Jump to content

26ος Διαγωνισμός Σύντομης Ιστορίας, Κατηγορία: Καλοκαιρινός, Θέμα: Αποχέτευση


DinoHajiyorgi
 Share

Recommended Posts

Νομίζω "Σκλάβα του Τουίτι" είναι fair enough και fair συγχρόνως. Σε πιέζω αφόρητα να (παρα)δεχτείς ότι ο μαζόχισμός σου φτάνει τουλάχιστον μέχρι εκεί.:devil2: Εντάξει, έκλεισε; (Πες ναι!)

Link to comment
Share on other sites

  • Replies 434
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • Oberon

    27

  • DinoHajiyorgi

    120

  • Drake Ramore

    39

  • Stanley

    25

Top Posters In This Topic

Posted Images

Νομίζω "Σκλάβα του Τουίτι" είναι fair enough και fair συγχρόνως. Σε πιέζω αφόρητα να (παρα)δεχτείς ότι ο μαζόχισμός σου φτάνει τουλάχιστον μέχρι εκεί.:devil2: Εντάξει, έκλεισε; (Πες ναι!)

 

Με κάνεις να αρχίσω να σκέφτομαι πιθανές αλλαγές του δικού σου member title (τι μου δίνεις αν δεχτώ/παραδεχτώ αυτό που λες;:devil2:). Αλλά η απάντηση είναι να περιμένεις 1) να χάσω και επισήμως και 2) να δούμε τι θα πει και ο ενδιαφερόμενος καναρίνης (sic) εκ Χαλκίδος.

 

ΧΑ-ΤΖΗ-ΓΙΩΡΓΗΗΗΗΣ! ΖΝΤΟΥΠ! ΖΝΤΟΥΠ! (=ήχος που κάνουν τα μυαλά στα κάγκελα :rofl:)

Link to comment
Share on other sites

να δούμε τι θα πει και ο ενδιαφερόμενος καναρίνης (sic) εκ Χαλκίδος.

Δεν θα καθίσω με την wordsmithούλα στο σκάμα της. Άστε την να παίζει με τα κουβαδάκια της.

 

Ξανασκέφτομαι όμως πολύ σοβαρά να ανοίξω τόπικ με poll που την αφορά. Να το φυσά και να μην κρυώνει. (Η Sonya ξέρει. :devil2: )

Link to comment
Share on other sites

#6 - Είκοσι Βήματα (1.720 λέξεις)

 

 

Από κάπου, ούτε θυμόταν από πού, ήξερε μερικά πράγματα για το φεγγάρι.

 

Το φεγγάρι δεν ήταν εδώ, δε θα το έβλεπε ποτέ, ήταν φωτεινό και κρεμόταν από τον ουρανό χωρίς σκοινιά.

 

Εκεί που ζούσε δεν υπήρχε φως κι έτσι το φεγγάρι ήταν μια ουτοπία. Ξυπνούσε και κοιμόταν χωμένος μέσα σε υγρούς τοίχους κι οι υγροί τοίχοι ξυπνούσαν και κοιμόνταν δίχως να κουνηθούν από τη θέση τους. Για κάποιο λόγο ήξερε πως δεν έπρεπε να φύγει από εκεί, ήταν σαν να του το είχε πει κάποιος άγνωστος θεός και σαν εκείνος να τον είχε πιστέψει επειδή δεν είχε προσπαθήσει ποτέ του να βγει, δεν είχε περπατήσει προς αναζήτηση του υπόλοιπου κόσμου - ξυπνούσε και κοιμόταν χωμένος μέσα στο ίδιο σημείο εκείνων των ίδιων υγρών τοίχων.

 

Ξύπνησε ξανά. Μετά από λίγο κοιμήθηκε πάλι. Σηκώθηκε και χοροπήδησε για λίγη ώρα ζεσταίνοντας τους μύες του, έπειτα κάθισε κάτω ξανά, αγκάλιασε τα γόνατά του και κάρφωσε τα μάτια του στον απέναντι τοίχο.

 

«Τι κάνεις σήμερα;» τον ρώτησε και περίμενε να αποκριθεί, του παραχώρησε την ώρα ακριβώς που θα χρειαζόταν για να πει τα λόγια που ήθελε εκείνος να ακούσει ως συνέχεια της συζήτησης.

 

«Ναι, βέβαια» είπε έπειτα. «Κι εγώ καλά είμαι, η πλήξη με συμπάθησε και δε βαριέται πια όταν περνάει χρόνο μαζί μου». Μετά γέλασε επειδή κάτι του φάνηκε αστείο.

 

Το γέλιο του αντηχούσε ανάμεσα στους τοίχους, έφτανε μακριά και έπειτα γυρνούσε πίσω. Συχνά, έπαιζε ένα παιχνίδι, έβγαζε μια κραυγή και την περίμενε να επιστρέψει σ’ εκείνον σαν να ήταν ίσως μια μικρή μπάλα κι οι τοίχοι να ‘ταν ο σκύλος που θα έτρεχε να του τη φέρει πιασμένη ανάμεσα στα μπροστινά του δόντια. Συχνά, το παιχνίδι αυτό δεν έμοιαζε αρκετά διασκεδαστικό για να γεμίσει την πλήξη του κι έτσι καθόταν αγκαλιάζοντας τα γόνατά του και κοιτούσε τον καλύτερό του φίλο – τον απέναντι τοίχο.

 

Δεν ήξερε πόσο καιρό βρισκόταν εκεί κι ούτε τον ενδιέφερε να μάθει, πριν από λίγο καιρό είχε προσπαθήσει να μετρήσει και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν εκεί 28 μέρες. Αυτό όμως έγινε πριν από λίγο καιρό. Υπήρχαν σημεία αναφοράς για να μετράει το χρόνο – η άφιξη του ξένου κι η άφιξη του βρώμικου νερού. Στο μυαλό του είχε ορίσει πως ήταν πρωί όταν ερχόταν ο ξένος και απόγευμα όταν ερχόταν το νερό.

 

Ο ξένος ερχόταν φορώντας λευκά ρούχα, παράξενα λευκά ρούχα δίχως τσέπες και κουμπιά, κι έτσι τον έβλεπε από μακριά, από το βάθος του διαδρόμου και σήκωνε το χέρι του και το κουνούσε για να τον χαιρετίσει, το κουνούσε καθώς ο ξένος έφτανε, καθώς του άφηνε το πακέτο με το φαγητό και μάζευε τα απομεινάρια από το προηγούμενο, καθώς έφευγε, και δεν έπαυε να το κουνάει παρά μόνο όταν ο ξένος δε φαινόταν πια. Αυτός ήταν ο τρόπος του να τον ευχαριστήσει – άγνωστο γιατί – και ο μοναδικός τρόπος που ήξερε για να επικοινωνήσει μαζί του. Δεν του είχε μιλήσει ποτέ επειδή ο ξένος δεν ήταν σαν τον απέναντι τοίχο, ο ξένος θα μπορούσε να του απαντήσει.

 

Σήμερα θα πω κάτι, σκεφτόταν. Ναι, σίγουρα, σήμερα θα του μιλήσω. Αν απαντήσει θα του μιλήσω ξανά.

 

Μια απάντηση θα σήμαινε πως κάποια άλλη φωνή πέρα από τη δική του θα ακουμπούσε τους τοίχους.

 

Ο ξένος δε θα αργούσε να φτάσει. Εκείνος καθόταν με τα γόνατα στην αγκαλιά του και περίμενε μετρώντας τα βήματα – βήμα πρώτο – επειδή ήξερε πως μέχρι να φτάσει ο ξένος να σταθεί μπροστά του θα έκανε είκοσι βήματα.

 

Βήμα δεύτερο. Έπρεπε σήμερα να του μιλήσει γιατί δεν μπορούσε άλλο να περιμένει μόνος. Ίσως ο ξένος να ήταν καλοσυνάτος, ίσως να είχε ψηλή φωνή, ίσως να καθόταν δίπλα του λερώνοντας τα λευκά του ρούχα και να του μιλούσε.

 

Βήμα τρίτο. Έπρεπε σίγουρα να του μιλήσει επειδή μπορεί ο ξένος να ήξερε πράγματα για το φεγγάρι, εκείνο το φωτεινό κομμάτι ακαθόριστης ύλης που αιωρούταν στον ουρανό τις νύχτες, μετά δηλαδή από την άφιξη του νερού.

 

Βήμα τέταρτο. Ποιος ξέρει, ίσως να ήξερε να του πει ακόμα και το γιατί εκείνος θυμόταν το φεγγάρι χωρίς να το έχει δει ποτέ ή να του πει από πού φαινόταν το φεγγάρι και πόσο μακριά ήταν αυτό το κάπου από εκεί που βρισκόταν αυτός ή ίσως ακόμα και να του εξηγούσε γιατί θυμόταν να έχει ζήσει μονάχα 28 μέρες κι ένα φεγγάρι.

 

Βήμα πέμπτο. Τα βήματα είχαν αρχίσει να στριγκλίζουν σαν πουλιά - πλαστικά παπούτσια πάνω σε γλιστερό έδαφος. Ο ήχος ακουμπούσε τους τοίχους με έναν βίαιο, πρόστυχο τρόπο, πιο βρώμικο από το νερό, μ’ έναν τρόπο χυδαίο και προδοτικό σαν ιεροσυλία.

 

Βήμα έκτο. Τώρα του φαινόταν πως ο ξένος δε φορούσε λευκά ρούχα αλλά κόκκινα και ο ήχος από τα παπούτσια του ήταν όλο και πιο ενοχλητικός, ήταν μια παρείσακτη παρεμβολή από φρίκη μέσα στον παράδεισο των τοίχων του.

 

Βήμα έβδομο. Έπρεπε να του μιλήσει, να τον ρωτήσει για το φεγγάρι, να τον ρωτήσει γιατί εκείνος γνώριζε την ύπαρξή του. Έπρεπε να του μιλήσει κι ο ξένος έπρεπε να του απαντήσει, δεν υπήρχε τρόπος να βγάλει αυτή τη μέρα αν δε μάθαινε κάτι για το φεγγάρι.

 

Βήμα όγδοο. Πρόσεξε δίπλα του κάτι που γυάλιζε ανεπαίσθητα, μια αστραπή που έλαμψε σε άλλο, ξένο ουρανό και δεν είχε άλλη επιλογή από το να απλώσει το χέρι του και να το αρπάξει χωρίς να κοιτάξει καλύτερα να δει τι ήταν.

 

Βήμα ένατο. Ο ξένος τώρα έμοιαζε ρευστός, το σχήμα του θόλωνε και άλλαζε στις άκρες, θύμιζε τις μάζες από βρωμιά που έφερνε το νερό. Μα δεν ήταν απόγευμα, ήταν πρωί, έπρεπε να είναι πρωί επειδή εκείνος έπρεπε να μάθει κάτι για το φεγγάρι.

 

Βήμα δέκατο. Τα παπούτσια δεν στρίγκλιζαν, ούρλιαζαν χαμένα σε μια δική τους φρίκη, αποτρόπαιες κραυγές που πλήγωναν τους τοίχους του σα μαστίγια, έπρεπε κάτι να κάνει για να τους προστατεύσει, έπρεπε κάτι να κάνει.

 

Βήμα ενδέκατο. Μα έπρεπε και να του μιλήσει, πώς θα μάθαινε για το φεγγάρι αν δεν του μιλούσε, άραγε τι να είχε μέσα το πακέτο του σήμερα, ίσως θα έπρεπε απλά να το πάρει και να το μοιραστεί με τους τοίχους του, ίσως δεν έπρεπε να μιλήσει ποτέ σε κανέναν – ο άνθρωπος που ερχόταν ήταν μια άμορφη μάζα από βρωμιά έτσι κι αλλιώς.

 

Βήμα δωδέκατο. Έπρεπε να πάψει αυτό τον ήχο. Η αστραπή στο χέρι του τον έκαιγε κι έπρεπε κι αυτή να την αφήσει να φύγει μα δεν μπορούσε κι όλο την έσφιγγε κι όλο μάτωνε η παλάμη του κι όλο την έσφιγγε περισσότερο πασχίζοντας να κρατηθεί από κάπου για να αντέξει εκείνον τον ήχο που χτυπούσε τους τοίχους του.

 

Βήμα δέκατο τρίτο. Ένα κτήνος ήταν τώρα που πλησίαζε προς το μέρος του, ένα κτήνος που έσταζε βρωμιά και αίμα και ούρλιαζε κι έτρεχε καταπάνω του και δεν μπορεί να ήξερε αυτό το πλάσμα οτιδήποτε για το φεγγάρι, πώς θα μπορούσε ποτέ να ξέρει, πώς θα μπορούσε καν ποτέ να έχει δει αυτό το κτήνος ένα φεγγάρι να κρέμεται στον ουρανό.

 

Βήμα δέκατο τέταρτο. Ναι, δε θα είχε νόημα να τον ρωτήσει, το κτήνος δε θα είχε καν στόμα να του μιλήσει, θα είχε μονάχα ακόμα μια στριγκλιά και οι στριγκλιές του πονούσαν τους τοίχους του κι έπρεπε να τις σταματήσει πάση θυσία, πώς είχε καν πιστέψει πως αυτό το κτήνος θα μπορούσε να ξέρει οτιδήποτε για το φεγγάρι;

 

Βήμα δέκατο πέμπτο και δέκατο έκτο. «Κύριε, είστε καλά;» Το κτήνος είχε μιλήσει, είχε μια ένρινη φωνή κι η ένρινη φωνή του ακούμπησε τους τοίχους κι οι τοίχοι πια δεν ήταν δικοί του, τους είχε αρπάξει μέσα από τα χέρια του ενώ εκείνος πάντα είχε μόνο αυτούς τους τοίχους για να νοιάζεται και κανέναν άλλο, το φεγγάρι ήταν ασήμαντο και πιθανότατα ανύπαρκτο, ο ξένος δεν κρατούσε πακέτο και δε φορούσε λευκά.

 

Βήμα δέκατο έβδομο. Ο ξένος άπλωσε τα χέρια του για να τον φτάσει κι εκείνος γέλασε, πρέπει να κάνεις τρία βήματα ακόμη, σκέφτηκε, έσφιξε στην παλάμη του τον κεραυνό και την έσκισε κι άλλο και το αίμα του πότιζε μέσα του την προδοσία και εκείνη άνθιζε με πείσμα.

 

Βήμα δέκατο όγδοο. Είχε χάσει τους υγρούς του τοίχους, δεν του ανήκαν πια και τώρα τίποτα δεν του ανήκε και τα πλαστικά παπούτσια συνέχιζαν να τους χτυπάνε κι ας μην ήταν πια δικοί του κι ο ξένος είχε στο πρόσωπό του μια έκφραση αποκρουστική – φρύδια σμιγμένα, χείλη μισάνοιχτα, μύτη σουφρωμένη. Δεν κρατούσε καν πακέτο.

 

Βήμα δέκατο ένατο. Μια στιγμή του χρειαζόταν ακόμα, μόνο μια στιγμή κι έπειτα θα μπορούσε να ξεπλύνει την αδικία, να εκδικηθεί για την κλεψιά, πώς είχε τολμήσει να κλέψει από εκείνον που όλα όσα είχε ήταν εκείνοι οι τοίχοι, πώς του τους είχε πάρει έτσι απλά μηδενίζοντας κάθε σχέση που είχε υπάρξει μεταξύ τους σαν να μην άξιζε - μα άξιζε, ήταν το μόνο που άξιζε, το φεγγάρι ήταν μια ανόητη ουτοπία, η έκφραση στο πρόσωπο του ξένου αναγνωρίστηκε ως ανησυχία.

 

Βήμα εικοστό. Μονάχα ένα μικρό τέντωμα του κορμιού του και ο κεραυνός – εκείνο το σκουριασμένο ξυραφάκι – τρύπησε την καρωτίδα του ξένου και το αίμα σχημάτισε πάνω στον τοίχο μια όμορφη γραμμή σαν έργο τέχνης, ξεπλένοντας τη φωνή του από πάνω τους και καθιστώντας τους αγνούς ξανά με ένα τρόπο ήρεμο, πρωτόγνωρα απλό.

 

Το σώμα του ξένου χτύπησε με το κεφάλι πάνω στην όμορφη γραμμή και σύρθηκε ως κάτω τρέμοντας - το σχήμα της γραμμής αλλοιώθηκε λιγάκι και τώρα έμοιαζε με πρόσωπο που τον κοιτούσε ανήσυχα. «Είστε καλά, κύριε;» είχε ρωτήσει, μα γιατί να το είχε ρωτήσει αυτό, τα ρούχα του γιατί δεν ήταν λευκά, γιατί δεν κρατούσε πακέτο, γιατί δεν ήταν αυτός που έπρεπε να είναι;

 

Κλώτσησε κάτι με το πόδι του κι όταν είδε τι ήταν γέλασε δυνατά κι οι τοίχοι του επέστρεψαν το γέλιο με τόνο επικριτικό. Ήταν τα απομεινάρια του προηγούμενου πακέτου, ήταν απόγευμα, αυτός δεν ήταν ο ξένος, αυτός ήταν κάποιος που ίσως να ήξερε κάτι για το φεγγάρι κι ίσως να είχε έρθει ακριβώς για αυτό το λόγο, για να τον πάρει και να του το δείξει να κρέμεται από τον ουρανό. «Είστε καλά, κύριε;» είχε ρωτήσει, μα γιατί να το είχε ρωτήσει αυτό αν δεν νοιαζόταν;

 

Λίγα λεπτά μετά εμφανίστηκε το νερό σαν για να αποδείξει τα λόγια του. Η μυρωδιά έγινε εντονότερη. Ο ξένος θάφτηκε για λίγο κάτω από την επιφάνεια κι έπειτα ανέβηκε ξανά κι έμεινε να επιπλέει με το κεφάλι μέσα και τον τρύπιο λαιμό του να αδειάζει ανάμεσα στα σκατά.

 

Εκείνος, όπως καθόταν αγκαλιάζοντας τα γόνατά του, θάφτηκε σχεδόν ως τους ώμους κι έμεινε γοητευμένος να κοιτάζει το πώς χόρευε το νεκρό σώμα του ξένου παρασυρόμενο από το νερό.

Link to comment
Share on other sites

να δούμε τι θα πει και ο ενδιαφερόμενος καναρίνης (sic) εκ Χαλκίδος.

Δεν θα καθίσω με την wordsmithούλα στο σκάμα της. Άστε την να παίζει με τα κουβαδάκια της.

 

Ξανασκέφτομαι όμως πολύ σοβαρά να ανοίξω τόπικ με poll που την αφορά. Να το φυσά και να μην κρυώνει. (Η Sonya ξέρει. :devil2: )

 

Που να μην ήξερε... :p

Link to comment
Share on other sites

να δούμε τι θα πει και ο ενδιαφερόμενος καναρίνης (sic) εκ Χαλκίδος.

Δεν θα καθίσω με την wordsmithούλα στο σκάμα της. Άστε την να παίζει με τα κουβαδάκια της.

 

Ξανασκέφτομαι όμως πολύ σοβαρά να ανοίξω τόπικ με poll που την αφορά. Να το φυσά και να μην κρυώνει. (Η Sonya ξέρει. :devil2: )

 

ΖΗΤΩΩΩΩΩ! Ο Χατζηγιώργης ωρίμασε! :lol:Tweety for president!:devil2:

 

Οκ, άκυρο το στοίχημα. Αλλά είστε μάρτυρες ότι δεν είμαι εγώ που αποσύρομαι, κι ας μη με συμφέρει. I did my best...

