρανα στο εργοστάσιο, όπου παράλληλα με τον βιολογικό καθαρισμό γίνεται και ξεκαρτάρισμα των απορριφθέντων νοητικών εξεργασιών. Φεύγουν απο εκεί καθάρες - Αγάπη, Μίσος, Φθόνος, Κακία, Ηρεμία, Φίλοι, Εχθροί, απελευθερώνονται σαν ιδέες, αποσυνδεδεμένες απο το συναισθηματικό μπέρδεμα που τις έφερε εκεί. Άσπιλες και αμόλυντες σαν νεογέννητα παιδάκια. No harm done. Όσο ανήθικη και αν είναι η εταιρία που πατεντάρισε την Real Dream Toilet , την πρώτη τουαλέτα μαγνητικής απεικόνισης, κανείς δεν θέλει να είναι υπαίτιος για τεράστιους αλιγάτορες με ψυχολογικά προβλήματα στο βάθος των υπονόμων.

 

Πιάνει μια τεράστια ποσότητα απο το μυρωδάτο χαρτί υγείας. Γαμάτο το τι μπορεί να κάνει η τεχνολογία σήμερα. Ποιός να φανταζόταν πως θα μπορούσες ποτέ να βγάλεις τόση βρώμα απο τα μέσα σου χωρίς ενοχές, χωρίς τύψεις, μόνο με ένα απλό πάτημα στο καζανάκι; Δεν είναι πάντα ακριβώς έτσι βέβαια.

 

Δεν μπορούν όλοι να αγοράσουν τοπ ποιότητα, αυθεντικό πράγμα. Υπάρχει εκείνη η ιστορία για τον φίλο ενός γνωστού ενός φίλου, που σηκώθηκε απο την τουαλέτα ένα πρωί έχοντας τραβήξει το καζανάκι σε όλες τις αναμνήσεις της γυναίκας και των παιδιών του. Κινέζικο μοντέλο που τα ‘παιξε την χειρότερη στιγμή. Κάποιου άλλου του χάλασε το φλοτέρ και με μια επιπλέουσα νοητική κουράδα το σπίτι ολόκληρο έμαθε για την γκόμενα που είχε στην δουλειά. Ήταν και η αιτία για τη μανία που είχε πιάσει κάποια φάση όλες τις γυναίκες να παρακολουθούν τους άντρες τους επι το έργο, μπας και πιάσουν κανένα παρόμοιο διαμαντάκι εν ώρα δημιουργίας.

 

Βγαίνει απο το μπάνιο και φεύγει απο το σπίτι με το μυαλό του καλοκουρδισμένο για δουλειά. Νιώθει πως θα μπορέσει να χαμογελάσει ακόμα και σε κείνο το γλυφτρόνι, τον Κάιλ. Φοβερό πόσο μπορεί να σε ανεβάσει ένα καλό χέσιμο.

 

Στις οχτώ φεύγει απο το σπίτι. Στις οχτώ και δέκα ακριβώς συναντά την τρύπα.

 

Ή μάλλον η τρύπα συναντά αυτόν.

 

3.

 

Είχε ξεχάσει πως υπάρχει. Είναι διαφορετική απο κόντα, χωρίς την απόσταση της τηλεόρασης. Πιο μεγάλη, πιο απόκοσμη.

 

Πιο μαύρη.

 

Εμφανίστηκε απλά ένα πρωί, καταπίνοντας δυό πολυκατοικίες και καμιά δεκαριά αυτοκίνητα και προφανώς εξαπλώνεται. Περιτριγυρίζει στις άκρες της, όσο πιο κοντά μπορεί. Οι σόλες απο τα παπούτσια του τρίζουν πάνω σε τσακισμένα τσιμεντένια κομμάτια και ανήλιαγο χώμα.

 

Θέλει να πει κάτι, ίσως να φωνάξει βοήθεια, αλλά ποιό το νόημα; Όλος ο κόσμος τριγύρω είναι μαζεμένος σαν να φοβάται να μιλήσει. Γκρίζες φιγούρες με χαρτοφύλακες και κινητά, που κατέβηκαν απο τα εσγιουβι τους όταν ο δρόμος σταμάτησε. Αντιστέκεται στην παράλογη παρόρμηση να πετάξει μια πέτρα μέσα στο βάραθρο, μέχρι να ακούσει το κλινκ. Ο πάτος είναι τόσο βαθιά, δεν θα αντηχήσει τίποτα.

 

Σαν εξωγήινες σιλουέτες, οι ειδικοί λοιμωδών κατεύθασαν με σπέσιαλ εξοπλισμούς και ειδικές στολές και αντιασφυξιογόνες μασκες. “Μακριά, μακριά” φωνάζουν στο

πλήθος που οπισθοχωρεί. Δεν μυρίζει τίποτα. Όλα φαίνονται λίγο υπερβολικά, δεν υπάρχουν πτώματα, νεκροί, τα σπίτια που υπήρχαν εδώ, οι άνθρωποι, τα αυτοκίνητα, απλά εξαφανίστηκαν, καταβαραθρώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.

 

Ένα αεράκι πιάνει. Αισθάνεται μπερδεμένος, είδε πράγματι το δρόμο να σχίζεται μπροστά στα μάτια του, τα αμάξια να πέφτουν στο χάος, ή το φαντάστηκε; Δύο τύποι δίπλα του λογομαχούν, μα τώρα βρήκαν να τα πούνε αυτά; Όλοι μοιάζουν σαν να σκέφτονται κάτι πέρα απο αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά τους, τις αναλύσεις με

αισθητηριακούς ανιχνευτές, τα θερμόμετρα που κατεβαίνουν με σχοινιά στο βάραθρο, τις προετοιμασίες για την κάθοδο.

