Jump to content

26ος Διαγωνισμός Σύντομης Ιστορίας, Κατηγορία: Καλοκαιρινός, Θέμα: Αποχέτευση


DinoHajiyorgi
 Share

Recommended Posts

Το αποχετευτικό σύστημα στο Βασίλειο των Αιγλωέων.

 

Στη Βασιλεία Αιγλωέων παρακαλώ! Και fan fiction δεν επιτρεπόταν, επιτρεπόταν; :tease:

Link to comment
Share on other sites

  • Replies 434
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • Oberon

    27

  • DinoHajiyorgi

    120

  • Drake Ramore

    39

  • Stanley

    25

Top Posters In This Topic

Posted Images

post-1004-0-66650000-1310797993_thumb.jpg

 

Γεια σας, το θυμάστε αυτό; :

 

Χωρίς στοιχεία του φανταστικού, ρεαλιστική, mainstream λογοτεχνία δεν θα γίνει αποδεκτή. Ούτε ψυχολογικής ή άλλης φύσεως παραισθήσεις των χαρακτήρων δεν θα κερδίσουν στο πόνημα σας τον τίτλο του “φανταστικού”. Ως διοργανωτής του διαγωνισμού βαρύνομαι από την ευθύνη στο να αποφασίσω αν το διήγημα σας πληρεί ή όχι τους όρους.

 

Δεν ξέρω αν ήταν που δεν είχα προβλέψει στη «φύση» του θέματος που έβαλα για τον διαγωνισμό, υπήρξαν όμως μία, ή δύο περιπτώσεις που διαβάζοντας ορισμένες συμμετοχές μπερδεύτηκα. Ήταν τόσο φρικτό ή παράλογο ή αιματοβαμμένο το σκηνικό στο οποίο διαδραματίζονταν τα γεγονότα μιας ιστορίας, που θα μπορούσε κανείς να πει ότι το διήγημα άγγιζε τον τρόμο. Κι αν όλο αυτό ήταν μόνο στο μυαλό του αφηγητή, η ιστορία δεν έβγαινε ξεκάθαρα στη νηφαλιότητα για να σιγουρευτεί ο αναγνώστης. Με λίγα λόγια, αν τελικά αυτό το διήγημα δεν ήταν τρόμος, δεν ανήκε σίγουρα στον διαγωνισμό.

 

Αλλά τελικά δεν απέρριψα καμία συμμετοχή. Όπως σας είπα «μπερδεύτηκα» και ήμουν αρκετά στρεσαρισμένος για να ανοίξω τέτοιον διάλογο με τον συμμετέχοντα. Το αφήνω στην κρίση σας. Και φυσικά δεν θα σας πω ποιες συμμετοχές με μπέρδεψαν. Πέραν του θέματος, είχαμε και ένα πρόβλημα με το τι είναι «έτσι» και ποιο είναι «αλλιώς». Παίζει να έχω άδικος και δεν ήθελα να βγω άδικος. Αν προσέξετε εσείς κάτι, το αναφέρετε. Αυτά.

Link to comment
Share on other sites

Πέραν του θέματος, είχαμε και ένα πρόβλημα με το τι είναι «έτσι» και ποιο είναι «αλλιώς».

 

 

Αν με το "έτσι" και το "αλλιώς" εννοείς τα είδη του φανταστικου, σε αυτόν τον διαγωνισμό δεν θα υπάρξει κάποιο πρόβλημα μιας και παίζουν όλα τα είδη. Εκτός αν εννοείς οτι είναι mainstream.

 

Παντως στον τρόμο είναι σχετικά απλά τα πράγματα. Αν έχει σκηνές που τρομάζουν είναι τρόμος. Ο τρόμος περιλαμβάνει απο υπερφυσικά φαινόμενα μέχρι τον σαλταρισμένο της διπλανης πόρτας που πετσοκόβει τα θύματα του. Αν τα διηγήματα που αναφέρεις σε τρόμαξαν (ή διέκρινες αυτόν τον σκοπό απο τον συγγραφέα ασχέτως αν το έκανε καλά και πέτυχε) τότε είναι τρόμος.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Εκτός αν εννοείς οτι είναι mainstream.

Αυτό εννοούσα.

Link to comment
Share on other sites

#13 - Ο Θεός των Υπονόμων (2.999 λέξεις)

 

Ο Βεν κοίταζε με στόμα μισάνοιχτο το Ριθαένιρ. Παρόλο που υπήρξε μαθητής του Πτολεμαίου τα τελευταία δέκα χρόνια, ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζε το αρχαίο τεχνούργημα της μαγικής τέχνης.

 

Στερεωμένα στο τίποτα, τρία δαχτυλίδια από λευκόχρυσο περιστρέφονταν απόκοσμα γύρω απ’ την κεντρική σφαίρα και κάθε σύμβολο στην επιφάνειά τους άστραφτε στο φως του δύοντος ηλίου. Κάθε τόσο, λεπτά ρυάκια φωτός ξεπηδούσαν απ’ το γυαλιστερό μέταλλο και, σαν ηλεκτρικές εκκενώσεις, γλιστρούσαν εκτυφλωτικά προς τον πυρήνα, όπου διαλύονταν σε χείμαρρους από πολύχρωμες σπίθες κι εκτοξεύονταν στις μαρμάρινες αψίδες της κορυφής του πύργου.

 

Αν και βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο της πόλης, το Ριθαένιρ δεν ήταν ορατό. Έμενε κρυμμένο πίσω από μια κουβέρτα από ομίχλη και σύννεφα που ο αρχηγός του τάγματος των μάγων και μέγας σύμβουλος του αυτοκράτορα φρόντιζε να διατηρεί. Θέση που μια μέρα πιθανώς θα αναλάμβανε ο Βεν, αφού ήταν ο μόνος μαθητευόμενος του τωρινού φύλακα, και τότε θα μάθαινε επιτέλους για ποιο λόγο το μαγικό κειμήλιο ήταν τόσο σημαντικό.

 

Θα μάθαινε, αν επιβίωνε τη σημερινή μέρα. Γιατί οι αναβαθμίδες της Μπροντάβα φλέγονταν στην ανάσα των δράκων. Παντού οι ιππότες οπλίζονταν με τόξα, φόρτωναν βαλλίστρες με ατσάλινα ακόντια, έκαναν την προσευχή τους και προσπαθούσαν να αμυνθούν. Όμως οι πυρακτωμένες σφαίρες έπεφταν σα βλήματα, βράζοντάς τους μέσα στις πανοπλίες, κατεδαφίζοντας σπίτια κι εκτοξεύοντας παντού κομμάτια από μάρμαρο. Κάποιες φορές, οι άνθρωποι κατόρθωναν να σκοτώσουν έναν απ’ τους μικρότερους δράκους και τότε αναθαρρούσαν, αλλά όταν ένα από τα τρία μεγαλύτερα ερπετά, που πετούσαν ψηλότερα απ’ τα υπόλοιπα μένοντας μακριά απ’ τη μάχη, κατέβαινε, η πέτρα ρόδιζε σαν πυρακτωμένο μέταλλο κάτω απ’ το πύρινο εκτόπισμα των φτερών του και, με μια ανάσα, ολόκληρα τμήματα της πόλης τυλίγονταν στις φλόγες.

 

Ο Πτολεμαίος σήκωσε το χέρι και το παλλόμενο ελικοειδές σύννεφο, που είχε εδώ και ώρα ξετυλιχθεί από τον πύργο, κινήθηκε αστραπιαία. Διασπάστηκε σε αμέτρητες αδιόρατες κλωστές, τύλιξε μια ομάδα δράκων που είχε πλησιάσει πολύ και, πυκνώνοντας απότομα, εισχώρησε στα ρουθούνια τους και τους έπνιξε. Ο Βεν είδε τις ουρές και τις άκρες των φτερών τους να τινάζονται σπαραχτικά μέσα απ’ την κουβέρτα των υδρατμών κι ύστερα τα άψυχα σώματα τους να τσακίζονται πάνω στη σκεπή του παλατιού.

«Είναι καλύτερα να φύγεις. Τα πράγματα θα δυσκολέψουν πολύ σε λίγο», είπε επιτακτικά ο δάσκαλός του καθώς το σύννεφο έπνιγε άλλο ένα μικρό δράκο. «Δάσκαλε, εσείς με διατάξατε να έρθω αμέσως μόλις άρχισε η επίθεση. Γιατί να φύγω τώρα;», διαμαρτυρήθηκε ο Βεν, νιώθοντας παραγκωνισμένος.

Ο Πτολεμαίος γύρισε προς το μέρος του, η ασημένια του γενειάδα να γυαλίζει ρόδινα στο φως της δύσης. Το ίδιο κι ο ολομέταξος μανδύας του, κεντημένος με ασημένια κλωστή, «Τότε δεν είχα διαπιστώσει ότι ο Ρόγκαρ ηγείται των δράκων».

«Συγνώμη για την αυθάδειά μου, αλλά τόσα χρόνια χωρίς σημείο ζωής και ξαφνικά εμφανίζεται με ένα σμήνος δράκων για να πολιορκήσει την πρωτεύουσα; Μου φαίνεται παράλογο».

«Είσαι μικρός ακόμα, γι’ αυτό», γέλασε μαζί του ο Πτολεμαίος, «Εξάλλου, ακόμη κι αν δεν σε διαβεβαίωνε ο δάσκαλός σου, μπορείς να σκεφτείς κάποιο άλλο λόγο για την επίθεση των δράκων;»

Ο Βεν συνοφρυώθηκε, «Κι αυτή είναι παράλογη, οι δράκοι δεν είναι χαζοί».

«Σωστά, δεν έχουν ελπίδα να νικήσουν μόλις οι μάγοι του τάγματος ενεργοποιήσουν το μηχανισμό άμυνας και ο Ρόγκαρ το ξέρει. Γι’ αυτό θα έρθει αυτοπροσώπως να με αντιμετωπίσει. Αν πέσει στα χέρια του το Ριθαένιρ το ίδιο θα συμβεί με την πόλη… αλλά δεν υπάρχει τίποτα που μπορείς να κάνεις εσύ».

 

Ο Βεν ετοιμάστηκε να αντιμιλήσει, όμως ο τεράστιος δράκος που όρμησε προς τον πύργο τον έκανε να το ξανασκεφτεί. Το σύννεφο κινήθηκε σπειροειδώς σε αντεπίθεση, αλλά η μαυροφορεμένη φιγούρα που στεκόταν στην πλάτη του θηρίου το σκόρπισε με μια χειρονομία. Ο δράκος βρυχήθηκε και ξέρασε λαμπερή γαλάζια φλόγα. Το σύννεφο πρόλαβε να την απορροφήσει πριν φτάσει τον πύργο, αλλά, στις ελάχιστες στιγμές που μεσολάβησαν, ο Ρόγκαρ είχε προλάβει να πηδήξει από τη φολιδωτή ράχη και, μετατρέποντας το μανδύα του σε φτερούγες, προσγειώθηκε μπροστά στον αντίπαλό του.

 

Κοιτάχτηκαν για λίγο κι ήταν σα να τα είπαν όλα με τα μάτια. Ύστερα ο Πτολεμαίος κίνησε το χέρι σα να κρατούσε μαστίγιο κι η ομίχλη επιταχύνθηκε σε μια συμπαγή ροή προς τον αντίπαλό του. Ο Ρόγκαρ τη διέλυσε με μια φλεγόμενη σφαίρα, σαν κανονιά, την οποία ο άλλος έπιασε στον αέρα και έσβησε γελώντας, «Με προσβάλλεις, παλιέ μου φίλε, δεν είμαι κανένα μαθητούδι».

 

Τα μαύρα μάτια του Ρόγκαρ γυάλισαν. Σήκωσε τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι και μαύρες φλόγες ξεχύθηκαν. Την ίδια στιγμή το Ριθαένιρ τυλιγόταν σε ένα χείμαρρο φωτός.

 

Ο Βεν κοίταξε τον Ρόγκαρ να εξαπολύει τη φλόγα της αβύσσου και, προσπαθώντας να μην τρομοκρατηθεί, έφερε στο μυαλό του την αίσθηση της μαγείας. Καθώς ο Πτολεμαίος χρησιμοποιούσε το σύννεφο για να πνίξει τη μαύρη φωτιά, εκείνος πέρασε στο στάδιο πριν το διακτινισμό, νιώθοντας τη γνωστή έλξη, σαν βαρύτητα. Προσπαθώντας να καθορίσει τον προορισμό ένιωσε κάτι περίεργο. Η έλξη, ήταν σίγουρος, ερχόταν απ’ το Ριθαένιρ.

 

Κοίταξε τους άλλους δύο, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν ορατός. Μέσα απ’ τη θολή ατμόσφαιρα της ενδιάμεσης κατάστασης μπορούσε να δει τον Ρόγκαρ, πεσμένο στα γόνατα, ακινητοποιημένο με δεσμά από πάγο. Έβλεπε και τη μαγεία, σαν κόκκους σκόνης, να ανεβαίνει απ’ το σώμα του δασκάλου του προς το σύννεφο. Μα οι κόκκοι έσπαγαν στα δύο και οι μισοί ταξίδευαν προς τους περιστρεφόμενους δακτυλίους κι εξαφανίζονταν. Έμεινε άναυδος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που παρατηρούσε ξόρκι ενώ βρισκόταν στην κατάσταση πριν το διακτινισμό, αλλά ποτέ η μαγεία δεν είχε διασπαστεί στο παρελθόν κι απ’ όσο ήξερε δεν υπήρχε αναφορά τέτοιου συμβάντος στη βιβλιογραφία. Είχε ελάχιστο χρόνο να το σκεφτεί. Αποφάσισε ότι θα ρωτούσε αργότερα τον Πτολεμαίο κι αφέθηκε.

 

Την ίδια στιγμή, ο δάσκαλός του ελευθέρωσε την οργή των ουρανών. Το σύννεφο, μια βαθύγκριζη σκεπή πάνω απ’ τα κεφάλια τους, άστραψε βαρύ με ηλεκτρισμό. Ένας κεραυνός έσκισε τον αέρα, διακλαδίστηκε εκτυφλωτικά, χτύπησε το Ρόγκαρ και τον έκανε στάχτη. Ο ποταμός των σωματιδίων που δημιουργήθηκε ήταν τόσο ορμητικός, ώστε το ξόρκι του διακτινισμού εκτράπηκε. Ο Βεν προσπάθησε ν’ αντισταθεί, αλλά ήταν αδύνατο να ελέγξει την κατεύθυνση εκ των υστέρων. Το ρεύμα τον παρέσυρε προς το Ριθαένιρ που κατάπινε αχόρταγα τη σκόνη. Ήταν σα να έπεφτε σε απύθμενη τρύπα. Λίγο πριν φτάσει στον πρώτο δακτύλιο ένιωσε το σώμα του να διαλύεται, τις αισθήσεις του να ξεθωριάζουν.

 

 

Ο Βεν άνοιξε τα μάτια αργά και έκανε να σηκωθεί, αλλά ζαλίστηκε, οπότε στήριξε την πλάτη στην υγρή πέτρα του τοίχου και προσπάθησε να καταλάβει που βρισκόταν. Ο χώρος γύρω του έμοιαζε με κάποιου είδους στοά ή υπόνομο. Αυτό θα έλεγε αν έπρεπε να περιγράψει ακριβώς τι του θύμιζε η σήραγγα με τη μεγάλη, γεμάτη λάσπη τάφρο να διατρέχει το μήκος της και τους στενούς διαδρόμους στα άκρα. Άγνωστο πώς βρέθηκε εκεί, αλλά ο ρυθμικός ήχος από νερό που στάζει έμοιαζε να επιβεβαιώνει τις σκέψεις του. Τουλάχιστον δεν μύριζε τίποτα άσχημο και, μόλις κατάφερνε να σηκωθεί, θα έψαχνε αμέσως για την έξοδο.

 

Πάλεψε να σηκωθεί μια ακόμη φορά, όμως δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε να κάνει ένα ξόρκι θεραπείας, αλλά απέτυχε. Πλησίασε γονατιστός την άκρη της τάφρου κι έριξε μια ματιά. Μπροστά του ένας ποταμός από πηχτή, κολλώδη λάσπη, διάσπαρτη από μπαλώματα ενός διάφανου υγρού που εξέπεμπε μια χλωμή, υπόλευκη ακτινοβολία. Ξέροντας ότι διαπράττει απερισκεψία, άπλωσε το χέρι και βύθισε την άκρη του δαχτύλου του στο υγρό. Είχε περίεργη υφή. Ήταν παράξενο, αλλά θα ορκιζόταν ότι το ένιωθε κρύο και ζεστό συνάμα.

 

Η λάσπη ταρακουνήθηκε και στροβιλίστηκε απότομα, κάνοντάς τον να αποτραβηχτεί τρομαγμένος. Ύστερα συμπυκνώθηκε. Η μορφή της γυναίκας αναδύθηκε ως τη μέση απ’ τα απύθμενα βάθη, τινάζοντας αισθησιακά τα χέρια μέσα από τις πλούσιες μπούκλες της, πριν τα τεντώσει νωχελικά πίσω απ’ την πλάτη σα να προσπαθούσε να ξεπιαστεί από παρατεταμένο ύπνο. Ύστερα προσποιήθηκε ότι μόλις τον είχε προσέξει, κάλυψε τα γυμνά της στήθη με το αριστερό χέρι και τον κάρφωσε με ένα βλέμμα γεμάτο λαγνεία, «Είσαι καινούριος εδώ;»

«Που είμαι;», ρώτησε καχύποπτα.

Η γυναίκα τράβηξε το αριστερό χέρι από το στήθος και βάλθηκε συνοφρυωμένη να αφαιρεί τη λάσπη απ’ τις άκρες των μαλλιών της. Όταν τελείωσε, τα τίναξε ανάλαφρα προς τα πίσω και ρουθούνισε ενοχλημένα, «Είναι απαίσιο να υλοποιείσαι μέσα απ’ το βούρκο…», παραπονέθηκε.

«Δεν απαντάς στην ερώτηση μου», είπε εκείνος κι αποτραβήχτηκε. Το έντονο βλέμμα της μαγνήτιζε το μυαλό του, αλλά τον τρόμαζε ταυτόχρονα.

«Είσαι αγενής», του απάντησε αργόσυρτα και η λανθάνουσα απειλή στη φωνή της τον έκανε να ανατριχιάσει.

«Δεν ήθελα...»

Κούνησε εκνευρισμένη το κεφάλι της, «Τόσο αναίσθητος...»

«Ορίστε;»

Τον κάρφωσε με τις μαύρες χάντρες των ματιών της και τα σαρκώδη χείλη συσπάστηκαν σε ένα χαμόγελο απόλαυσης, «Είπα… αναίσθητος».

 

Απορούσε με τον εαυτό του. Δεν ήξερε γιατί είχε τρομοκρατηθεί αλλά, παρά το φόβο, δεν μπορούσε να αγνοήσει τις καμπύλες του σώματός της, τον έβενο στο βλέμμα και το χλωμό ρόδινο στο στόμα της. Ήθελε να σηκωθεί, να τρέξει, όμως ήταν λες και η παρουσία της τον είχε καρφώσει στη θέση του. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά δεν αναγνώρισε κανένα απ’ τους ήχους που κατάφερε να προφέρει.

Εκείνη τον κοίταξε εξεταστικά, «Έχασες τα λόγια σου; Τι γλυκό», χαμογέλασε κι άπλωσε το χέρι προς το πρόσωπό του.

Αυτός αποτραβήχτηκε απότομα. Τον κάρφωσε με ένα βλέμμα καθαρού θυμού.

«Είχα ενοχές», τα μάτια της γυάλισαν κόκκινα, «Όμως είσαι τόσο αχάριστος… Είναι κρίμα: Για άλλη μια φορά η καρδιά μου θα γίνει…», άφησε ένα απαλό αναστεναγμό και ψιθύρισε ηδονικά, «Κομμάτια».

 

Σηκώθηκε κι ο βούρκος τυλίχτηκε γύρω της, αφήνοντας πίσω μια φωσφορίζουσα λίμνη. Η λάσπη μετουσιώθηκε σε δυο μαύρες, μεμβρανώδεις φτερούγες που έκρυψαν το γυμνό της σώμα. Αιωρήθηκε λίγα εκατοστά πάνω απ’ την επιφάνεια του υγρού κι η ξέθωρη ακτινοβολία του στόλισε τα μάτια της με δυο λαμπερά διαμάντια. Έκανε ένα βήμα στον αέρα και ξεδίπλωσε απότομα τα φτερά της, στέλνοντας μια παγωμένη αύρα στο πρόσωπό του. Μειδίασε κι απ’ τα βλέφαρά της κρεμάστηκαν αστραφτερά παγοκρύσταλλα. Ύστερα έκανε άλλο ένα βήμα. Το υγρό πάγωσε κάτω απ’ το πέλμα της με ένα ελαφρό τρίξιμο.

 

Τα υπόλοιπα έγιναν αστραπιαία: Οι φτερούγες της κινήθηκαν σα λεπίδες προς το μέρος του. Εκείνος προσπάθησε πανικόβλητος να σκεφτεί ένα ξόρκι που θα τον έσωζε. Ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Ακούστηκε ένας δυνατός παφλασμός και την επόμενη στιγμή το ακτινοβόλο υγρό ξεχείλισε και τύλιξε τα πάντα.