(Θα ανοίξει τόπικ για μένα με poll; Τι poll;)

 

Και για να μη βγαίνουμε εντελώς Ο.Τ., να σας παραπέμψω σε ένα αρκετά καλό διηγηματάκι εφ του George R.R. Martin που έχει τίτλο Dark, dark were the tunnels και κολλάει μια χαρά με το θέμα του παρόντος διαγωνισμού. Το έχω στην ανθολογία αυτή και τη δανείζω σε όποιον ενδιαφέρεται.

Link to comment
Share on other sites

#7 - Μετά την 46 (2.691 λέξεις)

 

Ο Πίτερ βούρτσιζε τα δόντια του ενώ κοίταζε τα μούτρα του στον καθρέφτη. Οι αφροί που γέμιζαν τα χείλια του και έσταζαν απ' το πηγούνι του τον έκαναν να μοιάζει με λυσσασμένο. Αλλά και πάλι καλός ήταν. Ή αυτό έλεγε στον εαυτό του για να νιώσει καλύτερα.

Ένας υγρός ήχος, που ακούστηκε από πίσω του, του τράβηξε την προσοχή και σταμάτησε το βούρτσισμα. Αφουγκράστηκε για λίγο, αλλά εκείνος ο περίεργος ήχος είχε εξαφανιστεί. Συνέχισε το πλύσιμο των δοντιών του με επιμέλεια. Δεν πέρασε πολλή ώρα, όταν ο ήχος νερού σε ανάδευση έφτασε ξανά στα αφτιά του. Ξέπλυνε το στόμα του και στράφηκε προς τα εκεί που προερχόταν ο ήχος, τη λεκάνη της τουαλέτας.

Έσκυψε από πάνω της και στο λευκό πάτο είδε τρία λεπτά, σκουρόχρωμα και μακρουλά πράματα να βγαίνουν μέσα απ' το σιφόνι. Κινούνταν ανάλαφρα, σαν σκουλήκια, μια κίνηση που ανατάρασσε την επιφάνεια του νερού.

«Τι στον κόρακα;», ψιθύρισε και γονάτισε, για να παρατηρήσει πιο προσεκτικά εκείνα τα παράξενα σκουληκάκια που είχαν εμφανιστεί εντελώς ανύποπτα. Έγειρε πάνω από την τουαλέτα και πλησίασε πιο κοντά. Τα τρία μικρά σκουληκάκια πετάχτηκαν απότομα προς τα πάνω, δίνοντας μορφή σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, που κρυβόταν στο σιφόνι και τα ακολουθούσε.

Ένα χέρι, πρόλαβε να σκεφτεί, μέχρι να τον αρπάξει απ' το κεφάλι και να τον τραβήξει βίαια προς τα μέσα. Γλίστρησε κι έχασε την ισορροπία του, το κεφάλι του χώθηκε στην τουαλέτα, ενώ οι ώμοι κρατούσαν κόντρα στο δυνατό τράβηγμα, έχοντας σφηνώσει στο χείλος της λεκάνης. Τα πόδια του κλωτσούσαν σπασμωδικά, με τα χέρια του προσπαθούσε να ξεφύγει, σπρώχνοντας προς τα πίσω, αλλά το γράπωμα του χεριού ήταν πανίσχυρο.

Ένιωθε το λαιμό του να τεντώνεται όλο και πιο πολύ. Ήθελε να φωνάξει, όμως μόνο μερικές αδύναμες κραυγές βγήκαν απ' το στόμα του. Κι ύστερα από λίγο, για κάποιο λόγο, όλα ηρέμησαν.

 

* * * * *

 

Η υπαστυνόμος Τζέμα Ρέιντς αισθανόταν τα πόδια της βαριά και πρησμένα απ’ την ορθοστασία, όσο εξέταζε το πτώμα. Ήταν πεσμένο πάνω στη λεκάνη της τουαλέτας, σαν κάποιον που ξερνούσε, μόνο που εκείνο άδειαζε τα σωθικά του απευθείας από το λαιμό. Το κεφάλι είχε αφαιρεθεί μ' έναν αρκετά σκληρό τρόπο, κάτι που φαινόταν από τις πέτσες και τις λοιπές αηδίες που κρέμονταν. Ξεριζώθηκε, σκεφτόταν η Τζέμα, αυτή είναι η σωστή λέξη. Τα περισσότερα αίματα βρίσκονταν μέσα στη λεκάνη, αλλά υπήρχαν και μερικά που είχαν πεταχτεί τριγύρω. Κατά τα άλλα, το μπάνιο ήταν πεντακάθαρο. Και το υπόλοιπο σπίτι ανέγγιχτο.

«Τόμας!», φώναξε όταν το μπάνιο άδειασε από το υπόλοιπο προσωπικό της αστυνομίας. Ένας σχετικά νεαρός αστυφύλακας εμφανίστηκε διστακτικά στην πόρτα. «Έλα, μπες μέσα, δεν δαγκώνει. Τον έχω τσεκάρει»

«Ναι, Τζεμ, γελάσαμε», έκανε εκείνος, φανερά ενοχλημένος. Δεν φοβόταν, ούτε αηδίαζε, αλλά όσο και να τα είχε συνηθίσει, πάντα του προκαλούσαν δυσφορία τέτοιου είδους σκηνικά.

«Πόσες πανομοιότυπες περιπτώσεις έχουμε, Τόμας;», ρώτησε με καθαρά υπηρεσιακό ενδιαφέρον.

«Σαράντα-έξι μαζί μ' αυτήν»

«Μέσα σε πόσες μέρες;»

«Σε πέντε»

«Και γιατί ακόμα δεν ξέρουμε τίποτα, Τόμας; Και πού είναι τα γαμημένα τα κεφάλια;». Η ένταση και η οργή στη φωνή της Τζέμα είχαν ανέβει. Αυτό προκαλούσε ένα μικρό σφίξιμο στο στομάχι του Τόμας κάθε φορά που συνέβαινε, όσο καλά κι αν την ήξερε πλέον.

«Μου κάνεις την ίδια ερώτηση τουλάχιστον στις είκοσι τελευταίες περιπτώσεις και παίρνεις συνέχεια την ίδια απάντηση: πού στα σκατά θέλεις να ξέρω»

Τα μάτια της Τζέμα έλαμψαν. «Ακριβώς αυτό. Στα σκατά», είπε και έδειξε τον πάτο της τουαλέτας.

Το πρόσωπο του Τόμας πάνιασε από έναν απρόσμενο φόβο. «Όχι... δεν θα το έκανες... με τίποτα... ούτε κι εσύ ακόμη... όχι»

«Ναι, Τόμας. Εσύ κι εγώ, απόψε»

 

Πήδηξε από τη μεταλλική σκάλα, που ήταν κολλημένη στον τοίχο, και τα πόδια της βρόντηξαν στο σκληρό, τσιμεντένιο δάπεδο του υπονόμου. Είχαν επιλέξει μια είσοδο κοντά στο σπίτι που είχε γίνει ο τελευταίος φόνος. Με το φακό σάρωσε το θεοσκότεινο χώρο γύρω της, περιμένοντας τον Τόμας να κατεβεί. Η στοά του υπονόμου είχε πλάτος σχεδόν τέσσερα μέτρα. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν δυο πεζούλια, το πολύ ένα μέτρο φαρδιά, ενώ ανάμεσα κυλούσε ο οχετός που μετέφερε τα λύματα. Στους πλαϊνούς τοίχους, σε αραιά αλλά τακτά διαστήματα, κατέληγαν διάφοροι άλλοι σωλήνες. Πυκνή δυσωδία μπούκωνε τη μύτη της. Μπιχλιάρικη υγρασία έρεε και έσταζε από παντού.

«Πφφ, βρομάει», έκανε ο Τόμας αηδιασμένος, μόλις κατέβηκε.

«Έκλασα», δήλωσε η Τζέμα απερίφραστα και προχώρησε, στην τύχη, ευθεία μπροστά τους. Ο Τόμας την ακολούθησε κατά πόδας, με το φόβο μη μείνει έστω και για μια στιγμή μόνος του εκεί μέσα.

«Γιατί έπρεπε να έρθουμε εμείς, Τζεμ; Γιατί να μην πούμε και σε κάποιον άλλον να μας βοηθήσει;». Η δέσμη φωτός από το φακό του Τόμας κινούταν ανήσυχα στα τοιχώματα, ψάχνοντας για όσα δεν υπήρχαν.

«Επειδή, αν κι όλοι το σκέφτηκαν, κανένας δεν θα είχε τ' αρχίδια να παραδεχτεί ότι έχουμε δίκιο»

Ο Τόμας δεν μίλησε αμέσως. «Τζεμ, ξέρεις ότι δεν μου αρέσει όταν βρίζεις», είπε τελικά.

«Ναι, το ξέρω, Τόμας. Μου το έχεις στείλει μήνυμα στο κινητό, μου το έχεις κολλήσει με ποστ-ιτ στο γραφείο και μου το έχεις κάνει ποστ στο φέισμπουκ. Κι αν δεν ήσουν τόσο φλώρος, μπορεί και να με είχες πηδήξει κιόλας»

Δεν της είπε τίποτα. Μάλλον επειδή σκεφτόταν πόσο μαλάκας ήταν.

Έτσι συνέχισαν να περπατάνε και οι δυο αμίλητοι, προσπαθώντας να βρουν με το φως από τους φακούς τους, κάτι που από μια πρώτη άποψη θα ήταν εντελώς παράλογο.

Ο χρόνος έμοιαζε να κυλά διαφορετικά εκεί κάτω. Μπορεί να είχαν περάσει πέντε λεπτά απ' την ώρα που είχαν κατεβεί, μπορεί και τρεις ώρες. Κι ήταν κάπου ανάμεσα σ' εκείνο το αβέβαιο χρονικό διάστημα που η Τζέμα είπε:

«Κοίτα εκεί». Με το φακό της έφεγγε ένα σημείο του οχετού. Μια σκουροκόκκινη γραμμή κυλούσε μέσα στα υπόλοιπα απόβλητα.

«Αίμα;», στη φωνή του Τόμας υπήρχε ανησυχία.

«Κρασί ημίγλυκο», είπε η Τζέμα και η πλησίασε.

Ένας γδούπος ακούστηκε κι ύστερα ο Τόμας να την καλεί με απόγνωση. «Τζεμ!»

Γύρισε και τον είδε να παλεύει μ' ένα μυστήριο πλοκάμι που είχε πεταχτεί μέσα από ένα σωλήνα στον τοίχο και είχε τυλιχτεί γύρω απ' το κεφάλι του. Τον τραβούσε προς το στόμιο του σωλήνα, κι εκείνος στηριζόταν στον τοίχο με τα χέρια. Η Τζέμα έτρεξε και τον άρπαξε από τη μέση. Πίεσε με το ένα πόδι τον τοίχο, αλλά δεν μπορούσε να τον απελευθερώσει.

«Σπρώξε, Τόμας, σπρώξε», φώναζε και σκουντούσε τον τοίχο, χωρίς να υπάρχει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Άφησε τον Τόμας και έβγαλε το πιστόλι από τη θήκη του. Ακούμπησε την κάννη στο πλοκάμι και πυροβόλησε εξ επαφής. Το αηδιαστικό άκρο ξετυλίχτηκε γρήγορα και χώθηκε στο σωλήνα απ' τον οποίο είχε βγει. Η Τζέμα έφεξε μέσα με το φακό. Αυτό που είδε την ανατρίχιασε. Ένα κεφάλι βρισκόταν εκεί μέσα. Ένα κεφάλι που του έλλειπαν πολλές τρίχες, με πολλές βαθιές εκδορές, πολλά σπασμένα κόκαλα και σχεδόν ξεκολλημένη μύτη, σίγουρα νεκρό· αλλά τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα δικά της X–Με κοιτάζει. Αποτραβήχτηκε κι εκείνο αργά και χάθηκε στο σκοτάδι.

Έστρεψε την προσοχή της στον Τόμας, που είχε πέσει στο έδαφος και έτρεμε.

«Σύνελθε, Τόμας», του φώναξε, «Έχουμε μια πολύ σοβαρή κατάσταση εδώ πέρα». Τον έπιασε από το γιακά και τον ταρακούνησε, αλλά όταν ούτε κι αυτό δούλεψε, τον χαστούκισε με δύναμη. Αυτό φάνηκε να τον συνεφέρει κάπως. «Σήκω», του είπε, «τα πράγματα αγρίεψαν»

«Εγώ φεύγω», δήλωσε εκείνος χωρίς να το σκεφτεί πολύ και το 'κανε. Σηκώθηκε απότομα κι άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση απ' την οποία είχαν έρθει.

«Αδερφούλα!», του πέταξε στην πλάτη.

Αυτό που είχε δει την είχε ταράξει για τα καλά, αλλά δεν ήθελε να τα παρατήσει. Όχι τη στιγμή που πίστευε ότι έφτανε σε μια άκρη, όσο τρομακτική κι αλλόκοτη κι αν ήταν.

 

Περπατούσε αργά τώρα, με το όπλο προτεταμένο και το φακό να φέγγει στο σημείο που σημάδευε το όπλο. Τα μάτια της έλεγχαν κάθε λεπτομέρεια του γύρω χώρου, δίνοντας μεγαλύτερη προσοχή στις καταλήξεις των σωλήνων στους τοίχους. Οι ήχοι από σταλαματιές έμοιαζαν πιο επικίνδυνοι και δυσοίωνοι πλέον. Το σκοτάδι, απόκοσμο κι εφιαλτικό –Φοβάμαι.

Το φως του φακού αποκάλυψε ένα μεγάλο όγκο που επέπλεε μέσα στα λύματα. Δεν βιάστηκε να πλησιάσει. Η προσοχή της δεν έπρεπε να ελαττωθεί. Η πιο κοντινή ματιά τής έδειξε αυτό που είχε υποπτευθεί. Επρόκειτο για το –ακέφαλο– πτώμα ενός άντρα. Τα παλιά και σκισμένα ρούχα του έδειχναν πως ήταν κάποιος άστεγος, που έπεσε στα πλοκάμια του ό,τι-ήταν-αυτό.

Ένα σούρσιμο ακούστηκε από την απέναντι μεριά του οχετού. Η Τζέμα έστρεψε αμέσως φακό και όπλο προς τα εκεί. Με λίγο ψάξιμο, είδε ένα νεκρό, παραμορφωμένο απ' τις πληγές, κεφάλι να την κοιτάζει μέσα από ένα σωλήνα. Έμεινε για λίγο εκεί κι ύστερα κρύφτηκε στο εσωτερικό, χωρίς βιασύνη. Η καρδιά της Τζέμα βροντοχτυπούσε στο στήθος της. Κάτι την παρακολουθούσε.

 

Συνέχισε να περπατά και μετά από λίγο έφτασε στη διασταύρωση δύο στοών ίδιου μεγέθους. Στο κέντρο των δύο οχετών που ενώνονταν υπήρχε μια μικρή στοίβα από ακέφαλα πτώματα, όλα ρακένδυτα. Πέντε ή έξι μπόρεσε να μετρήσει η Τζέμα. Έστριψε δεξιά, επειδή προς τα εκεί την κατεύθυνε το πεζούλι της.

Προσπαθούσε ώστε τα βήματά της να είναι όσο το δυνατό πιο αθόρυβα, για να ακούει τον παραμικρό ήχο. Πού και πού γυρνούσε κι έριχνε μια ματιά προς τα πίσω. Ήταν μόνη, έπρεπε να φυλάει και τα νώτα της –Αδερφούλα. Είχε απομακρυνθεί αρκετά από τη διασταύρωση των στοών. Με το ζόρι την διέκρινε πλέον μέσα στο φως του φακού. Εκείνη ήταν κι η στιγμή που κατάλαβε ότι τα συρσίματα, που πριν από λίγο ήταν ανύπαρκτα, τώρα ακούγονταν από παντού. Μπροστά και πίσω και δίπλα της. Ξαφνικά είχε βρεθεί περικυκλωμένη. Ο φόβος είχε φουντώσει μέσα της, κάνοντάς την να μετανιώσει για τις αποφάσεις που είχε πάρει.

 

Περιστράφηκε γύρω από τον εαυτό της ρίχνοντας φως σε καθετί που θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο. Μερικές μεγάλες σκιές κινούνταν στις γωνίες των πεζουλιών, κάποιες άλλες σέρνονταν στην υγρή οροφή· αλλά εκεί που σταμάτησε ο φακός ήταν σ’ εκείνα τα τρία παραμορφωμένα κεφάλια που είχαν στριμωχτεί δίπλα-δίπλα στο στόμιο ενός σωλήνα, ούτε μισό μέτρο πίσω της. Αν ανέπνεαν θα ένιωθε τις ανάσες τους στο πρόσωπό της. Δεν κρύφτηκαν, δεν έκαναν κάποια άλλη κίνηση, μόνο στέκονταν εκεί και την κοιτούσαν με τα νεκρά τους μάτια, στραμμένα προς το μέρος της.

 

Το δάχτυλό της πίεσε την σκανδάλη, αλλά δεν πυροβόλησε. Ήθελε να κρατήσει τις σφαίρες για κάτι πιο επικίνδυνο. Περπάτησε με αργά βήματα προς τα πίσω, σημαδεύοντας τα κεφάλια. Μόλις πίστεψε πως ήταν σε απόσταση ασφαλείας, γύρισε από την άλλη μεριά κι άρχισε να προχωρά πιο γρήγορα. Ήθελε να φύγει από εκεί. Το φως από το φακό έπεσε πάνω σε άλλα δύο κεφάλια που προεξείχαν από ένα σωλήνα στον απέναντι τοίχο. Την ακολουθούσαν με τα μάτια καθώς προχωρούσε, σαν να την κορόιδευαν, σαν να ήξεραν προς τα πού πήγαινε. Και τότε την είδε.

 

Μια τεράστια, σκοτεινή και άμορφη μάζα έφραζε το δρόμο της. Η Τζέμα έριξε φως παντού πάνω της, για να δει με τι είχε να κάνει. Είχε σκούρο καφετί χρώμα και μια παχύρευστη, λιπαρή σύνθεση. Αραιά και πού ξεφύτρωναν πράσινοι όγκοι, σαν κακάδια πληγών που κάλυπταν τη μάζα εδώ κι εκεί. Σκατά και λειχήνες, έτσι θα την χαρακτήριζε. Ακριβώς στο κέντρο της υπήρχαν σφηνωμένα καμιά δεκαριά κεφάλια, που την κοιτούσαν με στόματα που έχασκαν. Από τις άκρες της μάζας πετάγονταν χοντρά πλοκάμια, που άλλα κατέληγαν σε λεπτές αποφύσεις, ενώ άλλα είχαν κεφάλια στις άκρες τους, κι όλα λικνίζονταν αργά. Είδε και κάποια να χώνονται μέσα σε κοντινούς σωλήνες.

«Μα τη μεταλλαγμένη κουράδα του Ξαβιέ», μονολόγησε.

Πάνω σ’ ένα από τα πλοκάμια τής φάνηκε ότι είδε το κεφάλι του Τόμας να την κοιτά πεθαμένο. Αλλά ήταν μόνο σε κάποιο γρήγορο πέρασμα του φακού –Ας μην είναι αλήθεια.

 

Δεν πέρασε πολύ από την αρχική έκπληξη για να καταλάβει ότι είχε πανικοβληθεί. Τα χέρια της έτρεμαν, μετά βίας έσφιγγε το όπλο και το φακό. Το πόδια της είχαν μπερδευτεί, ήθελε να τρέξει, αλλά εκείνα πείσμωσαν κι έμεναν ακίνητα. Η αναπνοή της είχε σταματήσει και μόνο όταν κόντεψε να σκάσει κατάλαβε ότι έπρεπε επιτέλους να κάνει κάτι.