 

Το αεράκι δυναμώνει και μοιάζει να ρέει γύρω τους ένα αόρατο ποταμίσιο ρεύμα. Σαν κάτι να τους τσίγκλισε και όλοι οι περίεργοι κοιτάζονται για μια στιγμή πριν ξεκινήσουν ξανά στην πορεία τους. Η δικιά του πορεία θα είναι η όπισθεν. Ξέρει τη σίγουρη γιατρειά για να ξεχάσει τρύπες και παρατρύπες. Ένα καλό χέσιμο θα τα διορθώσει όλα. Καθώς σπιντάρει προς το σπίτι προβάροντας ήδη στο μυαλό του την τέλεια δικαιολογία για το αφεντικό,

 

“μια τρύπα κατάπιε το δρόμο μου”,

 

“το χάος με σταμάτησε”,

 

“συνάντησα τις πύλες της κολάσεως”,

 

ή κάτι τετοιο τελοσπάντων, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί, μισοαστεία, μισοσοβαρά, μήπως είναι εθισμένος. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πολλοί χρήστες παρουσιάζουν την τάση για δύο ή και τρείς επισκέψεις στην τουαλέτα τη μέρα, πάντα με την ελπίδα να πιάσουν εκείνο το φοβερό χάι που έρχεται μια στις τόσες, αλλά κυρίως αν έχεις πολλά απωθημένα και τρώς βαριά, λιπαρά φαγητά.

 

Προφανώς έχει πολλά απωθημενά γιατί η τάση για αφόδευση του έρχεται φυσικά και δεν έφαγε τίποτα σήμερα. Αυτό θα είναι στεγνό χέσιμο, διανοητικό, αναγνωρίζει την αίσθηση με το που ακουμπάει τα πλαδαρά οπίσθια του στις επισμαλτωμένες μαγνητικές πλάκες.

 

4.

 

Το σπίτι είναι όπως το θυμάται, ετοιμόρροπο και φρεσκοασβεστώμενο. Μια βαγία ανεβαίνει καλύπτωντας την είσοδο και τα πουλιά πάνω της τσιρπίζουν χαρούμενα στον ήλιο. Σύννεφα κυνηγιούνται στον ουρανό. Η μάνα του πλέκει, καθισμένη στην αγαπημένη της κουνιστή πολυθρόνα. Την πλησιάζει με αργό βήμα και τα χέρια του πίσω απο την πλάτη.

 

“Μοιάζεις με τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας, το ξέρεις;”

 

“Γιαγιά να πείς τη μάνα σου... εννοώ... να προσέχεις τα λόγια σου κωλόπαιδο.”

 

Πλησιάζει κι άλλο σιγά σιγά, ενώ ξεθηκώνει το χαντζάρι του.

 

“Το παίρνω πίσω, η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας ήταν πολύ πιο γλυκιά.”

 

“Τί θες να πείς, δηλαδή, πως εγώ δεν είμαι;”

 

Τραβάει μια τζούρα απο το κόκκινο μαλμπορό της και ξεκινά όπως πάντα,

 

“τί θες εσυ εδώ”,

 

“θυμηθηκες πως υπάρχω επιτέλους;”

 

“να χαθείς και χάνεσαι”

 

“και τί είχες σκοπό να κάνεις με αυτό στην ίδια σου τη μάνα βρεε;”

 

Τη βλέπει που κραδαίνει το χαντζάρι, τα δικά του χέρια μυστηριωδώς άδεια,

 

“Μα πώς...”

 

Ένας πράσινος νάνος πετάγεται σαν πορδή πίσω απο την κουνιστή και του βγάζει τη γλώσσα. Η γριά είναι απτόητη καθώς τα πουλιά συνεχίζουν το τιτίβισμα,

 

¨Θα χαράκωνες την άμοιρη τη μάνα σου πουτάνας γιέ... εννοώ... κωλόπαιδο.”

 

“Μαμά, ηρέμησε και θα σου εξηγήσω”,

 

“Αχρηστο τομάρι, κοίτα να δεις πως γίνονται οι σωστές δουλειές”

 

Σηκώνεται απο την κουνιστή σαν να είχε ελατήρια και το σεμενεδάκι της πεταγεται στον αέρα. Κρατάει ένα φορητό αυτόματο οπλοπολυβόλο και το γυρνάει στη μούρη του πιο ευθύβολα απ’ότι θα ήλπιζε.

 

“Μπουμ.”

 

Το σεμενεδάκι πέφτει αργά μπροστά στα πόδια του.

 

Η μάνα του χαμογελάει ξεδοντιάρικα

 

και πυροβολεί πραγματικά.

 

Σηκώνεται απο το χειρότερο χέσιμο της ζωής του λουσμένος στον ιδρώτα. Άλλη μια τέτοια εμπειρία και θα αναγκαστεί να ξαναβάλει πάνες. Τσεκάρει τις πλάκες, τους φορτιστές, τα πηνία και τα κυκλώματα. Όλα μπορεί να φαίνονται ένταξει, αλλά κάτι φταίει και καλά θα κάνει να αποφύγει το μπάνιο μέχρι να το ελέγξει κάποιος ειδικός. Αφήνει επείγον μήνυμα στον τηλεφωνητή της εταιρίας και γυρίζει στο παλιό,

δοκιμασμένο ναρκωτικό.

 

Ανοίγει την τηλεόραση.

 

5.

 

‘Οπως φαίνεται δεν θα χρειαστεί καμιά δικαιολογία για τη δουλειά σήμερα.

 

Όλοι έχουν παρόμοιες κακές εμπειρίες στην τουαλέτα, ενώ τρύπες ανοίγουν παντού. Οι επιστήμονες αποφάνθηκαν, οι σωλήνες κάτω απο τις πόλεις εχουν διαρροες, μικρές διαρροές που με το χρόνο και τις νέες τεχνολογίες, διαβρώθηκαν γρήγορα, αφήνοντας ένα ρυάκι αποβλήτων να γίνει χείμαρρος, ποτάμια σκατών κάτω απο τα πόδια τους. Είναι κλασσική περίπτωση βλάβης, ένα τυπικό “πάιπ ίνσιντεντ”, λέει κάποιος καραφλός με στόμφο. Συνέβαινε και παλιά αλλά τώρα απελευθερώνονται περισσότερα απο τις γνωστές ανθρώπινες βρωμίλες.

 

Τρύπες.

 

Βοθρία.

 

Βόθροι.

 

Γιγαντιαίοι ανοιχτοί απόπατοι.

 

“Ομαδικοί τάφοι”, σκέφτεται δυνατά, αναρριγώντας.