 

Ο Βεν απόμεινε να το κοιτάζει να περιστρέφεται γύρω τους, αλλά η γυναίκα που κρατούσε τον ώμο του δεν πτοήθηκε. Άπλωσε το χέρι κι έκοψε ένα άνοιγμα στην υδάτινη κουρτίνα.

 

 

Η γυναίκα τον έσπρωξε πίσω, έβγαλε ένα φιαλίδιο με διάφανό υγρό από το ρούχο της, το κράτησε με τα ακροδάχτυλα, μουρμούρισε κάτι και το άφησε απότομα. Εκείνο έμεινε ακίνητο. Αιωρήθηκε λίγο πάνω απ’ το δάπεδο, φέγγοντας με ένα αχνογάλαζο χρώμα και εκπέμποντας θερμότητα. Το παρατήρησε για λίγο σιωπηλή, πριν ρίξει ένα εξεταστικό βλέμμα προς το μέρος του Βεν, «Πρέπει να έχεις πολλές ερωτήσεις», είπε σε μια διάλεκτο μείγμα της αρχαίας με την καθομιλουμένη.

 

Εκείνος προσπαθούσε ακόμα να προσανατολιστεί: Βρίσκονταν πάλι σε μια στοά υπονόμου. Στα αριστερά του το κανάλι συνεχιζόταν ως εκεί που έφτανε το μάτι, αλλά στα δεξιά, δυο μέτρα πιο πέρα, η λάσπη χυνόταν σε ένα τεράστιο αγωγό που κατέβαινε κάθετα. Μεταβίας διέκρινε την απέναντι πλευρά, όμως σε μερικά σημεία μπορούσε να δει ανοίγματα σαν το δικό τους, λουσμένα στο αχνό, υπόλευκο φως που έμοιαζε να πέφτει σα σκόνη προς τα κάτω. Προς την πηγή του ρυθμικού ήχου, σαν χτυπήματα σφυριού, που έκανε την πέτρα να τρίζει και τον αέρα της στοάς να δονείται.

 

«Είναι ένα από τα κεντρικά κανάλια απορροής», εξήγησε η κοπέλα παρατηρώντας το εξεταστικό του βλέμμα, «Διατρέχει το δίκτυο από το υψηλότερο ως το χαμηλότερο επίπεδο. Για να ταξιδεύει πιο γρήγορα, η λάσπη διαλύεται και γι’ αυτό υπάρχει φως».

«Τι ήταν εκείνο το πράγμα», έκανε μια παύση για να βρει τη λέξη στην αρχαία διάλεκτο, «Δαίμονας;»

Εκείνη σκυθρώπιασε, «Ίσως…»

«Γιατί δεν μιλάει σαν εσένα. Εννοώ… στην αρχαία διάλεκτο;».

Η κοπέλα γέλασε, «Μετά από όσα έχουν συμβεί, αυτό σε προβληματίζει;»

«Όχι», της απάντησε θιγμένος, «Θα ρωτούσα τι είναι αυτό το μέρος, αν ήξερα ότι θα μου πεις την αλήθεια».

«Ωραίος τρόπος να μιλάς σε κάποια που μόλις σου έσωσε τη ζωή».

«Δεν χρειαζόμουν τη βοήθειά σου», προσπάθησε να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του, «Είμαι αρκετά ικανός μάγος και μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου»

Το γέλιο της τον εκνεύρισε ακόμα πιο πολύ, «Αν είχες χρησιμοποιήσει μαγεία, θα είχες πεθάνει και, το χειρότερο, θα της είχες δώσει ακριβώς αυτό που ήθελε».

«Και γιατί δηλαδή το ξόρκι μου θα αποτύγχανε;»

«Γιατί η μαγεία που έχετε πάνω είναι μισή μαγεία».

«Ορίστε;»

Έκανε λίγα βήματα και κάθισε δίπλα του, «Με λένε Ουρανία», είπε κοιτώντας τον κατάματα.

Το βλέμμα της, ποτισμένο με θλίψη, τον αφόπλισε, «Παράξενο όνομα», ήταν το μόνο που βρήκε να πει.

«Παράξενο για εσάς, αλλά εδώ είναι πολύ συνηθισμένο. Δίνουμε στα παιδιά το όνομα του ουρανού γιατί δε θα τον δούμε ποτέ».

«Και που είναι αυτό το εδώ;»

Η Ουρανία χαμογέλασε ξανά, «Όσο κι αν σου φανεί παράξενο… είσαι στην αποχέτευση.»

«Νομίζω ότι με κοροϊδεύεις».

«Όχι καθόλου, το δίκτυο των μαγικών υπονόμων υπάρχει από την ίδρυση της αυτοκρατορίας πάνω. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε κάπου κάτω απ’ την πρωτεύουσα».

«Αποκλείεται».

«Δε σου λέω ψέματα».

«Μα…», έκανε μια παύση προσπαθώντας να βάλει τα λόγια του σε σειρά, «Δεν καταλαβαίνω τι χρησιμότητα έχει αυτό το σύστημα. Γιατί να υπάρχει;»

«Θα σου πω συνοπτικά γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο», είπε λοξοκοιτάζοντας το φιαλίδιο που αιωρούταν μπροστά τους, «Ξέρεις τι είναι το ριθαένιρ;»

«Φυσικά…»

«Ξέρεις τι κάνει;»

«Όχι, αλλά νομίζω ότι απορροφά μαγεία. Αυτό μου φάνηκε ότι είδα τουλάχιστον».

 

Τον κοίταξε για λίγο ξαφνιασμένη. Μετά συνέχισε, «Σωστά, αλλά όχι όλη τη μαγεία».

«Μόνο τη μισή», μονολόγησε φέρνοντας στη μνήμη του το διαχωρισμό της σκόνης.

«Η μαγεία έχει διπλή φύση. Όταν οι μάγοι πάνω την καλούν, μπορούν να χρησιμοποιήσουν μόνο ένα κομμάτι. Παλιότερα το τμήμα της μαγικής ενέργειας που περίσσευε, τα κατάλοιπα όπως το αποκαλούσαν, αντιδρούσε ανεξέλεγκτα με τον κόσμο προκαλώντας σοβαρές παρενέργειες. Έτσι, για πολύ καιρό, η μαγεία θεωρούταν πληγή. Και πώς όχι, όταν ένα θεραπευτικό ξόρκι μπορούσε να σκοτώσει, να ξεράνει τις σοδιές ή να δώσει ζωή σε απαίσια πλάσματα».

«Δηλαδή, το ριθαένιρ απορροφά τα μαγικά κατάλοιπα από όλη την ήπειρο και τα συγκεντρώνει εδώ;»

«Ακριβώς, η μαγεία συμπυκνώνεται στο σύστημα και παίρνει αυτή τη μορφή», του απάντησε νεύοντας προς τη λάσπη, «Επίσης αν τα δύο είδη μαγείας ενωθούν, αυτό που προκύπτει είναι ένα τρομερό όπλο».

Την κοίταξε με δυσπιστία, «Έστω ότι σε πιστεύω… Πώς τα ξέρεις όλα αυτά».

«Ανέκαθεν υπήρχε το πρόβλημα με το ξόρκι του διακτινισμού. Δεν είσαι ο πρώτος που προσπάθησε να ανακαλύψει την πηγή της έλξης και κατέληξε παγιδευμένος».

«Και, κατάφερε ποτέ κανένας να επιστρέψει;»

Το βλέμμα της τα είπε όλα.

«Πόσο μεγάλο είναι αυτό το μέρος», βιάστηκε να αλλάξει συζήτηση.

«Στην αρχή ήταν πολύ πιο μικρό. Όμως, κάποια στιγμή, γεννήθηκε από τη λάσπη Εκείνος».

 

Η οχλαγωγία δυνάμωσε, ένιωθε της δονήσεις να διατρέχουν την πέτρα και να περνάνε στην πλάτη του.

«Δεν τον κατονομάζουμε, αλλά είναι η θεότητα που επεκτείνει το δίκτυο των υπονόμων. Συνεχίζει να σκάβει βαθύτερα στη γη και να μετακινεί τον πυρήνα».

«Τον πυρήνα;», ρώτησε ο Βεν προσπαθώντας να επεξεργαστεί όλη αυτή την πληροφορία.

«Αχ, ο πυρήνας…», η δαιμονική γυναίκα τίναξε τα φτερά της κι εμφανίστηκε από το σκοτάδι στο βάθος της στοάς, «Τόσο κρίμα να χαραμίζεται μ’ αυτό το ερπετό». Έκανε ένα βήμα, αλλά μια γαλάζια αστραπή τινάχτηκε από το αιωρούμενο φιαλίδιο, αναγκάζοντάς τη να σταματήσει.

 

Ο Βεν σηκώθηκε και πισωπάτησε, νιώθοντας το χέρι της Ουρανίας να σφίγγει το μπράτσο του, «Μη φοβάσαι», του είπε κοιτώντας το μπουκαλάκι: μόνο μια σταγόνα είχε απομείνει στον πάτο.

Η άλλη πλατάγισε τα φτερά της κι έκανε ακόμα ένα βήμα, «Ναι, μη φοβάσαι… Διέλυσε με. Μπορείς με ένα μόνο ξόρκι», τον προκάλεσε.

«Μην κάνεις τίποτα. Δεν μπορεί να σ’ αναγκάσει κι αν απορροφήσει τη μαγεία του πάνω κόσμου θα γίνει πολύ πιο δυνατή».

Ο Βεν, που είχε ήδη αποτύχει σε ένα ξόρκι περιορισμού, έμεινε για λίγο σιωπηλός, «Αν σου δώσω αυτό που θες θα μας αφήσεις ήσυχους;»

Η φωνή της Ουρανίας έγινε παράκληση, «Μπορεί να κινδυνέψουν οι δικοί μου».

«Ορκίζομαι στον πυρήνα», του απάντησε η άλλη γλύφοντας την άκρη της φτερούγας της. Την ίδια στιγμή η στοά τραντάχτηκε, παραλίγο να χάσουν την ισορροπία τους.

«Βιάσου, πριν έρθει».

«Όχι!», τον απέτρεψε η Ουρανία, «Εκείνος δεν νοιάζεται για τους ανθρώπους. Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε».

Ο Βεν είχε ζαλιστεί. Ο ήχος ήταν εκκωφαντικός. Το φιαλίδιο έσβησε, έπεσε κι έγινε θρύψαλα.

«Απάντησε ή διάλεξε τον τρόπο του θανάτου σας», τον απείλησε η άλλη, όμως αμέσως σιώπησε.

 

Από τα βάθη του αγωγού ξεπρόβαλε το τεράστιο ερπετοειδές κεφάλι. Για μια στιγμή τίναξε τη διχαλωτή του γλώσσα για να οσμιστεί τον αέρα. Ύστερα άρχισε να έρπει σπειροειδώς προς το μέρος τους. Σε κάθε σύσπαση του φιδίσιου κορμιού, τα μεταλλικά λέπια τρίβονταν στην πέτρα με εκκωφαντικό θόρυβο και η στοά τρανταζόταν. Έφτασε στο άνοιγμα και τους κάρφωσε με το αστραφτερό του βλέμμα. Ο Βεν μπορούσε να νιώσει την κοπέλα να τρέμει στο πλευρό του.

 

Μετά έγινε κάτι πολύ παράξενο: η Ουρανία άφησε το μπράτσο του και τον έσπρωξε απότομα. Έπεσε γονατιστός μπροστά στο θεό των υπονόμων. Εκείνος, για μια στιγμή, έμεινε σιωπηλός και τελείως ακίνητος. Ύστερα άνοιξε τα σαγόνια και τον έλουσε με την ανάσα του. Μια αστραφτερή άχλη τον τύλιξε, ζεστή και δροσερή συνάμα. Σαν τον ήλιο σε ανοιξιάτικο πρωινό και, πραγματικά, σαν ήλιος έλαμπε το σώμα του. Ένιωθε τον εαυτό του να διαλύεται μέσα στο φως. Η άχλη στροβιλίστικε ώσπου έμεινε μόνο ένα λαμπερό χρυσαφένιο υγρό. Τότε η Ουρανία πλησίασε, βγάζοντας από το μανδύα της μια μικρή φλάσκα, και ο θεός της χάρισε λίγη απ’ την καθαρή μαγεία σαν ανταπόδοση για το δώρο που του έφερε. Ύστερα κατάπιε την υπόλοιπη, έκανε αναστροφή και κατέβηκε στα βάθη.

 

Η Ουρανία γύρισε, σκούπισε ένα δάκρυ, και προσέφερε το χρυσαφένιο υγρό στη γυναίκα δαίμονα, που αναδυόταν από τη λάσπη.

«Ορίστε, Μπρίλιθ, όπως συμφωνήσαμε».

Εκείνη το ρούφηξε λαίμαργα και χαμογέλασε ηδονικά, «Μην έχεις αυτό το ύφος, έκανες το σωστό. Το χωριό σου παραμένει υπό την προστασία μου».

«Ναι, αλλά είναι τόσο δύσκολο να υποκρίνομαι».

«Δεν θα το μάντευα, το κάνεις τέλεια. Τους πείθεις κι ότι μπορούν να κάνουν ξόρκια».

«Ακόμα κι έτσι…»

«Τι κουραστική που είσαι: σύντομα θα μπορώ να αποσπώ τη μαγεία μόνη μου και δεν θα χρειάζεται να κουράζεσαι».

«Ελπίζω τότε, να μην μας προδώσεις».

«Μη φοβάσαι… Έχω ορκιστεί στον πυρήνα. Ακόμα κι αν γίνει δικός μου δεν μπορώ να παραβώ τον όρκο… Ακόμα κι αν γίνω εγώ ο θεός».

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Απο ότι θυμάμαι δεν αποδέχτηκε το στοίχημα...

Link to comment
Share on other sites

Σε αυτό το σημείο ο Ντίνος τα κλείνει και ετοιμάζεται να φύγει για Αθήνα. Θα είμαι Βύνη όλο το βράδυ, αν καταφέρουμε να φτάσουμε εκεί.

 

Όσοι έχετε διηγήματα τα ρίχνεται στο κουτί των ορφανών (pm) και αναμένετε να δείτε το έργο σας ποσταρισμένο αύριο.

 

Καλό Σαββατοκύριακο! :beer:

Link to comment
Share on other sites

Απο ότι θυμάμαι δεν αποδέχτηκε το στοίχημα...

Ποσώς με απασχολεί. :devil2:Εγώ (και ελπίζω μαζί μου σύσσωμο το αποψινό τιτανοτεράστιο μυτίγκιο) αρχίζω από τούδε και μέχρι τις 15/8 (χαρίζω και μια μέρα) να την αποκαλώ "Σκλάβα του Τουίτυ". Ο διαγωνισμός, με αυτό και μόνο, έχει ήδη τεράστια επιτυχία.:rolleyes:

Link to comment
Share on other sites

Καθυστερημένες πένες μου ζήτησαν μεγάλη χάρη, και Βυνοχτυπημένος καθώς είμαι, θα κλείσω την υποβολή συμμετοχών ΑΠΟΨΕ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ.

Μετά τα μεσάνυχτα, αναμένω σε pm σχόλια και κριτικές!

Link to comment
Share on other sites

#14 - Φόροι (2.840 λέξεις)

 

Έλα τώρα... Μη μου κάνεις παιχνίδια...

Το πρόσωπο του Φρανκ ήταν τεντωμένη σάρκα και φλέβες και μάτια διογκωμένα από την πίεση. Οι αγκώνες στηρίζονταν στα γόνατά του με τόση δύναμη που περίμενε να εμβολίσει τον ίδιο του τον εαυτό από στιγμή σε στιγμή. Ο κώλος του ακουμπούσε, γυμνός, σε κρύο πλαστικό. Ο Φρανκ έπρεπε να χέσει, κι έτρεμε.

“Δεν είναι δυν-”, ζορίστηκε για πολλοστή φορά, κόβοντας την ανάσα του, αδημονώντας να βγάλει την πολύτιμη, καφέ μπάλα και να την διώξει με το καζανάκι.

“Δεν το πιστεύω... ΔΙΑΟΛΕ!”

Περιμάζεψε όλο του το είναι -όσο δεν ένιωθε ζαλισμένο από την υπερπροσπάθεια- και έσπρωξε, βρίζοντας το παχύ του έντερο, ουρλιάζοντάς του να φτύσει, επιτέλους, το γαμημένο σκατό.

“ΧΕΣΕ ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ! ΧΕΣΕ!”

 

Ο Φρανκ αφήνιασε, κυρτώνοντας τα χέρια του σε μια αφύσικη γωνία, και άρχισε να χτυπάει την κοιλιά και την μέση του ταυτόχρονα, παρακαλώντας θεούς και δαίμονες να δέιξουν έλεος. Ένα λεπτό αργότερα, καταδικασμένος από τον ίδιο του τον κώλο, σταμάτησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν μπήκε καν στον κόπο να μετρήσει μέχρι το δέκα. Δεν μπορούσε. Οι γνάθοι του κοπανούσαν η μία την άλλη, εντελώς εκτός ελέγχου.

Σκέψου... Σκέψου. Δεν θα σε πάρουν. Υπάρχει τρόπος. Σκέψου...

 

Σηκώθηκε όρθιος. Το πέος του ανήκε κι αυτό στο σύνολο των άκρων που δεν τον υπάκουγαν πλέον. Κουμπώθηκε με κόπο. Ο καθρέφτης ήταν βρώμικος, και αυτό που έβλεπε ο Φρανκ δεν ήταν ευχάριστο. Ένα ιδρωμένο πτώμα με σκοτωμένες μύγες για κοσμήματα, να φωτίζεται από λάμπες φθορίου. Ένας οιωνός που θα μπορούσε, για όνομα του Θεού, να βγει αληθινός. Χωρίς να το θέλει, κοίταξε το ρολόι του. Γύρω στα είκοσι λεπτά ακόμα για τα μεσάνυχτα.

Έλα... Έλα... Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό...

 

Γύρισε στην τουαλέτα και ξεβρακώθηκε για μια τελευταία φορά. Τα ρίγη στη ραχοκοκαλιά του τον κουνούσαν με το μίσος ανθρώπου που παίρνει εκδίκηση, κι εκείνος απλά ευχήθηκε το τράνταγμα να είναι αρκετό για να κάνει τα σωθικά του να αναδευτούν, να στείλουν κάτω τον γαμημένο φόρο. Ξανά όμως, το σκατό δεν ήρθε.

Ο Φρανκ παρατήρησε πως η ανάσα του είχε γίνει πιο γρήγορη κι από παρθένας στην πρώτη της φορά. Σαν μαριονέττα στο έλεος σχοινιών ραμμένων από φόβο, τινάχτηκε προς τον καθρέφτη. Δεν έμενε χρόνος. Άνοιξε το συρτάρι, κι άρχισε να ψάχνει ανάμεσα σε χτένες, αποσμητικά, προφυλακτικά και αφρούς ξυρίσματος για το πράγμα που θα τον έσωζε. Και δεν το βρήκε. Ούτε εκεί, ούτε στο ντουλάπι της κουζίνας, όπου έφτασε σκοντάφτωντας σε πεταμένα βιβλία και άδεια μπουκαλάκια νερού. Τώρα η ώρα ήταν δώδεκα παρά τέταρτο.

Δεν θα τους αφήσω να με πάρουν. Όχι. Δεν θα το κάνουν. Προλαβαίνω.

 

Άρπαξε τα κλειδιά από το τραπεζάκι του καφέ, και το δερμάτινο μπουφάν από τον καλόγερο. Το φαρμακείο δεν ήταν μακριά. Καθώς κουτρουβαλούσε τα σκαλιά της πολυκατοικίας, ήλπισε το ίδιο να ίσχυε και για την επόμενη επίσκεψη του στη χέστρα.

 

* * *

 

Η διαδρομή ήταν μικρή -και ειδικά απόψε που ο Φρανκ ήταν υποχρεωμένος να το σανιδώσει-, παρ' όλα αυτά όμως ήθελε να ακούσει λίγη μουσική. Κάποια μελωδία που θα έδιωχνε τις πιθανότητες από το μυαλό. Τις φριχτές εκείνες πιθανότητες.

Πέτυχε καλό σταθμό. Ένας χρόνια νεκρός μαύρος τραγουδούσε με βραχνή φωνή μπλουζ από τα ηχεία. Ο Φρανκ, τη στιγμή που προσπερνούσε ένα λεωφορείο με εκατό χιλιόμετρα, θυμήθηκε το μαύρο πρώην γείτονά του, τον Ρόμπι. Καημένε Ρόμπι. Ο Εκπρόσωπος τον είχε επισκεφτεί πριν κάτι μήνες. Άραγε θα τον έβλεπε ποτέ ξανά; Ο Φρανκ φαντάστηκε τον γείτονά του εγκλωβισμένο σε μπάλες από σκατά, τροφή για τα μικρά των αναθεματισμένων των Σκαθαρανθρώπων, και έκλεισε βρίζοντας το ραδιόφωνο. Στο διάολο και η μουσική.

 

Έφτασε στο φαρμακείο με τα λάστιχα να στριγκλίζουν από το απότομο φρενάρισμα και παράτησε το αμάξι στη μέση του δρόμου, με τα αλάρμ αναμμένα.