Στράφηκε προς τα πίσω, έτοιμη να το βάλει στα πόδια, αλλά αρκετά πλοκάμια, κάποια με κεφάλια πάνω τους, κάποια όχι, της έκλειναν τη διέξοδο. Ξαναγύρισε προς την άμορφη μάζα, έφεξε το κέντρο της κι άρχισε να πυροβολεί τα κεφάλια που βρίσκονταν εκεί. Ήταν η μόνη έξυπνη λύση που μπόρεσε να σκεφτεί, μέσα σ’ εκείνον τον κυκεώνα τρόμου, πανικού και φρίκης. Οι σφαίρες πετύχαιναν τα κεφάλια κι έσπαζαν κομμάτια από πάνω τους, αλλά δεν επέφεραν κάποιο φανερό πλήγμα στο αηδιαστικό πλάσμα.

 

Συνέχισε να πατάει τη σκανδάλη ακόμα κι όταν ο γεμιστήρας είχε αδειάσει. Δεν το είχε καταλάβει, δεν την ένοιαζε, το μόνο που ήθελε ήταν εκείνο να τα τινάξει. Ένιωσε κάτι να τυλίγετε στα πόδια της κι όταν πήγε να πηδήξει μακριά του εκείνο σφίχτηκε γύρω τους και την τράβηξε απότομα, ρίχνοντάς την με δύναμη στο σκληρό δάπεδο. Ο φακός και το πιστόλι έφυγαν από τα χέρια της. Το μάγουλό της σκίστηκε και το κεφάλι της άρχισε να γυρνά από το χτύπημα. Έσυρε τα χέρια της στο τσιμέντο προσπαθώντας να τραβηχτεί, κλώτσησε με τα πόδια της για να ξεφύγει, αλλά τίποτα δεν ήταν ικανό να χαλαρώσει το σφίξιμο του πλοκαμιού, που είχε αρχίσει να συστρέφεται και να ανεβαίνει προς τα γόνατά της. Κι όταν ήταν βέβαιο πως δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνει, κατέφυγε στο μόνο που της είχε απομείνει. Ούρλιαξε. Ούρλιαξε, όπως ποτέ ξανά.

Τις κραυγές της έπνιξε ένα πλοκάμι που τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό της κι έκοψε την αναπνοή της. Η υγρή, αλλά σκληρή ουσία του πλάσματος γλιστρούσε πάνω στο δέρμα της και την έσφιγγε όλο και πιο πολύ. Προσπάθησε να βάλει τα δάχτυλα των χεριών της ανάμεσα σ’ αυτήν και το πλοκάμι για να χαλαρώσει το σφίξιμο, ήταν όμως αδύνατο.

Τα πλοκάμια που έσφιγγαν τα πόδια και το λαιμό της άρχισαν να την τραβούν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Αυτό που πήγαιναν να κάνουν ήταν εμφανές, το ήξερε –Μη. Έσφιξε το κορμί της, τράβηξε το λαιμό κοντά στο σώμα της· κινήσεις άνευ σημασίας, αλλά δεν ήθελε να φύγει χωρίς μάχη.

 

Μια λάμψη άστραψε μέσα στη σκοτεινή στοά, που έμεινε ζωντανή κι έριξε φως παντού. Κι ύστερα ακούστηκε ο λυτρωτικός ήχος των πυροβολισμών. Πολλών πυροβολισμών. Τα πλοκάμια που ήθελαν να χωρίσουν το κεφάλι απ’ το κορμί της ξετυλίχτηκαν απότομα και απομακρύνθηκαν από κοντά της. Έμεινε ξαπλωμένη στο πάτωμα, με τα χέρια δεμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, για να προστατευτεί από τους πυροβολισμούς. Σήκωσε τα μάτια της και είδε τα κεφάλια στο κέντρο του πλάσματος να θρυμματίζονται με τη σειρά. Ακολούθησαν τα νεκρά κεφάλια στα άκρα των πλοκαμιών, ώσπου δεν έμεινε κανένα ζωντανό.

 

Μόνο όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν και όλα τα πλοκάμια απλώνονταν ακίνητα, η Τζέμα έστρεψε το κορμί και ανακάθισε στο πεζούλι του υπονόμου. Πίσω της υπήρχε ένα ολόκληρο τσούρμο από αστυνομικούς που κρατούσαν αυτόματα πυροβόλα όπλα και ισχυρούς προβολείς. Στο κέντρο αυτών ο Τόμας, με το υπηρεσιακό πιστόλι στα χέρια, που μάλλον προκάλεσε την ελαχίστη των ζημιών στο πλάσμα. Χάρηκε που είδε το κεφάλι του κολλημένο στους ώμους του. Του χαμογέλασε, όσο κι αν αυτό της φαινόταν απίστευτο.

«Έφερα ενισχύσεις», της εξήγησε, ανταποδίδοντας το χαμόγελο. «Κάποιος από τους δυο μας έπρεπε να φανεί λογικός»

«Άντε γαμήσου, Τόμας, και ευχαριστώ»

«Ξέρεις ότι δεν μ’ αρέσει όταν βρίζεις, Τζεμ»

Της γύρισε την πλάτη κι άρχισε να περπατά προς την αντίθετη κατεύθυνση, ακολουθώντας τους υπόλοιπους αστυνομικούς που ήδη είχαν ξεμακρύνει. Είχε έρθει επιτέλους η ώρα να ξεκουμπιστεί από εκεί. Έβαλε δύναμη στα χέρια της για να σηκωθεί, αλλά μια περίεργη ζαλάδα πλημμύρισε το μυαλό της. Τα μάτια της θόλωσαν. Τα χέρια της γλίστρησαν.

«Τόμας, βοήθησέ με», φώναξε, αλλά εκείνος συνέχισε να περπατά μαζί με τους άλλους αστυνομικούς.

Γιατί κανείς δεν με βοηθά;

 

Έκλεισε τα μάτια της και τα άνοιξε ξανά μετά από λίγο, μήπως κι έτσι διώξει το θόλωμα. Ο Τόμας και οι αστυνομικοί είχαν εξαφανιστεί από μπροστά της. Υπήρχε μόνο ένα ακίνητο, ακέφαλο πτώμα, ξαπλωμένο στο δάπεδο.

Τρόμος. Τρόμος παντού.

Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά και τα άνοιξε ξανά.

Οι αστυνομικοί, με τον Τόμας τελευταίο, είχαν απομακρυνθεί ακόμη πιο πολύ.

Δεν ήθελε να κλείσει τα μάτια της, αλλά εκείνα έκλεισαν από μόνα τους. Κι όταν άνοιξαν πάλι, είδε εκείνο το ακέφαλο πτώμα –Όχι.

Η όρασή της άλλαξε οπτική γωνία, σαν κινούταν πέρα-δώθε μ’ έναν αδιευκρίνιστο τρόπο. Δεν υπήρχε αρκετό φως για να διακρίνει πολλά, μόνο αυτό που έβγαινε από έναν πεσμένο, ξεχασμένο φακό. Είδε, όμως, αρκετά πλοκάμια να λικνίζονται γύρω από μια άμορφη μάζα.

Πάνω σ’ ένα από τα πλοκάμια τής φάνηκε ότι είδε το κεφάλι του Τόμας να την κοιτά πεθαμένο.

 

ΤΕΛΟΣ

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

#8 - Τούλα η Σκατούλα (1996 λέξεις)

 

Ήταν η σειρά του Ταλ να μιλήσει. Όλοι έδειχναν ένα ενδιαφέρον για τις ιστορίες του, πάντα. Ήταν… πώς να το πω; Ήταν διαφορετικές. Πολύ διαφορετικές. Ποτέ δεν ήξερες πως θα εξελιχθεί και που θα καταλήξει. Βέβαια εδώ μέσα δεν μπορούσες να πεις ψέματα – είναι ο όρκος του χώρου αυτός - αλλά ο τρόπος που θα παρουσιάσεις κάτι, μπορούσε να αλλάξει πολλά.

 

Μέχρι τώρα είχαν έρθει ο Ρακ, ο Σχι, ο Λου και ο Γκρ. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ο Μπι τους είπε την ιστορία για την δύναμη του «τρία». Τους είπε πως είναι αριθμός μεγάλης δύναμης και εξουσίας και αυτοί από την επόμενη, κιόλας, μέρα άρχισαν να κουτσουρεύουν τα ονόματα τους και να τα κάνουν με τρία γράμματα. Τέλος πάντων. Σήμερα το θέμα που είχε ανακοινώσει ο Ταλ ήταν αρκετά ιδιαίτερο και η προσέλευση αναμενόταν μεγάλη. Μάλλον για να του κάνουν πλάκα και όχι για να τον ακούσουν. Μα είναι θέμα αυτό; Ακόμα δεν μπορώ να το χωνέψω. Πολλές φορές σκέφτομαι πως μιλάνε μόνο και μόνο για να πάρουν το λόγο και όχι για να πουν κάτι πραγματικά ενδιαφέρον. «Η μαγεία στη Γη». Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν μια χαρά αλλά όλοι ξέρουν πως δεν είναι μάγοι αυτοί που ζουν εκεί. Πιο πολύ με τσαρλατάνους μοιάζουν. Θα δούμε τι έχει να πει. Μπορεί και να έχει ενδιαφέρον. Μπορεί. Αρκεί να μην είναι μεγάλη. Δεν έχω καμιά διάθεση να τον ακούω για πάντα. Η τελευταία του ιστορία ήταν ατελείωτη. Κυριολεκτικά. Σταμάτησε να μιλάει μετά από επτά εβδομάδες και αυτό γιατί είχαν φύγει όλοι οι ακροατές. Πάλι καλά. Γιατί φοβάμαι πως δεν θα είχε σταματήσει ακόμα. Βέβαια κάναμε και δύο μεγάλα διαλείμματα, αλλά στο τέλος κανείς δεν άντεξε.

Επιτέλους άρχισαν να μαζεύονται.

 

Ταλ: Καλησπέρα. Καλώς ήρθατε. Ελάτε πιο κοντά. Καθίστε. Έχω μια ιστορία να σας πω και είναι διαφορετική. Πολύ διαφορετική. Διαδραματίζεται στη Γη. Και θα μου επιτρέψετε να κάνω ένα μικρό πρόλογο να πω ποια είναι η Γη, γι’ αυτούς που δεν την ξέρουν.

 

Η Γη, λοιπόν, είναι ένας πλανήτης πρωτόγονος. Πολύ πρωτόγονος. Πριν από πάρα πολλά χρόνια, λοιπόν, κάποιοι άνθρωποι –έτσι λένε τους κατοίκους της Γης- άρχισαν να εξασκούν την μαγεία. Σίγουρα από κάπου πρέπει να είχαν βοήθεια, αλλά από πού, δεν γνωρίζω. Και δεν είναι το θέμα μας, άλλωστε. Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, έφτασαν σε ένα αρκετά προχωρημένο στάδιο όσον αφορά στη μαγεία, αλλά σε όλα τα άλλα είχαν μείνει πίσω. Κάποιοι από τους σοφούς τους αποφάσισαν, πως για να εξελιχθούν όλα τα άλλα, έπρεπε ο άνθρωπος να ξεχάσει τη μαγεία. Μπήκε λοιπόν το δίλλημα. Επιστήμη ή μαγεία. Και οι πιο πολλοί επέλεξαν την επιστήμη γιατί το άγνωστο πάντα τους τραβούσε. Έκρυψαν καλά όλα τα βιβλία τους και τις γνώσεις τους - επειδή ήταν πολύ σημαντικά για να τα καταστρέψουν - εξαφάνισαν κάθε σημάδι τους και ήταν σαν να μην πέρασαν ποτέ από κείνο τον πλανήτη. Μέχρι που ξεχάστηκαν. Με τα χρόνια η επιστήμη προχώρησε πολύ και η μαγεία πια ανήκε στα παραμύθια για τα παιδιά.

 

Επειδή όμως τίποτα δεν μένει κρυφό για πάντα, πολλά χρόνια μετά κάποιοι νέοι μάγοι άρχισαν να εμφανίζονται στη Γη. Όχι μάγοι, βέβαια, με τη έννοια που το εννοούμε εμείς. Απλά μπορούσαν να χειρίζονται την φωτιά και κάποια άλλα στοιχεία της φύσης, απλώς και μόνο με το νου τους. Η ιστορία που σας εξιστορώ απόψε έχει σαν πρωταγωνιστή τον Ζουλ – έναν από αυτούς τους μάγους – και κάτι άλλο που θα το ανακαλύψουμε μετά. Ο Ζούλ, λοιπόν, βρήκε κάποια από τα κρυμμένα βιβλία των παλαιών και προσπάθησε να τα μεταφράσει. Άδικα όμως. Η γλώσσα είχε χαθεί από καιρό και μόνο υποθέσεις μπορούσε να κάνει γι’ αυτά που διάβαζε. Σε ένα από τα ξόρκια όμως στάθηκε λίγο πιο τυχερός. Ή άτυχος. Μπόρεσε να καταλάβει δύο λέξεις. «ΔΙΝΕΙ ΖΩΗ». Όλα τα υπόλοιπα δεν έβγαζαν νόημα. Μιας και δεν ήταν το μεγαλύτερο μυαλό στην εποχή του, σκέφτηκε πως βρήκε το φίλτρο της αιώνιας ζωής. Χωρίς να χάσει χρόνο κάλεσε άλλους τρεις, γνωστούς του, μάγους και όλοι μαζί μάζεψαν τα υλικά που έλεγε το βιβλίο πως χρειάζονταν για το φίλτρο. Ευτυχώς που αυτά υπήρχαν και σε σχέδια. Κατενθουσιασμένοι για την ανακάλυψη τους, λιώσανε όλα τα υλικά, τα ανακάτεψαν μεταξύ τους και τα έβαλαν σ’ ένα φλασκί. Το υγρό είχε μια κυανοπράσινη απόχρωση και καμιά από αυτές τις λάμψεις που έχουν τα μαγικά φίλτρα. Το τιμώμενο πρόσωπο, ο Ζουλ, θα ήταν ο πρώτος που θα το δοκίμαζε μιας και το είχε ανακαλύψει. Το πώς θα το δοκίμαζε ήταν ένας άλλος γρίφος που κανείς δεν πρόλαβε να σκεφτεί, γιατί ο Ζουλ είχε πιει το μισό φλασκί, μέχρι να το καταλάβουν. Τα αποτελέσματα ήταν άμεσα. Πιο άμεσα δεν γίνονταν. Άρχισε να αλλάζει χρώμα και να βογκάει. Είχε διπλωθεί στα δύο και κρατούσε την κοιλιά του. Μετά από δύο δευτερόλεπτα βρισκόταν καθισμένος στην λεκάνη της τουαλέτας με το μανδύα σηκωμένο. Άρχισε να σφίγγεται και να βογκάει μέχρι που ακούστηκε ένα «πλαφ» από το κέντρο της λεκάνης. Η ανακούφιση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του μέχρι που το «πλαφ», ακολούθησε άλλη μια φωνή – γυναικεία – που φώναζε «βοήθεια». Πετάχτηκε πάνω έντρομος και κοιτάζοντας μέσα στη λεκάνη είδε την Τούλα, τη σκατούλα (πού έμαθα το όνομα της, θα σας το πω σε μια άλλη ιστορία) - με μικροσκοπικά χέρια και πόδια να πετάγονται από το σώμα της - να προσπαθεί να επιπλεύσει στην λεκάνη. Ο πανικός τον κυρίευσε και πριν προλάβει να σκεφτεί, πάτησε το καζανάκι στέλνοντας την Τούλα σε ένα τρομακτικό χώρο, όπου διάφοροι όμοιοί της βρίσκονταν νεκροί. Η πρώτη της επαφή με τον κόσμο και όλοι ήταν πεθαμένοι. «Μα ποιός θα μπορούσε να διαπράξει ένα τόσο μεγάλο και αποτρόπαιο έγκλημα;», σκέφτηκε η Τούλα. «Απ’ ότι μπορώ να καταλάβω από τον εαυτό μου δεν πρέπει να τους είμαστε και μεγάλη απειλή. Πρέπει να βρώ ποιός το έκανε. Πρέπει να εκδικηθώ.»

 

Στον πάνω κόσμο τώρα, ο Ζούλ είχε ενημερώσει και τους άλλους για το λάθος το οποίο έκαναν και αποφάσισαν να κατέβουν στους υπονόμους να την βρούνε. «ΔΙΝΕΙ ΖΩΗ». Δεν μπορούσαν να είναι πιο ακριβείς; Όταν δημιουργείς ένα φίλτρο το οποίο δίνει ζωή σε άψυχα αντικείμενα πρέπει να βάζεις και καλύτερες οδηγίες. Αυτά σκεφτότανε ο Μπααράν ακολουθώντας τον Ζουλ και τους άλλους.

Βγήκαν έξω στο δρόμο και αφού έκαναν ένα ξόρκι για να μην τους βλέπουν οι άλλοι, άνοιξαν την σιδερένια καταπακτή που οδηγούσε στους υπονόμους. Κατεβαίνοντας κάτω η μπόχα ήταν το πρώτο πράγμα που τους πλησίασε. Ποτάμια ολόκληρα από απορρίμματα κυλούσαν μπροστά τους και οι αρουραίοι έτρεχαν στο πλάι να κρυφτούν από αυτούς τους περίεργους, και αστεία ντυμένους, επισκέπτες. Στη στροφή που έκανε το ποτάμι, η Τούλα περίμενε κρυμμένη να εκδικηθεί για τον αφανισμό της γενιάς της. Τώρα ήξερε ποιοί ήταν οι υπεύθυνοι και δεν θα σταματούσε μέχρι να τους σκοτώσει. Όλους.

 

Πιο κάτω κοιμόταν ένας αλιγάτορας. Έπρεπε να παρασύρει εκεί τους μάγους, αλλά δεν ήταν και εύκολο. Άρχισε να κουνάει χέρια και πόδια σε μια προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή τους. Μάλλον ήταν πολύ μικρή για να καταφέρει κάτι τέτοιο. Ούρλιαζε και τότε ο Τραλμπ ήταν ο πρώτος που την είδε. Όρμησαν κατά πάνω της και εκείνη έτρεχε σαν τρελή. Έτρεχε για την ζωή της και την διασφάλιση ολόκληρης της γενιάς της. Αν πέθαινε και αυτή, τότε θα είχαν εξαφανιστεί όλοι. Μόλις πέρασε δίπλα απο τον αλιγάτορα πήδηξε μέσα στο ποτάμι και έκανε την ψόφια. Της ήταν πολύ δύσκολο να μην κινείται καθόλου, ενώ δίπλα της σάπιζαν ολόκληρες γενιές ομοίων της. Οι άλλοι, μη γνωρίζοντας τι τους περιμένει, έπεσαν πάνω του ξυπνώντας τον, με μια όχι και τόσο καλή διάθεση. Άνοιξε το στόμα του και πρόλαβε να κόψει στα δύο τον τέταρτο μάγο της ομάδας. (Που παρεμπιπτόντως ποτέ δεν έμαθα το όνομα του.) Ο Ζούλ του έριξε ένα ξόρκι ακινητοποίησης αλλά μέχρι να τον σταματήσει, ο Μπααράλ τον είχε κάψει με την μπλε φωτιά, γυρίζοντας του τα μέσα έξω.

«Πολύ πανούργα αυτή η σκατούλα», είπε ο Τραλμπ. «Πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί.»

«Προσεκτικοί!», ούρλιαξε ο Μπααράλ. «Αν την πιάσω στα χέρια μου θα... θα... θα την κάνω διάρροια...»