 

Να πεθαίνεις με αυτά που ήθελες να πεθάνουν, να χαθούν για πάντα.

 

Θυμάται τους υπαλλήλους των λοιμωδών, τί να απέγιναν; Όλες εκείνες οι προφυλάξεις, αλλά πώς να προφυλαχτείς απο τη μαυρίλα που απελευθερώνεται σιγά σιγά στον αιθέρα; Τα ομιλούντα κεφάλια στην οθόνη συνεχίζουν την ανάλυση, “η γη ολοκληρη εχασε 2 μιλισεκ απο την περιστροφη της, οι διαρροες προκαλεσαν παγκόσμιο φαινόμενο διαταραχης μαγνητικου συντονισμου.” Μιλάνε για εκκενώσεις σπιτιών και τα αυτιά του τεντώνονται. Το δικό του κινδυνεύει σίγουρα, η πρωινή τρύπα είναι τόσο κοντά.

 

Τώρα ο πρωθύπουργος μιλάει στην τιβί. Ανεβάζει την ένταση με τρεμάμενα δάχτυλα.

 

“δεν προκάμαμε”

 

“αδύνατη η επισκευή”

 

“μην πλησιάζετε τις τρύπες”

 

“μην χρησιμοποιείτε τις τουαλέτες για όσο μεγαλύτερο διάστημα μπορείτε”

 

“τρώτε ελαφρά”

 

και τέλος,

 

“μετακινήσεις πληθυσμών σύντομα”

 

Όπως πάντα λύση βρέθηκε, όπως συμβαίνει πάντα όσο και να τα σκατώσει (no pun intended) η ανθρωπότητα, υπάρχει ελπίδα. Σε λίγο θα κυκλοφορεις έξω και δεν θα ξερεις αν ό,τι είδες συνέβη, ή ήταν κάποιο χεσμένο νοητικό πλέγμα. Γή και ουρανός όλου του πλανήτη θα είναι γεμάτα άχρηστα πράγματα και σκέψεις, τοξικό νέφος πεταμένων συναισθημάτων που θα καύπτει χοντρές κουράδες. Έτσι απλά, όλοι φεύγουν, μετοικίζουν, μεταναστεύουν σε δίες, αφροδίτες και γανυμήδες.

 

Και αυτός μαζί τους. Χέστα όλα, πάμε για άλλα. Μήπως να πάρει τηλέφωνο τη μάνα του;

 

Μπα.

 

Μαζεύει γρήγορα τα πράγματα που θα πάρει μαζί, είναι πιο δύσκολο απ’ όσο νόμιζε και ακόμα δεν ξέρει πως να συσκευάσει τον καναπέ, όταν ακούει το βουητό. Μοιάζει με σεισμό.

 

Μια τρύπα ανοίγει, αλλά απο εκεί που δεν την περιμένει, σαν να χτύπησε ωστικό κύμα και κομμάτια απο την οροφή έφυγαν, τα ξύλα, κοίτα πως ανοίγουν. Αφήνουν το φώς του ηλίου εκτυφλωτικά αφύσικο πάνω στους καναπέδες, στα αντικέ τραπεζάκια. Φώς παντού.

 

Ένα υπόκωφο γκλουκ γκλουκ ακούγεται, μια εγκλωβισμένη υγρή μάζα, ένα υπόγειο ρεύμα κατευθύνεται αναπόφευκτα προς την επιφάνεια. Ανεβαίνει στο τραπεζάκι που είχε βρεί κοψοχρονιά στο παζάρι, ένα καλοδιατηρημένο μαονένιο κομψοτέχνημα.

 

Το ρήγμα ξεκινά κάθετα στο δάπεδο της σαλονοτραπεζαρίας και για μια στιγμή εκεί μέσα στον ορυμαγδό, καθώς η μαυρίλα και η βρωμίλα έτρωγαν τον αρτ νουβό διάκοσμο , καθώς παραδιδόταν θολωμένη η κρυστάλλινη φαγιέζ που αγόρασε απο το Μαρόκο στη δίνη μπόχας που ξεπετάχτηκε γύρω του, όλα φαίνονταν σαν εφιάλτης. Τώρα θα ξυπνήσει και θα είναι το χειρότερο χέσιμο της ζωής του, αυτό θα είναι, απλά ένα κακό χέσιμο και όλα θα πάνε καλά, όλα θα είναι όπως τα θυμόταν.

 

Η γή ανοίγει κάτω απο τα πόδια του και πέφτει πέφτει πέφτει...

 

Πέφτει και οι αναμνήσεις είναι ανένδοτες, τον πιέζουν απο τα μέσα του σαν να μαίνεται κυκλώνας στα σωθικά του. Σκέφτεται τη μάνα του, τη Τζίνα να τον κοιτάνε γελώντας, τον πράσινο κοντοστούπη που χοροπηδάει χαρούμενος , ακόμα και τη φάτσα του μαλάκα του Κάιλ, σίγουρα το τελευταίο πρόσωπο που θα ήθελε στο μυαλό του τώρα που πεθαινει. Όλοι τους μάλλον ήδη νεκροί, αλλά τους είχε σκοτώσει πολύ πριν, τόσες φορές, πόσα τέλεια ονειροχεσίματα. Χριστέ μου, ας μην πεθάνει με τις κατηγορητικές, περιγελαστικές μούρες τους κολλημένες στη μνήμη του, ας σκεφτεί κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, οτιδήποτε θα ήταν καλύτερο.

 

Ευτυχώς όταν φτάνει και πριν τον κατακλύσει η ανυπέρβλητη αιθερική και πολύ πραγματική παχύρευστη ροή, δεν μπορεί παρά να σκεφτεί ενα και μόνο ένα πράγμα.

 

Σκατά.

Link to comment
Share on other sites

post-1004-0-35616900-1310211492_thumb.jpg

 

Μπορείτε να βρείτε links όλων των συμμετοχών στο αρχικό ποστ του διαγωνισμού. Χορηγία του φανταστικού μοντεράτορα Mesmer! :good:

Link to comment
Share on other sites

Αυτός ο φουκαράς που βγαίνει από την χέστρα μου μοιάζει με τον Rooney...