“Τράβα σε κάνα ίδρυμα μωρή αλκοόλα!” άκουσε να του φωνάζει ένας περαστικός που δεν υπήρχε αμφιβολία πως είχε κάνει την ανάγκη του για σήμερα, για να μπορεί να μιλάει με τέτοια άνεση. Τράβα γαμήσου μπάσταρδε.

 

Το κουδούνι πάνω στην πόρτα ήχησε, και ο Φρανκ βρέθηκε στο κατάστημα. Πριν προλάβει να χαρεί που δεν υπήρχε ουρά, πάγωσε σύγκορμος. Η κοπέλα με την άσπρη ρόμπα πίσω από τον πάγκο εξυπηρετούσε μια πανύψηλη, καμπουριασμένη φιγούρα με καφέ παλτό και μαύρο κεφάλι. Ήταν ένας από εκείνους. Σκαθαράνθρωπος. Ο Φρανκ είχε δει ίδιους με δαύτον εκατοντάδες φορές στη ζωή του, μια και δούλευε στην τράπεζα, αλλά απόψε η θέα του είχε εντελώς διαφορετικό νόημα. Το βρωμερό πλάσμα μπροστά του δεν ήταν άλλο ένα μεγάλο κεφάλι της πόλης. Ήταν αυτός που το δίχως άλλο θα κάρφωνε τον Φρανκ στον Εκπρόσωπο.

“...το λλλατρεεέυω αυτττό το χρρρώμα δεεεεεεέρματος...”

Ο Σκαθαράνθρωπος είχε απλώσει το χοντρό χέρι του πάνω από τον πάγκο, και χάιδευε τα μαλλιά της φαρμακοποιού, η οποία φαινόταν αηδιασμένη και κολακευμένη ταυτόχρονα. Πουτάνα. Πολύ θα τα 'θελες τα λεφτά του.

Ο Φρανκ θέλησε να πλησιάσει αθόρυβα, μα ύστερα θυμήθηκε πως ακόμα κι αν δεν το έκανε το καθίκι μπροστά του, ήταν θέμα χρόνου να καταλάβει ο Εκπρόσωπος πως δεν είχε δώσει το φόρο της μέρας. Έφτασε πίσω από το τέρας με γοργά βήματα.

“...μαζί μου, δεννν θα χρρρειάζεται, ω, όοοοχι, να ανησσσυχείς για τττην τουαλέεετα...”

“Με συγχωρείτε”

Το πλάσμα σταμάτησε την ίδια στιγμή. Παράτησε τα μαλλιά της κοπέλας και μύρισε τον αέρα.

“Μυρρρίζω απλλλήρωτους λογαριασσσμούς, πιτσσσιρίκο...”

 

Μπορεί οι τρίχες στα χέρια του Φρανκ να ορθώθηκαν μεμιάς, όμως το ένστικτο της επιβίωσης ήταν ισχυρότερο αυτή τη φορά. Μουρμουρίζοντας ένα ψόφιο “Ιδέα σας είναι, κύριε”, ακούμπησε τα χέρια του στο κομμάτι του πάγκου αρκετά μέτρα μακριά από τον Σκαθαράνθρωπο.

“Δεσποινίς”, ξερόβηξε, όταν είδε πως για μια στιγμή η κοπέλα θέλησε να επιστρέψει στο κυνήγι για ένα γλοιώδες πέος και ένα κάρο λεφτά, “δεν θα πάρει ώρα”.

Για όση ώρα η υπάλληλος έφτιαχνε αναψοκοκκινισμένη τα μαλλιά της, ο Φρανκ προσπάθησε να επικεντρωθεί σε ένα τυχαίο κουτί με χάπια απέναντι, και να αγνοήσει την ανάσα του πλάσματος που γινόταν όλο και πιο γρήγορη. Θυμήθηκε έναν από δαύτους να σηκώνει μόνο με τα χέρια του δύο διώροφα λεωφορεία στην Τρίτη Οδό, των οποίων οι επιβάτες, ανίδεοι τουρίστες, είχαν τολμήσει να αρνηθούν να μείνουν στην πόλη μέχρις ότου έχουν όλοι χέσει έστω και μια φορά. Όσους από το γκρουπ επιβίωσαν από την πτώση στον ποταμό, οι Σκαθαράνθρωποι τους μάζεψαν μουσκεμένους και τους τύλιξαν σε μπάλες φτιαγμένες από φόρους. Τα ουρλιαχτά που έβγαιναν εκείνη τη μέρα από τους υπονόμους, λίγοι τα έχουν ξεχάσει.

Δίχως καμιά προειδοποίηση, οι ανάσες βρέθηκαν δίπλα στα αυτιά του Φρανκ, και ο πάγκος του φαρμακείου διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια. Η υπάλληλος άρχισε να τσιρίζει όπως οι φοιτήτριες στις ταινίες τρόμου, ενώ ο άντρας είχε μείνει άναυδος, με το πρησμένο από την οργή χέρι του τέρατος να πάλλεται εκεί όπου στηριζόταν μέχρι πριν λίγο. Ο Σκαθαράνθρωπος μίλησε με φωνή που έτρεμε και με τριχτούς ήχους να ξεπροβάλλουν από τη ράχη του.

“Το καλοοοό που σσσου θέλλλω, μικρέεε... Να έχχχχεις όντωςςς καθυσσστερήσει απππόψε... Γιατττί δενννν έχχχχεις ιδέεεεα για τττο τι θααα σσσσου κάαανννουμε...”

 

Το μεταλλαγμένο έντομο γύρισε την πλάτη στον Φρανκ κι έφυγε από το κατάστημα με βήματα που άνοιγαν βαθιές ρωγμές στο λευκό πλακάκι. Η κοπέλα προσπαθούσε να αρθρώσει ένα βουβό “Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω”. Η ώρα ήταν δώδεκα παρά πέντε.

“Ένα Ντε-Τε”. Πριν το πάρει είδηση, είχε αφήσει πενήντα ευρώ στη χούφτα της κοπέλας και κατάπινε χωρίς νερό δύο χάπια στη θέση του οδηγού. Ο κινητήρας βρυχήθηκε μέσα στο κρύο και ο Φρανκ έγινε καπνός, με το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο να σέρνει και να ξανασέρνει τον δείκτη του πάνω σε τέσσερις λέξεις. Κάτω από το κίτρινο φως του αυτοκινήτου, τρέχοντας με τριπλάσια από τη νόμιμη ταχύτητα, ο Φρανκ διάβαζε κλεφτά: Δρα σε πέντε λεπτά.

 

* * *

 

Θα του πάρει λίγη ώρα να έρθει. Ωραία... προλαβαίνω. Προλαβαίνω!

Η κοιλιά του Φρανκ έβγαζε γουργουριστούς, ύγρους ήχους την ώρα που έβγαινε από το αμάξι. Ήταν μεσάνυχτα. Το ιππικό ερχόταν. Μυικές ανατριχίλες διαπερνούσαν τον κώλο του άντρα.

Τέλεια... Σώθηκα. ΣΩΘΗΚΑ!

 

Τα σκαλιά της πολυκατοικίας έμοιαζαν με φαρδιά ευθεία στα μάτια του. Τα ανέβαινε ανά τρία, αν και από κάποιο σημείο κι ύστερα τα περνούσε ένα-ένα, γιατί φοβήθηκε μήπως τα κάνει πάνω του. Όπως και να 'χει, έφτασε μπροστά από στην πόρτα του διαμερίσματος εν ριπεί οφθαλμού. Τα χείλη του και οι κοιλιακοί του είχαν σφιχτεί από την προσπάθεια να συγκρατήσει το σιχαμερό κύμα που θα έχυνε σε λίγο στην τουαλέτα. Έφερε στο νου του τον εαυτό του πριν από είκοσι λεπτά να καταβάλλει τον ίδιο κόπο για να βγάλει κάτι, και στο στέρνο του επιτέθηκε ένα θριαμβευτικό γέλιο. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα έχεζε. Ο Εκπρόσωπος θα έφευγε με άδεια χέρια. Όλα καλά τελικά. Ο Φρανκ γελούσε ακόμα. Έπιασε το γλιστερό πόμολο και το γύρ-

Μισό λεπτό. Τι στο...;!

 

Το λουστραρισμένο ξύλο υποχώρησε προς τα έξω σε κλάσματα δευτερολέπτου. Το μεσαίο τμήμα της πόρτας θρυμματίστηκε σαν η γροθιά που ξεπρόβαλλε από μέσα να είχε διαπεράσει ένα κομμάτι χαρτί. Δάχτυλα Σκαθαράνθρωπου μπήχτηκαν στο πόλο μπλουζάκι του Φρανκ, μα πριν εκείνος ουρλιάξει, πριν χεστεί -κυριολεκτικά- πάνω του από το αιφνιδιαστικό εκείνο γεγονός, ο Εκπρόσωπος τον τράβηξε με μία κίνηση προς το μέρος του. Το πρόσωπο του Φρανκ έγινε ένα με το πάνω, ακόμα ακέραιο μέρος της εισόδου, κι όλα έγιναν μαύρα.

 

* * *

 

Η μπόχα ήταν αβάσταχτη.

 

Ο Φρανκ είχε φάει πολλές, πολλές φορές κάτι που να του προκαλέσει ιδιαίτερα μυρωδικό χέσιμο. Όμως αυτό που μπούκωνε τώρα τα ρουθούνια του, ανέβαζε την πιθανότητα εμετού πριν προλάβεις καν να εισπνεύσεις όσο χρειάζεται σε νέα ύψη. Ύψη στα οποία ο άντρας δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί.

Ξέρασε -δεν έβλεπε που- και το πηχτό υγρό που κύλησε στους μηρούς του συμμετείχε στην υπόλοιπο χάλι της ατμόσφαιρας. Ήταν τόσο βρωμερός ο αέρας που ο Φρανκ πίστεψε πως δεν θα σταματούσε ποτέ να ξερνάει, όμως στο τέλος το στομάχι του άδειασε και έμεινε μόνο η γεύση και οι σπασμοί, και φέρνοντας τις αλυσοδεμένες παλάμες του ένα γύρο σε όλο του το κορμί, ο άντρας κατάλαβε πως ήταν γυμνός.

 

Κάπου δίπλα έτρεχε νερό. Φουσκάλες ακούγονταν να σκάνε, απελευθερώνοντας το δίχως άλλο τα αρώματα των νεοφερμένων απόβλητων. Φτυάρια βαθιά σαν κουτάλια παγίδευαν το περιεχόμενο των ποταμών του υπονόμου και καρότσια σέρνονταν προς τα δωμάτια όπου ο Φρανκ είχε ακούσει πως φτιάχνονταν οι μπάλες.

 

Γυμνός στον υπόνομο.

 

Ο άντρας κουνήθηκε απότομα, υπό την επιρροή του ηλίθιου ένστικτου που λέγεται επιβίωση. Όμως ποια επιβίωση εδώ κάτω... Ήταν η στιγμή της τιμωρίας. Μπορεί ο κώλος του να ήταν θαμμένος στο ίδιο του το σκατό, όμως όχι, αυτό δεν μετρούσε για φόρο. Οι κανόνες της διοίκησης της πόλης ήταν ξεκάθαροι. Μία φορά το εικοσιτετράωρο τουλάχιστον, στην τουαλέτα της οικίας σας. Και ο Φρανκ δεν είχε υπακούσει σήμερα, εκτός κι αν ο Εκπρόσωπος τον κουβάλησε αναίσθητο μέχρι τη χέστρα από την καλή του την καρδιά, αφού είδε πως άρχισε να γεννάει κουράδες την ώρα που τον άφησε αναίσθητο.

 

Ακουμπούσε σε τοίχο. Τοίχο που αν η πλάτη σου εγκατέλειπε, αφηνόταν ένα πνιχτό πλατσούρισμα εδώ και δεκαετίες μαζεμένης βρώμας. Κουνήθηκε ξανά. Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, αλλά δε βρήκε τη δύναμη. Τα πόδια του ήταν επίσης δεμένα με αλυσίδες. Αναρωτήθηκε αν οι Σκαθαράνθρωποι τον είχαν ήδη βασανίσει όση ώρα δεν είχε τις αισθήσεις του, και τώρα απλά περίμενε για να τον χώσουν σε σκατά και μεταλλαγμένα, σαρκοβόρα αυγά. Δεν μπόρεσε να αποφασίσει αν του άρεσε αυτή η ιδέα.

 

Τα μάτια του τα είχε ήδη δακρύσει η μπόχα, μα το κλάμα που τον κυρίευσε τώρα ήταν πέρα για πέρα πραγματικό. Γυμνός στους υπονόμους, έτοιμος να πεθάνει, ή κάτι χειρότερο. Αυτό ήταν. Μια ζωή σε μια πόλη κρατούμενη από το αποτυχημένο πείραμα κάποιου καριόλη, μια ζωή γεμάτη άπειρα βράδια ήσυχου ύπνου και άδειου παχέος εντέρου, και τελικά να που την πάτησε. Να που είχε έρθει κάτω. Να που θα μάθαινε τι πραγματικά συνέβη στον Ρόμπι το γείτονα, στους απερίσκεπτους τουρίστες, σε όλους, και θα ήταν όλα αληθινά, δεν θα τα είχε ακούσει από μεθυσμένους -ή τρελούς- στο μπαρ της γωνίας.

Πίσω από ένα πολύ κοντινό κομμάτι τοίχου, ήρθε άλλη μια αηδιαστική φωνή.

“...ο εππόοομενος απρρρρόσεκτος, αφφφέντη. Εδδδώ...”

 

Πέτρα τρίφτηκε πάνω σε πέτρα. Ένας λυγμός συνδυάστηκε με το καθαρτικό που είχε πάρει ο Φρανκ, και ο άντρας έχεσε ένα αδιάφορο πλέον σκατό. Κάτι μεγάλο μπήκε σερνάμενο στο σκοτεινό κελί. Μίλησε, και δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο Σκαθαράνθρωπο που είχε ακούσει ποτέ του ο άντρας. Αυτό ήταν κάτι νέο. Κάτι... δαιμονικό.

“Καλησπέρα... Φράνκι”.

Δεν απάντησε. Φοβόταν ακόμα περισσότερο από πριν. Δεν ήταν μόνο τα έντομα, λοιπόν. Κάτι άλλο κυριαρχούσε στον υπόνομο. Κάτι άγνωστο. Συνέχισε να κλαίει, να ανασαίνει κοφτά, να θέλει να ξεράσει κι άλλο και να μη μπορεί, να θέλει να τρίψει τα σκατά στα οποία καθόταν, τα ΔΙΚΑ ΤΟΥ σκατά, πάνω στη μούρη του Εκπροσώπου, ή να τα χώσει σε ένα πακέτο, να το τυλίξει με κορδέλα και να το στείλει συστημένο σε σύσσωμο τον λαό των Σκαθαράνθρωπων. Αλλά το μόνο που έκανε, ήταν να γουρλώσει τα μάτια του για να διακρίνει εκείνο το βαρύ πράγμα που τον είχε επισκεφτεί. Το σκοτάδι παρέμενε αδιαπέραστο.

 

Το πράγμα πλησίασε. Άσθμαινε. Ο Φρανκ έσφιξε στις γροθιές του ξερατά και φόρους, και προσπάθησε να σταματήσει τους λυγμούς και τα αναφιλητά, προσπάθησε να σκεφτεί κάτι ευχάριστο. Το μόνο που τού ήρθε στο μυαλό, ήταν το ρολόι που απ' όσο καταλάβαινε βρισκόταν ακόμα περασμένο στον αριστερό του καρπό.

“Γιατί δεν έχεσες σήμερα, Φράνκι;” ρώτησε το πλάσμα. Ο Φρανκ εντόπισε το κουμπί που άναβε το φωτάκι. Ένα θαμπό σμαραγδένιο φως βγήκε από την οθόνη του ρολογιού, για να πέσει σε μια παχύσαρκη μάζα αλειμμένη με σκατά και αίματα, με κοντά χέρια και ανύπαρκτα πόδια, με γυαλιστερό, φαλακρό πρασινωπό κεφάλι και μαύρα μάτια, όμοια με λευκού καρχαρία.

“Γ... γιατί... γ-γ-γιατ... μα, αφού, πρόλαβα”.

“Θα τιμωρηθείς, Φράνκι.”

 

Κάθε αντίσταση του άντρα έμεινε άψυχη από το κακό που πλημμύριζε τη φωνή του τέρατος. Το είδε να γλείφει λαίμαργα ολόκληρη τη μια παλάμη του, κι ύστερα να τον πλησιάζει, ακριβώς ανάμεσα στα πόδια...

“Μη... όχι... σε παρα-”

Ο χοντρός αφέντης των Σκαθαρανθρώπων άδραξε τον Φρανκ από τα αρχίδια, και τον γύρισε με μια βίαιη κίνηση μπρούμυτα. Ύστερα κύλησε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα γλοιώδη υπολείμματα που σκέπαζαν τον κώλο του και τα έσπρωξε βαθιά μέσα στον ανήμπορο αιχμάλωτο. Ο Φρανκ ένιωσε μια χούφτα εσωτερικά όργανα να σπάνε, και μετά το χέρι να πιάνει κάτι, και το τέρας να γελάει και να βήχει, και λίγο αργότερα το χέρι να βγαίνει επιτέλους από εκεί μέσα, και υγρά να στάζουν στο πάτωμα, και ο αφέντης να ασθμαίνει όλο και πιο έντονα.

“Το βλέπεις αυτό;” ρώτησε τον Φρανκ μέσα στο απόλυτο μαύρο, χωρίς να περιμένει απάντηση. “Είναι η τροφή για τα παιδιά μου κι εμένα, Φράνκι. Η τροφή που εσύ, σήμερα, δεν μου έδωσες”.

 

Κάτι μουσκεμένο και παχύρρευστο αφέθηκε να πέσει στην αγκαλιά του υπηρέτη, του Σκαθαράνθρωπου που τόση ώρα ακολουθούσε. Το τέρας συνέχισε να μιλάει για πράγματα αδιανόητα, και ο Φρανκ συνέχισε να νιώθει ασύλληπτο πόνο και να φτύνει διάφορα, και να αναγουλιάζει και να μην ακούει, μέχρι που το εφιαλτικό σούρσιμο του αφέντη ήχησε πάλι και απομακρύνθηκε από τη φυλακή.

 

Γαμημένοι φόροι...

Έμειναν -έτσι νόμιζε- μόνο καμιά δεκαριά παλμοί, και μπράτσα Σκαθαράνθρωπου να τον σηκώνουν από τις μασχάλες, και τα γυμνά πόδια του να βρίσκουν σε κάθε λογής όγκους καθώς τον μετέφεραν σε ένα νέο μέρος, που σίγουρα ήταν το δωμάτιο με τις μπάλες και τα μικρά, και ο θάνατος, και...

 

Τον πέταξαν σε ένα κρύο ράντσο. Το χαρτί που το σκέπαζε ήταν κι αυτό -τι έκπληξη- υγρό. Του έλυσαν χέρια και πόδια και τα πέρασαν από χειροπέδες ενσωματωμένες στο καταραμένο κρεβάτι.

“...φφφτιάξουμε... θθα σε φτιάαααξουμε, και θααα παςςς πάνννω πάλλλι...”

 

Όση ώρα του άνοιγαν την κοιλιά και επιδιόρθωναν τα κατεστραμμένα εντόσθια, όση ώρα τού έραβαν τον κώλο και τρυπούσαν τα μπούτια του με ενέσεις αντιβιοτικών, αναισθητικών και κάθε λογής φάρμακα, ο Φρανκ σκεφτόταν μόνο πόσο γαμημένα έξυπνα ήταν εκείνα τα έντομα.

 

Δεν θα πεθάνω...

Για να σας ταϊσω.

Με φτιάχνετε για να σας ταϊσω...

Ξανά και ξανά.

Δε σκοτώνετε. Όχι.

Απλά δίνετε μαθήματα. Γαμημένοι φόροι...

 

Μόλις ολοκληρώθηκε η εγχείρηση, τον φόρτωσαν σε ένα καρότσι και τον κουβάλησαν μέχρι την πιο κοντινή σκάλα, στην κορυφή της οποίας περίμενε κάποιος από τους ομοίους τους πάνω, στην πόλη. Εκείνος με τη σειρά του τον έβαλε σε ένα μαύρο αμάξι και τον πήγε, χωμένο μέσα σε ένα σακί, στο διαμέρισμά του.

Ξύπνησε το επόμενο πρωί με φρικτά ράμματα στο κορμί του, ιδρωμένος, με κόκκινα μάτια και μύγες για κοσμήματα. Ο Σκαθαράνθρωπος τον είχε δέσει με ταινία στην τουαλέτα, βρώμικο αλλά όχι ετοιμοθάνατο. Στο δεξί του χέρι ήταν στερεωμένο το ασύρματο. Αφού προσπάθησε να αυτοκτονήσει κοπανώντας το κεφάλι του με τη συσκευή και απέτυχε, πληκτρολόγησε, ζαλισμένος και χωρίς να σκέφτεται ή να νιώθει τίποτα, τον αριθμό της αδερφής του.

“Παρακαλώ;”

“Γαμημένοι φόροι...”

“Φρανκ; Εσύ;”

“Γαμημένοι... φόροι...”