«Είναι δικό μας το λάθος και πρέπει να το διορθώσουμε», είπε ο Ζούλ. «Όποιο και αν είναι το κόστος πρέπει να παλέψουμε και να εξαφανίσουμε αυτό το κακό από τον κόσμο. Στο κάτω κάτω εμείς το φέραμε. Εγώ δηλαδή, αλλά δεν ήξερα....»

«Δεν είναι, όμως, ώρα να μας πιάνουν τύψεις και μελαγχολία. Μόλις τελειώσουμε με αυτήν την σκατούλα θα τα πούμε», απάντησε ο Τραλμπ και ξεκίνησε πρώτος για να την βρει.

 

Στο διάστημα αυτό η Τούλα έψαχνε να βρει τρόπους να εξοντώσει και τους άλλους μάγους. Σηκώθηκε από τον υπόνομο, πίσω απο το διαλυμένο, πια, πτώμα του αλιγάτορα και προσπάθησε να φύγει, την ίδια ώρα που ο Τραλμπ δημιουργούσε ένα ξόρκι εντοπισμού. Ένα πράσινο συννεφάκι έφυγε απο τα χέρια του και πήγε να εντοπίσει την Τούλα. Δεν έκανε και πολύ δρόμο και σταμάτησε απο πάνω της αρχίζοντας να πάλλεται και να αλλάζει χρώματα.

 

Τραλμπ: Εκεί είναι. Πιάστε την.

Μπααράλ: Πιάστε την; Τρελός είσαι; Πιάστην εσύ αν θέλεις.

Ζουλ: Ηλίθιοι. Περικυκλώστε την, μην το σκάσει πάλι.

Ο Μπααράλ με ένα σάλτο πέρασε απο την άλλη μεριά, κόβοντας το δρόμο στην Τούλα και μην αφήνοντας της καμιά διέξοδο διαφυγής. Η Τούλα στεκόταν στον υπόνομο, σαν τον τελευταίο πολεμιστή της φυλής της. Τα πτώματα των συντρόφων της ήταν πεσμένα γύρω, αφημένα εκεί να σαπίσουν, νεκρά, χωρίς καμιά τιμή. Το μόνο όπλο της ήταν η οργή γι’ αυτούς που δημιούργησαν αυτό το μακελειό και η ελπίδα πως αυτή η ένδοξη φυλή θα μπορούσε κάποτε να ξαναζήσει.

Τούλα: Εδώ είμαι, λοιπόν. Κανείς σας δεν τολμάει να τα βάλει μαζί μου; Ελάτε, τι κάθεστε; Δειλοί. Αυτό είστε. Ένα μάτσο δειλοί που φοράνε γελοίους μανδύες.

 

«Αρκετά με αυτή τη σαχλαμάρα», φώναξε ο Μπααράλ. «Πολύ την ακούσαμε αυτή τη σκατούλα. Τώρα θα δεις τι θα πάθεις.» Ύψωσε το χέρι του και εξαπέλυσε μια ακτίνα μπλε φωτιάς, κατευθείαν πάνω στην Τούλα.

Και τότε συνέβη. Μόλις η ακτίνα άγγιξε την Τούλα, σαν να έπαιρνε δύναμη από αυτήν, έγινε ένα εκτυφλωτικό φώς που απλώθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις. Έδειχνε να προέρχεται μέσα από την Τούλα και εκείνη έλαμπε όπως ποτέ. Είχε μια ομορφιά και μια δύναμη ασύλληπτη.

 

Ο Μπααράλ και ο Τράλμπ κάηκαν σ’ αυτό το λαμπερό φως, ενώ ο Ζουλ πρόλαβε και πήδηξε σε μιαν άκρη και την γλίτωσε με σοβαρά εγκαύματα. Άρχισε να βογκάει από πόνο και να προσπαθεί να ξεφύγει.

 

«Όχι, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό», είπε. «Δεν είναι δυνατόν. Είσαι ένα απόβλητο, δεν είσαι κάτι που μπορεί να υπάρξει.» Η Τούλα τον πλησίαζε όλο και πιο απειλητικά. «Δεν μπορείς να χειριστείς μαγεία, εσύ... εσύ... βγήκες απο μέσα μου.»

Τούλα: Αν είμαι απόβλητο, όπως λες, και αν βγήκα απο μέσα σου, τότε να ξέρεις πως μπορώ να χειριστώ την πιο σκοτεινή μαγεία. Αυτή που υπάρχει τόσο βαθιά στο κορμί σου και δεν το ξέρεις καν. Καλά θα κάνεις να με ακούσεις.

Ζούλ: Βέβαια. Ό, τι θέλεις. Μόνο σε παρακαλώ μην μου κάνεις κακό. Εντάξει;

Τούλα: Θα το σκεφτώ. Και τώρα σήκω.

Ζούλ: Μάλιστα, Αφέντρα. Ό, τι πεις.

Τούλα: Σήκωσε με ψηλά.

Ο Ζουλ προσπάθησε να κρύψει όλη την αηδία που ένιωθε και την σήκωσε ψηλά στα χέρια του.

Τούλα: Και τώρα πάμε στο εργαστήριο σου. Θέλω να μου δημιουργήσεις ένα ταίρι.

 

Ο Ταλ σήκωσε σιγά σιγά το κεφάλι του να δει πόσοι από το κοινό του είχαν μείνει. Έμεινε έκθαμβος όταν είδε πως όλοι ήταν εκεί. Κανένας δεν είχε φύγει και κανένας δεν φαινόταν δυσαρεστημένος. Όταν ο Φαρ μίλησε όλοι φάνηκαν να συμφωνούν με τα λόγια του.

Φαρ: Επειδή γνωρίζουμε ότι κανείς μέσα σε αυτό το χώρο δεν μπορεί να πει ψέματα, αλλιώς θα καίγεται αιώνια στην φωτιά της Γέννησης, αυτή είναι μια από τις πιο συγκλονιστικές ιστορίες που έχω ακούσει, Ταλ. Είναι απίστευτη, αδιανόητη και συνάμα αστεία. Οφείλω να πω – και νομίζω πως συμφωνούν όλοι – πως σε συγχωρούμε για όλες τις ανόητες ιστορίες που μας έχει πει κατά καιρούς. Συγχαρητήρια.

Ταλ: Ευχαριστώ. Είναι τιμή μου να βρίσκομαι ανάμεσα σας.

 

Ευτυχώς δεν υπήρχε κανείς μέσα στο χώρο εκείνη τη στιγμή να καταλάβει πως όλο αυτό δεν συνέβη ποτέ, αλλά πως ήταν ο εφιάλτης ενός ανθρώπου από τη Γη που ήταν πολύ, μα πολύ, δυσκοίλιος.

 

Αλλά τι πειράζει; Σημασία έχει πως θα διηγηθείς την ιστορία και όχι αν είναι αλήθεια.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

#9 - Να είναι τα πάντα σιωπηλά και τα πάντα σκοτάδι (1.203 λέξεις)

 

 

Να είναι κρυμμένος μέσα στο σκοτάδι, σε μέρη όπου τοίχος, πάτωμα και άνθρωπος είναι ένα μαύρο πράγμα, να μυρίζει γύρω του και να μην αντέχει άλλο και να περπατά, πάντα να περπατά, σκυφτός και κλαμένος, προς τα κάτω, στρίβοντας στους σωλήνες και στρίβοντας ξανά, ώσπου να φτάνει σε πιο πηχτά σκοτάδια και εκεί να μένει. Ώσπου να ξεκινήσει ξανά.

 

Το ασθενικό φως σχημάτιζε γραμμές στο μέταλλο από κάτω και φανέρωνε τη ζαρωμένη, σαν τσαλακωμένο χαρτί φιγούρα που ήταν εκεί και είχε τα μάτια της κλειστά. Ένας μακρινός ήχος έσπαγε τη σιωπή και ήταν σαν τον ήχο των κυμάτων στην αμμουδιά, όμως εκείνος ήξερε πως ήταν τα αυτοκίνητα σε κάποια λεωφόρο και ένα αεράκι τον δρόσιζε και ήταν σαν τον αέρα στην ακροποταμιά, όμως εκείνος ήξερε ότι ήταν απλά ο νυχτερινός άνεμος της πόλης που στεκόταν πάνω του. Το φως έγινε για λίγο κόκκινο, μπλε, κόκκινο και πάλι μπλε και τελικά ξανά ένα αδύναμο κίτρινο φως, σαν όλα τα άλλα.

 

Η ταιριαστή σιωπή έκανε τους χτύπους του σώματός του πιο δυνατούς και πάντα κάτι τέτοιες στιγμές ένιωθε να ζωντανεύει και σχεδόν ένιωθε να μπορεί. Να μπορεί. Θα μπορούσε, όμως όχι.

 

Είχε τα μαλλιά και το δέρμα του και όλο του το σώμα μέσα στην καφέ βρώμα και έμενε ακίνητος σαν κοιμισμένος ή νεκρός, τα μαλλιά του είχαν κολλήσει στις κόγχες των ματιών του, σαν πλοκάμια από χταπόδι κρυμμένο σε μια υποβρύχια σπηλιά, όπου το φως του ήλιου δεν έφτανε και δεν θα έφτανε ποτέ. Δυο ποντίκια πέρασαν από το πλάι του τρεχάτα προς το φως. Μια κατσαρίδα περπατούσε μπροστά του, με τα πόδια της να βουλιάζουν στα σημεία που τα κόπρανα και οι βρωμιές ήταν πιο μαλακά.

 

Θα φας μετά, είπε στον εαυτό του και στηρίχτηκε στα δυο κοκάλινα πόδια του. Ήταν κοκάλινα και τα σκεφτόταν σαν τέτοια, δυο πόδια χωρίς λίπος, σχεδόν και δίχως μυς. Θα φας μετά* δεν θα φας μετά. Περπάτα.

 

Όταν δεν έβρισκε πάτημα, γλιστρούσε μπροστά και τα γεύονταν και τα μύριζε από κοντά, ύστερα σηκωνόταν και συνέχιζε. Από τρύπες έπεφτε νερό και βρώμα, όλα τους καφέ, ήταν καφέ ο κόσμος, χωρίς φως τον έβλεπε μαύρο, μα έτσι κι αλλιώς δεν άνοιγε τα μάτια του, μόνο έστριβε όταν χτυπούσε κάπου, ψάχνοντας με τα χέρια του κάποιον ανοιχτό δρόμο. Ολόκληρες πορείες χωρίς να χτυπήσει και άλλοτε μερικά βήματα και χτύπημα και άλλα λίγα βήματα και χτύπημα, και κατέληγε πεσμένος κάτω από την πείνα και κοιμόνταν μέρες.

 

Ήταν ένα μικρό κύτταρο που έπλεε στο αίμα, διασχίζοντας τις φλέβες και τις αρτηρίες του κόσμου, ταξιδεύοντας στα σπλάχνα μιας πόλης. Ήταν το αίμα του κόσμου καφέ και βρωμούσε και οι φλέβες μεταλλικές και μπλέκονταν χωρίς να φαίνεται να καταλήγουν πουθενά, αυτός ήταν μονάχα ένα κύτταρο, ένα μικρό παιδί.

 

Έβρισκε κάπου -κάπου τρόφιμα, μασημένες καραμέλες και κομμάτια ψωμί, κολλημένα ανάμεσα στη βρώμα κοντά σε σημεία με φως. Έβαζε τα μικρά του δάχτυλα στα περιττώματα και τραβούσε έξω ότι έβρισκε και το έτρωγε. Η κοιλιά του είχε πρηστεί. Τα μάτια του είχαν βυθιστεί πολύ μέσα στο κρανίο του. Τα κουρέλια που φορούσε είχαν τρύπες και από αυτές τις τρύπες πετάγονταν αιχμηρά τα κόκκαλα του. Κάποτε βρήκε τυχαία μια κουβέρτα.

 

Θυμόταν την τελευταία του νίκη, όταν είχε σταθεί κάτω από τους προβολείς μαζί με τους νοσοκόμους, όταν είχε ακούσει τα επιφωνήματα από ανθρώπους που μάζευαν τα χαρτονομίσματα στις χούφτες τους, λίγο πριν τον ρίξουν ξανά στο σκοτάδι, λίγο πριν ξυπνήσει στο πραγματικό παρόν, στο άδειο σπίτι.

 

Όλα ήταν στο μυαλό του και μαζί σ' αυτά η πείνα.

 

Θα προχωρήσεις ως το τέλος και αυτή τη φορά. Θα φας ότι βρεις. Ναι, ότι βρεις και μην φέρνεις αντιρρήσεις. Δεν έχεις, δεν έχω άλλη επιλογή. Πόσο να μένει; Προς τα που να είναι το τέρμα; Σε λίγο φτάνω. Σε λίγο πρέπει να φτάνω.

 

Ξύπνησε σε ένα κοίλωμα, την ώρα που ο ήλιος γινόταν κόκκινος και έπεφτε. Τα βλέφαρα του ήταν κόκκινα, μα δεν τα άνοιξε. Το φως τον έβαφε ολόκληρο με ένα ρόδινο χρώμα και φάνηκε σαν κουλουριασμένη μορφή σε έναν μελαγχολικό πίνακα, όμως είχε καρδιά και ένα στομάχι που ούρλιαζε και τίποτα δεν ήταν μελαγχολικό.

 

Περπατούσε ώρες και προσπαθούσε να θυμηθεί τα παλιά του βήματα. Είχε μέσα του εικόνες από τις άλλες φορές, εικόνες αποτελούμενες από οσμές, γεύσεις και τις αισθήσεις των χεριών του μονάχα. Τελικά τα γυμνά του πόδια ακούμπησαν σε μια μεταλλική σχάρα.

 

Έσκυψε προσεχτικά και την άγγιξε και αισθάνθηκε το καμπύλωμα της και τα στενά της ανοίγματα που ήταν λεπτά σχεδόν σαν γραμμές σημειωμένες με μολύβι. Είχε σταθεί εκεί ξανά και ήξερε πως έπρεπε να στρίψει. Περπάτησε ώσπου άκουσε τις πρώτες φωνές και άρχισε να τρέχει και ένιωσε πάνω στα βλέφαρα του να πέφτει φως.

 

Υπήρχαν κάπου άνθρωποι που θα έκλαιγαν όταν τον έβλεπαν, δεν τους είχε γνωρίσει, όμως ήξερε ότι υπήρχαν γιατί θα ήταν αδύνατος ένας κόσμος χωρίς αντιθέσεις για όλα και η μοναδική αντίθεση που ταίριαζε σε αυτά τα ξεφωνήματα χαράς ήταν το κλάμα, ή ίσως η οργή, και την ένιωσε να έρχεται πριν τα δάκρυα, επειδή δάκρυα δεν είχε, αλλά καρδιά ναι. Άνοιξε τα μάτια του μπροστά στους συγκεντρωμένους άντρες και τα έκλεισε ξανά* ότι φράγμα κάποτε είχε, το είχαν γκρεμίσει εκείνοι και είχαν καταστρέψει και τα θεμέλια του και κάθε του ίχνος.

 

Όταν υποχώρησε το τζάμι και τον μάζεψαν δυο νοσοκόμοι με μάσκες, κάποιοι είδαν τον λεπτό σπάγκο που κρεμόταν απ' τα κουρέλια του σαν ιστός αράχνης και κάποιοι είδαν μάτια πολλά να ανοιγοκλείνουν πίσω του, αντιφεγγίζοντας το φως των προβολέων.

 

Άρπαξε το λαιμό ενός από αυτούς που τον κοιτούσαν και άρχισε να τον σφίγγει, τον σήκωσε ψηλά και ήταν πιο ελαφρύς απ' ότι περίμενε. Τον πέταξε στο έδαφος και άρχισε να τον κλοτσάει και κοίταζε τους άλλους κουρελήδες να κάνουν το ίδιο και άρχισε να χτυπάει τον πεσμένο και δεν ήξερε που έβρισκε τη δύναμη. Ένιωσε στο χέρι του κάτι σκληρό και σήκωσε ένα κομμάτι πλαστικό, ένα σπασμένο, μπλε κομμάτι και το κάρφωσε στο μάτι του πεσμένου άντρα. Ένιωσε στα πόδια του αίμα. Σε λίγο, είχε σκύψει πάνω από το αναίσθητο σώμα και έμπηγε το πλαστικό στον λαιμό του, ενώ το στόμα του ρουφούσε το πηχτό, κόκκινο αίμα, που έτρεχε στον αδύνατο λαιμό του και έβαφε τα κουρέλια του.

 

Να είναι κρυμμένος σε μέρη όπου όλα είναι κόκκινα και το στόμα του να αναβλύζει αίμα, να είναι ξαπλωμένος εκεί όπου βρίσκονται μόνο πτώματα και αυτός η μοναδική ζωντανή καρδιά, να ξυπνάει και να κοιμάται με νεκρούς και να τραβάει μαζί κάθε τι που κινείται, να γεύεται αυτό που έχουν και να μένει ο μόνος, πάντα ο μόνος ζωντανός.

 

Το απαλό αεράκι κούνησε αργά το ροζ φόρεμα, που κρεμασμένο από το κουρτινόξυλο λοιδορούσε τα σύμβολα. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένες παλιές φωτογραφίες και ζωγραφιές ξεθωριασμένες από τον ήλιο και μερικά παιχνίδια ήταν στοιβαγμένα δίπλα σε ένα πράσινο κρεβάτι. Δεν υπήρχε φως και όλα ήταν σαν πάντα ένα, όπως στην αρχή του κόσμου και όλα ήταν ήσυχα, όπως στην αρχή του κόσμου και ανάμεσα στα νεκρά σώματα, το αίμα και τις κομμένες σάρκες καθόταν ένα παιδί μόνο του ντυμένο με κουρέλια και το στόμα του βαμμένο κόκκινο* μόνο του όπως στην αρχή του κόσμου, σα να ήταν το πρώτο παιδί, σα να ήταν το τελευταίο. Και το μυαλό του που κατασκεύαζε το καθετί, έμενε τώρα ήσυχο και μαύρο και για μια φορά είδε τον κόσμο γύρω του όπως πραγματικά ήταν. Σιωπηλός, ένα σκοτάδι.

Link to comment
Share on other sites

post-1004-0-15432200-1310488928_thumb.jpg

 

Μεσάνυχτα Πέμπτης λήξη συμμετοχών.

 

 

Όσοι γράφουν και αργούν, να ειδοποιήσουν έγκαιρα.

Link to comment
Share on other sites

ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΔΥΟ ΗΜΕΡΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ!

Έχετε μέχρι τα ξημερώματα Κυριακής, 17 Ιουλίου!

 

Σας έφαιξε η Βύνη. Μην πανικοβάλεστε αν δεν δείτε το διήγημα σας στο τόπικ, ξημερώματα Κυριακής. Θα κάνω δεκτά όσα διηγήματα βρω στη pm θυρίδα μου όταν μπω την Κυριακή πρωί στο φόρουμ. Ως εκεί όμως και όχι παραπέρα.

 

post-1004-0-59838800-1310546067_thumb.jpg

Link to comment
Share on other sites

post-1004-0-13985100-1310627612_thumb.jpg

 

Έχω να σας κάνω μια ερώτηση. Είναι μια ιδέα που την παλεύω εδώ και μέρες, δεν έχω σχηματίσει μια απόλυτη, δική μου άποψη, το αφήνω όμως σε εσάς που σας αφορά περισσότερο. Εσάς, και μια αγαπημένη μου φίλη.