 

 

Link to comment
Share on other sites

Αυτός ο φουκαράς που βγαίνει από την χέστρα μου μοιάζει με τον Rooney...

 

 

 

Μπα, δεν έχει την απαραίτητη "γουρουνίλα" η φάτσα του...

Link to comment
Share on other sites

#5 - Απόβλητος (2.894 λέξεις)

 

Μπορείς να πεις ότι δεν ζεις μες στα σκατά, μόνο και μόνο επειδή εσύ το έχεις επιλέξει; Ποιον ρωτάω, θα μου πεις. Εσένα, γιατί είπα να κάνω μια αλλαγή από σήμερα, να σπάσει η μονοτονία. Από σήμερα, λοιπόν, αρχίζω να μιλώ στον εαυτό μου. Κράτα μολύβι και γράφε, κράτα μυαλό και σημείωνε.

 

Έχουμε και λέμε: κάθομαι με τα γόνατα στο πηγούνι, σε μια τσιμεντένια γλώσσα γης που βρέχεται ολόγυρα από μια θάλασσα με φάρμακα και απόνερα και ανθρώπινες κουράδες. Πάνω μου άνθρωποι, κάτω μου, πού να ξέρω, ας πούμε η Κόλαση, για να είμαστε σίγουρα μέσα. Βέβαια, καθορίζοντας το κάτω μου σαν Κόλαση, κολακεύω όλο αυτό που αποκαλώ γύρω μου, αυτό που ζω μέσα του, δηλαδή τον υπόνομο, ας το πούμε ευθέως, είναι μια λέξη τόσο γλαφυρή που πρέπει να την λες με γεμάτο στόμα, στόμα που στάζει σάλια και σκατά. ΥΠΟΝΟΜΟΣ. Εγώ από την αρχή στο είπα, εδώ μέσα είναι η δική μου Γη, αλλά μια Γη χωρίς την ψευδαίσθηση κάποιου μελλοντικού παράδεισου, κάποιου περίλαμπρου κλειδούχου που θα έρθει με την παχιά φοράδα του και τα λούσα του για να μου ανοίξει και να μου πει Κόπιασε, κάτσε στα δεξιά μου, ή κάτσε και στον θρόνο μου αν θες, δεκάρα δεν δίνω, όχι, εγώ ζω για το τώρα, για αυτό που ήδη έχω κι είναι ολόδικό μου και το αγγίζω και το ανασαίνω και το χέζω, με άλλα λόγια το αγαπάω. Αλλά επειδή κάτω μου έχω την Κόλαση κι εδώ είναι η Γη, μην γίνει καμιά παρεξήγηση ότι ο πάνω κόσμος είναι ο Παράδεισος, όχι, όχι, καμία σχέση, αυτός κι αν είναι Κόλαση, και μάλιστα πολύ χειρότερη, γιατί αυτήν την Κόλαση αναγκάζομαι να την επισκέπτομαι μια στο τόσο- και είναι τόσο αποκρουστική.

 

Στο διάολο οι ορισμοί! Στο διάολο οι κα-τη-γο-ρι-ο-ποι-ή-σεις. Σκάσε, σκάσε. Το θέμα είναι η ευτυχία εδώ μέσα, όχι, πάλι ορισμός. Το θέμα είναι το κρύο, ναι, αυτό είναι, ένα κρύο που έρχεται και σου τρυπάει την πλάτη σαν μαχαίρι. Επίσης, βρομάει –τι έκπληξη- και από φως ό,τι χωράει από τις λάμπες του πάνω δρόμου. Αλλά ας μην γκρινιάζω, όχι, δεν κάνει να είσαι αχάριστος. Εδώ κάτω είμαι καλά, εκεί πάνω είναι τα άσχημα. Εδώ κάτω είμαι καλά. Εδώ καλά είμαι. Να, αυτό το ποντικάκι που τυλίγει την ουρά του γύρω από το δάχτυλο του ποδιού μου, είναι τόσο χαριτωμένο. Μου γλείφει τώρα ένα ένα τα δάχτυλα, είναι και πονηρό. Μακάρι να έκοβε και κανένα κομμάτι, θα ήταν μια σπουδαία εξέλιξη σήμερα. Μακάρι να έκοβε!

 

Εντάξει, είπαμε να μην γκρινιάζουμε, αλλά αυτό που θα σου πω τώρα είναι σοβαρό: τελειώνουν οι προμήθειες, οπότε θα πρέπει, ναι, ναι, κομμένοι οι φόβοι κι οι δισταγμοί, θα πρέπει να ανεβώ εκεί πάνω. Θάρρος. Σφίξε τα δόντια, κι όλα θα πάνε καλά. Όλα θα πάνε καλά.

 

***

 