Η γραμμή έκλεισε απότομα. Η αδερφή του ερχόταν να τον φροντίσει. Ήταν γιατρός. Ίσως τον έσωζε. Ίσως του έδινε την ευκαιρία να πάρει ένα περίστροφο, να σπάσει την κλειδαριά του διαμερίσματος του Ρόμπι του γείτονα, να τον βρει κι αυτόν δεμένο με ταινία στην τουαλέτα του, και να βεβαιωθεί πως είναι νεκρός.

Να βεβαιωθεί πως δεν πληρώνει τον φόρο. Αυτός. Κι ύστερα οι ένοικοι του δίπλα διαμερίσματος. Και του παραδίπλα. Και της πόλης ολόκληρης. Να γίνει ο φονιάς με το περίστροφο και τον ραμμένο κώλο. Και κάθε φορά που θα χέζει, να το κάνει πάνω από το πτώμα κάποιου σκοτωμένου Σκαθαράνθρωπου.

 

Και οι υπόνομοι;

Μετά οι υπόνομοι.

 

ΤΕΛΟΣ

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

#15 - Η Κατάρα του Μπαλιστάρ (2.738 λέξεις)

 

Ο Ιλλέρ Ναζάρ, ως Πρώτος Πολίτης του Καγιάρ, δυσκολευόταν να δείξει τον ενθουσιασμό που ώφειλε μπροστά στο θαύμα που αντίκρυζε. Η ευθύνη του ήταν τεράστια και η επανασταστική μηχανή που μόλις είχε μπει σε λειτουργία τον έκανε νευρικό. Έφτιαξε τον όρθιο γιακά του αναστενάζοντας, ίσιωσε τη δαντέλα στα μανίκια και κοίταξε καχύποπτα την τεράστια σφαίρα που υψωνόταν μπροστά τους, δέκα μέτρα πάνω από το έδαφος. Μόνο στη σκέψη του τι κατέληγε σ' αυτή τη σφαίρα του ερχόταν να βρει κάλυψη το συντομότερο δυνατόν, αλλά οι μάγοι τον είχαν διαβεβαιώσει πως το σύστημα ήταν απόλυτα στεγανό. Ξερόβηξε και στράφηκε στον Μπίτρε Κολιόγαρ, τον αρχιμάγο που είχε σχεδιάσει το καμάρι του Καγιάρ.

 

“Σεβάσμιε καθηγητά, πριν με αφήσει τελείως άφωνο αυτό το αριστούργημα, θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι δεν είμαι ειδικός σε θέματα μαγείας. Γι' αυτό, αν μου εξηγούσατε άλλη μία φορά πώς λειτουργεί, θα με βγάζατε από μία δυσάρεστη θέση.”

Ο Κολιόγαρ, ένας άνθρωπος από αυτούς που δείχνουν πιο ψηλοί, ηλικιωμένοι και σοβαροί από ό,τι είναι, ύψωσε το πηγούνι του στον ουρανό σαν να ήθελε να καταπιεί κουκούτσι χουρμά. Ξερόβηξε με τη σειρά του και στράφηκε στον Ιλλέρ Ναζάρ.

“Πρώτε μας, θα ήθελα να σας υπενθυμίσω την βασική αρχή της μαγείας.”

“Τα όμοια έλκονται;” πρότεινε πολύ ευγενικά ο Ιλλέρ.

“Τα όμοια έλκονται, πολύ σωστά αγαπητέ μου. Βάσει αυτής της αρχής είναι εμπνευσμένο το σχέδιο της εναέριας αποχέτευσης. Πραγματικά, η απλότητα μεγαλουργεί. Χρειάστηκε μόνο ένα μικρό δείγμα ύλης μέσα στη σφαίρα για να τεθεί σε λειτουργία το σύστημα. Όσο περισσότερη δουλειά έχει, τόσο καλύτερα την κάνει, καταλαβαίνετε;”

 

Ο Ιλλέρ Ναζάρ άκουγε με προσοχή, αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να ρίχνει κλεφτές ματιές στη σφαίρα. Ο καθηγητής Κολιόγαρ συνέχισε με έπαρση.

“Υπάρχουν διαφόρων μεγεθών σωλήνες που διαπερνούν το Καγιάρ. Οι σωλήνες ρουφούν τα απόβλητα από κάθε σπίτι, βιοτεχνία και κατάστημα της πόλης, και τα μεταφέρουν εναερίως στη σφαίρα.”

Ο Ιλλέρ τα ήξερε όλα αυτά, γι' αυτό ξερόβηξε πάλι για να διακόψει τον Κολιόγαρ.

“Ναι, ξέρετε, αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά μου: η σφαίρα. Το πώς φτάνουν ως εκεί τα λύματα το έχω καταλάβει. Αυτό που δεν έχω καταλάβει είναι τι γίνεται μετά. Κάτι μου είχατε πει για έναν κρύσταλλο...”

Ο καθηγητής έπιασε με τα λεπτά του δάκτυλα τη βάση της μύτης του και κοίταξε τον Πρώτο με ύφος κουρασμένο.

“Αγαπητέ, δεν είναι ένας τυχαίος κρύσταλλος. Είναι ένας Κρύσταλλος Μπαλιστάρ!”

Ο Ιλλέρ ένιωσε τις μασχάλες του να ιδρώνουν, είχε ζέστη και η ντροπή έκανε τα πράγματα χειρότερα.

“Ναι, βέβαια, η μάχη του Μπαλιστάρ”, ανάθεμα κι αν θυμόταν τις λεπτομέρειες από το μάθημα ιστορίας στο σχολείο.

“Κάθε τέτοιος κρύσταλλος λοιπόν, αφού προέρχεται από το Μπαλιστάρ, έχει τη δύναμη να επικοινωνεί με την αντίθετη διάσταση.”

 

Ο Ιλλέρ έβγαλε ένα μαντήλι και σκούπισε τον ιδρώτα από το πανωχείλι του, και στο βλέμμα του απεικονιζόταν ολοκάθαρα η άγνοια. Ο Κολιόγαρ βλέποντάς τον έχασε την περίφημη ψυχραιμία του και άρχισε να αγορεύει κουνώντας τα χέρια του γύρω απ' το κεφάλι σαν να έδιωχνε έντομα.

“Ο κρύσταλλος είναι το μόνο σταθερό σημείο στο σύμπαν της ακαθαρσίας, ενώ όλα τα άλλα γύρω του στροβιλίζονται με ιλλιγγιώδη ταχύτητα, ελκώμενα από την τεράστια δύναμη της κατάρας του Μπαλιστάρ. Ο κρύσταλλος είναι η μαύρη τρύπα του αποχετευτικού συστήματος. Τέλος.”

“Ε;”

“Τα κακάκια μαζεύονται στη σφαίρα και μετά Φράπ! Έξω Από 'Δω. Κατάλαβες νεαρέ μου;”

Ο μάγος τέλειωσε την αγόρευση κάνοντας με το χέρι μια κοφτή κίνηση πάνω απ' το κεφάλι του σαν να πέταγε σαϊτα, και αναχώρισε για την ακαδημία χωρίς άλλη κουβέντα.

 

Ο Ιλλέρ άφησε τον αέρα που είχε μαζευτεί από ώρα στα πνευμόνια του και ξεκούμπωσε το μαύρο του σακάκι με τον όρθιο γιακά. Αποφάσισε ότι στο εξής θα απέφευγε τον καθηγητή και έκανε μεταβολή, θέλοντας να φύγει το συντομότερο δυνατό από την Πλατεία της Σφαίρας. Ο χώρος δεν τον ενέπνεε θετικά.

 

*

 

“Όλα εδώ, τίποτα να μην τους μένει, εάν οι επόμενοι δεν δείξουν το τέλος που έχει έρθει.”

“Αγαπητέ Πρώτε, γνωρίζω την κατάρα του τελευταίου βασιλιά του Μπαλιστάρ.”

“Ναι, γι' αυτό ήρθα σε εσάς, καθηγητά. Το έχω σκεφτεί χίλιες φορές από τη μέρα που το διάβασα, και δεν μπορώ να βγάλω άκρη.”

“Δεν είναι απλό για κάποιον μη σχετικό στα θέματα μαγείας να κατανοήσει μια κατάρα ή έναν χρησμό.”

“Έχω την ευθύνη αυτής της πόλης, και εφόσον επιλέξατε να κάνετε χρήση μιας κατάρας πρέπει να γίνω σχετικός.”

 

Ο Ιλλέρ αντιμετώπιζε τον καθηγητή με αυξανόμενο θυμό, πράγμα που εξέπληττε και τον ίδιο. Το σκεφτόταν μια ολόκληρη εβδομάδα και δεν μπορούσε να ησυχάσει. Έπρεπε να βρει γιατί οι μάγοι διάλεξαν αυτή την κατάρα ως λύση στο αποχετευτικό πρόβλημα της πόλης.

“Δεν θα γίνετε σχετικός μέσα σε μία εβδομάδα,” ξεκίνησε να λέει ο καθηγητής, αλλά ο Ιλλέρ είχε πάρει φόρα.

“Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια, καθηγητή; Τι εννοούσε ο βασιλιάς; Μήπως ήταν οι τελευταίες, άλογες λέξεις ενός ετοιμοθάνατου και τίποτα παραπάνω;”

“Αγαπητέ, μην με εξωθείτε στα άκρα. Ό,τι δεν καταλαβαίνετε δεν σημαίνει πως δεν έχει λογική.”

“Ναι, αλλά εσείς, οι μάγοι, τα έχετε καταλάβει;”

“Υπάρχουν πολλές θεωρίες...”

“Έχετε καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα;”

“Να καταλήξουμε σε συμπέρασμα; Η μαγεία δεν είναι στείρα επιστήμη κύριέ μου, δεν καταλήγει σε συμπεράσματα και τελειώνει εκεί το θέμα. Αναπτύσσεται και μεταμορφώνεται διαρκώς, όπως ακριβώς και οι κόσμοι, ο κόσμος των θνητών, ο κόσμος των πνευμάτων, ο κόσμος των ονείρων, ο κόσμος...”

“Κύριε καθηγητά,” ο Ιλλέρ διέκοψε με συγκρατημένη οργή το λογίδριο του συνομιλιτή του, “με περνάτε για φοιτητή σας;”

“Σας παρακαλώ...”

“Εγώ σας παρακαλώ, να αφήσετε τις υπεκφυγές κατά μέρους και να μου απαντήσετε αν ελέγχετε απόλυτα τι συμβαίνει μέσα στη σφαίρα.”

“Χεμ χεμ” ξερόβηξε κομψά ο καθηγητής μπροστά από τη χαλαρή γροθιά του, και αυτό ήταν αρκετό για τον Ιλλέρ.

“Αύριο κλείνουμε το σύστημα και μπαίνουμε μέσα.”

“Τι κάνουμε;” ο καθηγητής τινάχτηκε όρθιος στέλνοντας την καρέκλα στον τοίχο πίσω του.

“Καλά ακούσατε. Μπαίνουμε μέσα. Τα σέβη μου κύριε.”

 

Και έκανε μεταβολή, αφήνοντας γραφείο και καθηγητή σε κάπως διαταραγμένη κατάσταση.

 

*

 

Οι σωλήνες είχαν σταματήσει να τραβούν λύματα και ο κρύσταλλος, αφού έστειλε και τα τελευταία στον αγύριστο, όπως είχε διαλέξει να το σκέφτεται ο Ιλλέρ για ευκολία, είχε απενεργοποιηθεί. Αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο, αφού για να κρατηθεί ανενεργός χρειαζόταν την πνευματική δύναμη πέντε μάγων που είχαν πιει ένα δυνατό ναρκωτικό. Αν κάποιος έβγαινε από την κατάσταση ύπνωσης, ο κρύσταλλος θα ενεργοποιούταν ξανά.

 

Ο Ιλλέρ μαζί με τον Κολιόγαρ στέκονταν πάνω σε μια εξέδρα που υψωνόταν με τη βοήθεια ενός συνάδελφου καθηγητή, με το ξόρκι της αντιβαρύτητας. Ο Κολιόγαρ είχε το καρτερικό ύφος μελοθάνατου, και ο Ιλλέρ κάπου ευχαριστιόταν που η μονίμως ατσαλάκωτη όψη του σεβάσμιου μάγου έδειχνε σημάδια αδυναμίας.

“Έτοιμος, καθηγητά;”

“Ένας μάγος πάντα είναι έτοιμος, Ιλλέρ Ναζάρ” απάντησε χωρίς να τον κοιτάζει, πράγμα που έκανε τον Ιλλέρ να μειδιάσει.

 

Η εξέδρα έφτασε στο επιθυμητό ύψος και οι δυο τους περπάτησαν ως την άκρη της. Τότε ο καθηγητής τέντωσε τα χέρια του μπροστά αγγίζοντας τη λεία επιφάνεια της σφαίρας και μουρμούρισε τα μαγικά λόγια. Ο Ιλλέρ είδε ότι όση ώρα ο καθηγητής έκανε το ξόρκι δεν έπαιξε ούτε τα βλέφαρά του. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο σημείο που ήθελε να επηρεάσει και η αναπνοή του έβγαινε μαζί με τα λόγια, χωρίς παύσεις. Ο Ιλλέρ αναρωτήθηκε πόσο μπορεί να έχει κοπιάσει ένας άνθρωπος για να δαμάσει έτσι τον νου του, και ένιωσε θαυμασμό για τον Μπίτρε Κολιόγαρ, πράγμα που του πλήγωσε τον εγωισμό.

 

Ενώ σκεφτόταν πως ήταν η πρώτη του φορά που θα έπαιρνε μέρος σε ξόρκι, είτε ενεργητικά είτε παθητικά, βρέθηκε στο εσωτερικό της σφαίρας. Τινάχτηκε σαν να είχε ξυπνήσει απότομα, και κοίταξε γύρω. Ήταν μόνος του.

“Τι...”

“Ηρέμησε, αγαπητέ. Πάρε βαθιές ανάσες γιατί θα λιποθυμήσεις.”

Ο Ιλλέρ πράγματι ένιωθε μια ζαλάδα. Προσπάθησε να ελέγξει την αναπνοή του πριν προσπαθήσει να μιλήσει ξανά, και αυτό του πήρε λίγη ώρα. Όταν η σκοτοδίνη πέρασε κοίταξε γύρω του καλύτερα. Βρισκόταν μέσα στη σφαίρα, έβλεπε τα κυρτά τοιχώματα, το γαλάζιο σκληρό υλικό της και τις κλειστές εισόδους των σωλήνων. Ένα κλειστοφοβικό συναίσθημα άρχισε να αναδύεται, αλλά δεν το άφησε. Μίλησε σιγά, ήξερε ότι δεν χρειαζόταν να φωνάζει.

“Με ξεγέλασες.”

Η φωνή που του απάντησε ακούστηκε πολύ κοντά, όμως εκείνος ήξερε πως επρόκειτω για παραίσθηση.

“Φυσικά και σε ξεγέλασα, αγαπητέ Ιλλέρ. Δεν ήταν δυνατόν εγώ, ένας αρχιμάγος, να μπω μέσα στη σφαίρα απομάκρυνσης λυμάτων.”

“Σωστά. Τα όμοια έλκονται. Θα ήταν πολύ επικίνδυνα για 'σένα εδώ μέσα.”

“Πρόσεξε αγαπητέ μου, είσαι στα χέρια μου τώρα, και κανείς δεν ξέρει ούτε θα μάθει ποτέ τι συμβαίνει εκεί που βρίσκεσαι. Ένα ατύχημα είναι πολύ πιθανό.”

“Πού είσαι;”

“Αυτό δεν έχει σημασία. Όλοι νομίζουν πως είμαι εκεί, μαζί σου. Τι λες, ξεκινάμε; Όσο πιο γρήγορα αρχίσουμε τόσο πιο γρήγορα θα τελειώσουμε.”

“Λέγε τι κάνω.”

“Βλέπεις τον κρύσταλλο;”

“Φυσικά.”

“Μπορείς να τον πλησιάσεις. Είναι ασφαλές.”

 

Ο Ιλλέρ πλησίασε με αβέβαια βήματα, λόγω της ολισθηρότητας του υλικού, και όταν έφτασε στο ένα μέτρο σταμάτησε.

“Και τώρα τι κάνω;” ρώτησε με άγχος.

Ο καθηγητής ακούστηκε ξεκαρδισμένος από την άλλη άκρη του μυαλού του.

“Τι κάνεις; Μα τι θες να κάνεις αγαπητέ μου; Ορίστε, είσαι μπροστά στον κρύσταλλο του Μπαλιστάρ. Έχεις αποστηθίσει τα λόγια της κατάρας, κάτσε και σκέψου τη λύση του μυστηρίου λοιπόν.”

Και αυτά τα λόγια ήταν τα τελευταία που άκουσε ο Ιλλέρ πριν το πάρει απόφαση ότι η ώρα του θανάτου του πλησίαζε.

 

*

 

Πόσες ώρες είχαν περάσει, δεν μπορούσε να το υπολογίσει. Στεκόταν όρθιος, κοιτάζοντας τον μεγάλο κρύσταλλο που αιωρούταν μπροστά του, στο κέντρο της σφαίρας. Το περιβάλλον ήταν καθαρό, αντίθετα με τους φόβους του, πράγμα που σήμαινε πως οι μάγοι είχαν τουλάχιστον δίκιο σε αυτό: το σύστημα λειτουργούσε αποτελεσματικά. Το αν ήταν ασφαλές όμως, δεν μπορούσε να το καταλάβει. Μάγος δεν ήταν ο ίδιος, χρειαζόταν τη βοήθεια ενός ειδικού. Αλλά ο ειδικός τον είχε προδώσει. Ο ειδικός τον είχε παγιδεύσει μέσα στη σφαίρα, και σε λίγο θα εμφανιζόταν στην πόλη ανακοινώνοντας ότι ο Πρώτος είχε θυσιαστεί για την ασφάλειά της. Και θα έβαζαν πάλι σε λειτουργία το σύστημα. Και ο κρύσταλλος θα τον ρουφούσε στην αντίθετη διάσταση, και ποιος ξέρει τι θα του συνέβαινε τότε. Ίσως πράγματα χειρότερα και από το θάνατο.

“Ναι, αυτός είναι πολύ βάσιμος φόβος.”

Η φωνή ακούστηκε ειρωνική.

 

Ο Ιλλέρ ποτέ του δεν είχε φανταστεί ότι θα χαιρόταν τόσο με τη φωνή του καθηγητή Κολιόγαρ.

“Είσαι εδώ;” του φώναξε και κοίταξε ενστικτωδώς γύρω.

“Ναι, άσπονδε φίλε μου, δεν σε εγκατέλειψα. Παρά τα όσα πιστεύεις για τους μάγους, δεν είμαστε όλοι εγκληματίες. Σε άφησα λίγο μόνο σου για να σκεφτείς.”

“Μα θα μπορούσα να πεθάνω από ασφυξία!”

“Είσαι εκεί δεκαπέντε λεπτά, ο αέρας που έχεις φτάνει για ώρες.”

Ο Ιλλέρ ξεροκατάπιε. Ο καθηγητής είχε μια ευκολία να τον κάνει να ντρέπεται.

“Λοιπόν,” συνέχισε ο μάγος, “ με εμπιστεύεσαι;”

Ο Ιλλέρ σκέφτηκε πως τι στα κομμάτια, δεν είχε λόγο να μην τον εμπιστεύεται, απλά τον ξεγέλασε, τον παγίδευσε, τον ξεγέλασε δεύτερη φορά και τον είχε του χεριού του ολοκληρωτικά, σώμα και μυαλό.

“Και βέβαια σε εμπιστεύομαι, καθηγητά.”

“Τι έκπληξη. Ωραία. Άκουσέ με τώρα προσεκτικά, γιατί θα εκτελέσουμε μαζί ένα ακίνδυνο αλλά απαιτητικό ξόρκι. Ακούς;”

“Ακούω.”

“Άγγιξε τον κρύσταλλο και κάνε ό,τι θα σου πω.”

 

*

 

Όλα γύρω του μαύρα και πηχτά, σαν σκοτεινή ομίχλη. Έβηξε. Ο αέρας καυτός. Έβηξε πάλι. Δεν ήταν αέρας αυτό που έμπαινε στα πνευμόνια του, ήταν καπνός.

 

Καπνός. Τα μάτια του δάκρυσαν. Είδε τις φλόγες. Προσπάθησε να βρει από πού έρχονταν, αλλά δεν τα κατάφερε. Έρχονταν από παντού. Τα πάντα φλέγονταν. Κόκκινο και μαύρο τα μόνα χρώματα. Δείλιασε. Δεν είμαι πολεμιστής, σκέφτηκε, πού να πάω καταμεσής μιας μάχης; Πού να πάω; Ο πανικός άρχισε να τον κυριεύει και ένας παροξισμός βήχα τον γονάτισε.

“Ιλλέρ, μην φοβάσαι, θυμίσου ό,τι σου είπα. Δεν κινδυνεύεις, είσαι μέσα στη σφαίρα, αυτό που νομίζεις ότι αναπνέεις είναι η σκέψη σου, η ίδια σου η σκέψη.”

Την ήξερε αυτή τη φωνή. Ακουγόταν σίγουρη. Αυτό τον καθησύχασε, και αργά αλλά σταθερά ανέκτησε την αναπνοή του και σηκώθηκε.