 

Η φίλη μου, όταν της είχα ζητήσει να συνεισφέρει στις χιουμοριστικές, ανώνυμες συνεντεύξεις, αρνήθηκε ευγενικά, τονίζοντας ότι της αρέσει να γράφει τις απόψεις της επώνυμα, και ότι οι χαρτοσακούλες θύμιζαν κουκούλες δωσίλογων στην κατοχή. Απόλυτα σεβαστή η γνώμη της, και ήταν ίσως ο μόνος αντίλογος στο κεφάλι μου όσο σκεφτόμουν αυτή την ιδέα για την οποία θα σας ρωτήσω.

 

Τι θα λέγατε αν, από την Κυριακή, που ξεκινάει η περίοδος ανάγνωσης και ψηφοφορίας, αν σας έδινα βήμα σε δεύτερο τόπικ που θα άνοιγα, για σχολιασμό, κριτική των διηγημάτων, και αν θέλετε, να καταθέτετε και μαντεψιές για τις ταυτότητες των συγγραφέων.

 

Απλά, όπως και με τα διηγήματα, θα μου στέλνετε τα σχόλια σας με pm, κι εγώ θα τα ποστάρω ανώνυμα.

 

Προσοχή:

Καλό θα ήταν να μην δηλώνετε αν ανήκετε σε αυτούς που έγραψαν ή όχι, και άρα να μην λέτε «είμαι ο συγγραφέας της Χ ιστορίας», να μην δίνετε κανένα δείγμα της ταυτότητας σας. Επίσης, προτείνω να δίνετε τα σχόλια σας σε δόσεις, τα σχόλια σας δεν θα έχουν αναγνωριστικό κωδικό αριθμό, και άρα δεν θα μπορεί κανείς να ξέρει ποιος είναι ο συγγραφέας που σχολιάζει, υπολογίζοντας ποιο διήγημα άφησε ασχολίαστο. Θα είναι απλά μια «εφημερίδα σχολίων» που οι συγγραφείς θα έχουν μια πρώτη ευκαιρία να δουν την εντύπωση που δημιούργησε το διήγημα τους. Και φυσικά, οι συγγραφείς δεν θα έχουν το δικαίωμα, έστω και ανώνυμα, να απαντούν στα σχόλια.

 

Όπως είπα, επιτρέπεται να υποθέτετε σε ποιον ανήκει το διήγημα, χωρίς φυσικά να παίρνετε επιβεβαίωση ή άρνηση.

 

Και έξτρα ΠΡΟΣΟΧΗ:

Η ανωνυμία των σχολίων δεν σας επιτρέπει καφρίλες ή προσβλητική γλώσσα. Θα είστε κόσμιοι τόσο, όσο και στους κανονικούς σας σχολιασμούς.

 

Και σας παρακαλώ, απλά κείμενα που δεν χρίζουν επιμέλειας για πλάγια γράμματα και άλλες ιδιαιτερότητες. Τσακ-μπαμ ένα copy-paste θα τους κάνω.

 

Όλα αυτά βέβαια αν συμφωνεί η πλειοψηφία.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

#10 - Ανωριμότητα (2.203 λέξεις)

 

Το σκάφος βουτάει στην ατμόσφαιρα του πλανήτη, σε κλειστή στροφή. Έχοντας αποξεχαστεί, κάνω ν' αρπαχτώ απότομα από τη λαβή του καθίσματος και πιάνω το χέρι της Λίζας που κάθεται δίπλα μου. Το νιώθω κάτω από το δικό μου να συσπάται με αντανακλαστική δυσφορία. Μόλις η πίεση της φυγόκεντρου μειώνεται, το τραβά βιαστικά, μια στιγμή προτού προλάβω να τραβήξω το δικό μου.

 

Ο αρχηγός των συνοδών προβάλει στις οθόνες. Είναι ένας ψηλός τύπος, με θηριώδεις πλάτες.

Τώρα που το παρατηρώ, όλοι οι συνοδοί, άντρες και γυναίκες, είναι γεροδεμένοι. Τριάντα συνοδοί για είκοσι επιβάτες. Υποτίθεται ότι οι υπεύθυνοι της αποστολής έχουν εξασφαλίσει το μέγιστο επίπεδο ασφαλείας κατά την επίσκεψή μας στον πλανήτη. Α, ναι. Μια μεταφορά κρατουμένων θα είχε πιο ισορροπημένη αναλογία.

 

“Καλημέρα σας κυρίες και κύριοι. Αυτή τη στιγμή διασχίζουμε τα νέφη του Ωμέγα17 και σε μία ώρα περίπου θα έχουμε προσγειωθεί στην επιφάνεια. Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι όπως αναφέρεται ρητά και στο συμβόλαιο που υπογράψατε, απαγορεύεται αυστηρά να πάρετε μαζί σας κάποιο από τα πλάσματα με τα οποία θα σας φέρουμε σε επαφή. Επίσης κανείς δε θ' αγγίξει, κόψει ή δοκιμάσει κάποιο από τα φυτά του πλανήτη. Κανείς δε θ' απομακρυνθεί από τον κύκλο των συνοδών, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την ασφάλειά σας και θα ήθελα την απόλυτη συνεργασία σας μαζί τους.”

 

Συνεχίζει παραθέτοντας κάποιες πληροφορίες για τον πλανήτη, αλλά έχω ήδη σταματήσει ν' ακούω. Νομίζω ότι κι οι περισσότεροι από τους επιβάτες κάνουν το ίδιο. Έχουμε όλοι τα προβλήματά μας κι οι ανώδυνες πληροφορίες που παραθέτει ο συνοδός, περισσότερο μ' εκνευρίζουν παρά με καθησυχάζουν. Άλλωστε έχω ήδη κάνει την έρευνά μου. Αν ο Ωμέγα17 είναι ο καταπράσινος πλανήτης, με την αναπνεύσιμη ατμόσφαιρα και τις σχετικά ακίνδυνες μορφές ζωές που περιγράφουν, τότε γιατί κανένα κράτος δεν τον ενέταξε στους πιθανούς προορισμούς εποίκισης; Γιατί καμιά εταιρεία δεν ενδιαφέρθηκε να τον αγοράσει, γιατί δεν υπάρχει ως προορισμός σε κανένα τουριστικό γραφείο; Ούτε καν οι βιολόγοι, τουλάχιστον επίσημα, δεν τον πλησιάζουν. Απ' ότι φαίνεται, οι ψυχολόγοι είναι οι μόνοι που γνωρίζουν καλά την ύπαρξή του.

Παρατηρώ δίπλα μου τους υπόλοιπους επιβάτες. Αναρωτιέμαι γιατί ο δικός τους ψυχολόγος τούς έστειλε εδώ. Πρόκειται μόνο για απλές υποθέσεις συμβουλευτικής γάμου όπως η δική μας ή υπάρχουν και πιο δύσκολες περιπτώσεις;

 

Ο διπλανός μου, ένας μικρόσωμος μεσήλικας, με αραιά καστανά μαλλιά και ξεπλυμένα μάτια, μου προσφέρει ένα παγωμένο χαμόγελο.

“Πρώτη σας φορά;” με ρωτά.

“Ναι, γιατί; Εσείς έχετε ξανάρθει;”

Κάνει ένα αόριστο νεύμα.

“Ελπίζω μόνο να μη είστε σαν όλους αυτούς” λέει και το χέρι του κάνει μια μικρή κυκλωτική χειρονομία.

“Ποιους αυτούς;”

“ Όλους αυτούς, που περιμένουν μια αποκαλυπτική εμπειρία προκειμένου ν' αλλάξουν τη ζωή τους. Που πιστεύουν ότι το σύμπαν τούς τη χρωστά. Ή, ακόμη χειρότερα, ότι μπορούν να την αγοράσουν.”

Έχω ήδη εκνευριστεί με το ειρωνικό ύφος του.

“Και τότε εσείς, τι κάνετε εδώ;” του λέω απότομα.

Για λίγες στιγμές με κοιτά με άδειο βλέμμα

“Εγώ έχω άλλου είδους θέματα.” απαντά και στρέφει το κεφάλι του προς το παράθυρο.

 

Με την άκρη του ματιού μου πιάνω το κοροϊδευτικό βλέμμα της Λίζας. Υπάρχει ένας τόνος ευθυμίας στα μάτια της, αλλά τα χείλη της είναι σφιγμένα. Ναι, η Λίζα είναι αποφασισμένη να πάρει από αυτό το ταξίδι ότι μπορεί να της υποσχεθεί. Το ξέρει κι αυτή ότι ο γάμος μας δεν έχει καμιά ελπίδα, αλλά όταν ο ψυχολόγος μάς πρότεινε αυτό το ταξίδι, συμφώνησε αμέσως. Εγώ είχα γκρινιάξει. “Γιατί να δώσουμε τόσα λεφτά;” του είχα πει. “Στείλε μας σε ένα ταξίδι προσομοίωσης.” “Αυτό το ταξίδι δεν προσομοιώνεται.” ήταν η απάντησή του. Όχι, δε θα είχε νόημα να επιμείνω. Η Λίζα δε θα πειθόταν ποτέ και δεν είχα όρεξη για άλλους καβγάδες. Την ξέρω πολύ καλά. Όταν τελειώνει κάτι το κάνει με τρόπο οριστικό – ποτέ δεν αφήνει εκκρεμότητες. “Κι εγώ θέλω να χωρίσουμε” είχε πει σε έντονο ύφος “αλλά θα χωρίσουμε σωστά.” Παλιότερα έβρισκα αυτό το ύφος σχεδόν γοητευτικό. Νόμιζα ότι ήταν ένα μείγμα ειλικρίνειας και δυναμισμού. Παλιότερα... Όταν δεν ήξερα ότι σ' ένα μακροχρόνιο γάμο, ο χαρακτήρας τελικά πάντα υπερισχύει της αγάπης. Μόνο οι ψυχολόγοι παριστάνουν πως δεν το καταλαβαίνουν. Κι η Λίζα. Η Λίζα που πιστεύει στην αγάπη, αλλά θέλει να εκκαθαρίσει τα υπολείμματα της παλιάς, προτού προχωρήσει σε μια καινούρια.

“Θα είστε συνέχεια μαζί”, είχε συμπληρώσει στο τέλος της συνεδρίας ο ψυχολόγος, “αυτό είναι ταξίδι του ζευγαριού.”

Ας είναι. Να τελειώνουμε, τουλάχιστον να τελειώνουμε.

 

Το σκάφος μας προσγειώνεται στα περίχωρα μιας αρχαίας πόλης. Τουλάχιστον έτσι μας λένε, μιας κι είναι σχεδόν ολοκληρωτικά καλυμμένη με χώμα. Η διαφορά της από το δάσος είναι ότι εδώ τα φυτά είναι λίγα και καχεκτικά. Μόνο κάποιοι περίεργοι σχηματισμοί του εδάφους υποδηλώνουν ότι από κάτω βρίσκονται κτήρια κι άλλες κατασκευές.

“Εδώ τα κτήνη δεν έρχονται ποτέ” μας λέει ένας συνοδός καθώς βγαίνουμε από το σκάφος. “Θεωρούνται η πλέον εξελιγμένη μορφή στον πλανήτη και ζουν αποκλειστικά στις παρυφές των αρχαίων πόλεων. Για κάποιο λόγο φαίνεται πως είναι απόλυτα εξαρτημένα από το αποχετευτικό σύστημα των πόλεων. Κύριε... Κύριε! Μην απομακρύνεστε. Προχωράμε όλοι μαζί κι ακολουθούμε τις οδηγίες του επικεφαλής της ομάδας.”

Ξεκινάμε να περπατάμε προς την κατεύθυνση που μας δείχνει ο συνοδός.

“Τα κτήνη είναι που δημιούργησαν τις αρχαίες πόλεις;” ρωτά μια κυρία

“Αυτό είναι κάτι που δεν το ξέρουμε. Αλλά είναι το πλέον πιθανό.”

“Και πότε παρήκμασε ο πολιτισμός τους;”

“Δεν είναι βέβαιο ότι παρήκμασε. Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, ίσως η εγκατάλειψη των πόλεων να είναι βήμα εξέλιξης.”

Η κυρία παίρνει το ύφος του ανθρώπου που κάποιος προσέβαλε τη νοημοσύνη του και σταματά τις ερωτήσεις.

 

Λίγο αργότερα, μας υποδεικνύουν να καλυφτούμε πίσω από ένα χωμάτινο ανάχωμα.

“Και τώρα;” ρωτά ένας βλοσυρός επιβάτης ανυπόμονα.

“Τώρα περιμένουμε.”

“Τι περιμένουμε;”

“Περιμένουμε να έρθει ένα από τα κτήνη και ν' αφοδεύσει μέσα σε ένα καπάκι της αποχέτευσης.”

Γύρω ακούγονται πνιχτά, δύσπιστα γελάκια.

“Μιλάτε σοβαρά;”

“Ξέρετε, τα περιττώματα των κτηνών δεν μοιάζουν με τα δικά μας. Είναι κατά κάποιο τρόπο ζωντανές μορφές.”

“Ζωντανές μορφές; Μα τότε δεν αφοδεύουν, γεννάνε.”

“Όχι κύριε, αφοδεύουν. Όταν γεννάνε, γεννάνε τα παιδιά τους. Τα πλάσματα που θα δούμε κάτω στους υπονόμους είναι στείρα, χωρίς πεπτικό ή αναπαραγωγικό σύστημα και δε ζουν πάνω από τρεις μέρες. Εμείς θέλουμε να σας φέρουμε σε επαφή με τα, ας πούμε φρέσκα περιττώματα. Γι αυτό και περιμένουμε.”

Οι καγχασμοί πυκνώνουν. Ο βλοσυρός κύριος που δε φαίνεται να εκτιμά καθόλου το πνεύμα της ομήγυρης, επιτίθεται στον ομιλητή.

“Θες να πεις ότι έκανα όλο αυτό το ταξίδι είναι για να έρθω σ' επαφή με τα... περιττώματα, πως το είπες, αυτών των ζώων;”

“Το συμβόλαιο που υπογράψατε κύριε, προβλέπει την άνευ όρων αποδοχή σας του...”

Η φωνή του πνίγεται από τις διαμαρτυρίες κι άλλων επιβατών που συνδράμουν τον βλοσυρό κύριο. Οι υπόλοιποι συνοδοί προσπαθούν χειρονομώντας να κρατήσουν την πρόσκαιρη οχλαγωγία σε χαμηλή ένταση.

“Τι θα γινόταν” ρωτάω έναν συνοδό δίπλα μου “αν ερχόμασταν σε επαφή με 'μπαγιάτικα' περιττώματα.”

Τον βλέπω να μορφάζει.

“Πιστέψτε με, είναι κάτι που μάλλον δε θα το θέλατε”

“Γιατί; Γίνονται επικίνδυνα;”

“Όχι, δεν είναι αυτό. Αλλά για να σας στείλει σε αυτή την ομάδα ο ψυχολόγος σας, θα ξέρει καλύτερα.”

“Θέλετε να πείτε ότι υπάρχουν άλλες ομάδες που τα επισκέπτονται;”

Χαμογελά αινιγματικά κι απομακρύνεται.

 

Δυο ώρες αργότερα η αναμονή έχει καταβάλλει το ηθικό της ομάδας. Καθόμαστε δίπλα δίπλα με τη Λίζα και κανείς από τους δύο μας δεν κάνει καν μια προσπάθεια ν' ανοίξει κουβέντα. Ξαφνικά, ένας βρυχηθμός ακούγεται πίσω από το ανάχωμα. Όλοι οι συνοδοί πετάγονται πάνω και με χειρονομίες μάς καλούν να κάνουμε ησυχία, παροτρύνοντάς μας ταυτόχρονα να ρίξουμε μια ματιά.

Σέρνομαι αργά ως το ύψος του αναχώματος και σηκώνω προσεχτικά το κεφάλι μου. Το κτήνος πλησιάζει αργά το καθαρισμένο μέρος του αρχαίου οδοστρώματος, σκουπίζοντας με την ουρά του την ελαφριά στρώση του χώματος που έχει αρχίσει να το καλύπτει. Μοιάζει με ιπποπόταμο, αλλά το μέγεθός του είναι αυτό ενός μικρού σπιτιού. Από το μπροστινό αριστερό πόδι του με τα επτά δάχτυλα, προβάλλουν χοντρά οστέινα νύχια, τα οποία χώνει στις εγκοπές του βαρύ ανοξείδωτου καπακιού. Το σηκώνει, αφοδεύει και το βάζει πίσω στη θέση του. Προτού το καπάκι εφαρμόσει στην τρύπα, ένα μικρό πλασματάκι πετάγεται έξω κι αρχίζει να τρέχει προς το δάσος. Το κτήνος σιγουρεύεται ότι το καπάκι έχει εφαρμόσει σωστά και με εκπληκτική για το μέγεθός του ταχύτητα, ξεχύνεται πίσω από το πλασματάκι. Το προλαβαίνει λίγες δεκάδες μέτρα πιο κάτω και το λιώνει με την πατούσα του. Έπειτα κατευθύνεται νωχελικά προς το δάσος. Μόλις χάνεται πίσω από τους κορμούς των φυτών, οι συνοδοί μάς κάνουν νόημα. Τρεις από αυτούς πηγαίνουν στο καπάκι και το ανασηκώνουν με λοστούς. Βλέπω μια κυρία δίπλα μου να έχει χλωμιάσει. Όταν ένας συνοδός νεύει να πλησιάσουμε στην είσοδο του αποχετευτικού δικτύου, εκείνη κουνάει αρνητικά το κεφάλι. Ο συνοδός δεν επιμένει. Λέει χαμηλόφωνα κάτι στο μικρόφωνο του κι αμέσως μια άλλη συνοδός πηγαίνει πίσω την κυρία στο σκάφος. Οι υπόλοιποι επιβάτες αρχίζουν να κατεβαίνουν τη σκάλα που οδηγεί στο υπέδαφος.

 

Μπαίνω από τους τελευταίους. Μια γλυκόξινη μυρουδιά γεμίζει τα ρουθούνια μου. Κάτω από το φως των ηλεκτρικών δαυλών που κρατούν οι συνοδοί, παρατηρώ πως η σήραγγα έχει φαρδιά πεζούλια, στη μέση κυλά ένα ρυάκι. Πέρα από μια ελαφριά στρώση ξεραμένης λάσπης στα πεζούλια και στα τοιχώματα, το τούνελ είναι απρόσμενα καθαρό.

“Είναι η εποχή της ξηρασίας” μαντεύει την απορία μου ένας συνοδός. “Την εποχή των βροχών, όλες οι σήραγγες καθαρίζονται από το ποτάμι.”

Στο βάθος διακρίνω τις σιλουέτες κάποιων συνοδών που τρέχουν, κάνοντας ελιγμούς αποφυγής, για να σχηματίσουν μια γραμμή αποκλεισμού. Άλλοι τόσοι παρατάσσονται στη βάση της σκάλας.

Μέσα από τις απότομες αλλαγές των φωτοσκιάσεων από τους φακούς των συνοδών, βλέπω τις φιγούρες αυτών που προπορεύονται να κοντοστέκονται. Πρέπει να έχουν φτάσει στα πλάσματα. “Πάμε” μου λέει η Λίζα και προχωρώ.