Δεν έγινε τίποτα το συνταρακτικό, αλλά εγώ θα στα πω, κουβέντα να γίνεται. Όταν ξεπρόβαλα το κεφάλι μου από την τρύπα, έφαγα ένα σφυρί πάνω στη μύτη. Ο αέρας, βλέπεις, μύριζε όπως πάντα θειάφι και κάτι άλλο που ακόμα δεν έχω καταλάβει τι είναι. Όσες φορές κι αν το κάνω, ποτέ δεν θα μπορέσω να το παίξω γενναίος, τελείωσε. Κάθε φορά, το στομάχι μου λύνεται εκεί μέσα και θέλει να μου βγει από το στόμα, να βγάλει και το δέρμα μαζί του και να πάνε παρεούλα κάπου, οπουδήποτε, μακριά από εκείνη τη λέπρα, αλλά όχι κάπου, πίσω εκεί στην ωραία λιγδερή γωνίτσα μου, μόνο εκεί θέλουν να πάνε. Έφτυσα και σήκωσα την μπλούζα μου μέχρι τα μάτια, ανασαίνοντας και βήχοντας. Ήταν νύχτα, φυσικά, αλλά όχι μαύρη, κίτρινη, λες και της είχαν διαλύσει πύον. Σύννεφα άσπρα, με κόκκινο στις άκρες, μπαμπάκια που είχαν σκουπίσει σαπισμένες πληγές. Δεν μπορούσα να κοροϊδέψω άλλο τον εαυτό μου, έπρεπε να ξεκολλήσω από την τρύπα και να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Και το έκανα, πήρα τα πόδια μου και με ένα τεράστιο βήμα βρέθηκα πίσω από το εστιατόριο, άνοιξα τον κάδο, έβγαλα τη σακούλα και την φόρτωσα στην πλάτη μου. Μεσάνυχτα, σκοτεινά μεσάνυχτα, και το φεγγάρι πρέπει να είχε πέσει σε κάποια υδρορροή στις ταράτσες, γιατί στον ουρανό φεγγάρι δεν υπήρχε. Για καλή μου τύχη, ούτε άνθρωπος υπήρχε, και ανάσανα με ανακούφιση. Φορτωμένος τη σκουπιδοσακούλα μου στην πλάτη, χώθηκα γρήγορα στην τρύπα και άρχισα να κατεβαίνω, ένας Άη Βασίλης της αθλιότητας. Πριν, όμως, η άκρη του βλέμματός μου καρφώθηκε πάνω σε έναν περαστικό που βολόδερνε στην αιώνια ματαιότητά του. Με την αποβλάκωση του διαβάτη την ώρα που περιμένει το αυτοκίνητο να τον πατήσει, δεν μπορούσα να μην χαζέψω εκείνο το πλάσμα που περπατούσε σχεδόν με τα γόνατα να γδέρνουν την άσφαλτο και το κεφάλι να του πέφτει στην πλάτη. Από μια τρύπα στο κάθε του μάγουλο, που έμοιαζε να τα είχε ανοίξει με τα δόντια μιας σγουριασμένης λάμας, μπαλώματα από ξεραμένα κακάδια στο δέρμα του και κάτι μουχλιασμένα, μισοσπασμένα νύχια –νομίζω είδα κάνα δυο από δαύτα να ξεκολλάνε και να πέφτουν ξοπίσω του. Αναγούλιασα και θα ξερνούσα, σίγουρα θα ξερνούσα, αν είχα τίποτα στο στομάχι μου. Παράτησα τα σκαλιά, πέταξα την σακούλα κάτω, έριξα ένα σάλτο και έπεσα με τα μούτρα στον υπόνομο, αφήνοντάς τον να προχωράει μέσα στην νύχτα και να λειώνει και να διαλύεται και να σπάει σε σκληρά ματωμένα κομμάτια πάνω στην άσφαλτο.

 

Και τώρα είμαστε ‘δω. Ας δούμε τι ψάρια πιάσαμε! Λοιπόν, μπανανόφλουδες, άδειες κονσέρβες, μια πάνα, πώς βρέθηκε εδώ, κουτιά ζάχαρης, άδεια κι αυτά, σπασμένα πιάτα, ένα μαχαίρι χωρίς λαβή, αλεύρι, ω, τι τύχη, ένα φιλέτο σχεδόν ανέγγιχτο! Ίσως φταίει που εκείνος που είδα σήμερα ήταν, κατά κάποιον, τρόπο αρτιμελής και έφερε γούρι. Την τελευταία φορά, να καταλάβεις, ήταν ένας τύπος που κουβαλούσε το κεφάλι στα χέρια του και του μιλούσε, μέχρι που βαρέθηκε και το πέταξε κάπου μακριά, μέσα στους θάμνους κι έτρεξε κι άρχισε να το ψάχνει –να το βρήκε, άραγε; Όχι, όχι, θα το γιορτάσουμε! Κι εκτός αυτού, έχει πολύ πράμα ακόμα εδώ μέσα, κόκκαλα με κάμποσο ψαχνό πάνω τους, ρύζι και μακαρόνια και ψωμιά, όλα ελαφρώς μεταχειρισμένα, μέχρι και ένα μπουκάλι με νερό μέχρι τη μέση, πολύ πράμα εδώ μέσα, ήμασταν καλά παιδιά αυτές τις μέρες και ο Θεός που δεν υπάρχει μας αντάμειψε. Δεν θα χρειαστεί να βγω για καμιά πενταριά μέρες τουλάχιστον και θα μπορώ να κάθομαι εδώ με την ησυχία μου και να μετράω τα ποντίκια που περνάνε και τις σταγόνες που στάζουν και τις μύγες που γυροφέρνουν μέσα στο κεφάλι μου και τις κατσαρίδες που σκαρφαλώνουν στον τοίχο και τις κουράδες που θα αδειάζω στο στρώμα μου και, πάνω από όλα, να παρατηρώ την ζωή να κυλάει μπροστά στα πόδια μου, ζωή που διώχνουν οι πάνω κολασμένοι απλά τραβώντας ένα καζανάκι. Και μιας και το ‘φερε η κουβέντα… νομίζω, δεν είμαι και σίγουρος, αλλά νομίζω πως εκείνος ο τύπος είχε κάτι πληγές στις παλάμες του.

 

***

 

Αυτή είναι ζωή. Εντάξει, ας μην υπερβάλλουμε, απλώς είναι το μη χείρον, που λέμε. Εγώ το επέλεξα και κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει για αυτό. Οι άλλοι, αυτοί, μπορεί να είναι ικανοποιημένοι, αν μπορεί να είναι οτιδήποτε, αλλά έτσι είναι μόνο όσοι δεν ξέρουν, οι μαλάκες δηλαδή, γιατί εγώ τους κλέβω το φαΐ και αμέσως την κάνω, τσακ μπαμ, μην τον είδατε. Εξορία; Σε παρακαλώ, μην ακούω σαχλαμάρες! Αυτό θα το έλεγες για μια περίπτωση που θα ήθελα να γυρίσω πίσω, αλλά τώρα τι να το κάνω, ούτε λεπτό δεν μπορώ να αντέξω εκεί πάνω, με τους ουρανούς που είναι έτοιμοι να βρέξουν κάτουρο και τις διάφανες μάζες από κρέας και κόκκαλα που σέρνονται στους δρόμους και περιμένουν πότε θα ξεκολλήσει το σαγόνι τους για να το παίξουν στη χούφτα τους και να δώσουν λίγο νόημα στην ύπαρξή τους. Πότε ήταν η μέρα εκείνη, δεν θυμάμαι, η μέρα που μυρίστηκα ότι κάτι θα πήγαινε στραβά και παράτησα το σπίτι μου και τη δουλειά μου και την οικογένεια –είχα σπίτι, είχα δουλειά, είχα οικογένεια;- και τα βρόντηξα όλα και κατέβηκα εδώ κάτω; Ήταν δική μου επιλογή, αυτό έχει σημασία. Και μετά μου λες για τι, χαχα, για εξορία; Ούτε καν αυτοεξορία. Όχι, όχι, ανακεφαλαιώνω: να περνάς την μέρα σου προσπαθώντας να θυμηθείς κάποιες παλιότερες μέρες, αυτή είναι ζωή.