“Είμαι εντάξει, καθηγητά.”

“Τώρα προσπάθησε να βρεις τη σημαία του βασιλιά. Είναι αυτή με το κίτρινο βέλος σε μαύρο φόντο.”

 

Ο Ιλλέρ άρχισε να περπατάει στο πεδίο της μάχης, περνώντας ανάμεσα από πολεμιστές που έδιναν ή έπαιρναν το τελευταίο τους χτύπημα. Προσπαθούσε να μην τους δίνει σημασία, αλλά ενστικτωδώς τραβιόταν σε κάθε κίνηση, με αποτέλεσμα να χάνει την ισορροπία του ξανά και ξανά, πέφτοντας πάνω σε ακρωτηριασμένα ή ξεκοιλιασμένα πτώματα, όχι απαραίτητα νεκρά ακόμα.

“Ιλλέρ, άσε τις βλακείες και συγκεντρώσου!”

Μετά από προσπάθεια κατάφερε να σηκωθεί και να κρατηθεί αυτή τη φορά στα πόδια του. Κάποια στιγμή είδε ένα ύφασμα να κυμματίζει σε μικρή απόσταση.

“Καθηγητά, βλέπω μια σημαία.”

“Έχει ένα κίτρινο...”

“Βέλος σε μαύρο φόντο, ναι. Τι να κάνω;”

“Πλησίασε άφοβα, δεν σε βλέπουν.”

 

Το έκανε, και είδε πως ο βασιλιάς του Μπαλιστάρ ήταν πεσμένος στο χώμα με μια λίμνη αίματος γύρω του. Κρατούσε το σπαθί του σφιχτά, και δυο πολεμιστές σκότωναν όποιον πλησίαζε. Το λάβαρο ήταν μπηγμένο στο έδαφος, σκισμένο και θλιβερό σύμβολο μιας περασμένης δύναμης. Ο Ιλλέρ πρόσεξε ότι ο βασιλιάς κουνούσε τα χείλη του, και πλησίασε για να ακούσει.

“Όλα, όλα εδώ... Τελειώνουν, τελειώνουμε, είμαστε χαμένοι, δεν το ξέρουμε... αααχ! Δεν το ξέρουμε, κάποιος πρέπει να έρθει, πρέπει να τελειώσει αυτό, δεν το ξέρουμε...”

Ο Ιλλέρ ανατρίχιασε. Πήγε να μιλήσει αλλά ο λαιμός του αρνήθηκε να βγάλει φωνή. Αντί για λέξη βγήκε ένα γρύλισμα.

“Τι συμβαίνει; Είσαι καλά;” στη φωνή του καθηγητή ακούστηκε αγωνία.

Ο Ιλλέρ καθάρισε το λαιμό του και μίλησε.

“Καλά είμαι. Ο βασιλιάς...”

“Τι ο βασιλιάς;”

“Πεθαίνει. Και κάτι λέει για το τέλος. Ότι δεν το ξέρουν. Ότι κάποιος πρέπει να έρθει να τους το πει.”

 

Η σιωπή έπεσε βαριά μετά από αυτό. Ο Ιλλέρ πλησίασε κι άλλο τον ετοιμοθάνατο βασιλιά. Τότε πρόσεξε ότι ο βασιλιάς δεν πέθαινε, παρά το βαρύ τραύμα του, και πως οι πολεμιστές δίπλα του συνέχιζαν να σφάζουν όποιον πλησίαζε, αλλά κάτι δεν φαινόταν σωστό. Η όλη σκηνή έμοιαζε ψεύτικη, και όταν άκουσε και τις λέξεις άρχισε να καταλαβαίνει.

“Όλα, όλα εδώ... Τελειώνουν, τελειώνουμε, είμαστε χαμένοι, δεν το ξέρουμε... αααχ! Δεν το ξέρουμε, κάποιος πρέπει να έρθει, πρέπει να τελειώσει αυτό, δεν το ξέρουμε...”

Ο Ιλλέρ πισωπάτησε. Τον τρόμαζε αυτό, ήθελε να φύγει από εκείνο το μέρος.

“Μπίτρε.”

“Ναι, Ιλλέρ.”

“Πάρε με από 'δω.”

“Είσαι σίγουρος; Έμαθες ό,τι ήθελες;”

 

Δίστασε λίγο πριν απαντήσει. Κοιτούσε το χώμα μπροστά του, εκεί που πισωπάτησε. Τα βήματά του είχαν χαραχτεί ολοκάθαρα. Δεν μπορούσε να μιλήσει στα πνεύματα γιατί ούτε τον έβλεπαν ούτε τον άκουγαν, αλλά τα βήματά του χαράζονταν στο χώμα. Μπορούσαν άραγε να τα δουν; Μπορούσε να χαράξει λέξεις και να τις διαβάσει ο βασιλιάς;

“Εσύ το ήξερες;”

“Ποιο από όλα;” η φωνή του καθηγητή ένοχη.

“Όλα.”

“Ναι, Ιλλέρ. Αλλά βρήκα τρόπο όχι μόνο να ακυρώσω τον κίνδυνο των κρυστάλλων, αλλά να τους χρησιμοποιήσω προς όφελος της ανθρωπότητας.”

“Προς όφελος της ανθρωπότητας;”

“Ναι Ιλλέρ. Οι κρύσταλλοι αποτελούσαν πάντα μεγάλο πρόβλημα, και αν ξέφευγαν από τον έλεγχό μας οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές. Αυτό το ξέρει και ο πρωτοετής μάγος. Δεν γνωρίζαμε τις λεπτομέρειες. Όμως βρήκαμε έναν τρόπο να θέσουμε και τους επτά κρυστάλλους στην υπηρεσία μας. Η εφεύρεσή μου θα εφαρμοστεί σε άλλες έξι πόλεις. Δεν είναι υπέροχο;”

“Ναι αλλά...”

“Μην μου πεις για τα ανήσυχα πνεύματα, να χαρείς! Έλα, συγκεντρώσου τώρα να σε φέρω πίσω, είναι ώρα.”

“Όχι ακόμα.”

“Τι θα πει όχι ακόμα; Ιλλέρ, δεν νομίζω να σκέφτεσαι...”

“Να σου πω την αλήθεια, το σκέφτομαι.”

“Όχι! Θα καταστρέψεις κάτι το μεγαλοφυές;”

“Νομίζω πως πρέπει.”

“Αν δεν σε νοιάζει αυτό, σκέψου ότι δεν ξέρουμε τι θα γίνει αν...”

 

Ο Ιλλέρ σταμάτησε να ακούει. Έσκυψε και μάζεψε από κάτω ένα κλαδί. Πήγε μπροστά στον ετοιμοθάνατο βασιλιά που συνέχιζε να μουρμουρίζει ότι δεν ήξεραν, και άρχισε να χαράζει μεγάλες λέξεις. Ο βασιλιάς σταμάτησε να μιλάει, καθώς πρόσεξε τα χαράγματα στο έδαφος.

 

ΕΙΣΤΕ

 

“Μην το κάνεις Ιλλέρ! Σε φέρνω πίσω, σε φέρνω πίσω τώρα, συγκεντρώσου αλλιώς θα πεθάνεις.”

 

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ

 

“Σταμάτα!”

Ο Ιλλέρ συνέχισε να χαράζει, αγνοώντας τις φωνές του καθηγητή.

 

ΜΑΓΟΙ ΤΩΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ

 

Ο βασιλιάς διάβαζε, και όσο διάβαζε το πρόσωπό του ηρεμούσε, η αναπνοή του καταλάγιαζε.

 

ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΔΕΝ ΚΑΤΕΧΟΥΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ. ΕΧΕΙ ΧΑΘΕΙ ΜΑΖΙ ΣΑΣ.

 

Ο βασιλιάς τότε πήρε μια έκφραση ανακούφισης και αφέθηκε να πεθάνει. Ο Ιλλέρ έστειλε τη σκέψη του πίσω στη σφαίρα, τη στιγμή που άκουγε την πανικόβλητη φωνή του καθηγητή.

“Γαμώτο, γαμώτο πρέπει να σε βγάλω από εκεί ΤΩΡΑ!”

Ένιωσε να πέφτει, και ενώ προσγειωνόταν ανώμαλα στο έδαφος της Πλατείας άκουσε έναν όχλο γύρω του. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά γλύστρισε. Κοίταξες την πλατεία και είδε τους ανθρώπους να τρέχουν έντρομοι προς όλες τις κατευθύνσεις. Πολλοί γλυστρούσαν κι έπεφταν, και κάποιος φώναξε “Βρέχει σκατά ρεεε!”

 

Ο Ιλλέρ χαμογέλασε ικανοποιημένος. Η κατάρα του Μπαλιστάρ είχε λυθεί. Βέβαια, από αύριο θα έπρεπε κάτι να κάνει για μια καινούργια αποχέτευση, αλλά όλα είχαν πάει καλά. Ένιωθε υπερήφανος, τίμιος και, πάνω από όλα, με καθαρό κούτελο.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

#16 - Shit Happens... (2.988 λέξεις)

 

«Από το “SS Freddy Krueger”, σας ομιλεί ο Κάιτελ Γιόντλ, Όμπερ – Στούρμπανφύρερ του στολίσκου υποστήριξης της ειρήνης. Σε λίγο θα αφήσουμε σε παράταξη μάχης την γήινη τροχιά. Αγαπητό πλήρωμα του θρυλικού σκάφους «Στέλιος Καζαντζίδης», είστε η συμμετοχή της Ελλάδος, κατά την πρώην εθνολογική διαίρεση, στην ειρηνευτική αποστολή του Συμφώνου της Βόρειας Γαλαξιακής Σπείρας, με κωδικό όνομα “Ειρήνη ή θάνατος (στους Γκόγκλινς)”. Είμαστε περήφανοι που ο στολίσκος υποστήριξης περιλαμβάνει το ιστορικό αυτό σκάφος, το παλαιότερο ολόκληρου του στόλου, θαυμάζοντας (και απορώντας) που πετάει ακόμα. Θέλω να τονίσω το σημαντικό όσο και κρίσιμο ρόλο που θα παίξει αυτό το σκάφος παρά την παρουσία στο στόλο θωρηκτών βαρυτικής κατάρρευσης. Όλοι γνωρίζετε περίπου τον κεντρικό στόχο της αποστολής, επιτρέψτε μου όμως δυο λόγια. Οι άθλιοι Γκόγκλινς εμποδίζουν το ελεύθερο εμπόριο και δη την εξάπλωση του γήινου πολιτισμού, επιμένοντας να παρακρατούν παράνομα κομβικά σημεία κβαντικών αλμάτων και εμποδίζοντας τα σκάφη της γήινης συμμαχίας αλλά και τη διάδοση προϊόντων που θα ανακούφιζαν ανάγκες μη τεχνολογικά προηγμένων πολιτισμών. Οι εξωγήινες κατσαρίδες δε δέχτηκαν να αποχωρήσουν ειρηνικά. Θα επιβάλουμε λοιπόν την ειρήνη. Θα κάνουμε αυτό που κάνει πάντα τόσο καλά η συμμαχία. Θα πολεμήσουμε για έναν ευγενή σκοπό, θα πολεμήσουμε για την ειρήνη. Και (σας προειδοποιώ έχω επιστροφή ήχου...) θέλω να ακούσω τον ενθουσιασμό σας,... “Ειρηνεύστε τους κι αφήστε τους”.»

 

Πάνδημο το πλήρωμα απάντησε με ουρανομήκεις ζητωκραυγές «Ούγκα, ούγκα, ούγκα (τρις)», σύνθημα τον space seals, αλλά απάντησε επίσης ταυτοχρόνως (μια και υπήρχε μόνο ηχητική επιστροφή) με το συγχρονισμένο σήκωμα του δεξιού βραχίονα, ενίοτε και του αριστερού, αλλά με τις παλάμες απλωμένες προς την κατεύθυνση κάθε ηχείου του σκάφους που αναπαρήγαγε τη φωνή.

 

Ο Όμπερ-Στούρμπαν κατέληξε: «Περαιτέρω οδηγίες θα σας δοθούν στο σημείο συγκέντρωσης μετά το κβαντικό άλμα προσέγγισης του εχθρού. Και μη ξεχνάτε, όλη η πολιτισμένη ανθρωπότης και όχι μόνο έχει στραμμένα τα βλέμματα πάνω μας».

Η ομιλία έληξε με νέο καταιγισμό ηχητικών και ιδιωματικών κινησιολογικών εκδηλώσεων ενθουσιασμού.

 

Ο Βαγγέλης Γκαντέμης, διοικητής του σκάφους που μαζί με άλλα αποτελούσε την Ελληνική (κατά την παλαιά εθνολογική διάκριση) συμμετοχή στον γήινο ομοσπονδιακό στόλο και στο Σύμφωνο Β.Γ.Σ., έφερε το βαθμό του Ανθυποπλοιάρχου, και όχι του Υποδρουγκάριου των Πλωτών όπως θα ταίριαζε στην 25χρονη λαμπρή, αλλά, με άτυχες στιγμές καριέρα. Ήταν και οι απίστευτες ιστορίες συμπτώσεων, (όπου κι αν υπηρετούσε θα τύχαιναν οι πιο απίθανες, δύσκολες και καταδικασμένες σε αποτυχία αποστολές), που δημιούργησαν κάποια μικρής έκτασης φήμη γι’ αυτόν, ότι δήθεν ένας αέρας κακοτυχίας πλανάται σε ότι σχετίζεται μ’ αυτόν. Και τώρα που γενικώς ήταν ήσυχα τα πράγματα και είχε βρει αρκετά χρόνια ως κυβερνήτης του γέρικου σκάφους την δημοσιοϋπαλληλική του γαλήνη κάτι ύποπτο εξυφαινόταν. Το υποψιάστηκε όταν τα λαμόγια που υπηρετούσαν στο σκάφος, πήραν μαζικά μετάθεση και αντικαταστάθηκαν από άτομα εμφανώς εκτός συστήματος και χωρίς μπάρμπα στην Κορώνη. Έγινε δε γνωστό ότι στο πλήρωμα αποσπάται μια αρχαιολόγος, και αμέσως μετά ήρθε η διαταγή συμμετοχής του σκάφους σε πολεμική (ειρηνική) αποστολή και μετά, εκτός από το φόρτο μάχης στο σκάφος φορτώθηκε κάποιο άγνωστο οπλικό σύστημα εντός κιβωτίων ασφαλείας. Οι μόνιμοι αξιωματικοί που αποτελούσαν το έμπειρο μικτό πλήρωμα του σκάφους δε φάνηκαν να χαίρονται καθόλου (ίσως λόγω της εμπειρίας τους), και υπήρχαν μικρής έκτασης γκρίνιες, αναφορές σε κακοτυχία και κάποιοι μικροί αφορισμοί του τύπου: «γαμώ την ατυχία μου, πάνω που θα έπαιρνα σύνταξη» κτλ. Όμως όλοι είχαν εμπιστοσύνη στη μαχητική ικανότητα του συνδυασμού σκάφους και πληρώματος, και ήταν σίγουροι για την επιτυχή και ευτυχή έκβαση της αποστολής. Και αυτό το έδειχναν με διάφορους τρόπους, όπως με σύνταξη της διαθήκης τους, εσπευσμένη λήψη δανείου με απεχθείς όρους και άλλες ενέργειες που φανέρωναν το αρραγές αγωνιστικό πνεύμα και το μεγαλείο της φυλής.

 

Το κβαντικό άλμα έγινε με απόλυτη ακρίβεια και επιτυχία. Το υπέργηρο σκάφος είχε κατασκευαστεί με προδιαγραφές 25 κβαντικών αλμάτων και επειδή το συντελεσθέν ήταν το 63ο του, εύλογο το συμπέρασμα ότι δεν κατασκευάζουν πια τέτοια σκάφη!

 

Ο Όμπερ Στούρμπαν του στολίσκου κάλεσε σε οπτικοακουστική τηλεσυνδιάσκεψη ολόκληρο το πλήρωμα και όχι πλοίαρχο και αξιωματικό επιχειρήσεων σύμφωνα με τον κανονισμό. Όπως πάντα πομπώδης, άρχισε τον ξύλινο λόγο του:

«Αγαπητό πλήρωμα, μόλις απέστειλα λεπτομέρειες της αποστολής προς τον πλοίαρχο στον υπολογιστή του σκάφους. Όλοι οι πολιτισμένοι κόσμοι προσδοκούν με αγωνία την επιτυχία της επιχείρησης που σημαίνει πολλά για τη σωτηρία του πολιτισμού. Εν ολίγοις, επειδή το σκάφος σας είναι το μοναδικό του στόλου που δεν είναι κατασκευασμένο από προηγμένους νανοσωλήνες φουλερενίων, είναι πρακτικά μη ανιχνεύσιμο από τα ραντάρ εντοπισμού των Γκόγκλινς. Αυτό και επειδή βέβαια θεωρείστε το πλέον κατάλληλο (αναλώσιμο) πλήρωμα, μας έπεισε να σας αναθέσουμε την καταδρομική επιχείρηση που θα σας αναλύσω και που η επιτυχία της θα δώσει τέλος στον πόλεμο προτού καν αυτός αρχίσει. Δηλαδή, θα συμβάλει στη διατήρηση της ειρήνης. Ο μητρικός πλανήτης των Γκόνκλινς, λίκνο της βαρβαρότητας που αυτοί αποκαλούν πολιτισμό, πλανήτης με ευνοϊκή για ζωή θερμοκρασία, επιτάχυνση βαρύτητας 1,2 g και διάρκεια περιστροφής γύρω από το άστρο του συστήματος 8,5 γήινα έτη, αποτελείται κυρίως από ξηρά και οι ωκεανοί του είναι απλώς μεγάλες λίμνες. Η ατμόσφαιρα αν και αναπνεύσιμη, με 10% Οξυγόνο, 85% άζωτο και 5% υγρασία, άλλα αέρια και ενώσεις, απαιτεί αναπνευστήρα εξαιτίας του λίγου οξυγόνου και για αποφυγή εισπνοής ενδεχομένως παθογόνων μικροοργανισμών. Δε χρειάζεται αεροστεγής στολή αφού η μέση ατμοσφαιρική πίεση είναι 0,9 ατμόσφαιρες. Γεωλογικά χωρίζεται σε δύο μέρη, το δυτικό και το ανατολικό ημισφαίριο. Το εξαιρετικά πυκνοκατοικημένο δυτικό ημισφαίριο φιλοξενεί και την γιγαντιαία μεγάπολη Ουρούκ - Ουρούκ των Γκόγκλινς ενώ το ανατολικό είναι ερημικό και κατά το μάλλον ήττον ακατοίκητο. Ο κρυφός κατασκοπευτικός δορυφόρος μας έχει εντοπίσει πολύ μεγάλες και εκτεταμένες υπόγειες σήραγγες και σχηματισμούς, ενδεχομένως τεχνητούς και μάλλον αρχαιότατους, στο ερημικό μέρος του ανατολικού ημισφαιρίου. Εκεί υπάρχει μικρή ηφαιστειακή δραστηριότητα κυρίως μέσω εκπομπής μικροποσοτήτων ατμού. Το χαρακτηριστικό που μας ενδιαφέρει είναι ότι στο συγκεκριμένο σημείο ο στερεός φλοιός είναι πολύ λεπτός. Με την κατάλληλη τοποθέτηση ικανού αριθμού πολεμικών κεφαλών κουάρκς (έχετε τρεις γήινες μέρες γι’ αυτό) και συνδυασμένη εκπυρσοκρότησή τους, ο φλοιός θα καταρρεύσει με αποτέλεσμα την έκρηξη ενός υπερηφαιστείου με πλανητική επίδραση που θα στείλει όσους Γκόγκλινς επιζήσουν, πίσω στην εποχή των σπηλαίων».

Η τελευταία φράση του ήταν τονισμένη και τραβηγμένη σαν η αβανταδόρικη κατάληξη λόγου παλιού πολιτικού.

 

Έπειτα ο Ομπερ Στούρμπαν έμεινε για λίγο σιωπηλός και απορημένος. «Δεν βλέπω ενθουσιασμό, γιατί δεν ξεσπάσατε σε αυθόρμητο χειροκρότημα και ζωηρότατες ζητωκραυγές;»

Ο χαζός του σκάφους, φέρων το βαθμό του μούτσου, με τον αθώο αυθορμητισμό του (υποτιθέμενου) βλάκα εκπροσώπησε το πλήρωμα και ρώτησε διευκρινιστικά:

«Οι Γκόγκλινς είναι κακοί;»

«Μα φυσικά», απάντησε με σιγουριά ο Κάιτελ Γιοντλ, «αφού είναι προκλητικοί, δε δέχονται τους όρους μας…, το διάλογο εννοώ και έπειτα, είναι άσχημοι!»