 

Οι πρώτοι έχουν ήδη διαλέξει τα πλάσματά τους. Μια κυρία μπροστά μας δαγκώνει απαλά ένα χταποδοειδές ον που ανεμίζει τα πλοκάμια του. Ο συνεπιβάτης με τα ξεπλυμένα μάτια, προσπαθεί να χώσει κάτι που μοιάζει με αστερία στο παντελόνι του. Δίπλα μου η Λίζα αφήνει μια μικρή κραυγή ξαφνιάσματος. Γυρίζω και τη βλέπω να σκύβει και να πιάνει ένα πλάσμα που μοιάζει με σαύρα. Έχει τέσσερα μαύρα μάτια, τέσσερα μικρά χεράκια και ουρά. Κουλουριάζεται αμέσως στο στήθος της, με τα χεράκια του πιάνει τον ένα της μαστό. Μπροστά μου ένα άλλο πλάσμα έρχεται λικνιζόμενο προς το μέρος μου. Είναι στο ύψος μου και μοιάζει με ρόμβο, ένα λεπτό πέπλο που καταφέρνει να ισορροπεί στο ένα του άκρο και να κινείται συσπώμενο. Με πλησιάζει χορεύοντας. Μοιάζει σα να θέλει να μ' αγκαλιάσει. Όταν το κάνει, μια ξαφνική αίσθηση τρυφερότητας με κατακλύζει. Το πάνω του άκρο μού χαϊδεύει το μάγουλο και ξαφνικά θέλω να κλάψω, να κλάψω όπως όταν ήμουν έξι χρονών. Με παρασέρνει στο χορό μαζί του. Είμαι αδέξιος, αλλά αυτό το συναίσθημα κατακλύζει το είναι μου, είναι ένα συναίσθημα ερωτικό, όχι, όχι ερωτικό, είναι αγάπη κι ομορφιά μαζί. Τώρα χορεύω, χορεύω κι ότι ονειρεύτηκα ποτέ είναι στην αγκαλιά μου. Είναι οι παλιοί, ξεχασμένοι φίλοι: οι μικρές χειρονομίες, οι πικρές αναμονές, οι γλυκές προσμονές των δειλινών. Αγκαλιάζω σφιχτά το πέπλο μου κι η ενέργειά του χύνεται ορμητικά μέσα στις σφραγισμένες διόδους των ανείπωτων ευαισθησιών. Δίπλα η Λίζα ψιθυρίζει κάτι στο πλασματάκι της κι η όψη της αντανακλά την έφηβη κοπελίτσα που δε γνώρισα, το βλέμμα της έχει μια παρθενική καθαρότητα που την κάνει πιο όμορφη από ποτέ. Απλώνω το χέρι μου, θέλω να την καλέσω με το πλάσμα της να μπουν κι αυτοί στο χορό μας, αλλά νιώθω ένα χέρι να με τραβά. Κάνω ασυναίσθητα να τ' αποτινάξω, αλλά είναι μια επίμονη αρπαγή.

“Κύριε, ώρα να φύγουμε.”

 

Δίπλα μου ακούω το ουρλιαχτό της Λίζας. Γυρίζω και το πέπλο αποκολλάται από πάνω μου, ένα φευγαλέο σφίξιμο του χεριού είναι ο ύστατος αποχαιρετισμός μας.. Νιώθω σα χαμένος, βλέπω τη γυναίκα μου να κλαίει με λυγμούς κρατώντας σφιχτά το πλασματάκι στο στήθος της. Δύο γυναίκες συνοδοί προσπαθούν να της πιάσουν τα χέρια, εκείνη όμως τινάζεται βίαια, προσπαθώντας να το προστατέψει. Όταν της το παίρνουν, πέφτει στα γόνατα θρηνώντας γοερά. Τρέμω ολόκληρος, δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια μου. Θρηνώ κι εγώ από μέσα μου, όχι, όχι πια για το πέπλο.

Γύρω μας, οι άλλοι επιβάτες προσπαθούν ν' αποφύγουν τους συνοδούς. Τέσσερις έχουν πέσει πάνω στο μεσήλικα με τα ξεπλυμένα μάτια που παλεύει σιωπηλός, αλλά μανιασμένα, σα να πάλευε για τη ζωή του. Όσοι έχουν χάσει την επαφή με τα πλάσματά τους μοιάζουν με ανθρώπινα ράκη που παραπατάνε, όμως οι συνοδοί τούς αρπάζουν αποφασιστικά και τους οδηγούν στην έξοδο. Αν κι έχω τη δύναμη να περπατήσω μόνος μου, αφήνομαι στη μέγγενη του συνοδού μου που με σέρνει από το μπράτσο. Είναι μια βία διακριτική, ελαφρώς καθαρτήρια.

 

Είμαστε πάλι πίσω στο σκάφος. Ακίνητοι, αμίλητοι. Μόνο ένας πνιχτός λυγμός που και που ακούγεται πάνω από το ελαφρύ βουητό των μηχανών. Κρατιόμαστε με τη Λίζα σφιχτά από το χέρι. Όχι δεν είμαι θλιμμένος. Αν αυτό που μόλις ζήσαμε είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε, δε θα καταφέρουμε ποτέ να το φθάσουμε. Μα όσο το σκάφος εξακοντίζεται ψηλά, στο ψυχρό, άδειο διάστημα, πίσω στο σπίτι, ξέρω πως θα κάνω ότι είναι δυνατόν για να αρπάξω και το πιο μικρό ψήγμα αγάπης που μπορεί να μου προσφερθεί, θα παλέψω μ' όλη μου την ύπαρξη γι αυτό. Γιατί τώρα ξέρω. Ξέρω αυτό που ξέρουν τα κτήνη. Αλλά τα κτήνη είναι ίσως ανώτερά μας, δεν έχουν ανάγκη από το πέπλο της Μάγιας. Εμείς δε μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτό, είναι μέσα μας, συσπάται και συστρέφεται, αγωνιζόμενο να ξεδιπλωθεί. Κρατώ σφιχτά το χέρι της Λίζας και δεν πρόκειται να το αφήσω.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Καλή η ιδέα με τα ανώνυμα σχόλια, εγώ ψηφίζω ναι.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Χμ, ενδιαφέρον ακούγεται. Γιατί όχι; Μπορεί να γίνει και σε αυτό το τόπικ κιόλας.

Link to comment
Share on other sites

Ναι μωρέ, ας το κάνουμε. (Πω πω ενθουσιασμός... :8):)

Καλά θα είναι. Αφού παίζουμε, ας παίξουμε! (Να δω πώς θα ξεμπλέξουμε τα μπούτια μας μετά, ποιος έγραψε τι και "εσύ ήσουνα ρε που είπες αυτό για το διήγημά μου;" )

 

Άλλοι; Οι άλλοι τι λέτε; Ποια είναι η "πλειοψηφία;" Πώς θα ορίσουμε αν θα το κάνουμε ή όχι; Ντίνο, θα κάνεις μυστική δημοπρασία; Θα ανοίξεις poll; Θα :blow:

Link to comment
Share on other sites

Ντίνο, θα κάνεις μυστική δημοπρασία; Θα ανοίξεις poll; Θα :blow:

Θα πάρω θερμοκρασία στη Βύνη, αλλά και από μερικά pm συμπαιρένω ότι το κλίμα είναι θετικό. Από Κυριακή ξεκινάμε.

Link to comment
Share on other sites

Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω.

Πάνω-κάτω γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας (διαδικτυακώς ή μη) και θα καταλήξουμε να αλληλο-ψαχνόμαστε άσκοπα και να χάσουμε την ουσία, που είναι η κριτική των ιστοριών.

Φαινόμενα fb διακρίνω, αν και για κάποιους αυτό μπορεί να είναι καλό (απολύτως σεβαστή θέση ;-))

Εφόσον, όμως, το θέλει η πλειοψηφία, σεβαστό.

Edited by DimitrisX
Link to comment
Share on other sites

#11 - Ίσως... (2.980 λέξεις)

 

Ο περιβαλλοντολόγος Τζον Φάερ, φορώντας στολή προστασίας για την ραδιενέργεια, κοίταξε ευχαριστημένος το θήραμα του και πλησίασε προς το μέρος του.

 

Η αναπνοή του πίσω από την μάσκα ακουγόταν βαριά, όσο δυσκίνητο ήταν και το βήμα του. Η στολή του με τον κωδικό ονομασίας Η45Κ, ζύγιζε τουλάχιστον τριάντα κιλά, παρότι για την κατασκευή της είχαν χρησιμοποιηθεί ανθρακονήματα, για να περιοριστεί το βάρος της. Η στολή της συγκεκριμένης κωδικής ονομασίας ήταν εφοδιασμένη με φίλτρα οξυγόνου τύπου SQ1. Ουσιαστικά ένα άσπρο κουτί διαστάσεων, εβδομήντα εκατοστά ύψους και τριανταεπτά πλάτους, που οι χρήστες της ήταν αναγκασμένοι να το κουβαλούν στην πλάτη τους, για να επιβιώσουν στον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο.

 

Ο πενηντάχρονος άντρας σκύβοντας πάνω από το κοράκι, το ψηλάφισε με τα δάχτυλα για να διαπιστώσει έστω πρόχειρα την κατάσταση του. Μόλις επιβεβαίωσε ότι το αναισθητικό που είχε κατακλύσει το κορμί του ήταν σε πλήρη δράση, το τοποθέτησε στο μονωμένο με μόλυβδο*, αεροστεγώς κλειστό, με παροχή οξυγόνου κλουβί, για να το μεταφέρει με ασφάλεια πίσω στο εργαστήριο του.

 

Ο Τζον μόλις επιβιβάστηκε στο ανιχνευτικό τύπου WSX12, το σκάφος με μια ακτίνα λέιζερ τον σκάναρε και μόλις επιβεβαίωσε την ταυτότητα του, πρόβαλε ένα ολόγραμμα που αποτελούσε ουσιαστικά τον πύργο έλεγχου του.

 

Τότε ο γκριζομάλλης άντρας ενώ ένιωθε αχνά την ενέργεια του ολογράμματος μπροστά από τα γάντια του, με επιδέξιες κινήσεις, διοχετεύοντας πλουτώνιο στην μηχανή έβαλε σε λειτουργία τους κινητήρες. Αυτόματα οι ωθητήρες απογείωσαν το WSX12 χίλια μέτρα πάνω από την γη και μετά από τρία δευτερόλεπτα, το εξαφάνισαν τυλιγμένο σε μια λάμψη.

 

Δυο λεπτά και δεκαοκτώ δευτερόλεπτα αργότερα, το σκάφος άφησε ξοπίσω του την στεριά και πετούσε πλέον πάνω από τον ωκεανό. Τότε το WSX12 παίρνοντας μια κλίση εικοσιοκτώ μοιρών, καταδύθηκε προς την θάλασσα και σχίζοντας τα νερά εισχώρησε μέσα της. Οι κραδασμοί που ένιωσε ο Τζον, ήταν ανεπαίσθητοι.

 

Τυλιγμένο ανάμεσα στα κοράλλια και στις ανεμώνες, διέκρινε ένα γνώριμο σύμβολο του πολιτισμού τους, όπως το είχε διδαχτεί πριν χρόνια από το εκπαιδευτικό τους σύστημα. Στις πρώτες του αποστολές προς την στεριά βλέποντας το, του προξενούσε δέος και ανατριχίλα, πλέον όμως τον άφηνε αδιάφορο το όλο θέαμα, να κοιτάζει το άγαλμα της Ελευθερίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που ήταν τεμαχισμένο στον πυθμένα του ωκεανού.

 

Με περιορισμένη την ισχύ του σκάφους κατά εξήντα τοις εκατό, χρειαστήκαν τρία λεπτά και τριανταπέντε δευτερόλεπτα ωσότου να φτάσει μπροστά σε μια ενισχυμένη από τιτάνιο πύλη. Οι φρουροί σαν είδαν το ανιχνευτικό τους, έδωσαν τον κατάλληλο κωδικό και με ένα εκκωφαντικό ήχο αποσφράγισαν την νοτιοδυτική πύλη της πόλης.

 

Οι διαδικασίες που ακολούθησαν ήταν τυπικές.

 

Με ένα μαγνητικό πεδίο τράβηξαν το WSX12, οδηγώντας το σε ένα χώρο ο οποίος ήταν ένα συμπαγές δωμάτιο. Στην οροφή του υπήρχε ένα προηγμένο σύστημα εξαερισμού, που αποτελούνταν από πέντε σωλήνες διαμέτρου τριών μέτρων έκαστος. Έτσι, μόλις διοχέτευαν θερμοκρασία εκατόν πενήντα βαθμών Κελσίου στο δωμάτιο, εξάτμιζαν το νερό. Μετέπειτα με την βοήθεια των σωληνώσεων, αποθήκευαν τους υδρατμούς σε δεξαμενές και τους μετέτρεπαν σε πόσιμο νερό. Στην συνέχεια ένα σύστημα ψύξης επανέφερε την θερμοκρασία του χώρου στα φυσιολογικά της επίπεδα.

 

Μόλις αποβιβάστηκε ο Τζον από το σκάφος, άναψε στο περιβραχιόνιο της στολής του μια χαρακτηριστική πράσινη ένδειξη. Τότε ο γαλανομάτης άντρας έβγαλε την μάσκα του, καθώς αυτή η ένδειξη σήμαινε πώς είχε εκμηδενιστεί η ραδιενέργεια στον χώρο.

 

Βγάζοντας την μάσκα, ο καθηγητής ένιωθε ανακουφισμένος καθώς ανέπνεε και πάλι τον φιλτραρισμένο αέρα της πόλης. Το οξυγόνο προερχόταν από την εκτεταμένη καλλιέργεια φυκιών, που καλλιεργούσαν στα ανώτερα διαζώματα των εγκαταστάσεων τους. Αυτές οι υποδομές ήταν τέσσερα επίπεδα πάνω από τις ιχθυοκαλλιέργειες τους.

 

Φτάνοντας μπροστά στην θύρα του εργαστηρίου, η πόρτα τραβήχτηκε αυτόματα μες στον τοίχο και το αποστειρωμένο εργαστήριο του λούστηκε στο φώς.

 

Ο καθηγητής τοποθέτησε το αεροστεγώς κλειστό κλουβί μέσα σε ένα θάλαμο που έμοιαζε με θερμοκοιτίδα. Μέσα του είχε δύο μηχανικά βοηθήματα. Ο Τζον φορώντας αισθητήρες στα δάχτυλα, κίνησε τα μηχανικά άκρα σαν να ήταν τα χέρια του. Αφού αφαίρεσε το καπάκι από το κλουβί, ενεργοποιώντας ένα μηχανισμό, όλα τα εναπομείναντα υπολείμματα του μολυσμένου αέρα απορροφήθηκαν από έναν αγωγό, που ήταν στο κάτω μέρος του θαλάμου, ο οποίος ταυτόχρονα έκανε και την μέτρηση ραδιενέργειας του. Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα τα αντίκρισε με ένα αναστεναγμό, βλέποντας ότι ήταν εικοσιπέντε φορές πάνω από το φυσιολογικό όριο που θα μπορούσε να επιζήσει ένας άνθρωπος.

 

Πλέον ο καθηγητής ήταν έτοιμος να εξετάσει το δείγμα.

 

Αναλύοντας το αίμα του, για άλλη μια φορά διαπίστωσε έκπληκτος, ότι ο μικροκαμωμένος φιλοξενούμενος του ήταν υγιέστατος. Κατά κάποιο περίεργο τρόπο, που δεν μπορούσε ακόμα να ανακαλύψει σε τι οφειλόταν αυτό, όλο το ζωικό βασίλειο είχε αναπτύξει κάποιου είδους αντισώματα και συγκεκριμένα ένα χρωμόσωμα με την ιατρική ονομασία F13W, με αποτέλεσμα να μην νοσούν. Ενώ ο άνθρωπος με ελάχιστη έκθεση στην ατμόσφαιρα πέθαινε με φρικτό τρόπο.

 

Η μόνη ένδειξη ανωμαλίας που παρατηρήθηκε στο πτηνό, ήταν η συνηθισμένη δυσλειτουργία στα εγκεφαλικά του κύματα.

 

Στη συνέχεια σύνδεσε το κοράκι σε ένα μηχάνημα, για το οποίο ήταν περήφανος που το είχε στην συλλογή του. Τον Αναλυτή Βιωμάτων. Το μηχάνημα αυτό είχε την δυνατότητα να αναπαράγει εικόνες μέσα από το υποσυνείδητο του πτηνού και του κάθε ευφυή οργανισμού**, έως και εικοσιτέσσερις ώρες πριν.

 

Ολοκληρώνοντας την σύνδεση στο μηχάνημα, εμφανίστηκε μια τετραδιάστατη εικόνα που του έδειχνε, τι είχε δει το κοράκι μέχρι την στιγμή που το αιχμαλώτισε. Κοιτώντας τις εικόνες που προβάλλονταν μπροστά στα μάτια του, τον Τζον κατέβαλε μια μελαγχολία. Ήταν αναγκασμένος όλη του την ζωή να την περάσει κάτω από την στάθμη της θάλασσας, εφόσον ήταν ανήμπορη η ανθρωπότητα να επιβιώσει στην αρρωστημένη επιφάνεια της γης. Αυτό που τον πλήγωνε περισσότερο ήταν, ότι την χλωρίδα και πανίδα της στεριάς, την έβλεπαν πλέον οι άνθρωποι μόνο ως κάποια εικόνα και όχι ως ένα ζωντανό οργανισμό που θα συνυπήρχαν μαζί.

 

Τότε, βλέποντας μια σκιά δίπλα σε ένα αποχετευτικό αγωγό, πετάχτηκε από την θέση του.

«Γύρνα πίσω την εικόνα τριάντα δευτερόλεπτα».

«Μάλιστα καθηγητά», απάντησε ο υπολογιστής.

Αφού γύρισαν πίσω οι εικόνες, τις παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα.

«R73C».

«Μάλιστα καθηγητά».

«Κάλεσε συμβούλιο! Τώρα!»

 

Στο κέντρο της οκταγωνικής αίθουσας εμβαδού άνω των τριακοσίων τετραγωνικών, δέσποζε το μεγάλο ημικυκλικό τραπέζι και φυσικά, η περιμετρική τζαμαρία με θέα τα άδυτα του ωκεανού. Σήμερα όμως την θέα, δεν την έβλεπε κανείς.

 

Το Συμβούλιο Των Εκλεκτών, έτσι όπως ονόμαζαν την ανώτερη βαθμίδα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης τους, ήταν βουβό. Μόλις είχαν παρακολουθήσει όλες τις εικόνες που τους είχε τροφοδοτήσει το κοράκι, πέραν και της επίμαχης σκηνής του αγωγού, που είχε αναστατώσει τόσο τον καθηγητή.

 

Το δωδεκαμελές συμβούλιο που συγκροτήθηκε το συμπλήρωσε o καθηγητής Τζον Φάερ, που είχε κάνει την μεγάλη ανακάλυψη.

 

Ο ασπρομάλλης άντρας με την πλούσια γενειάδα, γνωστός και ως διδάσκαλος, μίλησε πρώτος. «Καταλαβαίνεται, τι σημαίνει αυτό;» Όλοι κοιτούσαν αποσβολωμένοι. «Δεν χωρεί ουδεμία αμφισβήτηση, ότι υπάρχει επίγεια ζωή. Εξηγήστε μου, πώς είναι δυνατόν;»

«Προφανώς θα έχουν αποκτήσει από κάποια γενετική μετάλλαξη, ένα ανάλογο χρωμόσωμα με το F13W, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η επιβίωση τους στον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο», είπε γεμάτος ενθουσιασμό ο καθηγητής.

«Ναι αλλά εδώ μιλάμε, για μια ολόκληρη κοινωνία που έχουν δημιουργήσει οι μεταλλαγμένοι», είπε ενώ πετάχτηκε από την θέση του ο ναύαρχος. «Στον αγωγό είδες μόνο μια σκιά και σε εξέπληξε τόσο». Κάνοντας μια παύση κοίταξε με πιό κοφτερό βλέμμα τον καθηγητή, «πλέον όμως μιλάμε για τριάντα άτομα, που έχουν βρει καταφύγιο στο παλιό αποχετευτικό σύμπλεγμα της πόλης. Δείτε!. Φαίνεται ολοκάθαρα, που εισχωρούν στο αποχετευτικό σωλήνα με το σειριακό αριθμό, SERT-234».