 

***

 

Υπέροχα βρομάει το ποτάμι που κυλάει δίπλα μου. Υπέροχα ψοφάνε οι νεκροί που ανασαίνουν πάνω μου.

 

***

 

 

Ένα δύο τρία

ποντικάκια μου δαγκώνουν τα μυαλά

Τέσσερα πέντε έξι

δαχτυλάκια μου γδέρνουνε τον τοίχο

Εφτά οχτώ εννιά

ξεριζώνονται με αίμα στις ρίζες τα μαλλιά

Δέκα

καρδιά συκώτια και σκατά από το στόμα βήχω

 

 

***

 

Βραδιάζει.

 

***

 

Πέντε μέρες πέρασαν και θα πρέπει να, θα πρέπει να, θα πρέπει να, πώς να το πω, σκοτάδι εδώ μέσα, το αγγίζω με τη γλώσσα μου, θα πρέπει να ανέβω για λίγο εκεί πάνω. Πρέπει, κι ας μην θέλω, αλλά πώς να χωρέσω το θέλω σε αυτήν την σπηλιά; Όχι, θα ανέβω. Μια απόφαση είναι, μια ιδέα, δεν θα συναντήσω κανέναν, αρκεί να το πιστέψω, αρκεί να σχηματίσω την εικόνα στο μυαλό μου -ένας άδειος και ασφαλής κόσμος- και όλα θα πάνε καλά. Όλα θα πάνε καλά, έφυγα.

 

***

 

Όλα ίδια: το αίμα που ήταν έτοιμο να στάξει από τα σύννεφα, το θειάφι που έσκαβε τα ρουθούνια σου, ένα σαρκίο που κάπου θα σερνόταν και θα άφηνε ξοπίσω του σάλια. Όλα ίδια; Κι όμως… Ξέρεις, κάτι πρέπει να έγινε σήμερα, μια περίεργη μεταστροφή, κάποια μετάλλαξη ίσως, γιατί εκεί που είχα φορτώσει τη σακούλα με τα αποφάγια και έτρεχα με δρασκελιές και τρεκλίζοντας να χωθώ πίσω στην τρύπα, είδα κάτι πρωτόγνωρο: περπατούσε με το κεφάλι ψηλά και το δέρμα του ήταν άσπρο και μαλακό. Είχε κόκκινα χείλια και μαλλιά που γυάλιζαν, τα ρούχα του ήταν καθαρά, αέρινα, φορούσε ένα γαλάζιο πράμα που έφτανε μέχρι τα γόνατά και ανέμιζε που και που όταν φυσούσε ο αέρας. Το κοιτούσα να φεύγει μακριά στο δρόμο, να διαλύεται μέσα στο σκοτάδι όχι από παρακμή και φθορά, αλλά από υπέρβαση, επειδή γινόταν ένα με τη νύχτα, και τα μάτια μου δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν, όχι από την παράλυση του τρόμου, αλλά από την αποβλάκωση της ομορφιάς. Πώς το ‘ πα; Ομορφιά; Χα… να και μια λέξη που είχα ξεχάσει ότι υπάρχει. Μόλις τώρα την σχημάτισα στο μυαλό μου, τότε απλώς σκεφτόμουν ότι έβλεπα κάτι μη άσχημο, έτσι το ονόμασα για να σπάσω την πρωτοφανή του φύση στα μάτια μου. Κι όταν πια την είδα να ανοίγει μια πόρτα και να μπαίνει σε ένα χαριτωμένο σπιτάκι με λουλούδια και ζαρντινιέρες στην αυλή, ένιωσα ένα συναίσθημα πιο βίαιο και σπαρακτικό από κάθε άλλο που με είχε ξεσκίσει όλον αυτόν τον καιρό, ένα συναίσθημα που έμοιαζε σαν να πήρα την καρδιά μου στα χέρια μου και να την έφαγα και μετά να την, όχι, όχι, δεν πρέπει να ανακατεύω τέτοιες βρομιές σε αυτά, πολύ απλά ήταν το συναίσθημα του να συναντάς κάτι που ξέρεις ότι ποτέ δεν θα έχεις.

 

Αλλά γιατί να μην την έχω; Την… Πώς μου ήρθε αυτό; Γιατί την και όχι τον ή το; Οι κλωστές του εγκεφάλου μου που κουβαλάνε τον ηλεκτρισμό και τα νοήματα, κάπως θα μπλέχτηκαν μεταξύ τους και με βομβαρδίζουν με παράλογα παιχνίδια. Όπως και να έχει, μπορώ να ΤΗΝ έχω! Θα πάω πάνω, θα της χτυπήσω την πόρτα και θα της, αλλά για στάσου, πώς θα αντέξω το θειάφι για τόσην ώρα; Κι αν πετύχω στον δρόμο μου κανέναν από δαύτους; Είναι κάμποσα μέτρα μέχρι εκείνο το σπιτάκι. Θα πρέπει να βγω από μια άλλη τρύπα, κοντά στο σπίτι της. Αλλά ποιος νοιάζεται, σημασία έχει μόνο να την δω και, ίσως να της χαϊδέψω τα μαλλιά, ναι, πόσο θέλω να της χαϊδέψω τα μαλλιά, να περάσω τα δάχτυλά μου μέσα τους και να τα χαϊδέψω. Θα πάω λοιπόν, άλλα άμα πετύχω κανένα, ω, κομμένα τα μισόλογα, θα πάω, θα πάω, κι ό,τι στο διάολο θέλει ας γίνει!