 

Το τελευταίο συντριπτικά ακλόνητο επιχείρημα έκαμψε κάθε αντίσταση και έθεσε και τις τελευταίες ηθικές αντιρρήσεις στο περιθώριο. Η σύμπνοια και η ενότητα της ομάδας δεν καλλιεργείται με πολυπλοκότητες και αμφιβολίες, η διχοτόμηση του Κόσμου σε καλούς και κακούς όπου πάντα κακοί (και άσχημοι) είναι οι «άλλοι», ήταν ότι χρειαζόταν για να σμιλευτεί το αρραγές μαχητικό πνεύμα. Και προς επίρρωση της πολιτισμικής υπεροχής των γήινων επισκεπτών, ο Κάιτελ Γιόντλ ανέλυσε την αποστολή της αρχαιολόγου η οποία έγκειτο στην καταγραφή και πρόχειρη μελέτη του πιθανότατα αρχαίου δικτύου σηράγγων ως ένδειξη σεβασμού για την ενδεχόμενη (πενιχρή) εισφορά των βαρβάρων στην ιστορία του πνεύματος.

 

 

Το χαλκέντερο σκάφος ολοκλήρωσε επιτυχώς ακόμη ένα κβαντικό άλμα. Αυτή τη φορά ένα απίθανο και πρωτοφανές άλμα, όχι στο διάστημα όπως συνηθιζόταν αλλά εντός κοιλότητας στερεού αντικειμένου όπως ένας πετρώδης πλανήτης. Το Στέλιος Καζαντζίδης, «υλοποιήθηκε» περίπου στο κέντρο του υπόγειου δικτύου, εντός μιας αίθουσας η οποία ήταν η αρχή διακλάδωσης δύο σηράγγων του πελώριου δίκτυο της συγκεκριμένης τοποθεσίας του πλανήτη των Γκόγκλινς. Αφού βεβαιώθηκαν για τη σταθερότητα του εδάφους σχεδόν άπαντες (πλην μαγείρου και φρουρών) βγήκαν να θαυμάσουν το εξωγήινο τοπίο. Από ότι έβλεπαν από τα εξωτερικά φώτα του σκάφους και τους ατομικούς τους φανούς, βρίσκονταν εντός μιας ακανόνιστης κυλινδρικής σήραγγας με διάμετρο όπως υπολόγιζαν άνω των 30 μέτρων και που συνέχιζε σε μήκος μη ορατό με τις υπάρχουσες συνθήκες φωτισμού. Τα τοιχώματα δεν ήταν από κάποιο τεχνητό υλικό αλλά ήταν αρκετά λεία σαν υαλοποιημένα, όμως, δεν άστραφταν στο τεχνητό φως διότι ήταν καλυμμένα από άλατα ενώ το δάπεδο της σήραγγας είχε πιο σκούρο χρώμα και έμοιαζε να αποτελείται από το να αποτελείται από κάποιο αποξεραμένο – στερεοποιημένο ίζημα.

 

Για διευκόλυνση της εξερεύνησης, άπαντες στο πλήρωμα είχαν περασμένο στο φορητό τους επικοινωνιακό – υπολογιστικό σύστημα έναν χάρτη του υπόγειου δικτύου που έγινε από στοιχεία που συνέλεξε ο γήινος κατασκοπευτικός δορυφόρος. Από ότι φαινόταν στον χάρτη υπήρχε ένα σύστημα στοών και σηράγγων που εκτεινόταν σε έκταση 40 χιλιομέτρων περίπου σε μήκος και 25 χιλιομέτρων σε πλάτος. Το δίκτυο στοών, καλά στηριγμένο και χωρίς καταπτώσεις, ξεκινούσε βόρεια από μια πελώρια αίθουσα με διάμετρο σχεδόν ένα χιλιόμετρο. Από εκεί ξεκινούσε ένα υπερμέγεθες τούνελ το οποίο μετά από 2 σχεδόν χιλιόμετρα διακλαδιζόταν σε δύο μικρότερα σε διάμετρο, καθένα από τα οποία διακλαδιζόταν επίσης σε δύο μικρότερα και το απλό αυτό μοτίβο του δέντρου συνεχιζόταν μέχρι την τελική απόληξή του σε 64 μικρότερα τούνελ που σταματούσαν απότομα μετά από κάποιο μήκος.

 

Το πλήρωμα χωρισμένο σε ομάδες προέβη πρώτα σε μια αρκετά εμπεριστατωμένη εξερεύνηση του έρημου δικτύου, καθορίστηκαν και σημειώθηκαν τα σημεία που έπρεπε να τοποθετηθούν οι κεφαλές του οπλικού συστήματος κουάρκς και αμέσως άρχισε η μεταφορά των κεφαλών και η διασύνδεσή τους με την κεντρική κονσόλα πυροδότησης του σκάφους. Στην απόληξη των τούνελ υπήρχαν ακανόνιστες οπές – χάσματα στο έδαφος που κατέβαιναν σε άγνωστο βάθος στο έδαφος. Δεν υπήρχε λόγος για την επικίνδυνη εξερεύνηση των οπών, άλλωστε μέχρι στιγμής τα είχαν πάει απίστευτα καλά, δεν έγινε το παραμικρό ατύχημα, ο παραμικρός τραυματισμός, δε χάθηκε κανείς και το κυριότερο κανένα φανταχτερό εξωγήινο τέρας, δράκος, καταραμένος όφις δεν ξεπρόβαλε από τα σκοτεινά ανήλιαγα βάθη του εχθρικού πλανήτη και φυσικά ζητάμε συγγνώμη από τους αναγνώστες που απογοητεύσαμε για τη συγκεκριμένη προσδοκία τους.

 

Ο πλοίαρχος Γκαντέμης συμμετείχε στις ομάδες εξερεύνησης συνοδεύοντας την ελληνο-γερμανίδα (παλιά εθνολογική διαίρεση) αρχαιολόγο Γκούντρουν Κολλημένου. Ήταν μαζί της όταν έφτασαν στο σημείο εκκίνησης του δικτύου στοών στη μεγάλη αίθουσα στα βόρεια. Θαύμασαν το μεγαλειώδες κατασκεύασμα ενώ υπήρχαν διαφωνίες ως προς την προέλευσή και τη χρήση του. Η κατασκευή της αίθουσας κατά τον πλοίαρχο δε φαινόταν να έγινε πολύ παλιά καθώς έλλειπαν οι καταπτώσεις ενώ τα τοιχώματα έδειχναν υαλοποιημένα, γεγονός που μάλλον αποδείκνυε την τεχνητή τους κατασκευή από κάποια σχετικά σύγχρονη συσκευή διάνοιξης μέσω τήξης των πετρωμάτων. Επίσης, στην άκρη της αίθουσας υπήρχαν κατασκευές που κατά τον καπετάνιο θύμιζαν χοντροκομμένα και πολυχρησιμοποιημένα πρώιμα μηχανήματα κβαντικής μεταφοράς, κάτι που προκάλεσε το αυθόρμητο γέλιο της αρχαιολόγου. Το γέλιο ήχησε αστείο μέσα από το φίλτρο του αναπνευστήρα και μετά τρομακτικό, ενισχυμένο και αλλοιωμένο από τις ανακλάσεις της γιγαντιαίας αίθουσας.

 

Η αρχαιολόγος συνέχισε στην ενδοεπικοινωνία: «Πλοίαρχε Γκαντέμη, ενδιαφέρουσες οι απόψεις σας, όμως, η εμπειρία μου είναι μακρά έχοντας μελετήσει τις υπόγειες στοές της Βοστώνης και την υπόγεια πόλη κάτω από τη Νάπολη. Τα έστω αχνά και ίσως ασαφή ιδεογραφήματα είναι σαφώς επαναλαμβανόμενα. Οι σήραγγες, λοιπόν, είναι πολύ παλιές και σκαλίστηκαν με πρωτόγονα μέσα για εμφανώς τελετουργικούς λόγους και τα υποτιθέμενα μηχανήματα κβαντικής μεταφοράς είναι κάποιου είδους βωμός ενός ναού αρχαίας λατρείας».

Τελικά όλοι οι αρχαιολόγοι είναι κολλημένοι σκέφτηκε ο Γκαντέμης και χωρίς να εμείνει για προφανείς λόγους συμφέροντος στην κλισέ φράση «όνομα και πράγμα» προσπάθησε να συνεχίσει: «Δεσποινίς Κολλημένου…, η μήπως κυρία;»

«Όλες κυρίες είμαστε Πλοίαρχε κύριε Γκαντέμη, πάντως δεν είμαι παντρεμένη αν σας ενδιαφέρει αυτό».

Ωχ φεμινίστρια; Δεν πειράζει. Ο καπετάνιος δεν πτοήθηκε: «Κυρία Κολλημένου με συγχωρείτε δεν αμφισβητώ την επιστημονικής σας εγκυρότητα, αλλά, …αλλά… μπορείτε να με αποκαλείται καπετάν – Βαγγέλη, ή απλώς Βαγγέλη».

«Και συ να με λες Γκούντρουν», ακούστηκε από την ενδοσυνεννόηση χωρίς όμως δυνατότητα καταγραφής τρυφερού τόνου ή να φανεί πίσω από τη μάσκα κάποιος μορφασμός επιδοκιμασίας. Πάντως και η εκφορά δύο τόσο σέξυ και εύηχων ονομάτων (Βαγγέλης – Γκούντρουν) δημιουργούσε άμεσους ερωτικούς συνειρμούς. Το κάλεσμα για την αποφυγή τυπικοτήτων ήταν αμοιβαίο, αλλά η Γκούντρουν ήταν εκείνη που φάνηκε να επιδεικνύει αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα και υπερβάλλοντα ζήλο στο ξεπέρασμα της ανούσιας τυπολατρίας και την υπέρβαση συμπεριφορών εθιμοτυπίας.

 

Ενώ ο Βαγγέλης έλεγχε την πολεμική κεφαλή που είχαν εγκαταστήσει νωρίτερα οι ναύτες του διασυνδεδεμένη με ραδιοκύματα με τις άλλες επιλεγμένα τοποθετημένες κεφαλές, εν είδει ακαριαίου φυτιλιού των παλιών φουρνελατζήδων, η αρχαιολόγος τον πλησίασε και τον αγκάλιασε φοβισμένη ψελίζοντας κάτι περί ψιθύρων αρχαίων θεών. Πράγματι, ένας άμορφος, διογκούμενος ψίθυρος προφανώς από τις ομιλίες του πληρώματος κατέκλυζε την αίθουσα ενισχυόμενος από αναρίθμητες ανακλάσεις, οπότε σκέφτηκε ο καπετάνιος δικαιολογημένα δημιουργήθηκε ασυναίσθητος φόβος στην ψυχή της ευαίσθητης νέας.

Νέας; «Πόσων χρονών είσαι Γκούντρουν;»

«Είναι επίκαιρη αυτή η ερώτηση; Κανονικά θα θύμωνα, αλλά, πονηρούλη προφανώς έμαθες ότι έχω σήμερα γενέθλια, οπότε θα σου πω: γεννήθηκα σαν σήμερα το 2150».

Ήταν η λανθασμένη εικασία της Γκούντρουν που δεν άφησε το αφελέστατο της ερώτησης να χαλάσει την ατμόσφαιρα.

«Ωωω, χρόνια πολλά Γκούντρουν. Και να ξέρεις, η ζωή αρχίζει μετά τα 40».

«Το ελπίζω», απάντησε με κάποια πικρία.

«Ας γιορτάσουμε τα γενέθλιά σου! Έλα μετά στην καμπίνα μου να σε κεράσω ένα ποτήρι σπάνιο και πολύτιμο Pappy Van Winkle».

Η πρόσκληση ήταν τολμηρή, δεδομένου ότι ο καπετάνιος είχε το προνόμιο να κατέχει τη μοναδική μοναχική καμπίνα στο σκάφος και μάλιστα με ατομικό μπάνιο.

 

Η 40χρονη αρχαιολόγος, ίσως και λόγω του τρομακτικού περιβάλλοντος που αυξάνει γενικώς την ερωτική διάθεση των γυναικών, φάνηκε πιο τολμηρή απέναντι στον κάπως αργόστροφο σε τέτοια ζητήματα Βαγγέλη. Έτσι κι αλλιώς, τώρα άρχιζε η ζωή.

«Εγώ λέω να σε κεράσω εδώ…».

«Πώς…; Τι;»

«Μμμ, κεράσι…. Έχω γλυκό κερασάκι… έτσι μου έχουν πει».

Η μάλλον σε ερωτική ευωχία Γκούντρουν, συνδύασε το λόγο της με μια χαριτωμένη πίεση στους ώμους του «κάπταιν-Στούμπιγκ» που τον ανάγκασε να γονατίσει έμπροσθέν της.

 

Οκ, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ηλικίας του διαστημο-θαλασσόλυκου, την αυξημένη βαρύτητα και το άβολο περιβάλλον, ήταν προφανές ότι «δει δη προκαταρκτικών, και άνευ τούτων ουδέν εστι γενέσθαι των δεόντων», αλλά, ο Βαγγέλης θα επιθυμούσε τα προκαταρκτικά προς το παθητικό τους αντίστοιχο. Η ονειρευόμενη ανασκαφές αρχαιολόγος, ήδη του είχε αφαιρέσει τον αναπνευστήρα.

«Έλα, δε θα σε πειράξει η ατμόσφαιρα για λιγάκι».

Ο σαφής χρονικός προσδιορισμός αναπτέρωσε το ηθικό του γονατιστού αξιωματικού. Με τις πρώτες ανάσες χωρίς αναπνευστήρα μια διάχυτη δυσάρεστη μυρωδιά γέμισε τα ρουθούνια του. Όχι, αναγνώστη. Μη πάει ο νους σου στις αναγκαστικά πλημμελείς συνθήκες ατομικής υγιεινής στον έτσι κι αλλιώς δύσκολο χώρο ενδιαίτησης ενός διαστημικού σκάφους. Η μυρωδιά ερχόταν από τον χώρο και θύμισε στον πλοίαρχο υπονόμους…!

 

 

Όλα ήταν έτοιμα. Άπαντες στο σκάφος περίμεναν τη διαδικασία που θα έβαζε εμπρός το χρονοδιακόπτη για τη συνδυασμένη εκτόνωση των κεφαλών. Κανονικά αυτή ήταν δουλειά του Αξιωματικού Επιχειρήσεων όμως ο Γκαντέμης δε θα άφηνε κάποιον άλλο να αναλάβει το απίστευτο άχθος μιας τέτοιας κλίμακας γενοκτονίας. Αυτή είναι η ουσία της στρατιωτικής ιεραρχίας – η ψευδαίσθηση μετάθεσης της ευθύνης – της ενοχής εν τέλει με το σόφισμα ότι απλώς κάποιος εκτελεί διαταγές.

 

Ιδού λοιπόν εμπρός στην έσχατη από πλευράς συνεπειών πράξη του… Απομόνωσε το μυαλό του και με όχι μόνο φαινομενική ψυχραιμία, πάτησε το κόκκινο κουμπί. Η αντίστροφη μέτρηση των 10 λεπτών ξεκίνησε. Ίσως μια ανώτερη ηθική δύναμη να τον συγχωρούσε κάποτε αν και θα ήταν προτιμότερη η έγκαιρη παρέμβαση του από μηχανής θεού να τον λυτρώσει από το βάρος των ευθυνών του.

«Έτοιμοι;»

«Μάλιστα καπετάνιε!»

Ποιος ζει στη θάλασσα σε ανανά;

Έδωσε διαταγή για κβαντική μεταφορά στο διάστημα, μακριά από τον καταραμένο πλανήτη. Το σκάφος άρχισε να τρεμοσβήνει στο χώρο. Θα λέγαμε σαν μια χιονονιφάδα που μοιάζει να εξαφανίζεται σε ριπή ανέμου, αν αυτό δεν ακουγόταν τόσο «γκέυ» για ένα περήφανο πολεμικό σκάφος. Τελικά το σκάφος παρέμεινε στη θέση του. Καταραμένη κβαντική μηχανή! Ας όψονται αυτές οι ελλείψεις ανταλλακτικών λόγω λιτότητας.

 

Και η αντίστροφη μέτρηση συνεχιζόταν… Η αγωνία στο πλήρωμα ήταν εμφανής, πλην κάποιων παλιών που αντιμετώπιζαν την κατάσταση κάπως έτσι: «Φυσικά…, με πλοίαρχο τον γκαντέμη…» (Δεν υπάρχει ανορθογραφία στην τελευταία λέξη).

Την τραγική περίσταση ήρθε να ενισχύσει ένας απερίγραπτος ορυμαγδός που ακουγόταν έξω από το σκάφος και που φαινόταν να πλησιάζει. Αν μπορούσαν να δουν οι γήινοι, θα έβλεπαν την μεγάλη αίθουσα του υπόγειου δικτύου να γεμίζει ακαριαία από τεράστιες ποσότητες θολού νερού και να εκτονώνεται καταιγιστικά δια μέσου του δικτύου σηράγγων. Αυτό που δεν ήξεραν ήταν το εξής: Κάθε 8,5 χρόνια στην κατοικήσιμη πλευρά του πλανήτη των Γκονγκλινς ήταν η εποχή των μουσώνων έπειτα από ισόχρονη λειψυδρία. Οι βάρβαροι γιόρταζαν το γεγονός με μια πολυήμερη γιορτή σαν το ραμαζάνι, με κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων τροφής και ποτών που καταπονούσε το πεπτικό και απεκκριτικό τους σύστημα. Ομοίως καταπονείτο αθροιστικά και το σύστημα υπονόμων της μεγάπολης. Η λύση ήταν να ξεφορτωθούν τα λύματα. Κάθε 8,5 χρόνια μέσω κβαντικής μεταφοράς οδηγείται ανεπεξέργαστη η μεγαλύτερη ποσότητα αποβλήτων στο ειδικά κατασκευασμένο υπόγειο δίκτυο του ανατολικού ημισφαιρίου. Η απίθανος χρονικός συντονισμός συμπτώσεων ήταν αυτός που πυροδοτούσε συνεχώς τις άδικες φήμες που συνόδευαν τον πλοίαρχο Γκαντέμη. Ο στα πρόθυρα σύνταξης μηχανικός, με επιδεξιότητα, έκανε ότι περνούσε από το χέρι του (μάλλον το πόδι): κλώτσησε τον κβαντικό κινητήρα και αυτός πήρε μπρος με μια χαρούμενη ζωηράδα.

 

Οκ. Πάμε πάλι. To γερασμένο σκάφος, σαν συνομήλικη χορεύτρια στερούμενη δυναμισμού, αλλά όχι χάρης και νωχέλειας, πλήρες αντιβαρύτητας, τάνυσε τα αγκυλωμένα σκέλη (προσγείωσης) με την καλαισθητική ασχήμια τεχνουργήματος και με τριγμούς καθόλου τυχαίους αποχαιρέτησε την απολύτως κατάλληλη στιγμή και οριακά εγκαίρως τον ποταπό χώρο, ενώ οι επιβάτες βίωναν ενθουσιασμένοι το νενομισμένο για κβαντικό άλμα ιριδισμό των αισθήσεων, την πλαναισθησία της αλλοίωσης της μορφής και σχημάτων και τον μέχρι λιποθυμίας ιλλιγιώδη αποπροσανατολισμό και ναυτία.

 

Η αντίστροφη μέτρηση έληξε ενώ ο ακριβής (και ακριβός) ηλεκτρονικός μηχανισμός, καμάρι της Γοτθικής τεχνουργίας, επηρεασμένος ίσως, αρχικά ίσως από την περιρέουσα υγρασία και εν τέλει από τον κατακλυσμιαίο συγκλονισμό του «κρουστικού» τσουνάμι υγρών διαλυμάτων και αραιωμάτων περιττωμάτων, εκρίσεων και άλλων αηδιαστικών και αναξίων αναφοράς ουσιών, αδρανοποιήθηκε. Τα εντελλόμενα ηλεκτρόνια δεν κατάφεραν τελικά να διανύσουν το καθορισμένο μονοπάτι του πολέμου. Ως εκ τούτου καμία έκρηξη δεν έγινε. Ο άθλιος κόσμος έχασε την ευκαιρία να κάνει τη βιομηχανία κινηματογραφικών οπτικών εφέ να ωχριά μπροστά στο ασύλληπτο θέαμα που θα πρόσφερε. Τα εκρηκτικά συμπυκνωμένα στοιχεία, παρόμοια των στοιχειωδών συστατικών που εμφανίστηκαν στα πρώτα χρονικά κλάσματα τoυ Big Bang δεν εκτονώθηκαν παραμένοντας ασφυκτικά περιορισμένα στις ισχυρότατων μαγνητικών πεδίων φυλακές τους. Και ο άσχημος πλανήτης παρέμεινε παγερά (κυριολεκτικά) αδιάφορος και ανιαρά αμετάβλητος πλην της αξιοσημείωτης ακαριαίας μεταφοράς οργανικού υλικού ειδικής φύσεως. Ενός υλικού, ευτελούς συνεκδοχής, περίττωμα ή έκκριμα, ό,τι δηλαδή αποβάλλει ο σώμα στον κύκλο της φυσιολογίας του, δεν είναι το μιαρό που εξοβελίστηκε από την κοινωνική αιδημοσύνη και αυτασφάλιση, αλλά η πύκνωση –η έσχατη δραματική έκφραση– της ανθρώπινης έκπτωσης.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Προσοχή, έχουμε μέχρι στιγμής 16 συμμετοχές διηγημάτων. Άλλα διηγήματα δεν έχω στο "ταχυδρομικό μου κουτί".