«Αυτά τα πλάσματα δεν είναι άνθρωποι», είπε η καστανόξανθη σύμβουλος του κυβερνήτη τινάζοντας τα χέρια της, «αλλά αγρίμια. Κοιτάξετε τους, είναι τριχωτοί, βρώμικοι, προσέξτε τα γαμψά τους νύχια. Τα λιγδιασμένα τους μαλλιά. Είναι ανθρωπόμορφοι πίθηκοι και όχι άνθρωποι… δεν μπορώ να καταλάβω, ως προς τι ο ενθουσιασμός σας κύριε καθηγητά;» του είπε ειρωνικά.

 

«Έχετε επίγνωση τι έχουμε παρακολουθήσει εδώ; Προφανώς όχι!» Ο καθηγητής Τζον Φάερ κάνοντας μια παύση ήπιε λίγο νερό. «Αυτό που έχουμε παρακολουθήσει κύριοι είναι ότι ο ανθρώπινος οργανισμός τελικά, ναι! Μπορεί να επιζήσει στην ατμόσφαιρα της γης και να επιβιώσει στην εκτενή έκθεση της ραδιενέργειας, όμως με ένα τίμημα. Να παρουσιάσει νοητική υστέρηση. Αν έχετε παρακολουθήσει τις μελέτες μου θα ξέρατε ότι η εγκεφαλική λειτουργία των πτηνών που συλλέγω κατά καιρούς από την επιφάνεια, είναι μειωμένη κατά εξήντα τις εκατό σε σχέση με τα φυσιολογικά όρια. Αν η λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου ήταν μειωμένη σε ανάλογα επίπεδα, θεωρώ ότι γνωρίζεται το αποτέλεσμα. Είναι ολοφάνερο μπροστά μας. Ναι, θα επιστρέφαμε στην παλαιολιθική εποχή».

 

«Όχι! Μην συγκρίνουμε ανόμοιους οργανισμούς», είπε ο γιατρός έχοντας χάσει λίγη από την υπομονή του. «Μόνο από την ραδιενέργεια δεν μπορούν να δημιουργηθούν τόσες δυσλειτουργίες στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Τουλάχιστον όχι σε αυτά τα επίπεδα. Εκτός αν αλληλοεπιδρούσαν άλλοι παράγοντες, όπως η χρόνια παραμονή τους σε νοσηρό περιβάλλον».

«Δηλαδή;» τον ρώτησε ο ναύαρχος.

«Χαρακτηριστικές τοξίνες που μπορούν να μειώσουν την λειτουργία του εγκεφάλου είναι ο μόλυβδος*** και ο υδράργυρος…»

«Ανεξαρτήτως από τι μεταλλάχτηκαν αυτοί οι άνθρωποι, γιατί να ζουν μέσα στις αποχετεύσεις, εφόσον μπορούν να επιβιώσουν στην ακτινοβολία της πόλης;» Τον διέκοψε ο διδάσκαλος.

«Γιατί φοβούνται να μην γίνουν αντιληπτοί από εμάς», φώναξε ο καθηγητής. «Οι πρωτόγονοι άνθρωποι ζούσαν μέσα σε σπήλαια. Από όσο γνωρίζω σπηλιές δεν υπάρχουν στην Νέα Υόρκη. Για αυτούς σπηλιές, είναι το παλιό αποχετευτικό σύστημα της πόλης».

«Μα συγγνώμη!» είπε έκπληκτος ο δικαστής, «το αποχετευτικό σύστημα της Νέας Υόρκης δεν κατέρρευσε στην μεγάλη καταστροφή του 2012;»

«Όχι όλο, παρά μόνο ένα μέρος του», είπε ο κυβερνήτης με πράα φωνή. «Από όσα γνωρίζουμε από τα απόρρητα αρχεία που περιέχει η τράπεζα πληροφοριών μας, τα τσουνάμι που προκλήθηκαν από την αντιστροφή των πόλων της γης, δεν κατέστρεψαν ολοσχερώς την πόλη, παρότι πλημμύρισε ένα μεγάλο κομμάτι της. Δυστυχώς όμως δεν είχαν και την ίδια τύχη τα εξακόσια πυρηνικά εργοστάσια που ισοπεδώθηκαν παγκοσμίως, κάνοντας ακατάλληλη για τους ανθρώπους την ατμόσφαιρα της γης… ακόμα και αν πέρασαν τριακόσια χρόνια από τότε», συμπλήρωσε με θλίψη τον λόγο του.

 

«Ευτυχώς που επιλέχτηκαν οι πρόγονοι μας να στελεχώσουν τις υπόγειες βάσεις στην Ανταρκτική, αλλιώς θα καταλήγαμε και εμείς έτσι». Ακολούθησε σιωπή. «Πώς επέζησαν τότε αυτοί οι άνθρωποι;» Ξαναρώτησε ο δικαστής, μετανοημένος για την προηγούμενη παρατήρηση του.

«Ο ανθρώπινος οργανισμός είναι άκρως προσαρμοστικός. Ένας τέλειος υπολογιστής, που μαθαίνει να προσαρμόζεται στις οποιεσδήποτε κλιματολογικές συνθήκες. Με τα χρόνια παράγει αντισώματα που θωρακίζουν τον οργανισμό του, από την όποια θανατηφόρα απειλή, για αυτό και επέζησαν αυτοί οι άνθρωποι», είπε αγανακτισμένος ο γιατρός. «Σίγουρα όμως… πέθαναν πολλοί μέχρι να μεταλλαχτούν. Αυτό ήταν ίσως το μεγαλύτερο τίμημα της εξέλιξης τους».

 

Δεν αντέδρασε κανείς.

 

«Και γιατί να επιλέξουν το αποχετευτικό σύστημα ως τόπο διαμονής;» ρώτησε ο ναύαρχος τον κυβερνήτη.

«Ίσως επειδή γεννήθηκαν εκεί. Ίσως να εγκαταστάθηκαν εκεί για να γλιτώσουν από την ραδιενέργεια του εδάφους, δεν ξέρω. Μπορούμε να κάνουμε μόνο εικασίες και αυτό, γιατί δεν τους αναζήτησε κανείς για τουλάχιστον ογδόντα χρόνια. Εφόσον οι βάσεις που επανδρώθηκαν από τους εκατό χιλιάδες προγόνους μας, αποσφραγίστηκαν ογδόντα χρόνια μετά από την μεγάλη καταστροφή. Όταν δηλαδή είχε αρχίσει νε εισχωρεί η ραδιενέργεια στην μέχρι πρότινος απόρθητη εγκατάσταση μας. Σε αυτό το διάστημα οι μόνοι που είχαν δικαίωμα να εξέλθουν από τις βάσεις, ήταν το επιστημονικό προσωπικό για να κτίσει αυτόν τον υποθαλάσσιο σταθμό που μας στεγάζει μέχρι και σήμερα. Ουσιαστικά δεν τους ερεύνησε κανείς. Φυσικά από όσο έχω διαβάσει σε παλιές αναφορές είχαν σταλεί κάποιες ομάδες αλλά οι έρευνες τους είχαν… μηδενικά αποτελέσματα. Ίσως να τους είχαν εντοπίσει, αλλά να φοβόντουσαν μην νοσήσουν και οι ίδιοι από την ραδιενέργεια. Ίσως, να μην ήθελαν να μοιραστούν τα αποθέματα τροφής μαζί τους. Δεν ξέρω!»

«Καλά στις μέρες μας δεν εξερευνήθηκε η πόλη; Πώς είναι δυνατόν να μην τους αντιληφτούμε μέχρι τώρα;» Ρώτησε η πανέμορφη σύμβουλος.

 

 

Εμφανώς προσβεβλημένος, πήρε τον λόγο ο ναύαρχος. «Φαίνεται δεν το γνωρίζεται, ότι οι παροχές οξυγόνου στις στολές μας, έχουν διάρκεια κάποιες ώρες. Όμως για να εξερευνηθεί εξονυχιστικά το σωληνωτό αποχετευτικό σύστημα της Νέας Υόρκης, που καλύπτει σε μήκος πάνω από χίλια χιλιόμετρα ευθείας γραμμής, χρειάζονται μερικοί μήνες. Εγώ λέω, να τους σκοτώσουμε!»

«Όχι!» είπε έξαλλος ο Τζον «το μέλλον μας εξαρτάται από αυτούς, εφόσον όσο μπορούμε να συμπεράνουμε, έχει ενσωματωθεί στον οργανισμό τους το συγκεκριμένο χρωμόσωμα. Μπορούμε να παράγουμε το κατάλληλο εμβόλιο. Μας δίνεται η ευκαιρία να ξαναγίνουμε επιτέλους φυσιολογικοί άνθρωποι… μπορεί να τους απαξιώσαμε στο παρελθόν, αλλά το μέλλον μας εξαρτάται πλέον από αυτούς»

 

Τότε ο κυβερνήτης χτυπώντας τις γροθιές του στο τραπέζι, τους είπε με το βλέμμα του να σπινθηροβολεί, γεμάτο ενέργεια. «Ετοιμάστε ένα επανδρωμένο αεροσκάφος με μια ομάδα, που θα φέρουν πλήρη εξοπλισμό. Θεωρώ ότι ήρθε επιτέλους η ώρα να κάνουμε εμείς, την υπέρβαση για την συνύπαρξη μας».

«Να πάω;»

«Ναι Τζον, το αξίζεις»

«Αφού πάμε με ειρηνικές βλέψεις, τι θέλουμε τα όπλα;» Ρώτησε δύσπιστα ο γιατρός.

«Για ασφάλεια!» Του είπε κοφτά ο κυβερνήτης.

Με αυτά τα λόγια ολοκληρώθηκε το συμβούλιο τους.

 

Τριανταεπτά λεπτά αργότερα ένα μαχητικό σκάφος τύπου WXFRT-2, εκτινάχτηκε μέσα από τον ωκεανό. Φτάνοντας σε απόσταση χιλίων μέτρων από τον αποχετευτικό αγωγό SERT-234, ο πιλότος με χαμηλωμένη στο εικοσιπέντε τοις εκατό την ισχύ των μηχανών, ώστε να μην γίνει αντιληπτή η παρουσία τους, άνοιξε την άτρακτο του WXFRT-2. Τότε εννέα άντρες εφοδιασμένοι με στολές D2E-1 πήδηξαν στο κενό με το σκάφος να παραμένει σε τροχιά από πάνω τους. Οι άντρες βάζοντας σε ισχύ τους πυραυλοκίνητους ωθητήρες, πλησίασαν σαν σκιές μες στην νύχτα προς στην είσοδο της αποχέτευσης.

 

Έξω από τον αγωγό SERT-234 ένας άντρας που έκανε επικλήσεις στους θεούς του ουρανού, να μην του κάνουν κακό, αισθάνθηκε ξαφνικά ένα μούδιασμα να καταλύει το σώμα του, καθώς ένα βελάκι με αναισθητικό υγρό του καρφώθηκε στο λαιμό. Μόλις έπεσε κάτω, ο Τζον του ενσωμάτωσε μια ειδικά διαμορφωμένη στολή και προγραμματίζοντας τους ωθητήρες της, τον εκτόξευσε με ασφάλεια στο μαχητικό σκάφος.

 

Έχοντας ενημερωθεί από το WXFRT-2 ότι είχαν παραλάβει το δείγμα, ο Τζον Φάερ και οι οκτώ άντρες συνέχισαν να προχωρούν μέσα στην ανηφορική κλίση της αποχετευτικής στοάς. Ήταν κτισμένη έτσι ώστε, τα λύματα της τότε εποχής, να ωθούνται από την δύναμη της βαρύτητας για να κατρακυλήσουν και να καταλήξουν στον πυθμένα της θάλασσας.

 

Προχωρούσαν σε ρομβοειδή σχηματισμό, έχοντας παρατεταμένα τα όπλα τους, ενώ με τα γυαλιά θερμικής οράσεως ανίχνευαν την στοά, για να εντοπίσουν ίχνη ζωής. Ο καμπυλοειδής αγωγός που περπατούσαν είχε ύψος τρία μέτρα στο κέντρο του, ενώ στο πλάτος ξεπερνούσε τα τέσσερα. Τα τοιχώματα ήταν σκαμμένα από την υγρασία. Σε κάποια σημεία διέκρινες διάσπαρτα απολιθωμένα φύκια, που προϋπήρχαν εκεί από την εποχή της μεγάλης πλημμύρας. Το δάπεδο από μπετόν θύμιζε κομμάτια από κατεστραμμένο πάζλ, καθώς τεράστιοι κρατήρες βάθους άνω των δυο μέτρων, έμοιαζαν σαν να είναι έτοιμοι να καταπιούν τους απροσδόκητους επισκέπτες τους.

 

Οι άντρες προχωρούσαν προσεκτικά για ώρα. Όταν έφτασαν στην πρώτη μεγάλη διακλάδωση των αγωγών κινήθηκαν αριστερά, σύμφωνα με ένα παλιό χάρτη του αποχετευτικού συστήματος της πόλης. Ο κεντρικός επεξεργαστής των υποθαλάσσιων εγκαταστάσεων τους σχεδίασε ένα χάρτη, που τους υποδείκνυε έχοντας ως αφετηρία τον αγωγό SERT-234, σε ποια σημεία του χαώδους σωληνωτού δικτύου, θα ήταν πιθανόν να είχαν δομήσει οι πρωτόγονοι, τον πολιτισμό τους. Ο χάρτης που τους έδειχνε τα μεγάλα ανοίγματα από τις πολλαπλές διακλαδώσεις των αγωγών, εμφανίζονταν τρισδιάστατα σε οθόνη του κράνους μπροστά στα μάτια τους, καθ όλη την διάρκεια της αποστολής τους.

 

Μετά από τέσσερεις ώρες και ενώ είχαν διανύσει πάνω από οκτώ χιλιόμετρα του αχανούς δικτύου, φτάνοντας σε μια διακλάδωση των αγωγών οσμίστηκαν μια γνώριμη κατά τα άλλα μυρουδιά μεθανίου και αυτόματα, απλώθηκαν στο χώρο σε σχηματισμό βεντάλιας. Οι πιθανότητες να εντοπίσουν και άλλους αποίκους, πλήθυναν. Σαν έφτασαν κοντά στην γλοιώδη, φρέσκια ακόμα βλεννογόνο ουσία, παρότι δεν εντόπισαν κανέναν άποικο, ήξεραν ότι πλησίαζαν τον καταυλισμό. Ήδη βρισκόντουσαν στην τουαλέτα τους.

 

Αφού οι άντρες προσπέρασαν το σημείο, δυο αθέατα παιδικά μάτια ξεπρόβαλαν μες στο σκοτάδι. Το παιδί σαν άκουσε από απόσταση τα πρωτόγνωρα βήματα τους, κρύφτηκε σε ένα κρατήρα στο δάπεδο του αγωγού, ενώ ταυτόχρονα χωρίς να το γνωρίζει, προστατεύτηκε και από την θερμική όραση της οπλισμένης ομάδας. Μόλις οι άντρες απομακρύνθηκαν από κοντά του, το παιδί έτρεξε σε έναν πιο γνώριμο δρόμο από αυτόν που κινιόντουσαν οι άντρες, για να ειδοποιήσει την οικογένεια του.

 

Προχωρώντας με σιγανό βηματισμό και αλλάζοντας συνεχώς κατευθύνσεις, σύμφωνα με τις οδηγίες του χάρτη, έφτασαν σε ένα τεράστιο κυκλικό χώρο και ξαφνικά νέκρωσαν όλα. Ο χάρτης εξαφανίστηκε, εκμηδενίστηκε η ενδοεπικοινωνία με την βάση τους.

«Τι έγινε;» Ρώτησε ο επικεφαλής της ομάδας, ενώ ένιωσε να τον κυριεύει ένα αίσθημα ανησυχίας.

«Δεν ξέρω!» Πετάχτηκε ο Τζον, ενώ η χροιά του λόγου του έδειχνε ότι είχε στερέψει από απαντήσεις. «Μήπως επειδή εισχωρήσαμε πολλά χιλιόμετρα από την είσοδο του αγωγού, χάθηκε η επικοινωνία μας;»

«Αποκλείεται. Όχι! Τα τεχνολογικά μας συστήματα μας επιτρέπουν να έχουμε επαφή μέχρι και πεντακόσια μέτρα κάτω από το έδαφος και σε απόσταση, άνω των διακοσίων χιλιομέτρων».

«Τότε πώς…» Ο Τζον ψηλάφισε το τοίχωμα της στοάς. «Μα… φυσικά!» Αναφώνησε. «Μόλυβδος! Οι τοίχοι είναι επιστρωμένοι με μια επικάλυψη μολύβδου. Πρέπει να βρισκόμαστε σε κατεστραμμένο καταφύγιο, που είχαν φτιάξει μέσα στο αποχετευτικό σύστημα της πόλης τον εικοστό αιώνα, κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου. Ένα καταφύγιο που επισήμως δεν υπήρξε ποτέ!»

«Πώς το ξέρεις Τζον;»

«Το υποθέτω… και το αγγίζω με τα χέρια μου… λογικά, θα ανακάλυψαν το καταφύγιο οι πρώτοι επιζώντες, που είχαν κατέβει στο αποχετευτικό σύστημα για να γλιτώσουν από την ραδιενέργεια του εδάφους και εγκαταστάθηκαν εδώ για να έχουν την μέγιστη δυνατή προστασία. Πού να ήξεραν όμως ότι ο μόλυβδος σε συνδυασμό με την ραδιενέργεια που εισχώρησε σταδιακά στο καταφύγιο, θα κατέστρεφε τα εγκεφαλικά τους κύτταρα χωρίς ούτε καν… να το αντιληφτούν. Πρέπει να πλησιάζου…»

 

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του, όταν άκουσαν μια βοή να κατευθύνεται προς το μέρος τους. Αυτόματα οι εννέα άντρες ανασυντάχτηκαν σε θέση μάχης, βλέποντας ένα έντονο κόκκινο χρώμα να πλημυρίζει την μέχρι πρότινος πράσινη θερμική όραση τους. Μετά από δύο δευτερόλεπτα ανάβοντας τους προβολείς που ήταν τοποθετημένοι στα κράνη, κύλησε αδρεναλίνη στο αίμα τους, ενώ τα δάχτυλα τους κόλλησαν στην σκανδάλη.

 

Εκατοντάδες άνθρωποι όλων των ηλικιών, φορώντας δέρματα ζώων τους πλησίαζαν μες στο σκοτάδι. Πολλοί από αυτούς κρατούσαν σίδερα στα χέρια τους. Μόλις όμως τυφλώθηκαν από το κάτασπρο φώς, πέταξαν τα σίδερα και προσκύνησαν δοξάζοντας τις θεότητες τους. Οι πρωτόγονοι ανήμποροι να αντιδράσουν, υποτάχτηκαν στους θεούς του ουρανού που έτρεμαν, ελπίζοντας να μην τους αφανίσουν.

 

Έτσι, ξεκίνησε ένα καινούργιο κεφάλαιο για την ιστορία της ανθρωπότητας, το οποίο ολοκληρώθηκε όταν μετά από χρόνια οι πρωτόγονοι αφομοιωμένοι πια με τους θεούς του ουρανού, συνυπήρχαν πάνω στην επιφάνεια της γης.