 

***

 

Λοιπόν, γύρισα. Γύρισα. Οι δρόμοι είχαν μόνο μερικά αυτοκίνητα που είχαν καταπιεί ανθρώπους και μούγκριζαν και ξέρναγαν φωτιές, αλλά από εκείνους ελάχιστοι σέρνονταν στην άσφαλτο. Φεγγάρι πουθενά. Ήμουν ιδρωμένος κι έτρεμα, αλλά τουλάχιστον δεν χρειάστηκαν παρά μερικά βήματα για να μπω στην αυλή της και να σκαρφαλώσω σε ένα δέντρο που είχε και να την δω μέσα στο δωμάτιό της να μιλάει στο τηλέφωνο, βάφοντας τα νύχια της, και να γελάει, και να χρωματίζει με ουράνιο τόξο τα νύχια της, να γυρνάει πάνω στο κρεβάτι με τα πόδια να κλοτσάνε τον αέρα και να γελάει. Μαύρα μαλλιά, κόκκινα χείλια, και ένα στήθος να πιέζεται πάνω στο στρώμα, έτσι που η άκρη του, εκεί που έβρισκε τη μασχάλη, να βγαίνει έξω από το ραντάκι. Έμεινα για κάμποσο κοκαλωμένος και δεν ήξερα τι να κάνω, δεκάδες βελόνες μπαινόβγαιναν στο μυαλό μου, μια για κάθε πιθανότητα, μέχρι που τελικά άφησα το αρχέγονο έσντικτο να με τραβήξει από το χεράκι και να κάνει τη δουλειά του.

 

Πήδηξα κάτω και χτύπησα το κουδούνι αλλά αμέσως το μετάνιωσα. Κρυμμένος πίσω από την γωνία, την άκουσα μετά από λίγο να ρωτάει κάνα δυο φορές ποιος είναι και μετά την απουσία κάθε απάντησης, να συνεχίζει να μιλάει στο τηλέφωνο με λέξεις που δεν ήξερα τι σημαίνουν. Η ανάσα μου είχε γίνει ένα σχοινί που τυλιγόταν γύρω από τα πνευμόνια και δεν το κούναγε ρούπι, ήθελα να τρέξω μακριά, να φύγω στην ησυχία μου, αλλά δεν το έκανα, γιατί πολύ απλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Μετά από κάμποσα χρόνια και άλλες τόσες σκέψεις, τράβηξα πίσω από το σπίτι, δοκίμασα μια μπαλκονόπορτα, ήταν κλειστή. Το σπίτι είχε πολλά δωμάτια, ολόκληρη οικογένεια θα έμενε κανονικά εκεί μέσα, δοκίμασα κι άλλη πόρτα, κλειστή, κι άλλη μια, ανοιχτή- ανοιχτή! Τρύπωσα μέσα αθόρυβος, και με το μίτο της φωνής της στα δάχτυλά μου περπάτησα σιγά σιγά μέσα στο σπίτι.

 

Την βρήκα στο σαλόνι, με τα πόδια πάνω στον καναπέ κι ένα μαξιλάρι στην αγκαλιά της βλέποντας τηλεόραση. Τα μαλλιά της χύνονταν πάνω στο μπράτσο του καναπέ και από το πλαίσιό τους ξεπρόβαλλε μια υπέροχη μύτη. Προχωρούσα χωρίς συναίσθηση, ένα άβουλο πιόνι στη σκακιέρα της φύσης, ελαφρά και ήσυχα, μέχρι που ένα τρίξιμο των γυμνών ποδιών μου στο πλακάκι με πρόδωσε. Γύρισε το κεφάλι της και την είδα σε όλη της την μεγαλοπρέπεια, αλλά αυτή για κάποιο λόγο πετάχτηκε πάνω κι άρχισε να ουρλιάζει βοήθεια και άρχισε να μου πετάει μαξιλάρια στην αρχή και στη συνέχεια βάζα και ποτήρια. Είχε ξαφνικά ασχημύνει, κραύγαζε πράγματα όχι όμορφα, πράγματα βρόμικα και κακά, το δέρμα της είχε ζαρώσει και μου πέταγε ό, τι έβρισκε μπροστά της και με έβριζε, κι εγώ να θέλω να της χαϊδέψω τα μαλλιά, μόνο αυτό, και κάτι με χτύπησε στο κεφάλι και πόνεσα και αυτό δεν μου άρεσε, μου φάνηκε όχι όμορφο, μου φάνηκε κακό. Πήγε να φύγει για κάποιο άλλο δωμάτιο, αλλά πετάχτηκα και την βούτηξα και της έπιασα το λαιμό με το ένα χέρι, το άλλο ανάμεσα στα πόδια της. Όσο πιο πολύ ούρλιαζε, ω θεέ μου, τι άσχημα που ούρλιαζε, τόσο περισσότερο καύλωνα και την έσυρα στο τραπέζι και την έκανα μια ορθή γωνία, τα πόδια της στο πάτωμα και τα βυζιά της στο ξύλο. Την έπιασα από τα μαλλιά και με το άλλο χέρι της κατέβασα το σορτσάκι, φορούσε κάτι μικροσκοπικό από μέσα, το έκανα πέρα και τραβώντας το κεφάλι της προς το μέρος μου, τόσο που φοβήθηκα μην της το ξεριζώσω, έβαλα τον πούτσο μου μέσα της κι άρχισα να την γαμάω, ω, κι αυτή έκλαιγε και με φώναζε τέρας κι εγώ να κοιτάω απέναντι στο τζάμι του σύνθετου τον εαυτό μου και να βλέπω για πρώτη φορά το δέρμα μου γεμάτο μελανιές και τρύπες και πληγές και δεν έχω νύχια και δεν έχω μαλλιά και δεν έχω ψυχή και να την γαμάω ολοένα και πιο σκληρά και να κλαίει και να ουρλιάζει σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, και να κοπανάω το κεφάλι της πάνω στο ξύλο του τραπεζιού και να μουγκρίζω και να την γαμάω και να κοπανάω το κεφάλι της και να κλαίω κι εγώ και να χαίρομαι και να μην ξέρω αν αυτό που νιώθω στον πούτσο μου είναι τα υγρά ή το αίμα της και να της κοπανάω το κεφάλι μέχρι να μην μπορεί να φωνάξει άλλο και να μην μπορεί να ανασάνει αλλά εγώ να την γαμάω κι άλλο και να μου αρέσει περισσότερο τώρα που είναι νεκρή και δεν σταματάω, τα λαγόνια μου σφυροκοπάνε τα κωλομέρια της, δεν σταματάω παρά μόνο όταν αδειάζω μέσα της εκατομμύρια μικρογραφίες του άθλιου εαυτού μου και την παρατάω και την αφήνω να κυλήσει στο πάτωμα, μια μάζα από κρέας και αίμα και χύσια.