 

Πρόσφατα, για να έχω το pm μου προσβάσιμο, το ξαλάφρωσα από μηνύματα που τα θεώρησα τελειωμένα και αχρείαστα. Ίσως σε κάποια από αυτά, ένας από σας να ζητούσε κάποια παράταση, δεν θυμάμαι. Ελέγξτε μήπως έχετε τοποθετήσει την συμμετοχή σας σε μήνυμα που από την δική μου πλευρά είναι ακυρωμένο. Δηλαδή, αν στείλατε συμμετοχή και δεν την βλέπετε ποσταρισμένη, μάλλον αυτό συνέβη. Ξαναστείλτε τη με νέο μήνυμα.

Link to comment
Share on other sites

21:30 - 23:00

Ο Διοργανωτής του διαγωνισμού είναι εκτός.

Διπλό Star Trek σε καναπεδικό ραντεβού!

Link to comment
Share on other sites

#17 - Κουτσοί Στραβοί Στον Άγιο Παντελεήμωνα (1.006 λέξεις)

 

Όλος ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί και στριμώχνονταν στη κεντρική πλατεία του κάστρου για ν’ ακούσουν τα σημαντικά λόγια του Βασιλιά τους Γεωργάκιους. Όλη η πόλη της Αθέναουμ είχε σχεδόν καταστραφεί απ’ τις επιθέσεις του Κόκκινου Δράκου, ο οποίος τις νύχτες κρύβεται για να ξεκουράζεται στους αρχαίους υπονόμους της πόλης, εκεί όπου η δυσοσμία και το σκοτάδι από μόνα τους θα μπορούσε να διώξει και τους πιο θαρραλέους πολεμιστές. Για πολλά χρόνια κοιμόταν στα βαθειά εκείνα σπήλαια όμως πλέον ο τρόμος και ο κίνδυνος είναι παραπάνω από φανερός. Η λύση μία… Να εξοντωθεί το κτήνος και η ειρήνη να επιστρέψει στις καρδιές των κατοίκων της Αθέναουμ!

 

«Είμαστε όλοι μαζεμένοι εδώ σ’ αυτή την πλατεία, γιατί εκτός του ότι σας πρόσταξα να είστε εδώ, πρέπει να βρεθεί μια λύση για να σωθεί η πόλη μας από τα δόντια και τις φλογισμένες ανάσες του Κόκκινου Δράκου!» είπε ο Βασιλιάς Γεωργάκιους με την βροντερή φωνή που τον χαρακτήριζε πάντα, ντυμένος με τα βασιλικά άσπρα ρούχα του τυφλώνοντας με το στέμμα του τον κόσμο κάτω λόγω των λαμπυρισμάτων του ήλιου πάνω του. «Γι’ αυτό τον λόγο χρειάζομαι έναν γενναίο και ατρόμητο πολεμιστή να πάει να βρει το κτήνος και να του δώσει το μάθημα που του χρειάζεται!» Σιγή έπεσε ξαφνικά και μόνο τα μουρμουρητά του κόσμου κάτω ακουγόταν ενώ κανείς δε φαινόταν πρόθυμος να επωμιστεί πάνω του τέτοια ευθύνη, αφού κάνεις δεν ήθελε να παίξει ζάρια με το θάνατο μέχρι να δουν ποιος θα νικήσει στο τέλος.

 

«Εγώ θα πάω Ω Μεγάλε Βασιλιά!» ακούστηκε μια φωνή μια φωνή στο βάθος.

«Ποιος είσαι εσύ γενναίε πολεμιστή; Πες μου σε ποια οικογένεια ανήκεις;» αποκρίθηκε ο Βασιλιάς.

«Είμαι ένας Κουτσός Ω Βασιλιά!» είπε με καμάρι.

«Τι σημαίνει αυτό;!» τον ρώτησε με θυμό ο Γεωργάκιους.

«Είμαι της οικογένειας των Στραβών Βασιλιά μου και από τα παλαιά χρόνια όταν ακόμα ο Δράκος κοιμόταν, η οικογένεια μου είχε ορκιστεί να προστατεύει την πόλη μας!» φώναξε με καμάρι.

Όλοι γύρισαν να τον δουν. Ήταν ντυμένος στα κόκκινα, το χρώμα της οικογενείας των Στραβών και ο ήλιος φώτιζε τα ξανθά του γένια παρόλο που από ύψος δεν ξεπερνούσε ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι.

«Κανείς άλλος είναι αρκετά γενναίος ώστε να πάει μαζί με τον Στραβό;» ρώτησε με την πελώρια φωνή του ο βασιλιάς ανακρίνοντας με τα μάτια του τον κόσμο κάτω από το ύψωμα στο οποίο τον είχαν ανεβάσει απ’ την προσωπική του φρουρά.

«Εγώ, Ω Μεγάλε Βασιλιά!» ακούστηκε μια φωνή στα ξαφνικά. «Εγώ θα βοηθήσω, ταπεινός σας υπηρέτης, της οικογενείας των Κουτσών!» Τα μαύρα του μακριά μαλλιά και τα μαύρα ρούχα, σημάδι της οικογενείας του, ήταν αυτά που διέκριναν όλοι πέρα του θάρρους του γενναίου πολεμιστή ν’ αναλάβει τούτο το δύσκολο έργο.

«Τί στο καλό είναι αυτά τα πράγματα;! Κουτσοί, Στραβοί εδώ βρέθηκαν;» ωρυόταν ο βασιλιάς, αλλά μη βλέποντας άλλη προθυμία τελικά αποφασίστηκε να πάνε εκείνοι.

 

Στο δρόμο προς τους αρχαίους υπονόμους, οι δυο πολεμιστές μιλούσαν για τα κατορθώματά τους, για τις μάχες που είχαν δώσει και τις γυναίκες που είχαν κερδίσει απ’ όλες τις νίκες τους.

«Πρέπει να είμαστε ενωμένοι, ο φόβος μας γι ‘αυτό το τέρας να μείνει έξω απ’ αυτά τα σπήλαια, να είμαστε ένα!» έλεγε ο Στραβός στον Κουτσό, αλλά ο Κουτσός δε του έδινε μεγάλη σημασία. «Πού έχεις το μυαλό σου μαυροφορεμένε;» τον ρώτησε.

«Ξέρεις, συμπολεμιστή μου Στραβέ, όση ώρα μου μιλάς με κάνεις και σκέφτομαι ένα πράγμα. Εκεί που θα μπούμε, δε ξέρω ποια μυρωδιά θα πρέπει να με φοβίσει πιο πολύ. Των απορριμμάτων εκεί μέσα, ή η δική σου;» του είπε κοιτάζοντάς τον με αηδία ο Κουτσός.

 

Μετά από λίγη ώρα είχαν φτάσει στην είσοδο των υπονόμων της αρχαίας πόλης και οι γενναίοι πολεμιστές κλείνοντας την μύτη τους άρχισαν να ψάχνουν μέσα στις δαιδαλώδεις στοές τον δράκο. Κρατούσαν δάδες στα χεριά τους για να μπορούν να βλέπουν μέσα στα σκοτάδια. Η δυσοσμία υπήρχε και στην παραμικρή γωνία των υπονόμων. Ήταν τα αρχαία μυστικά λουτρά εδώ ώσπου μετά από χρόνια κατέληξαν να γίνουν οι υπόνομοι της αρχαίας πόλης μέχρι που δεν χώραγαν άλλα σκατά και αναγκαστικά έπρεπε να βρεθεί άλλος μέρος γι’ αυτή την δουλειά.

«Πώς θα καταλάβουμε που κοιμάται ο Δράκος;» ρώτησε σιγανά ο Στραβός.

«Τι να σου πω, το πολύ να πέσουμε καταλάθος πάνω του ή μέσα στο στόμα του.» είπε με ειρωνεία ο Κουτσός και ο Στραβός περιορίστηκε μ’ ένα μουγκρητό γι’ απάντηση στην όχι και τόσο ευχάριστη παρέα που είχε αυτές τις δύσκολες ώρες.

Ξαφνικά όπως προχωρούσαν, είδαν την σκιά του Κόκκινου Δράκου στον απέναντι τοίχο που φωτιζόταν απ’ τις δάδες τους και όπως προχωρούσαν ατρόμητοι, τώρα κρύφτηκαν σε μια γωνία τρομαγμένοι.

«Λοιπόν, με το τρία, θα ορμήσουμε και οι δύο μέσα τώρα που κοιμάται ώστε να μην το περιμένει! Είσαι έτοιμος;» ρώτησε όλο θάρρος ο Κουτσός και ο Στραβός το μόνο που έκανε ήταν να κουνήσει το κεφάλι καταφατικά απ’ τον φόβο του.

 

Μέτρησαν μέχρι το τρία και όρμησαν ατρόμητοι οι θαρραλέοι πολεμιστές μέσα στη στοά του Δράκου με τα σπαθιά τους να κόβουν τον αέρα και να φωνάζουν τον θάνατο να έρθει να πάρει το κτήνος μαζί τους! Ώσπου… Ο Δράκος ξύπνησε μόνο και μόνο με την λέξη τρία που φώναξαν και μόλις τους είδε με μία ανάσα κατάφερε και τους έλιωσε τα σπαθιά! Αμέσως ο Κουτσός και ο Στραβός θαρραλέα πανικόβλητοι άρχισαν να τρέχουν να σωθούν απ’ τα δόντια του Δράκου ο οποίος τους είχε πάρει στο κυνήγι. Όπως έτρεχαν να σωθούν ξαφνικά είδαν το φώς του ήλιου να βγαίνει από μία σχισμή στο τοίχο και κατευθείαν άλλαξαν την κατεύθυνση τους προς τα εκεί ελπίζοντας να χωράνε να περάσουν! Για καλή τους τύχη χώρεσαν και στην προσπάθεια του ο Δράκος να τους πιάσει, πάτησε σ’ έναν λάκκο από σκατά και παραπατώντας έπεσε πάνω στην σχισμή που ταρακούνησε ολόκληρη την στοά των υπονόμων πλακώνοντας τον σ’ έναν σωρό από ερείπια.

 

Μόλις κατάλαβαν ότι σώθηκαν από θαύμα ο Κουτσός και ο Στραβός αποφάσισαν να χτίσουν έναν βωμό στον Άγιο Πολεμιστή που ήταν προστάτης των υπονόμων της αρχαίας πόλης, Παντελεήμονα, ώστε πρώτον να τιμηθούν οι οικογένειες τους και δεύτερον όλος ο κόσμος να θυμάται το κατόρθωμα τους , χαράζοντας με την ιστορία τους την ελπίδα στις καρδιές των ανθρώπων.

 

ΤΕΛΟΣ

Link to comment
Share on other sites

post-1004-0-62555400-1310937976_thumb.jpg

 

ΩΣ ΕΔΩ!

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΛΛΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ.

 

Ο 2ος ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ

17 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ!

 

Από αυτή τη στιγμή ξεκινάει επίσημα η περίοδος ανάγνωσης-ψηφοφορίας που λήγει στις 28 Ιουλίου (με πιθανότητα παράτασης.)

 

Οι ψήφοι, με τον γνωστό τρόπο, θα στέλνονται με pm σε μένα και στον DimitrisX.

Θα ψηφίζεται δηλώνοντας μόνο τον τίτλο διηγήματος φυσικά.

 

ΑΠΟ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ/ΚΡΙΤΙΚΕΣ.

Στέλνετε τα σχόλια και τις κριτικές σε μένα με pm. Πρώτα γράφεται τον τίτλο του διηγήματος και από κάτω το κείμενο που το αφορά. Απλά πράγματα, για ένα απλό copy-paste.

 

Όχι καφρίλες. Πλην της ανωνυμίας, ο σχολιασμός παραμένει αυτό που θέλουν να διαβάσουν οι συμμετέχοντες συγγραφείς.

 

Ευχαριστώ.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Πρώτα σχόλια:

 

ΤΟ ΚΗΡΥΚΕΙΟ

 

Αυτό το διήγημα έχει δύο μεγάλα μειονεκτήματα.

 

Το πρώτο είναι ο τρόπος που χρησιμοποιήθηκε η ελληνική μυθολογία. Τον βρήκα πολύ κακό. Νομίζω πως όταν γράφουμε εμπνευσμένοι από μια μυθολογία μπορούν να συμβούν δύο πράγματα.

1) Να μείνουμε πιστοί στη μυθολογία, γράφοντας μια ιστορία απόλυτα ταιριαστή σε ύφος και λεπτομέρειες.

2) Να γράψουμε κάτι που θα είναι μια καινούργια προσέγγιση ενός μυθολογικού θέματος.

Αυτό το αναποφάσιστο όμως, μυθολογία ή παρωδία μυθολογίας, δεν βγάζει καλό αποτέλεσμα.

 

Το δεύτερο μειονέκτημα είναι η γλώσσα. Με πέταγε έξω συνέχεια, είχα την εντύπωση ότι προσπαθούσες να διηγηθείς κάτι στους φίλους σου μέσω facebook ή κάποιου blog. Δεν είναι αυτό που λένε “καθομιλουμένη” και σίγουρα δεν ταιριάζει σε λογοτεχνικό κείμενο.

 

ΥΠΟΝΟΜΟΙ

 

Εδώ έχουμε μία πολύ ευχάριστη ( ! ) ιστορία, που διαβάζεται νεράκι αλλά δεν ξεχνιέται το ίδιο εύκολα. Έχει καλή κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, όχι τίποτα αβάσταχτο, αλλά είναι εκεί. Έχει καλό ρυθμό και οι εικόνες έρχονται και φεύγουν, εξυπηρετώντας το σκοπό τους, χωρίς να στεκόμαστε παραπάνω από ό,τι χρειάζεται στην κάθε μία.

 

Δεν βρήκα κάτι αρνητικό, αλήθεια. Δεν με ξετρέλανε, αλλά με ικανοποίησε ως μία ολοκληρωμένη ιστορία.

 

 

ΡΑΒΔΙ

 

Πολύ ωραίο διήγημα! Εντάξει, λιγάκι πιο παραστατικό από όσο αντέχω (παραλίγο να ξεράσω κι εγώ δηλαδή), αλλά χαλάλι. Κοτζάμ δρακοαπόγονοι βρίσκονται καθ' οδόν.

Φάνηκε όμως ότι δυσκολεύτηκες να εκμεταλευτείς σωστά τον δεδομένο χώρο και ανακάλυψες ξαφνικά ότι το όριο λέξεων πλησίαζε επικίνδυνα! Γι' αυτό, στις τελευταίες σειρές, τρεχάτε ποδαράκια μου, “λοιπόν, θα γίνει έτσι, κι αλλιώς, και τέλος”. Χτύπησε άσχημα.

Επίσης, καταλαβαίνω το λόγο που επαναλαμβάνεται η φράση-κλειδί, αλλά το παράκανες. Χάνει σε δύναμη όταν λες κάτι κάθε δυο γραμμές.

 

Δεν έχω άλλα να πω, η ιστορία του Ραβδιού μου άρεσε, και (λίγες φορές το λέω αυτό) θα ήθελα πάρα πολύ να γνωρίσω καλύτερα τον Ιτάργκα και το σινάφι του. Μια ωραία συλλογή διηγημάτων, ίσως;

Link to comment
Share on other sites

#1 - Το κηρύκειο

 

Aυτή ήταν μια πραγματικά καλή ιστορία! Είχε εκπλήξεις, πλοκή που δεν μάντευες από την πρώτη γραμμή, πολύ και ωραίο χιούμορ χωρίς να γίνεται φτηνό ούτε σε ένα σημείο, πρωτότυπη χρήση της μυθολογίας χωρίς να είναι ακριβώς παρωδία, και σίγουρα έπιασε το θέμα του διαγωνισμού και το . . . "αποθέωσε!" (pun intended). Aκριβώς επειδή είναι τόσο καλή ιστορία, το μόνο που μου έκανε λίγο άσχημη εντύπωση ήταν οι μικρές ασυνταξίες και έλλειψη σωστών σημείων στίξης πού και πού. Η επίγευση που μου άφησε, για ώρες, ήταν ένα χαμόγελο και αυθόρμητα γέλια όποτε τη σκεφτόμουν!

 

---

 

#2 – Υπόνομοι

 

Aυτό που ξεχωρίζει σ'αυτή την ιστορία είναι τα τελείως ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία. Είναι μια ιστορία που θα λειτουργούσε χωρίς κανένα φανταστικό στοιχείο. Όσα φανταστικά στοιχεία υπάρχουν, που ο συγγραφέας θέλησε να τα παρουσιάσει σαν τρομακτικά, απλά δεν λειτουργούν πουθενά, δεν "δένουν", δείχνουν παράταιρα, σαν απλές σφήνες, και σίγουρα καθόλου τρομακτικά. Οι υπόνομοι δεν είναι παρά ένα μικρό σημείο της πλοκής που θα μπορούσε και να λείπει. Παρ'όλο που υπάρχει μια κάποια αγωνία, οι διάλογοι ακούγονται αφύσικοι και στημένοι, πράγμα που χαλάει τελείως την ατμόσφαιρα του όποιου μυστηρίου χτίζεται στη διήγηση. Νομίζω πως θα ήταν καλύτερη αν ήταν και πιο μικρή σε μέγεθος. Ο συγγραφέας της γράφει "απνευστί", πράγμα που μπορεί να είναι καλό γιατί το λεξιλόγιό του είναι πλούσιο, αλλά σ'αυτή την περίπτωση είναι πολύ μεγάλη ιστορία για τόσο λίγη πλοκή. Δεν θα την έλεγα κακή ιστορία. Απλά, αδόκιμη.

 

---

 

#3 – Ραβδί

Λοιπόν, με το που ξεκίνησα να διαβάζω τις πρώτες προτάσεις, σκέφτηκα: "Ωχ, ένας ακόμα ψευδομεσαιωνικός κόσμος με εξωτικά ονόματα τα οποία δεν μου λένε τίποτα όταν δίνονται φάτσα-κάρτα!" Η εντύπωση όμως αντιστράφηκε 180 μοίρες καθώς συνέχιζα να διαβάζω. Ξέχασα το χρόνο, απορροφήθηκα, προσπαθούσα να μη διαβάζω γρήγορα ώστε να απολαύσω την πλοκή, τους χαρακτήρες, τις σχέσεις τους, τους διαλόγους, τα πάντα! Η ιστορία αυτή είναι απλά εξ-αι-ρε-τι-κή! Πήρε το θέμα και του εμφύσησε ζωή και δύναμη. Τα πάντα δένουν σ'αυτή την ιστορία. Μα, τα πάντα! Ο/Η συγγραφέας της εκμεταλεύτηκε ένα βασικό χαρακτηριστικό της ιδέας των υπονόμων, τη μυρωδιά, και στήριξε σ'αυτήν την περιγραφή όλου του κόσμου που έπλασε, μέσω της οποίας (μυρωδιάς) και τον γνωρίσαμε. Και μάλιστα με μια εξαιρετική φαντασία και κοσμοπλασία με κέντρο τις δράκαινες και τα αυγά τους. Το τέλος, δε, ήταν απρόσμενο και απλά υπέροχο. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα μπορούσα να απολαύσω τόσο μια ιστορία όπου να . . . "βρομάει" τόσο πολύ! (lol)

Δεν ξέρω ποιος/α είναι ο συγγραφέας αλλά είναι ταλεντάρα! Αγαπημένη πρόταση: "Τα σπλάχνα της πόλης. Δεν είναι καθόλου διαφορετικά από τα σπλάχνα μιας δράκαινας."

 

---

 

#4 - Βοθρία (mind the gap)

Εδώ δεν ξέρω τι προσπάθησε να κάνει ο/η συγγραφέας. Αν θέλησε να παρουσιάσει μια avant-garde διήγηση με ολίγη από Tom Robbins και Ηenry Miller, θα έλεγα πως απέτυχε. Δεν υπάρχει ειρμός, συνοχή, συνέπεια, πλοκή. Συγχρόνως, η ιστορία δεν περιέχει κανένα φανταστικό στοιχείο που να μην μπορεί να ερμηνευτεί, μάλλον καθαρά, σαν αποτέλεσμα κάποιου παραισθησιογόνου. Το χιούμορ είναι άτοπο, στημένο, judgemental, και του "πεζοδρομίου". Μαζί με αυτά, τα διάφορα ορθογραφικά λάθη, ασυνταξίες, έλλειψη σωστών σημείων στίξης, την κάνουν να φαντάζει πρόχειρη και κακογραμμένη. Η μανία με το χέσιμο σε κάθε δύο γραμμές, σταματάει να είναι αστεία στη δεύτερη φορά. Πάντως, ο/η συγγραφέας της δείχνει πως έχει έναν ιδιότυπο, και αρκετά πρωτότυπο και διαφορετικό, τρόπο γραφής, πράγμα που μπορεί να τον/την κάνει να γράψει καλές ιστορίες. Δυστυχώς, η παρούσα δεν ήταν μια από αυτές.

 

---

 

#5 – Απόβλητος

 

Εντάξει, εδώ μιλάμε για μια παραληρηματική αφήγηση (κάτι που προσωπικά μ'αρέσει) και για άνεση στην τέχνη του λόγου που δημιουργεί μια πλούσια, λεξιλογικά, διήγηση. Καλή είναι επίσης και η μη κυριολεκτική χρήση του θέματος. O/Η συγγραφέας έχει μεγάλες, λογοτεχνικές δυνατότητες!