 

 

 

* μόλυβδος και ραδιενέργεια. http://www.evroslead...GR/Default.aspx

 

** Κοράκι, ευφυέστερο των πτηνών. http://wikipedia.qwi...al_intelligence

 

*** Αίτιες νοητικής υστέρησης. http://www.ergothera...ion-causes.html

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

#12 - Παρίσι 1941 (1.694 λέξεις)

 

Το φαγητό ήταν εξαίσιο και είχαμε αποσυρθεί στο σαλόνι για τσιγάρο. Συζητούσαμε για διάφορα θέματα ώσπου η συζήτηση έφτασε με κάποιον τρόπο στον πόλεμο. Οπότε εκείνη τη στιγμή πετάγεται ο δραστήριος εξάδελφος Αντουάν διακόπτοντας κάποιες εικασίες μου για μια ενδεχόμενη νίκη της Γερμανίας και ζητά από τον παππού να μας πει κάποια προσωπική του ιστορία από τον πόλεμο.

 

Ο παππούς, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος στα περασμένα του ογδόντα με σκαμμένα μάγουλα, πάντα καλοντυμμένος, με γιλέκο, γραβάτα και καπέλο, ένας άνθρωπος ήρεμος που δε λέει περιττές κουβέντες. Ο παππούς λοιπόν αρνείται, μα η αδελφή μου η Μάργκαρετ και ο Αντουάν επιμένουν. Ο Αντουάν μάλιστα κάνει ένα χοντροειδές αστειάκι πως ο παππούς θα πάρει όλες αυτές τις ιστορίες μαζί του.

“Θα σας πω λοιπόν κάτι, το οποίο δεν έχω πει ποτέ σε κανέναν και η θύμισή του με έχει κρατήσει πολλά βράδια ξύπνιο.” είπε ο παππούς, βγάζοντας το ρολόι του από την τσέπη, ρίχνοντάς του μια ματιά.

“Ήταν λοιπόν τις μέρες της αντίστασης, το Μάρτιο του '41. Είχαμε αποτύχει με την ομάδα μου να ανατινάξουμε μια αποθήκη, μάλλον οι Γερμανοί είχαν κάποιο πληροφοριοδότη. Μας κυνηγάνε λοιπόν οι ναζιστές και εμείς σπάμε και τρέχουμε προς διαφορετικές μεριές. Εγώ τρέχω μαζί με το σύντροφό μου τον Φιλίπ. Μας έχουν στο κατόπι τέσσερις-πέντε και εμείς στρίβουμε πίσω από ένα καφέ. Καφέ Ντιζόν λεγόταν τότε. Έσκαγαν σφαίρες τριγύρω μας και εμείς βλέπουμε ότι ο δρόμος οδηγεί σε αδιέξοδο. Ακούγαμε τις φωνές τους να πλησιάζουν ολοένα και η μόνη διέξοδος που εντόπισα ήταν το μεταλλικό καπάκι για τον υπόνομο.”

 

Η Μάρκαρετ απόρησε: “Και τότε; Μπήκατε μέσα..στους υπονόμους;” Ο παππούς έγνεψε καταφατικά και πρόσθεσε “ Σηκώσαμε με κόπο το καπάκι και πηδήσαμε μέσα χωρίς να χρησιμοποιήσουμε τη σκάλα. Πρέπει να ήταν δύο με δύομιση μέτρα βάθος και με το που πέφτουμε τα βρωμόνερα μας φτάνουν μέχρι το γόνατο.

“Και η μυρωδιά;” ρώτησε ο εξάδελφος με μια έκφραση αποστροφής.

“Μας χτύπησε σα γροθιά στο πρόσωπο. Το αίμμα μας όμως έτρεχε τόσο γρήγορα και η επιθυμία μας να σωθούμε ήταν τόσο μεγάλη που δε μας ένοιαζε κάτι άλλο.” Ο παππούς πήρε το κονιάκ που είχε μπροστά του και κατέβασε μια γουλιά.

“Οι Γερμανοί έφτασαν στο άνοιγμα και εμείς τρέχαμε με όλη μας τη δύναμη προς τα σκοτάδια. Το νερό ήταν λες και κρατούσε τα πόδια μας, τραβώντας μας προς τα πίσω. Ακούσα πίσω μου τον ήχο των χειροβομβίδων που έπεσαν στο νερό και μέτρησα σιωπηλά μέσα μου καθώς έτρεχα στα τυφλά. 1..2..3..4..5..Μια δύναμη μας πέταξε τότε σαν άχυρα δύο μέτρα μπροστά μέσα στα βρωμόνερα. Συγχωρέστε με μα δε θα σας περιγράψω την αηδία που ένιωσα, χαλώντας τη διάθεσή σας.” Η Μάργκαρετ ξεροκατάπιε με μια γκριμάτσα αηδίας.

 

“Το φώς που έμπαινε από το άνοιγμα τότε χάθηκε, καθώς οι γερμανοί έκλεισαν την καταπακτή πίσω μας. Μας κατάπιε απόλυτο σκοτάδι. Ευτυχώς είχα λοιπόν μαζί μου έναν αναπτήρα που μου είχε χαρίσει ένας βρετανός στον πόλεμο. Είναι καμιά φορά που το κάπνισμα σώζει ζωές..” Είπε με ένα μελαγχολικό χαμόγελο ο παππούς.

“Το σκοτάδι τριγύρω λοιπόν ήταν λες και αντιδρούσε, λες και ήθελε να μας αποβάλει, να πνίξει το φως του αναπτήρα που προσπαθούσε να το διαλύσει. Ένιωθα αηδία και αναγούλα και παρόλα αυτά ευγνωμωσύνη για τη σωτηρία μου. Με το λιγοστό φως του αναπτήρα, είδαμε πως υπήρχε στο πλάι μας μια πλατφόρμα η οποία ξεχώριζε από τις ακαθαρσίες του παρισιού, δίπλα στα καλυμένα από μούχλα τοιχώματα. Ανεβήκαμε σε αυτή δίχως να φοβόμαστε πια πως θα βυθιστούμε σε κάποιον δύσοσμο υγρό τάφο.”

 

Εκείνη την ώρα μπήκε στο δωμάτιο η Μαγδαληνή, με γλυκό, μα της έκανα νόημα να κάνει ησυχία και αυτή το άφησε στο τραπέζι και έφυγε. Μόνο ο Αντουάν έβαλε στο πιάτο του και γλύφοντας το σιρόπι από το κουτάλι προέτρεψε τον παππού να συνεχίσει.

“Προχωρούσαμε λοιπόν με τον Φιλίπ, αγγίζοντας με το ένα μας χέρι τις υγρές, λειαμένες από τα χρόνια υγρασίας πέτρες του τοίχου. Ανάμεσα στον ήχο του νερού που στάζει και του απόμακρου παφλασμού καθώς κατακρημνιζόταν σε άγνωστα βάθη, μου φάνηκε πως άκουσα γρήγορα βήματα και γρυλίσματα τριγύρω μας.”

“Αρουραίοι!” Αναφώνησε η Μάργκαρετ.

Ο παππούς δεν είπε τίποτα μα συνέχισε.

“Φτάσαμε τελικά μπροστά σε μια ξύλινη πόρτα. Την έσπρωξα και βρεθήκαμε μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο. Φαινόταν σα κάποιο παλίο δωμάτιο συντήρησης ή κάτι τέτοιο. Υπήρχε ένα παλιό γραφείο, μια λάμπα λαδιού και ένα στρώμα. Αποφασίσαμε λοιπόν με τον Φιλίπ να μείνουμε για λίγο εκεί.

 

Ο Φιλίπ είχε αποκοιμηθεί, εγώ δε μπορούσα λόγω της βρώμας μας, όταν τότε άκουσα έναν ήχο σα νύχια που σέρνονται από την πόρτα. Ξύπνησα το Φιλίπ και έβγαλα από τη ζώνη μου το περίστροφό μου-τρεις σφαίρες είχα μονάχα. Κρατώντας τη λάμπα, η οποία είχε αρκετό λάδι και την ανάψαμε, στο ένα χέρι και το περίστροφο στο άλλο, πλησιάσαμε την πόρτα. Ο ήχος ξυσίματος σταμάτησε. Έκανα νόημα στον Φιλίπ και την άνοιξε απότομα. Είδα τρεις σιλουέτες στο μέγεθος σκύλου να χάνονται στα σκοτάδια.. Μια από αυτές στα όρια που έφτανε το φως της λάμπας γύρισε προς το μέρος μας και γρύλισε. Τα χαρακτηριστικά της δε φαινόταν αλλά το γρύλισμά της έκανε τις τρίχες στο σβέρκο μου να σηκωθούν.”

“Τι ήταν λοιπόν;” ρώτησε ο Αντουάν.

 

“Υπομονή.” είπε ο παππούς και συνέχισε: “Προχωρήσαμε προς άγνωστη κατεύθυνση και γύρω μας ακούγαμε συνεχώς βήματα, σα κάτι να μας ακολουθούσε, από τις παρυφές του σκοταδιού. Σκιές κινούταν γύρω μας και ο Φιλίπ συνεχώς σταυροκοπιόταν και με ρωτούσε τι είναι αυτά. Φτάσαμε μπροστά σε μια σκάλα και ο Φιλίπ όρμησε μπροστά γλιστρώντας από την ταραχή του στα γλοιώδη σκαλοπάτια. Άνοιξε λίγο το καπάκι και γυρνώντας προς το μέρος μου μου είπε ότι είμαστε έξω από το δημαρχείο. Του φώναξα πως έχει φυλάκια και περίπολα εκεί αλλά αυτός είχε ήδη πετάξει το καπάκι και έβγαινε έξω. Στιγμές αργότερα άκουσα μια ριπή πυροβόλου. Σήκωσα τη λάμπα με τρεμάμενα χέρια και έτρεξα. Πριν προλάβω να κάνω μερικά βήματα ένα από τα πλάσματα που μας στοιχειώναν όρμησε από τα σκοτάδια και γραπώθηκε στο χέρι μου. Πρόλαβα να δω τα τεράστια, απολύτως σκοτεινά μάτια του και το αρρωστημένο του, γδαρμένο λευκό δέρμα. Μου άρπαξε τη λάμπα με ένα στόμα γεμάτο δόντια και την έριξε κάτω κάνοντάς την κομμάτια. Ένιωσα κι άλλα να πέφτουν πάνω μου και τα νύχια τους να μπήγονται στο δέρμα και έντρομος έβγαλα το περίστροφο και έριξα δυό φορές στα τυφλά. Αυτά σαστίσαν και χωρίς να χάσω χρόνο έτρεξα με όλη μου τη δύναμη προσπαθώντας να ανάψω τον αναπτήρα μου. Άκουσα τότε μια απόκοσμη κραυγή και γύρισα πίσω, όπου στο φως του λαδιού που είχε πάρει φωτιά είδα ένα τεράστιο λευκό πλάσμα, ψηλότερο από εμένα να βρυχάται και να με κοιτά με τα κενά μαύρα του μάτια.”

 

Ο Αντουάν φαινόταν σαστισμένος, μη ξέροντας αν θα έπρεπε να τα πάρει σοβαρά αυτά ή όχι, και η Μάργκαρετ αποσβολωμένη. Δεν άντεξα και είπα στον παππού : “Λοιπόν; Πως ξέφυγες;”

 

“Έτρεξα σα τρελός βλέποντας που πηγαίνω στο μικρό διάστημα που άναβε ο αναπτήρας. Δε γύρισα στιγμή πίσω να δω αλλά άκουγα τα βήματα που με ακολουθούσαν. Ώσπου φτάνοντας σε ένα σημείο, γλύστρισα και έπεσα σε ένα άνοιγμα. Το χτύπημα μου έκοψε τη χολή και για λίγο νόμισα πως έμεινα ανάπηρος. Ο αναπτήρας μου έπεσε σε κάποιο άγνωστο σημείο και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να ψαχουλεύω. Με τα χέρια μου να ψάχνουν στα τυφλά και με εμένα να σέρνομαι στα τέσσερα ένιωθα από κάτω μου στερεό πάτωμα. Κάποια στιγμή με πλημμύρισε μια δυσωδία και μου ήρθε αναγούλα, καθώς τα χέρια μου βυθίστηκαν σε κάτι κολλώδες και υγρό. Κάπου μέσα στο σκοτάδι είδα ένα μακρινό φως , και κατευθύνθηκα προς τα εκεί, φοβούμενος συνέχεια πως θα πέσω σε κάποιο απύθμενο άνοιγμα. Ήταν μια λάμπα που έφεγγε αδύναμα, με έντομα να βουτάν αυτοκτονικά πάνω της. Δίπλα βρισκόταν μια πόρτα, από καρφωμένες οριζόντιες σανίδες. Άκουσα τότε έναν κλαψούρισμα. Έφτασα μπροστά στην πόρτα και στη χαραμάδα πλησίασε μια μορφή σερνάμενη. Μου ζητούσε βοήθεια. Το πρόσωπό του τότε αποκαλύφθηκε στο φως...Ήταν παραμορφωμένο, οι σάρκες του κρεμόταν και το κρανίο του ήταν ανοιγμένο. Το δέρμα του είχε μια αρρωστημένη λευκή απόχρωση και αποφύσεις με κιτρινωπό υγρό. “Βοήθεια..” ψέλιζε. Άκουσα τον ήχο ανθρώπινης συνομιλίας που έφτανε προς το μέρος μου. Αποσύρθηκα στα σκοτάδια και είδα δύο φιγούρες ντυμμένες με μαύρους μανδύες, που μιλούσαν μια ακατάλυπτη γλώσσα, να πλησιάζουν το κελί και να βγάζουν με τη βία το άτυχο πλάσμα. Ένας απο αυτούς γύρισε προς το μέρος μου και έβγαλε έναν ήχο σα συριγμό. Δε ξέρω πως αλλά ένιωσα μέχρι τα μύχια της καρδιάς μου πως ήξερε πως ήμουν εκεί...Μέσα σε πλήρη παραφροσύνη λοιπόν άρχισα να τρέχω στα τυφλα. Με απλωμένα τα χέρια μου μπροστά και ξέροντας πως στο σκοτάδι γύρω μου, υπήρχε μια παρουσία, κάτι που με ακολουθούσε. Στο βάθος διέκρινα μια μικρή πηγή φωτός. Έτρεξα προς τα εκεί χωρίς να ξέρω αν θα έπεφτα σε περισσότερα από αυτά τα πλάσματα ή αν θα έφτανα στο πολύτιμο φως της ημέρας. Σκόνταψα αρκετές φορές και περίμενα κάθε φορά πως κάτι θα έπεφτε πάνω μου και πως όλα θα τελειώναν.. Το φως έγινε πιο δυνατό και κατάλαβα πως έφτασα σε μια μεγάλη σχάρα, από αυτές που χύνουν νερά στον Σηκουάνα. Γύρισα πίσω μου έντρομος και δίεκρινα μια σκιά να πλησιάζει. Τότε άρχισα να κλωτσάω απεγνωσμένα τα κάγκελα...Μια...Δύο...Άρχισε να υποχωρεί ένα από αυτά....Άρχισε να υποχωρεί ένα δεύτερο. Πιάστηκα από την άκρη και πέρασα το κορμί μου από έξω. Κρεμόμουν από την έξω μεριά πλέον και δευτερόλεπτα πρωτού αφεθώ και πέσω στον Σηκουάνα είδα το μαυροντυμένο άντρα να ξεπροβάλει από τις σκιές και να με κοιτά κατάματα...Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτό του το βλέμμα...Σύριξε και μου είπε “Μη μιλήσεις.” αφέθηκα και έπεσα στα παγωμένα νερά.”

 

Ο παππούς τότε σηκώθηκε λέγοντάς μας: “Αυτή ήταν λοιπόν η ιστορία μου, είτε την πιστεύετε είτε όχι. Συγχωρέστε με τώρα μα θα αποσυρθώ...”

Ο Αντουάν τον ρώτησε τότε : “Και γιατί διάλεξες αυτή τη στιγμή για να την πεις;”

Ο παππούς περπάτησε προς την πόρτα και πριν βγει του είπε: “Και να την πάρω μαζί μου; Ποιό είναι το νόημα;”

Το ίδιο βράδυ ο παππούς πέθανε στον ύπνο του, αφήνοντας μας με την απορία, αν όλη αυτή η ιστορία ήταν μια ευφάνταστη μυθοπλασία του ή η πραγματικότητα. Ο υπεύθυνος του γραφείου τελετών με ρώτησε κάποια στιγμή αν ήξερα από τι είχαν προκληθεί οι ουλές που είχε ο παππούς στην πλάτη. “Παράξενο” σχολίασε ο χλωμός κύριος του γραφείου “ Πρέπει να απολάμβανε το κυνήγι ο παππούς σας...”

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Έχοντας διαβάσει όλες τις έως τώρα συμμετοχές, να πω ότι βρίσκω την όλη διαδικασία αρκετά ενδιαφέρουσα, μιας και μέχρι τώρα δεν έχω βγάλει καμία άκρη για το ποιος έχει γράψει τι. Ίσως να έχω υποψίες για μία μόνο ιστορία, αλλά αυτό είναι όλο.

 

Για τα ανώνυμα σχόλια να πω ότι δεν βλέπω να εξυπηρετούν κάποιο σκοπό. Εντάξει, για τις ιστορίες το καταλαβαίνω, αλλά τα σχόλια έχουν κι έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα. Δηλαδή, αν είναι επώνυμα θα διστάσει κάποιος να γράψει τη γνώμη του; Δεν το νομίζω. Προσωπικά, θα περιμένω να ανεβούν οι ιστορίες στις Βιβλιοθήκες για να γράψω εκεί τα σχόλιά μου. Πιστεύω ότι είναι και πιο δίκαιο για τις ίδιες τις ιστορίες να υπάρχουν όλα τα σχόλια μαζί τους.

Link to comment
Share on other sites

Για τα ανώνυμα σχόλια να πω ότι δεν βλέπω να εξυπηρετούν κάποιο σκοπό. Εντάξει, για τις ιστορίες το καταλαβαίνω, αλλά τα σχόλια έχουν κι έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα. Δηλαδή, αν είναι επώνυμα θα διστάσει κάποιος να γράψει τη γνώμη του;

Η ανωνυμώτητα των σχολίων εξυπηρετεί έτσι ώστε να μην φανερωθούν οι ταυτότητες των συγγραφέων των διηγημάτων. Αν π.χ. δεν ήμουν ο διοργανωτής, και είχαμε 12 διηγήματα, σχολιάζοντας επώνυμα τα 11 δεν θα σήμαινε ότι άφησα απ'έξω αυτό που έγραψα εγώ; Ή αν σχολίαζα και τα 12, θα ξέρατε εγγυημένα ότι ο Ντίνος δεν έγραψε κανένα από τα διηγήματα σε αυτόν τον διαγωνισμό.

 

Και όπως μου είπε ένας συγγραφέας σε pm, θα τον ενδιέφερε πολύ να δει την γνώμη των άλλων για την ιστορία του, χωρίς να ξέρουν ότι το έγραψε εκείνος.

 

Φυλάξτε την κριτική σας σε file, για να τη βάλετε ξανά εκεί που πρέπει.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Και τι ακριβώς εμποδίζει τον συγγραφέα να σχολιάσει και την δική του ιστορία μεταξύ άλλων για να μπερδέψει τους υπόλοιπους;

Εγώ θα το έβρισκα πολύ διασκεδαστικό να προσπαθούν οι συγγραφείς να μας μπερδέψουν με σχόλια στις δικές τους ιστορίες.

 

Ο ανώνυμος σχολιασμός νομίζω θα κάνει το παιχνίδι πολύ πιο περίπλοκο, και θα κουράσει κυρίως εσένα Ντίνο.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share


×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..