 

Και είπα, λοιπόν, ότι γύρισα. Και βλέπω το κεφάλι της πάνω στα γόνατά μου και τα πόδια της μισολυγισμένα να προβάλλουν ένα ζευγάρι αστραγάλους τόσο κομψούς, και είναι κρύα ανάμεσα στα δάχτυλά μου…

 

…τα μαλλιά, τα μαλλιά,

με αίμα ξεραμένο

μαύρο φωτοστέφανο

σε πρόσωπο λειωμένο…

 

…που δεν φαίνεται, χάνεται κάτω από τα ραγίσματα και τις σχισμένες πέτσες και τα αίματα. Αλλά είναι όμορφη, αυτό το ξέρω σίγουρα. Είναι όμορφη όσο και η ζωή που πια ξέρω ότι θεριεύει εκεί πάνω και δεν μπορώ να κάνω δική μου.

 

Και να που βρέθηκε το φεγγάρι, έχει πέσει στον υπόνομο και αχνολάμπει κάτω από τη βρόμα και με καλεί να βουτήξω εκεί μέσα και να πνιγώ και να ησυχάσω. Με τραβάει, αλλά ποιο είναι το νόημα; Θα μπορούσα και να ξεφλουδίσω το λαιμό μου με αυτό το κομμάτι πορσελάνη, αλλά ποιο είναι το νόημα; Τώρα που βλέπω μπροστά μου σε ένα πρόσωπο τη δική μου ζωή χαμένη για πάντα -τα μαλλιά, τα μαλλιά- ξέρω πως δεν ήταν τελικά επιλογή μου να μην αγγίζω την ομορφιά, κι αυτό είναι η χειρότερη κόλαση. Τώρα που κάνω ένα γύρο το κεφάλι μου στο βασίλειό μου, ξέρω πως ένας είναι ο δρόμος, μία η απόλυτη τιμωρία: να συνεχίσω στα σκατά να υπάρχω.

Link to comment
Share on other sites

 

Δεν ακούω τίποτα! Άμα οι συμμετοχές είναι μέχρι και 12 και χάσεις το στοίχημα, να βάλεις member title "Εκκενωτής βόθρων".

ΕΚΚΕΝΩΤΕΣ ΒΟΘΡΩΝ Ο ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗΣ! ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ! (:rofl:)

Link to comment
Share on other sites

Δεν ακούω τίποτα! Άμα οι συμμετοχές είναι μέχρι και 12 και χάσεις το στοίχημα, να βάλεις member title "Εκκενωτής βόθρων".

Κέλλυ, δεν μας έχεις πει τι θα βάλεις εσύ ως τίτλο, αν χάσεις (επειδή έτσι όπως πάει, μάλλον έχεις ήδη χάσει).

Δώσε κίνητρο στο λαό να γράψει! :lol:

Link to comment
Share on other sites

Δεν ακούω τίποτα! Άμα οι συμμετοχές είναι μέχρι και 12 και χάσεις το στοίχημα, να βάλεις member title "Εκκενωτής βόθρων".

Κέλλυ, δεν μας έχεις πει τι θα βάλεις εσύ ως τίτλο, αν χάσεις (επειδή έτσι όπως πάει, μάλλον έχεις ήδη χάσει).

Δώσε κίνητρο στο λαό να γράψει! :lol:

 

 

Σωστός!!!

Link to comment
Share on other sites

Πας στοίχημα ότι οι συμμετοχές θα είναι λιγότερες από 15; Άντε, 12; Αν ξεμυτίσει 13η, υπόσχομαι ότι δε θα σε ξαναπώ Τουίτι μέχρι τέλος Αυγούστου και θα σε λέω "αφέντη", σαν να έχω χάσει σε ρακόρ(αυτό προαιρετικό).

Link to comment
Share on other sites

Αυτά μπορείς να τα αποφύγεις διακριτικά...

Θέλουμε κάτι που να είναι συνέχεια εκεί να μας θυμίζει (και σε σένα) την ήττα σου :)

Link to comment
Share on other sites

Αυτά μπορείς να τα αποφύγεις διακριτικά...

Θέλουμε κάτι που να είναι συνέχεια εκεί να μας θυμίζει (και σε σένα) την ήττα σου :)

 

 

Σωστός!!! Κάτι σαν "Ηττημένη από έναν Τουίτι" ή "Η σκλάβα του Τουίτι" ή "Ο Τουίτι πάντα νικά"... Έχω κάμποσες ιδέες! :p

Link to comment
Share on other sites

Αυτά μπορείς να τα αποφύγεις διακριτικά...

Θέλουμε κάτι που να είναι συνέχεια εκεί να μας θυμίζει (και σε σένα) την ήττα σου :)

 

 

Σωστός!!! Κάτι σαν "Ηττημένη από έναν Τουίτι" ή "Η σκλάβα του Τουίτι" ή "Ο Τουίτι πάντα νικά"... Έχω κάμποσες ιδέες! :p

 

Χμμμ! Καλές οι ιδέες σου! :lol::thumbsup: Αλλά είπαμε όλα αυτά, οι αλλαγές είτε στο δικό μου member title στου κου Τουίτι μας, μόνο μέχρι τέλος Αυγούστου. Να δούμε τι λέει και ο ίδιος...

(ΟΥΑΑΧΑΧΑ! "Σκλάβα του Τουίτι" έχει πολλή πλάκα!)

 

ΧΑ-ΤΖΗ-ΓΙΩΡΓΗΗΗΗΣ uber alles! Και τα μυαλά στα κάγκελα (της σχάρας των υπονόμων)!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share


×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..