Αλλά.

Και εδώ έχουμε μια ιστορία που δεν περιέχει φανταστικά στοιχεία, αλλά ούτε και τρομακτικά που να βασίζονται στο θέμα. Και εξηγούμαι: Πέρα από τις όποιες σιχαμερές περιγραφές παντού στο κείμενο, ο "τρόμος" έρχεται μόνο από μια εντελώς παράταιρη, άσχετη, "σφήνα" που είναι ένας βιασμός. Είναι, κυριολεκτκά, η "τσόντα" που δικαιώνει το "είδος" της ιστορίας. Εγώ αισθάνθηκα προδωμένος διαβάζοντας μια ιστορία που ξεκίνησε καλά (αν παραβλέψουμε και μερικές άσχετες δηλώσεις, που δεν είχαν κανένα λόγο ύπαρξης στην ιστορία, όπως τα περί "ορισμών" κλπ), γραμμένη σχεδόν αριστοτεχνικά, για να καταλήξει στο αποκορύφωμα ενός βιασμού που δεν δένει πουθενά με όλη την υπόλοιπη διήγηση, διαλύοντας την όποια συνοχή της, και κάνοντας την ιστορία "πλίνθους και κεράμους ατάκτως ερριμμένα". 'Εμεινα τελικά με το ερώτημα: Τώρα, τι νόημα είχε αυτό που διάβασα;

 

---

 

#6 - Είκοσι Βήματα

 

Η ιστορία αυτή με τράβηξε από την αρχή. Και καθώς άρχισα να διαβάζω τα βήματα, με ενθουσίασε αυτός ο ιδιαίτερα πρωτότυπος και άμεσος τρόπος της διήγησης. Κάθε βήμα αποκάλυπτε κάτι από την πλοκή, χωρίς φιοριτούρες αλλά με την ακρίβεια και τον "ήχο" πραγματικών βημάτων. Ένιωσα συναισθήματα αγωνίας και τρόμου! Όμως, τελειώνοντας την ιστορία, παρατήρησα πως . . . δεν την κατάλαβα. Την ξαναδιάβασα, όπως όλες τις ιστορίες, και . . . πάλι το ίδιο. Δεν την κατάλαβα. Τη διάβασα και τρίτη φορά. Μια από τα ίδια. Δεν είδα πουθενά κάποια λύση, κάποια κάθαρση, κάποια εξήγηση, κάποιο σημείο αναφοράς, κάποια δικαίωση όλου αυτού του αργού build-up μέσα σε τόσα βήματα. Γιατί ο ξένος πήγαινε εκεί που πήγαινε; Γιατί αυτή η συμβολική (κεραυνός - σκουριασμένο ξυράφι); Γιατί ο/η συγγραφέας κράτησε για τον εαυτό του/της το όλο νόημα της ιστορίας που, τελικά, θα τη δικαίωνε;

 

---

 

#7 - Μετά την 46

 

H ιστορία αυτή θυμίζει πάρα πολύ μεταφορά τηλεοπτικού επεισοδίου αστυνομικής σειράς μυστηρίου και τρόμου. Αυτό καθαυτό δεν είναι κακό. Αυτό που είναι κακό είναι η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε πρωτοτυπίας και ενδιαφέροντος που να κρατήσει τον αναγνώστη. Πλοκάμια που βγαίνουν από ένα τέρας των υπονόμων που τρώει ανθρώπους; Ο ορισμός του χιλιοτετριμμένου στερεότυπου. Η γραφή δεν ήταν κακή όμως και ο ρυθμός, τα δευτερεύοντα σημεία της πλοκής και οι χαρακτήρες είναι αξιοπρεπείς. Μία συμβουλή: Όταν γράφετε διαλόγους, με επεξηματικές προτάσεις, γράφτε τες σε διπλά διαστήματα, και όχι σε παραγράφους των 30 σειρών η κάθε μία. Κουράζει, και το μάτι προσπαθεί να προσπεράσει γρήγορα τις φράσεις για να τελειώνει την παράγραφο. Η επίγευση που μου άφησε δεν ήταν αρνητική μεν, αλλά μια αίσθηση πως είχα ξαναδιαβάσει/δει αυτή την "υπόθεση" χίλιες φορές στο παρελθόν.

 

---

 

#8 - Τούλα η Σκατούλα

 

Το ρίσκο όταν γράφει κάποιος παρωδία είναι πώς, αν ο αναγνώστης δεν ξέρει τι παρωδείται το αποτέλεσμα δεν είναι ούτε αστείο, ούτε καλό. Εδώ έχουμε μια ιστορία που θυμίζει περισσότερο διάλογο δύο μαθητών γυμνασίου που κάνουν χαβαλέ με "χιούμορ της τουαλέτας", βασισμένοι πάνω στο αστείο όνομα "Τούλα η Σκατούλα."

Η γραφή είναι μάλλον παιδική και, εκεί που αυτή θα λειτουργούσε σε ένα παραμύθι, εδώ δείχνει παιδιάστικη και αδόκιμη. Αυτό φαίνεται και από την συνεχή χρήση της λέξης "λοιπόν" στην ίδια παράγραφο κάπου στην αρχή, όπως και στο μέγα σφάλμα της εναλλαγής από διαλόγους και περιγραφές, σε σενάριο κόμικ όπου ο κάθε χαρακτήρας μιλά μετά το όνομά του. Π.χ.:

"Ζούλ: Βέβαια. Ό, τι θέλεις. Μόνο σε παρακαλώ μην μου κάνεις κακό. Εντάξει;

Τούλα: Θα το σκεφτώ. Και τώρα σήκω."

Eίναι μάλλον εμφανές πως γράφτηκε "στο πόδι" χωρίς ιδιαίτερη προσοχή. Τα δε φανταστικά στοιχεία που είχαν κάποιο ενδιαφέρον, οπως και η κοσμοπλασία της ιστορίας, είναι επίσης δωσμένα με προχειρότητα και ασυνέπεια. Πάντως, ο/η συγγραφέας δείχνει σημάδια γόνιμης φαντασίας και δυνατότητας για δημιουργία χαρακτήρων και πλοκής, οπότε σίγουρα μπορεί να γράψει κάτι καλύτερο.

 

---

 

#9 - Να είναι τα πάντα σιωπηλά και τα πάντα σκοτάδι

 

Αυτή η ιστορία δεν είναι ούτε ε.φ. ούτε fantasy ούτε τρόμου. Δεν ξέρω τι είναι. Μάλλον άλλο ένα ψυχογράφημα, χωρίς ειρμό, με λίγη ουσία πέρα από έναν βαυκαλιστικό συναισθηματισμό, και με λίγο νόημα. Πλοκή μηδενική, περιγραφές ενδιαφέρουσες λεξιλογικά αλλά μάλλον ανούσιες, και μια ποιητικότητα-τραγικότητα που συγκινεί και αγγίζει, εν μέρει, αλλά φαίνεται ξέχωρη από το πλάσμα που είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Μοιάζει περισσότερο σαν ο/η συγγραφέας να περιγράφει τι φαντάζεται πως ζει αυτό το πλάσμα, παρά να μας δείξει πως το πλάσμα το "ζει" ό,τι ζει. Και στο τέλος, αποκαλύπτεται πως . . . τι; Πως ήταν ένα παιδί που κατασκεύαζε διάφορα με το νου του; Aν είναι έτσι, τότε εδώ έχουμε το τυπικό "κλισέ": Όλα ήταν ένα όνειρο. Όσο για τα τραγικά, emo, παρανοϊκά πλάσματα του σκότους που είναι χλομά και αδύναμα, νομίζω πως το Gollum του Tolkien αρκεί. Όμως, ο/η συγγραφέας έχει όμορφη γλώσσα, και ιδιαίτερη ποιητικότητα στην έκφραση, οπότε αν ξεπεράσει την emo "λογική" του "ψυχογραφήματος", μπορεί να δώσει κάτι πολύ αξιόλογο.

 

---

 

#10 – Ανωριμότητα

 

Η ιστορία ξεκινά με ενδιαφέρον, και είναι η πρώτη επιστημονικής φαντασίας που διαβάζω για το διαγωνισμό. Φαίνεται, αρχικά, τυπική, παλιομοδίτικη διαστημική όπερα. Λίγο πιο κάτω αρχίζω να αισθάνομαι πως θα καταλήξει σε φάρσα και η απογοήτευση χτυπά την πόρτα του νου μου. Λίγο πιο κάτω όμως και ξαφνικά η ιστορία, η ιδέα της, το νόημά της με στέλνουν κανονικά!! Παρά τα εμφανή (και ωραία) αλληγορικά της στοιχεία, στέκει θαυμάσια σαν μια ιστορία ε.φ. Αν και οι υπόνομοι δεν παίζουν κανέναν ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία, είναι ένα απαραίτητο στοιχείο της, αλλά το κυριότερο φυσικά είναι αυτό που ζει εκεί μέσα. Από τις κορυφαίες ιστορίες του διαγωνισμού!

 

---

 

#11 - Ίσως...

 

Είχα την αίσθηση όταν ξεκίνησα να διαβάζω πως θα πρόκειτο για μια ιστορία της παλιάς, καλής ε.φ. Αλλά γραμμένη στο σήμερα. Όμως η ιστορία αυτή έχει τόσα πολλά από τα στερεότυπα που διάβαζε κανείς στα pulp περιοδικά μέχρι και τα 50ς που σύντομα κουράζουν. Ή σαν ο/η συγγραφέας της έγραφε μια πεζή μεταφορά κάποιου επεισοδίου παλιάς σειράς ε.φ.

 

Το κακό είναι πως τα χρησιμοποίησε όλα, ξεκινώντας π.χ. από αυτή την ακατάσχετη μανία με αριθμούς μοντέλων, και μετρήσεις μήκους, ύψους, πλάτους κ.λπ. σαν να ήθελε να κάνει μια πεζή ιστορία να *μοιάζει* με επιστημονική φαντασία χωρίς να είναι. Όμως *είναι* ε.φ. Παρά την αξιέπαινη μελέτη που έκανε, η ιστορία του/της έχει κάμποσα ορθογραφικά λάθη, ασυνταξίες, κ.λπ. πράγμα που αφαίρεσε κάποιους "πόντους". Το τέλος ήταν προβλέψιμο γιατί στις παλιές ιστορίες του είδους μόνο δύο πιθανότητες υπάρχουν: Ή η καταστροφή των "υπάνθρωπων" ή η θεοποίηση των ανώτερων από τους κατώτερους. Σπανίως, μπορεί να συμβεί και η καταστροφή των πρώτων, πράγμα που θα ήταν σίγουρα πιο πρωτότυπο. Θα προτιμούσα δε, να μην μαθαίναμε τι συνέβη μετά από πολλά χρόνια, γιατί στα πλαίσια τέτοιου μεγέθους ιστορίας, ήταν εντελώς άχρηστο και περιττό, σαν να μας έλεγε ο/συγγραφέας: "Αν είχα παραπάνω λέξεις/χρόνο, ΝΑ τι θα είχα γράψει". Οι χαρακτήρες και οι διάλογοι ήταν δισδιάστατοι και στυλιζαρισμένοι χωρίς ιδιαίτερη ζωντάνια. Η πλοκή ωστόσο δεν ήταν άσχημη, ούτε και οι περιγραφές. Έτσι ήταν μια καλούτσικη προσπάθεια και η επίγευση που μου άφησε δεν ήταν κακή. Απλά θα μπορούσε να ήταν παρασάγγας καλύτερη.

 

---

 

#12 - Παρίσι 1941

 

Καλό θα είναι ο/η συγγραφέας της ιστορίας αυτής να ξαναδιαβάζει τι γράφει ώστε να αποφεύγει κάποια βασικά λάθη. Κυρίως την αλλαγή στο χρόνο διήγησης από ενεστώτα σε αόριστο. Από το παρόν στο παρελθόν. Σαν ιστορία ήταν . . . γλυκούλα, σίγουρα όχι τρομακτική, αλλά με κάμποσα ελαττώματα όπως την έλλειψη εξήγησης για κάποια πράγματα όπως την παρουσία του μαυροντυμένου. Στημένο επίσης έδειχνε το γεγονός πως ο παπούς πέθανε στον ύπνο του την ίδια μέρα. Θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό και δραματικό αν η ιστορία είχε ξεκινήσει με τον παπού να προαισθάνεται το τέλος του και να είχε αποφασίσει να βγάλει από μέσα του αυτό το μυστικό που κρατούσε τόσα χρόνια. Έτσι όπως είναι δοσμένο, ακούγεται σαν μια τυχαία βραδιά μιας οικογένειας, χωρίς κανέναν σασπένς. Θα μπορούσε κιόλας η τελευταία φράση να αναφέρεται σε μερικά χρόνια στο μέλλον όταν πέθανε ο παπούς.

Η τοποθέτηση μέρους της ιστορίας στον πόλεμο στη Γαλλία ήταν ευρηματική και καλά δοσμένη, αν και η ιδέα των παραμορφωμένων πλασμάτων των υπονόμων δεν ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπη. Πάντως η επίγευση που μου άφησε ήταν καλή.

 

---

 

#13 - Ο Θεός των Υπονόμων

 

Περιγραφές: Μια χαρά. Εφφέ και εικόνες: Ωραία. Εξωτικότητα: Υψηλή. Kεντρική ιδέα: Καλή. Koσμοπλασία: Άριστη. Πλοκή: Mέτρια. Characterization: Μέτριο. Γραφή: Ευφάνταστη, αξιοπρεπής αλλά κάπως επίπεδη. Χιούμορ: Καλό. Σύνολο: Σαν να έβλεπα σκηνές από online game. Κάποιες ωραίες εικόνες, κάποιες καλές και δημιουργικές ιδέες, γραφή που δείχνει οπωσδήποτε μια κάποια πείρα, ωραίο και απρόσμενο το τέλος, αλλά τελικά η επίγευση είναι καλούτσικη προς μέτρια που εντείνεται από κάποιες ασυνέπειες στη διήγηση και στην εναλλαγή των σκηνών, όπως και στην ξαφνική, deus ex machina, εμφάνιση του υπόλοιπου καστ. Σίγουρα δεν είναι κακή ιστορία αλλά ο/η συγγραφέας έχει σίγουρα πολλές ικανότητες που όμως δεν αξιοποίησε στην περίπτωση αυτή.

 

---

 

#14 – Φόροι

Εντάξει, μια που το θέμα αφορά την αποχέτευση, λογικό είναι να υπάρχουν ιστορίες με έμφαση στα σκατά και το χέσιμο και τις μυρωδιές κ.λπ. Όμως εδώ ο/η συγγραφέας δείχνει να χρησιμοποίησε το θέμα όχι για να γράψει μια ιστορία, αλλά σαν δικαιολογία για ένα σκατολαγνικό όργιο που ίσως φαντάζει πολύ χιουμοριστικό αν συνδυαστεί μάλιστα με τα κόπρανα ως είδος φόρου. Μόνο που δεν είναι. Ούτε χιουμοριστικό, ούτε κοινωνικός σχολιασμός, ούτε καλή ιστορία. Είναι πολύ εύκολη διέξοδος που δεν χρειάζεται καμμία σκέψη για να γραφτούν τέτοιες ιστορίες. Είναι ευκολόπεπτες και άκοπες ουσιαστικά. Είναι το είδος της ιστορίας που δεν μπορώ να πάρω στα σοβαρά, όταν βλέπω πως έχει γραφτεί μόνο για να βγάλει γέλιο τόσο δύσκολο όσο δυσκοίλιος ήταν ο πρωταγωνιστής της. Είναι σαν ένα υπερβολικά μεγάλο ανέκδοτο με "σκατάνθρωπους" που μπορεί να αρέσει σε χαβαλεδιάρικη αντροπαρέα φοιτητών. Τεχνικά, πάντως, η ιστορία ήταν γραμμένη μάλλον εντάξει, γραμματικά και συντακτικά, με καλό ρυθμό, στρωτή πλοκή, και συνοχή. Δεν αρκούν όμως αυτά για να την πω καλή ιστορία.

Link to comment
Share on other sites

...

 

Edit: Άκυρο, έκανα μια ερώτηση που απαντήθηκε μοναχή της.:book:

 

 

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

Παρίσι 1941

 

Ένα παρα πολυ ωραιο διήγημα. Φανταζεσαι τον βετεράνο να κάθεται στην πολυθρόνα του και να τα διηγείται όλα αυτά και δεν μπορείς παρά να τα πιστέψεις..Μου άρεσε πάρα πολύ το όλο στόρι τοποθετημένο στον Β παγκόσμιο Πόλεμο και το τυφλό κυνηγητό στους υπονόμους. Σκοτεινή ιστορία βαλμενη με ωραίο τρόπο..

Link to comment
Share on other sites

2. Ραβδί:

 

Τεχνικά όχι άσχημο, αλλά σαν θέμα δεν μου είπε απολύτως τίποτα και το ξέχασα σε 5 λεπτά.

 

 

6. 20 Βήματα:

Πολύ καλά γραμμένο, σοβαρή αντιμετώπιση, ωραίες εκφράσεις (όπως το πρόσωπο από αίμα) θέματα αποκλεισμού και παράνοιας, αγωνία, κλιμάκωση, μια πολύ αξιόλογη και σοβαρή συμμετοχή. Αυτό που κατάλαβα ήταν ότι ο τύπος το είχε σκάσει από κάποιο τρελάδικο και μέσα στις αναμνήσεις του για τις μέρες που του έφερνε το φαγητό ο νοσοκόμος (άσπρη ρόμπα, πλαστικά παπούτσια) τον βρήκε κάποιος στα αλήθεια και τον τρόμαξε. Θα μπορούσε να είναι μικρότερο, για να είναι πιο δυνατό, έτσι η αφαιρετική του διάσταση θα ήταν λιγότερο έντονη. Για παράδειγμα, το κομμάτι με τα 20 βήματα άπλωσε λίγο, ίσως θα μπορούσε να αποδοθεί με λιγότερα (π.χ 12 ). Γενικά, από τις ελάχιστες ιστορίες που διάβασα με ευχαρίστηση.

 

 

7. Μετά την 46:

 

Καλογραμμένη, κι αυτό είναι σημαντικό σε αυτόν τον διαγωνισμό.Στην αρχή ήταν καλύτερο, μετά έγινε κλισέ και αναλώθηκε σε κοινοτοπίες. Επίσης, παρά την καλή σχετικά γραφή, ο τρόμος και η ατμόσφαιρα που ήθελε να περάσει δεν έφτασαν σε μένα, αφού αποδιδόταν με λέξεις του τύπου "φρίκη" "τρόμος" κλπ.

 

12. Παρίσι 1941:

 

Ενδιαφέρουσα, στρωτή ιστορία. Δεν μπορώ να πω ότι με χάλασε κάτι ιδιαίτερο, ήταν καλή, όχι εξαιρετική, και την διάβασα εύκολα και ικανοποιητικά.

 

14. Φόροι:

 

Μια αρκετά καλογραμμένη ιστορία, με έξυπνες δόσεις για τον κόσμο της υπόθεσης, ωραίες εκφράσεις, δυνατή γραφή και μερικές άγριες σκηνές. Το πρόβλημα είναι ότι ξεφεύγει από ένα σημείο και μετά, γίνεται γκροτέσκα χωρίς λόγο, ενώ δεν οδηγεί και κάπου συγκεκριμένα, σαν νόημα ή σαν επιμύθιο. Ανήκει, ωστόσο, στις ψηλές συμμετοχές, λόγω γραφής κυρίως.

 

15. Η Κατάρα του Μπαλιστάρ:

 

Για αυτήν την ιστορία ένα θα πω: ευχαριστώ τον/την συγγραφέα για το γέλιο που μου χάρισε στο τέλος. Να είναι καλά, δεν έχω να προσθέσω τίποτα άλλο.

 

16. Shit Happens:

 

Αυτή η ιστορία, δεν ξέρω, δεν μου άρεσε καθόλου. Για την ακρίβεια, με εκνεύρισε. Είχε ένα κακό χιούμορ και μια άσχημη επιτήδευση, με δύσκολες λέξεις που δεν κόλλαγαν πουθενά κι ένα ύφος άλλοτε λόγιο κι άλλοτε φαιδρό, με καμία συνοχή. Μία λέξη θα την χαρακτήριζε για μένα: ανέντιμη. Μόνο ο τίτλος ήταν εξαιρετικός και με έκανε να γελάσω πολύ.

Link to comment
Share on other sites

Μετά το τέλος του διαγωνισμού, όταν θα ξέρουμε νικητή και τις ταυτότητες των συγγραφέων, όποιος συγγραφέας θέλει θα μεταφέρει το διήγημα του στην Βιβλιοθήκη, και όσοι έχουν φυλάξει τις κριτικές τους, θα μπορούν να ξαναποστάρουν τα σχόλια τους στις ανάλογες ιστορίες.

 

Από την πλευρά μου, αν μου επιτρέπουν ακόμα δυνατότητα edit τα ποστ, θα προσθέσω σε αυτά την ταυτότητα του σχολιαστή, ή θα δώσω τους αριθμούς των ποστ για τον κάθε σχολιαστή. Δεν νομίζω οι σχολιαστές να έχουν αντίρρηση. Όποιος έχει μπορεί να μου το πει σε pm, που δεν το νομίζω.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share


×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..